Κυριακή 27 Ιουνίου 2004
Ή δούλος του Χριστού απελεύθερος, ή δούλος τών παθών
Κυρ. Δ' Ματθαίου 2004
«Ελευθερωθέντες δε από της αμαρτίας εδουλώθητε τη δικαιοσύνη», από το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα.
Εδώ, ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, και στο έκτο κεφάλαιο, μας ομιλεί για την ελευθερία, που μας χάρισε ο Θεός μέσα από την πίστη μας, στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού και το προσφερόμενον έργο της σωτηρίας Του, και που εκδηλώθηκε έμπρακτα από εμάς μετά το Άγιον Βάπτισμα.
Και μας λέγει ο Απόστολος Παύλος στο σημερινό του Ανάγνωσμα, ότι υπάρχουν χριστιανοί μου δύο ειδών δούλοι. Οι δούλοι της αμαρτίας και οι δούλοι της αρετής. Οι δούλοι της αμαρτίας είναι σκλάβοι στο διάβολο και σκλάβοι στα πάθη τους. Σκλάβος είναι αυτός που εξαρτάται από το πιοτό, αυτός που υποδουλώνεται στα ζάρια και στο χαρτοπαίγνιο, σκλάβος είναι και ο ναρκομανής, σκλάβος είναι και αυτός που δεν μπορεί να κόψει το τσιγάρο. Σκλάβος είναι και ο κοιλιόδουλος, είναι και ο λαίμαργος. Ο ένας σκλάβος είναι στο θυμό και στην οργή, και ο άλλος είναι στη ζήλεια και στο φθόνο, και έτσι θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σ’ όλα τα πάθη. Κάθε πάθος και ένας τύραννος, κάθε αδυναμία και μια σκλαβιά, και όλοι μαζί είμεθα σκλάβοι στον εγωισμό μας. Έτσι είμεθα οι πιο πολλοί από μας, δούλοι στην πλεονεξία και άλλοι στη φιλαργυρία, άλλοι πάλι στη μνησικακία, στη σκληροκαρδία, στον αυταρχισμό, στην αισχρολογία, στη βλασφημία των θείων, στη μικροπρέπεια, στο ψέμα, στην υποψία, - καθολικό φαινόμενο η υποψία,- στην υποκρισία, και σε χίλια δυο άλλα πάθη που δεν μπορώ να απαριθμήσω τώρα. Ο καθένας γνωρίζει τα δικά του πάθη και το πόσο υποφέρει και βασανίζεται απ’ αυτά.
Οι κοσμικοί άνθρωποι που ζούνε μακριά απ’ το Θεό, έστω και αν λέγονται πολιτισμένοι σήμερα, νομίζουν πως ελευθερία είναι να κάμουν ό,τι θέλουν. Συνήθως λένε «είμαι ελεύθερος να κάμω ό,τι θέλω, να βρίζω, να κτυπώ, να σπάζω βιτρίνες, να κλέβω, να απατώ, να παρανομώ, να κοροιδεύω, να συκοφαντώ, να κοραίνομαι με τις ηδονές και στη σαρκολατρία, να μη τιμώ κανέναν. Να λέω ό,τι θέλω, να κάμω ό,τι θέλω. Τι θα πει σεβασμός και τιμή στο γέρο και στη γριά ή στους γέροντες γονείς, άμα θέλω σηκώνομαι απ’ το κάθισμα του λεωφορείου, έστω και αν είμαι δεκαπέντε χρονών, άμα δεν θέλω δεν σηκώνομαι. Είμαι ελεύθερος να κάμω ό,τι θέλω». Αυτού του είδους όμως η ελευθερία, μετατρέπεται σε μικρό χρονικό διάστημα σε μια φρικτή σκλαβιά. Γιατί τότε σκοτίζεται ο νους, γιγαντώνονται οι κακές σκέψεις μέσα μας και οι πονηροί λογισμοί.
Η σκοτισμένη αυτή κατάστασις του νου μαζί με τις επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις της πονηρίας, εξασθενίζουν την θέληση και αχρηστεύουν τις εσωτερικές πνευματικές αντιστάσεις. Έτσι έρχεται η κυριαρχία των παθών, και η ψυχή υποδουλώνεται στην σκληρή τους τυραννία.
