Αρπαγή κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας
Κάποτε, χριστιανοί μου, μια ψυχή προσευχομένη με το κομποσχοινάκι στη Θεία Λειτουργία, ήταν δαχτυλιδάκι και δεν εφαίνετο από τους άλλους εκκλησιαζομένους, σε μια στιγμή ένιωσε σαν να μην ευρίσκετο μέσα στο Ναό και όμως και άκουγε και έβλεπε τα τελούμενα. Και με τα μάτια της ψυχής της βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα μια μεγάλη καρδιά που την τρυπούσε μια λόγχη, μια πολύ μεγάλη λόγχη, η οποία άρχισε να βγάζει αίμα, αίμα πολύ, αίμα άλικο, πανάγιο, το οποίο άρχισε με έναν πολύ περίεργο τρόπο να πιτσιλίζει.
Πώς τρυπάμε ξαφνικά έναν ασκό και πετάγεται το νερό με ορμή; Κάπως έτσι. Και άρχισε να την διαποτίζει και να διαποτίζει όλα τα μέλη του σώματός της, την καρδιά, τον νου, τις αισθήσεις της ψυχής και του σώματος. Ολόκληρη λούστηκε μέσα στο αίμα. Πώς; Δεν ξέρει. Από τα μάτια άρχισαν να κυλούν ποτάμια τα δάκρυα βουβά. Η καρδιά θερμαίνεται, ο νους φωτίζεται, οι λογισμοί λαμπρύνονται, η ψυχή δοξάζεται, οι αισθήσεις αγάλλονται, το σώμα σε πλήρη και ολοκληρωμένη πνευματική ευφροσύνη.
Παντού βασίλευε η ειρήνη και μέσα της και γύρω της. Και να που σε λίγο ο Λειτουργός Ιερεύς καλεί και αυτήν και τους άλλους να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων.
- Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.
Και το Πανάγιον Αίμα του αγίου Ποτηρίου ενώνεται με αυτό που πριν, από πόση ώρα δεν εγνώριζε, που το έλαβε πνευματικά να γίνεται ένα και το αυτό. Η μήπως ήταν το ίδιο; Ποιος ξέρει; Και θεία ευφροσύνη ως αίσθηση ψυχής και σώματος της συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Δάκρυα, πολλά δάκρυα. Δόξα στο όνομά Σου, Θεέ μου.
Έδειρε το διάβολο και είδε την Αγία Κοινωνία κομμάτι κρέας
και αίμα
Αυτή η θεία επίσκεψη μου θύμισε έναν γέροντα ησυχαστή, τον Πατέρα Αυγουστίνο, που ηγωνίζοντο μόνος ερημικά και ασκητικά σε ένα κελλί της μονής Φιλοθέου στο Αγιον Ορος, που το κελλάκι
ονομάζεται τα Εισόδια της Θεοτόκου.
Κάποτε όπως διηγείται ο ίδιος, ενώ έκανε ένα βράδυ συνέχεια μετάνοιες και σταυρωτά κομποσχοίνια, του παρουσιάζεται ο διάβολος μέσα στο φτωχικό του κελλάκι σαν σκύλος φοβερός που πετούσε φωτιές από το στόμα του. Και όρμησε πάνω στο γέροντα για να τον πνίξει ουρλιάζοντας και λέγοντας ότι καιγόταν από τις προσευχές και τα κομποσχοίνια του. Μην τρομάζετε, σε εμάς δεν έρχεται. Ο γέροντας Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε πάνω στον τοίχο και του είπε:
- Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς με τόση μανία και τόση κακία και τόση σκληρότητα τα πλάσματα του Θεού;
Οπότε αμέσως λυσσασμένος ο διάβολος από την ντροπή του εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του καπνό, βρωμιά και δυσωδία.
