Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 1993
Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 1993
52 Η Θεία Λειτουργία. Τά Πληρωτικά. Μερος 2ον. Η αμαρτία, η άφεσις καί τό συμφέρον τής ψυχής
Περί απροσεξίας Ιερέα κατά τη Θεία Κοινωνία στην Κεφαλονιά
Πήρα μια επιστολή, αδελφοί μου, από την Ιθάκη, η οποία γράφει τα εξής:
Στις αρχές του αιώνα μας, στην Κεφαλονιά, κάποιος Ιερέας όχι με τόσο θερμή πίστη σε κάποια Θεία Λειτουργία, όταν συνέστειλε τα Άγια και έριξε όλες τις μερίδες από το Άγιον Δισκάριον μέσα στο Αγιον Ποτήριον αφηρημένα λίγο και αδιάφορα σκούπισε τα χέρια του κατόπιν μπροστά του πάνω στο φελόνι.
Είναι γνωστό ότι κανονικά ο Ιερεύς πρέπει να σκουπίζει πολύ καλά και προσεκτικά τα χέρια του, κατόπιν να τα πλένει στο χωνευτήρι και εν συνεχεία να ακολουθεί η Θεία Κοινωνία των πιστών.
Όταν πήρε λοιπόν στα χέρια του ο Ιερεύς εκείνος το Αγιον Ποτήριον και γύρισε στον κόσμο να πει "Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε" όλοι έντρομοι είδαν πάνω στο φελόνι του αίματα πολλά, εκεί ακριβώς που είχε σκουπίσει τα χέρια του.
Θάμαξε ο κόσμος έκπληκτος.
Έκείνος βέβαια είδε τι είχε, γύρισε πίσω, έβαλε έντρομος το Άγιο Ποτήριο πάνω στην Αγία Τράπεζα και σαν χαμένος δεν ήξερε τι να κάνει.
Έβγαλε το φελόνι και το κρέμασε κάπου μέσα στο Αγιο Βήμα.
Για πολλές μέρες τα αίματα ήταν πάνω στο φελόνι αδιάψευστος μάρτυρας του φοβερού μυστηρίου και της φρικτής θυσίας του Γολγοθά.
Αίμα άλικο, αληθινό, πηκτό ζωντανού, ζωντανό.
Αίμα Χριστού.
Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή και ευλάβεια την ώρα της συστολής από εμάς τους Ιερείς ώστε ούτε καν το παραμικρό να μη μείνει απ'έξω, πολύ δε περισσότερο να μην πέσει κάτω.
Κύριε ελέησέ μας.
Έτσι υπογράφει ο πατήρ Θεόδωρος την επιστολή του αυτή.
Και βέβαια η προσοχή πρέπει να είναι ασφαλώς πολύ μεγαλυτέρα όταν κοινωνούν οι χριστιανοί.
Φόβος και τρόμος γιατί είναι μεγάλο το κρίμα αν πέσει κάτω ένας πολύτιμος μαργαρίτης ή μια σταγόνα του πολύτιμου Αίματός Του.
Ο Θεός να μας συγχωρέσει γιατί είμαστε πολύ απρόσεκτοι.
Οι τρείς κατηγορίες Αγγέλων.
Να πούμε κάτι αληθινό που το είδε ένας Άγιος.
Είδε λοιπόν κατηγορίες Αγγέλων.
Μια φορά προσευχόμενος είδε ομάδες Αγγέλων να ανεβαίνουν στον ουρανό και να κρατούν στα χέρια τους τις προσευχές των χριστιανών.
Μία κατηγορία ήταν πάρα πολύ γρήγορη στο να ανεβοκατεβαίνει από τη γη στον ουρανό και ήσαν οι πιο πολλοί.
Κατέβαιναν με μεγάλη ταχύτητα και ανέβαιναν.
Και μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ανθρώπινα ότι ίδρωναν κιόλας από την πολλή εργασία που είχαν στο να ανεβοκατεβάζουν τις προσευχές των ανθρώπων, των χριστιανών στον ουρανό.
Άλλη μια κατηγορία πολύ πιο μικρή ανέβαινε αργά αργά αυτού του είδους τις προσευχές εις
τον ουρανό.
Υπήρχε και μια μικρή, πολύ μικρή τρίτη κατηγορία.
Η πρώτη είναι η κατηγορία των Αγγέλων εκείνων που ανεβάζουν τις αιτήσεις μας, τις παρακλήσεις μας, τις δεήσεις μας και είναι οι περισσότερες.
Και τις κάνουμε κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι το πρωί.
Ζητάμε κι όλο ζητάμε και συνέχεια ζητάμε από τον Πανάγιον Θεόν και δεν κουράζονται οι Άγγελοι και αυτές τις αιτήσεις μας με τις οποίες ζητάμε τα τόσα αγαθά που ζητάμε από τα υλικά, τα ηθικά, τα πνευματικά- συνήθως τα περισσότερα είναι υλικά- να τα ανεβάζουν στο θρόνο του Αγίου Θεού.
Οι άλλοι που ανέβαιναν πού και πού και αργά αργά και ήσαν και λίγοι ήσαν αυτοί που ανεβάζουν τις ευχαριστίες μας.
Ποιός ευχαριστεί τον Θεό;
Ποιός Τον δοξάζει;
Ποιός τον δοξολογεί;
Μας θυμίζει αυτό που έγινε με τους δέκα λεπρούς όταν τους εθεράπευσε ο Κύριος.
Είπε "Πηγαίνετε δείξτε τους εαυτούς σας στους Ιερείς για να πάρετε το πιστοιποιητικό της υγείας" αφού καθαρίστηκαν.
Και επέστρεψε ο ένας να ευχαριστήσει και αυτός ήταν Σαμαρείτης.
Και είπε ο Κύριος με παράπονο:
"Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν. Οι δε εννέα πού;".
Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία Αγγέλων.
Και καμμιά φορά αυτήν την κατηγορία των Αγγέλων θα τη λάβει πιο πολύ υπόψη του ο Θεός από τις άλλες.
Ποια είναι αυτή η κατηγορία;
Είναι η δικαία αγανάκτησις των χριστιανών για το άπλωμα του κακού.
Η διάδοση του κακού είναι τόσο πολύ μεγάλη που λένε οι χριστιανοί:
"Ως πότε, Θεέ μου, θα κυριαρχεί; Ως πότε, Θεέ μου, το κακό; Τα παιδιά μας εγκλωβίζονται κάθε μέρα, χάνονται, πνίγονται μέσα στο κακό, στην ηθική σαπίλα και βρωμιά που κυριαρχεί κάθε μέρα;".
Και αγανακτισμένοι οι άνθρωποι αναπέμπουν το παράπονο στο Θεό και το ερωτηματικό τους και Του λένε: "Ως πότε, Θεέ μου; Ως πότε;".
Το τέλος του πατρός Νικολάου, υποτακτικού του πατρός Αρσενίου
Όπως θα ενθυμείστε σας είχα μιλήσει για ένα θαυμάσιο ζευγάρι γερόντων, Ρώσων στην καταγωγή, που ασκήτευαν στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Σας είχα πει ακόμα για τις προσωπικές μαρτυρίες ενός μοναχού ονόματι Παρθενίου ο οποίος μας περιέγραφε τις ακατάληπτες, τις δακρύβρεκτες και συνάμα μεγαλοπρεπείς Θείες Λειτουργίες στις οποίες παρευρίσκετο.
Ο πατήρ Αρσένιος, είχαμε πει, ήταν ο Γέροντας και συγχρόνως Ιερεύς, λειτουργός, ο δε πατήρ Νικόλαος υποτακτικός και ψάλτης.
Για αυτούς τους δυο θα πούμε τώρα, στη συνέχεια κάτι.
Ο πατήρ Νικόλαος είχε μια Αποκάλυψη, μια πληροφορία, ένα χρόνο προ της κοιμήσεώς του.
Πάντοτε αυτά κατά τις περιγραφές από το ημερολόγιο του πατρός Παρθενίου.
Είδε σαν σε όραμα να διαπλέει μια ταραγμένη και φουρτουνιασμένη Θάλασσα.
Τότε άκουσε μια γλυκειά φωνή να του λέει:
- Για δες. Και ωσότου δει είχε φτάσει σε ένα ήσυχο, κρυστάλλινο λιμάνι όλο φως και δόξα.
Κάτι ανάλογο όμως έζησε το ίδιο βράδυ και ο Γέροντάς του, πατήρ Αρσένιος.
Είδε τον εαυτό του οδοιπόρο, πολύ ταλαιπωρημένο και καταπονεμένο.
Και όμως σε λίγο φάνηκε μπροστά του μια ωραιοτάτη πόλις, γεμάτη από εκκλησίες που πανηγύριζαν με τυμπανοκρουσίες, μια πόλις ανεκφράστου ωραιότητος και ομορφιάς και κάλλους.
"Τελειώνει ο δρόμος. Μην ανησυχείτε. Μόνον ελπίζετε.", ακούστηκε να του λέει μια γλυκύτατη φωνούλα.
Όταν αλληλοείπαν τις εκστάσεις τους αυτές κατάλαβαν ότι πλησίαζε το τέλος τους.
Πρόσθεσαν τότε νηστεία στη νηστεία και δάκρυα στα δάκρυα και άρχισαν να ετοιμάζονται για την έξοδό τους.
Μισό χρόνο προ της κοιμήσεώς του ο Νικόλαος στερείται και το φως των σωματικών του οφθαλμών.
Έγινε τυφλός.
Αλλά με τα πνευματικά του μάτια έβλεπε τέλεια τα πάντα.
Διότι ο Θεός του απεκάλυψε παρ'όλο που ήτο τυφλός όλους τους εκλεκτούς του που ζούσαν στο Άγιον Όρος, γιατί έχει και τους εκλεκτούς Του ανάμεσα στους εκλεκτούς.
Αυτή του την αποκάλυψη την είπε αμέσως στον Γέροντά του, πατέρα Αρσένιο, φοβούμενος μήπως πέσει σε δαιμονική πλάνη.
Ο πατήρ Αρσένιος που ήταν πολύ προσεκτικός και πολύ διακριτικός του συνέστησε να μην πιστεύει στα οράματα αλλά μόνον να πενθεί ενώπιον του Θεού και να Τον παρακαλεί για την συγχώρεση των αμαρτιών του.
"Συγγνώμην και άφεσιν των αμαρτιών και των πλημμελημάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησόμεθα ημέρας και νυκτός", υπενθύμισε ταπεινά ο Γέροντας στον τυφλό υποτακτικό του.
Εκτός όμως της σωματικής τυφλώσεως έπεσε και σε άλλες αρρώστιες πολλές ο πατήρ Νικόλαος που τον βασάνιζαν και τον κατατυραννούσαν.
Δεν μπορούσε πλέον να πηγαίνει στην Εκκλησία αλλά θρηνούσε καθιστός ή ξαπλωμένος στο κελλάκι του βασανιζόμενος από φρικτούς πόνους.
Έτσι λιγόστεψαν οι Λειτουργίες.
Εγίνετο πλέον μία την εβδομάδα και πολύ σπάνια δύο.
Ψάλτης και αναγνώστης ήταν ο άρρωστος και τυφλός υποτακτικός για τον οποίο δεν υπήρχε η έννοια της απραξίας.
Πάντοτε ήταν έτοιμος για υπακοή.
Το Σάββατο των Απόκρεω λειτούργησαν σε αυτήν την κατάσταση.
Κατόπιν ο πατήρ Νικόλαος απεσύρθη στο κελλί του και ο Πνευματικός στο δικό του.
Μετά από λίγο ο πατήρ Νικόλαος έρχεται στο κελλί του Πνευματικού και Γέροντος και πέφτει στα πόδια του και του λέγει:
- Συγχώρεσέ με, Αγιε Πάτερ, που ήρθα σε ακατάλληλη ώρα αλλά έχω κάτι να σου πω.
Ο Πνευματικός του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι και πες μου τι έχεις.
Ο πατήρ Νικόλαος τότε όλος δάκρυα άρχισε να του λέγει:
- Πάτερ Άγιε, μετά τη Λειτουργία πήγα στο κελλάκι μου και κάθισα στο κρεββάτι. Και τότε ξαφνικά άνοιξαν τα μάτια μου και είδα ολοκάθαρα όλα τα πάντα γύρω μου, και το κελλάκι, και το κρεβατάκι, και το σκαμνάκι, και τις εικονίτσες. Και αφού τα είδα όλα αυτά και απορούσα για τον εαυτό μου άνοιξα ξαφνικά η πόρτα του κελλιού μου και όλο το κελλί γέμισε από φως. Μπήκαν
τρεις άνθρωποι μέσα, δύο νέοι με λαμπάδες και στο μέσο τους ένας άλλος με αστραφτερή ενδυμασία η οποία εξέπεμπε ανέκφραστο φως.
