Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 1992

12 β Περί Διαβόλου. Μέρος 2ον. 23.1.1992

Οι αγώνες του Πατρός Ιωσήφ

Κάποτε ο παππούς Ιωσήφ, ο μεγάλος αυτός ησυχαστής και ασκητής και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, λέγει τα εξής:
Μία νύχτα καθώς ευχόμουν αδιαλείπτως, ήρθα σε θεωρία και ο νούς μου, όχι το σώμα μου, ηρπάγη σε έναν κάμπο. Εκεί ήσαν κατά τάξιν και κατά σειράν Μοναχοί συντεταγμένοι για μάχη. Ενας υψηλός, ολόλαμπρος στρατηγός ήλθε κοντά μου και μου λέγει:
- Θέλεις να μπεις και να πολεμήσεις στην πρώτη γραμμή;
Και εγώ του απάντησα ότι σφόδρα επιθυμώ να πολεμήσω με τους Αιθίοπας, που βρίσκονταν απέναντι, όπου ήσαν στην άλλη πλευρά, ορυόμενοι και πνέοντες πυρ ως άγριοι σκύλοι, όπου μόνο η θεωρία τους σου επροξένη φόβο.
Αλλά σε μένα δεν υπήρχε φόβος διότι είχα τοσαύτη μανία εναντίον τους όπου ήθελα να τους ξεσχίσω με τα δόντια μου.
Είναι αλήθεια, λέγει ο Γέρων Ιωσήφ, ότι και ως κοσμικός ήμουν τοιαύτης ανδρείας ψυχής.
Τότε λοιπόν με χωρίζει ο στρατηγός από τις γραμμές όπου ήταν οι πληθείς των Πατέρων Μοναχών. Και αφού περάσαμε τρεις τέσσερις γραμμές συνταγματικώς ( συντάγματα φαίνεται, κάτι
τέτοιο ) με έφερε στην πρώτη γραμμή, όπου ήσαν ένας δύο ακόμη κατά πρόσωπον εναντίον των αγρίων δαιμόνων.
Και αυτοί ήσαν έτοιμοι να ορμήσουν αλλά και εγώ έπνεων εναντίον τους πυρ και μανία.
Ηλθα στον εαυτό μου, λέει κατόπιν ο Γέρων Ιωσήφ, και σκεφτόμουν:
- Αραγε τι πόλεμος θα είναι αυτός;
Από τότε άρχισαν οι άγριοι πόλεμοι των δαιμόνων που δεν με άφηναν σε ησυχία νύχτα μέρα.
Αγριοι πόλεμοι, αγριώτατοι.
Μια ώρα δεν μπορούσαν να ησυχάσω αλλά και εγώ με μανία τους πολεμούσα.
Πώς;
Ακούστε.
Εξι ώρες κάθε βράδυ έως εννέα καθισμένος στην προσευχή δεν επέτρεπα και δεν συγχωρούσα στο νου μου να βγει από την καρδιά.
Από το σώμα μου ο ιδρώτας έτρεχε σαν βρύση, ποτάμι.
Ξύλο αλύπητο επάνω μου.
Τα ξύλα έσπαζαν, εγώ όχι.
Πόνος και δάκρυα πολλά, ποτάμια τα δάκρυα.
Ακρα νηστεία χωρίς έλεος, χωρίς έλεος, και ολονύκτιος αγρυπνία.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια, κάθε νύχτα και ημέρα αυτό το φοβερό μαρτύριο.
Εγώ οχτώ ημέρες αν αντέξω δεν ξέρω.
Οχτώ χρόνια.
Εφευγαν οι δαίμονες και φώναζαν:
- Μας έκαψε, μας έκαψε.
Οπου έτυχε μια νύχτα και τους άκουσε και ο πλησίον μου αδελφός ξενιζόμενος, απορώντας δηλαδή, για το ποιοι ήσαν αυτοί που φώναζαν μέσα στην άγρια νύχτα.
Πρόκειται για τον συνασκητή του, τον Πατέρα Αρσένιο.
Και επιτέλους κατέπεσα, ανθρώπινη αντοχή είναι και αυτή κι όπως καθόμουν σαν νεκρός και
καταπληγωμένος αισθάνομαι κάποιος να ανοίγει την πόρτα του κελλιού και να μπαίνει μέσα.
Δεν γύρισα να δω, έλεγα μονάχα συνέχεια την ευχούλα.
Αισθάνομαι αμέσως, κάποιος να με γαργαλάει από κάτω.
Στρέφω και βλέπω τον δαίμονα όπως είναι, κασίδης, κασιδιάρης, η πληγωμένη του κεφαλή να βρωμάει απαίσια.
Πετάγομαι επάνω και όρμησα σαν θηρίο να τον πιάσω.
Και όπως τον έπιασα, είχε τρίχες χοίρου, και έγινε άφαντος.
Στην αφή μού άφησε την αίσθηση των σκληρών τριχών του και τη βρώμα στην όσφρησή μου.
Επιτέλους από αυτή τη στιγμή εράγη ο πόλεμος και έπαυσαν όλα και ήλθε ειρήνη εις την ψυχή και τελεία απαλλαγή εξ όλων των παθών.
Από εκείνη τη στυγμή έγινε τελείως απαθής, Αγιος.
Εδώ τελειώνει ο Γέρων Ιωσήφ τη διήγησή του αλλά το ίδιο βράδυ όμως, το ίδιο βράδυ, είχε μια δεύτερη εμπειρία η οποία μας ενδιαφέρει άμεσα, την οποία καλόν είναι και αυτήν να την διηγηθούμε διότι θα βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα από όσα συνέχεια λέμε για τον πόλεμο του διαβόλου.

