Δευτέρα 2 Απριλίου 2007
Το απροσπέλαστο Μυστήριο τής προσευχής τού Ιησού Χριστού, A'
200-α
Μεγ. Δευτέρα Βράδυ, 2007
«Και γενόμενος εν αγωνία, εκτενέστερον προσηύχετο».
Χριστιανοί μου σήμερα, Μεγάλη Δευτέρα βράδυ, η εκκλησιαστική μας υμνολογία, όπως παρακολουθήσαμε αναφέρεται κυρίως στην παραβολή των δέκα παρθένων και στην καλλιέργεια των ταλάντων που χαρίζει στον καθένα μας ο Πανάγιος Θεός.
Έτσι πριν από τα φρικτά Πάθη που αρχίζουν το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, και κορυφώνονται την Μεγάλη Παρασκευή, η Εκκλησία μας καλεί να στρέψομε όλη μας την προσοχή όπως το ακούσατε προηγουμένως στα έσχατα, είτε αυτά έρχονται στον καθένα μας την ώρα του θανάτου, είτε αναφέρονται στο τέλος του κόσμου κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν.
Με την ανάλυση της παραβολής των δέκα παρθένων, και άλλα ακόμα συναφή θέματα, όπως με εκείνα τα φοβερά “ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί”, ασχοληθήκαμε εδώ και εικοσιέξι χρόνια.
Εμείς όμως αυτή τη στιγμή τώρα, αλλά συνειδητά θα μεταβούμε στον κήπο της Γεθσημανή, και μάλιστα στην υπερφυά προσευχή, του Χριστού, την αγωνιώδη προσευχή του Χριστού, το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης.
Εμείς ακολουθούμε την σειρά όπως την έχει η Εκκλησία μας.
Ο Χριστός προσεύχεται.
Και προσεύχεται όχι μόνον στον κήπο της Γεθσημανή, αλλά πάντοτε υπήρξε προσευχόμενος, ως υιός ανθρώπου.
Αυτό μας το βεβαιώνουν και τα Ευαγγέλια όπου κατ’ ιδίαν απεσύρετο εις προσευχήν εις έρημο τόπο.
Είχε όμως ανάγκη προσευχής ο Χριστός; Όχι δεν είχε. Αφού ο ίδιος ήταν και τέλειος Θεός.
Δηλαδή όταν έκανε προσευχή, προσηύχετο στον εαυτό Του;
Αν πούμε ναι, τότε καταργούμε την Θεότητα, πράγμα που το υποστηρίζουν όλοι οι αιρετικοί και ειδικότερα οι Ιεχωβάδες, οι Χιλιασταί.
Το να αποδώσομε πάλι τις προσευχές του Χριστού και το κυριότερο τις κραυγές Του, πάνω στο Σταυρό, κινδυνεύομε να διασπάσομε το Θεαδρικό Του πρόσωπο, δηλαδή να χωρίσουμε τις δύο αδιαίρετες φύσεις, την ανθρωπίνη από την θεία.
Άρα το θέμα της προσευχής του Χριστού, είναι πάρα πολύ λεπτό και χρειάζεται μεγάλη μεγάλη προσοχή.
Εμείς όμως θα το τολμήσομε να το προσεγγίσομε, όχι ότι ξέρομε κάτι εμείς, αλλά μέσα από εκείνα τα οποία κυρίως μας λέγουν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός δεν ήταν μόνον τέλειος Θεός, αλλά ήταν και τέλειος άνθρωπος εκτός της αμαρτίας, ήταν δηλαδή αναμάρτητος.
Παρά ταύτα όμως είχε τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη. Δηλαδή πεινούσε, διψούσε, κοιμόταν, κουραζόταν σωματικά, πονούσε, δάκρυζε, αγωνιούσε, είχε ακόμα και ιερή αγανάκτηση και αυτό το βλέπομε όταν πήρε το φραγγέλιο και πέταξε έξω όλους τους εμπόρους απ’ το Ναό του Σολομώντος.
