Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 1993

53 Η Θεία Λειτουργία. Πληρωτικά. Μερος 3ον Ο υπόλοιπος χρόνος καί τά τέλη μας. Η ευχή τής προσκομιδής

Η κλήση του Οσίου Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού

Κάποτε, χριστιανοί μου, ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός, και ασφαλώς πολύ πριν αρχίσει την παράξενη αποστολή του στον κόσμο, μια βραδιά που προσηύχετο καθ' όλην τη διάρκεια της νυχτός, ήρθε σε έκσταση και βρέθηκε στα βασιλικά παλάτια του ουρανού.
Εκεί τον καλεί ο ουράνιος βασιλεύς και του λέγει:
- Θέλεις να με υπηρετήσεις ολόψυχα και να σε κάνω έναν από τους στρατηγούς του
παλατιού μου;
- Υπάρχει κανείς, Δέσποτα, που να μη θέλει το καλό του; αποκρίθηκε. Εγώ, πάντως, το επιθυμώ πολύ.
- Αν το επιθυμείς λοιπόν δοκίμασε τη γεύση της βασιλείας μου.
Συγχρόνως του πρόσφερε να πιει κάτι. Έμοιαζε με χιόνι και ήταν τόσο γλυκό και νόστιμο που δεν μπορούσε ο άνθρωπος να το φανταστεί. Μόλιςτο ήπιε είπε:
- Δος μου και άλλο, σε παρακαλώ, γιατί μόλις το ήπια ένιωσα να ευωδιάζει σαν θεϊκό μύρο.
Εκείνος του έδωσε και δεύτερο που έμοιαζε στην όψη με κυδώνι. Αυτό όμως ήταν ξινό, πικρό σαν φαρμάκι, σαν την αψιθιά. Όταν το ήπιε απογοητεύθηκε, καταπικράθηκε και ξέχασε την προηγουμένη θαυμάσια γεύση που είχε. Βλέποντας τον λοιπόν λυπημένο ο Βασιλεύς τον ρώτησε:
-Είδες που δεν μπορείς να υποφέρεις την πικράδα του ποτού αυτού ή του φαγητού; Σου έδωσα να νιώσεις τον τελειώτερο τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να με υπηρετεί. Αυτή είναι ακριβώς η στενή και τεθλιμμένη οδός, η απάγουσα εις την ζωήν, εις την Βασιλείαν των Ουρανών.
- Μου φαίνεται πικρό το πράγμα, Δέσποτα. Ποιος μπορεί να σε υπηρετεί τρώγοντας ή και πίνοντας αυτό το φαρμάκι;
- Το πικρό το θυμάσαι, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, το γλυκό το ξέχασες; Πριν από το πικρό δεν σου έδωσε το γλυκό;
- Ναί, Δέσποτα, αλλά μου είπες ότι η οδός μοιάζει με το πικρό.
- Οχι, δεν σου είπα αυτό, κάτι άλλο. Η οδός αυτή βρίσκεται ανάμεσα στο πικρό και στο γλυκό. Το πικρό είναι οι κόποι και οι αγώνες και οι ιδρώτες για την αρετή ενώ το γλυκό και το νόστιμο είναι η
δροσιά, είναι η ανάπαυσις και η παρηγοριά που προσφέρει η αγαθότητά μου σε όσους θλίβονται και υποφέρουν και μαρτυρούν για το χατήρι μου. Δεν προσφέρω λοιπόν το πικρόν μόνον, ούτε πάλιν
μόνον το γλυκό αλλά πότε το ένα και πότε το άλλο. Το ένα διαδέχεται το άλλο. Αν θέλεις λοιπόν να με υπηρετήσεις πες μου να το ξέρω από τώρα.
- Δος μου και πάλι, λέει, να τα δοκιμάσω και θα σου απαντήσω, αποκρίθηκε ο μακάριος και Όσιος Ανδρέας.
Εκείνος του έδωσε πρώτα το πικρό και ο Ανδρέας καταπικραμένος του είπε:
- Δεν μπορώ να σε υπηρετώ και να τρώω από αυτό το φαρμάκι, είναι πικρό και ανυπόφορο.
Ο Βασιλιάς χαμογέλασε και βγάζοντας από τον κόρφο του κάτι πύρινο και ανθηρό που μοσχοβολούσε του είπε:
- Πάρε και φάγε για να ξεχάσεις όλα.
Πήρε πραγματικά και έφαγε. Για πολλή ώρα ένιωθε τόση ηδονή, τόση γλυκύτητα και χαρά, τόση ευφροσύνη, τόση μακαριότητα ώστε βρισκόταν εκτός εαυτού. Νόμιζε ότι ζούσε μέσα σε υπερβολικά
ευωδία, δόξα, λαμπρότητα, θεία τερπνότητα.
Όταν συνήλθε, έπεσε στα πόδια εκείνου του μεγάλου, ουρανίου Βασιλέως και τον
παρακαλούσε:
- Ελέησέ με, Πανάγαθε Δέσποτα, και δέξε με να σε υπηρετώ γιατί κατάλαβα πραγματικά πως η υπηρεσία σου είναι πολύ ευχάριστη.
- Πίστεψέ με, του λέει εκείνος, ότι από τα πλούτη μου, αυτό είναι το πιο ασήμαντο. Ασφαλώς τώρα θα γυρίσεις πίσω. Στον υπόλοιπο χρόνο της ζωής σου αν με υπηρετήσεις σωστά και με αυταπάρνηση τότε όσα έχω θα γίνουν δικά σου, θα γίνεις κληρονόμος της Βασιλείας μου. Τα εμά πάντα σα εστί.
Έτσι μίλησε ο Βασιλιάς και τον άφησε να φύγει.
Ευθύς αμέσως ο Άγιος Ανδρέας συνήλθε και με το κύλημα του χρόνου, με τις μέρες, τους μήνες
και τα χρόνια που έφευγαν κατάλαβε πολύ καλά το νόημα της θείας κλήσεως και αποκαλύψεως.
Και τώρα σας ρωτώ:
Μήπως το ίδιο πράγμα δεν ισχύει και για μας;
Γι' αυτό οφείλουμε να κάνουμε καλή χρήση από τον χρόνον της ζωής που μας μένει.