Και ο πατήρ Αυγουστίνος συνέχισε να διηγείται: Ο διάβολος πολύ δυνατός αλλά κι εγώ με τη βοήθεια του Θεού μπαμπάτσικος, τον πέταξα και τον κόλλησα στον τοίχο. Μπαμπάτσικος σημαίνει πολύ πολύ γερός. Υστερα, όμως, συνέχισε ο γέροντας, άρχισα να λυπάμαι και να ελέγχομαι από τη συνείδηση γιατί χτύπησα το διάβολο. Σκεφτείτε λεπτότητα ψυχής. Περίμενα με αγωνία πότε να φωτίσει να τρέξω να πάω στον Πνευματικό μου να εξομολογηθώ που χτύπησα το διάβολο. Οταν ξημέρωσε λοιπόν πήγα στην Προβάτα,- από το κελλάκι του μέχρι την Προβάτα είναι μιάμισι ώρα δρόμο με τα πόδια - βρήκα τον Πνευματικό μου και εξομολογήθηκα τι έγινε στην προσευχή και πώς χτύπησα το διάβολο.
Ο Πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός και δεν μου έβαλε καθόλου κανόνα αλλά μου είπε να κοινωνήσω το άλλο το πρωί. Εγώ από τη χαρά μου πετούσα. Ολη τη μέρα δουλειά και όλη τη νύχτα άγρυπνος με κομποσχοίνια και μετάνοιες. Το πρωί κατά τις 5 πήγα στη Θεία Λειτουργία για να κοινωνήσω.
Οταν ο Ιερεύς έβαζε την Αγία Λαβίδα στο στόμα μου, είδα την Αγία Κοινωνία ένα μεγάλο
κομμάτι κρέας και αίμα και το μασούσα και μασούσα και τη μασούσα για να την καταπιώ. Τι ευφροσύνη ήταν αυτή! Ηταν τόσο μεγάλη η ακατάληπτη αγαλλίασις που δεν μπορούσα να την αντέξω. Από τα μάτια μου ποτάμια έτρεχαν τα δάκρυα μου. Καρδιά και σώμα εδονούντο από ανέκφραστη ευτυχία. Και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα.. Εφυγα γρήγορα γρήγορα για να μη με δουν οι Πατέρες, οι μοναχοί, για να μην δουν τις θεϊκές αλλοιώσεις που είχα υποστεί αναξίως από τον Θεόν. Ολα αυτά τα απεκάλυψε ο ίδιος στον πατέρα Παϊσιο, το γνωστό μοναχό και ασκητή από το Αγιον Ορος.
Αρπαγή
Κάποτε, χριστιανοί μου, ένας ευσεβής χριστιανός, απλός χριστιανός, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, είδε με τα μάτια της ψυχής του, διά της νοεράς δηλαδή αισθήσεως, εν εκστάσει και θεωρία πνευματική, όραμα φοβερόν. Μετά την εκφώνηση "Τας θύρας, τας θύρας" και ενώ απαγγέλεται το Σύμβολο της Πίστεως, ο Λειτουργός σηκώνει ψηλά τον Αέρα που σκεπάζει τα
Τίμια Δώρα και τον κινεί πάνω από αυτά ρυθμικά.
Τι είδε αυτός ο ευσεβής χριστιανός; Είδε εν εκστάσει τον Αέρα αυτόν να τον κρατάνε δεκάδες αγγελικά χέρια μαζί με τα χέρια του Ιερέως και να τον κινούν και αυτοί μαζί του. Και των Αγγέλων εκείνων τα χέρια σε κάποια στιγμή άρχισαν να διπλώνουν τον Αέρα με ιεροπρέπεια και ευλάβεια πολλή.
