Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Κυριακή 1 Μαΐου 1988

Η αξία τής Ελεημοσύνης η πρακτική εφαρμογή καί η πνευματική προέκτασίς της μέ τρείς αξιοθαύμαστες ιστορίες.

36 α
1.5.1988, Κυρ. τού Παραλύτου.


Με τα Αποστολικά Αναγνώσματα αυτών των Αναστασίμων Κυριακών και ιδιαίτερα δε με την Ταβιθά, διότι «αύτη η Ταβιθά ήν πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών ων εποίει». Το θαύμα της Αναστάσεως χριστιανοί μου, της Ταβιθά από τον Απόστολο Πέτρο, μας το περιέγραψε το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της περασμένης Κυριακής. Η Ταβιθά ζούσε στην Ιόππη και ήτο χριστιανή γεμάτη από αγαθά έργα και πολλές ελεημοσύνες. Με την έμπρακτη αγάπη της είχε κατακτήσει τις καρδιές όλων των χριστιανών της περιοχής, οι οποίοι και κάλεσαν τον Απόστολο Πέτρο για να κάνει το θαύμα του στην Ταβιθά που τους πέθανε τόσο ξαφνικά. Και «παρέστησαν αυτώ», δηλαδή εις τον Πέτρον, «πάσαι αι χήραι κλαίουσαι, και επιδεικνύμεναι χιτώνας και ιμάτια, όσα εποίει μετ’ αυτών η Δορκάς». Το έδειξαν τα έργα των χειρών της, που ήσαν πράξεις χριστιανικής αγάπης και φιλανθρωπίας. Και ο Απόστολος Πέτρος ανταποκρίθηκε με άλλο έργο φιλανθρωπίας. Ανέστησε εκ νεκρών την πεθαμένη Ταβιθά.
Ας δούμε αδελφοί μου μερικές διαιρέσεις, ας τις πούμε διαιρέσεις, διαστάσεις και προεκτάσεις πνευματικές της ελεημοσύνης, όσο μας παίρνει ο μικρός χρόνος.
Κατά πρώτον η ελεημοσύνη δηλώνει την ευσπλαχνίαν του Θεού προς τον άνθρωπον. «Ούτος ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου, και ελεημοσύνην παρά Θεού του Σωτήρος αυτού». Μας λέγει ι ψαλμωδός στον εικοστόν τρίτον του ψαλμόν.
Δεύτερον ελεημοσύνη είναι ακόμα η δίκαιη ανταπόκρισις του αγωνιζομένου χριστιανού προς τον Θεόν. Και «ελεημοσύνη έσται εν υμίν», η ελεημοσύνη ανήκει σε μας, πότε, εάν φυλάσσομεν και ποιούμεν τας εντολάς του Κυρίου και Θεού ημών, «καθώς ενετήλατο ημίν». Δευτερονόμιον 6, 25.
Τρίτον. Ελεημοσύνη είναι μια υπερκατάληπτη μορφή δικαιοσύνης, του Θεού προς τον άνθρωπον, που «οδηγείται ως πρόβατον επί την σφαγήν, αντί ημών, δια την σωτηρίαν ημών, και αποθνήσκει επί του Σταυρού, ίνα αναστηθεί εκ νεκρών την Τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς».
Τέταρτον. Η ελεημοσύνη είναι η έμπρακτος και ανιδιοτελής ευσπλαχνία του ανθρώπου προς όλους τους συνανθρώπους του, και στον καθένα χωριστά μετά διακρίσεως όμως, και κάτω από την υπακοήν της Εκκλησίας και του πνευματικού.
Η ελεημοσύνη δεν είναι απλή μετάδοσις μόνον μερικών χρημάτων και άλλων υλικών αναγκών, αλλά συνδέεται και με πολλές άλλες αρετές και ιδιαιτέρως με την νηστεία και την προσευχή.
Ο Κύριος στην επί του όρους ομιλίαν Του, τις θεωρεί αυτές τις τρείς αρετές, σαν στύλους της αληθινής θρησκευτικής ζωής και μάλιστα εν κρυπτώ. Πρέπει να είναι αποτέλεσμα, κατάστασις, προέκτασις της πνευματικής υγείας του χριστιανού, δηλαδή της εν Χριστώ Ιησού αγάπης. Οφείλει να είναι πράξις των κρυφών έργων, της καθαρής καρδιάς, της τεταπεινωμένης καρδιάς, της απαλλαγμένης από τα πάθη και από τα βάρη της αμαρτίας. Εδώ ακριβώς συνδέεται και με την δικαιοσύνην.
Δεν μπορούμε να κλέβουμε και ύστερα να κάνουμε ελεημοσύνη.
Δεν μπορούμε να καταπατούμε το δίκαιον του αδυνάτου, να κερδίζουμε εις βάρος του, και ύστερα να προσφέρουμε λίγα ψίχουλα στους σεισμόπληκτους ή σε μια εκκλησιά που κτίζεται ή σε κάποιους φτωχούς και νάχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη και αναπαυμένη. Αυτό δεν είναι ελεημοσύνη. Δεν είναι ολοκληρωμένη φιλανθρωπία. Απαιτείται μαζί με την ελεημοσύνη, πιστή τήρησις των εντολών, καλλιέργεια των αρετών, συμμετοχή στα Άγια Μυστήρια, ενεργός πίστις, φόβος Θεού, ευσέβεια, κάθαρσις, φωτισμός και θεία γνώσις. Μόνον τότε ο νους φωτίζεται και η καρδιά θερμαίνεται και καθίσταται όλη αγάπη και θείου ελέους.

