Τετάρτη 9 Μαρτίου 2005
Η καρδιά καί ο τρόπος τής προφορικής ευχής
Ομιλία 129, Η Νοερά Προσευχή (μέρος 3ον)
9/3/2005
Κάποτε, όπως μου διηγείτο στα παιδικά μου χρόνια ο παπα-Θόδωρος, ο ιερεύς που με βάπτισε, κάλεσαν κάποιο βράδυ τον παππού του, που ’ταν και αυτός ιερεύς με το όνομα παπα-Γιώργης, για να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ετοιμάστηκε ο παππούς ιερεύς, παίρνοντας μαζί του τον εγγονό του, Θεόδωρο, για να κρατάει το φαναράκι αναμμένο και να πηγαίνει έτσι μπροστά. Πήγε στην εκκλησία, πήρε το Άγιο Ποτήριο με τη Θεία Κοινωνία, αφού προηγουμένως φόρεσε το πετραχήλι του και έβαλε στους ώμους του τον αέρα. Έτσι γινόταν τα παλιά χρόνια. Μπροστά πήγαινε ο μικρός, ο Θοδωρής, με το φαναράκι και ένα μικρό θυμιατό. Ήταν χειμώνας και οι δρόμοι ήσαν έρημοι και το κρύο πολύ. Σε μια στροφή του δρόμου, συναντούν μια σκοτεινή σιλουέτα - μόλις φαινόταν. Ο ιερεύς ούτε καν την πρόσεξε διότι όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στο Άγιον Ποτήριον και στη φύλαξη των Τιμίων Δώρων, του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εκείνη η σκιά ήταν γυναίκα, σταμάτησε απότομα και έντρομη. Ο παπάς, χωρίς να δώσει σημασία, προχώρησε στο δρόμο του. Πήγε στο σπίτι του αρρώστου και τον κοινώνησε. Σε λίγο γύρισε πίσω από τον ίδιο δρόμο και άρχισε να σιγοβρέχει. Κάτω ο δρόμος ήταν γεμάτος λασπόνερα. Και βλέπει σε μια στιγμή μια γυναίκα, γονατιστή μέσα στις λάσπες και στα νερά, να κλαίει με λυγμούς. Ήταν η ίδια, που είχε συναντήσει πριν.
- Στάσου παπά μου, του λέει, μην προχωρήσεις άλλο.
Σταμάτησε ο ιερεύς έκπληκτος και κείνη άρχισε με λυγμούς να διηγείται τα εξής που τάκουσε και ο μικρός ο Θεόδωρος, ο μετέπειτα παπα-Θόδωρος, που είχε σταματήσει και κείνος.
- Εγώ προηγουμένως παπά μου πήγαινα να αμαρτήσω. Να λερώσω το στεφάνι μου. Όταν, όμως, έφτασες κοντά μου, βγήκε μια φωνή από τη Θεία Μεταλαβιά, προφανώς βέβαια απ’ το Άγιο Ποτήριο, και μου είπε «Τι πας να κάμεις παιδί μου, τι πας να κάμεις;» Η φωνή ήταν τόσο γλυκειά αλλά και τόσο πονεμένη, που λύγισα, ντράπηκα. Και έπεσα στα γόνατα και άρχισα να κλαίω, να κλαίω και να κλαίω μέχρι τώρα. Παπά μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με την αμαρτωλή, και συνέχισε να κλαίει με λυγμούς.
Και κείνος ο απλοϊκός αλλά αγιασμένος λευΐτης του χωριού, ακούμπησε στο κεφάλι της το Άγιο Ποτήριο, ναι, πάνω στο κεφάλι της, και της είπε:
- «Λελυμένη και συγκεχωρημένη, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Μόνον μηκέτι αμάρτανε».
Επανέλαβε τους λόγους του Κυρίου που είπε προς την μοιχαλίδα γυναίκα, που την είχαν πιάσει επ’ αυτοφόρω, όπως μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, τα ίδια εκείνα λόγια: «Μηκέτι αμάρτανε». Και κίνησε να φύγει. Φεύγοντας, την άφησε γονατιστή και την άκουσε βέβαια να λέγει εκεί όπως ήταν γονατιστή, «Θεέ μου, συγχώρεσέ με». «Θεέ μου, συγχώρεσέ με την αμαρτωλή, Χριστέ μου, ελέησέ με, Θεέ μου συγχώρεσέ με, ντρέπομαι», και άλλα πολλά τέτοια όμοια. «Και σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με συγχώρεσες, δεν θα το ξανακάμω».
Αλήθεια τι θαύματα μπορεί να κάμει ο Θεός, για να σώσει, έστω και μια ψυχή. Τι θαύματα… Μετά την απόθεση της Θείας Κοινωνίας στην Αγία Πρόθεση, λέγει ο παπα-Γιώργης στον εγγονό του:
- Έως ότου πεθάνουμε, και εγώ και αυτή δυστυχισμένη γυναίκα, δε θα μιλήσεις ποτέ, παιδί μου.
Και συνέχισε ο παπα-Θόδωρος:
- Στέφανε, παιδί μου, η αληθινή μετάνοια και η πίστις κάνουν θαύματα. Και τα κάνουν πάντοτε, και σήμερα! Tα πιο πολλά δεν τα ξέρουμε.
Άραγε, τι μάθημα ήθελε να μου δώσει εμένα; Το μικρό παπαδάκι, που βρισκόμουν μέσα στο Άγιο Βήμα. Τι μάθημα; Το θαύμα; Την πρόνοια του Θεού για το πεσμένο πλάσμα του; Τη δύναμη της μετανοίας; Το ευόλιστον της ανθρώπινης αδυναμίας; Τι απ’ όλα αυτά; Ή όλα μαζί;
Λέγαμε, χριστανοί μου, ότι οι τρόποι της προσευχής είναι πολλοί. Οι τρόποι της νοεράς προσευχής, διότι γι’ αυτήν γίνεται ο λόγος. Και θ’ αποδείξουμε ότι είναι δυνατή και μέσα στον κόσμο. Τα παραδείγματα είναι ζωντανά. Και ανάμεσα από σας. Από τους χριστιανούς που ζουν και αγωνίζονται σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο εν Χριστώ. Και ο καλύτερος τρόπος είναι ο προφορικός. Το να λέμε δηλαδή την ευχή με το στόμα, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" με το στόμα, αλλά μπορούμε, όμως, να το λέμε και ψιθυριστά με τα χείλη, που μόλις μόλις να ακούγεται αλλά εμείς βέβαια έχουμε άμεση συναίσθηση. Και πότε πότε να το λέμε και από μέσα μας. Σιγά σιγά συνηθίζεται αυτό, το από μέσα μας, και μας αρέσει πιο πολύ, και θα δούμε τον λόγο.
Άλλοτε πρέπει να την λέμε αργά, καθαρά, ήσυχα, ήρεμα, χωρίς βία και χωρίς πίεση. Άλλοτε γρήγορα, ακόμα πιο γρήγορα. Ακόμα πιο γρήγορα, ταχύτατα, με πίεση, με πολλή βία. Έστω και αν αυτό προκαλέσει ακόμα και πονοκέφαλο. Και το σκύψιμο της κεφαλής να γίνεται βαθύτερο.
Διαφέρουμε απ’ αυτό, από όλες τις μεθόδους, που χρησιμοποιούν οι ανατολικές θρησκείες. Και όλες οι παραφυάδες των Ινδουιστών και των γκουρού. Διότι αυτοί επιδιώκουν χαλάρωση, εμείς επιδιώκουμε βία, πόνο. Γιατί με πόνο πρέπει να ζητάμε το έλεος του Αγίου Θεού. Γιατί είμαστε αμαρτωλοί.
Όσο, λοιπόν, αρχίζουμε και συνηθίζουμε να τη λέμε από μέσα μας, δηλαδή μ’ αυτό, όπως λέγεται, με τον ενδιάθετο λόγο, με τον εσωτερικό μας λόγο, στο τέλος, όπως λέγαμε και την περασμένη φορά, την ευχή την παίρνει ο νους, όπως ακριβώς το χταπόδι αρπάζει το θύμα του. Έτσι ακριβώς κάνει και ο νους. Αιχμαλωτίζει την ευχή. Αιχμαλωτίζει αυτές τις λέξεις. Και γίνεται ένα μ’ αυτές. Τότε μόνον όταν ο νους γίνει ένα με την ευχή, με τις πέντε λέξεις, αργότερα γίνονται τρείς, ύστερα γίνονται δύο, ύστερα γίνεται μία, όλος ο νους γίνεται ΙΗΣΟΥΣ, γίνεται ΦΩΣ. Και τότε μπορεί και κατεβαίνει στην καρδιά. Και τότε η ευχή λέγεται ΑΠΟ την καρδιά. Με την καρδιά τη λέμε γιατί έχουμε όλη τη διάθεση να αγαπήσουμε τον Θεόν, εξ όλης ψυχής και εξ όλης καρδίας, δηλαδή με όλη μας την καρδιά. Αυτή την αγάπη μας με όλη μας την καρδιά την εκφράζουμε και με την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" και το λέμε με όλη μας την καρδιά. Αυτό το «με όλη μας την καρδιά» έχει πολύ μεγάλη διαφορά να λέγεται η ευχή «από την καρδιά». Διότι τότε λέγεται μόνη της. Δηλαδή λέγεται από το Άγιον Πνεύμα που δε λέγει μόνον "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" αλλά κράζει και «Αββά ο Πατήρ», «είσαι ο Πατέρας μου», «είσαι ο Θεός μου», «είσαι ο Σωτήρας μου», «είσαι ο Λυτρωτής μου», «είσαι ο Πλάστης μου, μπροστά στον οποίον θα βρεθώ, για να με κρίνεις».
Πότε αργά αργά, πότε σύντομα, πότε γρήγορα. Οι αναπνοές μας να είναι αργές και ήρεμες. Εισπνέουμε αργά "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", εκπνέουμε αργά, σιγά σιγά, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Αυτός είναι ένας τρόπος.
Ο δεύτερος τρόπος είναι κόβουμε την ευχή στη μέση. Με την εισπνοή, λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», με την εκπνοή, «ελέησόν με», αν θέλουμε ως βοηθητικό μέσον την αναπνοή μας.
Ο τρίτος τρόπος είναι κρατάμε την αναπνοή, εισπνέομε, κρατάμε την αναπνοή μας, λέμε πέντε δέκα φορές το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" και εκπνέουμε πάλι αργά αργά. Ο καθένας, όπως ευκολύνεται. Δεν υπάρχουν μέθοδοι… δεν υπάρχουν.
Ο γενικός τρόπος είναι να λέμε την ευχή, είτε προφορικά, είτε ψιθυριστά, είτε από μέσα μας παντού και πάντοτε. Και στη δουλειά και στο σπίτι και στο δρόμο. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Όταν τρώμε. Όταν περπατάμε. Όταν συζητάμε, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Και ειδικότερα, όταν είσαστε μέσα στο ναό.
Κάποτε, που λέγατε, πριν από πολλά χρόνια, πολλοί από σας τους χριστιανούς μέσα εδώ στο ναό το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", μυστικά μέσα σας, είχε έλθει ένας ερημίτης απ’ το Άγιον Όρος και ήταν στο Άγιον Βήμα, και λέει, λοιπόν, τουλάχιστον από διακόσια στόματα λέγεται αυτή τη στιγμή η ευχή. Πώς το πήρε είδηση αυτό;
"Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Ούτε καλημέρα σας και τι κάνετε. Τίποτα. Σκύψιμο της κεφαλής και "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Γλυκάθηκε ο νους; Ε, δεν ξεκολλάει η ευχή. Ευφράνθηκε η καρδία, σκλαβώθηκε για πάντα απ’ τη Θεία Αγάπη. Και από τον πνευματικόν έρωτα - δεν τον έχετε νοιώσει ποτέ αυτόν τον έρωτα. Απ’ αυτό το θείο και ακατάληπτο αυτό αδολέσχημα της ευχής, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", δεν αποσπάται ο νους με τίποτα και για τίποτα. Υπήρχαν όσιοι και ασκηταί και ερημίτες και μοναχοί, όπως και σήμερα υπάρχουν, που για ώρες ατέλειωτες λένε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", και διαρκώς ζουν μέσα σ’ ένα άπειρο πέλαγος θείας ευφροσύνης, ανεκφράστου μακαριότητος και γλυκύτητος.
Η νοερά προσευχή, κατ’ αυτόν τον τρόπον, δημιουργεί μέσα στον προσευχόμενον θεία φλόγα. Θεία αγάπη, θεία ενέργεια. Η θέρμη κινεί την προσευχή και η προσευχή γεννά την θέρμη. Όλους και όλα τα συγχωρούμε. Όλους και όλες και όλα τα αγαπάμε. Όλα τα λάθη είναι δικά μας και όλοι γύρω μας είναι άγιοι. Αυτό κάνει η ευχή. Δεν το νοιώθουμε; Δεν κάνουμε τίποτα μέσα μας. Και, όταν πυρποληθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, τότε καίγονται οι λογισμοί, καίγονται οι φαντασιώσεις, καίγονται οι μετεωρισμοί, καίγονται σιγά σιγά οι επιθυμίες, οι αδυναμίες, βέβαια και ακόμα πολύ πιο αργά τα πάθη. Σιγά σιγά, εκείνα μέχρι που να φτάσουν, αν όχι στην εκρίζωσή τους, αλλά τουλάχιστον όμως στην αποκοπή τους. Βλέπουμε τι κόπο κάνουν οι ξυλοκόποι για να κόψουν ένα δένδρο, δεν το βγάζουν από τη ρίζα του, το κόβουν όσο μπορούν στη βάση, και, αν θέλουν να μην ξαναφυτρώσει, ρίχνουν γύρω γύρω πετρέλαιο και έτσι μαραίνεται μια για πάντα.
Να πάμε λίγο βαθύτερα; Πρέπει να πάμε.
Δεν είμαστε φτιαγμένοι μόνον για τη γη, είμαστε φτιαγμένοι για τον ουρανό – σήμερα αύριο φεύγουμε. Πρώτος, βέβαια, θα φύγω εγώ. Αλλά φεύγουμε όμως. Η ηλικία μας είναι τέτοια. Είμαστε πέντε χρονών, γινόμαστε δέκα, είκοσι, πενήντα, εβδομήντα… ογδόντα … πόσο θα πάει ακόμα … άντε ενενήντα. Ύστερα φεύγει ο άνθρωπος. Πού πάει; Στο Χριστό πρέπει να πάει. Εκεί που πρέπει να πάει, εκεί πρέπει προηγουμένως να το βιώσει αυτό. Και ο καλύτερος τρόπος να βιώσει κανένας αυτό είναι η μυστηριακή κοινωνία, δηλαδή το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, να νοιώσει να κατέρχεται δια του Παναγίου Σώματος και Αίματος του Χριστού, ολόκληρη η Αγία Τριάδα μέσ’ στην καρδιά του, σε όλο του το ψυχοσωματικό είναι. Έτσι λοιπόν γίνεται και με την ευχή. Αισθάνεται την Παναγία Τριάδα να κατέρχεται και να ενοικεί μέσα του. Γι’ αυτό λέει «προς αυτόν ελευσόμεθα, και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν». Και τότε οψώμεθα φως το απρόσιτον, σύμφωνα και με την ευχή της Πρώτης Ώρας «Χριστέ το Φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, σημειωθείτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου Σου, ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως το απρόσιτον». Φως ανέσπερον, φως αδιάδοχον και εράσμιον. Φως μακάριον και φαεινόν. Φως τρισήλιον και τριφεγγές. Φως Πασχαλινόν. Φως γλυκύτατον, φως άκτιστον, φως άδυτον και ειρηνόδωρον, φως αγάπης Χριστού. Μέσα απ’ αυτό το φως βλέπομε το φως του Θεού. Όχι το φως που έχει μέσα ο νους, άλλο αυτό. Και άλλο το φως του Θεού και άλλο το φως του νοός. Γι’ αυτό υπάρχουν τόσες και τόσες πλάνες.
Ζούμε μέσα από την καρδιακή προσευχή, σε μία παλλευκη αυγή, πάντοτε πλημμυρισμένη από το θεοειδέστατο αυτό ενυπόστατο και τρισυπόστατο μακάριον φως.
Επανερχόμεθα, όμως, στην προφορική ευχή και λέμε ότι αυτό είναι το στάδιον των αρχαρίων, και όλους εκείνους που επιθυμούν εν Αγίω Πνεύματι να εργάζονται την ευχή και να δουν λίγο καλύτερες ημέρες στη ζωή τους, και στην οικογένειά τους. Και όλοι μας είμαστε αρχάριοι και πρώτος εγώ. Επίμονος λοιπόν και απαραίτητος αρχή για την επιτυχία του τελικού σκοπού, που δεν είναι η κατάκτηση της καρδιάς από το παντοδύναμον αυτό όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αυτός και είναι και ο τελικός σκοπός, η κατάκτησις της καρδιάς από το Χριστό. Στην καρδιακή προσευχή έχει θέση ο νους. Έχει θέση ο λόγος, ο λόγος που ομιλούμε. Ο προφορικός γίνεται ενδιάθετος, γίνεται εσωτερικός, μιλάμε και από μέσα μας. Έχουμε και γραπτό λόγο. Τον γράφουμε το λόγο μας. Τον σκεπτόμεθα τον λόγο μας. Μπορούμε ακόμα και να τον σχηματίσουμε το λόγο μας, να σχηματίσουμε δηλαδή με το νου μας λέξεις, γραμμές. Να σχηματίσουμε σχέδια, οτιδήποτε θέλουμε. Προφορικός, λοιπόν, και εσωτερικός λόγος, αυτά τα δυο πρέπει στο τέλος να γίνουν ένα, και να μιλούμε από μέσα μας μόνον, και να λέμε μόνον από μέσα μας, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Αυτά λοιπόν τα τρία πράγματα, μας λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή ο νους, που προσέχει, ο λόγος που λέγει την ευχή, και η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που έχουμε από το Άγιον Βάπτισμα, αυτά τα τρία πρέπει να γίνουν ένα. Μία αδιαίρετη ενότητα. Όπως αδιαίρετη ενότητα είναι και ο Πανάγιος Τριαδικός Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.
Ο νους, όμως, δεν είναι όπως είναι ο Θεός. Και δύσκολα προσκολλάται πάνω στις λέξεις της ευχής, γι’ αυτό βλέπομε ότι διαρκώς τρέχει πότε από δω και πότε από κει. Το παράπονό μας, όταν πάμε να εξομολογηθούμε, είναι ότι δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε στην Εκκλησία, δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε όταν κάνουμε προσευχή στο σπίτι μας, δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε όταν διαβάζουμε το λόγο του Θεού ή κάποιο ιερό βιβλίο γιατί διαπιστώνουμε συχνά πυκνά ότι το μυαλό μας τρέχει πότε από δω και πότε από κει και δεν μπορούμε να το συμμαζέψουμε, λες και είναι κανένας αλήτης. Δε συμμαζεύεται με τίποτα και είναι πράγματι αλήτης ο νους. Εμείς, όμως, θέλουμε να τον συμμαζέψουμε, εμείς με τη θέλησή μας, η προαίρεσίς μας, αυτό που θέλουμε εμείς είναι το έλεος του Θεού. Αυτό λοιπόν να ενωθεί με αυτό που φωνάζουμε και μαζί με το νου να κατέβουν και να ενωθούν με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Με την πτώση των Πρωτοπλάστων και την εκδίωξη του Αδάμ από τον Παράδεισο, ο νους μας έχασε τον προσανατολισμό του. Από τότε όλοι οι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, και μεις μαζί, ψάχνουμε να βρούμε το χαμένο Παράδεισο, τη χαμένη μας πατρίδα. Γι’ αυτό ο νους τρέχει πότε από δω και πότε από κει. Ο Παράδεισος ήτανε γλυκύτατος, ήτανε η θεία μακαριότης. Ξεγελιέται, λοιπόν, ο νους από τις χαρές και τις ηδονές τούτου του κόσμου και βγαίνει έξω απ’ τον εαυτό του και τρέχει πότε από δω και πότε από κει σαν περιπλανώμενος κατάδικος, ή σαν τον άνθρωπον που ψάχνει να βρει, είναι όλο ανησυχία, τρέχει από δω, τρέχει από κει, να βρει λίγη ησυχία, να βρει λίγη ηρεμία, να βρει λίγη ευτυχία, να βρει λίγη γλυκύτητα, και κάνει αυτό και κάνει εκείνο, πότε πίνει, πότε μεθάει, πότε παίζει, πότε γλεντάει, πότε χορεύει, πότε, πότε, πότε, πότε, χίλια δυο πράγματα κάνει ο άνθρωπος για να βρει αυτό που του λείπει.
Αλλά η Βασιλεία του Θεού, όμως, δε βρίσκεται σε όλα αυτά τα τεχνητά που έχει γύρω ο κόσμος μας. Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί. Και, είπαμε και την Κυριακή, «εν φυλακή ήμην και ουκ επισκέψασθέ με». Δυστυχώς η Θεία Χάρις κλείστηκε μέσα μας, κλειδώθηκε, τη θύρα, της πέρασαν χειροπέδες, τα πάθη και οι αδυναμίες. Και ο Κύριος δεν μπορεί να μπει. Κτυπάει την πόρτα, «ιδού ίσταμαι επί την θύραν και κρούω», χτυπάει την πόρτα της καρδιάς μας και κακά τα ψέματα, δεν του ανοίγουμε του Κυρίου.
Ανοίγουμε, βέβαια, τι λέγει, μας λέγει η τηλεόρασις με τα σκάνδαλα. Ανοίγουμε βέβαια την πόρτα της καρδιάς μας, σε όλες εκείνες τις σαχλαμάρες, τις αηδίες, με τις οποίες γεμίζει όλο σκοτάδι ο νους μας μέσα απ’ αυτά τα διαβολοκούτια. Το κάνουμε αυτό. Αλλά, όμως, ανοίγουμε και την πόρτα της καρδιάς μας σε όσα έρχονται και μας ψιθυρίζουν οι διπλανοί μας, σε κουτσομπολιά και σε κατακρίσεις, και σε ό,τι άλλο προσφέρει αυτός ο ψεύτικος κόσμος.
Εμείς, όμως, που ζούμε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο και που ξέρουμε ότι μια μέρα θα φύγουμε, θέλουμε δε θέλουμε, πρέπει να το καταλάβουμε ότι θα φύγουμε, ότι θα πεθάνουμε, πέθανε ο πατέρας μας, η μητέρα μας, ο παππούς μας, η γιαγιά μας, ο προπάππους, οι προπαππούδες, οι προγιαγιάδες, όλοι πέθαναν. Θα πεθάνουμε και μείς.
Πριν πεθάνουμε να βρούμε τον χαμένο Παράδεισο. Είναι μέσα μας, στην καρδιά μας. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ελάτε, εδώ είναι ο Παράδεισος, είναι το Άγιο Δισκοπότηρο, ανοίξτε την καρδιά σας και βάλτε το μέσα, μας φωνάζει ο Κύριος. Και μεις λέμε, «Έλα, δε μας παρατάς, ρε παπά, λέω εγώ τώρα, άντε, φτάνει … που κάνεις εκείνο και εκείνο και εκείνο», μα δε μιλάει ο ιερεύς, η φωνή του Θεού είναι αυτή, δεν είναι του ιερέως, δεν είναι του Αρχιερέως, δεν είναι του διακόνου, δεν είναι του μοναχού, η φωνή του Θεού είναι…
Άρα, λοιπόν, η πορεία πρέπει να γίνει προς τα μέσα μας. Προς την καρδιά μας. Προς τον εν φυλακή ευρισκόμενον Κύριον, σ’ αυτό το βάθος.
