Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 1993

54 Η Θεία Λειτουργία. Αγαπήσωμεν αλλήλους

Τρεις ώρες κόλαση ή ένα χρόνο βάσανα στη γη;

Ο Χατζηγεώργης ο Αθωνίτης, ένας αδικημένος Αγιος της εποχής μας, πολλές φορές θυμόταν έναν συγγενή του, έναν προπάππου, που υπέφερε από φρικτούς πόνους, βασανιζόμενος από μια άγνωστη
αρρώστια για την εποχή του.
Χάνοντας κάποτε την υπομονή του ο άρρωστος παρακάλεσε τον Θεό να τον πάρει από τη ζωή γιατί δεν μπορούσε άλλο να υποφέρει. Παρ'όλο που ήτο ευσεβής λύγισε.
Του παρουσιάζεται τότε ένας Αγγελος και του λέει:
- Δοκιμάζεσαι με βάσανα εδώ πάνω στη γη για να καθαρισθείς και να λάμψεις ως ο ήλιος, όπως το χρυσάφι καθαρίζεται μέσα στη φωτιά. Πρέπει λοιπόν να δοκιμαστείς άλλον ένα χρόνο. Και σε ρωτώ : Τι προτιμάς; Ένα χρόνο βάσανα και πόνους ή τρεις ώρες στην κόλαση; Για να δεις
πού πηγαίνουν οι αμετανόητοι αμαρτωλοί και πώς θα βασανίζονται εις τους αιώνες.
Ο άρρωστος παππούς σκέφτηκε από εδώ, σκέφτηκε από εκεί. Λέει:
- Ενα χρόνο ακόμα βάσανα και πόνους φρικτούς σε αυτό εδώ το κρεββάτι; Ε, είναι πάρα πολλές. Καλύτερα να κάνω υπομονή τρεις ώρες, έστω και μέσα στην κόλαση.
Απάντησε λοιπόν στον Αγγελο ότι δέχεται τις τρείς ώρες.
Ο Αγγελος ευθύς αμέσως τον παίρνει απαλά απαλά και τον μεταφέρει στον Αδη.
Απομακρυνόμενος ο Αγγελος του λέει:
- Μετά από τρεις ώρες θα επιστρέψω.
Παντού επικρατούσε ένα αφόρητο ψηλαφητό σκοτάδι, ένας απέραντος αβάσταχτος πόνος. Τόπος απαράκλητος. Πουθενά φως. Πουθενά λίγες λέξεις παρηγοριάς. Κάποιος να σου χαϊδέψει το
κεφαλάκι. Κάποιος να σου πει: "Τι έχεις, άνθρωπέ μου, πονάς, υποφέρεις; Κάνε λίγη υπομονή". Πουθενά συμπάθεια, πουθενά ελπίδα. Το παντοτινό σκοτάδι που κυριαρχούσε εκεί, το στρίμωγμα,
οι φωνές οι πονεμένες των κολασμένων που έφταναν στα αυτιά του, η άγρια όψις, η δυστυχία που έβλεπε, προξενούσαν και σε αυτόν φοβερό πόνο και λύπη και τρόμο μαζί. Παντού έβλεπε και άκουγε
βάσανα. Παντού, όπου και αν έστρεφε το βλέμμα του, αντίκρυζε την απελπισία, το φόβο, τη φρίκη της κολάσεως. Πουθενά φωνή χαράς μέσα σε αυτή την απέραντη άβυσσο της κολάσεως. Πουθενά. Μόνο τα φλογισμένα μάτια των δαιμόνων φαίνονταν.
Αρχισε να τρέμει ο ταλαίπωρος και να φωνάζει:
- Βοήθεια, βγάλτε με από εδώ.