Ελεήμων εστί ο ελεών τον πλησίον, μας λέγει ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, εξ ων αυτός έλαβε παρά του Θεού. Δηλαδή ελεήμων είναι εκείνος ο οποίος ελεεί τον πλησίον από όσα του έδωκε ο Θεός. Αλλά και όλα μας τα έδωσε ο Θεός. Τι έχεις ό ουκ έλαβες;
Είτε χρήματα είτε βρώματα, είτε χρήματα έχεις είτε τροφές, προς διάθεσιν, θα τα διαθέτεις για τις ανάγκες του πλησίον σου.
Είτε ισχύν σου έδωσε ο Θεός, δύναμιν, εξουσίαν, συνεχιζει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τότε αυτήν την εξουσίαν και την δύναμη, θα την διαθέτεις προς δικαιοσύνην και συμπαράστασιν των αδυνάτων.
Είτε λόγον, εάν έχεις λόγον να πείς, δύναμιν λόγου, ρητορίαν, γνώσιν λόγου και τα λοιπά, τότε θα τον διαθέσεις αυτόν τον λόγον προς ωφέλειαν, προς καταρτισμόν των ψυχών μετά πάσης ταπεινώσεως.
Είτε ευχήν, δηλαδή προσευχήν, έχεις δύναμη στην προσευχή σου, γιατί έχεις καθαρή καρδιά, ε, τότε μετά πολλών δακρύων, θα την διαθέσεις προς βοήθειαν των αδυνάτων. Προς βοήθειαν των πάντων.
Και όλα αυτά μας τα λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όταν αναλύει τον μακαρισμός του κυρίου που λέγει:
- «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται».
Με άλλα λόγια, ή με λίγα λόγια, μας λέγει ο Άγιος Ιωάννης ότι ελεήμονες δεν είναι μόνον εκείνοι που προσφέρουν υλικά αγαθά, αλλά και κείνοι που προσφέρουν τον πνευματικόν σωστικόν λόγον μετά ταπεινώσεως και την προσευχήν, μετά δακρύων εν τω κρυπτώ, και ο Θεός ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει εν τω φανερώ.
Και στις ημέρες μας έχει αποδειχθεί ότι πολύ λίγοι είναι εκείνοι που έχουν υλικές ανάγκες. Αλλά τις πνευματικές ανάγκες της πίστεως, τις έχουν όλοι και προπαντός οι Έλληνες.

Γι’ αυτό και ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, μας βεβαιώνει ότι η αρετή της πνευματικής ελεημοσύνης είναι ασυγκρίτως ευρύτερη της προσφοράς των υλικών αγαθών.
«Ελεημοσύνη εστί καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως». Να καίγεται η καρδιά σου για ολόκληρη την κτίση.
Υπέρ πάντων των ανθρώπων. Για όλους τους ανθρώπους.
Υπερ πάντων των επί της γης και του ουρανού. Για όλα όσα βρίσκονται και πάνω στη γη, και πάνω στον ουρανόν, αλλά και των δαιμόνων και των καταχθονίων, καύσις καρδίας και υπέρ αυτών. - Είναι λιγάκι τολμηρό, αλλά αυτό συζητιέται κατ’ ιδίαν στην Ιεράν Εξομολόγηση, για κείνους που έχουν λιγάκι θερμανθεί στην προσευχή.
Και των «εν βασάνοις προγευσαμένων». Είναι κατηγορηματικός ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Και για κείνους που προγεύονται ήδη τα βάσανα της Κολάσεως, και «υπέρ παντός κτίσματος», και για κάθε κτίσμα, και «εκ της μνήμης αυτών». Και «εκ της θεωρίας αυτών». «Ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτών πλήθος δακρύων».
Και προχωρώντας ακόμα ψηλότερα ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος μας λέγει ότι η νοερά ησυχία μετά της καρδιακής προσευχής και θέρμης είναι ανωτέρα της ελεημοσύνης με την προσφορά των χρημάτων και των υλικών αναγκών ή κάποιων άλλων αγαθών. Να πως μας το τονίζει:
- «Η εσωτερική ειρήνη και η νοερά ησυχία και η καρδιακή προσευχή, ιδίως της νυκτός μετά πάσης υπακοής, έχουν μεγαλυτέρα αξία από το να τρέφεις πεινόντας, και να ειρηνεύεις με τις διδαχές σου τους διεστώτας». Έχει μεγαλύτερη αξία η νοερά ησυχία σαν προσφορά πνευματικής ελεημοσύνης προς τους πάντας όπως το ερμήνευσε πιο πριν, πιο πάνω, από το να τρέφεις πεινόντας και να προσπαθείς εκεί να ειρηνεύσεις εκείνους που φιλονικούν και κείνους που είναι διηρημένοι.

