**************************
57Α Σκούπισμα του ναού κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας
Κάποτε, αδελφοί μου, σε κάποιο ανδρικό ρωσικό μοναστήρι, όπως
μας διηγείται ο στάρετς Σαμψών, κατά τη διάρκεια της Θείας
Λειτουργίας κάποιος μοναχός θυμήθηκε ότι του είχαν δώσει εντολή
να σκουπίσει καλά την πόρτα του Καθολικού, του κυρίου δηλαδή
Ναού, και αυτός το είχε λησμονήσει. - Ας το κάμω τώρα, είπε με
το λογισμό του, αφού αυτή τη στιγμή δεν είναι σπουδαίο το μέρος
αυτό της Θείας Λειτουργίας. Ησαν τα Πληρωτικά μετά την Μεγάλη
Είσοδο. Στη Θεία Λειτουργία όμως, έχουμε τονίσει αυτό
επανειλλημένες φορές, δεν υπάρχουν μεγάλες και μικρές στιγμές.
Ολες οι στιγμές είναι σπουδαίες. Και αυτό φαίνεται από την
ανάλυση που κάνουμε. Κάθε λόγος και ευλογία και κάθε κίνησις και
θέσις του Λειτουργού Ιερέως μέσα στη Θεία Λατρεία έχει την
ανυπέρβλητη σπουδαιότητά της. Η αξία της κάθε στιγμής της Θείας
Λειτουργίας είναι ειδική και ουράνια. Πήγε λοιπόν ο μοναχός,
πήρε τη σκούπα και άρχισε να σκουπίζει εκείνη την ώρα. Από μέσα
του νοερά έλεγε την ευχούλα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με",
και με τα μάτια του παρακολουθούσε πότε πότε τις εκφωνήσεις των
ειρηνικών. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και όπως έστρεψε το βλέμμα
του ψηλά βλέπει ξαφνικά να ανοίγουν οι τρούλοι της Εκκλησίας
όπως είναι οι ρωσικοί Ναοί και να παρουσιάζεται μπροστά του η
θριαμβεύουσα Εκκλησία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Φοβερή ήταν
όντως η εικόνα. Στο κέντρο υπήρχε μια μεγάλη τράπεζα όσο και ο
ουρανός και μπροστά από αυτήν τρεις Αρχιερείς ήσαν γονατιστοί.
Αυτούς τους τρεις Αρχιερείς τους περιέβαλλαν και άλλοι και άλλοι
και άλλοι και αυτούς πλήθος Ιερέων και Διακόνων. Δεξιά και
αριστερά ίσταντο αγγελικές χωρωδίες με απερίγραπτη απαστράπτουσα
ομορφιά. Η δόξα και το φως ανέκφραστα. Οι μελίρρυτες και
ακατάληπτες μελωδίες των παρισταμένων Ταξιαρχιών τον γέμισαν από
θεία μακαριότητα και ευφροσύνη. Ετελείτο τροπον τινά η ουράνιος
Θεία Λατρεία σε μια όμως παράξενη μορφή που έμοιαζε με την
επίγεια Θεία Λειτουργία και ετελείτο ολόκληρη. Την τελούσαν
άγιοι Ιεράρχες, Ιεράρχες σαν τον Μέγα Βασίλειο, τον Αγιο
Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, - τρεις -
σαν τον Μέγα Αθανάσιο, τον Μέγα Φώτιο και τον Αγιο Γρηγόριο τον
Παλαμά, - τρεις - σαν τον Αγιο Νικόλαο, τον Αγιο Σπυρίδωνα, τον
Αγιο Νεκτάριο, - τρεις -. Εστάθη ο μοναχός ακίνητος,
μαρμαρωμένος σαν κολώνα μέχρι που τελείωσε η Θεία Λειτουργία.