Ο ειρηνικός άνθρωπος

Γνωρίζω κάποιον που είναι φτωχός, βιοπαλαιστής, πολύτεκνος με εφτά παιδιά, σύζυγο και ανάπηρη μητέρα στο κρεββάτι.
Άκακο αρνί, αγαθός, ειρηνικός, πράος, ήσυχος, γλυκύς, δίκαιος.
Πρωί βράδυ προσευχή. Όλη την ημέρα την ευχούλα. Η εργασία εργασία και η δουλειά δουλειά. Και στα Άχραντα Μυστήρια τακτικά όλη η οικογένεια.
Ευτυχισμένος. Ναι, είναι ευτυχισμένος, έστω και αν τον δέρνουν οι θλίψεις και οι πειρασμοί που είναι φυσικό να υπάρχουν και γι' αυτόν όπως και για όλους μας. Και όμως αισθάνεται τόση ευτυχία και τόση ειρήνη μέσα του που δεν την έχει ένας πλούσιος, ένας εκατομμυριούχος που τον βαραίνουν οι αδικίες, οι απάτες, οι βλαστήμιες, οι ασέλγειες, οι αισχροκέρδειες, οι ψεύτικοι όρκοι πάνω στο Ευαγγέλιο, οι εκτρώσεις, οι βιασμοί, οι μαγείες και ένα πλήθος από αδικήματα και παραβάσεις των εντολών του Αγίου Θεού.
Αυτός αν και απολαμβάνει όλα τα αγαθά, όλα τα αγαθά της γης πλούσια και δεν του λείπει τίποτα, μέσα του όμως φωνάζει η φωνή της συνειδήσεως, χτυπάει, τον ελέγχει συνεχώς, δεν τον αφήνει να ησυχάσει.
Και η ζωή του είναι μια μικρή κόλασις, ένα προοίμιο της κολάσεως.
Και αυτή ακριβώς τη διαμαρτυρία προσπαθεί να την σκεπάσει με την κρεπάλη, την μέθη, την ασωτία.
Λοιπόν για αυτό πρέπει να φωνάζουμε:
"Θεέ μου, δος μου ειρήνη, την ειρήνη της συνειδήσεως, την ειρήνη της ψυχής".