Η κίνησις αυτή του Αέρως αναφέρεται συμβολικά στο θρίαμβο της πίστεως. Και τη στιγμή που εδιπλώνετο το κάλλυμα αυτό το ιερό του Αέρως, εφάνη αόρατος λίθος να κυλίεται εκ θύρας μνημείου ενώ από τα χείλη των Αγγέλων ηκούετο ουράνιος, μελίρρυτος ψαλμωδία που έψελε το "Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον". Το Αγιον Βήμα και ο τρούλος του Ναού πλημμύρισε από την παρουσία χιλιάδων Χερουβείμ και Σεραφείμ τον επινίκιο ύμνο άδοντα και ψάλλοντα : "Αγιος, Αγιος, Αγιος, Κύριος Σαβαώθ" ενώ από πλήθος άλλων αγγελικών τάξεων ηκούετο χαρμόσυνα και πανηγυρικά το "Δόξα εν υψίστοις Θεώ" ή το Αλληλούια ή άλλοι ακατάληπτοι ύμνοι. Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε, που αποκαλύπτεις τα ουράνια μυστήρια της
Θείας Λατρείας, της Λατρείας του Ουρανού και σε εμάς τους αμαρτωλούς και αναξίους.
Λοιπόν ποιον να θυμιάσω;
Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς κάποτε όταν θύμιαζε το Ναό πέρασε μπροστά από μια χριστιανή και δεν τη θύμιασε και στο διπλανό στασίδι που ήταν άδειο το θύμιαζε και το ξαναθύμιαζε και το ξαναθύμιαζε. Και εκείνη στο τέλος παραπονέθηκε. Λέει:
- Εμένα δεν με θύμιασες και το διπλανό που ήταν άδειο το θύμιασες.
- Εσύ ήσουνα μέσα στο Ναό αλλά ήσουν απ' έξω. Και αυτή που έλειπε από εδώ και άρρωστη στο κρεββάτι στο σπίτι της ήταν μέσα στο Ναό. Λοιπόν ποιον να θυμιάσω; Αυτόν που ήταν μέσα ή αυτόν που ήταν έξω κατά την ψυχή;
Ο παπα-Ματθαίος, ο εξόριστος στη Σιβηρία
Γνώρισα ευσεβή κληρικό, τον Πατέρα Ματθαίο, που έζησε ύστερα από 20 χρόνια εξορίας στην παγωμένη Σιβηρία ύστερα από αφάνταστες κακουχίες και βασανιστήρια. Από τους 1200 ιερωμένους Επισκόπους, Ιερείς, Διακόνου, και Μοναχούς επέζησαν μόνον 100, ανάμεσα στους οποίους και ο Πατήρ Ματθαίος με την οικογένειά του διότι ήτο έγγαμος Ιερεύς. Για φελόνια είχε ένα τσουβάλι και για Πετραχείλι κομμάτια από χαρτόνι και λειτουργούσε μέσα στους πάγους, χρησιμοποιώντας για πρόσφορα ένα κομμάτι ψωμί και για Αγιο Ποτήριο ένα κοινό ποτήρι, ένα κύπελλο. Και λειτουργούσε κάτω από τέτοιες συνθήκες 20 με 30 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Οι
διηγήσεις του προκαλούν δέος.
Η σαύρα
Κάποτε, χριστιανοί μου, σε ένα χωριό λειτουργούσε ένας ευλαβής Ιερεύς σε ένα παλιό εξωκλήσι πολύ χαμηλοτάβανο. Είπε λοιπόν "Τας θύρας, τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν", πήρε στα χέρια του το ιερό κάλλυμα, το σήκωσε και άρχισε να το κινεί ρυθμικά πάνω από τα Τίμια Δώρα ενώ απ' έξω ο ψάλτης έλεγε το "Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα". Οι χριστιανοί ήσαν τρεις, τέσσερις εκείνοι που έκαμαν την ιδιωτική Λειτουργία. Ξαφνικά από το ταβάνι του θόλου του Ιερού Βήματος που ήτο πολύ χαμηλό πέφτει μια σαύρα. Και πού έπεσε λέτε; Μέσα στο Αγιον Ποτήριο. Η σαύρα ψοφάει. Δεν είχαν καθαγιαστεί ακόμη τα Τίμια Δώρα. Αν ήθελε ο Ιερεύς μπορούσε να τη βγάλει. Ατάραχος όμως αυτός ο παππούλης συνέχισε τη Θεία Λειτουργία σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κοινώνησε αυτός, κοινώνησε και τους δυο τρεις χριστιανούς, οι οποίοι τελούσαν είπαμε τη Θεία Λειτουργία σε εκείνο το εκκλησάκι και στο τέλος δόξα στο όνομά Σου, δόξα στην πίστη εκείνου του ανωνύμου Ιερέως κατέλυσε τη Θεία Κοινωνία τρώγοντας και τη σαύρα.