Με πλησίασε εκείνος που ήταν στη μέση, με ρώτησε:
- Με γνωρίζεις;
Εγώ χαμογέλασα ειρηνικά και του απάντησα:
- Βέβαια σε γνωρίζω. Είσαι ο Ανίκητος, ο φίλος και συνοδοιπόρος μας εκεί στα Ιεροσόλυμα που ήθελες να γίνεις ερημίτης και ασκητής στο Σινά. Και μάλιστα έχω πληροφορηθεί ότι εδώ και τρία χρόνια έχεις πεθάνει.
Εκείνος τότε του είπε:
- Μάλιστα, πάτερ Νικόλαε, εγώ είμαι ο Ανίκητος. Είδες με ποία δόξα και λαμπρότητα με περιέβαλε
ο Βασιλεύς των Ουρανών, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, για τη λίγη μετάνοια και την ελαχιστοτάτη άσκηση που έκαμα; Ε, έτσι και εσένα θα σε ανταμείψει. Αλλά και μείζων τούτων όψει. Σε τέσσερις ημέρες θα ελευθερωθείς από όλες τις θλίψεις, τα βάσανα και τις ασθένειες. Με έστειλε ο Κύριος να σε παρηγορήσω.
Αμέσως βγήκαν από το κελλί και έμεινα μόνος τότε ξανάκλεισαν πάλι τα μάτια μου.
Ομως η καρδιά μου γέμισε από ανείπωτη χαρά.
Αφού τα άκουσε όλα αυτά ο Πνευματικός του είπε:
- Πρόσεχε, πάτερ Νικόλαε, μην πλανηθείς και μην πιστεύεις σε όλα αυτά αλλά ατένιζε μόνο προς τον Θεόν και ζήτα το έλεός Του, τη χάρη Του, την άφεσιν των αμαρτιών σου και την καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού Βήματος του φιλανθρώπου αλλά και δικαίου Κριτού.
Αυτά τα είπε προς ταπείνωσιν και φυλακήν της ψυχής γιατί δεν παύουν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού να ρίπτονται ακόμα και λίγο πριν από το θάνατό μας.
Τότε ο πατήρ Νικόλαος είπε:
- Πάτερ Αγιε, συγχώρεσέ με. Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Πάντως η καρδιά μου γέμισε από
ανέκφραστη ειρήνη και χαρά. Σε παρακαλώ, Πάτερ, από σήμερα να λειτουργείς κάθε μέρα και εγώ θα ετοιμάζομαι για τη Μετάληψη των Παναχράντων Μυστηρίων.
Έγινε Λειτουργία την Κυριακή, την Δευτέρα και την Τρίτη και ο πατήρ Νικόλαος μεταλάμβανε των
Αχράντων Μυστηρίων και αισθανόταν καλύτερα.
Την Τετάρτη της Τυροφάγου δεν γίνεται Λειτουργία, έγιναν οι Ωρες, αλλά την Πέμπτη έκαναν πάλι Λειτουργία.
Τότε ο Πνευματικός, κατά τη συνήθειά του, του πρόσφερε ό,τι πρόσφορο υπόλοιπο υπήρχε αλλά εκείνος δεν το πήρε, μόνο ένα κομματάκι αντίδωρο.
Και του λέει:
- Σε παρακαλώ, έλα Γέροντά μου, στο κελλάκι μου.
Ο Πνευματικός πήγε μαζί του.
Ο πατήρ Νικόλαος κάθισε στο κρεββάτι του, ακούμπισε στον τοίχο.
Το πρόσωπό του άρχισε να αλλοιώνεται, να αστράφτει και αυτός σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό ήρθε σε κάποια μορφή εκστάσεως.
Ο τόπος γέμισε από ευωδία.
Κατόπιν συνήλθε και άρχισε να λέει:
- Σε ευχαριστώ, Πάτερ, που έκανες υπομονή στις αδυναμίες μου μέχρι το τέλος και με τις οδηγίες σου με οδήγησες στη Βασιλεία των Ουρανών.
Ο Πνευματικός και Γέροντας, πατήρ Αρσένιος, τότε τον ρώτησε:
- Βλέπεις, πάτερ Νικόλαε, τίποτα;
- Βλέπω, Γέροντα, ότι ήρθαν για μένα και έσχισαν το χειρόγραφο των αμαρτιών μου. Και τώρα, Γέροντά μου, ευλόγησον.
Και έσκυψε το κεφάλι του.
Και ο Γέροντας είπε:
- Ο Θεός να σε ευλογήσει.
Και εκείνος του είπε:
- Οχι, ευλόγησέ με με το χέρι σου.
Ο Πνευματικός τον ευλόγησε με το χέρι του.
Εκείνος πήρε το χεράκι του Γέροντός του, το κατεφίλησε θερμά και πριν ακόμα το αφήσει σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και πρόφερε, είπε ήρεμα:
- Κύριε, δέξου το πνεύμα μου.
Και την ίδια στιγμή παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο τον οποίο εκ νεότητος εδούλεψε, υπηρέτησε με πίστη, αυταπάρνηση, υπακοή και αγάπη.
Πραγματικά τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του Οσίου αυτού.
Εκοιμήθη στις 6 Φεβρουαρίου του 1841, την Πέμπτη της Τυροφάγου.
Εμείς τότε ήμασταν στο Ρωσικό μοναστήρι, γράφει ο Πατήρ Παρθένιος στις ημερολογιακές σημειώσεις του.
Η είδησις έφτασε το Σάββατο το βράδυ και εμείς πήγαμε την Κυριακή.
Πέμπτη εκοιμήθη και εκείνοι πήγαν την Κυριακή, δηλαδή την τετάρτη ημέρα από την κοίμησή του.
Κατά την κηδεία του ήταν πολλοί από τους Ρώσους αδελφούς, μαθητές του Γέροντος Αρσενίου.
Και όλοι εξεπλήσσοντο.
Ο πατήρ Νικόλαος ξαπλωμένος σαν ζωντανός.
Το πρόσωπό του καθόλου αλλοιωμένο, τα χέρια του και τα πόδια του σαν ζωντανά, ουδεμία
ακαμψία και θερμά.
Οι αρθρώσεις του και τα μέλη του μαλακά.
Και το πλέον καταπληκτικό από όλα - δύο φορές το έχω ακούσει - από τα χείλη του έβγαινε ευχάριστη ευωδία.
Όλοι εχάρησαν, όλοι δόξαζαν τον Θεόν και τον έθαψαν Κυριακή της Τυροφάγου.
Πώς να μην θαυμάσεις το μεγαλείο της πίστεώς μας, πώς να μην είσαι έτοιμος να πεθάνεις για αυτή, πώς να μην κάνεις θυσίες για να κληρονομήσεις τοιούτον Βασιλέαν που είναι ο Κύριος και Θεός σου, ο λυτρωτής σου, ο σωτήρας σου;
Πήρα μια επιστολή, αδελφοί μου, από την Ιθάκη, η οποία γράφει τα εξής:
Στις αρχές του αιώνα μας, στην Κεφαλονιά, κάποιος Ιερέας όχι με τόσο θερμή πίστη σε κάποια Θεία Λειτουργία, όταν συνέστειλε τα Άγια και έριξε όλες τις μερίδες από το Άγιον Δισκάριον μέσα στο Αγιον Ποτήριον αφηρημένα λίγο και αδιάφορα σκούπισε τα χέρια του κατόπιν μπροστά του πάνω στο φελόνι.
Είναι γνωστό ότι κανονικά ο Ιερεύς πρέπει να σκουπίζει πολύ καλά και προσεκτικά τα χέρια του, κατόπιν να τα πλένει στο χωνευτήρι και εν συνεχεία να ακολουθεί η Θεία Κοινωνία των πιστών.
Όταν πήρε λοιπόν στα χέρια του ο Ιερεύς εκείνος το Αγιον Ποτήριον και γύρισε στον κόσμο να πει "Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε" όλοι έντρομοι είδαν πάνω στο φελόνι του αίματα πολλά, εκεί ακριβώς που είχε σκουπίσει τα χέρια του.
Θάμαξε ο κόσμος έκπληκτος.
Έκείνος βέβαια είδε τι είχε, γύρισε πίσω, έβαλε έντρομος το Άγιο Ποτήριο πάνω στην Αγία Τράπεζα και σαν χαμένος δεν ήξερε τι να κάνει.
Έβγαλε το φελόνι και το κρέμασε κάπου μέσα στο Αγιο Βήμα.
Για πολλές μέρες τα αίματα ήταν πάνω στο φελόνι αδιάψευστος μάρτυρας του φοβερού μυστηρίου και της φρικτής θυσίας του Γολγοθά.
Αίμα άλικο, αληθινό, πηκτό ζωντανού, ζωντανό.
Αίμα Χριστού.
Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή και ευλάβεια την ώρα της συστολής από εμάς τους Ιερείς ώστε ούτε καν το παραμικρό να μη μείνει απ'έξω, πολύ δε περισσότερο να μην πέσει κάτω.
Κύριε ελέησέ μας.
Έτσι υπογράφει ο πατήρ Θεόδωρος την επιστολή του αυτή.
Και βέβαια η προσοχή πρέπει να είναι ασφαλώς πολύ μεγαλυτέρα όταν κοινωνούν οι χριστιανοί.
Φόβος και τρόμος γιατί είναι μεγάλο το κρίμα αν πέσει κάτω ένας πολύτιμος μαργαρίτης ή μια σταγόνα του πολύτιμου Αίματός Του.
Ο Θεός να μας συγχωρέσει γιατί είμαστε πολύ απρόσεκτοι.
Οι τρείς κατηγορίες Αγγέλων.
Να πούμε κάτι αληθινό που το είδε ένας Άγιος.
Είδε λοιπόν κατηγορίες Αγγέλων.
Μια φορά προσευχόμενος είδε ομάδες Αγγέλων να ανεβαίνουν στον ουρανό και να κρατούν στα χέρια τους τις προσευχές των χριστιανών.
Μία κατηγορία ήταν πάρα πολύ γρήγορη στο να ανεβοκατεβαίνει από τη γη στον ουρανό και ήσαν οι πιο πολλοί.
Κατέβαιναν με μεγάλη ταχύτητα και ανέβαιναν.
Και μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ανθρώπινα ότι ίδρωναν κιόλας από την πολλή εργασία που είχαν στο να ανεβοκατεβάζουν τις προσευχές των ανθρώπων, των χριστιανών στον ουρανό.
Άλλη μια κατηγορία πολύ πιο μικρή ανέβαινε αργά αργά αυτού του είδους τις προσευχές εις
τον ουρανό.
Υπήρχε και μια μικρή, πολύ μικρή τρίτη κατηγορία.
Η πρώτη είναι η κατηγορία των Αγγέλων εκείνων που ανεβάζουν τις αιτήσεις μας, τις παρακλήσεις μας, τις δεήσεις μας και είναι οι περισσότερες.
Και τις κάνουμε κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι το πρωί.
Ζητάμε κι όλο ζητάμε και συνέχεια ζητάμε από τον Πανάγιον Θεόν και δεν κουράζονται οι Άγγελοι και αυτές τις αιτήσεις μας με τις οποίες ζητάμε τα τόσα αγαθά που ζητάμε από τα υλικά, τα ηθικά, τα πνευματικά- συνήθως τα περισσότερα είναι υλικά- να τα ανεβάζουν στο θρόνο του Αγίου Θεού.
Οι άλλοι που ανέβαιναν πού και πού και αργά αργά και ήσαν και λίγοι ήσαν αυτοί που ανεβάζουν τις ευχαριστίες μας.
Ποιός ευχαριστεί τον Θεό;
Ποιός Τον δοξάζει;
Ποιός τον δοξολογεί;
Μας θυμίζει αυτό που έγινε με τους δέκα λεπρούς όταν τους εθεράπευσε ο Κύριος.
Είπε "Πηγαίνετε δείξτε τους εαυτούς σας στους Ιερείς για να πάρετε το πιστοιποιητικό της υγείας" αφού καθαρίστηκαν.
Και επέστρεψε ο ένας να ευχαριστήσει και αυτός ήταν Σαμαρείτης.
Και είπε ο Κύριος με παράπονο:
"Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν. Οι δε εννέα πού;".
Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία Αγγέλων.
Και καμμιά φορά αυτήν την κατηγορία των Αγγέλων θα τη λάβει πιο πολύ υπόψη του ο Θεός από τις άλλες.
Ποια είναι αυτή η κατηγορία;
Είναι η δικαία αγανάκτησις των χριστιανών για το άπλωμα του κακού.
Η διάδοση του κακού είναι τόσο πολύ μεγάλη που λένε οι χριστιανοί:
"Ως πότε, Θεέ μου, θα κυριαρχεί; Ως πότε, Θεέ μου, το κακό; Τα παιδιά μας εγκλωβίζονται κάθε μέρα, χάνονται, πνίγονται μέσα στο κακό, στην ηθική σαπίλα και βρωμιά που κυριαρχεί κάθε μέρα;".
Και αγανακτισμένοι οι άνθρωποι αναπέμπουν το παράπονο στο Θεό και το ερωτηματικό τους και Του λένε: "Ως πότε, Θεέ μου; Ως πότε;".