Κάποτε ένας θεοσεβής ιερεύς, λειτουργούσε του Αγίου Δημητρίου, τον οποίον ευλαβείτο πολύ, λόγω του ότι ήτο μεσοβδόμαδα, οι χριστιανοί στο ναό ήσαν λίγοι. Η λειτουργία προχώρησε και έφθασε η στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. «Τα σά εκ των Σών», έσκυψε βαθιά βαθιά και διάβασε την ευχή, «έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν». Ανορθώθηκε και είπε «και ποίησον τον μεν άρτον τούτον», «τω δε εν τω ποτηρίω τούτο μεταβαλλών» και τα λοιπά, αμήν, αμήν, αμήν, για να μην λέμε όλες τις λέξεις … Και μια φοβερή άστραπή ήλθε απ’ το πουθενά, απ’ τον ουρανό … δεν ξέρει. Απ’ την κόχη του Αγίου Βήματος … δεν ξέρει. Απ’ τον τρούλο του ναού; .. τον Παντοκράτορα, τον Κύριο.. δεν ξέρει, δεν κατάλαβε. Εκείνο που είδε και ένοιωσε είναι ότι η αστραπή ήλθε και κτύπησε πάνω στην Αγία Τράπεζα, χράπ.. και την χώρισε στα δύο, χωρίς να αγγίξει τα Τίμια Δώρα. Και κείνος έμεινε βουβός και άφωνος. Γεμάτος έκπληξη και δέος και φόβο, ιερό φόβο, και τότε τα πάντα περιελούσθησαν από τον ανέσπερον, τον άδυτον ήλιον της Τρισηλίου Θεότητος. Πρωτόγνωρα αισθήματα τον κατέλαβαν, δεν μπορούσε ο καημένος να μου τα περιγράψει. Ήτο εκστατικός για αρκετά λεπτά και άφωνος και ακίνητος. Τι είδους ουράνια αστραπή ήταν αυτή; Και τι ήθελε να δηλώσει, τι να σφραγίσει, τι να επιβεβαιώσει; Και τότε αυθόρμητα, παρά τη βουβαμάρα του, φώναξε από μέσα του, από μέσα του, όμως, από μέσα του βγήκε η δυνατή κραυγή χωρίς να ακουστεί προς τα έξω. «Κύριε είσαι ο αληθινός Θεός, ο Σωτήρας του κόσμου». «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν», ξανάλεγε και ξανάλεγε ο ιεροψάλτης αλλά, που να συνέλθει ο ευλογημένος εκείνος παππούλης. Τελικά ο μπάρμπα Γιώργος ο ψάλτης μπήκε στο ιερό να δει τι γίνεται. Και με το «έ παπά», που του είπε, «τι θα γίνει με σένα, ακόμα να συνέλθεις», «τι έπαθες, είσαι καλά;» όλα επανήλθαν στη φυσικότητά τους. Με τις φωνές του ψάλτου συνήλθε ο ιερεύς, σηκώθηκε, πήρε το θυμιατό μόνος του, έβαλε θυμίαμα και, τρεμάμενος, είπε «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης» και τα λοιπά.
Μετά απ’ αυτό το συνταρακτικό γεγονός για λίγον καιρό, πριν απ’ τον καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων, αν δεν είχε κάποιο παιδάκι μέσ’ στο Άγιον Βήμα, έβγαινε στην Ωραία Πύλη και φώναζε «Ε, μπάρμπα Γιώργο, έλα δω, έλα μεσ’ στο Ιερό, κάτσε εδώ στην Αγία Τράπεζα, δίπλα και γονάτισε». «Μπάρμπα Νίκο, μπάρμπα Κώστα, μπάρμπα Γιάννη…», τους φώναζε λοιπόν έναν έναν. Του είχε δημιουργηθεί, τρόπον τινά, όπως το διεπίστωσε και ο ίδιος, ένας ιερό φόβος, μη τυχόν ξανασυμβούν τα ίδια φοβερά πράγματα τα οποία, ως άνθρωπος χωμάτινος και αμαρτωλός, δεν μπορούσε πλέον να αντέξει.
Πολλά τα μυστήρια του Αγίου Θεού. Πόσες φορές συνέβησαν στον εν λόγω ιερέα, όπως έλεγε, ήταν για να δυναμώσει η πίστις του, που μερικές φορές εκλονίζετο - άνθρωπος ήταν κι αυτός - κάτω απ’ το βάρος των ποικίλων και πολλών του προβλημάτων.
Ναι, πάτερ μου, ναι, πάτερ μου, μου έλεγε. Πολλές φορές κλονίστηκα στην πίστη μου, αλλά τα έκτακτα αυτά αληθινά γεγονότα, τα υπερφυσικά και τα ακατάληπτα, που ο Θεός μου παρουσίαζε κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας, στερέωναν την πίστη μου. Και στο βάπτισμα είδα θαύμα. Και στο γάμο είδα θαύμα. Είδα κατάλευκο περιστέρι να κατεβαίνει στις κεφαλές των νεονύμφων, που είχαν προσέλθει αγνότατοι στο μυστήριο του γάμου, όπως τους είχε γεννήσει η μάνα τους. Είδα θαύματα απ’ το ευχέλαιο και θαύματα στο ιερό μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Και όλα αυτά έγιναν για να στερεώνουν την δική μου απιστία και να ομολογώ, όπως ο Απόστολος Θωμάς, «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου Δόξα σοι».
Ο λόγος μας, αδελφοί μου, για το τρίτο κατά σειρά κήρυγμα, είναι η προφορική προσευχή με το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", και η κάθαρσή μας από τα διάφορα πάθη.
Πρώτα, καθαρίζεται ο νους από τις ακαθαρσίες των λογισμών, των πονηρών, των αισχρών, των βρωμερών, των διεστραμμένων και των βλασφήμων, και ύστερα καθαρίζεται η καρδιά ως κέντρον του όλου ψυχοσωματικού ανθρώπου.
Η καρδιά μας είναι, κατά πρώτον λόγον, φυσικόν κέντρον. Είναι, όμως, και κέντρον παραφυσικόν, είναι και κέντρον υπερφυσικόν. Η καρδιά είναι και λέγεται φυσικόν κέντρον διότι, απ’ αυτήν ή μέσω αυτής με τις αέναες παλμικές κινήσεις της, στέλνει το αίμα σε όλα τα όργανα του σώματος του ανθρώπου, μέχρι και του τελευταίου ιστού ή κυττάρου. Είναι αυτή που δίνει και διατηρεί στη ζωή τον άνθρωπο. Σταμάτησε η καρδιά; Έπαψε να ζει ο άνθρωπος, χωρίζεται η ψυχή απ’ το σώμα του ανθρώπου, το σώμα στον τάφο, η ψυχή στον ουρανό.
Η καρδιά, όμως, πέρα απ’ αυτό το φυσικό, που είπαμε, κέντρο, που το γνωρίζουμε και το αισθανόμαστε όλοι μας, είναι και κέντρο παραφυσικόν. Δηλαδή αμαρτωλόν. Γιατί; Γιατί, λέει, εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι, κατακρίσεις, όπως μας τονίζει ο ίδιος ο Κύριος στο 15ον κεφάλαιον του Ευαγγελιστού Ματθαίου. Και αυτός ακόμα ο πειρασμός κατοικεί μετά το Άγιον Βάπτισμα γύρω από την καρδιά και προσπαθεί να την πυρπολήσει, να την κυριεύσει, να την κατακτήσει εξ απαλών ονύχων, «εξ ομφαλού γαστρός», απ’ την κοιλιά της μάνας, απ’ τη γέννηση του παιδιού. Για δέστε ένα παιδάκι, δώστε του κάτι στο χέρι, πόσο δυνατά το σφίγγει, δεν θέλει να τ’ αφήσει για κανένα λόγο. Αρπακτικός ο άνθρωπος από τότε που γεννιέται. Με την αμαρτία μέσα του. Γι’ αυτό, καθώς μεγαλώνει σιγά σιγά, και ειδικότερα ο χριστιανός, βλέπουμε ότι ο πειρασμός πυρώνει αμαρτωλά την καρδιά, όπως λέγει ο γέροντάς μου, θερμαίνει το αίμα, χτυπά στην κοιλιά και στο λαιμό, κόβει και αυτήν ακόμα την αναπνοή. Ανεβαίνει συνέχεια στο κεφάλι, σκοτίζει το μυαλό, θολώνει το νου, μπερδεύει τους λογισμούς, εκμεταλλεύεται τη μνήμη, εκμεταλλεύεται θαυμάσια και τη λογική - πόσα αμαρτωλά πράγματα στέκονται με την λογική, και πόσα άλλα με τη φαντασία. Όλα τα ανακατεύει με τελικό σκοπό την κόλαση της ψυχής. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο τονίζεται και επιβεβαιώνεται η επίδρασις του διαβόλου στην καρδιά του Ιούδα του Ισκαριώτου, και λέει επί λέξει ο Ιωάννης: «του διαβόλου ήδη βεβληκότος, εις την καρδίαν Ιούδα το Ισκαριώτου, ίνα Αυτόν παραδώ». Επόμενον η καρδιά είναι, όπως είπαμε, κέντρον παραφυσικόν, αμαρτωλόν, εκ των οποίων γεννώνται όλα τα πάθη.
Είναι, όμως, και κέντρον υπερφυσικόν. Επειδή στην καρδιά βασιλεύει και ζει η σωστική θεία Χάρις που πήραμε απ’ το Άγιον Βάπτισμα. Αυτή εδρεύει μέσα στην καρδιά. Σα να την έχει θρόνο την καρδιά του. Η Αγία Γραφή, επαναλαμβάνω, μας λέγει ότι «η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί». Είπαμε, και το ξαναλέω, ότι εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού, εις τας καρδίας ημών κράζον, «Αββά ο Πατήρ», «Είσαι ο Πατέρας μου». Και «η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών», όπως επίσης και άλλο πλήθος χωρίων, που αναφέρονται σχετικά με το ότι η καρδιά μας είναι και κέντρον υπερφυσικόν. Κέντρον της αρετής, κέντρον της Θείας Χάριτος. Κέντρον του Αγίου Θεού. Ουδείς δύναται ειπείν «Κύριον Ιησούν», ή μη εν Πνεύματι Αγίω. Κάντε προσευχή. Το Άγιον Πνεύμα σας βοηθάει. Ήρθατε εδώ σήμερα στο κήρυγμα. Το Άγιον Πνεύμα σας έφερε. Που εδρεύει το Άγιον Πνεύμα; Στην καρδιά. Υπάρχουν, όμως, εκατομμύρια, θά λεγα, χιλιάδες διαβεβαιώσεις μέσα εις τους Θείους Πατέρες, ειδικότερα, βέβαια, στα φιλοκαλικά κείμενα και θα αναφέρουμε μόνον ένα, του Αββά, του Αγίου Ισαάκ του Σύρου, ο οποίος μας λέγει τα εξής: «Ιδού ο ουρανός εν τη καρδία σου, εάν καθαρός έση». Δηλαδή, εάν η καρδιά σου είναι καθαρή, τότε και ο ουρανός, ο εαυτός σου, δηλαδή, είναι καθαρός μέσα σου. «Και εν αυτώ», μέσα σ’ αυτόν τον ουρανόν, «όψη», θα δεις, «τους αγγέλους εν τω φωτί αυτών και τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν εν μέσω αυτών». Θα δείς τον Χριστό μέσα σου, «εν Πνεύματι Αγίω». Και με τα μάτια βέβαια της ψυχής, όχι του σώματος, τα του σώματος έχουν πλάνη.
Υπάρχει έκστασις και πνευματική θεωρία της Θείας παρουσίας μέσα στην καρδιά, όταν αυτή είναι ουρανός, όταν δηλαδή είναι καθαρή, πεντακάθαρη και διακοσμείται από αρετές και όχι από πάθη. Η πνευματική αυτή θεωρία, έτσι όπως ακριβώς την είπα, είναι ακατάληπτη για τα μυαλά μας, αλλά είναι πραγματική. Και εύχομαι και παρακαλώ, ο Πανάγιος Θεός, να σας δώσει για λίγα δευτερόλεπτα, πέντε, όχι παραπάνω, πέντε, φτάνουν, πέντε δευτερόλεπτα, να το νοιώσετε αυτό στην καρδιά σας, είτε όταν προσεύχεστε στο βράδυ στο σπίτι σας, είτε όταν είσαστε εδώ στην εκκλησία, είτε μόλις κοινωνήσετε. Να σας το δώσει ο Θεός, για πέντε δευτερόλεπτα, για δέκα. Και θα καταλάβετε αν λέω αλήθεια ή όχι. Ή αν τα βιβλία μας, μας λένε ψέματα. Αλλά τι γίνεται όμως; Τρέχουμε διαρκώς πίσω απ’ τις αδυναμίες, αυτές τρέφουμε. Και τρέχουμε, και τις τρέφουμε. Και τις αδυναμίες, και τα πάθη, και τα χάλια μας, και τα μύρια τόσα κακά. Πρώτα, λοιπόν, καθαρίζεται ο νους, και ύστερα καθαρίζεται η καρδιά, και, όταν καθαρίζεται η καρδιά, γίνεται κατοικητήριον του Παναγίου Πνεύματος. Και, μάλιστα, όταν καθαρίζεται κυρίως από την υπερηφάνεια, την οίηση, την κενοδοξία, τον εγωισμό. Γιατί, όπως είναι σκεπασμένη από την υπερηφάνεια, φαντάζεται, προσευχόμενος φαντάζεται, προσευχόμενος φαντάζεται, φαντάζεται, είδατε, το λέω πολλές φορές, ότι δήθεν έχει την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Φαντάζεται, ούτε απλώς αισθάνεται. Γιατί χρειάζεται πολλή δουλειά πνευματική, και πολλή κόπωσις και, βεβαίως, ασφαλώς και καθαρή εξαγόρευσις και εξομολόγησις στον πνευματικό, γιατί τις περισσότερες φορές μας παρασέρνει ο διάβολος ύστερα από όσα διαβάζουμε, ύστερα από όσα ακούμε, από τα ωραία πράγματα που είναι για μας. Ο Θεός ό,τι έκανε δεν το έκανε μόνο για τους αγγέλους, καλοί είναι οι άγγελοι και τ’ απολαμβάνουν και τα χαίρονται, αλλά μακαρίζουν εμάς, όμως, γιατί ο Θεός δεν έγινε άγγελος, άνθρωπος έγινε. Θεάνθρωπος, τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός, ο Ιησούς Χριστός. Λοιπόν, και ξέρουν οι άγγελοι πολύ καλά, ότι όλα όσα έχει ο Θεός, τάχει για μας. Τάχει για σένα, για σένα, για σένα, για σένα, για σένα, για μένα, για μας τάχει ο Θεός. Αλλά όχι αυτά που θέλει να μας παρουσιάσει ο διάβολος, αλλά αυτά που θέλει να μας δώσει Εκείνος, πότε όμως, όταν η καρδιά μας καθαρίζεται. Γι’ αυτό, λοιπόν, επιμένω, πρώτα στην εξομολόγηση τις αμαρτίες, και ύστερα να πεις το βάσανό σου. Ύστερα θα πεις το παράπονό σου, ύστερα θα πεις τον πόνο σου. Πρώτα τις αμαρτίες, γιατί από κεί ξεκινάει το κακό. Όλο το κακό, κανένας δε φταίει. Εμείς φταίμε, και γω φταίω.
Ο νους μας, λοιπόν, όταν προσευχόμαστε, πρέπει να μένει αμετεώριστος, ασχημάτιστος, αφάνταστος, ανεικόνιστος, ανίδεος και τα λοιπά. Δεν πρέπει δηλαδή να έχει φαντασίες μέσα, να έχει σχήματα, νά έχει εικόνες, να έχει ιδέες, να έχει σκέψεις, να έχει περιπλανήσεις, να τρέχει πότε από δω, πότε από κει και τα λοιπά. Κάνουμε προσευχή και ακούμε θορύβους. Μην μας ανησυχεί απολύτως τίποτα. Θα συνεχίσουμε την προσευχή μας. Μα, άφησα το φως ανοιχτό… άστο ανοιχτό να είναι. Μα, μήπως δεν έκλεισα το μάτι της κουζίνας; Άστο εκεί πέρα έτσι, όπως είναι, κάνε την προσευχή σου, μη δίνεις σημασία σε τίποτα. Δια της φαντασίας μας δημιουργούνται φανταστικά είδωλα, σχηματικά είδωλα. Γι’ αυτό και η προτροπή όλων των πατέρων της εκκλησίας είναι «μη συσχηματίσεις το θείον σεαυτώ προσευχόμενος», μας λέγει ο Άγιος Νείλος, αλλά και όλοι οι Πατέρες, και ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και τα λοιπά. Κλείσε τα μάτια σου και μη φαντάζεσαι την Παναγία. Ούτε το Χριστό. Ούτε τους Αγίους, τίποτα. Σκοτάδι μέσα, απολύτως. Ό,τι βλέπεις, είναι φαντασία, είναι είδωλο. Όπως βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Αυτό, που είναι απέναντί σου, δεν είσαι συ, είναι είδωλο, το είδωλό σου. Και μεις δεν προσκυνάμε είδωλα, δεν είμαστε ειδωλολάτρες. «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν Πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν.»
Πως, όμως, θα είναι η καρδιά μας καθαρή και ο νους καθαρός, αν ο πιστός χριστιανός δεν έχει καθαριστεί προηγουμένως απ’ τα πάθη και τις αδυναμίες του, αν δεν έχει μπολιάσει την κακή του κλίση και ροπή και να την κάνει από αγριελαία καλλιελαία;
Τα μέσα, λοιπόν, που παρέχει η Εκκλησία μας για τη σωτηρία μας είναι
πρώτα η Ιερά Εξομολόγησις.
Η Θεία Κοινωνία και ο Εκκλησιασμός μαζί.
Η τήρησις των εντολών,
η εφαρμογή του κανόνος απ’ τον πνευματικό,
η καλλιέργεια των αρετών,
η μελέτη των Γραφών και των Πατέρων της Εκκλησίας μας,
η εφαρμογή της αγάπης και της ανεξικακίας και της συγχωρητικότητος προς όλους για να καλλιεργηθεί το πνεύμα της ταπεινώσεως, της αγάπης, της πίστεως.
Είναι βασικά πράγματα για τη σωτηρία μας.
Έτσι, λοιπόν, σε όλα αυτά μπαίνει και το αδιαλείπτως προσεύχεσθαι, που είναι φάρμακον αθανασίας, φάρμακον αιωνίου ζωής, μαζί με τη Θεία Κοινωνία.
Όπου πορεύεται κάποιος βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί, εκεί που πηγαίνει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, φυγαδεύονται τα δαιμόνια, οι φάλαγγες των δαιμόνων, καθότι εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Κάθε μέρα του Χριστού, του Κυρίου του ουρανού και της δόξης στο θρόνο της καρδιάς μας, υποτάσσονται τα πάντα. Διότι, αν για κάθε άνθρωπο που μετανοεί, γίνεται χαρά εν τω ουρανώ, πολύ περισσότερον, όταν την καρδιά την επισκέπτεται η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος και, ειδικότερα, η Χάρις του Σαρκωθέντος Θεού Λόγου. Και τότε βασιλεύει βέβαια γαλήνη εσωτερική και μεγάλη.
Η καρδιά μας, όμως, σαν παραφυσικό κέντρο, έχει λογισμούς πονηρούς και σαν κράτος παρά φύσιν και τους θείους νόμους, κυριεύεται από τους εχθρούς επαναστάτες, δηλαδή από τους δαίμονες. Αν η θάλασσα μέσα μας αγριεύει και βλέπουμε θυμό και οργή και κακία και μίσος και πονηρία, θα βάλτε το όνομα του Χριστού και η προσταγή αυτή του Ιησού «σιώπα, πεφύμωσο», όπως εγένετο στην τρικυμισμένη θάλασσα, και ακολούθησε γαλήνη μεγάλη, έτσι λοιπόν και τώρα με το όνομα του Ιησού Χριστού, «σιώπα, πεφύμωσο» και οι λογισμοί θα καούν.
Έτσι η δημιουργηθείσα βασιλεία, η βασιλεία της χαράς και της ειρήνης και της ησυχίας μέσα στην καρδιά μας ονομάζεται κατά τους νηπτικούς πατέρας της Εκκλησίας μας, καρδιακή ησυχία. Εύχομαι κάποτε να την αποκτήσω. Βέβαια δεν είναι εύκολο πράγμα. Είναι δύσκολο. Αλλά, όμως, τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ. Και κάτι άλλο κατόπιν. «Ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα». Θα φωνάξομε στο Θεό και ο Θεός θα κάνει το θαύμα. Αυτή, λοιπόν, είναι η προσευχούλα μας, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", που μπορεί να βασιλεύει μέσα μας, χωρίς διακοπές από τις διάφορες προσβολές των λογισμών και χωρίς τις φανταστικές περιπλανήσεις του νου στον κόσμο των αισθήσεων και των επιθυμιών.
Άμα μάθουμε να περιφρονούμε τους λογισμούς μας, θα κάνουμε καλή πορεία. Μπορεί την ώρα που θάρθουμε για Θεία Κοινωνία να μας έρθουν βλάσφημοι λογισμοί. Αισχροί λογισμοί. Θα τα περιφρονήσουμε όλα. Δε θα δώσουμε καμιά σημασία. Δεν είναι δικά μας. Είναι του διαβόλου. Και θα προχωρήσουμε εμείς εις ένωσιν μετά του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Η δυσκολία μας έγκειται βέβαια στο νου μας που είναι σκοτισμένος. Υπάρχει από την άλλη πλευρά, και αδιαφορία και άγνοια. Αυτά τα τρία σημειώνουν και οι πατέρες της Εκκλησίας μας.
Έχουμε, λοιπόν, απ’ τη μια πλευρά, σκοτισμό του νου, απ’ την άλλη, έχουμε τελεία αδιαφορία για τη σωτηρία μας, και, απ’ την άλλη πλευρά έχουμε και άγνοια.
