Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 1991

03 Τά περί υπάρξεως τού ενός καί μόνου αληθινού Θεού



Μωυσής

Είπε ο Θεός εις τον προφήτην Μωυσήν που ζήτησε να δεί τον Θεόν, στην Εξοδο 33 Κεφάλαιο :
- Ου δυνήσει ιδείν το πρόσωπον μου. Ου γαρ μη ίδει άνθρωπος το πρόσωπον μου και ζήσεται.
Κι όμως η επαφή που είχε ο Μωυσής με τον Θεόν πάνω στο όρος Σινά, όποια κι αν ήταν αυτή, ακατάληπτη και άγνωστη για τα δικά μας μυαλά, όταν εισήλθε εις τον γνώφον του Θεού, τόσο πολύ έλαμψε το πρόσωπο του, ώστε όταν κατέβηκε από το όρος, όπως μας διηγείται η Αγία Γραφή, κανένας δεν μπορούσε να δει το πρόσωπον από τη λάμψη που είχε ο Μωυσής. Κι όλοι έπεσαν κάτω.
Θεόν ουδείς των ανθρώπων εώρακε πώποτε.


Ωριγένης

Κάποτε ήθελε να προσεγγίσει το άπειρον αυτό μυστήριον του Θεού ο Ωριγένης, ο χαλκέντιος αυτός που ως προς τη χριστιανική διδασκαλία έπεσε έξω. Και δεν μπορούσε να καταλάβει αυτό που έλεγαν οι Γραφές πώς ο Θεός έγινε άνθρωπος και ενώ ήταν άνθρωπος ήταν και τέλειος συγχρόνως Θεός, πώς ήτο δυνατόν να είναι ο Θεός εν Τάφω σωματικώς, εις τον άδη μετά της ψυχής του ανθρώπου και
εις τον ουράνιον Θρόνον μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος και πώς τα Τρία είναι Ενα.
Και προσπαθούσε, προσπαθούσε με πολλούς τρόπους να το καταλάβει και δεν μπορούσε.
Μέρες, μήνες, νύχτες, εβδομάδες ίσως και χρόνια. Και κάποτε λέει περπατούσε σε μια ακρογυαλιά και είδε ένα παιδάκι και είχε ανοίξει έναν λάκκο στην αμμουδιά και έπαιρνε με ένα κουβαδάκι μικρό νερό από τη θάλασσα και το άδειαζε μέσα εκεί, στη λακουβίτσα τη μικρή που είχε κάνει. Εχυνε το νερό μέσα, έτρεχε στη θάλασσα, ξαναέπαιρνε νερό, ξαναγέμιζε τη γούβα, αυτό χανόταν βέβαια, ξανά αυτήν τη δουλειά, δεν γινόταν τίποτε.
Το παρακολούθησε έτσι αρκετή ώρα χαζεύοντας και του λέει:
- Μα τι κάνεις εδώ αγοράκι μου. Τι κάνεις;
- Προσπαθώ να αδειάσω τη θάλασσα μέσα σε αυτήν τη λακουβίτσα.
- Μα αδειάζει, λέει, όλη αυτή η θάλασσα μέσα σε αυτήν τη λακούβα; Δεν βλέπεις πόσο πολύ μεγάλη, λέει, είναι αγοράκι μου;
- Το άπειρον του Θεού, απάντησε ο μικρός, μπορεί να χωρέσει στο τόσο μυαλουδάκι σου; Οπως δεν χωράει η θάλασσα μέσα σε μια λακουβίτσα έτσι δεν χωράει και το άπειρον του Θεού στο μικρό πεπερασμένο μυαλό το ανθρώπου.
Η ίδια ιστορία αναφέρεται και για τον Ιερό Αυγουστίνο.

Ιέρων

Κάποτε ένας σοφός, στις Συρακούσες, γνωστός αυτός τον φώναξε ο βασιλεύς της Περσίας και του είπε:
- Θέλω να μου πεις τι είναι Θεός.
Λέει:
- Δός μου μια μέρα προθεσμία. Θα σου απαντήσω αύριο.
Πάει την άλλη μέρα. Λέει:
- Βασιλιά, δε μου δίνεις άλλες δυό;
- Ευχαρίστως, λέει.
Περάσαν δύο μέρες, ξαναπάει.
- Βασιλιά, δε μου δίνεις άλλες τρεις;
- Ευχαρίστως.
Περνάνε και οι άλλες τρεις ημέρες. Ξαναπάει.
- Μου δίνεις, άρχοντα μου, άλλες τρεις;
- Πάρε και άλλες τρεις και άλλες τρεις...
Πέρασε ένας μήνας, δύο, βαρέθηκε ο βασιλιάς.
- Ε, λέει. Τι θα γίνει με σένα; Πόση προθεσμία θέλεις ακόμα για να μου πεις τι είναι Θεός;
- Οσο πιο πολύ το μελετάω, τόσο σε μεγαλύτερο αδιέξοδο βρίσκομαι. Δεν μπορώ να σου πω τι είναι Θεός όσες προθεσμίες κι αν μου δώσεις.
Επομένως, λοιπόν, δεν μπορεί κανένας να ερευνήσει το βάθος του Αγίου Θεού. Οσο περισσότερο σκέπτομαι τί είναι Θεός, τόσο και πιο σκοτεινό μου φαίνεται το ζήτημα, τόσο πιο δύσκολη η απάντησις, απάντησε ο Ιέρων. Ετσι λεγόταν αυτός ο σοφός στις Συρακούσες.

Χαγιά Γιαχβέ

Ο Θεός είναι άρρητος βέβαια, ανεκδιήγητος και απερίγραπτος αλλά οι Πατέρες μας λέγουν ότι είναι ακατονόμαστος ή ανονόμαστος ή ανώνυμος. Ο Θεός δεν έχει όνομα. Οταν ο Μωυσής τον ρώτησε στη
φλεγομένη βάτο εκεί :
- Ποιος είσαι; Ποιο είναι το όνομά σου;
ο Θεός απάντησε:
- Εγώ ειμί ο Ων, ο υπάρχων, ο πάντοτε υπάρχων. Εγώ ειμί ο Ων.
Επειδή όμως η Παλαιά Διαθήκη ήταν γραμμένη στα εβραϊκά και μεταφράστηκε ελληνικά οι εβδομήκοντα Αλεξανδρινοί Πατέρες που μετέφρασαν την Παλαιά Διαθήκη από τα εβραικά στα ελληνικά τη φράση αυτήν την εβραική την είπαν ο Ων. Αντίστοιχη αυτής της λέξεως εβραικά υπάρχει η λέξις Γιαχβέ. Την λέξη αυτήν την εξελληνίσαμε, την κάναμε δηλαδή πιο ελληνική και έγινε Ιεχωβάς. Γιαχβέ, είπαμε και στους άνδρες την προηγούμενη φορά το λέμε και στις γυναίκες είναι μετοχή του ρήματος Χαγιά, του εβραικού ρήματος Χαγιά, μετοχή. Το Ων είναι μετοχή του ρήματος Ειμί, του βοηθητικού ρήματος Ειμί. Μετοχή του Ειμί ο Ων. Μετοχή του εβραικού ρήματος Χαγιά Γιαχβέ. Δεν είναι όνομα. Εγώ ειμί ο Ων. Δίδει μια προσωνυμία ο Θεός στον εαυτόν του προφέροντας μια αλήθεια. Εγώ είμαι ο πάντοτε Υπάρχων. Το μπέρδεμα γίνεται εκεί όταν λέγει ο Μωυσής ότι όταν θα πάω στον Φαραώ και στους Αιγυπτίους για να τους πω να ελευθερώσει τους Εβραίους από την τυραννία κτλ. κι όταν με ρωτήσουν: Ποιος σε απέστειλε τι θα τους πεις; Θα πεις ο Ων με απέσταλκεν. Σε αυτό το Ων, που υπάρχει η λέξη Γιαχβέ, νομίζουν ότι είναι το όνομα του Θεού στην αρχή όταν Τον ρώτησε ποιο είναι το όνομά Σου.