Το τέλος του πατρός Νικολάου, υποτακτικού του πατρός Αρσενίου
Όπως θα ενθυμείστε σας είχα μιλήσει για ένα θαυμάσιο ζευγάρι γερόντων, Ρώσων στην καταγωγή, που ασκήτευαν στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Σας είχα πει ακόμα για τις προσωπικές μαρτυρίες ενός μοναχού ονόματι Παρθενίου ο οποίος μας περιέγραφε τις ακατάληπτες, τις δακρύβρεκτες και συνάμα μεγαλοπρεπείς Θείες Λειτουργίες στις οποίες παρευρίσκετο.
Ο πατήρ Αρσένιος, είχαμε πει, ήταν ο Γέροντας και συγχρόνως Ιερεύς, λειτουργός, ο δε πατήρ Νικόλαος υποτακτικός και ψάλτης.
Για αυτούς τους δυο θα πούμε τώρα, στη συνέχεια κάτι.
Ο πατήρ Νικόλαος είχε μια Αποκάλυψη, μια πληροφορία, ένα χρόνο προ της κοιμήσεώς του.
Πάντοτε αυτά κατά τις περιγραφές από το ημερολόγιο του πατρός Παρθενίου.
Είδε σαν σε όραμα να διαπλέει μια ταραγμένη και φουρτουνιασμένη Θάλασσα.
Τότε άκουσε μια γλυκειά φωνή να του λέει:
- Για δες. Και ωσότου δει είχε φτάσει σε ένα ήσυχο, κρυστάλλινο λιμάνι όλο φως και δόξα.
Κάτι ανάλογο όμως έζησε το ίδιο βράδυ και ο Γέροντάς του, πατήρ Αρσένιος.
Είδε τον εαυτό του οδοιπόρο, πολύ ταλαιπωρημένο και καταπονεμένο.
Και όμως σε λίγο φάνηκε μπροστά του μια ωραιοτάτη πόλις, γεμάτη από εκκλησίες που πανηγύριζαν με τυμπανοκρουσίες, μια πόλις ανεκφράστου ωραιότητος και ομορφιάς και κάλλους.
"Τελειώνει ο δρόμος. Μην ανησυχείτε. Μόνον ελπίζετε.", ακούστηκε να του λέει μια γλυκύτατη φωνούλα.
Όταν αλληλοείπαν τις εκστάσεις τους αυτές κατάλαβαν ότι πλησίαζε το τέλος τους.
Πρόσθεσαν τότε νηστεία στη νηστεία και δάκρυα στα δάκρυα και άρχισαν να ετοιμάζονται για την έξοδό τους.
Μισό χρόνο προ της κοιμήσεώς του ο Νικόλαος στερείται και το φως των σωματικών του οφθαλμών.
Έγινε τυφλός.
Αλλά με τα πνευματικά του μάτια έβλεπε τέλεια τα πάντα.
Διότι ο Θεός του απεκάλυψε παρ'όλο που ήτο τυφλός όλους τους εκλεκτούς του που ζούσαν στο Άγιον Όρος, γιατί έχει και τους εκλεκτούς Του ανάμεσα στους εκλεκτούς.
Αυτή του την αποκάλυψη την είπε αμέσως στον Γέροντά του, πατέρα Αρσένιο, φοβούμενος μήπως πέσει σε δαιμονική πλάνη.
Ο πατήρ Αρσένιος που ήταν πολύ προσεκτικός και πολύ διακριτικός του συνέστησε να μην πιστεύει στα οράματα αλλά μόνον να πενθεί ενώπιον του Θεού και να Τον παρακαλεί για την συγχώρεση των αμαρτιών του.
"Συγγνώμην και άφεσιν των αμαρτιών και των πλημμελημάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησόμεθα ημέρας και νυκτός", υπενθύμισε ταπεινά ο Γέροντας στον τυφλό υποτακτικό του.
Εκτός όμως της σωματικής τυφλώσεως έπεσε και σε άλλες αρρώστιες πολλές ο πατήρ Νικόλαος που τον βασάνιζαν και τον κατατυραννούσαν.
Δεν μπορούσε πλέον να πηγαίνει στην Εκκλησία αλλά θρηνούσε καθιστός ή ξαπλωμένος στο κελλάκι του βασανιζόμενος από φρικτούς πόνους.
Έτσι λιγόστεψαν οι Λειτουργίες.
Εγίνετο πλέον μία την εβδομάδα και πολύ σπάνια δύο.
Ψάλτης και αναγνώστης ήταν ο άρρωστος και τυφλός υποτακτικός για τον οποίο δεν υπήρχε η έννοια της απραξίας.
Πάντοτε ήταν έτοιμος για υπακοή.
Το Σάββατο των Απόκρεω λειτούργησαν σε αυτήν την κατάσταση.
Κατόπιν ο πατήρ Νικόλαος απεσύρθη στο κελλί του και ο Πνευματικός στο δικό του.
Μετά από λίγο ο πατήρ Νικόλαος έρχεται στο κελλί του Πνευματικού και Γέροντος και πέφτει στα πόδια του και του λέγει:
- Συγχώρεσέ με, Αγιε Πάτερ, που ήρθα σε ακατάλληλη ώρα αλλά έχω κάτι να σου πω.
Ο Πνευματικός του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι και πες μου τι έχεις.
Ο πατήρ Νικόλαος τότε όλος δάκρυα άρχισε να του λέγει:
- Πάτερ Άγιε, μετά τη Λειτουργία πήγα στο κελλάκι μου και κάθισα στο κρεββάτι. Και τότε ξαφνικά άνοιξαν τα μάτια μου και είδα ολοκάθαρα όλα τα πάντα γύρω μου, και το κελλάκι, και το κρεβατάκι, και το σκαμνάκι, και τις εικονίτσες. Και αφού τα είδα όλα αυτά και απορούσα για τον εαυτό μου άνοιξα ξαφνικά η πόρτα του κελλιού μου και όλο το κελλί γέμισε από φως. Μπήκαν
τρεις άνθρωποι μέσα, δύο νέοι με λαμπάδες και στο μέσο τους ένας άλλος με αστραφτερή ενδυμασία η οποία εξέπεμπε ανέκφραστο φως.
Με πλησίασε εκείνος που ήταν στη μέση, με ρώτησε:
- Με γνωρίζεις;
Εγώ χαμογέλασα ειρηνικά και του απάντησα:
- Βέβαια σε γνωρίζω. Είσαι ο Ανίκητος, ο φίλος και συνοδοιπόρος μας εκεί στα Ιεροσόλυμα που ήθελες να γίνεις ερημίτης και ασκητής στο Σινά. Και μάλιστα έχω πληροφορηθεί ότι εδώ και τρία χρόνια έχεις πεθάνει.
Εκείνος τότε του είπε:
- Μάλιστα, πάτερ Νικόλαε, εγώ είμαι ο Ανίκητος. Είδες με ποία δόξα και λαμπρότητα με περιέβαλε
ο Βασιλεύς των Ουρανών, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, για τη λίγη μετάνοια και την ελαχιστοτάτη άσκηση που έκαμα; Ε, έτσι και εσένα θα σε ανταμείψει. Αλλά και μείζων τούτων όψει. Σε τέσσερις ημέρες θα ελευθερωθείς από όλες τις θλίψεις, τα βάσανα και τις ασθένειες. Με έστειλε ο Κύριος να σε παρηγορήσω.
Αμέσως βγήκαν από το κελλί και έμεινα μόνος τότε ξανάκλεισαν πάλι τα μάτια μου.
Ομως η καρδιά μου γέμισε από ανείπωτη χαρά.
Αφού τα άκουσε όλα αυτά ο Πνευματικός του είπε:
- Πρόσεχε, πάτερ Νικόλαε, μην πλανηθείς και μην πιστεύεις σε όλα αυτά αλλά ατένιζε μόνο προς τον Θεόν και ζήτα το έλεός Του, τη χάρη Του, την άφεσιν των αμαρτιών σου και την καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού Βήματος του φιλανθρώπου αλλά και δικαίου Κριτού.
Αυτά τα είπε προς ταπείνωσιν και φυλακήν της ψυχής γιατί δεν παύουν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού να ρίπτονται ακόμα και λίγο πριν από το θάνατό μας.
Τότε ο πατήρ Νικόλαος είπε:
- Πάτερ Αγιε, συγχώρεσέ με. Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Πάντως η καρδιά μου γέμισε από
ανέκφραστη ειρήνη και χαρά. Σε παρακαλώ, Πάτερ, από σήμερα να λειτουργείς κάθε μέρα και εγώ θα ετοιμάζομαι για τη Μετάληψη των Παναχράντων Μυστηρίων.
Έγινε Λειτουργία την Κυριακή, την Δευτέρα και την Τρίτη και ο πατήρ Νικόλαος μεταλάμβανε των
Αχράντων Μυστηρίων και αισθανόταν καλύτερα.
Την Τετάρτη της Τυροφάγου δεν γίνεται Λειτουργία, έγιναν οι Ωρες, αλλά την Πέμπτη έκαναν πάλι Λειτουργία.
Τότε ο Πνευματικός, κατά τη συνήθειά του, του πρόσφερε ό,τι πρόσφορο υπόλοιπο υπήρχε αλλά εκείνος δεν το πήρε, μόνο ένα κομματάκι αντίδωρο.
Και του λέει:
- Σε παρακαλώ, έλα Γέροντά μου, στο κελλάκι μου.
Ο Πνευματικός πήγε μαζί του.
Ο πατήρ Νικόλαος κάθισε στο κρεββάτι του, ακούμπισε στον τοίχο.
Το πρόσωπό του άρχισε να αλλοιώνεται, να αστράφτει και αυτός σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό ήρθε σε κάποια μορφή εκστάσεως.
Ο τόπος γέμισε από ευωδία.
Κατόπιν συνήλθε και άρχισε να λέει:
- Σε ευχαριστώ, Πάτερ, που έκανες υπομονή στις αδυναμίες μου μέχρι το τέλος και με τις οδηγίες σου με οδήγησες στη Βασιλεία των Ουρανών.
Ο Πνευματικός και Γέροντας, πατήρ Αρσένιος, τότε τον ρώτησε:
- Βλέπεις, πάτερ Νικόλαε, τίποτα;
- Βλέπω, Γέροντα, ότι ήρθαν για μένα και έσχισαν το χειρόγραφο των αμαρτιών μου. Και τώρα, Γέροντά μου, ευλόγησον.
Και έσκυψε το κεφάλι του.
Και ο Γέροντας είπε:
- Ο Θεός να σε ευλογήσει.
Και εκείνος του είπε:
- Οχι, ευλόγησέ με με το χέρι σου.
Ο Πνευματικός τον ευλόγησε με το χέρι του.
Εκείνος πήρε το χεράκι του Γέροντός του, το κατεφίλησε θερμά και πριν ακόμα το αφήσει σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και πρόφερε, είπε ήρεμα:
- Κύριε, δέξου το πνεύμα μου.
Και την ίδια στιγμή παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο τον οποίο εκ νεότητος εδούλεψε, υπηρέτησε με πίστη, αυταπάρνηση, υπακοή και αγάπη.
Πραγματικά τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του Οσίου αυτού.
Εκοιμήθη στις 6 Φεβρουαρίου του 1841, την Πέμπτη της Τυροφάγου.
Εμείς τότε ήμασταν στο Ρωσικό μοναστήρι, γράφει ο Πατήρ Παρθένιος στις ημερολογιακές σημειώσεις του.
Η είδησις έφτασε το Σάββατο το βράδυ και εμείς πήγαμε την Κυριακή.
Πέμπτη εκοιμήθη και εκείνοι πήγαν την Κυριακή, δηλαδή την τετάρτη ημέρα από την κοίμησή του.
Κατά την κηδεία του ήταν πολλοί από τους Ρώσους αδελφούς, μαθητές του Γέροντος Αρσενίου.
Και όλοι εξεπλήσσοντο.
Ο πατήρ Νικόλαος ξαπλωμένος σαν ζωντανός.
Το πρόσωπό του καθόλου αλλοιωμένο, τα χέρια του και τα πόδια του σαν ζωντανά, ουδεμία
ακαμψία και θερμά.
Οι αρθρώσεις του και τα μέλη του μαλακά.
Και το πλέον καταπληκτικό από όλα - δύο φορές το έχω ακούσει - από τα χείλη του έβγαινε ευχάριστη ευωδία.
Όλοι εχάρησαν, όλοι δόξαζαν τον Θεόν και τον έθαψαν Κυριακή της Τυροφάγου.
Πώς να μην θαυμάσεις το μεγαλείο της πίστεώς μας, πώς να μην είσαι έτοιμος να πεθάνεις για αυτή, πώς να μην κάνεις θυσίες για να κληρονομήσεις τοιούτον Βασιλέαν που είναι ο Κύριος και Θεός σου, ο λυτρωτής σου, ο σωτήρας σου;
Κυριακή 10 Οκτωβρίου 1993
Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 1993
51 Η Θεία Λειτουργία. Τά Πληρωτικά. Μερος 1ον. Η αγιότης τής ημέρας καί ο άγγελος φύλακας
Ο Άρτος του Αγίου Ονουφρίου
Υπάρχει, χριστιανοί μου, ένα ανέκδοτο γεγονός στη ζωή του Αγίου Ονουφρίου που τον γιορτάζει η Εκκλησία μας όπως είναι γνωστό στις 12 Ιουνίου.