Αλλά εκείνο που μας προκαλεί απορία, είναι το γιατί προσηύχετο ο Χριστός, γιατί !;
Τον βλέπομε στο Σαραντάρειο Όρος να προσεύχεται μαζί με την απόλυτη νηστεία, τροφής και ύδατος, για σαράντα μέρες, αλλά και συχνά απεσύρετο εις έρημον τόπον και το συνηθέστερο «ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή».
Αλλά και στον κήπο της Γεθσημανής, «γενόμενος εν αγωνία, εκτενέστερον προσηύχετο».
Και μάλιστα τόση ήταν η αγωνία Του, που άρχισε να ρέει από το πρόσωπό Του ιδρώτας, που έμοιαζε «ως οι θρόμβοι αίματος». Σταγόνες δηλαδή πυκτού αίματος.
Και ποια ήταν η προσευχή Του στη Γεθσημανή;
«Πάτερ, ει δυνατόν παρελθέτο απ’ εμού το ποτήριον τούτο, πλήν ουχ ως εγώ θέλω αλλ’ ως Συ».
Όλες οι προσευχές του Χριστού, ήσαν προσευχές που θα έπρεπε να αναπέμπει ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Και συγχρόνως είναι κι ένα ζωντανό παράδειγμα, για το πόσο πολύ πρέπει να προσευχόμεθα, όλοι μας και μάλιστα εμείς που είμεθα Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Όλες οι προσευχές του Χριστού που αναφέραμε προηγουμένως, και ιδιαίτερα στον κήπο της Γεθσημανή, με κείνο το φοβερό «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου», ο φόβος, η αγωνία, οι θρόμβοι του αίματος, ακόμα και η παρένθεσις του πάθους, δηλαδή το «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», είχαν σαν στόχο να παραπλανήσουν το διάβολο, ο οποίος βλέποντας τα πάθη, και όλα τα ανθρώπινα εκείνα στοιχεία τα εξωτερικά, πίστεψε ότι ήταν ένας απλός, ένας κοινός άγιος άνθρωπος, παρόλο που σε ορισμένα θαύματα οι δαιμονισμένοι έλεγον «Υιέ Θεού», εννοούσαν τον καλόν Άγιον που είναι παιδί του Θεού, οπότε και μπόρεσε ακίνδυνα να βάλλει, ο διάβολος να βάλλει τον Ιούδα να προδώσει τον Χριστόν και τους άρχοντας μετά των Γραμματέων και Φαρισαίων, να παρασύρουν και τον όχλον και τέλος να τον θανατώσουν με Σταυρικό θάνατο.
Αν ο διάβολος διέβλεπε ότι ο Χριστός ήτο και τέλειος Θεός, δεν θα το έκαμε ποτέ, ποτέ!
Και «γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο».
Αυτή η αγωνία, ο φόβος, η αφόρητος λύπη, οι θρόμβοι του αίματος, όπως και οι κραυγές πάνω στο Σταυρό, είναι μεν λογικές φυσικές καταστάσεις ενός μελλοθανάτου, που βασανίζεται και υποφέρει, αλλά να πω εκπροσωπούν, όχι, αλλά συμπυκνώνουν όλο το βάρος της αμαρτωλής ανθρωπότητος και όλων των αμαρτιών όλων των ανθρώπων στην αναμάρτητη ανθρώπινη φύση Του.
Και μόνον έτσι θα μπορούσαμε έστω και για λίγο να καταλάβομε ότι η κάθε είδος προσευχή του Χριστού, δεν εστρέφετο προς τον εαυτόν Του, αφού ήταν τέλειος Θεός, αλλά ήταν η προσευχή όλων των ανθρώπων προς τον Ουράνιό τους Πατέρα.
Οι άνθρωποι αμαρτάνουν, σκοτώνουν, βλαστημούν, πορνεύουν, μισούν, αδικούν, κάνουν πολέμους, καταστρέφουν την ατμόσφαιρα, μολύνουν το περιβάλλον, και μύρια τόσα άλλα κακά, που τα πληρώνει και θα τα πληρώνει ο Χριστός πάνω στο Σταυρό, με τη Σταυρική Του θυσία.