Αλλά και εκεί στον ουράνιο Ναό της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας, της
Ανω Ιερουσαλήμ, και εκεί κοινώνησαν και κοινωνούν. Κοινωνούν
αδιαλείπτως από τη δόξα και το άκτιστον τριαδικό φως, από την
αμβροσία της θείας μακαριότητος, από το ποτήριον των απορρήτων
Μυστηρίων. Φεύγοντας οι μοναχοί από την Εκκλησία τον είδαν
ακίνητο και μαρμαρωμένο το μοναχό. Ηταν σα στήλη άλατος,
μουσκεμένος από τα δάκρυα, κυριολεκτικά μουσκεμένος. Ολα τα ράσα
του, τα πάντα ήταν μούσκεμα σαν να είχε βγει από βροχή.
Στράγγιζαν τα ράσα του λέει από τους ποταμούς των δακρύων. Τον
πήραν λοιπόν με πολλή προσοχή και τον μετέφεραν απαλά απαλά στο
κελλάκι του. Και εκεί μέσα έμεινε ώρες πολλές σα χαμένος,
τελείως εκστατικός, θαμπωμένος από τη θεία αποκάλυψη. Οταν
συνήλθε ήρθε και ο Πνευματικός του. Τον συνέφερε από τα δάκρυα
και κατόπιν πήγαν μαζί στον Ηγούμενο της μονής, όπου και
διηγήθηκε με δέος και ταπείνωση πολλή το εξαίσιον και θείον
όραμά του. Ισως να ήταν ο Αγιος Σαμψών ο στάρετς όταν πρωτομπήκε
φαίνεται νεαρός δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι. Πιθανόν, δεν το
λέει αλλά τέτοια υποψία υπάρχει.
****************************************
57A Περιστέρι πάνω από τα Τίμια Δώρα
Από τις σημειώσεις που βρήκα τώρα τελευταία μου διηγείτο ο
παπα-Κυριάκος από το Τσατσιφλίκ της Δράμας ότι προ του 1920 είχε
γνωρίσει ένα Ιερέα ο οποίος δεν έκαμε τον καθαγιασμό των Τιμίων
Δώρων εάν προηγουμένως δεν ήρχετο ένα λευκότατο αστραφτερό
περιστέρι λουσμένο μέσα σε άπλετο λευκό φως να στέκεται ακίνητο
πάνω σε αυτά, τα Τίμια Δώρα. Και μετά τον καθαγιασμό για λίγες
στιγμές να αστράφτει ολόκληρο το Αγιον Βήμα και το περιστέρι να
εξαφανίζεται. Κάποτε δεν ήλθε το περιστέρι. Και εκείνος
περίμενε. Και μαζί του περίμενε όλο το χωριό, 1920 μιλάμε, γιατί
ήταν Χριστούγεννα. Η ώρα περνούσε και ο ευλαβής εκείνος Ιερεύς
δεν έλεγε να κάμει τη μεταβολή, διότι δεν ήξερε άλλον τρόπο.
Αυτό γνώριζε, αυτό ζούσε. Κάθε φορά που ήταν να γίνει η μεταβολή
και ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων ήρχετο το πανάλευκο αυτό
περιστέρι. Και άρχισε να κλαίει. Την ευχή του να έχουμε από τους
Ουρανούς και τις πρεσβείες του. Τότε βγαίνει λοιπόν στο
εκκλησίασμα και τους λέει: - Το Αγιον Πνεύμα δεν κατεβαίνει. Το
περιστέρι δεν ήρθε. Συγχωρέστε με, συγχωριανοί μου, είμαι
αμαρτωλός. Συγχωρέστε με, συγχωρέστε με. Εγώ θα καθήσω εδώ να
περιμένω μέχρι που να έρθει. Εσείς τι θα κάνετε; Τι θα κάνει το
χωριό, θα 'φευγε; Εκατσε και εκείνο και περίμενε. Αλλά μόλις
τελείωσε βλέπει ξαφνικά το περιστέρι να κατεβαίνει σαν αστραπή
από τον τρούλο της Εκκλησίας και να στέκεται όπως πάντα πάνω από
τα Τίμια Δώρα, όλο φως και όλο δόξα. Και εκείνος ο παππούλης
είπε: - Ηρθε. Και γύρισε απλά και έκαμε τον καθαγιασμό και
συνέχισε τη χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία.