Να, πως ο άνθρωπος γίνεται σκλάβος και δούλος των παθών, δηλαδή της αμαρτίας. Ενώ η αληθινή ελευθερία βρίσκεται στο να γίνουμε όλοι μας δούλοι Χριστού. Και δούλος Χριστού είναι αυτός που τηρεί ελεύθερα, τις Ευαγγελικές εντολές, που ελεύθερα και από αγάπη κάνει υπακοή στο θέλημα του Θεού, και συμμετέχει στα σωστικά μυστήρια της Ορθοδόξου ημών πίστεως και Εκκλησίας.
Ο δούλος του Χριστού, δηλαδή ο δούλος του Θεού, με τον καθημερινό του πνευματικό αγώνα, δηλαδή με τη νηστεία στις αισθήσεις, - αυτό ονομάζεται από τους Πατέρας φυλακή των αισθήσεων –, με τον έλεγχο στη γλώσσα, με την προσοχή στους λογισμούς, με την εγκράτεια και την καθημερινή προσευχή, με την μελέτη των Γραφών, με το ταπεινό φρόνημα και την συντριβή, με την φλογερή πίστη – που δεν έχουμε – και την ενεργουμένη αγάπη, - και απ’ αυτήν δεν έχουμε – απαλλάσσεται ο δούλος του Θεού από την τυραννία των παθών, και εξουδετερώνει την σκοτεινή εξουσία του κόσμου και του διαβόλου. Και από δούλος των παθών, ο άνθρωπος ή ο χριστιανός, γίνεται δούλος της δικαιοσύνης, δούλος των θείων αρετών, δούλος Θεού, δηλαδή παιδί του Θεού. Υιός κατά χάριν και κληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών. Ο δούλος του Θεού είναι ο ελεύθερος εν Χριστώ Ιησού.
Όποιος όμως πάλι είναι δούλος των παθών, και των σκοτεινών προπαντός προλήψεων, γεμίζει από ντροπή, από στεναχώρια, αηδία, ταραχή, νεύρα, τύψεις … δεν τον χωράει ο τόπος, όλα του φταίνε, πότε πονάει εδώ, και πότε πονάει εκεί. Η φαντασία του στις σκοτεινές σκέψεις κοντεύει να τον τρελάνει. Πολλές φορές έχει παράξενους φόβους, είναι γεμάτος υποψίες και πολλά άλλα, όλα μαζί, δηλώνουν μια αξιοθρήνητη κατάσταση όπως μας την περιέγραψε προηγουμένως το Αποστολικόν Ανάγνωσμα.
Υπάρχουν όμως, όπως μας είπε ο Απόστολος Παύλος, και τα χειρότερα, και αυτά τα χειρότερα τα υπογραμμίζει δυό φορές. Το τέλος εκείνων, δηλαδή, των δούλων των παθών και του διαβόλου, θάνατος. Και πιο κάτω, «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος». Η λέξις «οψώνια» σημαίνει μισθός, πληρωμή, άρα η πληρωμή που δίνει η αμαρτία, σε όσους θέλουν να παραμείνουν πεισματικά δούλοι των παθών, είναι ο θάνατος. Όχι όμως ο σωματικός, -γιατί σωματικό θάνατο θα τον υποστούμε όλοι μας, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, σήμερα αύριο φεύγουμε, πόσο καιρό δεν ξέρω, αλλά θα φύγουμε, και οπωσδήποτε θα φύγουμε,- αλλά εδώ ομιλεί για τον πνευματικόν θάνατο, δηλαδή για την αιώνια κόλαση. Ο Θεός όμως δεν κολάζει κανέναν, -κανένα πλάσμα του δεν το κολάζει-, μόνος του ο άνθρωπος αυτοκαταστρέφεται, μόνος του διαλέγει το μίσος, την κακία και την πονηριά, μόνος του αυτοκολάζεται και πεθαίνοντας κουβαλάει μαζί του και την κόλαση της ψυχής του. Ο Θεός απλώς επισφραγίζει τις δικές μας επιλογές, και τις δικές μας αποφάσεις, -το επαναλαμβάνω-, δεν μας κολάζει ο Θεός και δεν μας κολάζει και ο πλησίον. Την κόλαση την έχουμε μέσα μας, και αν δεν την πετάξουμε και δεν την γεμίσουμε από φως, θα την κουβαλήσουμε μαζί μας, μετά τον θάνατόν μας, για να είναι η κακή κληρονομιά.