Βασιλειάδα - Φλόγες

Ο Αγιος Γρηγόριος ο Νύσσης είναι αδελφός του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου και ο Μέγας Βασίλειος τον είχε εγκαταστήσει επίσκοπο σε μία επαρχία. Κάποτε ηθέλησε να πάει να ιδεί τον αδελφό του, τον Μέγα Βασίλειο - ποιος ξέρει τι ήθελαν να συζητήσουν - και πήγε βέβαια να τον συναντήσει στη Βασιλειάδα σε όλα εκείνα τα πολλά και ιερά ιδρύματα που είχε για την προστασία τόσων και τόσων ανθρώπων που είχαν ανάγκες πολλές. Πηγαίνοντας, ε, νύχτωσε, ήταν και καλοκαίρι κιόλας και ταξίδευε νύχτα για να έχει σχετική δροσιά. Είδε λοιπόν μέσα στη Βασιλειάδα φωτιά.
- Α, λέει, πήρε φωτιά η Βασιλειάδα και τάχυνε το βήμα του γρήγορα.
Αλλά ήταν μια φωτιά μεγάλη, έντονη, με λάμψη πολλή αλλά χωρίς καπνό. Φωτιά χωρίς καπνό γίνεται; Γίνεται καμμιά φορά. Γίνεται. Και έτσι λοιπόν όταν πλησίασε διαπίστωσε ότι αυτό που έβλεπε
ήταν μία φωτεινή στήλη πυρός, η οποία άρχιζε από κάτω και έφτανε μέχρι επάνω στον ουρανό. Και δεν ήταν φλόγες όπου έκαιγαν υλικά πράγματα, δηλαδή δεν εκαίγετο το νοσοκομείο ή το γηροκομείο ή το μαγειρείο, οτιδήποτε, ένα από τα πολλά που είχε ο Αγιος και Μέγας Βασίλειος εκεί στη Βασιλειάδα. Οχι, πρόσεξε, λοιπόν, ότι όλα αυτά έβγαιναν από το κελλάκι του αδελφού του, του Μεγάλου Βασιλείου, το οποίο ήταν περικυκλωμένο από φλόγες άκτιστες, σαν κι αυτές που είδε ο Μωυσής στη φλεγομένη βάτο αλλά μη καταφλεγομένη, ε; Και εδώ εκαίγετο το σπίτι χωρίς να καίγεται. Είχε φωτιά χωρίς να καίγεται. Φωτιά όμως πνευματική, φωτιά θεία, την οποίαν μπόρεσαν και είδαν τα μάτια του Αγίου Γρηγορίου, επισκόπου Νύσσης, γιατί εκεί ήταν επίσκοπος για αυτό και
ονομάζεται Νύσσης και έτσι είχε μια προσωπική εμπειρία και για το θείον πυρ που ανάβει όχι μόνο στις καρδιές αλλά περικυκλώνει και τον Αγιο κατά τη διάρκεια της προσευχής και μέσα στη θεία
λειτουργία, και όταν λειτουργεί. Είναι μεγάλα τα μυστήρια, αυτά τα οποία μας αποκαλύπτονται για τον Αγιο Βασίλειο, για τη λειτουργία του κτλ. και όλα αυτά μας τα φανέρωσε ο Αγιος Γρηγόριος ο Νύσσης.

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 1991

02 Τί είναι πίστις. Πίστις καί έργα



Στρατιώτες του Γεδεών - Φύλακες του Σολομώντα- Φρόνιμες παρθένες

Την εποχή που ζούσε ο Γεδεών υπήρχαν πολλοί εχθροί στο Ισραήλ. Πάρα πολλοί. Κάποιοι από αυτούς ονομάζονταν Μαδιανίτες. Για να καταστρέψει, λοιπόν, τη δύναμη αυτή των εχθρών ο Γεδεών πήρε 300 άνδρες που τους εξέλεξε ανάμεσα σε 10000 και έδωσε στον καθένα να κρατάει στο χέρι του, στο ένα χέρι, μια σάλπιγγα. Στο δεύτερο χέρι και πάνω στο ώμο να κρατάει μία πολύ μεγάλη στάμνα, όπου μέσα υπήρχε ένα αναμμένο δαδί. Οταν θα έδινε το σύνθημα οι στάμνες θα έπεφταν κάτω, θα έκαναν τρομαχτικό κρότο, αφού θα ήταν γύρω από το στρατόπεδο, αμέσως θα παρουσιάζονταν αναμμένες
οι λαμπάδες και όλες μαζί οι σάλπιγγες και οι 300 θα σάλπιζαν. Αυτό θα εδημιουργούσε πανικό και νίκη των ολίγων έναντι των πολλών. Και έτσι πράγματι έγινε. Οι σάλπιγγες σαλπίζουν, οι στάμνες σπάζουν και δημιουργούν τρομαχτικό κρότο και οι λαμπάδες φεγγοβολούν και ορμούν στο στρατόπεδο και το διαλύουν. Ησαν 300. Τι σχέση έχει αυτό με την πίστη; Θα το δούμε.

Μας αναφέρει και δεύτερο παράδειγμα ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Μας λέγει ότι εκείνοι οι οποίοι φύλασσαν την κλίνη, το κρεββάτι, του βασιλέως και σοφού Σολομώντος, ήσαν 60 αλλά ο καθένας από αυτούς έφερε στο πλευρό του και μία ρομφαία, ένα σπαθί.

Και τρίτο παράδειγμα μας λέει. 5 ήσαν οι φρόνιμες παρθένες, οι οποίες βγήκαν να προυπαντήσουν τον Κύριον και κάθε μια από αυτές τις φρόνιμες είχε και μια αναμμένη λαμπάδα.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; ρωτάει ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και απαντάει: Πίσω από τις υδρίες, τις στάμνες, και τις σάλπιγγες κτλ., πίσω από τη ρομφαία του στρατιώτη και από την αναμμένη λαμπάδα της φρονίμου παρθένου δεν βρίσκεται τίποτε άλλο παρά η ατομική πίστις του καθενός χριστιανού άνευ της οποίας παραμένει η θύρα της Βασιλείας των Ουρανών κλειστή. Μόνος του ένας από τους στρατιώτες δεν θα έκανε αυτή τη δουλειά που έκαναν και οι 300 μαζί αλλά ο καθένας από αυτούς είχε και τη δική του ευθύνη μέσα στο σύνολο. Το ίδιο συνέβη και με τους 60. Μπορεί να ήσαν 60, μπορεί να είχαν όλοι σπαθιά αλλά ο καθένας είχε τη δική του ευθύνη για την καλή φυλακή και τήρηση του βασιλέως Σολομώντος. Ολες μαζί υποδέχθησαν, οι 5 δηλαδή παρθένες, οι φρόνιμες, τον Κύριο. Αλλά η κάθε μια αμοίφθηκε χωριστά επειδή η κάθε μια από μόνη της ήταν γρηγορούσα. Φρόντισε δηλαδή να έχει λάδι στην άκρη ούτως ώστε όταν έλθει ο Κύριος να μπορεί να ανάψει την λαμπάδα για να τον υποδεχθεί. Αυτή είναι η ευθύνη της ατομικής πίστεως και βάσει αυτής της ευθύνης η μελέτη και η έρευνα του λόγου του Θεού είναι υποχρεωτική διότι οι Γραφές μαρτυρούν περί Εμού.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 1991