Εν τέλει εκείνη τη νύχτα, συνεχίζει παρακάτω, ήλθα και πάλιν εις έκστασιν και βλέπω ένα μέρος πολύ ευρύχωρο που το χώριζε μία θάλασσα.
Σε αυτόν τον ευρύχωρο τόπο, ήταν στρωμένος παντού με παγίδες πολύ καλά κρυμμένες ώστε δεν
εφαίνοντο.
Εγώ ήμουν σε ένα μέρος πολύ ψηλό και τα έβλεπα όλα σαν σε θέατρο και αυτό το μέρος έπρεπε να το περάσουν όλοι οι Μοναχοί.
Φαντάζομαι τι θα γίνεται με τους κοσμικούς.
Μέσα δε στην θάλασσα ήταν ένας φοβερός δαίμονας που τα μάτια του έβγαζαν φλόγες. Εξαγριωμένος έβγαζε το κεφάλι του κάθε τόσο και κοίταζε.
Πιάνονται στις παγίδες;
Και οι περισσότεροι δυστυχώς από τους Μοναχούς περνούσαν χωρίς φόβο, χωρίς προσοχή.
Και έτσι άλλος επιάνετο από το λαιμό και τον λάρυγγα, άλλος από τη γλώσσα, άλλος από τα μάτια, άλλος από την κοιλιά, άλλος από τη μέση, άλλος από το στόμα, άλλος από το χέρι, άλλος από το πόδι.
Λίγο πολύ σχεδόν όλοι, εκτός εξαιρέσεων, επιάνοντο από κάπου.
Και ο δαίμονας βλέποντας τις επιτυχίες του εγελούσε χαίρων και άγρια αγαλλόμενος.
Εγώ δε ελυπούμην σφόδρα και έκλαιγα.
- Αχ, έλεγα, πονηρέ δαίμονα, τι μας κάνεις και πώς μας πλανάς!
Και δυστυχώς δεν παίρνουμε είδηση για το μεγάλο κακό που μας γίνεται και βέβαια και εξαιτίας της απροσεξίας μας.
Ηλθα πάλι στον εαυτό μου και ήμουν μέσα στο καλυβάκι μου.

Εδώ τελειώνουν οι δυο βασικές αυτές εμπειρίες του Γέροντος και παππού Ιωσήφ.