Αλλά στις φωνές και στις κραυγές του απαντούσε μόνον η άβυσσος. Του φαινόταν πως ολόκληροι αιώνες βάσανα και πόνων είχαν περάσει και από στιγμή σε στιγμή περίμενε να έρθει σε αυτόν ο Αγγελος αλλά αυτός δεν φαινόταν. Τελικά απελπισμένος που δεν έβλεπε φως, που νόμιζε ότι δεν θα βγει ποτέ από εκεί μέσα άρχισε να βογγάει και να κλαίει. Αλλά κανένας δεν νοιαζόταν για αυτόν.
Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί στην κόλαση σκέφτονται μόνον τον εαυτόν τους, το δικό τους βάσανο και τον δικό τους αφόρητο πόνο. Εκείνοι που χαίρονταν ήταν μόνον οι δαίμονες. Αλλά να που όμως η γλυκειά λάμψις του Αγγέλου φαίνεται στην Αβυσσο.
Και με εκείνο το γλυκύτατο χαμόγελο, το παραδεισένιο, που έχουν οι Αγγελοι, στέκεται πάνω από αυτόν τον βασανισμένο και ταλαίπωρο εκείνον παππού και τον ρωτάει:
- Πώς είσαι, άνθρωπε; Δεν πίστευα, λέει, πως και οι Αγγελοι λένε ψέματα.
- Τι θα πει αυτό; ρώτησε ο Αγγελος.
- Πώς τι θα πει; Υποσχέθηκες ότι θα με πάρεις από εδώ μετά από τρεις ώρες και πέρασαν χιλιάδες χρόνια, ολόκληροι αιώνες μέσα σε αυτά τα αφόρητα βάσανα. Δεν με λυπήθηκες καθόλου. Είπες ψέματα.
- Ευλογημένε, του λέει, τι χρόνια και αιώνες πέρασαν; Μόνο μια ώρα πέρασε. Και πρέπει να περάσεις άλλες δυο. Ετσι δεν διάλεξες;
- Δυο ώρες; Α, πα, πα. Δυο ώρες; Δεν αντέχω άλλο. Πάρε με από εδώ γρήγορα. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Χίλες φορές τα βάσανα της γης και τόσα που έχω και άλλα τόσα και άλλα τόσα μέχρι την τελευταία μου πνοή. Μόνο βγάλε με από αυτή τη φρίκη της κολάσεως. Λυπήσου με. Αλλά όχι άλλες δυο ώρες.
Φώναζε και βογγούσε ο βασανισμένος υψώνοντας παρακλητικά τα χέρια του στον Αγγελο.
- Καλά, απάντησε ο Αγγελος. Ο Πανάγαθος Θεός, ο φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαχνος θα σε ελεήσει. Δόξαζε τη φιλανθρωπία του Θεού και μη γογγύζεις ποτέ από τώρα και στο εξής.
Και με τα λόγια αυτά τον παίρνει ευθύς αμέσως και εκείνος βρίσκεται στο κρεββάτι του πόνου και πάλι δοξάζονται και ευχαριστώντας τον Θεό για τις αρρώστιες και τους πόνους του
μέχρι την ημέρα που εκοιμήθη.

Οι νεομάρτυρες της Ρωσίας

Τον Ιούλιο του 1933 μια επιστημονική ομάδα σταμάτησε για λίγες μέρες κοντά σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην πόλη Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Δεν υπήρχαν κάτοικοι σε αυτήν την πόλη μόνο κρατούμενοι που δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα κάποιας κατασκευής εκεί. Οι περισσότεροι ήσαν Ιερείς, Διάκονοι, Μοναχοί και λίγοι Επίσκοποι.
Ενας Ιερεύς από αυτούς που σώθηκε μου έχει διηγηθεί πολλά. Στους καταυλισμούς αυτούς κυριαρχούσε μια ανήκουστη βαρβαρότητα. Χωρίς κανένα λόγο μαστίγωναν, χτυπούσαν βάναυσα και πυροβολούσαν τους αιχμαλώτους, σπάζοντας τα κόκκαλά τους έτσι για διασκέδαση. Οι συνθήκες διαβιώσεως ήσαν φρικτές. Οι πιο πολλοί πέθαιναν από το φοβερό κρύο και την πείνα. Ο καιρός εκείνον τον Ιούλιο του 1933 ήταν ευχάριστος.