*******************************************
57Β Ο παπα-Δανιήλ
Χριστιανοί μου, πολλές δωρεές, πολλές ευλογίες και πλούσια
Τριαδικά χαρίσματα ελάμβανε κάθε μέρα, στην καθημερινή του Θεία
Λειτουργία, ο παπα-Δανιήλ ο ησυχαστής στο Αγιον Ορος. Αυτός
λειτουργούσε κάθε μέρα ακόμα και τη Μεγάλη Σαρακοστή επί 60
ολόκληρα χρόνια. Πολλά είχα ακούσει για αυτόν τον ασκητή
Λειτουργόν του Υψίστου. Ητο επίγειος Αγγελος και αγγελικά μαζί
με τους Αγγέλους λειτουργούσε. Ο Πνευματικός μου παππούς, γέρων
Ιωσήφ ο Σπηλιώτης και ησυχαστής, μαζί με τον παραδελφό του,
Γέροντα Αρσένιο, οδοιπορούσαν επί ώρες για να τον βλέπουν και να
τον απολαμβάνουν λειτουργούντα. Τίποτα άλλο δεν ήθελαν, μόνον να
τον βλέπουν λειτουργούντα. Ησύχαζε και λειτουργούσε στη σπηλιά
του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου. Για αυτόν γράφουν και λένε οι
Πνευματικοί Πατέρες οι Αγιορείτες ότι ήτο λειτουργικόν πνεύμα
και μια πυρός φλοξ, σύμφωνα με το ψαλμικόν: "Ο ποιών τους
Αγγέλους Αυτού πνεύματα και τους Λειτουργούς Αυτού πυρός φλόγα",
από τον 103 Ψαλμό. Οσοι είχαν παρακολουθήσει έστω και μία Θεία
Λειτουργία του παπα-Δανιήλ ομολογούσαν ότι ήταν πραγματική
μυσταγωγία, μια κατάβασις της ουράνιας λατρείας κάτω στη γη εκεί
στη σπηλιά όπου λειτουργούσε ο παπα-Δανιήλ αλλά συγχρόνως και
μια πραγματική ανάβασις του επι γης θυσιαστηρίου στην ουράνια
λατρεία, στο ουράνιον θυσιαστήριον της Ανω Ιερουσαλήμ. Και για
να έχει η Λειτουργία του μεγαλύτερο μάκρος τελούσε κάθε μέρα τη
Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, που ως γνωστόν την τελούμε
μόνον 10 φορές το χρόνο. Εδιάβαζε τις Ευχές αργά αργά και με
νόημα, με πολλή κατάνυξη. Δεν εβιάζετο καθόλου. Από ποιον να
βιαστεί και γιατί; Ολη νύχτα και κάθε νύχτα ήταν δική του.
Ησυχαστής ήταν. Ποιες θα ήταν οι εργασίες του τη μέρα; Μόνον
προσευχή και Λειτουργία. Με την κατάνυξη ήρχοντο άφθονα, ήρεμα
και γλυκύτατα δάκρυα, τα γλυκύρροα όπως τα λένε οι νηπτικοί
Πατέρες. Από την ευφροσύνη της κατανύξεως και των πολλών δακρύων
σταματούσε τις εκφωνήσεις και το διάβασμα των Ευχών. Τόση δε
ήταν η κατάνυξίς του ώστε δεν έλεγε "Δι' ευχών" εάν δεν εγίνετο
το χωματένιο δάπεδο της θεόκτιστης σπηλιάς λάσπη από τα δάκρυα.