Μάλιστα έφαγε τη σαύρα που είχε ποτιστεί όμως με το Αίμα του Θεανθρώπου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Πώς να μη θαυμάσεις τέτοιου είδους πίστη! Και ύστερα μας λέν ότι μεταδίδονται δήθεν μικρόβια. Πώς να μην υποκλιθείς μπροστά στην ευλάβεια και την πίστη ενός τοιούτου Λειτουργού Ιερέως. Ολοζώντανο αυτό το θαύμα. Πώς να μη γονατίσεις και να ασπαστείς τα πόδια αυτού του αγνώστου Ιερέως που ομολόγησε τόσο άφοβα και με τόση ζωντανή πράξη την πίστη του προς τον Χριστό κατά την φρικτή κατάλυση της Θείας Κοινωνίας εκείνης της αξέχαστης για αυτόν Θείας Λειτουργίας!
Αυτό το γεγονός το διηγήθηκε ο αείμνηστος Πατήρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, Πνευματικός πατέρας της πόλεως των Πατρών και πιστεύω και Αγιος. Μάλιστα λέγει ότι ήτο αυτόπτης μάρτυς αυτού του γεγονότος. Αυτό δίνει βέβαια μια υποψία πως μάλλον ήτο ο ίδιος. Αλλά βέβαια το απέκρυψε με αυτόν τον τρόπο.
Κάποτε, χριστιανοί μου, μια ψυχή προσευχομένη με το κομποσχοινάκι στη Θεία Λειτουργία, ήταν δαχτυλιδάκι και δεν εφαίνετο από τους άλλους εκκλησιαζομένους, σε μια στιγμή ένιωσε σαν να μην ευρίσκετο μέσα στο Ναό και όμως και άκουγε και έβλεπε τα τελούμενα. Και με τα μάτια της ψυχής της βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα μια μεγάλη καρδιά που την τρυπούσε μια λόγχη, μια πολύ μεγάλη λόγχη, η οποία άρχισε να βγάζει αίμα, αίμα πολύ, αίμα άλικο, πανάγιο, το οποίο άρχισε με έναν πολύ περίεργο τρόπο να πιτσιλίζει.
Πώς τρυπάμε ξαφνικά έναν ασκό και πετάγεται το νερό με ορμή; Κάπως έτσι. Και άρχισε να την διαποτίζει και να διαποτίζει όλα τα μέλη του σώματός της, την καρδιά, τον νου, τις αισθήσεις της ψυχής και του σώματος. Ολόκληρη λούστηκε μέσα στο αίμα. Πώς; Δεν ξέρει. Από τα μάτια άρχισαν να κυλούν ποτάμια τα δάκρυα βουβά. Η καρδιά θερμαίνεται, ο νους φωτίζεται, οι λογισμοί λαμπρύνονται, η ψυχή δοξάζεται, οι αισθήσεις αγάλλονται, το σώμα σε πλήρη και ολοκληρωμένη πνευματική ευφροσύνη.
Παντού βασίλευε η ειρήνη και μέσα της και γύρω της. Και να που σε λίγο ο Λειτουργός Ιερεύς καλεί και αυτήν και τους άλλους να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων.
- Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.