Όταν ήτο πολύ μικρός, μόλις 5-6 ετών μπήκε σε ένα κοινόβιο, άγνωστο πώς.
Μεγάλος είχε αναχωρήσει για την έρημο όπου είχε ζήσει 60 χρόνια χωρίς να δει ποτέ άνθρωπο.
Ήταν γυμνός αλλά καλύπτετο ολόκληρο το σώμα του από την μακριά γενειάδα του που έφτανε μέχρι το έδαφος, τα μαλλιά του και τις μεγάλες τρίχες του όλου σώματος.
Τον μεγάλο αυτόν άγιον τον ανακάλυψε ο Όσιος Παφνούτιος στον οποίο διηγήθη τα της οσιακής και ερημικής ζωής του.
Πάμε λοιπόν στο τότε που ήταν μικρός μόλις 5-6 ετών και που τον πρωτοβλέπουμε να ζει σε ένα κοινόβιο της ερήμου.
Σαν μικρός που ήτο έτρωγε τακτικότερα, μικρός ήταν, των άλλων βέβαια πατέρων.
Όταν πεινούσε έτρεχε εις τον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα, λαχανικά κ.α.
Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.
- Κάποιο ζωάκι θα ταϊζει, σκέφθηκε, είπε με το λογισμό του.
Αυτό συνεχίστηκε για καμμιά εβδομάδα.
- Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, πού το πηγαίνει αυτό το ψωμί και παίρνει άλλο.
Πράγματι λοιπόν το παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα.
Τρέχει γρήγορα στο παράθυρο και από αυτό που είδε γούρλωσαν τα μάτια του.
Τι είδε;
Ο μικρός κουβέντιαζε με το βρέφος Ιησούς που ευρίσκετο στην αγκαλιά της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην εικόνα που είναι στο Τέμπλο.
- Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στο Χριστούλη, μια και δεν σε ταϊζει κανένας, ούτε και η μαμά σου.
Και άπλωσε το χεράκι του, όπως ήταν μικρούλης, και του έδωσε μια φέτα ψωμί.
Και ο μικρός Χριστός, μικρό παιδάκι όπως ήτο στην ιερή εικόνα, άπλωσε το χεράκι και πήρε το ψωμάκι.
Και όπως μάζεψε το χεράκι Του μαζί με το ψωμάκι εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα.
Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος τρέχει στον Ηγούμενο και του διηγείται το τι συνέβη.
Τότε ο Ηγούμενος του δίνει εντολή να μην του δώσουν καθόλου ψωμί αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε θα πρέπει να του πούνε ότι "να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί εκείνος τον οποίο μέχρι χθες εσύ τάιζες".
Την επομένη ημέρα βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίνουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από εκείνον που μέχρι τώρα έτρεφε, τρέχει αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα λέγει στον Χριστούλη:
- Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να σου πω να μου δώσεις από το δικό σου.
Τώρα πού θα το βρεις εσύ δεν ξέρω.
Και ω του θαύματος, απλώνει το μικρό Του χεράκι το βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του και του δίνει ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να το σηκώσει.
Μοσχομύριζε δε τόσο πολύ που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στον Ναό, βγήκε από τον Ναό και απλώθηκε σε ολόκληρο το μοναστήρι και κατόπιν σε όλη τη Σκήτη και την έρημο.
Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα βλέπουν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω μετά πολλού πολλού και μεγάλου κόπου.
Τρέχουν αμέσως δύο μοναχοί, τον βοηθούν αλλά ο άρτος ήτο πολύ βαρύς.
Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν αλλά ο ουράνιος εκείνος άρτος παρέμενε αδαπάνητος.
Είναι αυτό που λέει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στη Θεία Λειτουργία:
"Ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος".
Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο διότι εγνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα ηυξάνετο και η αγαθότης του, θα εγίνετο ένας μεγάλος Άγιος όπως και έγινε.
Από έναν τέτοιον όμοιο ουράνιον άρτο ετρέφετο ο Αγιος Ονούφριος όταν για 60 ολόκληρα χρόνια
ζούσε στην έρημο.
Εμείς όμως εδώ στις ομιλίες μας αυτές δεν κάνουμε λόγο
για το μάννα που έριχνε ο Θεός από τον ουρανό για να θρέψει τους Ιουδαίους στην έρημο
ούτε για ουρανίους άρτους με τους οποίους ο Κύριος συντηρούσε τους Αγίους Του στις ερημιές, στις σπηλιές και στις οπές της γης
αλλά για τον Πανάγιον Αρτον Χριστόν, δηλαδή για το Τίμιον Σώμα και Αίμα Του,
για τη Θεία Λατρεία,
όπου μέσα από αυτήν προσφέρεται Σώμα και Αίμα Χριστού
εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Ο Διάκονος που κατήχησε τον γεωργό και την οικογένειά του.
Κοντά στους Καλούς Λιμένας ζούσε ένας γεωργός έξυπνος και καλλιεργημένος αλλά γενημένος όμως και μεγαλωμένος στις τότε γνωστές αιρέσεις.
Μέσα του όμως είχε ανησυχία και κάθε τόσο αναρωτιόταν:
- Είμαι στο σωστό δρόμο ή κάνω λάθος και πνίγομαι κι εγώ και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου; Αχ, Θεέ μου, δεν μου στέλνεις κανέναν Αγγελο να μου δείξει το σωστό δρόμο;
Και πάλι "Αχ, Θεέ μου", και πάλι "Αχ, Θεέ μου" και αυτό εγίνετο για χρόνια.
Κάποτε πέρασε ένας Ορθόδοξος Διάκονος έξω από το χωράφι του και τον αμπελώνα του.
Τον πλησίασε, τον καλησπέρισε και άρχισε μια συζήτηση μαζί του με πολλές ερωτοαποκρίσεις.
Ο γεωργός αιχμαλωτίστηκε από τη συζήτηση, πέρασε η ώρα, ήρθε το βράδυ και τότε εκείνος του λέει:
- Δεν έρχεσαι στο σπίτι μου να φάμε, να ξεκουραστείς κτλ;
Δέχτηκε ο Διάκονος και πήγε στο σπίτι, τον υποδέχτηκε η οικογένεια κι εκείνος άρχισε να τους
ομιλεί.
Ξέχασαν και το φαί, τα ξέχασαν όλα, κρεμάστηκαν από τα χείλη του και όλη τη νύχτα τους ομιλούσε για τον Κύριο, για την ορθόδοξη πίστη, για τη Λατρεία, για τα Μυστήρια, για το θάνατο, για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την Κρίση του Θεού και για τα όσα άλλα που έχει το δόγμα μας και η πίστις μας.
Κυριολεκτικώς σκλαβώθηκαν, η καρδιά τους ζεστάθηκε, ο πόθος για την αληθινή πίστη άναψε μέσα τους, τα μάτια τους άνοιξαν, φωτίστηκαν από το φως αυτό της ορθοδόξου πίστεως.
Το πρωί ήθελαν όλοι μαζί, εκείνην την ώρα αν ήταν δυνατόν, να βαπτιστούν.
Δεν χάνει καιρό ο Διάκονος, παίρνει μαζί του τον αμπελουργό και πηγαίνουν στον τοπικό Επίσκοπο.
Ο Επίσκοπος τους δέχτηκε και ρωτά τον Διάκονο ποιος είναι, από πού ήλθε, πού πηγαίνει, ποιος ο σκοπός της επισκέψεως του εδώ.
Ο κληρικός σηκώθηκε όρθιος και είπε:
- Έρχομαι από τα Ιεροσόλυμα, είμαι Αρχιδιάκονος του Μεγάλου Αρχιερέως και πηγαίνω στην Αθήνα για υποθέσεις εκκλησιαστικές, του Μεγάλου Αρχιερέως υποθέσεις αλλά επειδή επεκράτησαν άνεμοι και τρικυμία δυνατή λιμενιστήκαμε εδώ στο λιμάνι των Καλών Λιμένων και έρχομαι σήμερα προς εσάς, τον Επίσκοπο, τον Μητροπολίτη τον τοπικό, για να βαπτίσετε αυτόν τον άνθρωπο και
την οικογένειά του, της οποία όλα τα μέλη κατήχησα καταλλήλως δι' όλης της νυχτός στα νάματα της ορθοδόξου πίστεως.
Ακούγοντας βέβαια ο Επίσκοπος ότι ήτο Διάκονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο.
Μόνο του είπε να παραμείνει φιλοξενούμενος μέχρις ότου αλλάξει ο καιρός και την επομένη όπου ήτο Παρασκευή τον παρακάλεσε να λάβει μέρος στην Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, διότι ήτο Μεγάλη Σαρακοστή.
Τον διαβεβαίωσε συγχρόνως ότι θα συνεχίζετο η κατήχησις για λίγες ημέρες ακόμα και το Πάσχα θα
βάπτιζε τον γεωργό, τον αμπελουργόν αυτό, και την οικογένειά του.
Τον φιλοξένησε τη νύχτα κάπου.
Την άλλη μέρα ξημέρωσε η μέρα της Παρασκευής και πήγαν στον Ναό για να τελέσουν την Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.
Στην Μεγάλη Είσοδο εδόθη εις τον Διάκονο να κρατήσει και μεταφέρει σιωπηλά τον Αγιο Δίσκο
με το Πανάγιον Σώμα του Κυρίου.
Το παρέλαβε ο ξένος Αρχιδιάκονος αλλά έτρεμε πολύ, όπως βγήκε σιωπηλά.
Σχεδόν κλονιζόμενος έκανε την μεταφορά και με πολλή βία, τρεμούλα και φόβο κατάφερε να μπει μέσα στο Αγιον Βήμα.
Αυτό το πρόσεξαν όλοι και τους έκανε εντύπωση.
Και ο Επίσκοπος, και οι Ιερείς και το πλήθος των χριστιανών είπαν κι αισθάνθηκαν ότι αυτός ο φόβος του Διακόνου, του ξένου αυτού Διακόνου, δεν ήταν συνηθισμένος φόβος.
Ήταν κάτι άλλο.
Αυτή η εξωκόσμιος και μυστηριώδης συμπεριφορά υπήρχε και στη Θεία Κοινωνία.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ρώτησε τον Αρχιδιάκονο ο Επίσκοπος μήπως ήταν άρρωστος. - Οχι, δεν είμαι, λέει.
Του λέει ύστερα:
- Μήπως έχεις καμμία παράξενη ασθένεια;
Και η απάντησις του Αρχιδιακόνου:
- Όντως, Άγιε Δέσποτα, κατέχομαι από ασθένειαν την οποία όμως κανείς δεν μπορεί να θεραπεύσει. Όσες φορές διακονώ στη Θεία και φρικτή μυσταγωγία και πάρω στα χέρια μου το Τίμιον και Πανάγιον Σώμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού αισθάνομαι ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις μου σε τόσο μεγάλο βάρος γι'αυτό και αδυνατώ να βαδίσω ελεύθερα και ακλινώς, χωρίς να κλονίζομαι δηλαδή από τον τρόμο.
Και επί λέξει:
- Και τις δύναται, Άγιε Δέσποτα, εκ των γνων συνεχόντων της υποθέσεως της Θείας Μυσταγωγίας να δύναται να κρατήσει εν ταις χερσίν αυτού τον τοις πάσι Αχώρητον; Ποιός μπορεί από αυτούς που έχουν γνώση για το τι συμβαίνει στη Θεία Λειτουργία μπορεί να κρατήσει στα χέρια του αυτόν που δεν χωράει πουθενά;
Το τονίζει και η Εκκλησία μας τα Χριστούγεννα:
"Ο αχώρητος παντί πώς εχωρέθη εν γαστρί;".
Η συγκατάβασις του Χριστού ενισχύει βέβαια την ασθένειά μας, συνεχίζει ο Αγιος Διάκονος, και κάνει τα ογκώδη ελαφρά, τα αδύνατα δυνατά. Μακάριος είναι εκείνος ο οποίος αξιώνεται να υπηρετεί το μέγα αυτό Μυστήριον στο οποίο οι εν ουρανοίς Άγγελοι και όλες οι Δυνάμεις της Ουρανίου δόξης παρίστανται μετά φόβου και τρόμου.
Όταν τα είπε αυτά εταράχθη ο Αγιος Διάκος και ολόκληρο το Αγιο Βήμα άστραψε από φως. Άστραψε και ο Αρχιδιάκονος.