Περιγράφονται στην 37η επιστολή του από το βιβλίο "Εκφρασις μοναχικής εμπειρίας", έκδοσις 3η.

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 1992

11 Περί Αγγέλων καί Δαιμόνων

Εξορκισμός δαιμονίου

Κάποτε πήγαν έναν δαιμονισμένο στον αββά Λογκίν.
Αυτός από πολύ ταπείνωση είπε:
- Εγώ δεν μπορώ. Δεν είμαι άξιος εγώ για ένα τέτοιο μεγάλο έργο. Ποιος είμαι εγώ για να κάνω προσευχή για να θεραπευθεί ο άρρωστος και να βγει το δαιμόνιο. Πήγαινέ τον εδώ δίπλα στον αββά Ζήνωνα.
Εκαναν υπακοή οι συγγενείς, πήραν τον δαιμονισμένο, ήταν δεμένος με σχοινιά και με αλυσίδες και τον πήγαν δίπλα στον αββά Ζήνωνα.
Επήρε αυτός, έβαλε το πετραχειλάκι του και άρχισε να διαβάζει εξορκιστικές ευχές.
Το δαιμόνιο λοιπόν αρχίζει και φωνάζει:
- Βρε, γέρο τράγο Ζήνωνα, νομίζεις ότι θα βγω επειδή μου διαβάζεις εσύ τώρα; Αν θα βγω, θα
βγω επειδή από μέσα εκεί στη σπηλιά τη σκοτεινή και τη βρωμερή, κάποιος εκεί με σκουντά για να βγω. Και βγαίνω.
Και βγήκε.
Η ταπείνωσις έβγαλε το δαιμόνιο.

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 1992

10 Φυσικόν Καί Ηθικόν Κακόν. Οι τρείς κατηγορίες χριστιανών ως πρός τήν ακρόασιν τού λόγου