Και το Πανάγιον Αίμα του αγίου Ποτηρίου ενώνεται με αυτό που πριν, από πόση ώρα δεν εγνώριζε, που το έλαβε πνευματικά να γίνεται ένα και το αυτό. Η μήπως ήταν το ίδιο; Ποιος ξέρει; Και θεία ευφροσύνη ως αίσθηση ψυχής και σώματος της συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Δάκρυα, πολλά δάκρυα. Δόξα στο όνομά Σου, Θεέ μου.
Έδειρε το διάβολο και είδε την Αγία Κοινωνία κομμάτι κρέας
και αίμα
Αυτή η θεία επίσκεψη μου θύμισε έναν γέροντα ησυχαστή, τον Πατέρα Αυγουστίνο, που ηγωνίζοντο μόνος ερημικά και ασκητικά σε ένα κελλί της μονής Φιλοθέου στο Αγιον Ορος, που το κελλάκι
ονομάζεται τα Εισόδια της Θεοτόκου.
Κάποτε όπως διηγείται ο ίδιος, ενώ έκανε ένα βράδυ συνέχεια μετάνοιες και σταυρωτά κομποσχοίνια, του παρουσιάζεται ο διάβολος μέσα στο φτωχικό του κελλάκι σαν σκύλος φοβερός που πετούσε φωτιές από το στόμα του. Και όρμησε πάνω στο γέροντα για να τον πνίξει ουρλιάζοντας και λέγοντας ότι καιγόταν από τις προσευχές και τα κομποσχοίνια του. Μην τρομάζετε, σε εμάς δεν έρχεται. Ο γέροντας Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε πάνω στον τοίχο και του είπε:
- Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς με τόση μανία και τόση κακία και τόση σκληρότητα τα πλάσματα του Θεού;
Οπότε αμέσως λυσσασμένος ο διάβολος από την ντροπή του εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του καπνό, βρωμιά και δυσωδία.
Και ο πατήρ Αυγουστίνος συνέχισε να διηγείται: Ο διάβολος πολύ δυνατός αλλά κι εγώ με τη βοήθεια του Θεού μπαμπάτσικος, τον πέταξα και τον κόλλησα στον τοίχο. Μπαμπάτσικος σημαίνει πολύ πολύ γερός. Υστερα, όμως, συνέχισε ο γέροντας, άρχισα να λυπάμαι και να ελέγχομαι από τη συνείδηση γιατί χτύπησα το διάβολο. Σκεφτείτε λεπτότητα ψυχής. Περίμενα με αγωνία πότε να φωτίσει να τρέξω να πάω στον Πνευματικό μου να εξομολογηθώ που χτύπησα το διάβολο. Οταν ξημέρωσε λοιπόν πήγα στην Προβάτα,- από το κελλάκι του μέχρι την Προβάτα είναι μιάμισι ώρα δρόμο με τα πόδια - βρήκα τον Πνευματικό μου και εξομολογήθηκα τι έγινε στην προσευχή και πώς χτύπησα το διάβολο.
Ο Πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός και δεν μου έβαλε καθόλου κανόνα αλλά μου είπε να κοινωνήσω το άλλο το πρωί. Εγώ από τη χαρά μου πετούσα. Ολη τη μέρα δουλειά και όλη τη νύχτα άγρυπνος με κομποσχοίνια και μετάνοιες. Το πρωί κατά τις 5 πήγα στη Θεία Λειτουργία για να κοινωνήσω.
Οταν ο Ιερεύς έβαζε την Αγία Λαβίδα στο στόμα μου, είδα την Αγία Κοινωνία ένα μεγάλο
κομμάτι κρέας και αίμα και το μασούσα και μασούσα και τη μασούσα για να την καταπιώ. Τι ευφροσύνη ήταν αυτή! Ηταν τόσο μεγάλη η ακατάληπτη αγαλλίασις που δεν μπορούσα να την αντέξω. Από τα μάτια μου ποτάμια έτρεχαν τα δάκρυα μου. Καρδιά και σώμα εδονούντο από ανέκφραστη ευτυχία. Και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα.. Εφυγα γρήγορα γρήγορα για να μη με δουν οι Πατέρες, οι μοναχοί, για να μην δουν τις θεϊκές αλλοιώσεις που είχα υποστεί αναξίως από τον Θεόν. Ολα αυτά τα απεκάλυψε ο ίδιος στον πατέρα Παϊσιο, το γνωστό μοναχό και ασκητή από το Αγιον Ορος.