Και ακούν μία φωνή αλλιώτικη πλέον, παράξενη, ουράνια να τους λέει:
- Εγώ ειμί εις εκ των Λειτουργικών πνευμάτων τα οποία στέλλονται εις διακονία προς τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν. Εγώ ειμί ο Αγγελος ο αποσταλείς εις τον εκατόνταρχον Κορνήλιον, τον ευσεβήν και φοβούμενον τον Θεόν συν παντί τω οίκω αυτού όστις εδέετο διά παντός ποιών ελεημοσύνας πολλάς. Είμαι ένας Αγγελος από το αγγελικό εκείνο τάγμα που προσφέρει τις προσευχές των θελόντων σωθείναι στον ουράνιον θρόνον του Σωτήρος Χριστού.
Όταν προσηύχετο συνεχώς αυτός ο γεωργός τον οποίο σας παρέδωκα εχθές για να βαπτισθεί και αυτός και η οικογένειά του εζητούσε από τον Θεόν να του δειχθεί, να του υποδειχθεί η αληθής θρησκεία για να προσκυνήσει εν γνώσει τον Θεόν και εγώ ήμουν αυτός που προσέφερα τις προσευχές του ενώπιον του Τριαδικού Θεού.
Όταν τα άκουσε αυτά ο Αρχιερεύς και οι Ιερείς εταράχθησαν τόσο πολύ ώστε έπεσαν με το πρόσωπο κάτω στο έδαφος του Ιερού Βήματος.
Ο Άγιος όμως τους είπε:
- Μη φοβείσθε. Τον Θεόν να ευλογείτε και Αυτόν να προσκυνείτε εις πάντας τους αιώνας. Φανερώθηκα σε σας αλλά ούτε έφαγα ούτε ήπια. Μόνον εσείς έτσι το βλέπατε. Αλλά δεν έγινε τίποτα από αυτά. Τώρα εξομολογείσθε εν Κυρίω τω Θεώ διότι αναβαίνω προς τον αποστείλαντά με.
Σηκώθηκαν και δεν είδαν κανέναν και επανήλθαν τα πάντα όπως ήταν πριν.
Εδόξασαν τον Θεόν διά τα θαυμαστά του Θεού και διότι σε αυτούς τους αναξίους εφανερώθη Αγγελος Κυρίου.
Τώρα τι γίνεται με τον γεωργό;
Έλα που πήγε και αυτός το πρωί στην Εκκλησία και παρακολουθούσε τα τελούμενα της Προηγιασμένης Λατρείας έξω από το Ναό από ένα ανοιχτό παράθυρο!
Και κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο ήκουσε και είδε όσα έγιναν και ειπώθησαν από τον Άγγελο Κυρίου, με το πρόσωπο του Αρχιδιακόνου!
Και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπε:
- Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος ο Θεός τον άγγελον Αυτού και εξείλετό μοι εκ του σκότους της αγνωσίας. Δόξα Σοι Βασιλεύ Παντοκράτωρ και φιλάνθρωπε ότι με την παρουσία του αγγέλου με ηξίωσας τον αμαρτωλό και αιρετικόν να αναστηθώ εκ του θανάτου της αμαρτίας και εγώ και η οικογένειά μου. Και τώρα Κύριε φώτισόν μου τον νουν και την καρδίαν ίνα Σε υμνώ πάσας τας ημέρας της ζωής μου κράζων ως οι εν ουρανοίς Άγγελοι Σου: Άγιος, Άγιος, Άγιος Συ ο Θεός.
Ο γεωργός όταν βαπτίσθηκε ονομάσθηκε Σέργιος.
Η διήγησις αυτή, αδελφοί μου, είναι παρμένη από το περιοδικό "Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη" του έτους 1960.
Υπάρχει, χριστιανοί μου, ένα ανέκδοτο γεγονός στη ζωή του Αγίου Ονουφρίου που τον γιορτάζει η Εκκλησία μας όπως είναι γνωστό στις 12 Ιουνίου.
Όταν ήτο πολύ μικρός, μόλις 5-6 ετών μπήκε σε ένα κοινόβιο, άγνωστο πώς.
Μεγάλος είχε αναχωρήσει για την έρημο όπου είχε ζήσει 60 χρόνια χωρίς να δει ποτέ άνθρωπο.
Ήταν γυμνός αλλά καλύπτετο ολόκληρο το σώμα του από την μακριά γενειάδα του που έφτανε μέχρι το έδαφος, τα μαλλιά του και τις μεγάλες τρίχες του όλου σώματος.
Τον μεγάλο αυτόν άγιον τον ανακάλυψε ο Όσιος Παφνούτιος στον οποίο διηγήθη τα της οσιακής και ερημικής ζωής του.
Πάμε λοιπόν στο τότε που ήταν μικρός μόλις 5-6 ετών και που τον πρωτοβλέπουμε να ζει σε ένα κοινόβιο της ερήμου.
Σαν μικρός που ήτο έτρωγε τακτικότερα, μικρός ήταν, των άλλων βέβαια πατέρων.
Όταν πεινούσε έτρεχε εις τον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα, λαχανικά κ.α.
Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.
- Κάποιο ζωάκι θα ταϊζει, σκέφθηκε, είπε με το λογισμό του.
Αυτό συνεχίστηκε για καμμιά εβδομάδα.
- Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, πού το πηγαίνει αυτό το ψωμί και παίρνει άλλο.
Πράγματι λοιπόν το παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα.
Τρέχει γρήγορα στο παράθυρο και από αυτό που είδε γούρλωσαν τα μάτια του.
Τι είδε;
Ο μικρός κουβέντιαζε με το βρέφος Ιησούς που ευρίσκετο στην αγκαλιά της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην εικόνα που είναι στο Τέμπλο.
- Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στο Χριστούλη, μια και δεν σε ταϊζει κανένας, ούτε και η μαμά σου.
Και άπλωσε το χεράκι του, όπως ήταν μικρούλης, και του έδωσε μια φέτα ψωμί.
Και ο μικρός Χριστός, μικρό παιδάκι όπως ήτο στην ιερή εικόνα, άπλωσε το χεράκι και πήρε το ψωμάκι.
Και όπως μάζεψε το χεράκι Του μαζί με το ψωμάκι εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα.
Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος τρέχει στον Ηγούμενο και του διηγείται το τι συνέβη.
Τότε ο Ηγούμενος του δίνει εντολή να μην του δώσουν καθόλου ψωμί αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε θα πρέπει να του πούνε ότι "να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί εκείνος τον οποίο μέχρι χθες εσύ τάιζες".
Την επομένη ημέρα βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίνουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από εκείνον που μέχρι τώρα έτρεφε, τρέχει αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα λέγει στον Χριστούλη:
- Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να σου πω να μου δώσεις από το δικό σου.
Τώρα πού θα το βρεις εσύ δεν ξέρω.
Και ω του θαύματος, απλώνει το μικρό Του χεράκι το βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του και του δίνει ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να το σηκώσει.
Μοσχομύριζε δε τόσο πολύ που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στον Ναό, βγήκε από τον Ναό και απλώθηκε σε ολόκληρο το μοναστήρι και κατόπιν σε όλη τη Σκήτη και την έρημο.
Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα βλέπουν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω μετά πολλού πολλού και μεγάλου κόπου.
Τρέχουν αμέσως δύο μοναχοί, τον βοηθούν αλλά ο άρτος ήτο πολύ βαρύς.
Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν αλλά ο ουράνιος εκείνος άρτος παρέμενε αδαπάνητος.
Είναι αυτό που λέει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στη Θεία Λειτουργία:
"Ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος".
Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο διότι εγνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα ηυξάνετο και η αγαθότης του, θα εγίνετο ένας μεγάλος Άγιος όπως και έγινε.
Από έναν τέτοιον όμοιο ουράνιον άρτο ετρέφετο ο Αγιος Ονούφριος όταν για 60 ολόκληρα χρόνια
ζούσε στην έρημο.
Εμείς όμως εδώ στις ομιλίες μας αυτές δεν κάνουμε λόγο
για το μάννα που έριχνε ο Θεός από τον ουρανό για να θρέψει τους Ιουδαίους στην έρημο
ούτε για ουρανίους άρτους με τους οποίους ο Κύριος συντηρούσε τους Αγίους Του στις ερημιές, στις σπηλιές και στις οπές της γης
αλλά για τον Πανάγιον Αρτον Χριστόν, δηλαδή για το Τίμιον Σώμα και Αίμα Του,
για τη Θεία Λατρεία,
όπου μέσα από αυτήν προσφέρεται Σώμα και Αίμα Χριστού
εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Ο Διάκονος που κατήχησε τον γεωργό και την οικογένειά του.
Κοντά στους Καλούς Λιμένας ζούσε ένας γεωργός έξυπνος και καλλιεργημένος αλλά γενημένος όμως και μεγαλωμένος στις τότε γνωστές αιρέσεις.
Μέσα του όμως είχε ανησυχία και κάθε τόσο αναρωτιόταν:
- Είμαι στο σωστό δρόμο ή κάνω λάθος και πνίγομαι κι εγώ και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου; Αχ, Θεέ μου, δεν μου στέλνεις κανέναν Αγγελο να μου δείξει το σωστό δρόμο;
Και πάλι "Αχ, Θεέ μου", και πάλι "Αχ, Θεέ μου" και αυτό εγίνετο για χρόνια.
Κάποτε πέρασε ένας Ορθόδοξος Διάκονος έξω από το χωράφι του και τον αμπελώνα του.
Τον πλησίασε, τον καλησπέρισε και άρχισε μια συζήτηση μαζί του με πολλές ερωτοαποκρίσεις.
Ο γεωργός αιχμαλωτίστηκε από τη συζήτηση, πέρασε η ώρα, ήρθε το βράδυ και τότε εκείνος του λέει:
- Δεν έρχεσαι στο σπίτι μου να φάμε, να ξεκουραστείς κτλ;
Δέχτηκε ο Διάκονος και πήγε στο σπίτι, τον υποδέχτηκε η οικογένεια κι εκείνος άρχισε να τους
ομιλεί.
Ξέχασαν και το φαί, τα ξέχασαν όλα, κρεμάστηκαν από τα χείλη του και όλη τη νύχτα τους ομιλούσε για τον Κύριο, για την ορθόδοξη πίστη, για τη Λατρεία, για τα Μυστήρια, για το θάνατο, για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την Κρίση του Θεού και για τα όσα άλλα που έχει το δόγμα μας και η πίστις μας.
Κυριολεκτικώς σκλαβώθηκαν, η καρδιά τους ζεστάθηκε, ο πόθος για την αληθινή πίστη άναψε μέσα τους, τα μάτια τους άνοιξαν, φωτίστηκαν από το φως αυτό της ορθοδόξου πίστεως.
Το πρωί ήθελαν όλοι μαζί, εκείνην την ώρα αν ήταν δυνατόν, να βαπτιστούν.
Δεν χάνει καιρό ο Διάκονος, παίρνει μαζί του τον αμπελουργό και πηγαίνουν στον τοπικό Επίσκοπο.
Ο Επίσκοπος τους δέχτηκε και ρωτά τον Διάκονο ποιος είναι, από πού ήλθε, πού πηγαίνει, ποιος ο σκοπός της επισκέψεως του εδώ.
Ο κληρικός σηκώθηκε όρθιος και είπε:
- Έρχομαι από τα Ιεροσόλυμα, είμαι Αρχιδιάκονος του Μεγάλου Αρχιερέως και πηγαίνω στην Αθήνα για υποθέσεις εκκλησιαστικές, του Μεγάλου Αρχιερέως υποθέσεις αλλά επειδή επεκράτησαν άνεμοι και τρικυμία δυνατή λιμενιστήκαμε εδώ στο λιμάνι των Καλών Λιμένων και έρχομαι σήμερα προς εσάς, τον Επίσκοπο, τον Μητροπολίτη τον τοπικό, για να βαπτίσετε αυτόν τον άνθρωπο και
την οικογένειά του, της οποία όλα τα μέλη κατήχησα καταλλήλως δι' όλης της νυχτός στα νάματα της ορθοδόξου πίστεως.
Ακούγοντας βέβαια ο Επίσκοπος ότι ήτο Διάκονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο.
Μόνο του είπε να παραμείνει φιλοξενούμενος μέχρις ότου αλλάξει ο καιρός και την επομένη όπου ήτο Παρασκευή τον παρακάλεσε να λάβει μέρος στην Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, διότι ήτο Μεγάλη Σαρακοστή.
Τον διαβεβαίωσε συγχρόνως ότι θα συνεχίζετο η κατήχησις για λίγες ημέρες ακόμα και το Πάσχα θα
βάπτιζε τον γεωργό, τον αμπελουργόν αυτό, και την οικογένειά του.
Τον φιλοξένησε τη νύχτα κάπου.
Την άλλη μέρα ξημέρωσε η μέρα της Παρασκευής και πήγαν στον Ναό για να τελέσουν την Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.
Στην Μεγάλη Είσοδο εδόθη εις τον Διάκονο να κρατήσει και μεταφέρει σιωπηλά τον Αγιο Δίσκο
με το Πανάγιον Σώμα του Κυρίου.
Το παρέλαβε ο ξένος Αρχιδιάκονος αλλά έτρεμε πολύ, όπως βγήκε σιωπηλά.