Μνήμη θανάτου του βασιλέως Φιλίππου

Εμείς οι χριστιανοί οφείλουμε να έχουμε μνήμη θανάτου.
Για σκεφθείτε όμως ότι την είχε αυτή τη μνήμη θανάτου και ένας ειδωλολάτρης βασιλεύς, ο βασιλεύς Φίλιππος της Μακεδονίας.
Είχε δώσει σε έναν στρατιώτη εντολή το πρωί μόλις σηκωνόταν, το μεσημέρι που καθόταν να φάγει και το βράδυ πριν κοιμηθεί να του θυμίζει:
-Φίλιππε, μέμνησο ότι θνητός ει. Φίλιππε, να θυμάσαι
ότι είσαι θνητός, θα πεθάνεις.
Εμείς γιατί δεν το κάνουμε;

Τα τέλη του Πατρός Αρσενίου

Στις 4 Ιουλίου 1845 ο Γέρων Αρσένιος απεφάσισε να πάει στο πανηγύρι του Οσίου Αθανασίου στη Λαύρα.
Μόλις τελείωσε τη Λειτουργία του, την πρωινή δική του Λειτουργία, ξεκίνησε, πήρε το δρόμο που πηγαίνει γύρω από τον Αθωνα και έφθασε στη Λαύρα λίγο πριν την αγρυπνία.
Στη Λαύρα στεκόταν όρθιος καθ' όλη τη διάρκεια της αγρυπνίας και της Λειτουργίας που και τα δυο μαζί κράτησαν 16 ώρες.
Υπάρχει κάποιος μοναχός εδώ, μπορεί να μας το επιβεβαιώσει αυτό.
Στην τράπεζα δεν πήγε, παρά μόνο πήρε ψωμί και ξεκίνησε για την επιστροφή.
Γύρω στο Απόδειπνο ήταν πάλι στο κελλί του.
Όλοι απόρησαν με τούτο.
Ένας νέος μοναχός θα χρειαζόταν τρεις ημέρες πήγαινε-έλα και αυτός 70 χρονών γέρος με άρρωστα πόδια στάθηκε 16 ώρες και έκανε τόσο δρόμο σε μιάμιση ημέρα.
Αργότερα τον ρώτησαν:
- Πάτερ μου, Γέροντα, πώς μπορέσατε και επιστρέψατε τόσο γρήγορα αφού ο δρόμος διασχίζει βουνά και έχει τόσες αιχμηρές πέτρες, βράχια και σκληρά μονοπάτια;
Εκείνος απάντησε:
- Ανακαινίσθη ως αετού η νεότης μου όχι γιατί εγώ μπορώ αλλά με τη βοήθεια του Αγίου Θεού.
Στις αρχές του 1846 φάνηκε πως πλησιάζει ο θάνατος του Γέροντος Αρσενίου.
Τα πόδια του χειροτέρεψαν ώστε πλέον δεν μπορούσε ούτε να δουλεύει, ούτε και να βαδίζει.
Όμως λειτουργούσε 4 φορές την εβδομάδα: Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο αν και με πολύ κόπο. Το Σάββατο της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών διαδόθηκε σε ολόκληρο το Άγιο
Όρος πως ο Γέροντας ήταν άρρωστος.
Την Κυριακή το πρωί στις 24 Μαρτίου συγκεντρώθηκαν τα πνευματικά του τέκνα για να πάρουν την
ευχή του.
Τον ρώτησαν λοιπόν:
- Αλήθεια, Πάτερ, δεν φοβάσαι το ποτήρι του θανάτου, δεν φρίττεις και δεν τρέμεις για την απολογία σου μπροστά στον δίκαιο Κριτή; Ήσουν 30 χρόνια Πνευματικός, δεν φοβάσαι;
Ο Γέροντας τους κοίταξε με χαρούμενο πρόσωπο και είπε:
- Φόβο και τρόμο δεν νιώθω αλλά μια χαρά απέραντη έχει πλημμυρίσει την καρδιά μου και ελπίζω στον Κύριό μας και τον Σωτήρα μας Χριστό ότι κατά το έλεός Του δεν θα με αφήσει αν και δεν έχω έργα αγαθά. Τι έχω για να καυχηθώ παρά τις αδυναμίες μου. Με τη θέλησή μου κανένα καλό μέχρι τώρα δεν έχω πράξει και ό,τι καλό έκαμα το έκαμα με τη βοήθεια του Κυρίου μου και γιατί ήταν θέλημα Θεού. Πορεύομαι λοιπόν προς την ανατολή της αιωνίου ημέρας και η χαρά μου είναι μεγάλη. Έχω μέσα μου ειρήνη και βασιλεύει σε όλα μου τα μέλη ανάπαυσις και θεία ευφροσύνη. Περιμένω σε λίγο τους Αγγέλους μου.