Αυτό το βλέπουμε στον σημερινόν ιδιαιτέρως εορταζόμενον Άγιον και Μέγα Αρσένιον. Όχι ότι δεν πρέπει να γίνονται τα έργα της υλικής προσφοράς, αλλά από πνευματικής απόψεως βρίσκονται ψηλότερα τα έργα της νοεράς ησυχίας.
Εμείς γνωρίζουμε όμως ότι ο Θεός αμείβει και ένα ποτήρι δροσερό νερό που θα δώσουμε σε έναν διψασμένο. Και «ου μη απωλέσωμεν τον μισθόν ημών». «Ου μη απωλέσει τον μισθόν αυτού», λέγει επί λέξει, Ματθαίος ι,42.
Άλλωστε βραβεύει κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσία τους δικαίους που άσκησαν πρακτικόν έργον αγάπης. Ματθαίος, 25ο κεφάλαιον, 35-45. «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψασα και εποτίσατέ μοι. Ξένος ήμην και συνηγάγετέ με. Ησθένησα και επισκέψασθέ με. Γυμνός και περιεβάλλετέ με. Εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με. Και εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων των αδελφών μου, εμοί εποιήσατε». Όλο όμως αυτό το πρακτικόν έργον της αγάπης και της ελεημοσύνης αδελφοί μου, πρέπει να γίνεται μετά διακρίσεως, εκεί που χρειάζεται.
Που χρειάζεται;
Πόσον χρειάζεται;
Πότε χρειάζεται;
Αλλά και μετά πλήρης ιλαρότητος διότι «ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός».
Και τέλος ας μην ξεχνάμε πάλι το Αγιογραφικόν ότι ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν. Και λαμβάνει τόκους όχι μόνον κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν, αλλά και ως εδώ αγωνιζόμενος εναντίον του κακού της αμαρτίας των παθών.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύοντας το «επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν» μας λέγουν ότι υπάρχουν σεσωσμένοι με πρώτον τον Εσταυρωμένον εκ δεξιών του Χριστού ληστήν, καθώς επίσης και άγιοι, όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, οι οποίοι δεν έπραξαν κανένα έργο ελεημοσύνης. Άρα ο παραπάνω λόγος του Κυρίου έχει σχέση με την πνευματική τροφή και όχι με την ελεημοσύνη. Σήμερα στο Ευαγγελικό Του Ανάγνωσμα μας είπε ο ίδιος το εξής:
-«Εμόν βρώμα εστί ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός». Πιο είναι το θέλημα του Ουρανίου Πατρός; η σωτηρία των ανθρώπων.

Και ο Άγιος Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος ερμηνεύοντας τον ίδιον λόγο μας λέγει τα εξής: - θα τα πούμε εν μεταφράσει –
-«Όταν εφαρμόζουμε από αγάπη τις εντολές του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, τότε τρέφεται από εμάς ο θεάνθρωπος Χριστός, ο Κύριος όλης της κτίσεως. Διότι καθώς από τα πονηρά μας έργα τρέφονται οι ακάθαρτοι δαίμονες και παίρνουν δύναμη για να μας πολεμούν, έτσι, και πάλιν όταν απέχουμε από την αμαρτία και το κακόν, από τον εγωισμό και την κενοδοξία, από τον φθόνο και την ακηδία και τα λοιπά πάθη, εκείνοι οι βρωμεροί δαίμονες πεινούν και αδυνατίζουν. Έτσι και ο Χριστός που επτώχευσε δια την ημών σωτηρίαν, τρέφεται και χορταίνει όταν ποιούμεν τα εντολάς αυτού. Και πάλιν στενοχωρείται και πεινά, όταν δεν κάμνομεν το πανάγιον θέλημά του. Αυτά, μας τα είπε ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

Οι Άγιοι, τα τέκνα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, τα μυρίπνοα αυτά άνθη του Παραδείσου, τα πάνχρυσα στόματα του θείου λόγου είναι οι παραδειγματικοί ελεήμονες και αυτούς πρέπει να μοιάσουμε. Διότι μας αγαπούν, μας ελεούν, μας τρέφουν, μας θεραπεύουν, μας προστατεύουν, μας σώζουν. Γιατί πιο το όφελος αν έχουμε λύσει όλα τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα ενώ τα της ψυχής μας παραμένουν άλυτα; Αλήθεια, σας ρωτώ, πιο είναι το όφελος; Ποιος θα μας γεμίσει το κενό μέσα μας; Ποιος θα μας δώσει ελπίδα; Ποιος θα μας στηρίξει στην πίστη;