Σχεδόν κλονιζόμενος έκανε την μεταφορά και με πολλή βία, τρεμούλα και φόβο κατάφερε να μπει μέσα στο Αγιον Βήμα.
Αυτό το πρόσεξαν όλοι και τους έκανε εντύπωση.
Και ο Επίσκοπος, και οι Ιερείς και το πλήθος των χριστιανών είπαν κι αισθάνθηκαν ότι αυτός ο φόβος του Διακόνου, του ξένου αυτού Διακόνου, δεν ήταν συνηθισμένος φόβος.
Ήταν κάτι άλλο.
Αυτή η εξωκόσμιος και μυστηριώδης συμπεριφορά υπήρχε και στη Θεία Κοινωνία.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ρώτησε τον Αρχιδιάκονο ο Επίσκοπος μήπως ήταν άρρωστος. - Οχι, δεν είμαι, λέει.
Του λέει ύστερα:
- Μήπως έχεις καμμία παράξενη ασθένεια;
Και η απάντησις του Αρχιδιακόνου:
- Όντως, Άγιε Δέσποτα, κατέχομαι από ασθένειαν την οποία όμως κανείς δεν μπορεί να θεραπεύσει. Όσες φορές διακονώ στη Θεία και φρικτή μυσταγωγία και πάρω στα χέρια μου το Τίμιον και Πανάγιον Σώμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού αισθάνομαι ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις μου σε τόσο μεγάλο βάρος γι'αυτό και αδυνατώ να βαδίσω ελεύθερα και ακλινώς, χωρίς να κλονίζομαι δηλαδή από τον τρόμο.
Και επί λέξει:
- Και τις δύναται, Άγιε Δέσποτα, εκ των γνων συνεχόντων της υποθέσεως της Θείας Μυσταγωγίας να δύναται να κρατήσει εν ταις χερσίν αυτού τον τοις πάσι Αχώρητον; Ποιός μπορεί από αυτούς που έχουν γνώση για το τι συμβαίνει στη Θεία Λειτουργία μπορεί να κρατήσει στα χέρια του αυτόν που δεν χωράει πουθενά;
Το τονίζει και η Εκκλησία μας τα Χριστούγεννα:
"Ο αχώρητος παντί πώς εχωρέθη εν γαστρί;".
Η συγκατάβασις του Χριστού ενισχύει βέβαια την ασθένειά μας, συνεχίζει ο Αγιος Διάκονος, και κάνει τα ογκώδη ελαφρά, τα αδύνατα δυνατά. Μακάριος είναι εκείνος ο οποίος αξιώνεται να υπηρετεί το μέγα αυτό Μυστήριον στο οποίο οι εν ουρανοίς Άγγελοι και όλες οι Δυνάμεις της Ουρανίου δόξης παρίστανται μετά φόβου και τρόμου.
Όταν τα είπε αυτά εταράχθη ο Αγιος Διάκος και ολόκληρο το Αγιο Βήμα άστραψε από φως. Άστραψε και ο Αρχιδιάκονος.
Και ακούν μία φωνή αλλιώτικη πλέον, παράξενη, ουράνια να τους λέει:
- Εγώ ειμί εις εκ των Λειτουργικών πνευμάτων τα οποία στέλλονται εις διακονία προς τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν. Εγώ ειμί ο Αγγελος ο αποσταλείς εις τον εκατόνταρχον Κορνήλιον, τον ευσεβήν και φοβούμενον τον Θεόν συν παντί τω οίκω αυτού όστις εδέετο διά παντός ποιών ελεημοσύνας πολλάς. Είμαι ένας Αγγελος από το αγγελικό εκείνο τάγμα που προσφέρει τις προσευχές των θελόντων σωθείναι στον ουράνιον θρόνον του Σωτήρος Χριστού.
Όταν προσηύχετο συνεχώς αυτός ο γεωργός τον οποίο σας παρέδωκα εχθές για να βαπτισθεί και αυτός και η οικογένειά του εζητούσε από τον Θεόν να του δειχθεί, να του υποδειχθεί η αληθής θρησκεία για να προσκυνήσει εν γνώσει τον Θεόν και εγώ ήμουν αυτός που προσέφερα τις προσευχές του ενώπιον του Τριαδικού Θεού.
Όταν τα άκουσε αυτά ο Αρχιερεύς και οι Ιερείς εταράχθησαν τόσο πολύ ώστε έπεσαν με το πρόσωπο κάτω στο έδαφος του Ιερού Βήματος.
Ο Άγιος όμως τους είπε:
- Μη φοβείσθε. Τον Θεόν να ευλογείτε και Αυτόν να προσκυνείτε εις πάντας τους αιώνας. Φανερώθηκα σε σας αλλά ούτε έφαγα ούτε ήπια. Μόνον εσείς έτσι το βλέπατε. Αλλά δεν έγινε τίποτα από αυτά. Τώρα εξομολογείσθε εν Κυρίω τω Θεώ διότι αναβαίνω προς τον αποστείλαντά με.
Σηκώθηκαν και δεν είδαν κανέναν και επανήλθαν τα πάντα όπως ήταν πριν.
Εδόξασαν τον Θεόν διά τα θαυμαστά του Θεού και διότι σε αυτούς τους αναξίους εφανερώθη Αγγελος Κυρίου.
Τώρα τι γίνεται με τον γεωργό;
Έλα που πήγε και αυτός το πρωί στην Εκκλησία και παρακολουθούσε τα τελούμενα της Προηγιασμένης Λατρείας έξω από το Ναό από ένα ανοιχτό παράθυρο!
Και κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο ήκουσε και είδε όσα έγιναν και ειπώθησαν από τον Άγγελο Κυρίου, με το πρόσωπο του Αρχιδιακόνου!
Και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπε:
- Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος ο Θεός τον άγγελον Αυτού και εξείλετό μοι εκ του σκότους της αγνωσίας. Δόξα Σοι Βασιλεύ Παντοκράτωρ και φιλάνθρωπε ότι με την παρουσία του αγγέλου με ηξίωσας τον αμαρτωλό και αιρετικόν να αναστηθώ εκ του θανάτου της αμαρτίας και εγώ και η οικογένειά μου. Και τώρα Κύριε φώτισόν μου τον νουν και την καρδίαν ίνα Σε υμνώ πάσας τας ημέρας της ζωής μου κράζων ως οι εν ουρανοίς Άγγελοι Σου: Άγιος, Άγιος, Άγιος Συ ο Θεός.
Ο γεωργός όταν βαπτίσθηκε ονομάσθηκε Σέργιος.
Η διήγησις αυτή, αδελφοί μου, είναι παρμένη από το περιοδικό "Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη" του έτους 1960.
Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 1993
50 Η Θεία Λειτουργία. Καμπάνες εικόνες κατακόμβες
Ο παπα-Αρσένιος και ο πατέρας Νικόλαος
Στο Αγιον Ορος σώζωνται κάποια χειρόγραφα ενός μοναχού ονόματι Παρθενίου, ο οποίος διηγείται μέσα σε αυτά τα εξής:
Είχε γνωριστεί με δύο Αγιορείτες μοναχούς έναν παπά, τον πατέρα Αρσένιο, και τον υποτακτικό του, τον πατέρα Νικόλαο.
Και οι δύο Γέρονται και υποτακτικός έζησαν για 10 χρόνια στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Ήδη όμως ζούσαν 40 χρόνια μοναχοί, δηλαδή ήσαν κάπως περασμένης ηλικίας.
Στις καθημερινές τους νυχτερινές Θείες Λειτουργίες πήγαινε πολύ τακτικά και ο πατήρ Παρθένιος, γι' αυτό και τα διηγείται.
Οι στιγμές και οι ώρες που περνούσε κοντά τους στη Θεία Λατρεία ήταν συγκλονιστικές.
Πήγαινα, γράφει ο μοναχός, εκεί στο απέριττο εκκλησάκι τους, για να απολαμβάνω και να τρέφομαι από την ουράνια, την κατανυκτική και την συντετριμμένη ψαλμωδία τους στη διάρκεια της πολύωρης Ακολουθίας.
Από την αρχή της Θείας Λειτουργίας μέχρι το τέλος η Εκκλησία πλημμύριζε από στεναγμούς, από κλαυθμούς και δάκρυα και από μία ακατάληπτη ευωδία.
Έβλεπα δύο Γέροντες αποξηραμένους από τη νηστεία, την αγρυπνία, την σκληρή άσκηση και την προσευχή.
Αδύνατοι ήταν όμως και σκελετωμένοι συγχρόνως και από τη φτώχεια της εποχής εκείνης τότε που βασίλευε.
Έβλεπα τον ένα μέσα στο Άγιον Βήμα, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, να στέκεται σαν αναμμένη λαμπάδα και να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει...
Απο τα δάκρυα και τους κλαυθμούς να μην μπορεί να κάνει εκφωνήσεις, να μην μπορεί να διαβάζει τις λειτουργικές αιτήσεις.
Τα Άμφιά του μούσκευαν από το πλήθος των δακρύων και το δάπεδο κάτω γίνονταν ποτάμι, λάσπη το χώμα.
Αλλά έβλεπα και τον άλλο τον υποτακτικό, τον πατέρα Νικόλαο, στο αναλόγιο, συνεχώς να ξεσπάει σε λυγμούς.
Οι πολλοί λυγμοί τον έπνιγαν και δεν μπορούσε να ψάλλει.
Έτσι κάθε τόσο και αυτός σταματούσε.
Περισσότερο ηκούοντο οι αναστεναγμοί και τα αναφιλητά των δακρύων παρά οι εκφωνήσεις και οι
ψαλμωδίες.
Εγώ, ο αμαρτωλός, συνεχίζει ο πατήρ Παρθένιος, ανάμεσα στους δύο αυτούς μεγάλους πύρινους στύλους αγιότητας και συντριβής έτρεμα.
Έτρεμα συνεχώς μη γνωρίζοντας πού να στρέψω τα μάτια μου και την ακοή μου μέσα στο Ιερό Βήμα ή πίσω στο αναλόγιο.
Από παντού δάκρυα και κλαυθμούς.
Πολλές φορές είτε στον Χερουβεικό ύμνο, είτε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, είτε στο Αξιον Εστί, είτε στη Θεία Κοινωνία η Εκκλησία γέμιζε από ουράνιο εκθαμβωτικό φως και πλημμύριζε από αγγελικές μελωδίες και ψαλμούς.
Παρούσα και αόρατη κατά δύναμη και κατά χάρη η θριαμβεύουσα Εκκλησία της Ανω Ιερουσαλήμ.
Και τότε προορώμην τον Κύριον μου δια παντός ίνα μη σαλευθώ.
Τα πάντα ελούζοντο έμψυχα και άψυχα, ορατά και αόρατα, επίγεια και ουράνια από μιά υπέρτατη, ανέκφραστη γλυκύτητα.
Και η πανταχού μυστική Θεία παρουσία του Σωτήρος Χριστού προς τα δύο εκείνα εξαϋλωμένα πλάσματά Του ήταν σαν να έλεγε:
- Προς τι να επιβλέψω ει μη προς τον πράον, ησύχιον, ταπεινόν και τρέμοντά μου τους λόγους; κατά τον Ησαϊα 66ο Κεφάλαιο.
Αλλά για αυτό το ζευγάρι όμως Γέροντος και υποτακτικού τον παπα-Αρσένιο και τον πατέρα Νικόλαο θα μιλήσουμε και άλλη φορά.
Ο νεωκόρος που χτυπούσε τις καμπάνες
Κάποτε ήταν ένας νεωκόρος ο οποίος είχε πολύ σεβασμό, πολλή ευλάβεια, πολύν φόβον Θεού.
Ήταν από εκείνους τους νεωκόρους που τους ζητάμε και τους θέλουμε σαν υπηρέτας και σαν βοηθούς μέσα στην Εκκλησία.
Ο Ναός είχε τρεις τέσσερις καμπάνες και τις χτυπούσε βέβαια με τα δυο του τα χέρια.
Ο Ναός ήταν προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου.
Κάποτε έπεσε και χτύπησε το αριστερό του το χέρι και δεν μπορούσε να χτυπήσει τις καμπάνες με το ένα του χέρι μονάχα.
Και ήταν πολύ στενοχωρεμένος.
Ερχόταν μεγάλη γιορτή, δεν μπορούσε με τον τρόπο που τις χτυπούσε τόσο γλυκά και με ρυθμό, πότε τη μία, πότε την άλλη, πότε όλες μαζί, πότε δύο δύο, πότε τρεις μία κτλ. όπως κάνουν στο Άγιο Όρος.
Δεν μπορούσε.
Λοιπόν τι να κάνει;
Πάει εδώ στον Τίμιο Πρόδρομο και του λέει:
- Για άκου, Αγιε, ναός σου είναι αυτός, το χέρι μου το είδες. Δεν μπορώ με το ένα χέρι, δεν μπορώ. Για έλα εδώ.
