Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2003
Η κόλασις ως κατάστασις μέσα μας και η θεραπεία της. Επίσης και η περί μέσης καταστάσεως των ψυχών
179-γ
Κυρ.Ε' Λουκά 2003.mp3
«Εν τω Άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού».
Υπάρχει κόλασις; Υπάρχει! Παράδεισος; Και αυτός υπάρχει. Οι καταμαρτυρίες της Αγίας Γραφής είναι πάρα πολλές, άλλωστε γι’ αυτό ήλθε και ενηνθρώπισε ο Υιός του Θεού, στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, για να κάμει αυτήν την καταμαρτυρίαν. Να μας αποκαλύψει και να μας γνωρίσει τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, για να μας γνωρίσει την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλά και για να μας προειδοποιήσει όμως για την κατάσταση των αμετανοούντων αμαρτωλών.
Βέβαια η κατάστασις των ψυχών, μετά τον θάνατόν μας, - που θα είναι και οπωσδήποτε είναι οριστικός, σήμερα, αύριο μεθαύριο, σε λίγα χρόνια, λίγα ή πολλά, μόνον ο Θεός το γνωρίζει,- θα έλθει ο θάνατος. Και μετά ταύτα κρίσις. Μεταξύ του θανάτου και της κρίσεως, υπάρχει μια κατάστασις για την οποία είχαμε ομιλήσει πολλές φορές, που λέγεται «μέση κατάσταση των ψυχών».
Πολλοί από μας, συνήθως ακόμα και στο μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως λέμε «με κολάζει ο άντρας μου, με κολάζει η γυναίκα μου. Με κολάζει το παιδί μου, ο γιός μου ή η κόρη μου. Με κολάζει και η πεθερά μου. Ξέρεις τι στρίγγλα είναι; Κόλαση περνώ κάθε μέρα». Η άλλη πλευρά: «Με κολάζει η νύφη μου. Ξέρεις τι στριμμένη που είναι;» Με κολάζει ο ένας, με κολάζει ο άλλος, με κολάζουν οι πάντες. Η κόλασις υπάρχει μέσα μας. Δεν ευρίσκεται στον άλφα ή στον βήτα. Στον τρόπο με τον οποίον ζει ο οποιοσδήποτε από μας που είναι κοντά μας. Είτε αυτός είναι ο σύντροφός μας, είτε είναι το παιδί μας, είτε είναι οι γεννήτορές μας, είτε κάποιοι άλλοι συγγενείς, είτε φίλοι, είτε συνεργάτες, όποιοι και αν είναι αυτοί. Όποια και αν είναι η συμπεριφορά τους, μας δίδουν μια δυνατή ευκαιρία να βρεθούμε στην αγκαλιά του Θεού, αλλά εμείς προτιμούμε να κολαζόμεθα οι ίδιοι.
Όπως επίσης καλλιεργούντες τις αρετές, την πίστη και την υπομονή, την μακροθυμία και την χρηστότητα, και ιδιαιτέρως την αγάπη σε κείνους που μας πειράζουν, δημιουργούμε τις προϋποθέσεις να βρούμε τον Παράδεισο. Και τον Παράδεισο δεν θα τον βρούμε στα διάφορα προσκυνήματα που τρέχουμε, πότε από δω και πότε εκεί – καλώς πηγαίνουμε, και γω πηγαίνω – μα ο Παράδεισος βρίσκεται μέσα μας, διότι «η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί» βεβαιώνει το αψευδές στόμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Βάλαμε τον Χριστό μέσα μας; Τον βάλαμε βαθιά μέσα στην καρδιά μας με την πιστή τήρηση των Ευαγγελικών Του εντολών και με την σωστή συμμετοχή μας στα Πανάγια Μυστήρια; Έγινε αυτό πράξις και ζωή; Αν ναι, αυτή η ενοίκησις είναι και Παράδεισος, είναι ουράνιος χαρά, είναι Θεία Ευφροσύνη.- Μεσα μας η Κόλαση και μέσα μας ο Παράδεισος, και αυτόν που έχουμε μέσα μας, αυτόν και παίρνουμε μαζί μας. Η θέλησίς μας αν είναι προσκεκολημένη, η θέλησίς μας λέω, και η προαίρεσίς μας είναι κολλημένη στα πάθη μας, δημιουργούμε μέσα μας κόλαση. Ε, αυτή την κόλαση θα πάρομε μαζί μας αν δεν μετανοήσουμε.