01 Οι δέκα όροι (τελειότητος) τής εν Χριστώ ζωής (Αγίου Διαδόχου Φωτικής)



Ο Αββάς και υποτακτικός στη Νεκρά θάλασσα

Περπατούσε ένας αββάς, λέει το Γεροντικό, δεν ξέρω πόσοι από σας θα το θυμάστε, για μέρες στην έρημο και έφθασε εκεί στην Ερυθρά θάλασσα, στην αλμυρά, στη Νεκρά θάλασσα, αλλά δεν μπορούσαν να
πιούν από αυτό το νερό. Αυτό το νερό είναι αλάτι. Εκεί ούτε ζωή υπάρχει, ούτε τίποτα. Με τον υποτακτικό του πάντοτε αυτός ο αββάς. Και λέει ο υποτακτικός: - Γέροντα, λέει, διψάω, έσκασα.
Δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να βαδίσω καθόλου.
Γονάτισε ο αββάς, έκανε προσευχή. Πήρε μια χούφτα, μάλλον γέμισε ένα παγούρι, ας το πούμε, νερό, εκείνο το αλμυρό της θάλασσας και είπε στον υποτακτικό του:
- Πιες, μετά την προσευχή. Ο λόγος της πίστεως έκανε το θάυμα του. Το αλμυρό το νερό της
νεκράς εκείνης θάλασσας μεταβλήθηκε σε γλυκό. Ηπιε και ξεδίψασε ο υποτακτικός. Και αφού χόρτασε τη δίψα του έσκυψε κατόπι και ξαναγέμισε το παγούρι.
Του λέει:
- Τι κάνεις;
Λέει:
- Για να έχουμε και για ύστερα αφού ο δρόμος μας θα συνεχίσει.
- Καλά, λέει.
Προχώρησαν λίγο. Ξαναδίψασε ο υποτακτικός. Εκαμε να πιεί, το έφτυσε. Το νερό εξακολουθούσε να είναι αλμυρό.
Λέει:
- Γιατί, αββά, είναι αλμυρό τώρα ενώ τότε ήταν γλυκό;
- Εκείνος που έκαμε το πρώτο θαύμα, όταν χρειαστεί, θα κάνει και το δεύτερο. Μόνο πίστευε. Επανέλαβε τα λόγια του Κυρίου. Μόνο πίστευε και σωθείς.

*****************************************************************************

Ο κοσμικός που προσεύχεται αργά το βράδυ

Μας έλεγε προχθές, ένας γέροντας για ένα ζευγάρι, έναν κύριο, ο οποίος είναι κοσμικός, ζει στον κόσμο. Από όπου και αν έλθει το βράδυ, σε όποια εκδήλωση και αν βρίσκεται, από όποια επίσκεψη
και αν θα έλθει, ό,τι ώρα και να είναι και 2 μετά τα μεσάνυχτα, όταν θα γυρίσει το βράδυ στο σπίτι του θα κάνει πρώτα το Απόδειπνο, θα κάνει τις Μετάνοιες του, θα κάνει τα σταυρωτά του
κομποσχοίνια και ύστερα θα πέσει να κοιμηθεί. Και μου έκανε κατάπληξη. Και δεν φημίζεται ούτε για την πνευματικότητά του, είναι και παχύς και παρ'όλα αυτά όμως καταβάλλει τεράστιες
προσπάθειες με το σκεπτικό όπως τον άκουσα και εγώ: Κι αν αύριο πεθάνω; Πού ξέρω εγώ αν θα ζήσω αύριο; Γιατί να μην τα κάμω σήμερα; Μήπως πρέπει έτσι και εμείς να σκεπτόμαστε; Ετσι ο
άνθρωπος βρίσκει χάρι και στην αναμονή αυτή και την υπομονή που κάνει περίμενοντας την επέσκεψη του Θεού ή την αποκάλυψη, αν θέλετε, του Θεού κάποτε αυτή η αναμονή θα αμοιφθεί. Θα δεχθεί ο
άνθρωπος τις ακατάληπτες ενέργειες του Θεού μας και θα χαίρεται χαράν μεγάλη.

*****************************************************************************

Ο Πατέρας Φιλάρετος

Κάποτε, στο Αγιον Ορος, επισκέφθηκε μια συντροφιά έναν ασκητή, ο οποίος ήτανε περίπου 60 χρόνια. Τώρα έγινε αυτό, τώρα τελευταία στο Αγιον Ορος. Και τον φωτογράφισαν εκεί. Τον πήραν φωτογραφία.
Ηταν με το μπαστουνάκι του. Τον άλλο χρόνο, ξαναπήγαν στο Αγιον Ορος οι ίδιοι επισκέπτες. Είχαν και τη φωτογραφία. Ησαν τρεις αυτοί. Λέει δεν πάμε να δούμε ξανά τον Πατέρα Φιλάρετο, τον
ασκητή εκεί και αν ζει να του δώσουμε και τη φωτογραφία που του βγάλαμε πέρυσι. Και πράγματι λοιπόν, στο δρόμο πήγαιναν και συνήντησαν και έναν άλλο έτσι κάπως μεγάλον και αυτόν στην
ηλικία μοναχό και πήγαιναν μαζί και τον παρατυπάν στον Πατέρα Φιλάρετο. Α, αυτός λέει είναι τόσο πολύ απορροφημένος από τη χάρι του Θεού και γνωρίζει τόσα πολλά για τον Θεόν - έχουμε αυτό
που λέμε εμείς στα ασκητικά γράμματα έχει γνώσιν Θεού πολλήν - ώστε ξεχνά λέει και τον εαυτόν του. Λέει πώς τον ξεχνά τον εαυτό του; Λέει δεν μπορώ να σας δώσω να το καταλάβετε πέρα από αυτό. Είναι ζωή. Δεν εκφράζεται με ερμηνεία, με λόγια. Και δεν μπορούσαν βέβαια να καταλάβουν τι θα πει τούτο το πράγμα. Φτάσαν με την χάρη του Θεού, σιγά σιγά, ανέβηκαν στα Κατουνάκια
και τον βρήκαν τον Πατέρα Φιλάρετο. Του φίλησαν το χέρι. Του είπαν περάσαμε και πέρυσι. Σας είδαμε. Μας μιλήσατε τόσο όμορφα για την αγάπη του Θεού και τόσα άλλα πράγματα και σας φέραμε και μια φωτογραφία που σας βγάλαμε πέρυσι. Φωτογραφία; Τι πράγμα είναι αυτό; λέει. Να λέει μια φωτογραφία. Την βγάζουν λοιπόν και του τη δίνουν τη φωτογραφία. Μπα... λέει μόλις τη βλέπει. Ποιος είναι αυτός, λέει, που μου πήρε το μπαστούνι; Δεν ήξερε τη φυσιογνωμία του. Δεν θα την είδε ούτε στο νεράκι, ούτε σε κανένα τζάμι από εκείνα τα πρόχειρα που θα είχε το φτωχό του
καλυβάκι. Αγνοούσε τον εαυτόν του. Ηταν ευτυχισμένος, όμως, μέσα στην παρουσία του Αγίου Θεού. Αυτή είναι η κατά χάριν θεογνωσία. Επειδή πλουτίζουμε στην γνώση του Θεού, φτωχαίνουμε στην γνώση τη δική μας. Κι όσο γεμίζουμε από την παρουσία του Θεού τόσο πιο πολύ αδειάζουμε από όσα ξέρουμε για μας.