Χριστιανοί μου, κάθε πράξη ελεημοσύνης, πρέπει να είναι πράξις θρησκευτική και όχι έργο κάποιου φιλανθρωπικού χορού ή αλτρουισμού, ή απλώς ουμανιστικών έργων. Πρέπει να συνδέεται με τα Άγια Μυστήρια, με τη Θεία Λατρεία, με την μετάνοια, με την προσευχή. Η αξία της ελεημοσύνης τόσο καθίσταται μεγαλυτέρα και λαμπροτέρα, όσο περισσότερο φθάνει στον εν Τριάδι Θεόν και δια μέσου αυτού στον κάθε συνάνθρωπόν μας.
Και το Πνεύμα το Άγιον στη Σοφία Σειράχ μας βεβαιώνει τα εξής:
-«Πυρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ. Ούτω και η ελεημοσύνη από καρδίας εξιλάσεται αμαρτίας». Προσέξτε το λιγάκι αυτό. Όπως το νερό σβήνει τη φωτιά, το φλογισμένο πυρ λέει, τη φωτιά, κατά τον ίδιον τρόπον και η ελεημοσύνη που γίνεται από βάθος καρδίας εν μετανοία και δακρύων, με προσευχή και νηστεία, έχει τη δυνατότητα να εξαλήψει αμαρτίες.
Πάμε παρακάτω. Άλλο Αγιογραφικό χωρίο. Και «τας αμαρτίας εν ελεημοσύναις λυτρώσαι Κύριος. Και τα αδικίας εν οικτιρμοίς πενήτων». Βεβαιώνει ο προφήτης Δανιήλ, στο 4ο του κεφάλαιο, στίχος 24, προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα εφόσον θα συνεχίσει τα έργα μετανοίας και προς τον εαυτόν του και προς τον λαόν. Και εις το Τωβίτ πάλι δ,9 βεβαιώνεται ότι η ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται, και ουκ εά δεν αφήνει εισελθείν εις το σκότος το αιώνιον. Δεν αφήνει τον άνθρωπον που κάνει ελεημοσύνη να μπει στο αιώνιο σκοτάδι και στο πυρ της κολάσεως.

Και ο Απόστολος Πέτρος στην πρώτη του καθολική επιστολή, πάλι 4ο κεφάλαιο στίχος 8, μας προειδοποιεί και μας λέγει:
- «Φιλόξενοι εις αλλήλους, να είμεθα φιλόξενοι. Είμεθα φιλόξενοι αλλά να προσέξουμε την παρακάτω λέξη. Άνευ γογγυσμών. Φιλόξενοι εις αλλήλους άνευ γογγυσμών. Γιατί κάνουμε φιλοξενία, αλλά από πίσω τι λέμε; Και τι σούρνομε σ’ αυτούς που φιλοξενούμε… Ε; ο καθένας ας ρωτήσει την καρδιά του, και ας απαντήσει στο Ιερόν Εξομολογητήριον. Γιατί; «Ότι η αγάπη καλύψει πλήθος αμαρτιών». Αυτά από την Αγία Γραφή.
Αυτές οι Αγιογραφικές διαβεβαιώσεις μας σπρώχνουν σε μια σωστή εργασία της ελεημοσύνης για να μη χάσουμε τον άξιο μισθόν που μας οδηγεί στη μετάνοια και δια της μετανοίας στην σωτηρία. Πολλές άλλες πτυχές της πνευματικής ελεημοσύνης με τις άλλες αρετές, θα μας απασχολήσουν άλλη φορά διότι ήδη η ώρα πέρασε. Σήμερα αρκούμεθα σ’ αυτά.

Χριστιανοί μου, ο Άγιος Μαρκιανός ήταν ιερεύς στο ναό της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός λοιπόν γύριζε έξω τις νύχτες, όπως μας περιγράφει το γεροντικό, και μάζευε εκεί τους εγκαταλελειμμένους νεκρούς. Τους έπλενε με τα χέρια του, τους μύρωνε, τους σαβάνωνε, τους πήγαινε στην εκκλησία, τους διάβαζε την νεκρώσιμη ακολουθία, τους ησπάζετο σύμφωνα με τον ψαλμό «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» και την άλλη μέρα τους έθαβε.
Κάποτε περιποιήθηκε ένα νεκρό γεροντάκι που φαινόταν πολύ βασανισμένο και χτυπημένο από τη ζωή. Το τοποθέτησε στο νάρθηκα, και αφού τελείωσε και τα νεκρώσιμα και όλα όσα έπρεπε να κάμει δια των κεκοιμημένων γύρισε προς το νεκρό και του λέγει:
- Έλα αδελφέ μου να φιληθούμε σαν παιδιά του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Και ω, του θαύματος, ο νεκρός με ευγνωμοσύνη, υπακούοντας στην πρόσκληση του Αγίου Μαρκιανού, ανακάθισε στο φέρετρο, αντάλλαξε ασπασμός αγάπης με τον Άγιο και έπεσε πάλι στον ύπνο του θανάτου, σταυρώνοντας απαλά τα χέρια του.
Ο Άγιος Μαρκιανός βγήκε αθόρυβα από την εκκλησία, σα να συνέβαινε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Ο νεωκόρος όμως που ξενυχτούσε και αυτός για κάποιο λόγο τα είδε όλα αυτά έκπληκτος, και με φόβον και πολύν θαυμασμόν, και την άλλη μέρα προς δόξαν του Αγίου Θεού τα διέδωσε σε όλη την πόλη – έτσι τα πληροφορηθήκαμε και εμείς.