Τον παίρνει λοιπόν από το χέρι ο Τίμιος Πρόδρομος, τον πάει έξω στο καμπαναριό και του λέει:
- Για δείξε μου τώρα εδώ πώς χτυπάνε τις καμπάνες.
Παίρνει ο Τίμιος Πρόδρομος, κάνει θηλειές τα σχοινιά, του βάζει τη μια θηλειά στο ένα πόδι, την άλλη στο άλλο πόδι και τις άλλες δύο την μια στο χέρι εδώ και την άλλη στον αγκώνα και του έδειξε λοιπόν με ποιο θερμό τρόπο θα χτυπάει τις καμπάνες.
Έτσι και εγένηκε.
- Ευχαριστώ πολύ.
Ο χωρικός με την εικόνα του Αγίου Νικολάου
Κάποτε ένας ιεροκήρυκας έκανε μια περιοδεία και παιρνώντας έξω από ένα εξοχικό σπίτι, από μια στάνη, λέει:
- Δεν σταματώ και σε αυτόν εδώ τον χριστιανό; Κάτι θα βρω να του πω.
Μπήκε λοιπόν και άρχισε να του μιλάει για τον Κύριο.
Πρόσεξε λοιπόν ότι μέσα στα δωμάτιά του δεν είχε εικόνες.
Του λέει:
- Να μην έχεις εικόνες; Τι είναι αυτό; Εικόνες του Χριστού, της Παναγίας;
Εβγαλε ό,τι είχε στην τσεπούλα του, του έδειξε έτσι.
Του είπε και με το καντηλάκι να κάνουμε προσευχή.
- Α, λέει, θα πάω να πάρω.
Με την πρώτη ευκαιρεία λοιπόν κατεβαίνει κάτω στην πόλη και παίρνει μια εικόνα της Παναγίας.
Του άρεσε έτσι να κρατάει το Βρέφος Ιησού στην αγκαλιά της.
- Α, λέει, να πάρω και εκείνον τον Αγιο.
Τον είδε έτσι καβαλάρη εκεί απάνω με το ακόντιο να χτυπάει τον εχθρό από κάτω, τον Άγιο Δημήτριο.
- Για να πάρω και αυτόν τον μακρυγέννη τον Αγιο.
Αγιογραφημένος ο Αγιος Νικόλαος.
Τον πήρε λοιπόν, τον έβαλε μέσα στο σπιτάκι και άρχισε να κάνει την προσευχούλα του στους Αγίους, στην Παναγία, στον Αγιο Δημήτριο, στον Αγιο Νικόλαο.
Δεν περάσαν πολλές μέρες, έλειπε αυτός μια μέρα, μπήκαν μέσα στο σπίτι του κλέφτες, τον κλέψανε.
Και του τα πήραν όλα.
Δεν του άφησαν τίποτα.
Και έμειναν μόνο οι τρεις εικόνες.
Μπαίνει μέσα στο σπίτι έκπληκτος, τα βλέπει όλα, λέει:
- Μπα, κλέφτες μπήκανε, τα πήραν όλα, τίποτα δεν άφησαν.
Πάει λοιπόν στην εικόνα της Παναγίας μπροστά και λέει:
- Καλά εσύ έχεις να φροντίσεις ένα μωρό, να το ντύσεις, να το πλύνεις, να το φτιάξεις, δεν προλάβαινες, λέει, εσύ. Τι να πρωτοκάνεις; Το μωρό να κοιτάξεις ή τους κλέφτες; Δεν γίνεται.
Πάει στον άλλο.
Λέει:
- Εσύ είσαι καβαλάρης. Και εσύ ώσπου να βγάλεις το άλογο από τη στάνη, ώσπου να το ξυστρίσεις... οι κλέφτες φύγανε.
- Αμ, εσύ, του λέει, τεμπέλη τι έκανες; δεν έκανες τίποτα, απευθύνεται στον Αγιο Νικόλαο.
Δεν έκανες τίποτα, του λέει.
Τα πράματά μου γιατί μου τα πείραξαν;
Λοιπόν για τιμωρία σε βγάζω έξω.
Βγάζει λοιπόν την εικόνα του Αγίου Νικολάου και την κρεμάει έξω από την πόρτα.
- Θα καθίσεις εκεί, του λέει, μέχρι που να έρθουν τα πράγματα πίσω.
Την άλλη μέρα το πρωί καταφθάνουν οι κλέφτες φορτωμένοι με τα πράγματα.
- Παρτα γρήγορα, του λένε, γιατί ένας γέρος μας τρέλανε στο ξύλο.
Ο Αγιος Νικόλαος επέστρεψε τα πράγματα πίσω.
Οι 7 νέοι της Εφέσου
Στους βίους των Αγίων διαβάζουμε ένα πολύ σιγκινητικό γεγονός και παράδειγμα.
Είναι το παράδειγμα των 7 νέων της Εφέσου που γιορτάζει η Εκκλησία μας στις 4 Αυγούστου.
Οι νέοι αυτοί ζούσαν στην εποχή του φοβερού διωγμού του Δεκίου.
Για να μη συλληφθούν λοιπόν βγήκαν έξω από την πόλη, βρήκαν μια σπηλιά, μπήκαν μέσα, έφραξαν την είσοδο, έκαναν την προσευχή τους και κουρασμένοι όπως ήσαν έπεσαν να κοιμηθούν.
Όταν όμως ξύπνησαν και βγήκαν έξω από την σπηλιά κατάλαβαν ότι είχαν περάσει 200 χρόνια.
Είχε γίνει ένα θαύμα.
Ο Θεός έδωσε στους νέους αυτούς έναν τόσο μεγάλο ύπνο ώστε να ξυπνήσουν όταν πια ο διωγμός είχε πάψει.
Μαρτύρια στις κατακόμβες
1ο Μαρτύριο.
Στο μεγάλο διωγμό του Νουμεριανού, υιού του Μάρκου Αυρηλίου, ένα μεγάλο πλήθος χριστιανών είχε καταφύγει στις κατακόμβες των Αγίων Χρυσάνθου και Δαρείας.
Τους αντελήφθησαν όμως οι κατάσκοποι των ειδωλολατρών και μαζί με τους στρατιώτας έφραξαν
τις φανερές και τις κρυφές πύλες στις κατακόμβες καθώς και όλες τις τρύπες από όπου αερίζοντο και έτσι οι χριστιανοί παρέδωσαν τις άγιες ψυχές τους πεθαίνοντας και μαρτυρώντας μέσα εκεί από
ασφυξία.
Όταν μετά την πάροδο πολλών πολλών ετών ανοίχτηκε αυτή η κατακόμβη όλοι τους όσοι ευρέθησαν, όλοι οι χριστιανοί αυτοί του συγκεκριμένου αυτού μαρτυρίου και της συγκεκριμένης αυτής κατακόμβης, πώς νομίζετε ότι βρέθηκαν όλοι αυτοί οι χριστιανοί;
Βρέθηκαν όλοι να κρατούν στα χέρια τους Αγιο Ποτήριο.
Έτσι πέθαναν.
Γιατί φαίνεται πώς στον καθέναν είχε δοθεί από ένα.
Το κράτησαν.
Μέσα σε αυτό έβαλαν την Αγία Κοινωνία, Σώμα και Αίμα Χριστού.
Το πήραν και κρατώντας σφιχτά αυτό που έμεινε, το ξύλινο, το πήλινο, τι ήταν πέθαναν μαζί με αυτό.
2ο Μαρτύριο.
Ο Αγιος Στέφανος, Επίσκοπος Ρώμης, στο διωγμό που έγινε από τον Ουαλεριανό, υπέστη μαρτυρικό θάνατο μαζί με άλλους χριστιανούς.
Πώς; Μέσα σε μία κατακόμβη τελούσε τη Θεία Λειτουργία.
Όταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες ανακάλυψαν την κρύπτη όρμησαν μέσα, τράβηξαν γυμνά τα σπαθιά να τους σφάξουν.
Εκεί βλέπουν λοιπόν τον Άγιο Στέφανο μέσα σε αυτές τις μικρές αίθουσες των κατακομβών να λειτουργεί.
Μια φοβερή δύναμη τους κράτησε ακίνητους.
Υπάρχει για αυτό ομολογία.
Και τους κράτησε και ακίνητους και βωβούς μέχρις ότου τελείωσε η Θεία Λειτουργία.
Μόλις επερατώθη η Θεία Λατρεία ελευθερώθησαν αυτοί, όρμησαν και άρπαξαν τον Άγιο Στέφανο, τον έριξαν κάτω και τον απεκεφάλισαν μαζί με όλους τους άλλους χριστιανούς.
3ο Μαρτύριο.
Διάδοχος του Αγίου Στεφάνου υπήρξε ο Αγιος Σίξτος.
Και αυτός περιφρονώντας τις διαταγές του ίδιου χριστιανομάχου αυτοκράτορος κατέβηκε σε μία κατακόμβη του Πρετεξτάτου, έτσι λεγόταν η κατακόμβη, και ιερουρουργούσε των Αχράντων Μυστηρίων.
Επροδώθηκε όμως, ανακαλύφθη, συνελήφθη, καταδικάστηκε να μαρτυρήσει μπροστά στο Θυσιαστήριο, όπου τον είχαν συλλάβει.
Έτσι και έγινε.
Εκεί τον αποκεφάλισαν.
Μαζί όμως με τον Αγιο Σίξτο είχαν συλλάβει και τον Αρχιδιάκονό του. Αρχιδιάκονος του Αγίου Σίξτου ήταν ο μακάριος και μεγαλομάρτυς Λαυρέντιος, τον οποίο οι εθνικοί έψησαν σε πυρακτωμένη σχάρα σαν να ήταν ψάρι ή μπριζόλα.
Και υπάρχει το εξής προς τους δημίους, οι οποίοι είδαν και θαύμασαν και έγιναν χριστιανοί ομολογώντας πίστη.
Τι τους είπε;
- Ψήθηκα από εδώ. Γυρίστε με και από την άλλη πλευρά.
Στο Αγιον Ορος σώζωνται κάποια χειρόγραφα ενός μοναχού ονόματι Παρθενίου, ο οποίος διηγείται μέσα σε αυτά τα εξής:
Είχε γνωριστεί με δύο Αγιορείτες μοναχούς έναν παπά, τον πατέρα Αρσένιο, και τον υποτακτικό του, τον πατέρα Νικόλαο.
Και οι δύο Γέρονται και υποτακτικός έζησαν για 10 χρόνια στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Ήδη όμως ζούσαν 40 χρόνια μοναχοί, δηλαδή ήσαν κάπως περασμένης ηλικίας.
Στις καθημερινές τους νυχτερινές Θείες Λειτουργίες πήγαινε πολύ τακτικά και ο πατήρ Παρθένιος, γι' αυτό και τα διηγείται.
Οι στιγμές και οι ώρες που περνούσε κοντά τους στη Θεία Λατρεία ήταν συγκλονιστικές.
Πήγαινα, γράφει ο μοναχός, εκεί στο απέριττο εκκλησάκι τους, για να απολαμβάνω και να τρέφομαι από την ουράνια, την κατανυκτική και την συντετριμμένη ψαλμωδία τους στη διάρκεια της πολύωρης Ακολουθίας.
Από την αρχή της Θείας Λειτουργίας μέχρι το τέλος η Εκκλησία πλημμύριζε από στεναγμούς, από κλαυθμούς και δάκρυα και από μία ακατάληπτη ευωδία.
Έβλεπα δύο Γέροντες αποξηραμένους από τη νηστεία, την αγρυπνία, την σκληρή άσκηση και την προσευχή.
Αδύνατοι ήταν όμως και σκελετωμένοι συγχρόνως και από τη φτώχεια της εποχής εκείνης τότε που βασίλευε.
Έβλεπα τον ένα μέσα στο Άγιον Βήμα, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, να στέκεται σαν αναμμένη λαμπάδα και να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει...
Απο τα δάκρυα και τους κλαυθμούς να μην μπορεί να κάνει εκφωνήσεις, να μην μπορεί να διαβάζει τις λειτουργικές αιτήσεις.
Τα Άμφιά του μούσκευαν από το πλήθος των δακρύων και το δάπεδο κάτω γίνονταν ποτάμι, λάσπη το χώμα.
Αλλά έβλεπα και τον άλλο τον υποτακτικό, τον πατέρα Νικόλαο, στο αναλόγιο, συνεχώς να ξεσπάει σε λυγμούς.
Οι πολλοί λυγμοί τον έπνιγαν και δεν μπορούσε να ψάλλει.
Έτσι κάθε τόσο και αυτός σταματούσε.
Περισσότερο ηκούοντο οι αναστεναγμοί και τα αναφιλητά των δακρύων παρά οι εκφωνήσεις και οι
ψαλμωδίες.
Εγώ, ο αμαρτωλός, συνεχίζει ο πατήρ Παρθένιος, ανάμεσα στους δύο αυτούς μεγάλους πύρινους στύλους αγιότητας και συντριβής έτρεμα.