Κατόπιν έδωσε εντολή να περάσουν όλα του τα πνευματικά τέκνα ένας ένας από
μπροστά του.
Ελαβε και έδωσε συγχώρεση.
Εδωσε τις τελευταίες του ευλογίες και οδηγίες στον καθένα χωριστά για το πού και το πώς
θα ζήσει και κατόπιν τους παρακάλεσε να απομακρυνθούν.
Αυτός άρχισε να προσεύχεται ξαπλωμένος αλλά δεν ήταν βέβαια δυνατόν να
ακουστεί τι έλεγε.
Τρεις φορές σήκωσε έτσι τα χέρια του στον ουρανό. Ο τόπος άστραψε και οι Πατέρες γονάτισαν,
σταυροκοπήθηκαν και κοίταζαν με δέος. Μια γλυκυτάτη ευωδία
άρχισε να απλώνεται παντού.
Ο Γέροντας κατέβασε τα χέρια του, έκαμε το σημείο του Σταυρού και ύστερα τα σταύρωσε και απλώθηκε γύρω του μια παράξενη ησυχία, μια ανέκφραστη γαλήνη. Πλησίασαν οι μοναχοί δειλά δειλά και είδαν το πρόσωπο του Γέροντος Αρσενίου να λάμπει αλλά η αγία του ψυχή είχε παραδοθεί στα χέρια του Κυρίου του που τόσον ηγάπησε από μικρό παιδί και για χατήρι του οποίου είχε καταξηράνει το σώμα του.
- Να, αδελφοί μου, χριστιανά τα τέλη της ζωής ενός αθλητού της πίστεως, ανώδυνα,
ανεπαίσχυντα, ειρηνικά. Τέτοια να είναι και τα δικά μας τέλη.
Κατόπιν άρχισαν να τον ετοιμάζουν προς ενταφιασμό. Οταν του ξεσκέπασαν τα πόδια φάνηκε μπροστά τους μια φοβερή εικόνα. Και τα δυο του τα πόδια από τα γόνατα και κάτω είχαν μείνει μόνο τα κόκκαλα. Η σάρκα είχε εξαφανιστεί από τη συνεχή στάση και τις μακροχρόνιες πληγές. Ολοι απορούσαν πώς μπορούσε και στεκόταν τόσο σακατεμένος και πώς βάδιζε τόσο γρήγορα! Ποτέ δεν είπε ότι του πόνεσαν τα πόδια ενώ σαν πουλάκι διέσχιζε όλο το Αγιον Ορος. Παρά ταύτα τα μέλη του ήσαν μαλακά, ζεστά και παραδόξως λαμπερά. Από τις σαπισμένες πληγές των ποδιών και των άλλων μερών του σώματός του εξήρχετο μια ευχάριστη ευωδία θυμιάματος.
Τον έθαψαν πίσω από το Ιερό του κελλίου της Αγίας Τριάδος στις 25 Μαρτίου του 1846. Επί δεκαετίες ήταν το στήριγμα και ο διδάσκαλος όχι μόνον για τους Ρώσους αλλά και για τους Ελληνες και πολλούς Αγιορείτες.
Για πολλά χρόνια έλεγαν για αυτόν:
- O μεγάλος Γέροντας Αρσένιος.
 Κατά την Αγιορείτικη βέβαια συνήθεια μετά τρία χρόνια έκαναν ανακομιδή των οστών του όπως και του Πατρός Νικολάου του υποτακτικού, τα οποία φανερώθηκαν κίτρινα σαν το κερί, σαν το κεχριμπάρι, σκορπίζοντας γύρω τους θαυμαστή ευωδία.
Ολες αυτές οι αξιοθαύμαστες, αληθινές ιστορίες γύρω από τον
πατέρα Νικόλαο τον υποτακτικό και τον Γέροντά του Αρσένιο βγήκαν από τις ημερολογιακές σημειώσεις του μοναχού Πατρός Παρθενίου. Αυτοί είναι οι θάνατοι των αγίων ανθρώπων και του δικαίου Ιώβ.