Είδαμε ποτέ τον εαυτόν μας στον καθρέφτη όταν γίνεται αυτός έξαλλος από το θυμό; Θα δείτε ζωγραφισμένη την κόλαση. Και τόσα άλλα εκδηλούμενα στον άνθρωπο πάθη. Αλλά από την άλλη πλευρά, βλέπουμε το ιλαρό και γαλήνιο πρόσωπο στον άνθρωπο εκείνο στην καρδιά του οποίου βασιλεύει η Θεία Χάρις. Αυτός ζει την ευτυχία του Παραδείσου από τώρα. Απ’ αυτή τη στιγμή, όσο ζει σ’ αυτήν εδώ την παρούσα ζωή.
Αλλά κακά τα ψέματα ο θάνατος όμως έρχεται. Είτε σήμερα είτε αύριο. Τι θα γίνει; Σε ποιανού θέση θα βρεθούμε; Όπως μας είπε η σημερινή παραβολή που είναι καθοριστική, για την στάση και την θέση των ψυχών. Χάσμα μέγα μεταξύ των μεν και των δε. Μεταξύ εκείνων οι οποίοι είναι σωζόμενοι, και μεταξύ εκείνων οι οποίοι προγεύονται την κόλαση.
Ο ένας λέει «οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη»! Ευρίσκετο εις τον Άδη, «και επάρας τους οφθαλμούς αυτού, είδε τον Λάζαρο που τον περιφρονούσε, ο οποίος βέβαια ευρίσκετο έξω από το σπίτι του, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα περισσεύματα που πετούσαν στα σκυλιά, -μ’ αυτά χόρταινε,- και η ικανοποίησις των σκύλων ήταν να του γλύφουν τις πληγές. Μέσα σ’ αυτό το μαρτύριο ζούσε ο Λάζαρος και έτσι κληρονόμησε την Βασιλεία του Θεού.
Ο άλλος είχε τα αγαθά του. Απέθανε και ετάφη. Ούτε κάν το όνομά του αναφέρεται. Ούτε καν το όνομά του.
Λοιπόν τώρα εμείς σε ποια κατάσταση θα βρεθούμε μετά τον θάνατό μας; Εκείνοι που χαίρονται προαπολαμβάνουν την χαρά του Παραδείσου. Και οι άλλοι προγεύονται την πίκρα και την απελπισία της κολάσεως. Όλοι τους είναι όμως σε μια διαρκή αναμονή. Τι αναμένουν; Οι αμετανόητες με φρίκη περιμένουν και φόβο, και αβυσσαλέο μίσος κατά του Θεού, περιμένουν την κρίση τους και την καταδίκη τους. Δεν παρηγορούνται από κανέναν και δεν μπορούν να παρηγορηθούν, γιατί ο καθένας ζει την δική του κόλαση, το δικό του μίσος, τη δική του φρίκη, και επομένως από ποιόν να παρηγορηθεί. Ο ένας βλέπει τα οπίσθια του άλλου και όχι το πρόσωπο. Έτσι ο καθένας έχει τα βάσανά του. Η κατάστασις είναι απαράκλητη. Είναι απαρηγόρητη. Δεν υπάρχει τίποτα που να βοηθάει εκείνες τις στιγμές αυτές τις ψυχές.
Οι άλλες όμως οι ψυχές που προγεύονται το κάλλος και την ομορφιά και την Δόξα του Παραδείσου, περιμένουν με χαρά πότε θα έρθει ο Κύριος δια να αποδώσει δικαιοσύνη και έτσι ολοκληρωτικά πλέον να απολαύσουν τα κάλλη του Ουρανού.
Υπάρχουν οι αμετανόητες ψυχές. Μια ψυχή αυτόν τον καιρό που ευρέθηκε μεταξύ ζωής και θανάτου σε κώμα αρκετών ημερών, δεν γνωρίζω πόσον, και είχε μία έκσταση του νοός και της ψυχής της ενώ το σώμα της έγκειτο εις το κρεβάτι των φρικτών πόνων, και ανεμένετο ο θάνατός της, ευρέθη ενώπιον του Αγίου Θεού, χωρίς να το βλέπει. Είδε λοιπόν τις καταστάσεις, τις δύο καταστάσεις των ανθρώπων, εκείνων που είναι εκ των προτέρων σεσωσμένοι και των άλλων που ευρίσκοντο σε κατάσταση αμετανοησίας. Είναι σα να την πήρε από το χέρι ο Θεός, επαναλαμβάνω «σαν», δεν εφαίνετο τίποτα, και πλησίασε ας το πούμε εκείνον τον χώρο, ας τον πούμε ‘χώρο’ έτσι, όπου ευρίσκοντο, χιλιάδες και εκατομμύρια άνθρωποι ψυχές. «Κοίταξε» της λέει, «όλοι αυτοί δεν θέλουν να μετανοήσουν», το επαναλαμβάνω, «δεν θέλουν να μετανοήσουν, ας τους ρωτήσουμε» λέει μαζί, «θέλετε να μετανοήσετε;» Και όλοι με μια φωνή είπαν «όχι, όχι. Δεν θέλουμε να μετανοήσουμε». «Και όμως εγώ θα σας περιμένω μέχρι το τέλος της ζωής σας διότι κάποτε θα τελειώσει, διότι δεν θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζειν αυτόν. Όσο ζει περιμένω την επιστροφή του». Αλλά αυτοί όμως, όπως ο Ιούδας «ουκ ήθελε διορθωθείναι και μετανοήσαι». Τίποτα! «Ουκ ηβουλήθη συνιέναι», όπως ψάλλουν τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος.