Για 60 ολόκληρα χρόνια λειτουργούσε κάθε μέρα αδιαλείπτως χωρίς
κανένα κενό, ούτε ένα. Μετά το πέρας της τελευταίας Θείας
Λειτουργίας, όταν απεσύρθη για να ησυχάσει - είχε αυτή την αγία
συνήθεια να αποσύρεται για μια-δυο ώρες και να απολαμβάνει το
μεγαλείο των θείων δωρεών που ελάμβανε στη Θεία Λειτουργία -
εκοιμήθη. Κάθε του Θεία Λειτουργία διαρκούσε ώρες πολλές.
Μακάριες οι στιγμές και οι ώρες που ηρπάζετο ο νους του
παπα-Δανιήλ στην ουράνια λατρεία και εκεί με τις δεήσεις του και
με τις παρακλήσεις του τις γεμάτες κλαυθμούς και δάκρυα γέμιζε
την κτίσιν του Θεού - τι λένε οι Πατέρες για αυτόν - με
παραδεισένια ομορφιά αλλά και τους κλονισμένους χριστιανούς στον
κόσμο στερέωνε, τους αδυνάτους δυνάμωνε, τους εσκοτισμένους
φώτιζε, τους θλιμμένους και πονεμένους παρηγορούσε, τους
μοναχούς προστάτευε, τους αγωνιζομένους πιστούς θωράκιζε. Και
με το πλήθος αυτό των καθημερινών του δακρύων και κλαυθμών
άνοιγε δρόμους σωτηρίας για μας τους αμαρτωλούς. Ηταν ένας από
εκείνους τους λίγους της κάθε γενιάς που αγγελομόρφωνε τον
κόσμο. Είναι φράσεις των Πατέρων για τον παπα-Δανιήλ. Η χάρις
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός
και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είοι με τα πάντων ημών.
Πιστεύω όταν θα το 'λεγε αυτό όλη η ευλογία η τριαδική αυτή του
Θεού θα περνούσε από τα χέρια του σε όλον τον κόσμο.
***************************
57Α Σκούπισμα του ναού κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας
Κάποτε, αδελφοί μου, σε κάποιο ανδρικό ρωσικό μοναστήρι, όπως
μας διηγείται ο στάρετς Σαμψών, κατά τη διάρκεια της Θείας
Λειτουργίας κάποιος μοναχός θυμήθηκε ότι του είχαν δώσει εντολή
να σκουπίσει καλά την πόρτα του Καθολικού, του κυρίου δηλαδή
Ναού, και αυτός το είχε λησμονήσει. - Ας το κάμω τώρα, είπε με
το λογισμό του, αφού αυτή τη στιγμή δεν είναι σπουδαίο το μέρος
αυτό της Θείας Λειτουργίας. Ησαν τα Πληρωτικά μετά την Μεγάλη
Είσοδο. Στη Θεία Λειτουργία όμως, έχουμε τονίσει αυτό
επανειλλημένες φορές, δεν υπάρχουν μεγάλες και μικρές στιγμές.
Ολες οι στιγμές είναι σπουδαίες. Και αυτό φαίνεται από την
ανάλυση που κάνουμε. Κάθε λόγος και ευλογία και κάθε κίνησις και
θέσις του Λειτουργού Ιερέως μέσα στη Θεία Λατρεία έχει την
ανυπέρβλητη σπουδαιότητά της. Η αξία της κάθε στιγμής της Θείας
Λειτουργίας είναι ειδική και ουράνια. Πήγε λοιπόν ο μοναχός,
πήρε τη σκούπα και άρχισε να σκουπίζει εκείνη την ώρα. Από μέσα
του νοερά έλεγε την ευχούλα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με",
και με τα μάτια του παρακολουθούσε πότε πότε τις εκφωνήσεις των
ειρηνικών. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και όπως έστρεψε το βλέμμα
του ψηλά βλέπει ξαφνικά να ανοίγουν οι τρούλοι της Εκκλησίας
όπως είναι οι ρωσικοί Ναοί και να παρουσιάζεται μπροστά του η
θριαμβεύουσα Εκκλησία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Φοβερή ήταν
όντως η εικόνα. Στο κέντρο υπήρχε μια μεγάλη τράπεζα όσο και ο
ουρανός και μπροστά από αυτήν τρεις Αρχιερείς ήσαν γονατιστοί.