Εμ, αδιαφορούμε, εμ, έχουμε άγνοια, εμ, είμαστε σκοτισμένοι, εμ, θέλουμε να κάνουμε και τον έξυπνο. Ότι τα ξέρουμε όλα. Και είμαστε οι γνώστες που έχουμε τις γνώμες, επί παντός επιστητού και, ειδικότερα, βέβαια, στα θέματα σωτηρίας, θρησκείας, εκκλησίας, Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ο νους μας τρέχει εκεί, όπου γλυκαίνεται, και λέει η Αγία Γραφή «όπου γαρ εστίν ο θησαυρός ημών, εκεί έσται και η καρδία ημών». Εάν ο θησαυρός μας είναι η ύλη και το χρήμα, εκεί βρίσκεται η καρδιά μας, και τότε … γι’ αυτό ο πλεονέκτης, ο φιλάργυρος, είναι άσπλαχνος, είναι σκληρόκαρδος, είναι κακός. Εάν ο θησαυρός μας είναι οι υλικές απολαύσεις και οι αισθησιακές ηδονές, τότε η καρδιά μας σαρκοποιείται και υποδουλώνεται στα σαρκικά πάθη. Εάν ο θησαυρός μας είναι στην κενοδοξία και εις την υπερηφάνεια, τότε η καρδιά μας δαιμονοποιείται. Όπως ακριβώς συνέβη και με τον Εωσφόρο, τον άγγελο φωτός, που εγένετο δαιμονιζόμενος, άγγελος του σκότους. Το ίδιο συμβαίνει, όταν στην καρδιά μας θεοποιούνται οι γνώσεις. Οι επιστήμες, τα αξιώματα, η δύναμις της εξουσίας, η ευφυΐα του μυαλού. Ο νους αναπαύεται, γλυκαίνεται και κολλάει σα βδέλλα στην πλανεμένη και απατηλή αυτή ωραιότητα, την πρόσκαιρη και την εφήμερη, παρασύροντας και την καρδιά μας στην ολοκληρωτική της καταστροφή, δηλαδή στον αιώνιο θάνατό της. Στην κόλασή της. Υπάρχει κόλασις.
Που είναι ο θησαυρός του ανθρώπου αυτού του αιώνος και των ημερών μας;
Είναι στην αθεΐα και στον μηδενισμό; Εκεί θα κολλήσει πρώτα ο νους και ύστερα η καρδιά του.
Που είναι, στο μίσος κατά του πλησίον; Εκεί ο νους, εκεί και η καρδιά.
Μήπως είναι στην ικανοποίηση χυδαίων παθών; Εκεί ο νους, εκεί και η καρδιά.
Χριστιανοί μου, τελειώσαμε.
Ο νους και η καρδιά μας πρέπει να παραδοθούν εξ ολοκλήρου στο Χριστό και στην Εκκλησία Του, μαζί με τα Πανάγια σωστικά μυστήριά της. Σ’ αυτό μας βοηθάει αποτελεσματικά, εκτός αυτών των βασικών θεμάτων της πίστεώς μας, και η προσευχή και μάλιστα η ευχούλα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Λέγοντας αδιαλείπτως, προφορικά, ψιθυριστά ή από μέσα μας "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με",
καταλαγιάζουν τα πάθη,
μαστιγώνονται οι δαίμονες,
κατακαίγονται οι αχυρώδεις λογισμοί,
ειρηνεύουν οι αισθήσεις,
αχρηστεύονται οι φαντασιώσεις.
Έτσι δοξάζεται ο Θεός Πατήρ,
ευφραίνεται ο Υιός και Λόγος του Θεού,
και αγάλλεται το Άγιον Πνεύμα Θεός.
Αυτώ η Δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Τετάρτη 2 Μαρτίου 2005
Η προφορική ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με καί η κάθαρσις εκ τών παθών (μέρος 2ον)
Ομιλία 128
2.3.2005
Θα σας διαβάσω έναν διάλογο, ενός υποτακτικού με τον γέροντά του, τον πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Αυτόν τον διάλογο τον είχα ακούσει με τις επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος, αλλά βλέπω ότι τον κυκλοφόρησαν σε φυλλάδιο, και μακάρι να είχαμε την δυνατότητα να το τυπώσουμε, όσοι είστε εσείς, ούτως ώστε, την ερχομένη Τετάρτη πάλι θα κάνουμε, την ερχομένη Τετάρτη που είναι της Τυρινής, θα ξανακάνουμε πάλι κήρυγμα την ίδια ώρα. Και να μπορούσαμε να το τυπώσουμε σε, όσοι, διακόσιοι, τριακόσοι, όσοι είστε, για να σας το μοιράσω, να τόχετε και εσείς.
Λέει,
- Πάτερ Εφραίμ, γέροντά μου, λέω την ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα.
- Δεν καταλαβαίνεις εσύ που τη λες την ευχή, αλλά καταλαβαίνει ο διάβολος, και καίγεται, και φεύγει. Ε, καλά παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα, από την ευχή, απ’ την προσευχή;
- Και βεβαίως θέλω!
- Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στο Θεό να σου δείξει ένα θαύμα να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. Αυτό το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" που στην οποίαν ευχή αναφέρονται όλα τα πατερικά μας βιβλία. Και ειδικότερα βέβαια η φιλοκαλία.
Έκανε προσευχή ο γέροντας, έκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο με λίγο νερό.
- Έλα δω παιδί μου τώρα, του λέει, ύστερα από τις τρείς ημέρες, του έδωσε ένα καλάθι, - ξέρετε τι ήταν τα καλάθια; - και
- Πήγαινε να το γεμίσεις νερό.
- Γέροντα, λέει, με συγχωρείς. Τα μυαλά τα έχω. Το λογικό το έχω, πώς θα γεμίσει αυτό νερό; Γεμίζει το καλάθι νερό; Βρέχεται, ναι, αλλά να γεμίσει νερό;
- Καλά παιδί μου, του λέει, δεν ήθελες να δεις ένα θαύμα;
Λέει
- Μάλιστα.
- Ε, και να δείς τι δύναμη έχει η ευχή; Το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" τι δύναμη έχει; Γιατί την παντοδυναμία της ευχής την παίρνει απ’ τον παντοδύναμο Θεό, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι και σωτήρας του κόσμου, αλλά είναι και Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού. Δε θέλεις να τη δεις;
- Πώς, πώς, πώς!
- Ε, κάνε αυτό που λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή. Θα πάς και θάρθεις χωρίς να την διακόψεις καθόλου. Θα λες συνέχεια "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
- Νάναι ευλογημένο.
Πάει λοιπόν στο δρόμο, περπατάει να πάει μέχρι την, εκεί που ήταν το νερό,
- "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Και βάζει το καλάθι στη βρύση από κάτω.
Το νερό γεμίζει το καλάθι! Και το καλάθι δεν τρέχει!
Δεν βγάζει ούτε από τα πλάγια, ούτε από κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια όμως, δεν διακόπτει την ευχή και τη λέει.
- "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Εννοείται βέβαια ότι ο γέροντας, ο Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, στο κελάκι του προσηύχετο για να δείξει ο Θεός θαύμα στον παραγιό του. Το γέμισε το καλάθι. Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν, να το δείξει στον γέροντά του. Να του πει δηλαδή ότι «Γέροντα, το καλάθι γέμισε νερό, και δεν τρέχει.
Στον δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας αυτά τα πενήντα μέτρα, φανερώνεται ο διάβολος, αλλά με ανθρώπινη μορφή. Σαν καλόγεροι, σαν καλόγερος. Του λέει,
- Καλόγερε, του λέει, που πάς. Πάω στο γέροντά μου.
- Πώς σε λένε;
- Γεώργιο.
- Πόσα χρόνια έχεις εδώ;
Λέει «πέντε – έξι».
- Και τι δουλειά κάνεις; Τι διακόνημα έχεις;
- Φτιάχνουμε σφραγίδια.
Με τον διάλογο, αδειάζει το καλάθι και το νερό φεύγει από κάτω ολόκληρο. Έπιασε την αργολογία, άφησε την ευχή. Πήγε στο γέροντά του με άδειο το καλάθι.
- Τι συμβαίνει παιδί μου; Γιατί μου φέρνεις το καλάθι άδειο;
- Γέροντα έτσι και έτσι.
- Αααα. Άφησες την ευχή παιδί μου. Και έπιασες διάλογο και διάλογο με αυτόν που φαινόταν σαν καλόγερος αλλά δεν ήταν καλόγερος, αλλά ήταν ο διάβολος. Εάν δεν του μιλούσες, το καλάθι θα ήταν γεμάτο νερό. Τώρα όμως που μίλησες και άφησες την ευχή, έφυγε το νερό. Βλέπεις λοιπόν, όταν έλεγες και όσο έλεγες την ευχή το καλάθι κρατούσε το νερό. Όταν τη σταμάτησες και άρχισες την αργολογία σου, έφυγε το νερό. Η προσευχή, το κομποσκοίνι με το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", η ελεημοσύνη, η πνευματική, διότι το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" είναι πνευματική ελεημοσύνη, νικά το έλεος του Θεού. Καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη απ’ αυτό το έλεος του Θεού. Το έλεος του Θεού είναι μεγάλο. Ο Γέρων Ιωσήφ, ο όσιος, μας είχε πει ότι όχι μόνον με τη Θεία Λειτουργία, αλλά και με το κομποσχοίνι, με τη λεγομένη νοερά προσευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", βγάζεις ψυχές απ’ την Κόλαση και τις βάζεις στον Παράδεισο. Προσευχότανε ο γέροντας Ιωσήφ αρκετόν καιρό, και στο τέλος, όπως μας είπε, είδε όραμα που η ψυχή του είπε «Μεγάλη μου η μέρα σήμερα, πηγαίνω στο καινούργιο μου σπίτι, και αυτό το οφείλω σε σένα». Έτσι λοιπόν πληροφορήθηκε ότι σώθηκε η ψυχή.
Γι’ αυτήν λοιπόν την αξία της ευχής, της προσευχής, κάνουμε σήμερα μια δεύτερη ομιλία, θα ακολουθήσει οπωσδήποτε και μια τρίτη.
Κάποιος χριστιανός, αδελφοί μου, πρίν από χρόνια, κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας, εδώ, στο ναό, με τα νοερά μάτια της ψυχής του, δε λέμε αν είναι γυναίκα ή άνδρας, λέμε, «χριστιανός», εν εκστάσει και θεωρεία πνευματική, είδε όραμα φοβερόν και εξαίσιον. Όχι με τις αισθήσεις του τις σωματικές, γιατί αυτό μπορεί να αποτελέσει και πλάνη, τι είδε, είδε λοιπόν εν εκστάσει τον αέρα που σκεπάζει τα Τίμια Δώρα, και τον κινεί ο λειτουργός ιερεύς πάνω απ’ αυτά όταν λέγεται το Σύμβολον της Πίστεως, όπως θα έχετε διαπιστώσει όσοι είστε στο κέντρον, το βλέπετε αυτό ότι κινούμε τον αέρα κατ’ αυτόν τον τρόπον, αν είμαστε δύο τρείς τον κρατάμε δεξιά και αριστερά, πάνω από τα Τιμια Δώρα.
Αντί λοιπόν να κρατάει ο ιερεύς τον αέρα, είδε αγγελικά χέρια πολλά, πάρα πολλά, χιλιάδες τα είπε, δεν νομίζω να ήταν χιλιάδες, πολλά, να τον κινούν ρυθμικά, μέχρι το «Αναστάντα την τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς». Και των μυριάδων εκείνων αγγέλων και αρχαγγέλων τα χέρια, άρχισαν να διπλώνουν τον αέρα, αέρας λέγεται αυτός, με ιεροπρέπεια και ευλάβεια πολλή. Είναι αυτό που βάζουμε στην πλάτη όταν κάνουμε την Μεγάλη Είσοδο.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο του Συμβόλου της Πίστεως, με το κίνημα του αέρος, συμβολικά μας φανερώνεται ο σεισμός που έγινε στην Ανάσταση του Κυρίου μας, «ιδού σεισμός μέγας, άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού, προσελθών, απεκύλισε τον λίθον από της θύρας του μνημείου». Αυτό είναι από το εικοστόν όγδοον κεφάλαιον του Ματθαίου. Έτσι λοιπόν, κατά το δίπλωμα εκείνο του ιερού μανδηλίου, είδε αόρατο λίθο να αποκυλίεται εκ της θύρας του μνημείου, από το κενό μνημείο και να ανίσταται ο Κύριος, ενώ τα στόματα των αοράτων εκατομμυρίων αγγελικών τάξεων, ηκούοντο να ψάλλουν το «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον».
Είναι όντως φοβερό αυτό που έγινε, αλλά μας δίνει μια αφορμή, θα έλεγα, χριστιανοί μου, για το πόσο συχνά πυκνά και μείς κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, πρέπει να λέμε το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", και όχι όπως μερικές, ιδίως από σας να επαναλαμβάνετε τα λόγια του ιερέως, αυτό να ξέρετε είναι αμαρτία. Θα λέτε από μέσα σας "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
«Ελέησε την αδελφή μου, ελέησε τη Μαρία που είναι έγκυος, ελέησε αυτό το παιδάκι που έχει όγκο στο κεφαλάκι του, ελέησε την κυρά Δέσποινα που έχει καρκίνο …» και ούτω κάθε εξής.
«Ελέησε το σύντροφο της ζωής μου, ελέησε τα παιδιά μου…»
Πόσα μπορούμε να πούμε.. Πόσα μπορούμε ..
«Κύριε ελέησον», λοιπόν, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας.
Οι πέντε αυτές λεξούλες "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" μέρος της λεγομένης νοεράς προσευχής για την οποίαν βέβαια θα γίνει και μικρός λόγος, όταν ο Θεός θα μας δώσει καιρό και υγεία. Και πιστεύω ότι θα δοθούν κάποια βασικά στοιχεία για τη νοερά αυτή άθληση, διότι είναι άθλησις, είναι κόπος. Και μάλιστα κόπος έμπονος. Θα βασιστούμε βέβαια στις εμπειρίες των Αγίων γεροντάδων οδηγών Αγιορειτών Πατέρων και ασφαλώς στη θεοφώτιστη και την κεχαριτωμένη διδασκαλία του αειμνήστου και οσίου για μένα γέροντος Ιωσήφ του Σπηλαιώτου, που είναι παππούς μου, προπάππους για σας, και που είναι όντως άγιος, επαναλαμβάνω. Θα ακουστούν τόσα όσα μπορούμε να κατανοήσουμε και να καταλάβουμε.
Πάντα οι ζωηφόροι λόγοι περί της νοεράς και καρδιακής προσευχής δεν ακούγονται εύκολα. Πολλοί τα κοροϊδεύουν, άλλοι τα ειρωνεύονται, άλλοι τα απορρίπτουν, άλλοι λέγουν ότι είναι πλάνη. Και αυτό δεν ακούγονται με ευκολία, όχι γιατί δεν έχουν μόνον δοκιμάσει τι είναι η νοερά λεγομένη νοερά λεγομένη προσευχή, αλλά γιατί δεν έχουν αυτιά, για να θέλουν να ακούσουν. Αλλά εάν υπάρχουν αυτιά για να ακούσουν πρέπει μετά την ακοή, όσα θα ακουστούν, να γίνουν αυτά πράξις και βίωμα. Ζωή μέσα μας. Γι’ αυτό απαιτείται πολύ κόπος. Αρχίζοντας από την τήρηση των εντολών, και την καλλιέργεια των αρετών με πολύ πολύ ζήλο πνευματικό. Διότι τα αγαθά της νοεράς προσευχής, της ευχούλας "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", κόποις κτώνται.
Ο εν Χριστώ Ιησού σκληρότατος αυτός κόπος, και η ματωμένη άσκησις, συντελεί τα μέγιστα, στην κάθαρση του όλου ανθρώπου. Η τήρησις των εντολών, η καλλιέργεια των αρετών, η συμμετοχή μας όταν το επιτρέπει ο πνευματικός και η εκκλησία στα Πανάγια Μυστήρια, και ειδικότερα στη Θεία Κοινωνία, η φυλακή των αισθήσεων, η εγκράτεια στη γλώσσα μας, το ταπεινό φρόνημα, και η ειρήνη και η σιωπή στους λογισμούς συντελούν όλα μαζί στην κάθαρση από τα πάθη, με τη βοήθεια πάντοτε της Θείας Χάριτος, που έλκεται η Θεία Χάρις από την ευχούλα "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Η κάθαρσις συντελεί τα μέγιστα σ’ αυτή την άθληση της προσευχής, αλλά και η προσευχή σε όλες τις βαθμίδες της βοηθά πολύ στην κάθαρση του αγωνιζομένου χριστιανού. Δεν μπορεί να νοηθεί καθαρά προσευχή, και προπάντως δε η νοερά και καρδιακή, εάν δεν συνταυτίζεται με την εσωτερική καθαρότητα που επιδιώκουμε και την οποίαν θέλει και ο Θεός. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», που όψονται, που Τον βλέπουν Αυτόν. Τον Θεό πού Τον βλέπουμε; Όχι μόνον στην δημιουργία, αλλά κυρίως μέσα στην καρδιά. Και γιατί στην καρδιά; Μα εκεί είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί, βεβαιώνει ο Ευαγγελικός λόγος, και συμπληρώνει: «Εάν τις αγαπά με», εάν τις αγαπά Με, Με αγαπά, τον λόγον μου τηρήσει. Θα εφαρμόσει τον λόγον μου. Θα εφαρμόσει τις εντολές μου. Και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν. Και ο Θεός Πατέρας αγαπά τον προσευχόμενον απλανώς, και τότε προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν. Τότε κατεβαίνουμε, μαζί… Πώς; Αυτό για μας είναι άπιαστο από τα λογικά μυαλά μας, και κει μέσα στην καρδιά θα πραγματοποιηθούν Θεοφάνεια, διότι λέει «θα εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Θα κάνω την εμφάνισή μου εγώ ως Θεός, μέσα στην καρδιά του.
Όταν λοιπόν ο Ορθόδοξος Χριστιανός είναι μακριά
από τα σαρκικά φρονήματα και τις πτώσεις,
μακριά απ’ την ακηδία, τη σκληροκαρδία, την οργή και τον θυμό,
μακριά απ’ τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, την κενοδοξία,
μακριά απ’ την πλεονεξία,
μακριά από το ψεύδος, γιατί το ψεματάκι το έχουμε ψωμοτύρι, τι ψωμοτύρι λέγω, για ψύλλου πήδημα λέμε ψέματα.
Από το κουτσομπολιό και την κατάκριση, θα τα εξομολογηθείτε όσοι και όσες αυτές τις ημέρες, που γίνεται κάποιος θόρυβος, έχετε πέσει σε κατάκριση. Οι αληθινοί χριστιανοί δεν σκανδαλίζονται. Σκανδαλίζονται οι χλιαροί. Οι ολιγόπιστοι. Οι αμφιβάλλοντες. Όλοι οι άλλοι κάνουμε προσευχή και παρακαλούμε τον Θεό να μας δώσει μετάνοια γιατί πρώτα εμείς τη χρειαζόμαστε αυτήν.
Όταν λοιπόν είμεθα μακριά από τη γκρίνια και τα καθημερινά νεύρα,
και τέλος μακρυά – για τους άνδρες – τις βλασφημίες των θείων, τις κατάρες και τα διαβολοστέλματα,
τότε με ευκολία οδηγείται ο χριστιανός στην κάθαρση και στην ολοκληρωμένη ψυχοσωματική καθαρότητα εν Αγίω Πνεύματι.
Τα μέσα τα πνευματικά που αναφέραμε, μυστήρια δηλαδή, τήρηση των εντολών, αρετές, αυτά, μαζί με την προσευχή, την προφορική και την εσωτερική, διατηρούν και μονιμοποιούν μέσα μας το πνεύμα της μετανοίας, όσα και αν είναι τα λάθη που ως άνθρωποι κάνουμε κάθε μέρα. Ποιος δεν κάνει λάθη. Μια μέρα η ζωή μας επί της γης, θάναι και αυτή μεστή αμαρτιών. Διότι ο λογισμός μας, η σκέψη μας δηλαδή είναι αυτή η οποία διαπράττει τα περισσότερα των αμαρτημάτων. Η μετάνοια πιέζει το χριστιανό, μετάνοια λέμε, όχι μεταμέλεια, δεν πάμε να πούμε στον πνευματικό, «ξέρεις, έκλεψα, άνθρωπος είμαι, τι να κάνουμε, λέμε και κανένα ψεματάκι, πότε πότε κοροϊδεύουμε, και δεν ξέρω τι άλλο λέμε, και αυτό είναι φυσικό, και το άλλο είναι έτσι, και το άλλο είναι αλλιώς, και να τα λέμε και χαμογελώντας. Αυτό δεν είναι μετάνοια. Αυτό είναι κοροϊδία. Δεν κάνουμε στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως απαρίθμηση των αμαρτιών και των πτώσεων. Μετανοούμε ειλικρινά. Και όταν λέμε μετανοούμε ειλικρινά, δεν θα έχουμε την ντροπή μπροστά στον πνευματικό, αλλά να ντρεπόμαστε επειδή λυπήσαμε τον Θεόν. Αυτή είναι η αληθινή μετάνοια. Διαφορετικά δημιουργείται μία δυσκαμψία, θάλεγα στην ψυχή, και ένας πόνος για τον Θεόν, και μας ανοίγεται μια μεγάλη πληγή, η οποία διαρκώς αιμορραγεί. Άρα απαιτούνται δάκρυα, της συντριβής τα δάκρυα, μπορεί να μην τάχουμε στην Ιερά Εξομολόγηση και να τάχουμε στην προσευχή μας κατ’ ιδίαν, και αυτό είναι καλό διότι τα δάκρυα είναι η θεραπεία, της μεγάλης αυτής πληγής που λέγεται αμαρτία, την οποίαν βέβαια όσο μας είναι δυνατόν να την αποστρεφόμεθα, και εκεί επιτρέπεται το μίσος.
Όταν πολεμείται ο εν μετανοία αγωνιζόμενος χριστιανός, αντιπαλεύει. Αντιμάχεται τις προσβολές που δέχεται από το διάβολο. Όταν δέρνεται αντιτάσσεται και όταν προσβάλλεται δια των σκέψεων και των λογισμών, αντιστέκεται κυρίως με το έργον της ευχής, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Όταν πολιορκείται από τις φάλαγγες των δαιμόνων με οποιοδήποτε τρόπο, ειδικότερα όταν βομβαρδίζεται μανιακώς μέσα του, εσωτερικά, και ταράσσεται για τον άλφα ή τον βήτα λόγο, θα φωνάζει συνεχώς "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Και ο Θεός που είναι πύρ καταναλίσκον, θα διαλύσει τις φάλαγγες των δαιμόνων και τους αχυρώδεις λογισμούς.
Γενικά ο χριστιανός πρέπει να αγωνίζεται και να στέκεται όρθιος. Και στέκεται όρθιος και ασφαλίζεται από την θεϊκή προστασία όταν επικαλούμεθα συνεχώς το όνομά Του. Παρά τους κάποιους πειρασμούς και δυνατούς πόνους, η Θεία Χάρις έρχεται να προσθέσει στη συνέχεια και παράκληση και χαρά, και το κατά Θεόν πένθος. Προσφέρει αγαλλίαση. Γλυκύτητα στο Θείο Λόγο. Όταν βέβαια ο χριστιανός μελετά και κάθε μέρα την Καινή Διαθήκη.
Σας ζήτησα επανειλημμένες φορές να μελετάτε ένα κεφάλαιο της Καινής Διαθήκης κάθε μέρα. Όταν δεν καταλαβαίνετε ένα στίχο να πηγαίνετε δίπλα στην ερμηνεία, αν και δεν χρειάζεται. Διότι μέσα απ’ αυτόν τον λόγον σας ομιλεί ο ίδιος ο Θεός. Κάποτε θα καταλάβετε.