Αρπαγή
Κάποτε, χριστιανοί μου, ένας ευσεβής χριστιανός, απλός χριστιανός, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, είδε με τα μάτια της ψυχής του, διά της νοεράς δηλαδή αισθήσεως, εν εκστάσει και θεωρία πνευματική, όραμα φοβερόν. Μετά την εκφώνηση "Τας θύρας, τας θύρας" και ενώ απαγγέλεται το Σύμβολο της Πίστεως, ο Λειτουργός σηκώνει ψηλά τον Αέρα που σκεπάζει τα
Τίμια Δώρα και τον κινεί πάνω από αυτά ρυθμικά.
Τι είδε αυτός ο ευσεβής χριστιανός; Είδε εν εκστάσει τον Αέρα αυτόν να τον κρατάνε δεκάδες αγγελικά χέρια μαζί με τα χέρια του Ιερέως και να τον κινούν και αυτοί μαζί του. Και των Αγγέλων εκείνων τα χέρια σε κάποια στιγμή άρχισαν να διπλώνουν τον Αέρα με ιεροπρέπεια και ευλάβεια πολλή.
Η κίνησις αυτή του Αέρως αναφέρεται συμβολικά στο θρίαμβο της πίστεως. Και τη στιγμή που εδιπλώνετο το κάλλυμα αυτό το ιερό του Αέρως, εφάνη αόρατος λίθος να κυλίεται εκ θύρας μνημείου ενώ από τα χείλη των Αγγέλων ηκούετο ουράνιος, μελίρρυτος ψαλμωδία που έψελε το "Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον". Το Αγιον Βήμα και ο τρούλος του Ναού πλημμύρισε από την παρουσία χιλιάδων Χερουβείμ και Σεραφείμ τον επινίκιο ύμνο άδοντα και ψάλλοντα : "Αγιος, Αγιος, Αγιος, Κύριος Σαβαώθ" ενώ από πλήθος άλλων αγγελικών τάξεων ηκούετο χαρμόσυνα και πανηγυρικά το "Δόξα εν υψίστοις Θεώ" ή το Αλληλούια ή άλλοι ακατάληπτοι ύμνοι. Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε, που αποκαλύπτεις τα ουράνια μυστήρια της
Θείας Λατρείας, της Λατρείας του Ουρανού και σε εμάς τους αμαρτωλούς και αναξίους.
Λοιπόν ποιον να θυμιάσω;
Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς κάποτε όταν θύμιαζε το Ναό πέρασε μπροστά από μια χριστιανή και δεν τη θύμιασε και στο διπλανό στασίδι που ήταν άδειο το θύμιαζε και το ξαναθύμιαζε και το ξαναθύμιαζε. Και εκείνη στο τέλος παραπονέθηκε. Λέει:
- Εμένα δεν με θύμιασες και το διπλανό που ήταν άδειο το θύμιασες.