*****************************************************************************

Η Αγία Κικιλία

Και έχουν τόσα πολλά μας έχουν πει οι Πατέρες κατά καιρούς για την αγνότητα. Θυμάμαι την Αγία Κικιλία, η οποία ήτανε τυφλή και έχει συλληφθεί ως χριστιανή σε εκείνους τους χρόνους τους
μαρτυρικούς, εκεί στη Ρώμη. Αν θυμάμαι καλά, δεν το έχω υπόψη μου να το πω αλλά έτσι όπως το θυμάμαι με λίγα λόγια. Και όταν οι στρατιώτες είπαν ότι : Να μια όμορφη κοπέλα, πριν τη
βασανίσουμε ας χορτάσουμε το κορμί της, η Αγία Κικιλία έκανε με ζωντανή και δυνατή πίστη προσευχή στον Θεό να την πάρει πριν την ακουμπήσουν οι Ρωμαίοι βασανιστές, με σκοπό βέβαια ανήθικο να τη διαφθείρουν και κατόπιν να τη σκοτώσουν. Και όταν την πλησίασαν για να προβούν στο έργο αυτό το βρώμικο και το τρισάθλιο η Αγία Κικιλία σωριάστηκε κάτω νεκρή. Και έχουμε τη μνήμη της μάλιστα, τιμάται, σας είπα ότι δεν είχα, έτσι μου ήρθε τώρα στο νου για την αγνότητα της Αγίας Κικιλίας, δεν είχα σκοπό να το πω αλλιώς θα σας έλεγα και πότε γιορτάζει και θα έβλεπα λίγο το μαρτύριο της για να σας πω πιθανόν λίγα λόγια περισσότερα. Πάντως με δυο λόγια εκεί αναφέρεται το μαρτύριο της Αγίας Κικιλίας.

Κυριακή 1 Μαΐου 1988

Η αξία τής Ελεημοσύνης η πρακτική εφαρμογή καί η πνευματική προέκτασίς της μέ τρείς αξιοθαύμαστες ιστορίες.

36 α
1.5.1988, Κυρ. τού Παραλύτου.


Με τα Αποστολικά Αναγνώσματα αυτών των Αναστασίμων Κυριακών και ιδιαίτερα δε με την Ταβιθά, διότι «αύτη η Ταβιθά ήν πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών ων εποίει». Το θαύμα της Αναστάσεως χριστιανοί μου, της Ταβιθά από τον Απόστολο Πέτρο, μας το περιέγραψε το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της περασμένης Κυριακής. Η Ταβιθά ζούσε στην Ιόππη και ήτο χριστιανή γεμάτη από αγαθά έργα και πολλές ελεημοσύνες. Με την έμπρακτη αγάπη της είχε κατακτήσει τις καρδιές όλων των χριστιανών της περιοχής, οι οποίοι και κάλεσαν τον Απόστολο Πέτρο για να κάνει το θαύμα του στην Ταβιθά που τους πέθανε τόσο ξαφνικά. Και «παρέστησαν αυτώ», δηλαδή εις τον Πέτρον, «πάσαι αι χήραι κλαίουσαι, και επιδεικνύμεναι χιτώνας και ιμάτια, όσα εποίει μετ’ αυτών η Δορκάς». Το έδειξαν τα έργα των χειρών της, που ήσαν πράξεις χριστιανικής αγάπης και φιλανθρωπίας. Και ο Απόστολος Πέτρος ανταποκρίθηκε με άλλο έργο φιλανθρωπίας. Ανέστησε εκ νεκρών την πεθαμένη Ταβιθά.
Ας δούμε αδελφοί μου μερικές διαιρέσεις, ας τις πούμε διαιρέσεις, διαστάσεις και προεκτάσεις πνευματικές της ελεημοσύνης, όσο μας παίρνει ο μικρός χρόνος.
Κατά πρώτον η ελεημοσύνη δηλώνει την ευσπλαχνίαν του Θεού προς τον άνθρωπον. «Ούτος ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου, και ελεημοσύνην παρά Θεού του Σωτήρος αυτού». Μας λέγει ι ψαλμωδός στον εικοστόν τρίτον του ψαλμόν.
Δεύτερον ελεημοσύνη είναι ακόμα η δίκαιη ανταπόκρισις του αγωνιζομένου χριστιανού προς τον Θεόν. Και «ελεημοσύνη έσται εν υμίν», η ελεημοσύνη ανήκει σε μας, πότε, εάν φυλάσσομεν και ποιούμεν τας εντολάς του Κυρίου και Θεού ημών, «καθώς ενετήλατο ημίν». Δευτερονόμιον 6, 25.
Τρίτον. Ελεημοσύνη είναι μια υπερκατάληπτη μορφή δικαιοσύνης, του Θεού προς τον άνθρωπον, που «οδηγείται ως πρόβατον επί την σφαγήν, αντί ημών, δια την σωτηρίαν ημών, και αποθνήσκει επί του Σταυρού, ίνα αναστηθεί εκ νεκρών την Τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς».
Τέταρτον. Η ελεημοσύνη είναι η έμπρακτος και ανιδιοτελής ευσπλαχνία του ανθρώπου προς όλους τους συνανθρώπους του, και στον καθένα χωριστά μετά διακρίσεως όμως, και κάτω από την υπακοήν της Εκκλησίας και του πνευματικού.
Η ελεημοσύνη δεν είναι απλή μετάδοσις μόνον μερικών χρημάτων και άλλων υλικών αναγκών, αλλά συνδέεται και με πολλές άλλες αρετές και ιδιαιτέρως με την νηστεία και την προσευχή.
Ο Κύριος στην επί του όρους ομιλίαν Του, τις θεωρεί αυτές τις τρείς αρετές, σαν στύλους της αληθινής θρησκευτικής ζωής και μάλιστα εν κρυπτώ. Πρέπει να είναι αποτέλεσμα, κατάστασις, προέκτασις της πνευματικής υγείας του χριστιανού, δηλαδή της εν Χριστώ Ιησού αγάπης. Οφείλει να είναι πράξις των κρυφών έργων, της καθαρής καρδιάς, της τεταπεινωμένης καρδιάς, της απαλλαγμένης από τα πάθη και από τα βάρη της αμαρτίας. Εδώ ακριβώς συνδέεται και με την δικαιοσύνην.
Δεν μπορούμε να κλέβουμε και ύστερα να κάνουμε ελεημοσύνη.
Δεν μπορούμε να καταπατούμε το δίκαιον του αδυνάτου, να κερδίζουμε εις βάρος του, και ύστερα να προσφέρουμε λίγα ψίχουλα στους σεισμόπληκτους ή σε μια εκκλησιά που κτίζεται ή σε κάποιους φτωχούς και νάχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη και αναπαυμένη. Αυτό δεν είναι ελεημοσύνη. Δεν είναι ολοκληρωμένη φιλανθρωπία. Απαιτείται μαζί με την ελεημοσύνη, πιστή τήρησις των εντολών, καλλιέργεια των αρετών, συμμετοχή στα Άγια Μυστήρια, ενεργός πίστις, φόβος Θεού, ευσέβεια, κάθαρσις, φωτισμός και θεία γνώσις. Μόνον τότε ο νους φωτίζεται και η καρδιά θερμαίνεται και καθίσταται όλη αγάπη και θείου ελέους.