Λοιπόν, έχουμε και κατάσταση αμετανοήτων ανθρώπων. Βέβαια η Εκκλησία μας, έχει μία άπειρη συγκατάβαση, διότι υπάρχουν και άνθρωποι που θα ήθελαν να εξομολογηθούν, αλλά δεν πρόλαβαν διότι τους πρόλαβε ο θάνατος, ή ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, ή ένα καρδιακό, ήρθε η άνοια, ήρθε το δυστύχημα και το ατύχημα με το αυτοκίνητο και ήρθε ακαριαίος ο θάνατος, και τόσες άλλες συνθήκες, ήρθε ο σεισμός ένα βράδυ, έπεσαν οι τοίχοι, μας πλάκωσαν, σκοτωθήκαμε, έγινε ένας πόλεμος, άρχισαν οι βομβαρδισμοί, και ούτω κάθε εξής, και πιθανόν δεν προλάβαμε να φτάσουμε στα μυστήρια τα άγια που παρέχουν άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον. Τι θα γίνει για όλους αυτούς; Για όλους αυτούς υπάρχει η Εκκλησία, με τη Θεία Λειτουργία, με την προσφορά του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού στους παρόντες ζώντες χριστιανούς, αλλά και για κείνους όμως έχει φυλάξει την μεγαλυτέρα προσφορά ελεημοσύνης, διότι η Θεία Λειτουργία τελείται και για αυτές τις ψυχές. Τελείται για ολόκληρη την θριαμβεύουσα Εκκλησία αλλά και για τις ψυχές που βρίσκονται στη μέση κατάσταση. Έτσι λοιπόν όλα αυτά τα ονόματα τα οποία προσφέρετε με τα χαρτιά, τα λεγόμενα συγχωροχάρτια έ, και έχετε γραμμένα τα ονόματα των κεκοιμημένων αλλά και των ζωντανών, τα πλένουμε εμείς, ρίχνουμε, αυτά τα ονόματα που αντιπροσωπεύονται από τα ψίχουλα του κατακλάστου άρτου, μέσα στο Άγιον Ποτήριον, και λέγει ο ιερεύς αυτό που έχετε ακούσει επανειλημμένες φορές «απόπλυνον Κύριε τας αμαρτίας αυτών τω Αίματί Σου τω Τιμίω, απόπλυνον», και λέγει ο Άγιος Συμεών ο Θεσσαλονίκης «αυτή είναι η μεγαλυτέρα προσφορά ελεημοσύνης και αγάπης για τις ψυχές αυτές». Υπάρχουν τα Σαρανταλείτουργα στο Άγιον Όρος, υπάρχουν τα μνημόσυνα, τα τρισάγια, η ελεημοσύνη στο πρόσωπό του, και τόσα άλλα τα οποία είναι παρήγορα για εκείνους οι οποίοι φεύγουν σε μια κατάσταση που είμαστε λίγο αμφίβολοι.
Αλλά, δεν ξέρω αν βρίσκει έλεος εκείνος ο οποίος έφυγε αμετανόητος, και μέσα σε φοβερή σκληροκαρδία άνθρωπος, που πήγαμε με το Άγιον Ποτήριον και μας έδιωξε με τις βρισιές, και δεν είναι μόνον μία περίπτωσις, είναι τέτοιες πάρα πολλές. Αυτοί οι άνθρωποι πως θα σωθούν; Αυτήν την ελπίδα που μας δίνει ο καλός Θεός, να εκμεταλλευτούμε τα πανάγια Μυστήρια τα δύο τα σωστικά της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας, να μην τα αφήσουμε ανεκμετάλευτα.