Ακολουθούν και άλλα βέβαια στάδια πνευματικά, αλλά μας μένει η προσευχή, μελέτη του θείου λόγου, η Θεία Λειτουργία, η Θεία Λατρεία, η Ιερά Εξομολόγησις και όσα άλλα είπαμε. Για τα άλλα στάδια θα ομιλήσουμε αργότερα.
Στην αρχή βοηθάει πολύ η προφορική προσευχή, με την οποία μιλήσαμε στο περασμένο κήρυγμα, και θα συνεχίσουμε.
Η προσευχή της γλώσσης. Η προσευχή των χειλέων.
Που λέγεται ψιθυριστά ή φωναχτά, ακολουθεί κατόπιν, ύστερα θα ακολουθήσει βέβαια η προσευχή του νου.
Ρώτησαν κάποτε έναν αγιασμένο γέροντα, να τους πει με δυο τρείς σύντομες προτάσεις κάποιους κανόνες σωτηρίας. Σωτηρίας της Ορθοδόξου ζωής μας, που θα μπορέσουν με ασφάλεια να βάλουν την ψυχή στα χέρια του Παναγίου Θεού. Και κείνος είπε:
«Πρώτος κανόνας, προσευχή,
Δεύτερος κανόνας, προσευχή,
Τρίτος κανόνας, προσευχή».
Εάν αυτούς τους κανόνες τους θεωρήσουμε υπό μορφή βαθμίδων, θα πούμε,
Ο πρώτος κανόνας αναφέρεται στην προφορική προσευχή.
Ο δεύτερος κανόνας στην προσευχή του νοός. Την παίρνει ο νούς την προσευχή και την λέγει. Αν φανταστούμε ένα χταπόδι που αρπάζει το θύμα του και το κλείνει στα πλοκάμια του, έτσι λοιπόν με τέτοια πνευματικά πλοκάμια ο νούς, φράπ, αρπάζει το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, και το κλείνει μέσα του, και η ευχή λέγεται πλέον από το νου αβίαστα.
Και ο τρίτος κανόνας αναφέρεται στην τελειωτική και αγιαστική προσευχή η ποία και ονομάζεται καρδιακή. Τότε η ευχή στον αγιασμένο χώρο της καρδιάς λέγεται μόνη της, μέσα από το βάθος της καρδιάς. Βέβαια μπορούμε να πούμε την ευχή και με όλη μας την καρδιά. Και έτσι πρέπει να την λέμε, με όλη μας την καρδιά. Αλλά μας πυρπολεί όμως τότε η αγάπη του Θεού, που λέει αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ισχύος σου, και εξ όλης της καρδίας σου. Αλλά διαφέρει αυτό από το «από». Την λέγει τρόπο τινά την ευχή η ίδια η καρδιά. Ακούγεται από δω, απ’ το μέρος της καρδιάς, να λέγεται η ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", ενώ εμείς δεν την λέμε. Ούτε με το νου, ούτε με το στόμα. Ούτε ψιθυριστά, ούτε φωναχτά. Έτσι λοιπόν υπάρχει κάποια διαφορά από το «με» την καρδιά, και η διαφορά, άλλο «από» την καρδιά.
Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης καρδίας. Αυτό σημαίνει να αγαπάς τον Θεόν με όλη σου την καρδιά. Ανταπόκρισις τώρα του Θεού στην καρδιά. Να λέει η καρδιά το όνομα του Ιησού. Πώς είναι δυνατόν αυτό; Είναι!
Η καρδιά είναι κέντρον φυσικόν, είναι κέντρον παραφυσικόν, αλλά είναι και κέντρον υπερφυσικόν. Έδρα του Θεού είναι η καρδιά. Έδρα της Θείας Χάριτος είναι η καρδιά μετά το Άγιον Βάπτισμα, και το Άγιον Χρίσμα. Οι τρείς βαθμίδες αυτές, θα μπορούσαμε να τις παραλληλίσουμε με τις βαθμίδες εκπαιδεύσεως που παρουσιάζουν μια προοδευτικότητα.
Η πρώτη βαθμίδα αναφέρεται στη μάθηση που παίρνει ένας μαθητής όταν βρίσκεται στο Δημοτικό Σχολείο.
Η δεύτερη όταν βρίσκεται Γυμνάσιο και Λύκειο και
η τρίτη πλέον όταν είναι φοιτητής μιας Πανεπιστημιακής Σχολής.
Αλλά και στο Δημοτικό Σχολείο υπάρχει όμως μία προοδευτικότητα. Άλλα μαθαίνει στην Πρώτη τάξη, άλλα στη Δευτέρα, άλλα στην Τρίτη κ.ο.κ. Το ίδιο συμβαίνει και με τις Γυμνασιακές Σπουδές. Αλλά διαρκώς, δηλαδή, αυτές οι σπουδές, ως προς τη μάθηση και τη γνώση αυξάνονται από την Πρώτη στη Δευτέρα, από την Δευτέρα στην Τρίτη και κατόπιν στο Λύκειο και ούτω κάθε εξής. Και εδώ λοιπόν βλέπουμε ότι υπάρχει μια ανάλογη προοδευτικότητα.
Κατόπιν ερχόμεθα στα φοιτητικά χρόνια μέχρι που κάποιος να πάρει το Πανεπιστημιακό Δίπλωμα, που όμως και αυτό δεν είναι αρκετό. Υπάρχει μια συνεχής πρόοδος ενός επιστήμονος, και όσο γηράσκει τόσο και αεί διδάσκεται. Αυτά λοιπόν ας τα αντιπαραβάλλουμε με τον χρόνο και τον τρόπον με τον οποίον θα πρέπει σιγά σιγά ως χριστιανοί που ζούμε μέσα στον κόσμο για να λέμε την ευχούλα. Βασικό στοιχείο, προηγείται πάντοτε η κάθαρσις, εκ των παθών όμως. Όχι η κάθαρσις εκ των ανθρώπων. Η κάθαρσις εκ των παθών.
Και όταν καθαριζόμεθα από τα πάθη, δηλαδή τα συστέλουμε σιγά σιγά, όσο μπορούμε, αυτό καλλιεργεί το πνεύμα της μετανοίας.

Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που εδίδαξε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος συστηματοποίησε τη νοερά αυτή εργασία και άθληση, προσφέροντάς την σε διδασκαλία μεστωμένη και τμηματική. Η προτροπή λοιπόν είναι να μάθουν πρώτα όλοι οι ιερείς, να εργάζονται αυτή την νοερά εργασία, αρχίζοντας από την προφορική και αργότερα να την προσφέρουν στο ποίμνιό τους, και ειδικότερα στα παιδιά, όπως ακριβώς το συνιστούσε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η διδασκαλία της νοεράς προσευχής να αρχίζει απ’ τα σχολεία. Για τις ημέρες μας όμως αυτό θα μπορούσα να πω ότι είναι χίμαιρα και εξωφρενικό. Ποιος διδάσκαλος τώρα τολμάει να μιλήσει στα παιδιά για την ευχή, - κάποιος το τολμούσε πριν από 12 χρόνια εδώ στο διπλανό μας σχολείο στο Δημοτικό, και έλεγε για ένα λεπτό θα λέτε όλοι μαζί "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Το έλεγαν και λέτε ύστερα ότι κατέβαινε ένα σύννεφο Θείας Χάριτος και όλα τα παιδιά ήταν ήσυχα. Πούντα αυτά όμως;
Από τις «Περιπέτειες του Προσκυνητού» βλέπουμε ότι ο πόθος του προσκυνητού ήταν να εφαρμόσει το θεόπνευστο ρήμα του Αποστόλου Παύλου της Αγίας Γραφής, που λέγει «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Αυτό ακριβώς το παράγγελμα είναι που ανάβει και τον θεϊκό ζήλο. Η λαχτάρα του γι’ αυτό τον κάνει να ερωτά, να πηγαίνει πότε από δω και πότε από κει, και να παρακαλεί τον Θεό να του στείλει διδάσκαλο ικανό και απλανή.
Γιατί η προσευχή, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, διαπιστώνει κανένας ότι ο διδάσκαλος είναι απαραίτητος. Δεν μπορεί να προχωρήσει κανείς.
Αυτό το είδος της προσευχής που ονομάζεται νοερά και καρδιακή, θα φέρει λαμπρά αποτελέσματα, αν διδαχτούμε τον τρόπον με τον οποίον γίνεται. Γι’ αυτό και το πρωί και το βράδυ, όποτε μπορούμε, γονατιστοί είτε όρθιοι, μπροστά στην εικόνα του Κυρίου να λέμε: «Κύριε δίδαξον ημάς πώς δεί προσεύχεσθε». Αυτό αναφέρεται μέσα στον Ευαγγελιστή Λουκά. Να διδαχτούμε λοιπόν αυτή την προσευχή των Αγίων Πατέρων, ιδίως δε των φιλοκαλικών Πατέρων, και ο Κύριος με κάποιον πιστό Του δούλο, αγαθού και απλανούς, θα μας διδάξει τον τρόπον ώστε να μπορέσουμε και μείς ανά πάσα στιγμή, να ανοίγουμε και να εκχέουμε την καρδιά μας επικοινωνούντες μετά του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Θα κάμω αυτή την διδασκαλία, αλλά εκ μέρους του γέροντός μου, την οποίαν και θα επαναλάβουμε, για να διδαχτώ πρώτος εγώ, να εφαρμόσω πρώτος εγώ, και εν συνεχεία με τη σειρά σας και εσείς. Τίποτα γλυκύτερο και ωραιότερο και ωφελιμότερο δεν υπάρχει από το να επαναλαμβάνουμε συνεχώς το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Και ο προσκυνητής διηγείται τα εξής: «Ο πνευματικός οδηγός μου με άφησε να φύγω, δίδοντάς μου την ευλογία του και λέγοντάς μου ότι κατά το διάστημα που θα έκανα εξάσκηση για αυτήν την προσευχή, έπρεπε να τον επισκέπτομαι συχνά και να του λέγω με λεπτομέρεια κάθε απορία και δυσκολία που θα συναντούσα, επειδή η εσωτερική προσευχή δεν μπορεί να προχωρήσει καλά και με επιτυχία χωρίς τις συμβουλές του ειδικού πνευματικού. Βέβαια στην αρχή τα πράγματα πήγαν καλά, μα έπειτα η προσπάθεια με κούραζε πολύ. Αισθανόμουνα οκνηρία, βαριόμουνα, είχα στεναχώρια, με κυρίευε η νύστα, κοιμόμουνα ακόμα και όρθιος, και άσε που ήταν σύννεφα οι σκέψεις και οι λογισμοί όλων των ειδών που με βομβαρδίζανε. Επήγα με θλίψη στον οδηγό μου να εξομολογηθώ την κατάστασή μου. Παιδί μου, μου είπε, ήρθε πάνω σου η επίθεσις των σκοτεινών δαιμόνων. Επειδή ο κόσμος εκείνος, τίποτα άλλο δεν έχει χειρότερο από την δική μας εγκάρδια προσευχή. Ο κόσμος του σκότους των δαιμόνων, προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε εμποδίσει και να σε απομακρύνει από το να λες την ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Σ’ όποιον το πείτε θα σας κοροϊδέψει ότι κάνετε αυτό το πράγμα. Αλλά να το κάνετε και την ωφέλεια θα την δείτε στην πορεία της ζωής σας. Ουδέποτε βέβαια ο Θεός επιτρέπει πειρασμό για τον άνθρωπο που να είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν που μπορεί να σηκώσει. Φαίνεται πως πρέπει η ταπείνωσίς σου να δοκιμαστεί ακόμα, του είπε ο γέροντάς του στον προσκυνητή, γιατί παρά τον περίσσιο σου ζήλο και προθυμία, ίσως είναι πολύ νωρίς να πλησιάσεις κάπως βαθύτερα στο χώρο της καρδιάς. Υπάρχει φόβος να πέσεις σε πνευματικό χάος.
Αυτά όλα που σας είπα τα λίγα, είναι από τις «Περιπέτειες ενός προσκυνητού», σελίδα 18.
Η ακατάπαυστη λοιπόν εσωτερική αυτή προσευχή του Χριστού, που πρέπει να τη λέμε διαρκώς με τα χείλη, ψιθυριστά ή φωναχτά ή από μέσα μας, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", να είστε υπερβέβαιοι αυτό που είπα προηγουμένως. Κάποτε ο νους θα ανοίξει το στόμα του, θα αρπάξει την ευχή που τη λέμε με τα χείλη και με τη γλώσσα, και θα τη λέει αβίαστα εκείνος.
Και όσο θα κυλά ο χρόνος τόσο και περισσότερο θα αισθάνεται νοερά ο προσευχόμενος χριστιανός, την παρουσία της Θείας Χάριτος μέσα του. Να τον μεταμορφώνει. Δε σχηματίζουμε την ευχή, ούτε την γράφουμε με λέξεις αλλά βιώνουμε την ευχή, ζούμε την αίσθηση της Θείας Χάριτος. Μπορούμε λοιπόν σε κάθε ασχολία αλλά και σε κάθε στιγμή της ζωής μας, όποια και αν είναι εκείνη τη στιγμή που κάνετε εργασία, προκειμένου να γκρινιάζετε ή να μουρμουρίζετε ή να λέτε οτιδήποτε άλλο, λέτε "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", ώστε να εφαρμόζετε το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης που λέγει στο Άσμα Ασμάτων, εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί. Εγώ μπορεί να κοιμάμαι αλλά η καρδιά μου αγρυπνεί και λέγει "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Στο βιβλίο «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», του Οσίου Γέροντος Ιωσήφ, γράφονται τα εξής: Η πράξις αυτή, το να λέγεις την ευχούλα, είναι να βιάσεις τον εαυτό σου, να τον πιέσεις τον εαυτό σου, να πονέσεις λιγάκι, να πονέσει και λίγο και ο τράχηλος και οι ώμοι και το κεφάλι, για να λες διαρκώς με το στόμα την προσευχή, αδιαλείπτως. Στην αρχή γρήγορα, για να μη προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμούς μετεωρισμών. Να προσέχεις μονάχα στα λόγια, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Γι’ αυτό οι δυο πρώτες επιστολές από το βιβλίο αυτό απευθύνονται σε κοσμικό, τον οποίον είχα την ευλογία να γνωρίσω, και ο οποίος είχε την καρδιακή προσευχή όντας μέσα στον κόσμο με οικογένεια και παιδιά. Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέγει και γλυκαίνεσαι. Σα να έχεις μέλι στο στόμα σου, σα να έχεις μια καραμέλα. Ο πολυκαιρισμός λοιπόν της προσευχής, ευχής, συντελεί στο να την συνηθίσει εύκολα να τη λέγει ο νους με τον ενδιάθετο λόγο. Όταν λοιπόν το συνηθίσει ο νούς και το χορτάσει, από κει και κάτω θα πάει και προς την καρδιά.
Ο γέρων Ιωσήφ μας λέγει ότι στην αρχή μερικές φορές να λέγει κάποιος την ευχή, και να παίρνει μια αναπνοή. Κατόπιν να συνηθίσει να στέκει ο νους στην καρδιά, λέγει σε κάθε αναπνοήν μια ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ» εμβαίνει η αναπνοή, «ελέησόν με» και βγαίνει. Αλλά αυτό μπορεί να το τροποποιήσει κανένας και να την λέγει όπως μπορεί, δεν χρειάζεται αυτός ο τρόπος ακόμα, αλλά αυτό που είπαμε την περασμένη φορά, είτε με το κομποσχοίνι στο χεράκι είτε χωρίς αυτό να λέμε διαρκώς την ευχή, και αυτό θα γίνεται μέχρις ότου μας επισκιάσει η χάρις του Αγίου Θεού και αρχίσει αυτή να ενεργεί μέσα στην ψυχήν. Μετά από κει γνωρίζουμε πράγματα που δεν μπορεί να τα συλλάβει το μυαλό μας.
Παντού λέγεται η προσευχή. Καθήμενος στο κρεβάτι και περπατώντας και τρώγωντας, και εργαζόμενος. Και τινάζοντας τις κουβέρτες και μαγειρεύοντας. Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε. Όχι μόνον όταν πλαγιάζεις, αλλά και ακόμα και τότε, μέχρι που να σε πάρει ο ύπνος μπορείς να λες "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Θέλει αγώνα, πότε όρθιος, πότε καθήμενος. Όταν κουράζεσαι κάθεσαι. Ξεκουράζεσαι λίγο, πάλι όρθιος. "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Αυτά λέγονται πράξις. Μερικοί εγείρονται και τη νύχτα και κάνουν μισή ώρα προσευχούλα. Άλλος μία ώρα, όσο μπορεί ο καθένας. Άλλος δέκα λεπτά, και κατόπιν ξανακοιμάται. Αλλά ταυτόχρονα όμως, να συμπαθείς όποιος είναι άρρωστος και ανήμπορος. Τον ορφανό να τον προστατεύεις. Τον πάσχοντα να ελεείς. Αγαπώντας τον πλησίον, σε αγαπά και ο Θεός, και τότε συ Τον αγαπάς, από την αγάπη που Εκείνος σου έδωσε. Εκείνος πρώτα αγαπά και εκχέει τη Χάρη Του, και μείς τα ίδια εκ των ιδίων, «τα σά εκ των σών» αποδίδουμε.
«Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Και ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι μη εξαιτίας των βιωτικών μερίμνων αφήνουμε την προσευχούλα.
Όταν λέμε την προσευχή δεν φανταζόμαστε τίποτα. Ο νους λέμε πρέπει να είναι αφάνταστος, χωρίς φαντασίες. Ανίδεος, χωρίς ιδέες. Ανεικόνιστος, χωρίς εικόνες. Ούτε του Χριστού, ούτε της Παναγίας, ούτε των Αγίων, τίποτα. Το μυαλό μας σκέτο και άδειο. Στην αρχή υπάρχει ένα σκοτάδι. Μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι του νοός θα λέμε την ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Η ευχή θα αρχίσει να ενεργεί ως αύρα λεπτή μέσα στη διάνοιά μας και στην καρδιά μας. Και τότε έρχεται η κατάνυξις. Η κατάνυξις θα φέρει τα δάκρυα και τα δάκρυα θα φέρει τον κλαυθμόν.
Κάποιος τουρίστας στην Ουγκάντα, σας το είχα ξαναπεί αυτό, και τόχαμε αναφέρει και είναι και γραμμένο, συνήντησε έξω από μια αχυρένια καλύβα έναν Αφρικανό που κρατούσε στο δεξί του χέρι μια Καινή Διαθήκη, μεταφρασμένη στην διάλεκτο Σουαχίλι από τον αείμνηστο πατέρα Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο, και με το αριστερό του ένα κομποσχοίνι.
- Τι κάνεις αυτού πέρα, τον ρώτησε ο τουρίστας.
- Τι να κάνω, του λέει. Να, λέω το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" και διαβάζω τον λόγον του Θεού, απάντησε ο ιθαγενής.
- Ά, καημένε, του λέει, εμείς τώρα αυτά τάχουμε ξεπερασμένα, έχουμε πάει στ’ άστρα. Έχουμε πάει στο φεγγάρι και συ ασχολείσαι με αυτά;
- Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, λέει, οι πολιτισμένοι, εκεί στη Γαλλία, και στα άλλα μέρη του κόσμου, εγώ ένα πράγμα ξέρω. Εάν δεν ήταν αυτά τα δυο, εγώ θα ήμουνα τώρα άγριος και σένα θα σε είχα φάει, και θα κρεμούσα το γυμνό σου το κρανίο τρόπαιο στην καλύβα μου.
Κόκκαλο ο τουρίστας.
Ας προσέξουμε γιατί αυτά προσφέρει και στην ορθόδοξη η Ελλάδα μας ο τουρισμός και δυστυχώς ο Δυτικός πολιτισμός, με όλα τα δεινά που έφερε στην πατρίδα μας, και τα οποία μέρα με την ημέρα χειροτερεύουν και ο κατήφορος θα είναι μεγάλος. Γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή, χάριν των παιδιών μας. Διότι αυτά θα αντιμετωπίσουν τα πολλά δεινά, που έρχονται στην πατρίδα μας ως θύελλα. Τι να πει κανείς; Τι να μιλήσω τώρα, αντί να μιλήσω για…
Πρίν από χρόνια ένας αγωνιζόμενος πιστός χριστιανός, που καλλιεργούσε την ευχή όπως την διδάχτηκε, από τον γέροντά του, από τον πατέρα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη, ταξίδευε με λεωφορείο από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Σε μια εικοσάλεπτη στάση του λεωφορείου εκεί στο Λεβέντη, κατέβηκε και κάθισε στη ρίζα ενός παρακειμένου δένδρου με πολλή σκιά, και συνέχισε να λέγει νοερά από μέσα του την ευχούλα, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Άλλωστε αυτήν την πνευματική αδολεσχία, την έλεγε συνεχώς σε όλο του το ταξίδι. Ξαφνικά και χωρίς καμιά προειδοποίηση κατέβηκε και εισήλθε ο νους μαζί με την ευχή στην καρδιά του με πλήρη την νοερά ενέργεια της ευχής. Και τότε ήλθε σε έκσταση. Ήταν σα να χάθηκε. Όταν ο προσευχόμενος νους εισέρχεται εν Αγίω Πνεύματι στο βάθος της καρδιάς, αλλοιώνει νοερά αλλά με ιεροπρέπεια, το επαναλαμβάνω, με ιεροπρέπεια, όλον τον ψυχοσωματικό άνθρωπο. Οι αισθήσεις μεταπλάθονται πνευματικά, οι σκέψεις απαλείφονται και σιγούν, το σώμα αγγελοποιείται, και όλες οι λειτουργίες του σώματος ουρανοποιούνται. Έτσι και σ’ αυτόν τον χριστιανό που περιήλθε στην έκσταση, φώς ωραιότατον αλλά πάλλευκον, και άλλοτε λευκογάλαζον και ασυγκρίτως καθαρότερο και λαμπρότερο, απ’ το φως μιας ηλιόλουστης ημέρας, τον έζωσε μέσα και έξω. Εγένετο κατά κάποιον τρόπο σύγκρασις, ένωσις του φωτός και της ψυχής, ένωσις του φωτός και του νου, ένωσις του φωτός και του σώματός του, ένωσις φωτός και όλου του χώρου που υπήρχε γύρω του. Είχε την πνευματική αίσθηση μιας ανέκφραστης ειρήνης, και θείας μακαριότητος. Είχε τη συναίσθηση της αγνότητος του θείου φωτός, αλλά και της αγνότητος ψυχής και σώματος. Ανείπωτη ευτυχία και γεύση αιωνιότητος. Ταυτόχρονα είχε και μια ακατάληπτη πνευματική ενόραση. Τι είδε; Ο Θεός γνωρίζει. Τι του απεκάλυψε; Ο Θεός γνωρίζει. Άβυσσος είναι τα κρίματα του Θεού. Και ξαφνικά ήλθε στον εαυτό του από το κορνάρισμα του λεωφορείου για αναχώρηση. Και μέσα σε μια κατάσταση ειρήνης και άκρας ταπεινώσεως σηκώθηκε, και με δυσκολία εισήλθε στο λεωφορείο.