Ελεήμων εστί ο ελεών τον πλησίον, μας λέγει ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, εξ ων αυτός έλαβε παρά του Θεού. Δηλαδή ελεήμων είναι εκείνος ο οποίος ελεεί τον πλησίον από όσα του έδωκε ο Θεός. Αλλά και όλα μας τα έδωσε ο Θεός. Τι έχεις ό ουκ έλαβες;
Είτε χρήματα είτε βρώματα, είτε χρήματα έχεις είτε τροφές, προς διάθεσιν, θα τα διαθέτεις για τις ανάγκες του πλησίον σου.
Είτε ισχύν σου έδωσε ο Θεός, δύναμιν, εξουσίαν, συνεχιζει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τότε αυτήν την εξουσίαν και την δύναμη, θα την διαθέτεις προς δικαιοσύνην και συμπαράστασιν των αδυνάτων.
Είτε λόγον, εάν έχεις λόγον να πείς, δύναμιν λόγου, ρητορίαν, γνώσιν λόγου και τα λοιπά, τότε θα τον διαθέσεις αυτόν τον λόγον προς ωφέλειαν, προς καταρτισμόν των ψυχών μετά πάσης ταπεινώσεως.
Είτε ευχήν, δηλαδή προσευχήν, έχεις δύναμη στην προσευχή σου, γιατί έχεις καθαρή καρδιά, ε, τότε μετά πολλών δακρύων, θα την διαθέσεις προς βοήθειαν των αδυνάτων. Προς βοήθειαν των πάντων.
Και όλα αυτά μας τα λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όταν αναλύει τον μακαρισμός του κυρίου που λέγει:
- «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται».
Με άλλα λόγια, ή με λίγα λόγια, μας λέγει ο Άγιος Ιωάννης ότι ελεήμονες δεν είναι μόνον εκείνοι που προσφέρουν υλικά αγαθά, αλλά και κείνοι που προσφέρουν τον πνευματικόν σωστικόν λόγον μετά ταπεινώσεως και την προσευχήν, μετά δακρύων εν τω κρυπτώ, και ο Θεός ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει εν τω φανερώ.
Και στις ημέρες μας έχει αποδειχθεί ότι πολύ λίγοι είναι εκείνοι που έχουν υλικές ανάγκες. Αλλά τις πνευματικές ανάγκες της πίστεως, τις έχουν όλοι και προπαντός οι Έλληνες.

Γι’ αυτό και ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, μας βεβαιώνει ότι η αρετή της πνευματικής ελεημοσύνης είναι ασυγκρίτως ευρύτερη της προσφοράς των υλικών αγαθών.
«Ελεημοσύνη εστί καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως». Να καίγεται η καρδιά σου για ολόκληρη την κτίση.
Υπέρ πάντων των ανθρώπων. Για όλους τους ανθρώπους.
Υπερ πάντων των επί της γης και του ουρανού. Για όλα όσα βρίσκονται και πάνω στη γη, και πάνω στον ουρανόν, αλλά και των δαιμόνων και των καταχθονίων, καύσις καρδίας και υπέρ αυτών. - Είναι λιγάκι τολμηρό, αλλά αυτό συζητιέται κατ’ ιδίαν στην Ιεράν Εξομολόγηση, για κείνους που έχουν λιγάκι θερμανθεί στην προσευχή.
Και των «εν βασάνοις προγευσαμένων». Είναι κατηγορηματικός ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Και για κείνους που προγεύονται ήδη τα βάσανα της Κολάσεως, και «υπέρ παντός κτίσματος», και για κάθε κτίσμα, και «εκ της μνήμης αυτών». Και «εκ της θεωρίας αυτών». «Ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτών πλήθος δακρύων».
Και προχωρώντας ακόμα ψηλότερα ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος μας λέγει ότι η νοερά ησυχία μετά της καρδιακής προσευχής και θέρμης είναι ανωτέρα της ελεημοσύνης με την προσφορά των χρημάτων και των υλικών αναγκών ή κάποιων άλλων αγαθών. Να πως μας το τονίζει:
- «Η εσωτερική ειρήνη και η νοερά ησυχία και η καρδιακή προσευχή, ιδίως της νυκτός μετά πάσης υπακοής, έχουν μεγαλυτέρα αξία από το να τρέφεις πεινόντας, και να ειρηνεύεις με τις διδαχές σου τους διεστώτας». Έχει μεγαλύτερη αξία η νοερά ησυχία σαν προσφορά πνευματικής ελεημοσύνης προς τους πάντας όπως το ερμήνευσε πιο πριν, πιο πάνω, από το να τρέφεις πεινόντας και να προσπαθείς εκεί να ειρηνεύσεις εκείνους που φιλονικούν και κείνους που είναι διηρημένοι.

Αυτό το βλέπουμε στον σημερινόν ιδιαιτέρως εορταζόμενον Άγιον και Μέγα Αρσένιον. Όχι ότι δεν πρέπει να γίνονται τα έργα της υλικής προσφοράς, αλλά από πνευματικής απόψεως βρίσκονται ψηλότερα τα έργα της νοεράς ησυχίας.
Εμείς γνωρίζουμε όμως ότι ο Θεός αμείβει και ένα ποτήρι δροσερό νερό που θα δώσουμε σε έναν διψασμένο. Και «ου μη απωλέσωμεν τον μισθόν ημών». «Ου μη απωλέσει τον μισθόν αυτού», λέγει επί λέξει, Ματθαίος ι,42.
Άλλωστε βραβεύει κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσία τους δικαίους που άσκησαν πρακτικόν έργον αγάπης. Ματθαίος, 25ο κεφάλαιον, 35-45. «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψασα και εποτίσατέ μοι. Ξένος ήμην και συνηγάγετέ με. Ησθένησα και επισκέψασθέ με. Γυμνός και περιεβάλλετέ με. Εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με. Και εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων των αδελφών μου, εμοί εποιήσατε». Όλο όμως αυτό το πρακτικόν έργον της αγάπης και της ελεημοσύνης αδελφοί μου, πρέπει να γίνεται μετά διακρίσεως, εκεί που χρειάζεται.
Που χρειάζεται;
Πόσον χρειάζεται;
Πότε χρειάζεται;
Αλλά και μετά πλήρης ιλαρότητος διότι «ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός».
Και τέλος ας μην ξεχνάμε πάλι το Αγιογραφικόν ότι ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν. Και λαμβάνει τόκους όχι μόνον κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν, αλλά και ως εδώ αγωνιζόμενος εναντίον του κακού της αμαρτίας των παθών.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύοντας το «επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν» μας λέγουν ότι υπάρχουν σεσωσμένοι με πρώτον τον Εσταυρωμένον εκ δεξιών του Χριστού ληστήν, καθώς επίσης και άγιοι, όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, οι οποίοι δεν έπραξαν κανένα έργο ελεημοσύνης. Άρα ο παραπάνω λόγος του Κυρίου έχει σχέση με την πνευματική τροφή και όχι με την ελεημοσύνη. Σήμερα στο Ευαγγελικό Του Ανάγνωσμα μας είπε ο ίδιος το εξής:
-«Εμόν βρώμα εστί ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός». Πιο είναι το θέλημα του Ουρανίου Πατρός; η σωτηρία των ανθρώπων.