- Εσύ ήσουνα μέσα στο Ναό αλλά ήσουν απ' έξω. Και αυτή που έλειπε από εδώ και άρρωστη στο κρεββάτι στο σπίτι της ήταν μέσα στο Ναό. Λοιπόν ποιον να θυμιάσω; Αυτόν που ήταν μέσα ή αυτόν που ήταν έξω κατά την ψυχή;
Ο παπα-Ματθαίος, ο εξόριστος στη Σιβηρία
Γνώρισα ευσεβή κληρικό, τον Πατέρα Ματθαίο, που έζησε ύστερα από 20 χρόνια εξορίας στην παγωμένη Σιβηρία ύστερα από αφάνταστες κακουχίες και βασανιστήρια. Από τους 1200 ιερωμένους Επισκόπους, Ιερείς, Διακόνου, και Μοναχούς επέζησαν μόνον 100, ανάμεσα στους οποίους και ο Πατήρ Ματθαίος με την οικογένειά του διότι ήτο έγγαμος Ιερεύς. Για φελόνια είχε ένα τσουβάλι και για Πετραχείλι κομμάτια από χαρτόνι και λειτουργούσε μέσα στους πάγους, χρησιμοποιώντας για πρόσφορα ένα κομμάτι ψωμί και για Αγιο Ποτήριο ένα κοινό ποτήρι, ένα κύπελλο. Και λειτουργούσε κάτω από τέτοιες συνθήκες 20 με 30 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Οι
διηγήσεις του προκαλούν δέος.
Η σαύρα
Κάποτε, χριστιανοί μου, σε ένα χωριό λειτουργούσε ένας ευλαβής Ιερεύς σε ένα παλιό εξωκλήσι πολύ χαμηλοτάβανο. Είπε λοιπόν "Τας θύρας, τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν", πήρε στα χέρια του το ιερό κάλλυμα, το σήκωσε και άρχισε να το κινεί ρυθμικά πάνω από τα Τίμια Δώρα ενώ απ' έξω ο ψάλτης έλεγε το "Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα". Οι χριστιανοί ήσαν τρεις, τέσσερις εκείνοι που έκαμαν την ιδιωτική Λειτουργία. Ξαφνικά από το ταβάνι του θόλου του Ιερού Βήματος που ήτο πολύ χαμηλό πέφτει μια σαύρα. Και πού έπεσε λέτε; Μέσα στο Αγιον Ποτήριο. Η σαύρα ψοφάει. Δεν είχαν καθαγιαστεί ακόμη τα Τίμια Δώρα. Αν ήθελε ο Ιερεύς μπορούσε να τη βγάλει. Ατάραχος όμως αυτός ο παππούλης συνέχισε τη Θεία Λειτουργία σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κοινώνησε αυτός, κοινώνησε και τους δυο τρεις χριστιανούς, οι οποίοι τελούσαν είπαμε τη Θεία Λειτουργία σε εκείνο το εκκλησάκι και στο τέλος δόξα στο όνομά Σου, δόξα στην πίστη εκείνου του ανωνύμου Ιερέως κατέλυσε τη Θεία Κοινωνία τρώγοντας και τη σαύρα.
Μάλιστα έφαγε τη σαύρα που είχε ποτιστεί όμως με το Αίμα του Θεανθρώπου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Πώς να μη θαυμάσεις τέτοιου είδους πίστη! Και ύστερα μας λέν ότι μεταδίδονται δήθεν μικρόβια. Πώς να μην υποκλιθείς μπροστά στην ευλάβεια και την πίστη ενός τοιούτου Λειτουργού Ιερέως. Ολοζώντανο αυτό το θαύμα. Πώς να μη γονατίσεις και να ασπαστείς τα πόδια αυτού του αγνώστου Ιερέως που ομολόγησε τόσο άφοβα και με τόση ζωντανή πράξη την πίστη του προς τον Χριστό κατά την φρικτή κατάλυση της Θείας Κοινωνίας εκείνης της αξέχαστης για αυτόν Θείας Λειτουργίας!
Αυτό το γεγονός το διηγήθηκε ο αείμνηστος Πατήρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, Πνευματικός πατέρας της πόλεως των Πατρών και πιστεύω και Αγιος. Μάλιστα λέγει ότι ήτο αυτόπτης μάρτυς αυτού του γεγονότος. Αυτό δίνει βέβαια μια υποψία πως μάλλον ήτο ο ίδιος. Αλλά βέβαια το απέκρυψε με αυτόν τον τρόπο.