Γι’ αυτό και η τόση αγωνιώδη προσευχή Του, και στη δημόσια δράση Του, και στον κήπο της Γεθσημανή, πάνω στο Σταυρό.
Αυτές οι προσευχές, είναι οι προσευχές της αμαρτωλής και διεφθαρμένης ανθρωπότητος.
Ότι δεν μπορούσαν και δεν μπορούν οι άνθρωποι της αμαρτίας να το πετύχουν, το έκαμε ο Πανάγιος Θεός Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός με τη Θυσία Του πάνω στο Σταυρό.
Αυτό τονίζεται και ιδιαιτέρως και εις την προς Εβραίους επιστολή, από τον Απόστολο Παύλο, για κείνους που θέλουν να δουν αυτό το στίχο είναι απ’ το πέμπτο κεφάλαιο στίχος επτά, ότι καθ’ όλην την διάρκειαν της επιγείας ζωής του, και μάλιστα, το διαβάζω επί λέξη, «εν ταις ημέραις αυτού με δεήσεις και ικετηρίαις προσευχάς, προσηύχετο προς τον Ουράνιο Πατέρα μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων», γιατί; Για να δυνηθεί ως τέλειος άνθρωπος να πιεί το πικρό ποτήρι των σεπτών παθών και του μαρτυρικού Σταυρικού Θανάτου.
Δηλαδή για το μαρτύριο που θα ’ρχιζε από την προδοσία του Ιούδα, και την σύλληψή Του μέχρι και της τελευταίας Του κραυγής, «τετέλεσται», και «κλείνας την κεφαλήν παρέδωκε το Πνεύμα».
Η προσευχή στην οποία αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος, είναι η προσευχή του Χριστού στην Γεθσημανή, και εκπροσωπεί όλους εμάς, που είμεθα και θα είμεθα αμαρτωλοί μέχρι της συντελείας των αιώνων.
Αυτή ακριβώς έχει τόσο πολύ μεγάλο βάθος που είναι απροσπέλαστο, που είναι αμέτρητο, που είναι ανεξερεύνητο…
Τα θεϊκά και τα θεανθρώπινα της Σταυρικής Θυσίας χριστιανοί μου, δεν μπορούμε ποτέ να τα ερευνήσομε με το μυαλό μας, θα είναι πάντοτε ανεξερεύνητα.
Μόνο κάποιος ευλαβής χριστιανός, ταπεινός στη καρδία, με φόβον Θεού, με πίστη, με ενεργουμένη την αγάπη, και το πλήθος των άλλων αρετών, πιθανόν να δεχτεί μια απειροελάχιστη αχτίνα θεϊκής αποκαλύψεως, και αυτή μέσα από τα περιορισμένα όρια της ψυχικής αντοχής.
Αυτήν την αποκάλυψη δέχτηκαν και ορισμένοι των Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Και «γενόμενος εν αγωνία». Θέλω τώρα να σας ρωτήσω κάτι.
Αν το δεκάχρονο παιδάκι μας ήταν σο νοσοκομείο και μάλιστα ετοιμοθάνατο, βγάζει δεν βγάζει την νύχτα, μπορείτε να μας περιγράψετε, την αγωνία των γονέων; Μπορεί να περιγραφεί η αγωνία μιας μάνας, εκείνη την νύχτα, γιατί όχι και του πατέρα ή μιας μεγαλύτερης αδελφούλας. Και αν από δικό μας λάθος, δικό μας, χάνεται το παιδί μας, πόσο τραγικότερη θα είναι η αγωνία μας;
Ε, η αγωνιώδης προσευχή του Χριστού, ήταν γιατί Αυτός δέχτηκε ολόθερμα, εκουσίως, να πληρώσει με τη δική Του προσωπική θυσία όλα τα λάθη, όλα τα πνευματικά χρέη και όλες τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων όλων των αιώνων.