Αρπαγή την ημέρα των Θεοφανείων

Μου διηγείτο μια αγωνιζόμενη ψυχή, βέβαια πάνε χρόνια, δεν θυμάμαι ούτε καν ποιος ήτο, ανήμερα των Θεοφανείων, μου είπε πως βρέθηκε με έκσταση του νου μπροστά στο θυσιαστήριο μιας κάποιας
ερημικής εκκλησίας.
Οταν έχουμε έκσταση του νου, έξοδο, αρπαγή όπως λέμε, δεν είναι αρπαγή του σώματος αλλά αρπαγή του νου.
Είναι έξοδος του νου αλλά και είσοδος συγχρόνως.
Εξοδος του νου από τις λειτουργίες του σώματος και εισέρχεται ο νους στο χώρο της καρδιάς, εκεί όπου η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί.
Και βρέθηκε λοιπόν δια της εκστάσεως, αυτής του νοός, στο θυσιαστήριο μιας κάποιας ερημικής εκκλησίας.
Και εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια του νου και ο νους βρισκόταν εν απορία, του προσφέρθησαν από την Αγία Τράπεζα, πώς του προσφέρθηκαν είναι άγνωστο, άρτοι ευωδέστατοι, ζυμωμένοι, το κατάλαβε αυτό, το ένιωσε, το πληροφορήθηκε η καρδιά ότι δεν ήταν με υλικά της γης
αυτής, του αιώνος τούτου.
Οχι με λάδια, δηλαδή, και με νερό και με αλεύρι γήινο, αλλά με υλικά υπερουράνια τα οποία πλημμύριζαν από ακατάληπτες ευωδίες και αρώματα.
Και πήρε λοιπόν και έφαγε, και έτρωγε.. και χόρταινε και ξαναέτρωγε και χόρταινε όμως από
θεία μακαριότητα και ευφροσύνη.
Και όσο έτρωγε τόσο και εκείνοι πλήθαιναν και μεγάλωναν αλλά και εκείνος και πάλι έτρωγε και
εκείνα πάλι πλήθαιναν.
Πόσο κράτησε τώρα αυτό, ώρες, μέρες δεν γνωρίζει.
Τι ήταν άραγε;
Πρόγευση της αιωνιότητος;
Της αθανασίας ήταν δείπνο ουράνιο;
Τι ήτο ουκ οίδεν.
Ο Θεός οίδεν.
Περιορίζει, μόνο ο Θεός ξέρει.
Συνέρχεται λοιπόν και ακούγεται το Απολυτίκιον.
Εν Ιορδάνου Βαπτιζομένου σου Κύριε και κάτω από το ράσο του νεωκόρου φεύγει ένα περιστέρι λευκό.
Και αυτός λοιπόν βλέπει έκπληκτος τότε ότι δεν ήταν ντυμένος με τα δικά του ρούχα, αλλά φορούσε κάποια άλλα και ήταν ντυμένος ψυχοσωματικά, νους, καρδιά, ψυχή και σώμα ήταν ντυμένα όλα αυτά με ένα ολόλευκο αλλά και ολοφώτεινο φόρεμα χιτών.
Ομοιος δεν υπάρχει τέτοιος στη γη, είπε, ούτε μπορεί να τον προσφέρει ο παρών αιών που είναι γεμάτος και ζυμωμένος με το κακόν και με το φυσικόν και με το ηθικόν κακόν.
Είπε: Τέτοιο χιτώνα δεν μπορούσαν να τον είχαν υφάνει ανθρώπινα χέρια ούτε καν αγγελικά, μόνο θεία.
Σε λίγο όλα χάθησαν και έμενε για πολλές ημέρες η θεία ευφροσύνη, η απορία, η έκπληξις, η κατάνυξις, η άπειρος ταπείνωσις.
Ποιος ήμουν εγώ που ήμουν ενδεδυμένος τοιούτον χιτώνα;
Πολλοί ασφαλώς άκουσαν την παρούσαν διήγησιν και εξενίστησαν, αμφέβαλαν, είχαν
δυσπιστήσει, δεν την κατάλαβαν.
Αλλοι πάλι και την κατάλαβαν και χάρηκαν και ευχαριστήθηκαν και μακάρισαν την ψυχή, τονώθηκαν πνευματικά και θέλησαν και προσπάθησαν περισσότερο να αγωνιστούν
σε αυτήν εδώ τη ζωή γιατί και κάποιοι άνθρωποι σαν και εμάς, όμοιοι με εμάς, όπως λέει για τον Προφήτην Ηλίαν, ομοιπαθής, όμοιος με εμάς, με τα ίδια ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αγωνίζονται
ζουν και βιώνουν.
Και έτσι όπως ακριβώς εκείνοι ευχαριστήθηκαν, με πολλή ευχαρίστηση και τέρψη τα διηγήθηκαν και στους άλλους.
Και κάποιοι τρίτοι εκλεκτοί το έζησαν το γεγονός όπως και εκείνος.
Το εβίωσαν εν αισθήσει ψυχής.
Γεύτηκαν και αυτοί τη θεία ευφροσύνη με τον ίδιο ή με τον άλλο τρόπο, δεν ξέρουμε.
Νους και καρδιά είχαν αιχμαλωτιστεί από την ίδια υπερουράνια θεία αιχμαλωσία.

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 1991

08 Ο Θεός Δημιουργός. Κοσμολογία

Εκ του παις και τηρείν
Πατήρ: εκ του παις και τηρείν.
Β' ερμηνεία: εκ του παν και τηρείν.
Δηλαδή ο τα πάντα τηρών χωρίς καμμία απολύτως εξαίρεση.
Εδώ έχει θέση και η Θεία Πρόνοια ως συντήρησις και κυβέρνησις του κόσμου.
Ο Θεός Πατήρ τηρεί τα πάντα, επιβλέπει τα πάντα.