Αυτούς τους τρεις Αρχιερείς τους περιέβαλλαν και άλλοι και άλλοι
και άλλοι και αυτούς πλήθος Ιερέων και Διακόνων. Δεξιά και
αριστερά ίσταντο αγγελικές χωρωδίες με απερίγραπτη απαστράπτουσα
ομορφιά. Η δόξα και το φως ανέκφραστα. Οι μελίρρυτες και
ακατάληπτες μελωδίες των παρισταμένων Ταξιαρχιών τον γέμισαν από
θεία μακαριότητα και ευφροσύνη. Ετελείτο τροπον τινά η ουράνιος
Θεία Λατρεία σε μια όμως παράξενη μορφή που έμοιαζε με την
επίγεια Θεία Λειτουργία και ετελείτο ολόκληρη. Την τελούσαν
άγιοι Ιεράρχες, Ιεράρχες σαν τον Μέγα Βασίλειο, τον Αγιο
Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, - τρεις -
σαν τον Μέγα Αθανάσιο, τον Μέγα Φώτιο και τον Αγιο Γρηγόριο τον
Παλαμά, - τρεις - σαν τον Αγιο Νικόλαο, τον Αγιο Σπυρίδωνα, τον
Αγιο Νεκτάριο, - τρεις -. Εστάθη ο μοναχός ακίνητος,
μαρμαρωμένος σαν κολώνα μέχρι που τελείωσε η Θεία Λειτουργία.
Αλλά και εκεί στον ουράνιο Ναό της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας, της
Ανω Ιερουσαλήμ, και εκεί κοινώνησαν και κοινωνούν. Κοινωνούν
αδιαλείπτως από τη δόξα και το άκτιστον τριαδικό φως, από την
αμβροσία της θείας μακαριότητος, από το ποτήριον των απορρήτων
Μυστηρίων. Φεύγοντας οι μοναχοί από την Εκκλησία τον είδαν
ακίνητο και μαρμαρωμένο το μοναχό. Ηταν σα στήλη άλατος,
μουσκεμένος από τα δάκρυα, κυριολεκτικά μουσκεμένος. Ολα τα ράσα
του, τα πάντα ήταν μούσκεμα σαν να είχε βγει από βροχή.
Στράγγιζαν τα ράσα του λέει από τους ποταμούς των δακρύων. Τον
πήραν λοιπόν με πολλή προσοχή και τον μετέφεραν απαλά απαλά στο
κελλάκι του. Και εκεί μέσα έμεινε ώρες πολλές σα χαμένος,
τελείως εκστατικός, θαμπωμένος από τη θεία αποκάλυψη. Οταν
συνήλθε ήρθε και ο Πνευματικός του. Τον συνέφερε από τα δάκρυα
και κατόπιν πήγαν μαζί στον Ηγούμενο της μονής, όπου και
διηγήθηκε με δέος και ταπείνωση πολλή το εξαίσιον και θείον
όραμά του. Ισως να ήταν ο Αγιος Σαμψών ο στάρετς όταν πρωτομπήκε
φαίνεται νεαρός δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι. Πιθανόν, δεν το
λέει αλλά τέτοια υποψία υπάρχει.