Σκεφτείτε ότι ας το πούμε όλοι εσείς ως εκκλησιαζόμενοι πιστοί χριστιανοί, είστε καταδικασμένοι σε θάνατο. Και έρχομαι εγώ και γω…, τέλος πάντων, το αναφέρω σαν παράδειγμα για να το καταλάβουμε, και λέω «αφήστε τους αυτούς ελεύθερους, πληρώνω εγώ και πεθαίνω στη θέση τους».
Εγώ και σεις αμαρτήσαμε. Εκείνος ο Χριστός πλήρωσε για μας «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού».
Τώρα που είναι η δική μας υπακοή, που είναι η δική μας πίστις, που είναι η δική μας μετάνοια, που είναι; Που είναι η δική μας καθημερινή ευχαριστία και δοξολογία προς το Χριστό που μας σώζει δωρεάν, από την αμαρτία και την κόλασή της.
Όλες οι αμαρτίες τούτου του κόσμου, με ένα «ήμαρτον, συγχώρεσέ με Θεέ μου», ο Σωτήρας Χριστός, μας λυτρώνει από το βάρος της αμαρτίας και της ενοχής, αρκεί να υπάρχει αληθινή μετάνοια.
Ο Χριστός χριστιανοί μου επειδή προσηύχετο με αγωνία, δεν σημαίνει ότι φοβήθηκε το θάνατο, αφού ήλθε εκουσίως, με τη θέλησή Του, προς το εκούσιον Αυτού πάθος, όπως μας ψάλλει η Εκκλησιαστική μας υμνολογία.
Το διάβολο βέβαια δεν τον φοβείται, αντιθέτως ο διάβολος φοβάται Αυτόν διότι φρίσσει και τρέμει και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του Θεού.
Λοιπόν έτσι η αγωνία αυτή του Χριστού, είναι απροσπέλαστη για τα μυαλά μας.
Ως τέλειος άνθρωπος θα εδέχετο ο Κύριος όλους τους σωματικούς πόνους, και οπωσδήποτε τους δέχτηκε και πόνεσε φοβερά και απ’ το ακάνθινο στεφάνι, και από το φραγγέλιο και από το φρικτό σταύρωμα και τόσα άλλα, χωριστά όλα όσα έγιναν.
Αλλά η ψυχή Του; Η ψυχή Του όμως θα σπάραζε από βαθύτατο πόνο και θλίψη, επειδή θα ήρχετο σε επαφή με την αμαρτία.
Δηλαδή με το βάρος των αμαρτιών όλων των ανθρώπων, όλων των αιώνων από του Αδάμ μέχρι και του τελευταίου πριν από την συντέλεια του κόσμου.
Είναι μεγάλο πράγμα αυτό. Αυτός που ήτο αναμάρτητος, Αυτός που ήτο άμωμος, ακηλίδωτος, πανάσπιλος, «ουδέ δόλος ευρέθη εν τω στόματι Αυτού», αυτός ο Κύριος, φορτώνεται, εξακολουθεί να φορτώνεται τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων, και ημών, και τις δικές σου, και τις δικές σου και τις δικές μου.
Κανείς δεν εξαιρείται από αυτό, γι’ αυτό και μείς όταν ξελαφρώνουμε, και ξελαφρώνουμε, δεν βγάζουμε τις αμαρτίες μας στην εξομολόγηση, στον παπά που φοράει πετραχήλι, στον Εσταυρωμένο Χριστό τις φορτώνουμε, τις παίρνει Αυτός, και σκίζει το χειρόγραφο, το χρέος των δικών μας αμαρτιών.
Γι’ αυτό όσοι έχουν αληθινή μετάνοια, όσοι έχουν αληθινή μετάνοια, όταν φεύγουν απ’ την ιερά εξομολόγηση, φεύγουν πετώντας.
Έχουν και μάλιστα ένα ειδικό ξελάφρωμα ακόμα και σ’ αυτό το σώμα, πετάνε κυριολεκτικώς, απ’ τη γη πηγαίνουν στον ουρανό.
Αλλά επειδή το θέμα αυτό, το «εν αγωνία γενόμενος και εκτενέστερον προσηύχετο», δεν έχει τέλος, με την χάριν του Αγίου Θεού, αν ζούμε, θα το συνεχίσουμε αύριο.