Και ο Άγιος Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος ερμηνεύοντας τον ίδιον λόγο μας λέγει τα εξής: - θα τα πούμε εν μεταφράσει –
-«Όταν εφαρμόζουμε από αγάπη τις εντολές του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, τότε τρέφεται από εμάς ο θεάνθρωπος Χριστός, ο Κύριος όλης της κτίσεως. Διότι καθώς από τα πονηρά μας έργα τρέφονται οι ακάθαρτοι δαίμονες και παίρνουν δύναμη για να μας πολεμούν, έτσι, και πάλιν όταν απέχουμε από την αμαρτία και το κακόν, από τον εγωισμό και την κενοδοξία, από τον φθόνο και την ακηδία και τα λοιπά πάθη, εκείνοι οι βρωμεροί δαίμονες πεινούν και αδυνατίζουν. Έτσι και ο Χριστός που επτώχευσε δια την ημών σωτηρίαν, τρέφεται και χορταίνει όταν ποιούμεν τα εντολάς αυτού. Και πάλιν στενοχωρείται και πεινά, όταν δεν κάμνομεν το πανάγιον θέλημά του. Αυτά, μας τα είπε ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

Οι Άγιοι, τα τέκνα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, τα μυρίπνοα αυτά άνθη του Παραδείσου, τα πάνχρυσα στόματα του θείου λόγου είναι οι παραδειγματικοί ελεήμονες και αυτούς πρέπει να μοιάσουμε. Διότι μας αγαπούν, μας ελεούν, μας τρέφουν, μας θεραπεύουν, μας προστατεύουν, μας σώζουν. Γιατί πιο το όφελος αν έχουμε λύσει όλα τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα ενώ τα της ψυχής μας παραμένουν άλυτα; Αλήθεια, σας ρωτώ, πιο είναι το όφελος; Ποιος θα μας γεμίσει το κενό μέσα μας; Ποιος θα μας δώσει ελπίδα; Ποιος θα μας στηρίξει στην πίστη;

Χριστιανοί μου, κάθε πράξη ελεημοσύνης, πρέπει να είναι πράξις θρησκευτική και όχι έργο κάποιου φιλανθρωπικού χορού ή αλτρουισμού, ή απλώς ουμανιστικών έργων. Πρέπει να συνδέεται με τα Άγια Μυστήρια, με τη Θεία Λατρεία, με την μετάνοια, με την προσευχή. Η αξία της ελεημοσύνης τόσο καθίσταται μεγαλυτέρα και λαμπροτέρα, όσο περισσότερο φθάνει στον εν Τριάδι Θεόν και δια μέσου αυτού στον κάθε συνάνθρωπόν μας.
Και το Πνεύμα το Άγιον στη Σοφία Σειράχ μας βεβαιώνει τα εξής:
-«Πυρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ. Ούτω και η ελεημοσύνη από καρδίας εξιλάσεται αμαρτίας». Προσέξτε το λιγάκι αυτό. Όπως το νερό σβήνει τη φωτιά, το φλογισμένο πυρ λέει, τη φωτιά, κατά τον ίδιον τρόπον και η ελεημοσύνη που γίνεται από βάθος καρδίας εν μετανοία και δακρύων, με προσευχή και νηστεία, έχει τη δυνατότητα να εξαλήψει αμαρτίες.
Πάμε παρακάτω. Άλλο Αγιογραφικό χωρίο. Και «τας αμαρτίας εν ελεημοσύναις λυτρώσαι Κύριος. Και τα αδικίας εν οικτιρμοίς πενήτων». Βεβαιώνει ο προφήτης Δανιήλ, στο 4ο του κεφάλαιο, στίχος 24, προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα εφόσον θα συνεχίσει τα έργα μετανοίας και προς τον εαυτόν του και προς τον λαόν. Και εις το Τωβίτ πάλι δ,9 βεβαιώνεται ότι η ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται, και ουκ εά δεν αφήνει εισελθείν εις το σκότος το αιώνιον. Δεν αφήνει τον άνθρωπον που κάνει ελεημοσύνη να μπει στο αιώνιο σκοτάδι και στο πυρ της κολάσεως.

Και ο Απόστολος Πέτρος στην πρώτη του καθολική επιστολή, πάλι 4ο κεφάλαιο στίχος 8, μας προειδοποιεί και μας λέγει:
- «Φιλόξενοι εις αλλήλους, να είμεθα φιλόξενοι. Είμεθα φιλόξενοι αλλά να προσέξουμε την παρακάτω λέξη. Άνευ γογγυσμών. Φιλόξενοι εις αλλήλους άνευ γογγυσμών. Γιατί κάνουμε φιλοξενία, αλλά από πίσω τι λέμε; Και τι σούρνομε σ’ αυτούς που φιλοξενούμε… Ε; ο καθένας ας ρωτήσει την καρδιά του, και ας απαντήσει στο Ιερόν Εξομολογητήριον. Γιατί; «Ότι η αγάπη καλύψει πλήθος αμαρτιών». Αυτά από την Αγία Γραφή.
Αυτές οι Αγιογραφικές διαβεβαιώσεις μας σπρώχνουν σε μια σωστή εργασία της ελεημοσύνης για να μη χάσουμε τον άξιο μισθόν που μας οδηγεί στη μετάνοια και δια της μετανοίας στην σωτηρία. Πολλές άλλες πτυχές της πνευματικής ελεημοσύνης με τις άλλες αρετές, θα μας απασχολήσουν άλλη φορά διότι ήδη η ώρα πέρασε. Σήμερα αρκούμεθα σ’ αυτά.

Χριστιανοί μου, ο Άγιος Μαρκιανός ήταν ιερεύς στο ναό της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός λοιπόν γύριζε έξω τις νύχτες, όπως μας περιγράφει το γεροντικό, και μάζευε εκεί τους εγκαταλελειμμένους νεκρούς. Τους έπλενε με τα χέρια του, τους μύρωνε, τους σαβάνωνε, τους πήγαινε στην εκκλησία, τους διάβαζε την νεκρώσιμη ακολουθία, τους ησπάζετο σύμφωνα με τον ψαλμό «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» και την άλλη μέρα τους έθαβε.
Κάποτε περιποιήθηκε ένα νεκρό γεροντάκι που φαινόταν πολύ βασανισμένο και χτυπημένο από τη ζωή. Το τοποθέτησε στο νάρθηκα, και αφού τελείωσε και τα νεκρώσιμα και όλα όσα έπρεπε να κάμει δια των κεκοιμημένων γύρισε προς το νεκρό και του λέγει:
- Έλα αδελφέ μου να φιληθούμε σαν παιδιά του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Και ω, του θαύματος, ο νεκρός με ευγνωμοσύνη, υπακούοντας στην πρόσκληση του Αγίου Μαρκιανού, ανακάθισε στο φέρετρο, αντάλλαξε ασπασμός αγάπης με τον Άγιο και έπεσε πάλι στον ύπνο του θανάτου, σταυρώνοντας απαλά τα χέρια του.
Ο Άγιος Μαρκιανός βγήκε αθόρυβα από την εκκλησία, σα να συνέβαινε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Ο νεωκόρος όμως που ξενυχτούσε και αυτός για κάποιο λόγο τα είδε όλα αυτά έκπληκτος, και με φόβον και πολύν θαυμασμόν, και την άλλη μέρα προς δόξαν του Αγίου Θεού τα διέδωσε σε όλη την πόλη – έτσι τα πληροφορηθήκαμε και εμείς.