Μη σας φαίνεται παράξενο, πριν τριάντα χρόνια κάποια γυναίκα στο Βόλο, μάζευε τα ονόματα όλων των ζητιάνων, τους οποίους γνώριζε ότι όντως ήσαν αξιοθρήνητοι και η διαβίωσίς των αθλία. Και φρόντιζε όταν πέθαιναν για την κηδεία τους. Να τους κάνει τα τριήμερα, τα εννιάμερα, τα σαρανταήμερα, το χρόνο, να τους ξεθάψει, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Μία γυναίκα! Για δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια. Έχουμε μάρτυρες γι’ αυτά.
Ποιος από μας το κάνει; Πέστε μου! Ποιος; Σε έναν ζητιάνο…
Ζεί η Ορθοδοξία, ζεί, υπάρχει, αλλά εμείς κοιμώμαστε!...
Να μια μεγάλη μορφή ελεημοσύνης διαφορετικής μορφής από όσες ξέραμε μέχρι τώρα. Γιατί εμείς νομίζουμε ότι άμα βγάλουμε ένα πενηντάρικο και το κουνήσουμε έτσι, δυνατά, και το ρίξουμε στο ζητιάνο, αυτή είναι ελεημοσύνη.

Ας επιδιώκουμε καθημερινά να γινόμεθα ελεήμονες, δηλαδή να έχουμε μέσα στην καρδιά μας τον ελεήμονα Θεόν, και τότε σαν αποτέλεσμα της γεύσεως αυτού του θείου ελέους, θα έχουμε την με αγάπη και ταπείνωση ελεημοσύνη προς τον πλησίον. Δεν θα προσφέρουμε μόνον ελεημοσύνη, αλλά θα είμαστε ίδιοι, η μοναδική, η εξαιρετική, η διακεκριμένη ελεημοσύνη.

Αδελφοί μου, να και μια ελεημοσύνη των ημερών μας.
Δεκέμβριος του 87. Το πληροφορήθηκα αυτήν την εβδομάδα.
Περπατά στο δρόμο ένας χριστιανός. Έξω από μια εκκλησία ένας ζητιάνος σχεδόν γυμνός, παραμονές των εορτών, χειμώνας, σαρακοστή Χριστουγέννων είπαμε, το κρύο τσουχτερό, κρυώνει.
Τον βλέπει ο χριστιανός, τον λυπάται, βγάζει από πάνω του το μάλλινο χοντρό σακάκι και το βάζει στο ζητιάνο. Ευχαριστώ του λέει εκείνος και απλώνει ο ζητιάνος το χέρι και του δίδει ένα κομμάτι αντίδωρο τυλιγμένο σ’ ένα χαρτί.
Το πήρε γεμάτος απορία και όπως ήταν νηστικός το έφαγε.
Ω, τι ήταν αυτό! Τι θεία ευφροσύνη ήταν αυτή! Τι αγαλλίαση! Πλημμύρισε ολόκληρος! Όλο του το σώμα άστραψε σαν το φως! Και ας μην είχε ούτε καν ήλιο. Και από υπερακατάληπτον ευωδίαν. Ένοιωσε νέος άνθρωπος, σα να πετά, αλλιώτικος, όλα του γύρω άλλαξαν, έγιναν πανέμορφα, όλοι του οι άνθρωποι του φαινόταν όμορφοι, ήθελε να τους αγκαλιάσει, να τους βάλει μέσα στην καρδιά του, τα σπίτια, τα μάρμαρα, οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα, το καυσαέριο, τα πάντα, όλα άστραφταν, άστραφταν από αγάπη…
Έμεινε ακίνητος για πολλή ώρα, ποιος ξέρει πόσην ώρα, απολαμβάνοντας αυτή τη θεία δωρεά.
Τελικά γύρισε προς το ζητιάνο.
Έλειπε!
Και στη θέση του ζητιάνου ήταν ριγμένο το σακάκι.
Το πήρε, το αγκάλιασε σφιχτά.
Για μια βδομάδα δεν έφαγε ούτε μια μπουκιά ψωμί.
Δεν ήπιε ούτε μια σταγόνα νερό.
Μόνον κάθε πρωί κοινωνούσε, χωρίς να παίρνει αντίδωρο.
Τον είχε υπερχορτάσει η ελεημοσύνη.
Η θεία ελεημοσύνη.

Αδελφοί μου, θα πω τον λόγον του Κυρίου, της Αγίας Γραφής.
Ελεείτε χριστιανοί, ελεείτε.
Πάντοτε έλεος με αγάπη.
Με όποιον τρόπον θέλετε. Αλλά με αγάπη,
Αμήν, γένοιτο.