Μετά το δείπνο μας, λέγει αυτός που περιγράφει το γεγονός, καθήσαμε μέχρι αργά το βράδυ κοντά στη φωτιά συζητώντας μεταξύ μας. Κάθε τόσο ακούγαμε κραυγές και δυνατά βογγητά από το παρακείμενο στρατόπεδο. Ηταν μια ξάστερη και ήσυχη νύχτα. Οσο όμως ζω δεν θα ξεχάσω εκείνη την κοιλάδα της Σιβηρίας. Θα την θυμάμαι παντοτεινά. Ο γλυκός πρωινός μας ύπνος διακόπηκε ξαφνικά από ένα πένθιμο ανθρώπινο βογγητό. Σηκωθήκαμε γρήγορα. Ο επικεφαλής της ομάδας μας, ντόπιος από το Ιρκούτσκ, πήρε γρήγορα ένα ζευγάρι κυάλια και οι άλλοι στήσαμε δυο τοπογραφικά όργανα και ασχολούμασταν δήθεν με την εργασία μας όταν παρατηρήσαμε να έρχεται ένα πλήθος προς την κατεύθυνσή μας. Εξαιτίας των θάμνων ήταν δύσκολα να καταλάβουμε αμέσως τι συνέβαινε.
Οταν πλησίασαν διαπιστώσαμε ότι ήσαν 60 κρατούμενοι. Τους βλέπαμε τώρα πλέον καθαρότερα. Ηταν όλοι τους εξαντλημένοι, σκελετωμένοι από την πείνα, την πολλή δουλειά και την κακομεταχείριση, την άσπλαχνη συμπεριφορά. Τι έβλεπαν όμως τα έκπληκτα μάτια μας ακόμα! Ολοι
τους κρατούσαν ένα σχοινί στους ώμους τους και με αυτό τραβούσαν, έσερναν ένα έλκυθρο. Μάλιστα ένα έλκυθρο μέσα στον Ιούλιο μήνα. Πάνω στο έλκυθρο υπήρχε ένα βαρέλι γεμάτο από
ανθρώπινες ακαθαρσίες, περιττώματα. Οι φρουροί που τους συνόδευαν προφανώς βέβαια δεν γνώριζαν ότι εκεί υπήρχε μια επιστημονική αποστολή κοντά στην περιοχή του στρατοπέδου και
όταν μας είδαν ακούσαμε τις λέξεις της διαταγής των φρουρών :
"Ξαπλώστε κάτω και μην κινείστε".
Ενας φρουρός έτρεξε πίσω στο στρατόπεδο. Προφανώς βέβαια μας είχαν θεωρήσει υπόπτους. Κάποιος από την ομάδα μας εκτίμησε κάπως γρήγορα την κατάσταση των
κρατουμένων και είπε :
"Παρατείναμε τη ζωή τους για λίγα λεπτά".
Τίποτε άλλο. Κατ' αρχάς δεν καταλάβαμε αυτά του τα λόγια. Σε 15 όμως 20 λεπτά είχαμε περικυκλωθεί από μια διμοιρία φρουρών του στρατοπέδου που μας πλησίασαν κρατώντας τα τουφέκια έτοιμα για μάχη σαν να πρόκειται να μας επιτεθούν με τις ξιφολόγχες. Ο επικεφαλής της διμοιρίας και ο πολιτικός κομισάριος μας πλησίασαν και ζήτησαν τα χαρτιά μας. Οταν τα εξέτασαν μας εξήγησαν πως αυτοί οι 60 άνδρες είχαν καταδικαστεί να εκτελεστούν ως στοιχείο αλλότριο και εχθρικό προς τη Σοβιετική Σοσιαλιστική εξουσία του Στάλιν. Ενα τεράστιο χαντάκι είχε ήδη
ετοιμαστεί για τους 60. Ο πολιτικός κομισάριος μας ζήτησε να μπούμε στις σκηνές μας, πράγμα που το κάναμε. Οι 60 μάρτυρες ήσαν όλοι τους Ιερείς. Στο ήσυχο εκείνο πρωινό του Ιουλίου οι αδύναμες φωνές πολλών Ιερέων ακουγόταν ξεκάθαρα.