Προσευχή για τους κεκοιμημένους

Κάποτε, ο Αγιος Σιλουανός, ο νέος Αγιος της Εκκλησίας μας, συνάντησε έναν Αγιορείτη ασκητή που είχε το χάρισμα της κατανύξεως και των συνεχών δακρύων. Οποτε τον έβλεπαν τον αντίκρυζαν δακρυσμένο.
Σιωπηλά δάκρυα κυλούσαν στα αποστεωμένα μάγουλά του. Κυρίως αυτά τα της Θείας Χάριτος δάκρυα κυλούσαν καθ'όλην τη διάρκεια της Θείας Λατρείας. Αλλά και όταν προσηύχετο, και όταν ενθυμείτο τα σεπτά πάθη του Κυρίου και τη Σταύρωσή Του, όταν ενθυμείτο την Υπεραγία Θεοτόκο και τους Αγγέλους, τη Βασιλεία των Ουρανών και τη χαρά των Αγίων.
Τον πλησίασε ο Αγιος Σιλουανός και τον ρώτησε επίτηδες για να τον ψαρέψει, όπως θα λέγαμε στη γλώσσα μας:
- Είναι καλό, Πάτερ, να προσεύχομαι για τους νεκρούς;
Εκείνος αναστέναξε και μέσα από τα δάκρυά του είπε:
- Εαν μου ήτο δυνατόν θα έβγαζα όλες τις ψυχές από τον Αδη που τόσο υποφέρουν και βασανίζονται από το απαράκλητον της κολάσεως και του ψηλαφητού σκότους. Θα τις έβγαζα. Ναι, θα τις έβγαζα. Και με όλη μου την καρδιά θα τις έβγαζα. Γιατί τότε μόνον θα ανεπαύετο και θα εχαίρετο η ψυχή
μου.
Και έκανε μια μικρή κίνηση με τα χέρια του σαν να μάζευε στάχυα από σιτάρι και άρχισε πάλι να κλαίει.
- Να, χριστιανοί μου, ανθρώπινα σπλάγχνα οικτιρμών. Ποιος ξέρει τι ασκητικούς
αγώνες έκαμε ο ανώνυμος αυτός ασκητής για να παρηγορούνται οι κεκοιμημένοι, οι νεκροί μέσα στον Αδη! Δεν μας μένει τίποτε άλλο παρά να τον μιμηθούμε.