****************************************
57A Περιστέρι πάνω από τα Τίμια Δώρα
Από τις σημειώσεις που βρήκα τώρα τελευταία μου διηγείτο ο
παπα-Κυριάκος από το Τσατσιφλίκ της Δράμας ότι προ του 1920 είχε
γνωρίσει ένα Ιερέα ο οποίος δεν έκαμε τον καθαγιασμό των Τιμίων
Δώρων εάν προηγουμένως δεν ήρχετο ένα λευκότατο αστραφτερό
περιστέρι λουσμένο μέσα σε άπλετο λευκό φως να στέκεται ακίνητο
πάνω σε αυτά, τα Τίμια Δώρα. Και μετά τον καθαγιασμό για λίγες
στιγμές να αστράφτει ολόκληρο το Αγιον Βήμα και το περιστέρι να
εξαφανίζεται. Κάποτε δεν ήλθε το περιστέρι. Και εκείνος
περίμενε. Και μαζί του περίμενε όλο το χωριό, 1920 μιλάμε, γιατί
ήταν Χριστούγεννα. Η ώρα περνούσε και ο ευλαβής εκείνος Ιερεύς
δεν έλεγε να κάμει τη μεταβολή, διότι δεν ήξερε άλλον τρόπο.
Αυτό γνώριζε, αυτό ζούσε. Κάθε φορά που ήταν να γίνει η μεταβολή
και ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων ήρχετο το πανάλευκο αυτό
περιστέρι. Και άρχισε να κλαίει. Την ευχή του να έχουμε από τους
Ουρανούς και τις πρεσβείες του. Τότε βγαίνει λοιπόν στο
εκκλησίασμα και τους λέει: - Το Αγιον Πνεύμα δεν κατεβαίνει. Το
περιστέρι δεν ήρθε. Συγχωρέστε με, συγχωριανοί μου, είμαι
αμαρτωλός. Συγχωρέστε με, συγχωρέστε με. Εγώ θα καθήσω εδώ να
περιμένω μέχρι που να έρθει. Εσείς τι θα κάνετε; Τι θα κάνει το
χωριό, θα 'φευγε; Εκατσε και εκείνο και περίμενε. Αλλά μόλις
τελείωσε βλέπει ξαφνικά το περιστέρι να κατεβαίνει σαν αστραπή
από τον τρούλο της Εκκλησίας και να στέκεται όπως πάντα πάνω από
τα Τίμια Δώρα, όλο φως και όλο δόξα. Και εκείνος ο παππούλης
είπε: - Ηρθε. Και γύρισε απλά και έκαμε τον καθαγιασμό και
συνέχισε τη χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία.
*******************************************
57Β Ο παπα-Δανιήλ
Χριστιανοί μου, πολλές δωρεές, πολλές ευλογίες και πλούσια
Τριαδικά χαρίσματα ελάμβανε κάθε μέρα, στην καθημερινή του Θεία
Λειτουργία, ο παπα-Δανιήλ ο ησυχαστής στο Αγιον Ορος. Αυτός
λειτουργούσε κάθε μέρα ακόμα και τη Μεγάλη Σαρακοστή επί 60
ολόκληρα χρόνια. Πολλά είχα ακούσει για αυτόν τον ασκητή
Λειτουργόν του Υψίστου. Ητο επίγειος Αγγελος και αγγελικά μαζί
με τους Αγγέλους λειτουργούσε. Ο Πνευματικός μου παππούς, γέρων
Ιωσήφ ο Σπηλιώτης και ησυχαστής, μαζί με τον παραδελφό του,
Γέροντα Αρσένιο, οδοιπορούσαν επί ώρες για να τον βλέπουν και να
τον απολαμβάνουν λειτουργούντα. Τίποτα άλλο δεν ήθελαν, μόνον να
τον βλέπουν λειτουργούντα. Ησύχαζε και λειτουργούσε στη σπηλιά
του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου. Για αυτόν γράφουν και λένε οι
Πνευματικοί Πατέρες οι Αγιορείτες ότι ήτο λειτουργικόν πνεύμα
και μια πυρός φλοξ, σύμφωνα με το ψαλμικόν: "Ο ποιών τους
Αγγέλους Αυτού πνεύματα και τους Λειτουργούς Αυτού πυρός φλόγα",
από τον 103 Ψαλμό. Οσοι είχαν παρακολουθήσει έστω και μία Θεία
Λειτουργία του παπα-Δανιήλ ομολογούσαν ότι ήταν πραγματική
μυσταγωγία, μια κατάβασις της ουράνιας λατρείας κάτω στη γη εκεί
στη σπηλιά όπου λειτουργούσε ο παπα-Δανιήλ αλλά συγχρόνως και
μια πραγματική ανάβασις του επι γης θυσιαστηρίου στην ουράνια
λατρεία, στο ουράνιον θυσιαστήριον της Ανω Ιερουσαλήμ. Και για
να έχει η Λειτουργία του μεγαλύτερο μάκρος τελούσε κάθε μέρα τη
Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, που ως γνωστόν την τελούμε
μόνον 10 φορές το χρόνο. Εδιάβαζε τις Ευχές αργά αργά και με
νόημα, με πολλή κατάνυξη. Δεν εβιάζετο καθόλου. Από ποιον να
βιαστεί και γιατί; Ολη νύχτα και κάθε νύχτα ήταν δική του.