Ανοίγοντας τρύπες στα αντίσκηνά μας είδαμε, ακούσαμε και ζήσαμε την πρώτη Εκκλησία των αγίων Μαρτύρων. Οι Ιερείς ησπάζοντο ο ένας τον άλλο με φίλημα άγιον. Ο ένας από αυτούς σήκωσε τα χέρια ψηλά και φώναξε δυνατά:
"Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι πιούσι. Θεέ μου, συγχώρεσέ τους. Δεν ξέρουν τι κάνουν". Αποτέλεσμα: έφαγε μια κλωτσιά και έπεσε κάτω. Κατόπιν τους έσπρωξαν όλους κοντά στο χαντάκι. Ενας από τους δημίους ρωτούσε έναν έναν τους Ιερείς που στέκονταν κοντά στο χαντάκι :
"Είναι η τελευταία σου πνοή. Πες μας. Υπάρχει Θεός ή όχι;".
Η απάντησις των Αγίων Μαρτύρων Ιερέων ήταν σταθερή και σίγουρη και ίδια :
"Ναι, υπάρχει Θεός".
Και ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός. Καθόμασταν και βλέπαμε μέσα από τις τρύπες των σκηνών και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μας. Ενας δεύτερος πυροβολισμός αντήχησε, ένας τρίτος και μετά περισσότεροι.
Οι Ιερείς οδηγούντο ο ένας μετά τον άλλο μπροστά στο χαντάκι και οι δήμιοι εκεί στο χείλος της λακκούβας ρωτούσαν κάθε Ιερέα :
"Υπάρχει Θεός;".
Και η απάντησις ήταν ίδια:
"Ναι, υπάρχει".
Και μερικοί πρόσθεταν και μερικά άλλα λόγια :
"Ναί, υπάρχει Θεός, όπως υπάρχει και ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, ο Σωτήρας του
κόσμου".
Και άλλοι πρόσθεταν :
"Ναι, υπάρχει, και η Παναγιά μας υπάρχει, και οι Αγιοι υπάρχουν".
Και άλλοι :
"Ναι, υπάρχει και Αυτός σας συγχωρεί όπως και εμείς".
Αλλά πριν προλάβουν να τελειώσουν τις λέξεις ακουγόταν ο πυροβολισμός. Είμασταν αυτόπτες μάρτυρες, είδαμε με τα μάτια μας και ακούσαμε με τα αυτιά μας τους 60 Λειτουργούς Ιερείς του Χριστού μπροστά στο θάνατο να δίδουν το άγιο φίλημα και τον ασπασμόν της αγάπης, να μακροθυμούν και να συγχωρούν, να προσεύχονται για τους δημίους των και για ολόκληρο τον ρωσικό λαό και τέλος να ομολογούν με τόσο θάρρος την πίστη τους στο Θεό.
Ισως περάσουν ακόμα χρόνια και δεκαετίες πολλές όμως αυτός ο τάφος πάνω σε αυτόν το δρόμο -
και αναφέρει τις περιοχές Κατσούγκ, Ισνια και Οντίσνικα - πρέπει να βρεθεί. Κανείς Ορθόδοξος χριστιανός πουθενά δεν πρέπει να ξεχάσει αυτούς τους αγίους Μάρτυρες που έδωσαν τη ζωή τους για την Ορθόδοξη πίστη τους τον Ιούλιο του 1933 κοντά στην ακατοίκητη πόλη Ιρκούτσκ.