Μη σας φαίνεται παράξενο, πριν τριάντα χρόνια κάποια γυναίκα στο Βόλο, μάζευε τα ονόματα όλων των ζητιάνων, τους οποίους γνώριζε ότι όντως ήσαν αξιοθρήνητοι και η διαβίωσίς των αθλία. Και φρόντιζε όταν πέθαιναν για την κηδεία τους. Να τους κάνει τα τριήμερα, τα εννιάμερα, τα σαρανταήμερα, το χρόνο, να τους ξεθάψει, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Μία γυναίκα! Για δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια. Έχουμε μάρτυρες γι’ αυτά.
Ποιος από μας το κάνει; Πέστε μου! Ποιος; Σε έναν ζητιάνο…
Ζεί η Ορθοδοξία, ζεί, υπάρχει, αλλά εμείς κοιμώμαστε!...
Να μια μεγάλη μορφή ελεημοσύνης διαφορετικής μορφής από όσες ξέραμε μέχρι τώρα. Γιατί εμείς νομίζουμε ότι άμα βγάλουμε ένα πενηντάρικο και το κουνήσουμε έτσι, δυνατά, και το ρίξουμε στο ζητιάνο, αυτή είναι ελεημοσύνη.

Ας επιδιώκουμε καθημερινά να γινόμεθα ελεήμονες, δηλαδή να έχουμε μέσα στην καρδιά μας τον ελεήμονα Θεόν, και τότε σαν αποτέλεσμα της γεύσεως αυτού του θείου ελέους, θα έχουμε την με αγάπη και ταπείνωση ελεημοσύνη προς τον πλησίον. Δεν θα προσφέρουμε μόνον ελεημοσύνη, αλλά θα είμαστε ίδιοι, η μοναδική, η εξαιρετική, η διακεκριμένη ελεημοσύνη.

Αδελφοί μου, να και μια ελεημοσύνη των ημερών μας.
Δεκέμβριος του 87. Το πληροφορήθηκα αυτήν την εβδομάδα.
Περπατά στο δρόμο ένας χριστιανός. Έξω από μια εκκλησία ένας ζητιάνος σχεδόν γυμνός, παραμονές των εορτών, χειμώνας, σαρακοστή Χριστουγέννων είπαμε, το κρύο τσουχτερό, κρυώνει.
Τον βλέπει ο χριστιανός, τον λυπάται, βγάζει από πάνω του το μάλλινο χοντρό σακάκι και το βάζει στο ζητιάνο. Ευχαριστώ του λέει εκείνος και απλώνει ο ζητιάνος το χέρι και του δίδει ένα κομμάτι αντίδωρο τυλιγμένο σ’ ένα χαρτί.
Το πήρε γεμάτος απορία και όπως ήταν νηστικός το έφαγε.
Ω, τι ήταν αυτό! Τι θεία ευφροσύνη ήταν αυτή! Τι αγαλλίαση! Πλημμύρισε ολόκληρος! Όλο του το σώμα άστραψε σαν το φως! Και ας μην είχε ούτε καν ήλιο. Και από υπερακατάληπτον ευωδίαν. Ένοιωσε νέος άνθρωπος, σα να πετά, αλλιώτικος, όλα του γύρω άλλαξαν, έγιναν πανέμορφα, όλοι του οι άνθρωποι του φαινόταν όμορφοι, ήθελε να τους αγκαλιάσει, να τους βάλει μέσα στην καρδιά του, τα σπίτια, τα μάρμαρα, οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα, το καυσαέριο, τα πάντα, όλα άστραφταν, άστραφταν από αγάπη…
Έμεινε ακίνητος για πολλή ώρα, ποιος ξέρει πόσην ώρα, απολαμβάνοντας αυτή τη θεία δωρεά.
Τελικά γύρισε προς το ζητιάνο.
Έλειπε!
Και στη θέση του ζητιάνου ήταν ριγμένο το σακάκι.
Το πήρε, το αγκάλιασε σφιχτά.
Για μια βδομάδα δεν έφαγε ούτε μια μπουκιά ψωμί.
Δεν ήπιε ούτε μια σταγόνα νερό.
Μόνον κάθε πρωί κοινωνούσε, χωρίς να παίρνει αντίδωρο.
Τον είχε υπερχορτάσει η ελεημοσύνη.
Η θεία ελεημοσύνη.

Αδελφοί μου, θα πω τον λόγον του Κυρίου, της Αγίας Γραφής.
Ελεείτε χριστιανοί, ελεείτε.
Πάντοτε έλεος με αγάπη.
Με όποιον τρόπον θέλετε. Αλλά με αγάπη,
Αμήν, γένοιτο.

Συμπληρωματικά θέλω να προσθέσω χριστιανοί μου, διότι ο χρόνος στο κανονικό κήρυγμα ήδη είχε περάσει προ πολλού, μερικά στοιχεία που πρέπει να ειπωθούν, εφόσον έχουμε και την σχετικήν άδεια από τον ίδιον.
Ο χριστιανός αυτός που έλαβε τόσο πλούσια την θεία δωρεά, δεν ήτο ούτε θρησκόληπτος, ούτε πλανεμένος. Αντιθέτως μάλιστα δεν είχε καμιά σχέση με την Εκκλησία. Τριάντα τουλάχιστον χρόνια είχε να κοινωνήσει. Για εκκλησιασμό δεν πήγαινε παρά μόνο σε γάμους, βαπτίσεις, μνημόσυνα και λοιπά. Αδιάφορος και καμιά φορά και πολέμιος της Εκκλησίας και του κλήρου. Κανέναν επαίτη δε βοηθούσε ποτέ, διότι τους θεωρούσε απατεώνες και επαγγελματίες. Αλλά η εσωτερική παρόρμησις να βγάλει το σακάκι του και να τυλίξει τον γυμνό, ήτο άνωθεν, δεν μπορεί μέχρι σήμερα να την ερμηνεύσει. Αλλά ανταποκρίθηκε θετικά. Ήτο γι’ αυτόν η κλήσις για τον αναβαπτισμό του. Ήτο η δική του Πεντηκοστή, η δική του Δαμασκός. Όταν πήρε το σακάκι, το κράτησε σφιχτά επάνω του. Τέτοια δύναμη έπαιρνε απ’ αυτό, σα νάταν ο χιτώνας του Κυρίου. Μετά την εξομολόγηση και τον κανόνα που πήρε, ζει με φόβον Θεού και ποιος ξέρει αν δεν προβάλλει ο Θεός διά μέσω αυτού έναν νέον απόστολο του Ευαγγελίου του, έναν νέον ομολογητή και μάρτυρα.
Αυτά τα συμπληρωματικά στοιχεία δόθησαν σα διευκρίνιση σχετικά με το πρόσωπό του, τα οποία πολλούς από τους ακροατάς του κηρύγματος θα τους ενδιαφέρουν.