Η Αγία Γοργονία

Θα ήθελα να σας διαβάσω τον Αγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και να σας πω τι έλεγε για την αδελφή του τη Γοργονία.
Για να δείτε ότι εργάστηκε και αυτή σύμφωνα με όσα μας καταμαρτυρεί ο Αγιος Γρηγόριος ότι εργάστηκε για τη δόξα του Θεού, ήξερε τον προορισμόν της μέσα από όσα έζησε και μέσα από όσα τράβηξε.
Ο Αγιος Γρηγόριος λοιπόν ο Θεολόγος λέγει τα εξής για την αδελφή του:
Αν και παντρεύτηκε κατάφερε να ξεπεράσει όλες τις γυναίκες του καιρού της στη σωφροσύνη ώστε έσμιξε το γάμο με την παρθενία.
Αυτά τα λέει στον επικήδιο λόγο, δηλαδή όταν εκοιμήθη η αδελφή του.
Διδάσκοντας πως ούτε η παρθενία μόνη ενώνει με τον Θεόν, ούτε ο γάμος πάλι μπορεί να δεσμεύσει με τον κόσμο και να χωρίσει από τον Θεόν για τον οποίο και επλάσθηκε.
Και διά του γάμου και διά της αγαμίας πρέπει να δοξάζεται ο Θεός και σ' αυτή τη δόξα να αποβλέπει ο άνθρωπος είτε έγγαμος, είτε άγαμος.
Ετσι ούτε ο γάμος παντελώς να αποφεύγεται, από φυγοπονία, ούτε η παρθενία μονόπλευρα να επαινείται αλλά ο νους του ανθρώπου είναι εκείνος που είτε είναι παντρεμένος είτε άγαμος μπορεί να ενώσει τον άνθρωπον με τον Θεόν και να απολαύσει την άφατο δόξα Αυτού, ή να τον ενώσει με τον κόσμον και να χωρισθεί από αυτή τη δόξα την οποία διά της αμαρτίας θα περιφρονήσει.
Η Γοργονία με το να παντρευτεί δεν χωρίστηκε από τον Θεόν και με το να έχει κεφαλή της τον άνδρα της δεν σημαίνει ότι ξεχωρίστηκε από την πρώτη κεφαλή, τον Χριστόν, που ήταν και η δόξα της αλλά δούλεψε λίγο στον κόσμο και στη φύση, κατά τους ανθρώπινους νόμους που και ο
Θεός επέτρεψε, όλον δε τον εαυτό της τον αφιέρωσε σε Εκείνον, μέσα και από τη συζυγία και από την παιδοποιία.
Ωραία πράγματα δεν λέει ο Αγιος Γρηγόριος;
Για μας.
Κατόρθωσε τον άνδρα της να τον φέρει με την αγαθή της γνώμη και την πολλή της υπομονή δίχως
να τον έχει κακό αφέντη αλλά καλό σύμβουλο πάντοτε στην αγαθοεργία και τα τέκνα της με το παράδειγμά της, κυρίως με το παράδειγμά της, και τις συμβουλές της, τα έκαμε χαριτωμένα.
Ετσι έκαμε το γάμο αξιέπαινο και ευαρέστησεν τον Θεόν με τις αρετές της και την καλλιτεκνία της. Σεμνή, κοσμία, ήσυχη, υπομονετική.
Σπάνια τη βλέπαμε στους δρόμους.
Οι άνδρες δεν τη γνώριζαν.
Τα μάτια της ήταν σώφρονα.
Δεν κοιτούσαν άτακτα εδώ και εκεί αλλά ήταν αφοσιωμένα στη ζεστασιά του σπιτιού που η ίδια είχε
δημιουργήσει.
Δεν γελούσε, χαμογελούσε μόνον αν ήταν ανάγκη ήσυχα και σεμνά.
Πρόσεχε τι ακούει και πού να προσέξει;
Κουραζόταν στις αργολογίες και φύλαγε τη γλώσσα της από τα πολλά όπως κάμνουν οι πολλές. Ηξερε να έχει φύλακα της γλώσσης τον νου που ωραίζονταν από την παρουσία του Θεού.