Έτρεμα συνεχώς μη γνωρίζοντας πού να στρέψω τα μάτια μου και την ακοή μου μέσα στο Ιερό Βήμα ή πίσω στο αναλόγιο.
Από παντού δάκρυα και κλαυθμούς.
Πολλές φορές είτε στον Χερουβεικό ύμνο, είτε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, είτε στο Αξιον Εστί, είτε στη Θεία Κοινωνία η Εκκλησία γέμιζε από ουράνιο εκθαμβωτικό φως και πλημμύριζε από αγγελικές μελωδίες και ψαλμούς.
Παρούσα και αόρατη κατά δύναμη και κατά χάρη η θριαμβεύουσα Εκκλησία της Ανω Ιερουσαλήμ.
Και τότε προορώμην τον Κύριον μου δια παντός ίνα μη σαλευθώ.
Τα πάντα ελούζοντο έμψυχα και άψυχα, ορατά και αόρατα, επίγεια και ουράνια από μιά υπέρτατη, ανέκφραστη γλυκύτητα.
Και η πανταχού μυστική Θεία παρουσία του Σωτήρος Χριστού προς τα δύο εκείνα εξαϋλωμένα πλάσματά Του ήταν σαν να έλεγε:
- Προς τι να επιβλέψω ει μη προς τον πράον, ησύχιον, ταπεινόν και τρέμοντά μου τους λόγους; κατά τον Ησαϊα 66ο Κεφάλαιο.
Αλλά για αυτό το ζευγάρι όμως Γέροντος και υποτακτικού τον παπα-Αρσένιο και τον πατέρα Νικόλαο θα μιλήσουμε και άλλη φορά.
Ο νεωκόρος που χτυπούσε τις καμπάνες
Κάποτε ήταν ένας νεωκόρος ο οποίος είχε πολύ σεβασμό, πολλή ευλάβεια, πολύν φόβον Θεού.
Ήταν από εκείνους τους νεωκόρους που τους ζητάμε και τους θέλουμε σαν υπηρέτας και σαν βοηθούς μέσα στην Εκκλησία.
Ο Ναός είχε τρεις τέσσερις καμπάνες και τις χτυπούσε βέβαια με τα δυο του τα χέρια.
Ο Ναός ήταν προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου.
Κάποτε έπεσε και χτύπησε το αριστερό του το χέρι και δεν μπορούσε να χτυπήσει τις καμπάνες με το ένα του χέρι μονάχα.
Και ήταν πολύ στενοχωρεμένος.
Ερχόταν μεγάλη γιορτή, δεν μπορούσε με τον τρόπο που τις χτυπούσε τόσο γλυκά και με ρυθμό, πότε τη μία, πότε την άλλη, πότε όλες μαζί, πότε δύο δύο, πότε τρεις μία κτλ. όπως κάνουν στο Άγιο Όρος.
Δεν μπορούσε.
Λοιπόν τι να κάνει;
Πάει εδώ στον Τίμιο Πρόδρομο και του λέει:
- Για άκου, Αγιε, ναός σου είναι αυτός, το χέρι μου το είδες. Δεν μπορώ με το ένα χέρι, δεν μπορώ. Για έλα εδώ.
Τον παίρνει λοιπόν από το χέρι ο Τίμιος Πρόδρομος, τον πάει έξω στο καμπαναριό και του λέει:
- Για δείξε μου τώρα εδώ πώς χτυπάνε τις καμπάνες.
Παίρνει ο Τίμιος Πρόδρομος, κάνει θηλειές τα σχοινιά, του βάζει τη μια θηλειά στο ένα πόδι, την άλλη στο άλλο πόδι και τις άλλες δύο την μια στο χέρι εδώ και την άλλη στον αγκώνα και του έδειξε λοιπόν με ποιο θερμό τρόπο θα χτυπάει τις καμπάνες.
Έτσι και εγένηκε.
- Ευχαριστώ πολύ.
Ο χωρικός με την εικόνα του Αγίου Νικολάου
Κάποτε ένας ιεροκήρυκας έκανε μια περιοδεία και παιρνώντας έξω από ένα εξοχικό σπίτι, από μια στάνη, λέει:
- Δεν σταματώ και σε αυτόν εδώ τον χριστιανό; Κάτι θα βρω να του πω.
Μπήκε λοιπόν και άρχισε να του μιλάει για τον Κύριο.
Πρόσεξε λοιπόν ότι μέσα στα δωμάτιά του δεν είχε εικόνες.
Του λέει:
- Να μην έχεις εικόνες; Τι είναι αυτό; Εικόνες του Χριστού, της Παναγίας;
Εβγαλε ό,τι είχε στην τσεπούλα του, του έδειξε έτσι.
Του είπε και με το καντηλάκι να κάνουμε προσευχή.
- Α, λέει, θα πάω να πάρω.
Με την πρώτη ευκαιρεία λοιπόν κατεβαίνει κάτω στην πόλη και παίρνει μια εικόνα της Παναγίας.
Του άρεσε έτσι να κρατάει το Βρέφος Ιησού στην αγκαλιά της.
- Α, λέει, να πάρω και εκείνον τον Αγιο.
Τον είδε έτσι καβαλάρη εκεί απάνω με το ακόντιο να χτυπάει τον εχθρό από κάτω, τον Άγιο Δημήτριο.
- Για να πάρω και αυτόν τον μακρυγέννη τον Αγιο.
Αγιογραφημένος ο Αγιος Νικόλαος.
Τον πήρε λοιπόν, τον έβαλε μέσα στο σπιτάκι και άρχισε να κάνει την προσευχούλα του στους Αγίους, στην Παναγία, στον Αγιο Δημήτριο, στον Αγιο Νικόλαο.
Δεν περάσαν πολλές μέρες, έλειπε αυτός μια μέρα, μπήκαν μέσα στο σπίτι του κλέφτες, τον κλέψανε.
Και του τα πήραν όλα.
Δεν του άφησαν τίποτα.
Και έμειναν μόνο οι τρεις εικόνες.
Μπαίνει μέσα στο σπίτι έκπληκτος, τα βλέπει όλα, λέει:
- Μπα, κλέφτες μπήκανε, τα πήραν όλα, τίποτα δεν άφησαν.
Πάει λοιπόν στην εικόνα της Παναγίας μπροστά και λέει:
- Καλά εσύ έχεις να φροντίσεις ένα μωρό, να το ντύσεις, να το πλύνεις, να το φτιάξεις, δεν προλάβαινες, λέει, εσύ. Τι να πρωτοκάνεις; Το μωρό να κοιτάξεις ή τους κλέφτες; Δεν γίνεται.
Πάει στον άλλο.
Λέει:
- Εσύ είσαι καβαλάρης. Και εσύ ώσπου να βγάλεις το άλογο από τη στάνη, ώσπου να το ξυστρίσεις... οι κλέφτες φύγανε.
- Αμ, εσύ, του λέει, τεμπέλη τι έκανες; δεν έκανες τίποτα, απευθύνεται στον Αγιο Νικόλαο.
Δεν έκανες τίποτα, του λέει.
Τα πράματά μου γιατί μου τα πείραξαν;
Λοιπόν για τιμωρία σε βγάζω έξω.
Βγάζει λοιπόν την εικόνα του Αγίου Νικολάου και την κρεμάει έξω από την πόρτα.
- Θα καθίσεις εκεί, του λέει, μέχρι που να έρθουν τα πράγματα πίσω.
Την άλλη μέρα το πρωί καταφθάνουν οι κλέφτες φορτωμένοι με τα πράγματα.
- Παρτα γρήγορα, του λένε, γιατί ένας γέρος μας τρέλανε στο ξύλο.
Ο Αγιος Νικόλαος επέστρεψε τα πράγματα πίσω.
Οι 7 νέοι της Εφέσου
Στους βίους των Αγίων διαβάζουμε ένα πολύ σιγκινητικό γεγονός και παράδειγμα.
Είναι το παράδειγμα των 7 νέων της Εφέσου που γιορτάζει η Εκκλησία μας στις 4 Αυγούστου.
Οι νέοι αυτοί ζούσαν στην εποχή του φοβερού διωγμού του Δεκίου.
Για να μη συλληφθούν λοιπόν βγήκαν έξω από την πόλη, βρήκαν μια σπηλιά, μπήκαν μέσα, έφραξαν την είσοδο, έκαναν την προσευχή τους και κουρασμένοι όπως ήσαν έπεσαν να κοιμηθούν.
Όταν όμως ξύπνησαν και βγήκαν έξω από την σπηλιά κατάλαβαν ότι είχαν περάσει 200 χρόνια.
Είχε γίνει ένα θαύμα.
Ο Θεός έδωσε στους νέους αυτούς έναν τόσο μεγάλο ύπνο ώστε να ξυπνήσουν όταν πια ο διωγμός είχε πάψει.
Μαρτύρια στις κατακόμβες
1ο Μαρτύριο.
Στο μεγάλο διωγμό του Νουμεριανού, υιού του Μάρκου Αυρηλίου, ένα μεγάλο πλήθος χριστιανών είχε καταφύγει στις κατακόμβες των Αγίων Χρυσάνθου και Δαρείας.
Τους αντελήφθησαν όμως οι κατάσκοποι των ειδωλολατρών και μαζί με τους στρατιώτας έφραξαν
τις φανερές και τις κρυφές πύλες στις κατακόμβες καθώς και όλες τις τρύπες από όπου αερίζοντο και έτσι οι χριστιανοί παρέδωσαν τις άγιες ψυχές τους πεθαίνοντας και μαρτυρώντας μέσα εκεί από
ασφυξία.
Όταν μετά την πάροδο πολλών πολλών ετών ανοίχτηκε αυτή η κατακόμβη όλοι τους όσοι ευρέθησαν, όλοι οι χριστιανοί αυτοί του συγκεκριμένου αυτού μαρτυρίου και της συγκεκριμένης αυτής κατακόμβης, πώς νομίζετε ότι βρέθηκαν όλοι αυτοί οι χριστιανοί;
Βρέθηκαν όλοι να κρατούν στα χέρια τους Αγιο Ποτήριο.
Έτσι πέθαναν.
Γιατί φαίνεται πώς στον καθέναν είχε δοθεί από ένα.
Το κράτησαν.
Μέσα σε αυτό έβαλαν την Αγία Κοινωνία, Σώμα και Αίμα Χριστού.
Το πήραν και κρατώντας σφιχτά αυτό που έμεινε, το ξύλινο, το πήλινο, τι ήταν πέθαναν μαζί με αυτό.
2ο Μαρτύριο.
Ο Αγιος Στέφανος, Επίσκοπος Ρώμης, στο διωγμό που έγινε από τον Ουαλεριανό, υπέστη μαρτυρικό θάνατο μαζί με άλλους χριστιανούς.
Πώς; Μέσα σε μία κατακόμβη τελούσε τη Θεία Λειτουργία.
Όταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες ανακάλυψαν την κρύπτη όρμησαν μέσα, τράβηξαν γυμνά τα σπαθιά να τους σφάξουν.
Εκεί βλέπουν λοιπόν τον Άγιο Στέφανο μέσα σε αυτές τις μικρές αίθουσες των κατακομβών να λειτουργεί.
Μια φοβερή δύναμη τους κράτησε ακίνητους.
Υπάρχει για αυτό ομολογία.
Και τους κράτησε και ακίνητους και βωβούς μέχρις ότου τελείωσε η Θεία Λειτουργία.
Μόλις επερατώθη η Θεία Λατρεία ελευθερώθησαν αυτοί, όρμησαν και άρπαξαν τον Άγιο Στέφανο, τον έριξαν κάτω και τον απεκεφάλισαν μαζί με όλους τους άλλους χριστιανούς.
3ο Μαρτύριο.
Διάδοχος του Αγίου Στεφάνου υπήρξε ο Αγιος Σίξτος.
Και αυτός περιφρονώντας τις διαταγές του ίδιου χριστιανομάχου αυτοκράτορος κατέβηκε σε μία κατακόμβη του Πρετεξτάτου, έτσι λεγόταν η κατακόμβη, και ιερουρουργούσε των Αχράντων Μυστηρίων.
Επροδώθηκε όμως, ανακαλύφθη, συνελήφθη, καταδικάστηκε να μαρτυρήσει μπροστά στο Θυσιαστήριο, όπου τον είχαν συλλάβει.
Έτσι και έγινε.
Εκεί τον αποκεφάλισαν.
Μαζί όμως με τον Αγιο Σίξτο είχαν συλλάβει και τον Αρχιδιάκονό του. Αρχιδιάκονος του Αγίου Σίξτου ήταν ο μακάριος και μεγαλομάρτυς Λαυρέντιος, τον οποίο οι εθνικοί έψησαν σε πυρακτωμένη σχάρα σαν να ήταν ψάρι ή μπριζόλα.
Και υπάρχει το εξής προς τους δημίους, οι οποίοι είδαν και θαύμασαν και έγιναν χριστιανοί ομολογώντας πίστη.
Τι τους είπε;
- Ψήθηκα από εδώ. Γυρίστε με και από την άλλη πλευρά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)