Είθε ο Θεός να δώσει σε όλους εμάς και στον καθένα χωριστά τέτοιες ευκαιρίες με όποιο μέσον και με όποιο τρόπο θελήσει εκείνος και εφόσον βέβαια το αξίζουμε. Και κάτι άλλο. Και όσο χωρά το δοχείον της ψυχής μας.
Αμήν.
Αμήν για πάντα.

Σχετικά με το γεγονός της ελεημοσύνης και ειδικότερα, όταν ο χριστιανός εκείνος πήρε το αντίδωρο, θέλουμε να πούμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και όπως αυτό θα το διαπιστώσουμε και στα επόμενα κηρύγματα που θα κάνουμε.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται με τον Στάρετς Βαρσανούφιο, ο οποίος σε ένα βιβλίο του γράφει τα εξής:
Ένα χρόνο λέγει, πριν πάω, να γίνω μοναχός, τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων γύριζα στο σπίτι μου από την πρωινή Θεία Λειτουργία. Ήταν ακόμα σκοτάδι, η πόλις είχε αρχίσει να ξυπνάει. Περπατούσα μόνος στους έρημους δρόμους της. Ξαφνικά ήρθε κοντά μου ένας γεροντάκος και μου ζήτησε ελεημοσύνη. Δαγκώθηκα απ’ τη στεναχώρια μου γιατί δεν κρατούσα ποτέ μαζί μου πορτοφόλι, και στην τσέπη δεν είχα παρά είκοσι καπίκια. Του τα έδωσα και τα είκοσι και του είπα:
- Συγγνώμη ρε παππού, δεν έχω άλλα.
Εκείνος με ευχαρίστησε και μου έδωσε ένα κομμάτι αντίδωρο. Το πήρα, τόβαλα στην τσέπη μου και ενώ έκαμα κάτι να πω στο φτωχό είδα πως είχε εξαφανιστεί. Μάταια τον αναζητούσα. Χάθηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Τον επόμενο χρόνο την ίδια ημέρα άφησα τον κόσμο, και έγινα δόκιμος μοναχός.
Αυτά από τον πατέρα και Άγιο και Στάρετς Βαρσανούφιο.

Αν ρίξουμε μια ματιά στη ζωή μας, και γύρω μας, θα την δούμε πως είναι γεμάτη από θαύματα. Γεμάτη από το έλεος του Αγίου Θεού.
Μόνο που εμείς συνήθως δεν κάνουμε τον κόπο να τα δούμε.

Τρίτη 5 Απριλίου 1988

Το κήρυγμα της Μεγάλης Τρίτης 1988

32 γ
Μεγ.ΤΡΙΤΗ 1988.

Το 1933 συνέβη κάποιο γεγονός μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα, το οποίον διηγείτο ο παπα-Κυριάκος στα χωριά, στα χρόνια της Κατοχής υπό των Βουλγάρων, ’41-’44, προς Ευαγγελισμόν των κατατρεγμένων Ελλήνων, για τα θαύματα της πίστεως, για τη δύναμη της πίστεως.
Μας έλεγε λοιπόν για μια απλή χριστιανή μέσα στην πόλη, που την έλεγαν Κασσιανή, που ήταν όμως μορφωμένη για την εποχή της, και κατήγετο από τα μέρη του Πόντου ή της Γεωργίας – δεν θυμάμαι καλά.
Το 1932 λοιπόν, το Σάββατο του Λαζάρου αρρώστησε και έτσι δεν μπόρεσε να πάει όλη την Μεγάλη Εβδομάδα στην εκκλησία. Από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, συνεχώς ψέλλιζε, σιγομουρμούριζε, έψελνε, το «ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», ή «τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον», αλλά συνέχεια όμως έλεγε και κάτι που για πρώτη φορά το άκουγαν οι δικοί της, και που έκανε εντύπωση τότε για μας, και τους μικρούς και τους μεγάλους, εκείνης της εποχής.
- «Νυμφίε μου, Ιησού μου, γλυκειά μου αγάπη».
Πέρασαν οι ημέρες και έρχεται η Μεγάλη Παρασκευή. Εκείνη στο κρεβάτι με πυρετό. Το πρωί κτυπούν οι καμπάνες, αργά, πένθιμα, και αρχίζουν οι Ώρες, ύστερα ο Εσπερινός, μετά η Αποκαθήλωσις. Και κείνη προσεύχεται μέσα στον πυρετό, με την συντροφιά δύο ανθρώπων του σπιτιού της.
- «Γλυκύτατέ μου Ιησού, γλυκύτατέ μου Νυμφίε. Συ που και για μένα, αποκλειστικά μόνον για μένα σταυρώθηκες, κάνε μου μια χάρη αν θέλεις και αν πρέπει. Να μου φορέσεις στο κεφάλι το ακάνθινο στεφάνι Σου! Και να πονέσω, και να ματώσω τόσο, όσο μπορώ και όσο αντέχω σαν άνθρωπος, σαν γυναίκα. Περιμένω Κύριε,.. περιμένω,.. περιμένω. »

Διόρθωση Φεβρουαρίου 2011

Και έπεσε σε ένα είδος παραληρήματος και όχι εκστάσεως, όπως κακώς ελέχθη αργότερα. Αυτά συνέβησαν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, καθ’ ον χρόνον απουσίαζαν όλοι οι συγγενείς της από το σπίτι για την ακολουθία του Επιταφίου.
Φαίνεται πως η άρρωστη Κασσιανή, από κάποια απότομη κίνηση, έπεσε απ’ το κρεβάτι και κτύπησε στο μέτωπο και στο δεξιό κρόταφο από όπου έτρεξε και λίγο αίμα.
Αυτό το γεγονός παραποιήθηκε μέσα από φαντασιώσεις και δυστυχώς κατά τρόπον όχι Ορθόδοξον.
Στη συνέχεια παρασύρθηκε και ο ιερεύς εξομολόγος, και παραποιούμενα, μου τα διηγήθηκε.
Και γω παρασυρόμενος τότε από αδιάκριτο θαυμασμό και πιστεύοντας στον εν λόγω αδελφό ιερέα, το έκαμα κήρυγμα το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης του 1988.
Ύστερα όμως από έρευνα και συζητήσεις με διακριτικούς Αγιορείτες γέροντες, διεπιστώθη η πλάνη στην όλη ιστορία.
Έτσι προβαίνω σήμερα, τον Φεβρουάριο του 2011, στην αποκατάσταση της αλήθειας.

Στα έκτακτα χαρίσματα, χριστιανοί μου, θεοπτίας ή εκστάσεως, η Εκκλησία μας στέκεται επιφυλακτική και κείνο που ζητά από μας, είναι να εκλιπαρούμε μόνο για τη σωτηρία μας.
Σαν την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, ας ζητήσουμε και μείς σήμερα, να λαμπρυνθεί η λερωμένη στολή της ψυχής μας, με τα δάκρυα της μετανοίας, και να αξιωθούμε με αυτά τα δάκρυα να πλύνουμε μέσα από το πετραχήλι του πνευματικού, τα πανάχραντα πόδια του Κυρίου.
Και έτσι λαμπροφορεμένοι και ουρανοφόροι, να μπούμε στην Βασιλεία των Ουρανών, για να γιορτάσουμε εκεί αληθινά το αιώνιο και αβασίλευτο Πάσχα.

Αμήν.