Χριστιανοί μου, αν η πληρωμή της αμετανόητης ζωής μας, δηλαδή της αμαρτίας, είναι ο θάνατος, ποια είναι η πληρωμή της αρετής; Η πληρωμή της αρετής ποια είναι; Καμία! Καμιά; Ναι, ναι, καμία. Διότι η υπακοή στο θέλημα του Θεού, και η εργασία των αρετών, δεν έχει πληρωμές, αλλά έχει χαρίσματα, έχει θείες δωρεές.
Να πως μας το βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος. «Το χάρισμα του Θεού, ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού, τω Κυρίω ημών». Άλλο πληρωμή, άλλο μισθός, άλλο χάρισμα, άλλο ουράνιος δωρεά. Και η αλλαγή αυτή των λέξεων από τον Απόστολο Παύλο δεν είναι τυχαία. Είναι σαν να μας λέγει ο Παύλος, «Αδελφοί μου, σεις που καθημερινά κάνετε τον πνευματικό σας αιματηρό αγώνα, για να καταπολεμήσετε τα πάθη σας, με την τήρηση κατά δύναμιν, των Ευαγγελικών εντολών, μην περιμένετε πληρωμές και μισθούς. Αν πρόκειται να πληρωθείτε για τα έργα σας, ο μισθός θαναι τρύπιες δεκάρες, διότι τόσα ήταν και τα έργα σας. Άλλωστε και αυτά τα έργα, όσα έγιναν, έγιναν με τη βοήθεια του Θεού, αφού «άνευ αυτού, ου δύνασθε ποιείν ουδέν», όπως το τονίζει ο Κύριος, «άνευ εμού, ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Σώζεσθε λοιπόν δωρεάν και κατά χάριν και όχι για τα έργα σας. Η θυσία του Χριστού σας σώζει και όχι τα έργα σας. Τα έργα σας οφείλουν να είναι καρπός της πίστεως, και της αγάπης σας προς τον Χριστό. Γι’ αυτό και σας χαρίζει κάτι το αφάνταστο. Κάτι το άπιαστο και το ασύλληπτο για τα μυαλά μας. Κάτι που δεν μπορεί να το συλλάβει ούτε η πιο τολμηρή φαντασία, κάτι το μοναδικό, το μεγαλειώδες, το μεγαλοπρεπέστατο. Σας χαρίζει αιώνια ζωή εν Χριστώ Ιησού». Αυτά περίπου θα μας έλεγε ο Παύλος.
Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι ο Θεός μας παίρνει κοντά Του. Μας δικαιώνει. Μας ξανακάνει παιδιά Του. Και συγκληρονόμους του Χριστού, του Υιού και Θεού, στη Βασιλεία των Ουρανών. Μας χαρίζει όχι μόνον τα ουράνια αγαθά, όλα τα υπερουράνια αγαθά, - δεν μας χαρίζει μόνο αυτά – αλλά μας χαρίζει και τον ίδιο τον εαυτόν Του. Θα τον βλέπουμε και θα χορταίνουμε εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτό είναι το χάρισμα. Αυτή είναι η δωρεά. Αυτή είναι η δόξα. Μπορεί να κοπιάσαμε κατά Χριστόν, άλλοι από μας πενήντα χρόνια, άλλοι είκοσι, άλλος δέκα, άλλος πέντε, άλλος ένα χρόνο. Άλλος να έχει κοπιάσει μόνον έξι μήνες. Άλλος ένα μήνα. Άλλος μια βδομάδα, άλλος μια ημέρα και άλλος μια ώρα. Και άλλος την τελευταία στιγμή, όπως ο ληστής πάνω στο Σταυρό. «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», και ανοίγει με τη μετάνοια της τελευταίας στιγμής, με το κλειδί της μετανοίας, την πόρτα του Παραδείσου και μπαίνει πρώτος μέσα.
Η αληθινή λοιπόν μετάνοια, είναι το μέγα, το μεγαλύτερο θαύμα της σωτηρίας μας. Είναι αυτή που μας χαρίζει την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό θα μπορούσα και γω να φωνάξω, και να πω «Κύριε και Θεέ μου, θυμήσου κει όλους εμάς εδώ, όλους εμάς που βρισκόμαστε εδώ, να μας θυμηθείς όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου, και τελευταίο να θυμηθείς εμένα τον αμαρτωλό, και ανάξιο λειτουργό Σου»,
Αμήν