Και η απορία του: Πώς εγώ που είμαι σκώληξ, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία, δέχθηκα επίσκεψιν θείας χάριτος με τόση λαμπρότητα, αφού τα έργα μου, τα λόγια μου, και οι σκέψεις μου, είναι και λογίζονται ως «δράκος αποκαθημένης»;
Όταν το ανέφερε το γεγονός στο γέροντά του, φτάνοντάς του, στη Μονή Φιλοθέου, ο γέροντας του απάντησε ως εξής: «Στα τούβλα της ψυχής σου, έπεσε κατ’ άκραν συγκατάβαση, μια ακτίνα θείου φωτός, για να ξεβρομίσει λίγο την ψυχή σου. Παρά ταύτα τούβλο είσαι και τούβλο παρέμεινες». Η απάντησις του πνευματικού είχε σκοπό να φυλάξει την ψυχή του, από την οίηση, την υπερηφάνεια, τον εγωισμό και την κενοδοξία.
Αυτό το βίωμα του αγωνιζομένου χριστιανού, ήτο μια από τις άπειρες δωρεές του Θεού προς το πλάσμα Του, που ηγωνίζετο καθημερινά και με πολύ φιλότιμο να λέγει την ευχούλα "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", τηρώντας βέβαια κατά δύναμη τις Ευαγγελικές εντολές, και συμμετέχοντας με πολλή ταπείνωση στα Πανάγια Μυστήρια.
Πρίν από χρόνια μου διηγήθηκε ένας σεβάσμιος ιερεύς το εξής θαυμαστό γεγονός:
Κάποιο Σάββατο απόγευμα, και μετά το τέλος του Εσπερινού αισθάνθηκε ελαφρά ζάλη, και κάθισε μέσα στο ιερό Βήμα για να συνέλθει, λέγοντας στο νεωκόρο και στους ιεροψάλτες να φύγουν, και αυτός αργότερα θα έκλεινε το ναό. Η ζάλη τον απεκοίμησε αρκετή ώρα, συνήλθε όμως από κάποιες μικρές κραυγές. Θεέ μου συγχώρεσέ με τον ελεεινό. Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου. "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν", "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν". Σηκώθηκε αθόρυβα ο ιερεύς, κοίταξε απ’ το πλάι της Ωραίας Πύλης χωρίς να γίνει αντιληπτός προς τη μια πλευρά του ναού και δεν είδε τίποτα. Πέρασε απ’ την άλλη πλευρά, και τότε είδε έναν άντρα γονατισμένο μπροστά στην εικόνα του Χριστού του ιερού τέμπλου, που συνέχισε να επικαλείται το έλεος του Θεού, λέγοντας και ξαναλέγοντας «Κύριε, Κύριε, μη με απορρίψεις. Έλεος Χριστέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλόν. Είμαι τυφλός και σκοτισμένος. Σύ φώτισόν μου τον νουν. Είμαι νεκρός, Συ ανάστασέ με. Είμαι αμαρτωλός Κύριε, σώσε με». Και άλλα πολλά βέβαια με συντριβή. Και εντελώς ξαφνικά, μια φωτεινή νεφέλη περιέλουσε ολόκληρο τον γονατισμένο άνδρα, στο πρόσωπο του οποίου ανεγνώρισε ο ιερεύς έναν πιστό θεοσεβή χριστιανό που ονομάζετο Σωκράτης. Τίποτα περισσότερο δεν γνώριζε γι’ αυτόν παρά μόνον ότι ήτο πολύτεκνος πατέρας, φτωχός βιοπαλαιστής με πολλές θλίψεις, αλλά πάντοτε ειρηνικός και ελεήμων. Συμμετείχε δε συχνά στα θεία μυστήρια, πράγμα παράξενο για εκείνη την εποχή. Η όντως αξιοθαύμαστη αυτή φωτοχυσία, που εκάλυπτε ολόκληρον τον προσευχόμενο χριστιανό, το Σωκράτη, απλώθηκε κατόπιν και σε ολόκληρον τον ιερό ναό και μέσ’ το Άγιο Βήμα, πλημμυρίζοντας τον ιερέα εκείνον, τον παππούλη εκείνον από ανείπωτη ευτυχία και ανεκλάλητη ειρήνη που όμοια δεν ξαναβίωσε ποτέ.
Και να που σε λίγο η ολόλαμπρη αυτή φωτοχυσία, άρχισε σιγά σιγά να συστέλλεται, να χάνεται, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Ο ναός επανήλθε εις την φυσική του κατάσταση. Ο Σωκράτης τότε σηκώθηκε, ασπάσθηκε με πολλή ευλάβεια τις άγιες εικόνες και έφυγε.
Ο ευλαβής εκείνος ιερεύς έκαμε πολλές μέρες για να συνέλθει από την κατάπληξή του και από το θαυμασμό.
Μια Κυριακή, ύστερα από ένα ενάμιση μήνα περίπου, λειτουργούσε στο ναό, και είδε όπως πάντα και το Σωκράτη εκκλησιαζόμενο, έχοντας δίπλα τον μεγάλο έγγαμο γιό του. Στο «μετά φόβου Θεού», κοινώνησε ο Σωκράτης των Αχράντων Μυστηρίων, και γύρισε στη θέση του. Κάθισε. Σε λίγο γονάτισε, γιατί κοινωνούσαν και άλλοι, ύψωσε τα χέρια του, έκανε το σημείον του Σταυρού, κάτι ψέλισε με τα χείλη του, και εκοιμήθη για πάντα τη στιγμή που οι ιεροψάλτες έψαλαν «Χριστός Ανέστη». Ήταν Κυριακή του Θωμά του 1959.
Αυτό το γεγονός μου θύμισε κάτι παρόμοιο, που συνέβηκε στον Άγιο Ρουμάνο ιερέα και ασκητή, τον πατέρα Κλεόπα. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ο πατήρ Κλεόπας Ιλιέ, εκοιμήθη τώρα, βρισκόταν στο Ιερό Βήμα ενός μοναστηριακού ναού και διάβαζε γονατιστός, την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Μετά από λίγη ώρα μπήκε στην εκκλησία να προσευχηθεί μια γυναίκα, που είχε έρθει στο μοναστήρι από το βράδυ. Προσκύνησε όλες τις εικόνες και έκανε παντού μετάνοιες, διηγείται ο πατήρ Κλεόπας. Δε γνώριζε ότι κάποιος ήταν μέσα στην εκκλησία. Την παρατηρούσα λέγει, συνεχώς, απ’ την Ωραία Πύλη. Εκείνη αφού προσκύνησε τις εικόνες, γονάτισε στο μέσον της εκκλησίας, ύψωσε τα χέρια της και έλεγε απ’ την καρδιά της αυτά τα λόγια: «Κύριε μη με εγκαταλείπεις, Κύριε μη με εγκαταλείπεις». "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Είδα τότε ένα ολόλαμπρο φως γύρω της και τρόμαξα. Η γυναίκα έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν σιωπηλά. Η φωτεινή νεφέλη που την περιέλουζε μεγάλωσε περισσότερο και μετά σιγά σιγά εξαφανίστηκε. Αφού έσβησε το θείο φώς σηκώθηκε στα πόδια της και βγήκε έξω απ’ την εκκλησία. Ήταν μια απλή γυναίκα από τα γειτονικά χωριά μας.
Τα λέει ο πατήρ Κλεόπας αυτά.
Ιδού λοιπόν ποιος έχει το δώρο της προσευχής, συνεχίζει.
Να που μερικοί λαϊκοί απλοί χριστιανοί ξεπερνούν καμιά φορά μοναχούς και ερημίτας, και γιατί όχι πολλούς από τους εν τω κόσμω χλιαρούς ιερείς. Εγώ έκανα μετά την προσκομιδή, και απ’ την μεγάλη μου συγκίνηση άρχισα να κλαίω και έτρεμα με τα χαριά μνημονεύσεως στο χέρι. Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι εκλεκτοί υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο.
"Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν και όλον τον κόσμον".
Αυτά διηγήθηκε ο πατήρ Κλεόπας, ο μεγάλος αυτός Ρουμάνος ασκητής ο οποίος εκοιμήθη οσιακώς.
Αδελφοί μου εύχομαι ο Πανάγιος Θεός να δώσει σε όλους μας την δύναμη, δύναμη για μια καλή αρχή, για να μπορέσουμε σε κάθε στιγμή της ζωής μας να θυμώμαστε το όνομά Του,
"Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με",
Αμήν.
----------------------------------------------------------------------
Παράρτημα
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ”
ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ Α
Προς νέον ερωτήσαντα περί της “ευχής”
Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ μου, εύχομαι να είσαι καλά. Εσήμερον έγινα κάτοχος της επιστολής σου και σε δίδω απάντησιν εις όσα μου γράφεις. Αι πληροφορίες, όπου ζητείς, δεν απαιτούσι καιρόν και κόπον δια να σκεφθώ και να σε απαντήσω.
Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριάντα έξ και επέκεινα χρόνια.
Όταν εγώ ήλθα στο Άγιον Όρος, εζήτησα απ’ ευθείας τους ερημίτας, όπου εργάζονται την προσευχήν. Τότε υπήρχαν πολλοί – πριν σαράντα χρόνια – όπου είχαν ζωή μέσα τους. Άνθρωποι αρετής. Γεροντάκια παλαιά. Από αυτούς εκάναμε Γέροντα και τους είχαμεν οδηγούς.
Λοιπόν η πράξις της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτόν σου να λέγεις συνεχώς την ευχήν με το στόμα αδιαλείπτως. Εις την αρχήν γρήγορα· να μην προφθάνει ο νούς να σχηματίζη λογισμόν μετεωρισμού. Να προσέχης μόνο στα λόγια: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Όταν αυτό πολυχρονίση, το συνηθίζει ο νούς και το λέγει. Και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχεις μέλι στο στόμα σου. Και θέλεις όλο να το λέγης. Αν το αφήνης, στενοχωρείσαι πολύ.
Όταν το συνιθήση ο νούς και χορτάση – το μάθη καλά – τότε το στέλνει εις την καρδίαν. Επειδή ο νούς είναι ο τροφοδότης της ψυχής και ό,τι καλόν ή πονηρόν ιδή ή ακούση η δουλειά του είναι να το κατεβάσει εις την καρδίαν, όπου είναι το κέντρον της πνευματικής και σωματικής δυνάμεως του ανθρώπου, ο θρόνος του νού· λοιπόν όταν ο ευχόμενος κρατάει τον νούν του να μην φαντάζεται τίποτε, αλλά να προσέχει μόνον τα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποιαν βίαν και θέλησιν εδικήν του τον κατεβάζει εις την καρδίαν· και τον κρατεί μέσα δίκην κλεισούρας, και λέγει με ρυθμόν την ευχήν :
- Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!
Εις την αρχήν λέγει μερικές φορές την ευχήν και παίρνει μίαν αναπνοήν. Κατόπιν, όταν συνηθίση να στέκει ο νούς εις την καρδίαν, λέγει εις κάθε αναπνοήν μίαν ευχήν. “Κύριε Ιησού Χριστέ” : εμβαίνει η αναπνοή, “ελέησόν με” : εβγαίνει. Αυτό γίνεται μέχρις ότου επισκιάση και αρχίσει να ενεργεί η χάρις μέσα εις την ψυχήν· μετά πλέον είναι θεωρία.
Λοιπόν παντού λέγεται η ευχή· και καθήμενος και στο κρεβάτι και περιπατώντας και όρθιος. “Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε”, λέγει ο Απόστολος. Δεν πρόκειται όμως μόνον όταν πλαγιάζης να προσεύχεσαι. Θέλει αγώνα· όρθιος – καθήμενος. Όταν κουράζεσαι, κάθεσαι. Και πάλιν όρθιος. Να μη σε πιάνει ο ύπνος.
Αυτά λέγονται “πράξις”. Δεικνύεις την προαίρεσίν σου εις τον Θεόν· το πάν έγκειται εις Αυτόν, εάν σού δώση. Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η χάρις Του ενεργεί όλα. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμις.
Το δε πώς γίνεται, πώς ενεργείται η αγάπη, είναι να φυλάξεις τας εντολάς. Όταν εσύ εγείρεσαι την νύκτα και προσεύχεσαι. Όταν βλέπεις τον συμπαθή και τον συμπαθής. Την χήρα και τα ορφανά, τους γέροντας και τους ελεής, τότε σε αγαπά ο Θεός. Και τότε και σύ τον αγαπάς. Εκείνος πρώτον αγαπά και εκχέει την χάριν Του. Και ημείς τα ίδια εκ των ιδίων, “τα σά εκ των σών” αποδίδομεν.
Εάν λοιπόν ζητείς να τον εύρεις μόνον δια της “ευχής”, μη βγάλεις πνοήν χωρίς την ευχήν. Πρόσεχε μόνον να μη δέχεσαι φαντασίες. Διότι το Θείον είναι ανείδεον, αφάνταστον, αχρωμάτιστον. Είναι υπερτέλειον. Δεν δέχεται συλλογισμούς. Ενεργεί ως αύρα λεπτή εν ταις διανοίαις ημών.
Η κατάνυξις έρχεται, όταν σκέπτεσαι πόσον ελύπησες τον Θεόν. Όπου εκείνος είναι τόσον καλός, τόσον γλυκύς, τόσον ελεήμων, αγαθός, όλος γεμάτος αγάπη. Όπου εσταυρώθη και όλα τα έπαθεν δι’ ημάς. Αυτά και άλλα όπου έπαθεν ο Κύριος, όταν μελετάς, σου φέρνουν κατάνυξιν.
Λοιπόν εάν ημπορέσης να λέγης την ευχήν εκφώνως και αδιαλείπτως, σε δύο τρείς μήνες την συνηθίζεις. Και επισκιάζει η χάρις και σε δροσίζει. Μόνον να την λέγεις εκφώνως, χωρίς διακοπήν. Και όταν την παραλάβη ο νούς, τότε θα ξεκουρασθής με την γλώσσαν να την λέγης. Και πάλιν όταν την αφήνη ο νούς, αρχίζει η γλώσσα. Όλη η βία χρειάζεται εις την γλώσσαν, έως ότου να συνηθίσης εις την αρχήν· κατόπιν, όλα της ζωής σου τα έτη, θα την λέγη ο νούς χωρίς κόπον.
Όταν έλθης, ως λέγεις, εις το Άγιον Όρος, να έλθης να μας ιδής. Αλλά τότε θα ομιλήσομεν άλλα πράγματα. Δεν θα σου μένει καιρός δια την ευχήν. Την ευχή αυτού θα την βρής, όπου θα είναι ήσυχον το μυαλό σου. Εδώ όπου θα γυρίζης στα Μοναστήρια αλλού θα περισπάται ο νούς σου, εις εκείνα όπου θα ακούς και θα βλέπης.
Εγώ είμαι βέβαιος ότι θα την βρής την ευχή. Μήν αμφιβάλλης. Μόνον κτύπα ευθέως εις την θύραν του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός θα σου ανοίξη· είναι αδύνατον. Αγάπησέ τον πολύ, δια να λάβης πολύ. Εις την αγάπην Του, πολλήν ή ολίγην, έγκειται η δόσις, πολύ ή ολίγον.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ Β
Προς τον αυτόν περί της ευχής, και απόκρισις ερωτήσεων
Εχάρην πολύ δια την προθυμίαν σου όπου έχεις να ωφελήσης την ψυχήν σου. Και εγώ διψώ να ωφελήσω τον κάθε αδελφόν, όπου ζητεί να σωθή.
Λοιπόν, αγαπητέ μου και προσφιλέστατε αδελφέ, άνοιξόν σου τα ώτα. Ο προορισμός του ανθρώπου, αφού εγεννήθη εις αυτήν την ζωήν, είναι να βρή τον Θεόν. Δεν ημπορεί όμως να τον ’βρή, εάν πρώτον δεν τον ’βρή ο Θεός. “Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα”, αλλά τα πάθη μάς έχουν κλείσει τους ψυχικούς οφθαλμούς και δεν βλέπομεν. Όταν όμως στρέψη το ματάκι του προς ημάς ο πολύ αγαθός μας Θεός, τότε ως από ύπνον ξυπνούμε, και αρχίζομεν να ζητούμεν την σωτηρίαν μας.
Όθεν δια το πρώτον σου ερώτημα: Τώρα σε είδεν ο Θεός και σε εφώτησε και σε οδηγεί. Αυτού όπου είσαι εργάσου. Λέγε ακατάπαυστα την ευχήν· με την γλώσσα και με τον νούν. Όταν η γλώσσα κουράζεται, ας ερχίζει ο νούς. Και πάλιν, όταν ο νούς βαρύνεται, η γλώσσα. Μόνον να μην παύης. Κάμνε μετάνοιες πολλές. Αγρύπνα την νύκτα, όσον ημπορείς. Και άν ανάψη φλόγα εις την καρδίαν σου και αγάπη προς τον Θεόν και ζητής ησυχίαν και δεν ημπορείς να σταθείς εις τον κόσμον – διότι μέσα σου ανάβει η ευχή – τότε γράψε μου και εγώ θα σου πώ τι θα κάμης. Εάν πάλιν δεν ενεργήση έτσι η χάρις, αλλά κρατείται ο ζήλος μέχρι του να πράττης τας εντολάς του Κυρίου πρός τον πλησίον, τότε ησύχαζε όπως είσαι, και καλά είσαι· μη ζητείς άλλο τίποτε. Την διαφοράν των τριάκοντα, εξήκοντα, εκατόν, θα την εύρης, όταν διαβάσης τον Ευεργετινόν. Θα εύρης εκεί και άλλα πολλά τοιαύτα γραμμένα και πολύ θα ωφεληθής.
Λοιπόν απόκρισις των άλλων σου ερωτήσεων: Η ευχή έτσι πρέπει να λέγεται με τον ενδιάθετον λόγον. Αλλ’ επειδή εις την αρχήν δεν την έχει συνηθίσει ο νούς, την ξεχνά. Δι’ αυτό την λέγεις, πότε με το στόμα και πότε με τον νούν. Και αυτό γίνεται μέχρις ότου την χορτάσει ο νούς και γίνη ενέργεια.
Ενέργεια λέγεται εκείνο όπου, όταν λέγης την ευχήν, αισθάνεσαι μέσα σου – χαρά και αγαλλίασις – και θέλεις διαρκώς να την λέγης. Λοιπόν όταν παραλάβη ο νούς την ευχήν και γίνη αυτή η χαρά που σου γράφω, τότε λέγεται μέσα σου αδιαλείπτως, χωρίς την βίαν την εδικήν σου. Αυτό λέγεται αίσθησις – ενέργεια· επειδή η χάρις ενεργεί χωρίς την θέλησιν του ανθρώπου. Τρώγει, περιπατεί, κοιμάται, ξυπνά, και μέσα φωνάζει διαρκώς την ευχήν. Και έχει ειρήνην, χαράν.
Τώρα, διά τας ώρας της προσευχής· επειδή είσαι εις τον κόσμον και έχεις διάφορες μέριμνες, οπόταν βρίσκεις καιρόν κάμνε προσευχήν. Αλλά βιάζου συνεχώς να μήν αμελήσης. Δια την “θεωρίαν” όπου ζητείς, αυτού δύσκολον είναι· διότι θέλει απόλυτον ησυχίαν.
Εις τρείς τάξεις διαιρείται η κατάστασις η πνευματική· και αναλόγως ενεργεί η χάρις εις τον άνθρωπον. Η μία κατάστασις λέγεται καθαρτική, η οποία καθαρίζει τον άνθρωπον. Αυτή τώρα εσύ όπου έχεις λέγεται χάρις καθαρτική. Αυτή διεγείρει τον άνθρωπον εις μετάνοιαν. Η κάθε προθυμία, εις τα πνευματικά όπου έχεις, όλα της χάριτος είναι. Εδικόν σου δεν είναι τίποτε. Αυτή μυστικώς όλα ενεργεί. Αυτή λοιπόν η χάρις, όταν βιάζεσαι, παραμένει μαζύ ωρισμένα χρόνια. Και εάν προκόψει ο άνθρωπος δια της νοεράς προσευχής, λαμβάνει άλλην χάριν πολύ διαφορετικήν.
Η πρώτη, ως είπομεν, ονομάζεται αίσθησις – ενέργεια και είναι αυτή η καθαρτική, ότι ησθάνθη ο ευχόμενος κίνησιν – ενέργειαν θεϊκήν μέσα του.
Η άλλη ονομάζεται φωτιστική. Κατ’ αυτήν λαμβάνει φώς γνώσεως, ανάγεται εις θεωρίαν Θεού. Όχι φώτα, όχι φαντασίες, όχι εικονισμοί· αλλά διαύγεια του νοός, καθαρότης λογισμών, βάθος εννοιών. Αυτό δια να έλθη πρέπει ο ευχόμενος να έχει πολλήν ησυχίαν και οδηγόν απλανή.
Και τρίτη κατάστασις – επισκίασις χάριτος – είναι μετά από αυτά η χάρις η τελειωτική, όπου είναι δώρον μεγάλο. Δεν σου γράφω τώρα δι’ αυτό, επειδή δεν είναι ανάγκη. Εάν όμως θέλεις να διαβάσης περί αυτού, έχω γράψει με την αγραμματοσύνην μου, όταν εγίνοντο αυτές οι ενέργειες βιβλιαράκι χειρόγραφον “πνευματοκίνητος σάλπιγξ”. Ζήτησε να το εύρης. Αγόρασε και τον άγιον Μακάριον από τον Σχοινάν, τον αββά Ισαάκ, και πολύ θα ωφεληθής. Και ό,τι αλλοίωσιν συναντάς γράψε μου και εγώ σου απαντώ με προθυμίαν πολλήν.
Εγώ τον καιρόν ετούτον όλο γράφω εις όσους αρωτούν. Εφέτως ήρθαν από την Γερμανίαν μόνον και μόνον να μάθουν διά την νοεράν προσευχήν. Από την Αμερικήν μου γράφουν με τόσην προθυμίαν. Από το Παρίσι είναι τόσοι, όπου θερμώς ζητούν. Ημείς εδώ εις τα πόδια μας, διατί αμελούμε; Μήπως είναι σκάψιμο να φωνάζωμεν διαρκώς το όνομα του Χριστού να μάς ελεήση;
Τέλος, επικρατεί και μία εσκοτισμένη ιδέα του πειρασμού· ότι, άν λέγη κανείς την ευχήν, φοβείται μην πλανηθή· ενώ αυτό είναι πλάνη που λέγει.
Όποιος θέλει, άς δοκιμάση. Και, όταν χρονίση η ενέργεια της ευχής, θα γίνει παράδεισος μέσα του. Θα ελευθερωθεί από τα πάθη, θα γίνει άλλος άνθρωπος. Αν δε είναι και εις την έρημον, ώ! ώ! δεν λέγονται τα καλά της ευχής!
Σημ. : Το πρωτότυπο κείμενο είναι με πολυτονικό.
Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2005
Η προφορική ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με καί η κάθαρσις εκ τών παθών (μέρος 1ον)
Ομιλία 127
16.2.2005
Ενθυμούμαι βέβαια τις πολύ καλές ημέρες, και τα παλιά εκείνα καλά χρόνια όταν κάναμε τις βραδινές ομιλίες, κατ’ αρχάς με την ανάλυση του Συμβόλου της Πίστεως, το οποίον τώρα θα μας βγει σε βιβλίο, πιστεύομε ότι μέσα στο Μάρτιο θα κυκλοφορήσει, εν συνεχεία με την ανάλυση της Θείας Λειτουργίας, μαζί με τις σχετικές εμπειρίες της, κατόπιν με την εκτεταμένη ή άλλοτε περιληπτική απόδοση της ερμηνείας στην Προς Ρωμαίους Επιστολή, κατόπιν τους μακαρισμούς όπως και άλλες περιστασιακές ομιλίες.
Θα ήθελα με όλη μου την καρδιά, και το πιστεύω, πρέπει να το πιστεύετε αυτό, ότι θα ήθελα να σας συγκεντρώνω κάθε Τετάρτη, όλο το χρόνο, θα το ήθελα, αλλά οι δυνάμεις μου οι σωματικές δεν επαρκούν, και αφετέρου η προετοιμασία είναι πολύ κουραστική. Παρά ταύτα όμως κατά περιόδους, πιστεύω ότι θα κάνουμε μια προσπάθεια να λέμε πέντε πράγματα.
Κάποτε σας είχα ομιλήσει για έναν πολύ δραστήριο ιερέα σε μια επαρχιακή πόλη, ο οποίος είχε πλούσια εξωτερική δράση, μεγάλη δράση. Και μάλιστα έλεγε ότι ποιος κληρικός άλλος δουλεύει σαν και μένα. Η δική μου δράσις έχει θαυμάσια αποτελέσματα. Έκτισα έναν μεγαλοπρεπέστατο ναό, δέκα παρεκκλήσια, τρείς αίθουσες, κόσμος από δω, κόσμος από κει, κηρύγματα, κύκλους, ομάδες, κατασκηνώσεις. Πόσα έργα έστω και πνευματικά περισσότερα από τα δικά μου, έλεγε, κάνουν αυτοί οι ξακουστοί ιεροκήρυκες, και είπε μερικά ονόματα, ο τάδε και ο τάδε, βέβαια εμείς θα πούμε μόνον δύο, αλλά γιατί έχουν κοιμηθεί αυτοί, τους ζώντας δεν μπορούμε να αναφέρουμε, ο πατήρ Αμφιλόχιος ο Μακρής και από τον πατέρα ακόμα Φιλόθεο τον Ζερβάκο, περισσότερη εργασία κάνω εγώ, και από τον τάδε και τον τάδε και άλλα.
Ένα βράδυ λοιπόν καθώς κοιμόταν, - πιστεύω να σας την έχω ξαναπεί αυτήν την ιστορία, δεν ξέρω βέβαια πόσο αναλυτικά ή περιληπτικά, όταν κάναμε τις σχετικές ομιλίες, τις βραδινές, αλλά την επαναλαμβάνω γιατί έχει τη θέση εδώ σήμερα. Ένα βράδυ λοιπόν όπως κοιμόταν, ξαφνικά ξύπνησε, τρόμαξε. Κάτι μέσα του τον είπε να σηκωθεί. Δεν τον φώναξε κανένας, αλλά από μια ακατανίκητη δύναμη σηκώθηκε. Συμβαίνει καμιά φορά αυτό. Σηκώθηκε λοιπόν, και σαν αυτόματο, ντύθηκε, έβαλε το καλημάφχι του, κοίταξε την ώρα, ήτανε δυόμισι περίπου μετά τα μεσάνυχτα. Βγήκε έξω σα ρομπότ. Σαν κάποιος να τον κατηύθυνε. Και πήγε προς τον Μητροπολιτικό ναό. Ερχόταν από την πίσω πλευρά του ναού. Έτσι κάνοντας κύκλο βρέθηκε μπροστά στον εξωνάρθηκα του ναού. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Μάλλον θα έβρεχε. Εκείνη τη στιγμή μια αστραπή δυνατή φώτισε τον τόπο για να ακολουθήσει και μετά δυνατή βροντή. Στο δευτερόλεπτο που κράτησε η αστραπή, και που φώτισε όλον τον τόπο διάπλατα, είδε ο ιερεύς στον εξωνάρθηκα και μπροστά στην πόρτα του ναού, να στέκεται ένας άνθρωπος. Ταυτόχρονα τον είδε να κάνει το σημείο του Σταυρού, να ανοίγει την αμπαρωμένη πόρτα και να μπαίνει μέσα. Ο ιερεύς τον ακολούθησε αθόρυβα μέσα στον ναό, όπως ήταν επόμενον, και στάθηκε πίσω από μια κολώνα, - όλα αυτά γινόνταν ασυναίσθητα, παρακολουθώντας σιωπηλά τον άγνωστο αυτόν χριστιανό. Ο χριστιανός γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, εδώ στο ιερό τέμπλο, και άρχισε να προσεύχεται. Τα αναμμένα καντηλάκια μπροστά στις ιερές εικόνες, χάριζαν ένα γλυκύτατο ιλαρόν φως. Ξαφνικά από την εικόνα του Χριστού άρχισε να ξεχύνεται μια ολόλαμπρη και πάλλευκη φωτοχυσία. Που κατ’ αρχάς τύλιξε τον προσευχόμενο χριστιανό, ο οποίος υπερίπτατο του εδάφους, τον είδε δηλαδή να είναι στον αέρα, και στη συνέχεια απλώθηκε σ’ όλο το ναό. Ο θαυμασμός και το δέος που κατέλαβε τον ιερέα εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται. Δεν μπορούσε βέβαια και ο ίδιος να το περιγράψει. Ύστερα από αρκετή ώρα, το γαληνόμορφο αυτό φως, άρχισε σιγά σιγά πολύ απαλά να χαμηλώνει, να σβήνει, να χάνεται. Σηκώθηκε ο χριστιανός, είπε «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς, Αμήν», και με το «Αμήν» ακούστηκε μια βροντή φοβερή. Αληθινή όμως βροντή. Άστραψε πάλι ο ουρανός και μαρτύρησε φαίνεται, έβαλε τη σφραγίδα ο ουρανός δηλαδή στην αλήθεια εκείνου του γεγονότος. Ποιανού γεγονότος; Της πνευματικής λατρείας αυτού του ανωνύμου χριστιανού.
Ο παππούλης βγήκε αμέσως έξω αθόρυβα, χωρίς να γίνει αντιληπτός, και σε λίγο ο ανώνυμος εκείνος ευλαβής χριστιανός, βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα του ναού. Ο ιερεύς στη συνέχεια ακολούθησε τον θεοσεβή αυτόν άνθρωπο, μέχρις ότου εισήλθε σε κάποιο σπίτι. Κράτησε τη διεύθυνση του σπιτιού και έφυγε. Στο δρόμο φάνηκαν και οι πρώτοι άνθρωποι να κινούνται σιγά σιγά και προς τις εργασίες τους. Δεν υπήρχαν τουλάχιστον εκείνη την εποχή αυτοκίνητα. Είχε φτάσει ήδη πεντέμισι το πρωί. Ο ιερεύς πήγε στο σπίτι του και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν διαρκώς ανήσυχος. Τι συνέβη; Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ποιος; Ποιος;
Την άλλη μέρα πήγε και περπατούσε μπροστά στο σπίτι, αυτού του παράξενου χριστιανού. Στεκόταν και το κοίταζε. Περνούσε, ξαναπερνούσε, προσπαθούσε να βρει κανένα γνωστό να τον ρωτήσει. Τελικά βρήκε πράγματι κάποιον και του λέει:
- Ποιος κάθεται εδώ, για πες μου.
- Τι τον θέλεις παππούλη; τον ρώτησε, θάταν περίεργος.
- Τι σε νοιάζει, λέει, τι το θέλω, πες μου ποιος μένει εδώ.
Του είπε ένα όνομα, δεν τον ήξερε ο ιερεύς.
- Καλός άνθρωπος;
- Πολύ καλός!
- Πηγαίνει στην εκκλησία;
- Βεβαίως πηγαίνει. Και η γυναίκα του και τα παιδιά του.
- Ααα, είναι παντρεμένος, ε, έχει και παιδιά; Πόσα παιδάκια έχει;
- Οκτώ νομίζω, δεν ξέρω κιόλας.. Μήπως τα μέτρησα ποτέ;
Τέλος πάντων κατάφερε με κάποιους γνωστούς μετά από δυο τρείς μέρες να κάνει μια επίσκεψη στο σπίτι του αγνώστου, αυτού, του χριστιανού. Το είδε. Ένας συνηθισμένος ανθρωπάκος, με ασυνήθιστα όμως φωτεινό πρόσωπο και καταγάλανα καθαρά μάτια. Με χαμόγελο γλυκύτατο και συγχρόνως ταπεινός, χαμηλομένο το κεφαλάκι, πράος, αγαθός. Τον περιποιήθηκαν φιλόξενα και κείνος τους ρώτησε ορισμένα πράγματα και κείνοι απαντούσαν πρόθυμα. Ο χριστιανός εξομολογείτο τακτικά στη πρωτεύουσα του νομού, σε γνωστό πνευματικό. Καλλιεργούσε και μάλιστα, όπως το είπε, και την ευχούλα, όπως του το είχε μάθει ένας για τον εν λόγω ιερέα άγνωστος ιερομόναχος ασκητής απ’ τη Σίψα, ο πατήρ Γεώργιος ο Καρσλίδης, που του είπε όλη την ημέρα να λες "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Όλη η οικογένεια αυτού του χριστιανού κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων, και ζούσαν όλοι μαζί μια απλή, ήσυχη ζωή, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και εγκράτεια. Φρόντιζε όμως ο χριστιανός ν’ αλλάζει κάθε Κυριακή εκκλησία, για να μη φαίνεται ότι κοινωνούσε τακτικά, διότι για εκείνην την εποχή η Θεία Κοινωνία η τακτική ήταν πολύ παράξενο πράγμα. Οπωσδήποτε θα τον θεωρούσαν για τρελό. Μισθοσυντήρητος ήταν ο άνθρωπος, ο πολύτεκνος αυτός οικογενειάρχης με τα οκτώ παιδιά, τραπεζικός υπάλληλος. Έτρεφε τα παιδιά του, την γυναίκα του, τον υπέργηρο πατέρα του και τον εαυτό του. Τον έτρωγε όμως από μέσα η αγωνία, η αγωνία, τον ιερέα, ποια ήταν τέλος πάντων η κρυφή πολιτεία αυτού του ανθρώπου; Ποια ήταν τέλος πάντων η ζωή του για να έχει μια τόσο πολύ μεγάλη χάρη, στην νυκτερινή του προσευχή μέσα στην εκκλησία; Και μάλιστα νύχτα δυόμισι με πέντε, τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί. Έφυγε ο ιερεύς και μια βδομάδα δεν βγήκε έξω. Ήταν αμίλητος και σκεφτικός. Ύστερα αρρώστησε. Μάλιστα. Ο παππούλης απ’ τη στεναχώρια του αρρώστησε. Ένα μήνα ολόκληρο. Και στον μήνα εκείνον πήρε το μάθημά του. Οι καλές πράξεις και τα πολλά και μεγάλα έργα αδελφοί μου, χωρίς το ταπεινό φρόνημα στα μάτια του Θεού δεν έχουν καμιά αξία. Και ο Φαρισαίος έλεγε, - θα το ακούσουμε την Κυριακή – ότι έκανε πολλά καλά έργα και μάλιστα έδινε και το εν δέκατο του μισθού του στις ελεημοσύνες. Ούτε λοιπόν τα παχιά λόγια και τα ωραία κηρύγματα σαν και μένα, αυτά τα δικά μου οικοδομούν, αν το πνεύμα του ιερέως δεν είναι συντετριμμένον και τεταπεινομένον. Τι να κάνουμε, στραβώνει η μύτη μας, και ιδίως η δική μου. Και τότε πικραμένος θυμήθηκε ότι και τις προσευχές του, και τις νηστείες του, και τις ελεημοσύνες του, και τα έργα του όλα τα έκανε προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις. Όπως βέβαια και οι συγκρίσεις του προς την πνευματική εργασία τόσων και τόσων αγίων επισκόπων, ιερέων και γεροντάδων ήσαν καθαρά από φθόνο. Ένας απλός πτωχός οικογενειάρχης αλλά ταπεινός τω πνεύμα είχε ασυγκρίτως πολύ μεγαλύτερη παρρησία στο Θεό απ’ αυτόν τον ιερέα που εθεωρείτο ευλαβέστατος, με πλούσια δράση και άγιος, άγιος ανάμεσα στους ανθρώπους, τις ενορίες του, και του έβαζαν μάλιστα και βαθειά μετάνοια. Αλήθεια λοιπόν, τι τραγική ειρωνεία. Έμαθε καλά το μάθημά του ότι ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς σε δίδωσιν την χάριν. Έμαθε ακόμη ότι μακάριοι είναι μόνον οι πτωχοί τω πνεύματι, δηλαδή οι ταπεινοί, όσοι έχουν καρδίαν καθαράν, διότι αυτοί και μόνον τον Θεόν όψονται, και σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών. Αυτόν τον ιερέα, τον εξομολήγησα και τον κοινώνησα στο αντικαρκινικόν του Μεταξά, στην πενταετία 70-75 λίγο πριν πεθάνει.
Το βίωμα του ανωνύμου αυτού χριστιανού αδελφοί μου, είναι μια από τις άπειρες δωρεές του Θεού προς το πλάσμα του που αγωνίζεται μέρα νύχτα με ταπείνωση πολλή και με την ευχούλα "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Που αγωνίζεται με αγρυπνία στις αισθήσεις του, με εγκράτεια στη γλώσσα, με προσοχή στα μάτια, με την πίστη ζωντανή και φλογερή, με την ακρίβεια στην τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, με την αληθινή μετάνοια και συντριβή, με την ταπείνωση στο νου και στην καρδιά. Με την καθαρότητα σ’ ολόκληρη την καθημερινή του ζωή κατά δύναμη, όσο μπορεί. Και ασφαλώς βέβαια με την μελέτη των Αγίων Γραφών, και άλλων καλών ωφελίμων βιβλίων.
Να λοιπόν μερικές βασικές προϋποθέσεις αγιασμού και θεώσεως του κάθε αγωνιζομένου πιστού χριστιανού, που αγωνίζεται με πολλή συνέπεια και φόβον Θεού, μέσα σ’ αυτήν την αλλοπρόσαλλη και παράλογη κοινωνία που ζούμε. Το παράδειγμα και βίωμα αυτού του ανωνύμου χριστιανού, μας βεβαιώνει ότι είναι δυνατή μέσα στον κόσμο του παρόντος αιώνος, του απατεώνος, όχι μόνον η σωτηρία, αλλά και η θέωσις, με βασική προϋπόθεση ότι προηγείται η κάθαρσις από όλα τα πάθη, και τα ψυχικά, και τα πνευματικά και τα σωματικά, για να ακολουθήσει ο φωτισμός και έπειτα η τελείωσις και ο αγιασμός του όλου ανθρώπου. Επαναλαμβάνω, ότι για να καθαρισθούμε από τα πάθη χρειαζόμεθα τη βοήθεια του Θεού, και ο Θεός αποτελεσματικά μας βοηθάει, - θα τα επαναλάβομε πολλές φορές, για να μη νομίζουμε ότι εύκολα εξαγιάζεται ένας άνθρωπος, και εύκολα μπορεί να δεχτεί δωρεές από το Θεό, γιατί πρέπει να τηρούμε τις Ευαγγελικές εντολές, και μάλιστα της διπλής αγάπης και προς τον Θεόν, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν εξ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος και διανοίας και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» - δεν τον αγαπάμε τον πλησίον μας, κακά τα ψέματα, καμιά φορά ούτε καλημέρα δεν θέλουμε να του πούμε, και άλλες φορές του γυρίζουμε και την πλάτη. Όταν καλλιεργούμε κάποιες αρετές, να, η αρετή της μακροθυμίας, της συγχωρήσεως, της επιεικείας, δεν είμεθα επιεικείς απέναντι στα σφάλματα και στα λάθη των άλλων, παρόλον που η εντολή του Λόγου του Θεού λέει ότι «το επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις». Την επιείκειάν σας να την δείχνετε έμπρακτα προς όλους τους ανθρώπους, - ε, δεν το τηρούμε αυτό… Βέβαια όταν έχουμε πάλι συναίσθηση στην Κοινωνία, στη Θεία Κοινωνία, ή στην Ιερά Εξομολόγηση… Προ παντός δε, όταν δεν συγκρατούμε τη γλώσσα μας, και δεν έχουμε ταπεινό πνεύμα, και δεν πενθούμε για τις αμαρτίες μας. «Μακάριοι οι πενθούντες», λέει, «ότι αυτοί παρακληθήσονται». Και ασφαλώς δεν έχουμε νήψη και προσοχή στους λογισμούς μας, όταν κάνουμε προσευχή, όταν διαβάζουμε την Καινή Διαθήκη, όταν είμαστε μέσα στο ναό. Όλα αυτά και άλλα πολλά τα έχουμε πει επανειλημμένες φορές, και για να μη σας κουράζω, να μην πούμε και άλλα τόσα, όσα οφείλουμε να κάνουμε δηλαδή, όλα αυτά στο σύνολό τους πρέπει να συνοδεύονται από την επίμονη επίκληση του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δηλαδή από την πνευματική μας κοινωνία μετά του Σωτήρος Χριστού.
Όταν τηρείς, και συ, και συ, μια εντολή και την εφαρμόζεις, να επικαλείσαι συγχρόνως και το όνομα του Ιησού Χριστού, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Όταν θέλεις να καταπολεμήσεις ένα πάθος και μια αδυναμία σου, να φωνάζεις "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Όταν θέλεις να πνίξεις μέσα σου τον θυμόν, και την οργήν, ή να κατανικήσεις τη ζήλεια σου, που σου κατατρώγει τα σπλάχνα, να επικαλείσαι την βοήθεια του Σωτήρος Χριστού, λέγοντας "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Όταν είσαι μέσα στην εκκλησία, όπως τώρα, και κυρίως βέβαια όταν εκκλησιάζεσαι, είτε στον όρθρο, είτε όταν μπούμε στη Θεία Λειτουργία, - τι αρχίζετε τα μουρμουρητά, μπουρ μπουρ μπουρ μπουρ ο ένας με τον άλλον; καμιά φορά λέτε «καλημέρα σας, τι κάνετε, πώς είστε», αγκαλιάζεστε και φιλιόσαστε, - "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", ναός του Θεού είναι. Και ναός είστε σείς! Κάθε φορά που εγώ ως παπάς και λειτουργός του Υψίστου, και σεις ως εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, λέτε το όνομα του Ιησού μέσα στο ναό, γίνεστε ναός! Κάθε χάρις ναοποιεί την ύπαρξή μας. Κάθε κάλεσμα του Ιησού Χριστού, μας κάνει ουράνιο ναό, και αυτό δεν το έχουμε καταλάβει, ασχολούμεθα με το τι λένε οι τηλεοράσεις συνέχεια. Μόνο κουτσομπολιό ξέρουμε να κάνουμε.
Όταν έρχεσαι εδώ να κοινωνήσεις, μη δίνεις σημασία τι σου λέει ο διάολος, λέγε "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Παντού και πάντοτε να φωνάζετε το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Έτσι παλεύουμε με τα πάθη μας, αλλά πάντοτε όμως με τη βοήθεια της ευχής. Είναι δηλαδή, για να αντιμετωπίσουμε μια ασθένεια πρέπει να πάρουμε αντιβίωση, πρέπει να μας βάλουν μια ένεση, και αυτή η ένεσις είναι το όνομα του Ιησού Χριστού. Δεν επιτυγχάνεται η κάθαρσις απ’ την τυραννία των παθών και απ’ την εξουσία του διαβόλου, χωρίς τη βοήθεια του Ιησού Χριστού, αφού ο ίδιος το λέει, «άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», άρα "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Δεν ξέρουμε άλλες προσευχές. Δεν ξέρουμε τι προσευχή να κάνουμε… Λέγε "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". «Θεέ μου βοήθησέ με». «Παναγία μου σώσε με, με τις πρεσβείες σου». Αυτά δεν ξέρουμε να τα πούμε; Όλοι μας ξέρουμε. Η ευχή λοιπόν συνδράμει στην τήρηση των εντολών του Θεού και στην κάθαρση από τα πάθη και τις αδυναμίες.
Στον πρώτο καιρό πρέπει να λέμε την ευχή προφορικά, με το στόμα. Και μάλιστα όσο μπορούμε συχνότερα. "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με","Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Ψιθυριστά. Η φωνή που βγαίνει απ’ το στόμα συγκεντρώνει τον νου πάνω στις λέξεις, που αρχίζει σιγά σιγά να τις προσέχει. Όταν επιμένουμε λοιπόν πολύ στην καθημερινή προφορική προσευχή όλη την ημέρα, ανεξάρτητα απ’ τη δουλειά που κάνουμε, όσο θα περνάει ο καιρός τόσο και πιο απαραίτητη θα μας γίνεται. Δημιουργείται μέσα μας ένα παράδοξο κλίμα γλυκύτητος και ειρήνης. Ακόμα και το στόμα γλυκαίνεται. Σα να έχει μέσα της μια γλυκιά καραμέλα και την πιπιλίζει διαρκώς, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", και το θέλει και το ζητάει γιατί έχει γλύκα το στόμα. Τότε βέβαια για κανέναν λόγο δεν θέλουμε να σταματήσουμε το όνομα του Χριστού. Και όταν μας διακόπτουν, για τον αλφα ή βήτα λόγο, υπάρχει βέβαια ή επιβάλλεται ανάγκη της διακοπής της ευχής, αισθανόμαστε σα να μας λείπει κάτι το πολύτιμο. Η ψυχή αισθάνεται την έλλειψη της ευχής και την αναζητά και τότε μόλις βρει την ευκαιρία ξαναρχίζει και πάλι "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Εκείνο που βοηθά βέβαια αποτελεσματικώς την ευχή είναι όταν τη λέμε με το νου, και μάλιστα κατά τη διάρκεια της νυκτός. Στην αρχή θα την λέμε δεκαπέντε λεπτά, με το ρολόι δεκαπέντε λεπτά, όρθιοι, δεν μπορούμε όρθιοι; καθιστοί. έχουμε και γεράματα, έχουμε και ανημποριές, έχουμε και αρρώστιες, και καθιστοί. Ο Θεός δεν κοιτάζει αν είσαι καθιστός στο σώμα, κοιτάζει αν κοιμάται η ψυχή σου. Όταν λοιπόν η ψυχή είναι εν εγρηγόρσει, και το καθιστό είναι αποδεκτό είναι αποδεκτό απ’ τον Θεόν, όπως και το γονατιστό για όποιον μπορεί. Πάλι για όποιον μπορεί. Δεν επιβάλλεται τίποτα με τη βία. Όποιος μπορεί και όσο μπορεί. Και ύστερα αυτά τα δεκαπέντε λεπτά να γίνουν μισή ώρα. Όταν περάσουν δυο τρείς μήνες, τέσσερεις, και που συνηθίζουμε σ’ αυτό το ημίωρο, και αρχίζει ο νους πλέον συγκεντρωμένα, να λέει την ευχή, να την απολαμβάνει, τότε αυξάνεται αυτός ο χρόνος λίγο παραπάνω. Επαναλαμβάνουμε ότι εμείς ζούμε μέσα στον κόσμο. Άλλος μπορεί να το κάνει τρία τέταρτα, άλλος μπορεί να το κάνει μια ώρα, άλλος μπορεί να το κάνει παραπάνω. Αλλά αν όμως αυτό το συνηθίσει έστω και μισή ώρα να το λέει κάθε βράδυ, είναι πολύ ευλογημένο, θάχει πολύ χάρη και πολλά αποτελέσματα θα δει.