Συμπληρωματικά θέλω να προσθέσω χριστιανοί μου, διότι ο χρόνος στο κανονικό κήρυγμα ήδη είχε περάσει προ πολλού, μερικά στοιχεία που πρέπει να ειπωθούν, εφόσον έχουμε και την σχετικήν άδεια από τον ίδιον.
Ο χριστιανός αυτός που έλαβε τόσο πλούσια την θεία δωρεά, δεν ήτο ούτε θρησκόληπτος, ούτε πλανεμένος. Αντιθέτως μάλιστα δεν είχε καμιά σχέση με την Εκκλησία. Τριάντα τουλάχιστον χρόνια είχε να κοινωνήσει. Για εκκλησιασμό δεν πήγαινε παρά μόνο σε γάμους, βαπτίσεις, μνημόσυνα και λοιπά. Αδιάφορος και καμιά φορά και πολέμιος της Εκκλησίας και του κλήρου. Κανέναν επαίτη δε βοηθούσε ποτέ, διότι τους θεωρούσε απατεώνες και επαγγελματίες. Αλλά η εσωτερική παρόρμησις να βγάλει το σακάκι του και να τυλίξει τον γυμνό, ήτο άνωθεν, δεν μπορεί μέχρι σήμερα να την ερμηνεύσει. Αλλά ανταποκρίθηκε θετικά. Ήτο γι’ αυτόν η κλήσις για τον αναβαπτισμό του. Ήτο η δική του Πεντηκοστή, η δική του Δαμασκός. Όταν πήρε το σακάκι, το κράτησε σφιχτά επάνω του. Τέτοια δύναμη έπαιρνε απ’ αυτό, σα νάταν ο χιτώνας του Κυρίου. Μετά την εξομολόγηση και τον κανόνα που πήρε, ζει με φόβον Θεού και ποιος ξέρει αν δεν προβάλλει ο Θεός διά μέσω αυτού έναν νέον απόστολο του Ευαγγελίου του, έναν νέον ομολογητή και μάρτυρα.
Αυτά τα συμπληρωματικά στοιχεία δόθησαν σα διευκρίνιση σχετικά με το πρόσωπό του, τα οποία πολλούς από τους ακροατάς του κηρύγματος θα τους ενδιαφέρουν.

Είθε ο Θεός να δώσει σε όλους εμάς και στον καθένα χωριστά τέτοιες ευκαιρίες με όποιο μέσον και με όποιο τρόπο θελήσει εκείνος και εφόσον βέβαια το αξίζουμε. Και κάτι άλλο. Και όσο χωρά το δοχείον της ψυχής μας.
Αμήν.
Αμήν για πάντα.

Σχετικά με το γεγονός της ελεημοσύνης και ειδικότερα, όταν ο χριστιανός εκείνος πήρε το αντίδωρο, θέλουμε να πούμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και όπως αυτό θα το διαπιστώσουμε και στα επόμενα κηρύγματα που θα κάνουμε.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται με τον Στάρετς Βαρσανούφιο, ο οποίος σε ένα βιβλίο του γράφει τα εξής:
Ένα χρόνο λέγει, πριν πάω, να γίνω μοναχός, τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων γύριζα στο σπίτι μου από την πρωινή Θεία Λειτουργία. Ήταν ακόμα σκοτάδι, η πόλις είχε αρχίσει να ξυπνάει. Περπατούσα μόνος στους έρημους δρόμους της. Ξαφνικά ήρθε κοντά μου ένας γεροντάκος και μου ζήτησε ελεημοσύνη. Δαγκώθηκα απ’ τη στεναχώρια μου γιατί δεν κρατούσα ποτέ μαζί μου πορτοφόλι, και στην τσέπη δεν είχα παρά είκοσι καπίκια. Του τα έδωσα και τα είκοσι και του είπα:
- Συγγνώμη ρε παππού, δεν έχω άλλα.
Εκείνος με ευχαρίστησε και μου έδωσε ένα κομμάτι αντίδωρο. Το πήρα, τόβαλα στην τσέπη μου και ενώ έκαμα κάτι να πω στο φτωχό είδα πως είχε εξαφανιστεί. Μάταια τον αναζητούσα. Χάθηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Τον επόμενο χρόνο την ίδια ημέρα άφησα τον κόσμο, και έγινα δόκιμος μοναχός.
Αυτά από τον πατέρα και Άγιο και Στάρετς Βαρσανούφιο.

Αν ρίξουμε μια ματιά στη ζωή μας, και γύρω μας, θα την δούμε πως είναι γεμάτη από θαύματα. Γεμάτη από το έλεος του Αγίου Θεού.
Μόνο που εμείς συνήθως δεν κάνουμε τον κόπο να τα δούμε.

Τρίτη 5 Απριλίου 1988

Το κήρυγμα της Μεγάλης Τρίτης 1988

32 γ
Μεγ.ΤΡΙΤΗ 1988.