Ησυχαστής ήταν. Ποιες θα ήταν οι εργασίες του τη μέρα; Μόνον
προσευχή και Λειτουργία. Με την κατάνυξη ήρχοντο άφθονα, ήρεμα
και γλυκύτατα δάκρυα, τα γλυκύρροα όπως τα λένε οι νηπτικοί
Πατέρες. Από την ευφροσύνη της κατανύξεως και των πολλών δακρύων
σταματούσε τις εκφωνήσεις και το διάβασμα των Ευχών. Τόση δε
ήταν η κατάνυξίς του ώστε δεν έλεγε "Δι' ευχών" εάν δεν εγίνετο
το χωματένιο δάπεδο της θεόκτιστης σπηλιάς λάσπη από τα δάκρυα.
Για 60 ολόκληρα χρόνια λειτουργούσε κάθε μέρα αδιαλείπτως χωρίς
κανένα κενό, ούτε ένα. Μετά το πέρας της τελευταίας Θείας
Λειτουργίας, όταν απεσύρθη για να ησυχάσει - είχε αυτή την αγία
συνήθεια να αποσύρεται για μια-δυο ώρες και να απολαμβάνει το
μεγαλείο των θείων δωρεών που ελάμβανε στη Θεία Λειτουργία -
εκοιμήθη. Κάθε του Θεία Λειτουργία διαρκούσε ώρες πολλές.
Μακάριες οι στιγμές και οι ώρες που ηρπάζετο ο νους του
παπα-Δανιήλ στην ουράνια λατρεία και εκεί με τις δεήσεις του και
με τις παρακλήσεις του τις γεμάτες κλαυθμούς και δάκρυα γέμιζε
την κτίσιν του Θεού - τι λένε οι Πατέρες για αυτόν - με
παραδεισένια ομορφιά αλλά και τους κλονισμένους χριστιανούς στον
κόσμο στερέωνε, τους αδυνάτους δυνάμωνε, τους εσκοτισμένους
φώτιζε, τους θλιμμένους και πονεμένους παρηγορούσε, τους
μοναχούς προστάτευε, τους αγωνιζομένους πιστούς θωράκιζε. Και
με το πλήθος αυτό των καθημερινών του δακρύων και κλαυθμών
άνοιγε δρόμους σωτηρίας για μας τους αμαρτωλούς. Ηταν ένας από
εκείνους τους λίγους της κάθε γενιάς που αγγελομόρφωνε τον
κόσμο. Είναι φράσεις των Πατέρων για τον παπα-Δανιήλ. Η χάρις
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός
και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είοι με τα πάντων ημών.
Πιστεύω όταν θα το 'λεγε αυτό όλη η ευλογία η τριαδική αυτή του
Θεού θα περνούσε από τα χέρια του σε όλον τον κόσμο.
***************************