Εδώ τελειώνει η διήγησις. Πρόκειται για αυθεντική μαρτυρία από αυτόπτες μάρτυρες που γράφτηκε στο βιβλίο του Ρώσσου Ιερέως Μιχαήλ Πόλτσκι "Οι νεομάρτυρες της Ρωσίας" και εξεδόθη στη Νέα Υόρκη και μεταφρασμένο ένα κομμάτι υπάρχει στο περιοδικό "Αγιορείτικη μαρτυρία".

Ο ερημίτης μοναχός και ο κλέφτης.

Κάποτε ένας αγαθότατος ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη μοναχό - υπάρχουν και τέτοιοι - που βαριόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβα του γείτονά του του ασκητού, του ερημίτου, και του έκλεβε τα πράγματα. Του έκλεβε τα τρόφιμα, το λίγο παξιμαδάκι, τα δυο κουκιά που είχε ο άνθρωπος.
Ο ερημίτης το κατάλαβε αλλά ποτέ δεν έκανε λόγο. Δεν πήγε ποτέ
να παραπονεθεί. Τι έλεγε μέσα του;
- Για να κάνει μια τέτοια πράξη θα έχει ο καημένος πολλή ανάγκη. Δεν πειράζει. Ας τα πάρει.
Δούλευε όμως σκληρά γιατί έπρεπε να ζήσει και τον εαυτόν του και τον τεμπέλη. Γιατί ο κλέφτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε τίποτε.
Πηγαίνοντας τα πρωινά να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων περνούσε από το κελλάκι του κλέφτη και του έλεγε :
- Συγχώρεσέ με, αδελφέ μου, αν σε λύπησα.
- Πάει, το κορόιδο, έλεγε αυτός από μέσα του.
Και πηγαίνοντας ο ερημίτης για την Εκκλησία για να ενωθεί με τον Πανάγιον Θεόν, τον Θεό της αγάπης, αυτός έμπαινε και άρπαζε ό,τι έβρισκε, από ψωμί, από λαχανικά, από κουκιά, από σύκα ξηρά. Πολλές φορές ακόμα και το νερό του έπαιρνε γιατί βαριόταν να πάει να φέρει από το πηγάδι της Σκήτης γιατί ήταν λίγο μακριά και πότε πότε του άρπαζε και κανένα ψάθινο εργόχειρο. Τον έκλεβε και ο ερημίτης υπέμενε αγόγγυστα. Τον άφηνε νηστικό και εκείνος υπέφερε αδιαμαρτύρητα. Του στερούσε και το νερό και εκείνος συγχωρούσε. Του άρπαζε τα τρόφιμα, τον λίγο φτωχικό ρουχισμό και το εργόχειρό του και ο αγαθός ερημίτης εξασκούσε την αγάπη, τη μακροθυμία, την
ανεξικακία και ζητούσε και συγγνώμη. Τον κατάκλεβε, τον κορόιδευε και εκείνος είχε αγάπη στην καρδιά, είχε ειρήνη στην ψυχή.
Εφτασε η ώρα να κοιμηθεί. Ο ερημίτης αρρώστησε βαριά. Ηταν η τελευταία του μέρα. Μαζεύτηκαν οι αδερφοί της Σκήτης γύρω του για να πάρουν την ευχή του. Ηξεραν πόσο αγαθός ήτο. Ανάμεσά
τους έτρεξε στον ετοιμοθάνατο και εκείνος που τον έκλεβε. Τον είδε. Τον αναγνώρισε. Του φώναξε να πάει κοντά του.
- Ελα, Πατέρα, του λέει.
Και εκείνος πλησίασε. Πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του και άρχισε να τα φιλάει με δάκρυα.
- Ευχαριστώ αυτά τα χέρια, του είπε, γιατί έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο και να γευτώ τη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ.
Και τούτο ειπών εκοιμήθη. Αδελφοί μου, χριστιανοί μου, αγαπήσωμεν αλλήλους. Τη
φιλαδελφία αγαπήσωμεν. Αμήν.