Το 1933 συνέβη κάποιο γεγονός μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα, το οποίον διηγείτο ο παπα-Κυριάκος στα χωριά, στα χρόνια της Κατοχής υπό των Βουλγάρων, ’41-’44, προς Ευαγγελισμόν των κατατρεγμένων Ελλήνων, για τα θαύματα της πίστεως, για τη δύναμη της πίστεως.
Μας έλεγε λοιπόν για μια απλή χριστιανή μέσα στην πόλη, που την έλεγαν Κασσιανή, που ήταν όμως μορφωμένη για την εποχή της, και κατήγετο από τα μέρη του Πόντου ή της Γεωργίας – δεν θυμάμαι καλά.
Το 1932 λοιπόν, το Σάββατο του Λαζάρου αρρώστησε και έτσι δεν μπόρεσε να πάει όλη την Μεγάλη Εβδομάδα στην εκκλησία. Από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, συνεχώς ψέλλιζε, σιγομουρμούριζε, έψελνε, το «ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», ή «τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον», αλλά συνέχεια όμως έλεγε και κάτι που για πρώτη φορά το άκουγαν οι δικοί της, και που έκανε εντύπωση τότε για μας, και τους μικρούς και τους μεγάλους, εκείνης της εποχής.
- «Νυμφίε μου, Ιησού μου, γλυκειά μου αγάπη».
Πέρασαν οι ημέρες και έρχεται η Μεγάλη Παρασκευή. Εκείνη στο κρεβάτι με πυρετό. Το πρωί κτυπούν οι καμπάνες, αργά, πένθιμα, και αρχίζουν οι Ώρες, ύστερα ο Εσπερινός, μετά η Αποκαθήλωσις. Και κείνη προσεύχεται μέσα στον πυρετό, με την συντροφιά δύο ανθρώπων του σπιτιού της.
- «Γλυκύτατέ μου Ιησού, γλυκύτατέ μου Νυμφίε. Συ που και για μένα, αποκλειστικά μόνον για μένα σταυρώθηκες, κάνε μου μια χάρη αν θέλεις και αν πρέπει. Να μου φορέσεις στο κεφάλι το ακάνθινο στεφάνι Σου! Και να πονέσω, και να ματώσω τόσο, όσο μπορώ και όσο αντέχω σαν άνθρωπος, σαν γυναίκα. Περιμένω Κύριε,.. περιμένω,.. περιμένω. »

Διόρθωση Φεβρουαρίου 2011

Και έπεσε σε ένα είδος παραληρήματος και όχι εκστάσεως, όπως κακώς ελέχθη αργότερα. Αυτά συνέβησαν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, καθ’ ον χρόνον απουσίαζαν όλοι οι συγγενείς της από το σπίτι για την ακολουθία του Επιταφίου.
Φαίνεται πως η άρρωστη Κασσιανή, από κάποια απότομη κίνηση, έπεσε απ’ το κρεβάτι και κτύπησε στο μέτωπο και στο δεξιό κρόταφο από όπου έτρεξε και λίγο αίμα.
Αυτό το γεγονός παραποιήθηκε μέσα από φαντασιώσεις και δυστυχώς κατά τρόπον όχι Ορθόδοξον.
Στη συνέχεια παρασύρθηκε και ο ιερεύς εξομολόγος, και παραποιούμενα, μου τα διηγήθηκε.
Και γω παρασυρόμενος τότε από αδιάκριτο θαυμασμό και πιστεύοντας στον εν λόγω αδελφό ιερέα, το έκαμα κήρυγμα το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης του 1988.
Ύστερα όμως από έρευνα και συζητήσεις με διακριτικούς Αγιορείτες γέροντες, διεπιστώθη η πλάνη στην όλη ιστορία.
Έτσι προβαίνω σήμερα, τον Φεβρουάριο του 2011, στην αποκατάσταση της αλήθειας.

Στα έκτακτα χαρίσματα, χριστιανοί μου, θεοπτίας ή εκστάσεως, η Εκκλησία μας στέκεται επιφυλακτική και κείνο που ζητά από μας, είναι να εκλιπαρούμε μόνο για τη σωτηρία μας.
Σαν την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, ας ζητήσουμε και μείς σήμερα, να λαμπρυνθεί η λερωμένη στολή της ψυχής μας, με τα δάκρυα της μετανοίας, και να αξιωθούμε με αυτά τα δάκρυα να πλύνουμε μέσα από το πετραχήλι του πνευματικού, τα πανάχραντα πόδια του Κυρίου.
Και έτσι λαμπροφορεμένοι και ουρανοφόροι, να μπούμε στην Βασιλεία των Ουρανών, για να γιορτάσουμε εκεί αληθινά το αιώνιο και αβασίλευτο Πάσχα.

Αμήν.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 1987

Διά τήν ζωήν καί δράσιν τού Αγίου Νικολάου



«Νικόλαος, πρέσβυς ων εν γη μέγας, και γης αποστάς εις το πρεσβεύειν ζέειν».