Βέβαια θα διακόψουμε, και αν θέλουμε να συνεχίσουμε τότε μπορούμε να κάνουμε μερικές μετάνοιες. Στρωτές ή μισές, ή αν έχει περάσει η ηλικία μας, καμία. Ο Θεός μετράει τη διάθεση της ψυχής, και βλέπει μέσα σου, έχεις καρδιά καθαρή; «Καρδίαν καθαράν», λέει. Και «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Πρώτα θα μετρήσει την καρδιά σου, πρώτα θα μετρήσει το μυαλό σου, πόσο καθαρό είναι, και ύστερα θα δει τη στάση του σώματος την οποίαν θα μετρήσει ανάλογα με την ηλικία σου. Κατόπιν θα διαβάσεις Καινή Διαθήκη, θα πεις «μπορεί να με πάρει ύπνος», να σε πάρει ύπνος, αλλά να τη διαβάσεις. Μια σελίδα, μια σελίδα, δυό σελίδες, δυό. Πέντε, .. πέντε, δέκα, .. δέκα. Να διαβάσεις. Εκεί μιλάει ο Θεός σε σένα. Με την προσευχή μιλάς εσύ στο Θεό. Αν μπορείς να διαβάσεις κάποια άλλη στιγμή της ημέρας, κάποιο άλλο καλό πατερικό φιλοκαλικό βιβλίο, και αυτό βέβαια ασφαλώς θα το κάνεις. Θες να διαβάσεις μια παράκληση; Διάβασέ την. Δεν σε εμποδίζει κανένας… Θες τη Μικρή, θες τη Μεγάλη, θέλεις ενός Αγίου… Έχεις μια ανάγκη, υπάρχει μια αρρώστια στο σπίτι… Κάτι κακό συμβαίνει και θέλεις να διαβάσεις κάτι, διάβασέ το. Κάνε όμως και κομποσχοινάκι. Πάρε στο χέρι σου το κομποσχοίνι. Κράτησέ το κρυφά, μέσα στη νύχτα δε σε βλέπει κανένας. Και κάθε κόμπο λέγε: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με","Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με","Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με","Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", δεν είναι τόσο σπουδαίο … Όλοι μας μπορούμε να το κάνουμε…
Αργότερα μπορούμε να την κάνουμε και με την αναπνοή. Εισπνέουμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», εκπνέουμε «ελέησόν με». Εισπνέουμε, κρατούμε λίγο την αναπνοή, το λέμε πέντε φορές, και εκπνέουμε. Αλλά αυτά δεν έχουν καμιά σημασία. Δεν τα λέμε καθόλου, αν μας εμποδίζουν και μας έχουν, μας προκαλούν κάποια δυσκολία. Τα λένε αυτά στην αρχή, αυτά… Για κάνα μήνα – δυό, διότι η προσευχή δεν έχει μέθοδο. Όταν πάμε να μιλήσουμε με έναν φίλο μας, όταν πάμε να μιλήσουμε με ένα επίσημο πρόσωπο δεν έχουμε μέθοδο, ανοίγουμε την καρδιά μας και λέμε το αίτημά μας. Κύριε το παιδί μας δεν μπορεί! Σε παρακαλώ, κάν μου αυτή τη χάρη. Έτσι μιλάμε. Έτσι θα μιλάμε και στο Χριστό, χωρίς μεθόδους και χωρίς τρόπους. Αλλά πάντοτε όμως παρακλητικά και με συντετριμμένη την καρδιά.
Όταν λέμε την ευχή, φροντίζουμε να μην έχουμε μετεωρισμούς, να μη φεύγει δηλαδή το μυαλό μας πότε εδώ και πότε εκεί. Να μη χαζεύει σε εικόνες, να μη σκέφτεται απολύτως τίποτα. Να λέγει μόνον, να προσέχει μόνον στα λόγια της ευχής, τίποτε άλλο.
Με απόλυτη συναίσθηση ότι αυτό που λέει, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", το λέγει μπροστά στο Χριστό. Ο Χριστός είναι μπροστά μας, δεν είναι πίσω μας. Ούτε μακρυά στον ουρανό σε εκατομμύρια μίλια. Είμαστε ενώπιόν Του. Αν τα μάτια της ψυχής μας δεν ήταν τυφλά, θα Τον βλέπαμε, και αν ήταν βέβαια και προς το συμφέρον μας. Και με αυτή τη συναίσθηση Τον παρακαλούμε θερμά, Τον ικετεύουμε δυνατά για να μας ελεήσει και να μας σώσει, «Χριστέ μου ελέησόν με, εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με».
Η Χαναναία Τον είχε μπροστά της και φώναζε: «Ιησού Υιέ Δαυΐδ ελέησόν με, ότι η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται».
Έτσι και μεις Τον έχουμε μπροστά μας και Τον φωνάζουμε «ελέησόν με τον αμαρτωλόν, διότι εγώ έχω μέσα μου το δαιμόνιο, τον δαίμονα ή τους δαίμονας των παθών. Εγώ έχω μέσα μου το σκοτάδι. Το σκοτάδι της αμαρτίας.
Εγώ κυριαρχούμαι από τα πάθη και υποφέρουν όλοι γύρω μου.
Εγώ φταίω για όλα.
Χριστέ μου ελέησέ με.
Άμα ελεήσεις εμένα, θα ελεήσεις και τον σύντροφο της ζωής μου.
Ελεείς τότε και τα παιδιά μου.
Ελεείς τον άρρωστο αδελφό μου που βασανίζεται απ’ τον καρκίνο.
Ελεείς και τον ξάδελφό μου τώρα που έπαθε εγκεφαλικό.
Ελεείς το παιδί μου για την αποκατάστασή του ή για να βρει εργασία.
Ελέησόν με Κύριε, γιατί ελεώντας εμένα, ελεείς και τους κληρικούς της Εκκλησίας σου. Ποιος είσαι σύ και σύ που κατηγορείς τον άλφα ή τον βήτα κληρικό; Κάνε το παιδί σου; Και συ που φωνάζεις ως άνδρας γίνε εσύ για να διορθώσεις τα κακώς κείμενα. Συ που κατηγορείς, θα το πληρώσεις. Γιατί κατακρίνεις. Και δεν έχεις το δικαίωμα γιατί δεν είσαι Θεός.
Ελέησόν με Κύριε διότι δεν έχω αληθινή μετάνοια και συντριβή. Δεν έχω. Γι’ αυτό ελέησόν με.
Δεν έχω δάκρυα παρακλητικά, ελέησόν με.
Δεν έχω ταπείνωση, ελέησόν με.
Δεν έχω πίστη, ελέησόν με.
Δεν έχω υπομονή, ελέησόν με.
Δεν πενθώ για τις αμαρτίες μου, ελέησόν με.
Δεν κλαίω, ελέησόν με.
Κι όλο αυτό το έργο θα γίνεται χωρίς φαντασίες, χωρίς μετεωρισμούς, χωρίς εικόνες, χωρίς μορφές, χωρίς ιδέες που μπορεί να σχηματίζει ο νους, είτε από τις πολλές μας παλιές συνήθειες, είτε από τις πολλές έγνοιες και τις μέριμνες και τις σκοτούρες που έχουμε, είτε από την πολλή κούραση, είτε από την ενόχληση του διαβόλου. Από πολλές αιτίες μας έρχονται οι λογισμοί στο κεφάλι μας και δεν μας αφήνουν να κάνουμε προσευχή. Εύκολα λοιπόν, πολύ εύκολα φεύγει η προσοχή μας, από την ευχή, από το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", και χάνεται ο πολύτιμος, ο πολυτιμότατος πνευματικός καρπός της. Χάνεται ο ουράνιος θησαυρός της Θείας Χάριτος.
Χριστιανοί μου, εργασία πνευματική με την ταυτόχρονη πρακτική εφαρμογή των Ευαγγελικών εντολών, μας δίδει η παρακάτω αληθινή ιστορία, του μπαρμπα Νικόλα του ψάλτου από την Καρλίκοβα της Δράμας.
Υπήρχε ένας χωρικός γύρω στο 1930, και ήταν και ψάλτης στο χωριό, αλλά ψάλτης πρακτικός. Αυτός λοιπόν πήγαινε κάθε πρωί στην εκκλησία και το βράδυ στον εσπερινό και βοηθούσε τον παπά. Άφηνε όποια δουλειά είχε, είτε στα χωράφια, είτε οπουδήποτε αλλού και πήγαινε. Ήτο φιλόξενος, ελεήμων. Όποιος χωρικός αρρώσταινε πήγαινε αυτός σαν οργώσει το χωράφι του, να το σπείρει, να το θερίσει, να του μαζέψει τα ξύλα για το χειμώνα, άμα ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε. Εκείνα τα χρόνια εύκολα χήρευαν οι άνθρωποι, είτε από την γυναίκα, που πέθαινε πάνω στις γέννες, είτε από πρόωρες ασθένειες στους άνδρες. Παντού και πάντοτε ο μπαρμπα Νικόλας βοηθούσε. Όποιος έκτιζε μάνδρα ή σπίτι πήγαινε και τον βοηθούσε. Έτρεχε και στο μαραγκό και στο σιδερά για δωρεάν βοήθεια, - αυτούς που έκαναν τις ρόδες από τους αραμπάδες εκείνης της εποχής. Ο καλός Σαμαρείτης λοιπόν σε όλους τους κατοίκους του χωριού. Και συνεχώς έψελνε. Ό,τι κι αν έκανε όλη την ημέρα έψελνε. Γλυκαινόταν δε πάρα πολύ όταν εκατοντάδες φορές έλεγε το «Κύριε ελέησον» σ’ όποιον ήχο νόμιζε ότι μπορούσε να το πει. Αλλά έλεγε το «Κύριε ελέησον». «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον». Γι’ αυτό τον είχαν βαφτίσει οι χωρικοί ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Τι καλά να μας δίναν και μας ένα τέτοιο όνομα !... Ήταν δε περίπου πενήντα ετών.
Ένα βράδυ λοιπόν, όπως έκανε ολονύκτια προσευχή, βλέπει ξαφνικά να ανοίγουν τα ουράνια, να κατεβαίνουν άγγελοι και να του βάζουν, ουράνιο στεφάνι στο κεφάλι. Ο άνθρωπος είχε γαλήνη, ειρήνη, και θεϊκή ακατάληπτη ευτυχία μέσα του. Αλλά είχε την απορία. Ποιος πάνω, τι ήταν αυτό, και ποιος είμαι εγώ; Και πως γίνεται αυτό; Άντε δε βαριέσαι, όνειρο ήταν, θα περάσει. Φαίνεται αποκοιμήθηκα και το είδα έτσι. Την άλλη νύχτα κάνει πάλι προσευχή, πάλι το ίδιο θεϊκό όραμα. Την τρίτη ημέρα το ίδιο, την τετάρτη ημέρα το ίδιο, μα λέει, πρέπει να πάω να το πω στον παπα Μιχάλη.
Τρέχει λοιπόν του λέει παπά, το πρωί μετά την ακολουθία του όρθρου, το και το μου συμβαίνει.
- Τι να σου πώ, του λέει. Ίσως είναι του Θεού, ίσως είναι και του διαβόλου. Ε, ξέχασέ το καλύτερα, κάνε τη δουλειά εσύ, πήγαινε στο σπίτι σου, τούπε καλά πράγματα, αλλά φεύγοντας όμως είπε μέσα του ο παπα Μιχάλης, βρέ και μπας και από το πολύ ψάλσιμο και το πολύ διάβασμα που κάνει ο μπαρμπα Νικόλας του σάλεψε το μυαλό και τον τρέλανε ο διάολος; Μάλλον δε θάναι καλά, ας ψέλνει, αλλά καλά δεν θάναι. Μπορεί νάναι καλός άνθρωπος, να τρέχει εδώ, να τρέχει από κει, αλλά φαίνεται τον πήρε τούμπα η τρέλα.
Δεν πέρασαν μερικές ημέρες και αρρωσταίνει ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να εξομολογηθεί στον παπα-Μιχάλη και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Μέχρι την τελευταία του στιγμή, έδινε τις καλές του χριστιανικές και πατρικές συμβουλές, όλες γεμάτες από αγάπη και θεία ευλογία. Και προς τα παιδιά του και προς όλους εκείνους που τον επισκέπτονταν.
Σε λίγες μέρες πέθανε. Κι όταν πέθανε όλο το χωριό βρέθηκε στην κηδεία του, γιατί ήξεραν την καλοσύνη του και γιατί πληροφορήθηκαν τις κρυφές του ελεημοσύνες, και σχεδόν όλες του τις κρυφές προσφορές, αγρυπνίες, προσευχές, συνδρομές και τα λοιπά. Όλο το χωριό πήγε στην κηδεία του. Και τον έθαψαν με πολλή συγκίνηση μακαρίζοντας την αγία του ζωή, παρά τις επιφυλάξεις του παπα Μιχάλη.
Ύστερα από δύο ακριβώς χρόνια, πέθανε ο πατέρας του παπα Μιχάλη. Σε ηλικία ενενήντα δύο ετών. Ο ιερεύς με δυο συγγενείς, μετέβησαν στο νεκροταφείο του χωριού κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, και άρχισαν να σκάβουν ένα λάκκο δίπλα στον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον». Όσο έσκαβαν και κατέβαιναν προς τα κάτω από το πλάι και από την μεριά του τάφου του μπαρμπα Νικόλα, άρχισε να βγαίνει μια παράξενη ευωδία πολύ γλυκειά, σαν να υπήρχαν χιλιάδες λουλούδια με έντονη μυρουδιά, μυρίπνοα ουράνια άνθη, τόση άρρητη ευωδία έβγαινε από κει μέσα.
Συγκλονίστηκε ο παπα Μιχάλης και είπε φωναχτά: «Τον αδίκησα τον άνθρωπο, αυτός πράγματι ήταν άγιος, σαν τους Αγίους που προσκυνάμε στην Εκκλησία». Και φεύγοντας για το σπίτι του το διέδωσε παντού.
Άρχισαν αμέσως να καταφθάνουν οι χωρικοί, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, οι περισσότεροι όμως από περιέργεια, για να δουν τι το παράξενο συμβαίνει. Όταν όμως έφταναν στον τάφο, θαύμαζαν έκπληκτοι, την πρωτοφανή ευωδία που εξήρχετο τόσο άφθονη από τον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» και δε χόρταιναν να την απολαμβάνουν δοξάζοντας τον Θεό του διδόναι τοιαύτα τοις ανθρώποις.
Αυτά είναι τα θαυμάσια της πίστεώς μας, και της αληθινής κατά Χριστόν, ζωής, προσφοράς και θυσίας. Πρώτα ο πνευματικός αγώνας, πρώτα η πρακτική τήρησις των εντολών και δη της αγάπης, μαζί με την συμμετοχή στα πανάγια μυστήρια, την αδιάλειπτη προσευχή και το ταπεινό φρόνημα, και ύστερα οι αμοιβές, και τα δώρα του Αγίου Θεού.
Η ιστορία του κεχαριτωμένου αυτού απλού χριστιανού, του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» χριστιανοί μου, μας φανερώνει τις πιο μεγάλες αλήθειες της πίστεώς μας. Προηγείται η εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Η πράξις και τα έργα των Ευαγγελικών εντολών. Η Συμμετοχή στα μυστήρια. Και ύστερα ακολουθεί η ενέργεια της προσευχής στην καρδιά. Αν δεν αιχμαλωτίζουμε καθημερινά παν νόημα στην υπακοή του Χριστού, και κάθε σκέψη μας και κάθε ενέργεια της ζωής μας σ’ αυτήν την υπακοή, οι προσευχές μας θα είναι άκαρπες, στείρες και μουχλιασμένες.
Θυμώνεις; Νευριάζεις; Ταράζεσαι; Χάθηκε η προσευχή.
Κατακρίνεις, ιδίως το ράσο; Τότε όχι μόνον αχρηστεύεται η προσευχή σου, αλλά μολύνεται και θανάσιμα, κολάζεται.
Ζηλεύεις; Φθονείς; Θυμάσαι το κακό που σου έκαμε ο συγγενής σου, ο φίλος, ο γείτονας, ο συνάδελφος; Και τον μνησικακείς; Τάχασες όλα.
Εκδηλώνουμε τον εγωισμό μας; Η προσευχή μας δε εισακούεται.
Έχουμε κρίσεις και ορέξεις λαιμαργίας, φιλαργυρίας, φιληδονίας; Τότε ψυχραίνεται η καρδιά μας και μας εγκαταλείπει η χάρις του Θεού.
Και χωρίς χάρη προσευχή αληθινή δεν γίνεται.
Έτσι λοιπόν οι σαρκικές και βλάσφημες σκέψεις, η απερίσκεπτη μέριμνα και το άγχος, η αγάπη για τα εγκόσμια, ο πολύς ύπνος, η ακράτεια της γλώσσης, η ραθυμία και η ακηδία, η ασυδοσία των πέντε αισθήσεων και η κατάκρισις και άλλα πολλά πολλά πολλά, αρρωσταίνουν την ψυχή, εξασθενούν τη θέληση, σκοτίζουν τον νουν, και αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε την πιο μικρή μας προσευχή. Δεν μπορούμε να πούμε ούτε το «Πάτερ ημών». Ούτε να πούμε "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", διότι ουδείς δύναται ειπείν, «Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω». Άρα προηγείται η κάθαρσις από όλα τα πάθη, ή πρέπει να βρισκόμαστε στο δρόμο της προσπάθειας για να καθαριστούμε από τις αδυναμίες μας, και με τον σκληρό πνευματικόν αυτόν αγώνα που κάνουμε, και ύστερα να ακολουθήσει σιγά σιγά η θέρμη της καρδιάς και η νοερά ενέργεια αυτής της ευχούλας που λέμε, που μπορούμε να πούμε όσο το δυνατόν συχνότερα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Τότε αυτού του είδους η προσευχή, μαζί με την Θεία Κοινωνία, γίνεται φάρμακο αθανασίας. Και γεύσις αιωνιότητος, και γεύσις Παραδείσου και θείας μακαριότητος.
Γι’ αυτό "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", παντού και πάντοτε. Είτε φωναχτά, είτε ψιθυριστά, είτε με το μυαλό μας, από μέσα μας δηλαδή, με το νου μας. Ναι στο "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", αλλά με τις οδηγίες του πνευματικού και με τη δική σας προσωπική ακρίβεια στην εξαγόρευση των λογισμών και των σκέψεων, των διαθέσεων και των τάσεων και όσα κινούνται στο χώρο της καρδιάς όταν λέγεται η ευχή. Ναι λοιπόν στην ευχή αλλά πρώτα στην προφορική. Οι κίνδυνοι από τον διάβολο ή από τις κινήσεις των παθών μας είναι πάρα πολλοί.
Ο μεγάλος ασκητής – βρε πως πέρασε η ώρα – και Άγιος ο όσιος Κύριλλος ο Φιλεώτης διηγείται ο ίδιος το εξής περιστατικό.
Κατά την διάρκειαν μιας νυχτερινής του προσευχής στο κελάκι του, αγρυπνώντας τη νύχτα, όταν ήταν αρχάριος, νεαρός μοναχός και ασκητής, ξαφνικά μπροστά του εμφανίστηκε το εσωτερικόν ενός ωραίου ναού, εντός του οποίου λειτουργούσε ένας πολύ γνωστός και ξακουστός ασκητής ιερεύς, ερημίτης.
Τον βλέπει να βγαίνει στην Ωραία Πύλη και χωρίς να πει «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης» κάλεσε λοιπόν τον όσιο Κύριλλο, τον απλό τότε Κύριλλο να κοινωνήσει.
- Έλα Κύριλλε, του λέει, να κοινωνήσεις, έλα.
Πηγαίνοντας προς τον ιερέα, χωρίς να το καταλάβει βέβαια, πώς κινήθηκε προς τα εκεί για να μεταλάβει, από τη συνήθεια που είχε και από τον φόβο τον πολύ, έκαμε το Σταυρό του λέγοντας, «Χριστέ μου, σε μένα τον ανάξιο», έ, βροντή γέγονεν, έγινε φοβερή βροντή, κεραυνός εν αιθρία, όπως θα λέγαμε, και τα πάντα διελύθησαν μέσα σε καπνό και απαίσια δυσοσμία. Βρώμισε όλο το κελί. Άνοιξε τις πόρτες και τα παράθυρα να φύγει η βρωμιά.
Γιατί όμως; Ποιο είναι το γιατί. Γιατί αυτή η σατανική οπτασία; Με τέτοιο μάλιστα θανάσιμο κίνδυνο να χάσει και την ψυχή του. Κάθισε λοιπόν και ζόρισε το μυαλό του, και θυμήθηκε ότι κάπου άφησε το μυαλό του, σε κάποιες φαντασίες που το ενόχλησαν, να κάνει κάποιες κάποιες πολύ πολύ πολύ μικρούτσικες συγκαταθέσεις. Και επειδή ήταν ακόμα αρχάριος, θέλησε να το εκμεταλευτεί ο διάβολος και να τον ρίξει σε παγίδα ώστε να τον κάνει να τον προσκυνήσει και να τον δαιμονοποιήσει.
Προσοχή λοιπόν, εκείνο που μας φυλάσσει αποτελεσματικά είναι η ακριβής εξομολόγησις, η μνήμη του θανάτου, το ταπεινό φρόνημα, το να μην μετεωρίζεται ο νούς μας, και να θυμώμαστε πάντοτε ότι όταν φωνάζουμε το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", το φωνάζουμε και το λέμε μπροστά στο Χριστό, παρόντος.
Με το σημερινό κήρυγμα θάθελα να σας πω και άλλα πολλά, αλλά ήδη πέρασαν, κοντεύουν 55 λεπτά, αν σας εκούρασα συγγνώμην, με το σημερινό όμως κήρυγμα, δεν θέλουμε και δεν επιθυμήσαμε βέβαια, να κάνουμε μια συστηματική προσφορά της νοεράς προσευχής, που ξεκινά με την προφορική επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού, αλλά ήθελα να σας κάνω ένα εγερτήριο σάλπισμα, να σας ξεσηκώσω πνευματικά, όλους σας, για να αρχίσετε να λέτε την ευχούλα.
Εδώ βέβαια θα σταματήσουμε παρόλον που είχα σκοπό να πω και άλλα πάρα πολλά πράγματα. Αλλά θα τα πούμε όμως άλλη φορά. Θα συνεχίσουμε. Διότι με την φτωχή αυτή ομιλία, δεν τελειώνουν ποτέ, τα κηρύγματα για την ευχή και πολύ περισσότερο για την νοερά καρδιακή προσευχή. Θα υπάρξουν και συνέχειες, στην κατά δύναμιν υγεία μου, και στο φωτισμό που θα μου δώσει ο Θεός. Εδώ τελειώσαμε λέγοντας
«Αμήν».
Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2005
Η πορεία της Θείας Χάριτος στη ζωή του Χριστιανού
191-γ
Αποστολικό Ανάγνωσμα, ΙΖ Ματθαίου 2005
«Και ενοικήσω εν αυτοίς και ενπεριπατήσω και έσομαι αυτών Θεός» από το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Στο σημερινό ανάγνωσμα αδελφοί μου συνιστά ο Απόστολος Παύλος να μην έχουν οι χριστιανοί της Κορίνθου καμιά σχέση με τους απίστους και τους ειδωλολάτρες της εποχής των. Και η εντολή δίδεται με τις φράσεις: «Μη ετεροζυγούντες απίστοις», δηλαδή «μη μπαίνετε στο ζυγό, κάτω από το ζυγό των απίστων. Διότι αυτός ο ζυγός είναι ζυγός αμαρτίας.
Υπάρχει όμως κι άλλος ζυγός – είναι ο ζυγός του Χριστού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Υπάρχει λοιπόν ο ζυγός της αμαρτίας, ο ζυγός της κακίας, της πονηρίας και γενικά των ακαθάρτων παθών που μας προσφέρει η απιστία, η αθεΐα, ο υλισμός και αυτός ο πόλεμος εναντίον της Εκκλησίας. Αλλά ο Κύριος διακηρύσσει όμως ότι «ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίο μου ελαφρύ». Ο ίδιος το βεβαιώνει. Ενώ ο ζυγός της αμαρτίας, σε άλλη περίπτωση μας λέγει ότι είναι κόλασις και θάνατος. Συγκρίνοντας λοιπόν τους δύο αυτούς ζυγούς – αν προσέξατε το αποστολικόν ανάγνωσμα που δεν χρειάζεται την ερμηνεία του έτσι όπως την απαγγέλουν σήμερα, αφού εμείς ως ιεροκήρυκες του λόγου του Θεού ασχολούμεθα μ’ αυτή, σας λέμε λοιπόν ότι ρωτάει ο Απόστολος Παύλος: «Ποιά συνάφεια και σχέση αδελφική μπορεί να έχει η δικαιοσύνη με την παρανομία»; Καμιά. «Ποιά επικοινωνία και συνύπαρξις μπορεί να υπάρχει μεταξύ φωτός και σκότους»;. Ανάμεσα δηλαδή στο φως και στο σκοτάδι; Ή με το μέρος της δικαιοσύνης θα’σαι ή με το μέρος της παρανομίας. Μέσος δρόμος δεν υπάρχει. Ή μέσα στο φως βαδίζεις ή μέσα στο σκοτάδι. Ή λοιπόν θα ζεις στο φως και θα το απολαμβάνεις ή θα ζεις μέσα στο σκοτάδι με τα μάτια της ψυχής σου τυφλά, με το νου σου σκοτισμένον και με μαυρισμένους λογισμούς και σκέψεις. «Μπορεί ν’ αγαπήσει ο διάβολος τον Θεόν»;, συνεχίζει τις ερωτήσεις του ο Απόστολος Παύλος, «μπορεί να συνεννοηθεί μαζί Του»;. Ασφαλώς όχι. Τι σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ Θεού και διαβόλου; Γι’ αυτό τι κοινό μπορεί να έχει ο πιστός αγωνιζόμενος σημερινός χριστιανός μ’ έναν βλάσφημο και μ’ έναν άπιστο; Τι κοινό μπορεί να έχει ο αγνός, ο καθαρός, ο αμόλυντος με τον ακάθαρτο και τον βρωμιάρη; Τι κοινό μπορεί να έχει ο φιλαλήθης με τον ψεύτη; Και ο τίμιος με τον συκοφάντη και τον κλέφτη;
Τους χωρίζει λοιπόν τους μεν από τους δε, γέφυρα αγεφύρωτος, εκτός αν υπάρξει μετάνοια και βάπτισμα. Γι’ αυτό λοιπόν τονίζει η Εκκλησία μας και ο λόγος του Θεού, ότι η μόνη γέφυρα είναι η πίστις στο Χριστό μέσα από τα τέσσερα σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας: Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία και Ιερά Εξομολόγηση, με την παράλληλη τήρηση των ευαγγελικών εντολών και την αντίστοιχη καλλιέργεια των Θείων αρετών. Γι’ αυτό και καταλήγει και πάλι ο Απόστολος Παύλος ρωτώντας: «Μπορεί να συνυπάρξει ναός του Θεού με ναόν των ειδώλων, με ναόν του διαβόλου;» Ασφαλώς όχι. Άλλο λατρεία του Θεού, άλλο ουράνια νοερά προσευχή, άλλο άκτιστο και ειρηνόδωρο Τριαδικό φως που είναι εντελώς αντίθετο από το δαιμονικό σκοτάδι του διαβόλου, που είναι αντίθετο με τη σατανολατρεία, τη μαγεία και το νεοπαγανισμό των ημερών μας. Σεις οι χριστιανοί, λέγει ο Απόστολος Παύλος, είστε ναός του ζώντος Θεού, του αληθινού Τριαδικού Θεού. Δεν είστε ναός αμαρτωλών, ειδωλολατρικών θεών. Δεν είστε ναός γεμάτος πάθη, δεν είστε ναός των πονηρών δαιμόνων. Δεν είστε ναός πάσης ακαθαρσίας, αλλά είστε ναός του ζώντος και μόνου αληθινού Θεού. Και για όλους τους χριστιανούς που πιστεύουν στον Τριαδικό Θεό, στην Εκκλησία, στα μυστήρια, αλλά και που βιώνουν την ύπαρξή τους ως ναόν του ενός Τριαδικού Θεού, βεβαιώνει ο Χριστός, ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος λέγοντας ότι «Εγώ και ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα προς αυτούς ελευσόμεθα και μονήν (δηλαδή κατοικία) παρ’αυτοίς ποιήσομεν».
Όταν ο κάθε χριστιανός από μας – κι ο λαϊκός κι ο κληρικός – και σεις και εγώ (δεν εξαιρώ τον εαυτό μου) καθαριστεί από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος (όπως τελείωσε το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα) και από κάθε πάθος ψεκτόν και από κάθε ακαθαρσία πνευματική, αναγεννάται, φωτίζεται, αγιάζεται. Δικαιώνεται δια της μετανοίας και της λυτρωτικής σταυρικής θυσίας του Κυρίου πάνω στον Γολγοθά. Επανακτά την υιοθεσία, και τότε έρχεται το βίωμα της ενοικήσεως της Αγίας Τριάδος μέσα στην καρδιά του ήδη κεκαθαρισμένου, φωτισμένου, τεταπεινωμένου χριστιανού. Κι ο ίδιος ο Κύριος ενπεριπατεί – τι θα πει ενπεριπατεί; Περπατά την Θεία Χάρη μέσα του που τον πλουτίζει με τους ανασασμούς του Αγίου Πνεύματος, που τον χαριτώνει με θεϊκές εμπνεύσεις, που τον λαμπρύνει με φως άκτιστον και εράσμιον και ειρηνόδωρον, που τον εισάγει νοερά στη χώρα των αγγέλων, στη χώρα του Παραδείσου, στη χώρα της Βασιλείας των Ουρανών, που του αποκαλύπτει τα κεκρυμμένα τα μυστήρια της Αγίας Γραφής και του λόγου του Θεού (που δεν μελετάμε δυστυχώς) και του χαρίζει δόξα και τιμή. Αυτή είναι η αποκαλυπτική ερμηνεία των λόγων του σημερινού αποστολικού αναγνώσματος «Και ενοικήσω εν αυτοίς και ενπεριπατήσω και έσομαι αυτών Θεός».
Αισθάνεσαι και ζεις μέσα σου την παρουσία του Αγίου Θεού για ν’αποκτήσει η καρδιά σου παρρησία στο Θρόνο Του. Μην παρασύρεστε λοιπόν από τα απατηλά και ψευδώς λεγόμενα των τηλεοράσεων των ημερών μας, συμπαρασύροντας την αδυναμία των χριστιανών. Και προπαντός μην κατακρίνετε και μην ιεροκατηγορείτε. Μεγάλο το κρίμα στο λαιμό κάθε χριστιανού που ιεροκατηγορεί. Η αλήθεια βρίσκεται εδώ, εδώ στην Εκκλησία, στην Εκκλησία του Χριστού, η αλήθεια βρίσκεται στη Θεία Λατρεία, στο Σώμα και στο Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που δίδεται εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον κι όχι στο διάβολο, κι όχι στα σκάνδαλα. Ο αληθινός χριστιανός δεν σκανδαλίζεται ποτέ! Αν σκανδαλίζεται, τότε είναι νερόβραστος και χλιαρός. Δεν έχει μέσα του τίποτα. Σεις κι εγώ τον Χριστό ν’ αγκαλιάζουμε, στα πόδια Του να μαθητεύσουμε, στην Αγία Του Εκκλησία με τα μυστήριά της, να φωτισθούμε, να λυτρωθούμε, να θεωθούμε, αν θέλετε. Τις Άγιες Γραφές και τους Πατέρες της Εκκλησίας να μελετάμε κάθε μέρα. Να προσευχόμεθα ανελλιπώς, να πολεμούμε τα πάθη μας, τις αδυναμίες μας και προπαντός τις ιδιοτροπίες μας. Να τηρούμε τις εντολές κάνοντας απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Αγίου Θεού, αφού ο ίδιος το ζητάει μέσα από το λόγο Του όταν μας λέγει ότι πρέπει να υπακούουμε σε παν νόημα εις Αυτόν. Κάθε νόημα και κάθε λογισμός μέσα στις σκέψεις μας να ταυτίζεται με το θέλημα του Αγίου Θεού.
Να καλλιεργούμε την αγάπη κατόπιν, την αγάπη τη διπλή προς τον Θεόν και τον πλησίον, την μετάνοια, την ταπείνωση, την υπομονή (που δεν την έχουμε), και να δηλώνουμε με ζωντανή την πίστη, την πίστη μας προς τον Χριστόν μέχρι θανάτου.
Αν όλα αυτά γίνουν πράξις και βίωμα τότε αδελφοί μου θα δούμε και το φως του Θεού μέσα στις καρδιές μας. Τότε ο Θεός θα εμπεριπατήσει τη χάρη Του μέσα μας. Και για το χατήρι μας θα φυλάξει όχι μόνον την οικογένειά μας, όχι μόνον τα παιδιά μας, τα αδέλφια, τους γονείς και τους οικείους ακόμα και τους εχθρούς, αλλά θα φυλάξει και αυτό το έθνος μας που τόσο πολύ ταλαιπωρείται.
Χριστιανοί μου όλα όσα σας είπα, είναι αλήθεια, πέρα για πέρα αλήθεια, η μόνη αλήθεια – η αλήθεια που σώζει. Η αλήθεια που χαρίζει την αιώνια ζωή. Αυτήν την αλήθεια, σας την εύχομαι εις όλους σας και σεις να την εύχεσθε σε μας τους κληρικούς.
Αμήν.
Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2005
Ποιά τα τάλαντα και τα χαρίσματα του χριστιανού και πώς καλλιεργούνται
191-β
ΙΣΤ Ματθαίου 2005
«Συνεργούντες παρακαλούμε μη εις κενον την χάριν του Θεού δέξασθαι υμάς».
Επειδή χριστιανοί μου αυτές τις ημέρες υπάρχει κάποιος βρώμικος πόλεμος κατά της Εκκλησίας και των Επισκόπων της, και γενικά εναντίον του κλήρου, εμείς ως χριστιανοί με καλή πρόθεση, ας πάρουμε λίγη πνευματική στάχτη στα χέρια μας και με την προσευχή μας ας σκεπάσουμε την δυσοσμία που απλώθηκε σε ολόκληρο τον ορθόδοξο ελλαδικό χώρο.
Και προπαντός να μην πέσουμε στις ιεροκατηγορίες και κατακρίσεις, διότι έτσι θα αποδείξουμε ότι μάταια και ανώφελα δεχτήκαμε τη χάρη του Θεού, είτε του ενός ταλάντου, είτε των δύο, είτε των πέντε, σύμφωνα με τη σημερινή ευαγγελική παραβολή των ταλάντων και των χαρισμάτων του Αγίου Θεού. Το ένα τάλαντο το έχουμε, ας είμεθα βέβαιοι όλοι όσοι είμεθα ορθόδοξοι χριστιανοί, διότι βαπτιστήκαμε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και αυτό το χάρισμα δεν μπορούμε να το θάψουμε και να το εξαφανίσουμε. Και ας μην αναρωτιέται ο οποιοσδήποτε από μας ότι δήθεν «εγώ δεν έχω κανένα χάρισμα ή αν έχω δεν ξέρω ποιό είναι». Είναι η Χάρις, είναι η Θεία δωρεά, είναι το θεϊκό τάλαντο του Αγίου Βαπτίσματος που σφραγίστηκε από το Άγιον Χρίσμα. Και μόνον με αυτό το χάρισμα είμεθα φίλοι του Θεού, παιδιά του Θεού Πατρός, και αδελφοί του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού του Σωτήρος ημών.
Φαίνεται λοιπόν, χριστιανοί μου, ότι κατείχε μεγάλη αγωνία την καρδιά του Αποστόλου Παύλου, καθώς απευθύνεται γραπτώς στους χριστιανούς της Κορίνθου, αλλά και σ’όλους εμάς τους σημερινούς χριστιανούς, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος και ισχύει για κάθε εποχή, για κάθε μελλοντικό αγώνα και για κάθε άνθρωπο, διότι ο Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας. Η ανησυχία του Παύλου έγκειται στον κίνδυνο που διατρέχουμε όλοι μας να χάσουμε τη Βασιλεία του Θεού, αφού δεν ανταποκρινόμεθα σωστά στις ευαγγελικές εντολές και το χειρότερο, ότι με αναίδεια περιφρονούμε τις καθημερινές πολλαπλές ευλογίες του Αγίου Θεού. Θάβουμε δηλαδή τα χαρίσματά Του, τα τάλαντα που μας έδωσε, το ένα ή τα δύο ή τα τρία ή τα πέντε ή τα δέκα και έτσι εθελοτυφλούντες χάνουμε το φως της Θείας Χάριτος. Άπειρος ο Πανάγιος Τριαδικός Θεός, άπειρα και τα θεϊκά του ιδιώματα ως θείες ευλογίες καταπλημμύρισαν την ψυχή μας στο Άγιον Βάπτισμα. Την δε ειδική χάρη της Πεντηκοστής, τη λάβαμε με το Άγιον Χρίσμα. Τώρα πλέον τα δύο αυτά πανάγια σωστικά μυστήρια καθάρισαν το κατ’εικόνα, δυνάμωσαν τη θέλησή μας, μπόλιασαν ευεργετικά την προαίρεσή μας, αναζωπύρρωσαν την πίστη μας, ενεργοποίησαν την αγάπη, αύξησαν τα όρια της υπομονής μας και τέλος ολοφώτισαν τον σκοτισμένο μας νου, που ταπεινώνει τον λογισμό του χριστιανού και του χαρίζει την απαραίτητη δύναμη για να μπορεί να τηρεί τις εντολές, τις εντολές του Αγίου Θεού και να καλλιεργεί τις αντίστοιχες αρετές.
Όλα όσα είπαμε και αναφέραμε, είναι δωρεές και χαρίσματα του Αγίου Θεού, είναι τα ευλογημένα τάλαντά Του, που τόσο απλόχερα και πλουσιοπάροχα τα χορηγεί ο Πανάγιος Θεός σ’όλους μας δωρεάν. Άρα τη δωρεάν του Αγίου Βαπτίσματος και τη χάρη του Αγίου Χρίσματος πρέπει να τα καλλιεργήσουμε μέσα από τα άλλα δύο σωστικά μυστήρια...της Θείας Ευχαριστίας και της Ιεράς Εξομολογήσεως. Έτσι συμμετέχουμε στη θεία λατρεία, δηλαδή στη Θεία Λειτουργία της κάθε Κυριακής και μεγάλης γιορτής, μεταλαμβάνουμε του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού, με την ευλογία της Εκκλησίας και την άδεια του πνευματικού. Η Θεία Κοινωνία αναζωπυρώνει και αναγεννά τα τάλαντα που μας έδωσε ο Θεός και έτσι με πολλή θέρμη κάνουμε προσευχή, καλλιεργούμε καθημερινά τη μετάνοια, μελετάμε την Καινή Διαθήκη, το Ψαλτήρι και άλλα πνευματικά βιβλία με πατερικό και φιλοκαλικό πνεύμα, πενθούμε για τις αμαρτίες μας, συμπάσχουμε στον πόνο του πλησίον μας, και τον βοηθούμε στις ανάγκες του, μαθαίνουμε σιγά σιγά να συγχωρούμε και να υπομένουμε τους προσωπικούς μας πειρασμούς, τις θλίψεις, τις στεναχώριες, τις αρρώστιες και γενικά τα βάσανα αυτής της ζωής. Μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε σωστά και ορθόδοξα τα προβλήματα των παιδιών μας αλλά με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Διδασκόμεθα από τα ίδια μας τα λάθη και από το φούντωμα των παθών μας και φροντίζουμε για την διόρθωσή τους. Μαθαίνουμε με υπομονή και σιωπή να συνυπάρχουμε με τους συνανθρώπους μας, τους συγγενείς, τους φίλους, τους συνεργάτες που έχουν πλήθος από αδυναμίες αλλά που και εμείς με τη σειρά μας έχουμε τα δικά μας πολλά ελαττώματα.
Όλα αυτά που είπαμε μέχρι τώρα, τα πολύ ελάχιστα, είναι τα τάλαντα και τα χαρίσματα του Αγίου Θεού που θέλουν όμως καλλιέργεια. Και η καλλιέργεια κατορθώνεται με την τήρηση των ευαγγελικών εντολών και με την υπακοή μας στον λόγον του Θεού. Τάλαντα και χαρίσματα δεν είναι μόνον η ζωγραφική, η αγιογραφία, η γλυπτική, η ποίησις, η ρητορία, η συγγραφή, η μουσική στη σύνθεση και στην εκτέλεσή της, ή η σκιτσογραφία ή η αρχιτεκτονική και τόσα άλλα. Είναι ιδιαιτέρως όμως, χαρίσματα και τάλαντα όλα όσα είπαμε και που αναφέρονται για τη σωτηρία της ψυχής μας. Διότι αυτή προηγείται και έπονται όλα τα άλλα αδελφοί μου. Αλλά και αυτά όμως τα τάλαντα τα φυσικά, με τα οποία γεννιέται ο άνθρωπος, πρέπει και αυτά να λαμπροφορούνται μόνον για τη δόξα του ονόματος του Αγίου Θεού και όχι να καθίστανται σημεία δοξομανίας και φτηνής συναλλαγής, ούτε ασφαλώς για να ικανοποιούνται πάθη και κατώτερα ένστικτα και πολύ περισσότερον να καταστρέφονται ηθικές αξίες και αθώες ψυχές.
Άρα η πρώτη μεγάλη δωρεά είναι ότι γεννηθήκαμε από ορθοδόξους γονείς.
Η δευτέρα δωρεά είναι ότι βαπτιστήκαμε ορθοδόξως στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Τρίτη δωρεά ότι λάβαμε το Άγιον Χρίσμα και σφραγιστήκαμε από το Άγιον Πνεύμα.
Τετάρτη δωρεά είναι ότι κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Πέμπτη δωρεά ότι ο Πανάγιος Θεός μας καθαρίζει απ’όλα τα αμαρτήματά μας, τα εκούσια και τα ακούσια, τα εν γνώσει και εν αγνοία, τα κατά νουν και τα εν διανοία, τα εν έργω και λόγω γενόμενα μεσ’ απ’το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως και της προσωπικής μας όμως συντριβής και μετανοίας.
Έκτη δωρεά ότι μας χαρίζει την δυνατότητα να επικοινωνούμε μαζί Του νοερά και πνευματικά δια μέσου της αδιαλείπτου προσευχής. Και επειδή ο Θεός αρέσκεται και αγαπά πολύ στο να ακούει την επίκληση του ονόματός Του, όπως παραδείγματος χάρη «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» ή «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς» ή «Ιησού υιέ Δαυίδ ελέησόν με τον τυφλόν» ή «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» όπως ο ληστής, «ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» χτυπώντας τα στήθη μας όπως ο τελώνης, «Κύριε, Κύριε μη με απορρίψεις τον αμαρτωλόν αλλά ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ, πρίν εις τέλος απόλλων με, σώσον με» και το «Κύριε ελέησον». Σε κάθε Θεία Λειτουργία, εσπερινό, όρθρο, παράκληση, αγιασμό και στις υπόλοιπες ιερές ακολουθίες και μυστήρια. Γι’αυτό και αποδέχεται τις πονεμένες αιτήσεις και ευχαριστίες μας και τη δοξολογία και απαντά όπως ορίζει η αγαθότητά Του, η ευσπλαχνία Του, η μακροθυμία Του, η φιλανθρωπία Του και η άπειρος αγάπη Του. Και έτσι μας εναγκαλίζεται τρυφερά και μας συγχωρεί, μας συγχωρεί και όχι μόνον μας συγχωρεί αλλά μας αναγεννά, μας ξανακάνει παιδιά Του, μας χαρίζει δηλαδή την υιοθεσία και μας καθιστά κληρονόμους της Βασιλείας των Ουρανών.
Ιδού λοιπόν, το ιδιαίτερο χάρισμα του καθενός από μας. Η δυνατότητα της καθάρσεως απ’όλες τις αμαρτίες μας, τις πονηρίες και τις κακίες μέσα από τα τέσσερα σωστικά μυστήρια: Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Ευχαριστία και Ιερά Εξομολόγηση. Και δια της καθάρσεως ο πλήρης φωτισμός του νοός και η καθαρότης της τεταπεινωμένης καρδίας. Και δια του φωτισμού, η σωτηρία, ο αγιασμός, η θέωσις. Γι’αυτό και ο Απόστολος Παύλος…κακώς ελέχθη άλλο ανάγνωσμα σήμερα…στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα μας προειδοποιεί λέγοντας «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας». Είναι σαν να μας λέγει «Εκμεταλλευτείτε χριστιανοί μου, τις δωρεές και τα χαρίσματα που σας έδωσε στη σημερινή ημέρα, όχι αύριο, αλλά όσα σας έδωσε σήμερα ο Πανάγιος Θεός. Διότι, σήμερα είναι η σωτηρία μας και όχι αύριο. Σήμερα η μετάνοια, σήμερα η συντριβή, σήμερα η προσευχή μετά δακρύων και όχι αύριο. Δεν ξέρεις αύριο αν θα ζεις. Σήμερα δείξε υπομονή, σήμερα κάμε την ελεημοσύνη σου, σήμερα η αλληλοσυγχώρησις, σήμερα η αλληλοσυγχώρησις, όχι αύριο. Σήμερα καλλιέργησε το τάλαντό σου πριν να είναι αύριο αργά. Σήμερα η σωτηρία σου, σήμερα και η δική σου σωτηρία και η δική σου σωτηρία και η δική μου σωτηρία και η σωτηρία όλων μας.
Αμήν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)