Δεν στολιζόταν με χρυσαφικά.
Δεν καλοχτένιζε την κώμη της.
Ηξερε όλα τα κοσμικά τερτίπια όμως κανένα από αυτά δεν θέλησε.
Μονάχα ένα.
Τον στολισμό της ψυχής με τα στολίδια που λέγονται αρετές.
Μια κοκκινάδα αγάπησε εκείνη που ανθεί στα πρόσωπα των τιμίων και των σεμνών, της καλής ντροπής και της ευλάβειας.
Και μια ασπράδα.
Αυτήν που γεννά η εγκράτεια και η νηστεία.
Τόση ήταν η εξυπνάδα της ώστε όλοι την είχαν σύμβουλό τους όχι μόνο συγγενείς αλλά και ξένοι και γείτονες και συμπατριώτες.
Η φρόνιμη συμβουλή της ήταν για αυτούς νόμος απαράβατος.
Τους ναούς τους γέμισε με αφιερώματα, τους ιερείς τους τίμησε όσο κανείς και το είχε μεγάλη υπόθεση να φιλοξενεί στο σπίτι της τους ανθρώπους του Θεού.
Συμπαθητική και εύσπλαχνη στους πάσχοντες.
Τους φτωχούς πάντοτε ελεούσε.
Ξένος έξω από το σπίτι της δεν έμεινε ποτέ.
Την φιλοξενία εδίωκε όπως λέγει η Γραφή.
Εγινε σαν τον Ιώβ μάτι των τυφλών, πόδι των χωλών, μητέρα των ορφανών, αληθινή φίλη των χηρών.
Τα υπάρχοντά της ήσαν κοινά με όσους είχαν ανάγκη.
Δεξιώθηκε πολλές φορές τον ίδιο τον Χριστόν διαμέσου των φτωχών.
Τίποτα δεν έκανε φανερά και επιδεικτικά αλλά κρυφά, τηρώντας την εντολήν :
Τα πάντα εν τω ταμείω. 
Οσα μπορούσε και όχι για τους ανθρώπους αλλά μόνο για Εκείνον, τον Θεόν.
Κοντά στην ελεημοσύνη είχε τη νηστεία, την εγκράτεια, την εγκράτεια κοντά στην ευσπλαχνία και σε όλα αυτά την πολλήν προσευχή.
Πάντα καταγινόταν στην ανάγνωση των θείων Γραφών για αυτό και αγρυπνούσε στις προσευχές ορθή, γονατιστή, με καρδιά ταπεινή, με δάκρυα πολλά.
Φανέρωσε ότι η διαφορά των ανδρών από τις γυναίκες είναι μονάχα κατά το σώμα, βιολογική και όχι κατά την ψυχήν.
Ανδρεία και υπομονετική στις αρρώστιες της τις οποίες θεράπευε με την προσευχήν.
Παραμονές του θανάτου της η έτοιμη από καιρόν το μόνο που ποθούσε ήταν η βάπτιση του ανδρός της.
Να μην το ξεχνάμε.
Ηταν μέχρι τότε ειδωλολάτρης που και αυτό τις τελευταίες στιγμές το κέρδισε.
Αφού προγνώρισε τον θάνατό της σαν μια φίλανδρη, φιλότεκνη και φιλάδελφη γυναίκα έδωσε τις
τελευταίες συμβουλές της προγευομένη την ουράνια ειρήνη και μακαριότητα του Θεού την οποία πλέον θα απολάμβανε εις τους αιώνας των αιώνων.
Εν ειρήνη επί τω αυτώ κοιμηθήσομαι και υπνώσω.
Ενδειξη και απόδειξη στερνής της προς τον Θεόν αγάπης και παρρησίας της.
Αυτή ήταν η Αγία Γοργονία, αδελφή του μεγάλου Βασιλείου που η εκκλησία μας την τιμά ως Αγία στις 23 Φεβρουαρίου.
Με τη ζωή της η Αγία Γοργονία έδειξε όλα αυτά που είπαμε μέχρι τώρα, τα έδειξε και τα απέδειξε στην πράξη.
Δεν μένει τίποτε άλλο σε μας παρά να ακολουθήσουμε και εμείς την ίδια γραμμή και την ίδια γνώμη, τον ίδιο τρόπο ζωής.
Σας το εύχομαι.