Χριστιανοί μου, η μεγάλη ταραχή και αγωνία και το άγχος μας κάνει όλους να βλέπουμε τα πάντα γύρω μας μαύρα και σκοτεινά. Ανησυχούμε για τα πλέον ασήμαντα πράγματα. Με το δίκαιό μας άλλωστε, γιατί από τα μικρά γεννιώνται τα μεγάλα κακά μέσα στη ζωή, και έτσι χάνουμε τη γαλήνη μας και την ηρεμία της ψυχής μας. Το κουρασμένο μας σώμα δεν έχουμε που να το ξεκουράσουμε. Τη ματωμένη από τους πόνους καρδιά μας, δεν ξέρουμε που να καταφύγουμε τις πιο πολλές φορές για να σταματήσουμε την αιμορραγία της. Τόσο σκοτισμένοι είμεθα, ώστε δε βλέπουμε, γύρω μας τίποτα παρά μόνον σκοτάδι.
Μέρα με την ημέρα μεγαλώνουν οι θλίψεις, οι στεναχώριες, και τα βάσανά μας πληθαίνουν. Κάθε άνθρωπος βλέπει τους δικούς του πόνους συνήθως, μεγαλυτέρους των άλλων. Στη ζωή μόνον εμείς είμεθα οι πιο πονεμένοι και οι περισσότερον αδικημένοι. Έτσι δε λέμε συνήθως; Αλλά όλοι μας ξεχάσαμε την αμαρτία, το διάβολο, και τον κόσμο των παθών. Αυτοί είναι που κάνουν το πόνο βαρύτερο, και τα βάσανα ασήκωτα Αυτοί μας σκοτίζουν τον νούν. Θολώνουν την αγάπη. Κρύβουν την ελπίδα και αδυνατίζουν την πίστη προς Εκείνον που είπε «δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπάυσω ημάς». Τέτοιες ώρες, που τα νερά της απελπισίας έχουν κατακλύσει την ύπαρξή μας, και η ταραγμένη θάλασσά της κοντεύει να μας καταπιεί, τέτοιες ώρες επαναλαμβάνω θα καταφεύγουμε στον σημερινόν εορταζόμενον Άγιο Νικόλαο για βοήθεια και προστασία.

Ο Άγιος Νικόλαος όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι ο Άγιος και προστάτης των ναυτικών. Και δεν υπάρχει μεγάλο ή μικρό καράβι, βαρκούλα ή τάνκερ, που να μην έχει την αγία του εικόνα για φρουρό και προστασία. Και δεν είναι μονάχα για τους θαλασσινούς. Και η ζωή είναι μια θάλασσα που πρέπει οπωσδήποτε να την διαπλεύσουμε, όσες φουρτούνες κι αν έχει, και όσες φουρτούνες κι αν περάσουμε, για να φθάσουμε στην απέναντι όχθη της αιωνιότητος. Στην όχθη και στο λιμάνι της Βασιλείας του Θεού. Και σ’ αυτή τη θάλασσα της ζωής, ο Άγιος Νικόλαος είναι όπως μας ψάλλει, ο υμνογράφος του, «όρμος ο γαληνότατος, εν ω καταφεύγοντες, οι τρικυμίες του βίου, περιστατούμενοι σώζωνται».
Και είναι ευλογία Θεού, κάθε χρόνο η μνήμη του Αγίου Νικολάου, όπως και η μνήμη κάθε αγίου, να έρχεται κοντά μας σαν μυροθήκη του Αγίου Πνεύματος, και σαν πανευφρόσυνο έαρ και δροσιά στην ξηρασία της ζωής μας.
Όλοι οι άγιοι στη μνήμη τους μας φέρνουν το άρωμα της ευσεβείας και της μαρτυρικής ομολογίας των, δια μέσου της θείας ευωδίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, που τρέχει πλούσια μεν, αλλά άκτιστα από την βρύση των θαυμάτων τους.
Ο Άγιος Νικόλαος έζησε στα μαρτυρικά και αιματοβαμμένα χρόνια του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Γεννήθηκε στα Πάταρα της Μικράς Ασίας, πούναι κοντά στα σύνορα της Λυκίας, από γονείς λίαν ευσεβείς. Μεγάλωσε μέσα στους ιερούς ναούς και στις κατακόμβες. Έτσι, μας λένε οι νεότεροι Πατέρες, μέσα στις εκκλησίες, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και μελέτη, με συμμετοχή στα Άγια Μυστήρια, με υπακοή και την εν γένει Ευαγγελική αγωγή, εδραίωσε μέσα στην καρδιά του, τα ορθά εκκλησιαστικά δόγματα, και την αληθινή θεολογία, με την οποίαν πολέμησε αργότερα, τις αιρετικές βλασφημίες του Αρείου στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο.
Παρόλον που ήταν νέος, γρήγορα ζήτησαν οι χριστιανοί των Πατάρων να γίνει ιερεύς των, για να τον έχουν ποιμένα κα διδάσκαλο και πατέρα τους, γιατί πάνω του έβλεπαν συγκεντρωμένες όλες τις αρετές. Ο Αρχιερεύς του τόπου, όταν τον χειροτόνησε μέσα στο κατάμεστο εκείνο ευσεβές πλήρωμα, είπε στο λαό, με χάρισμα βέβαια προορατικό, «ο πατερ Νικόλαος γρήγορα θα γίνει και αρχιερεύς, τους λυπημένους θα παρηγορεί, τους πτωχούς και τα ορφανά θα προστατεύει. Τους κλονισμένους θα στηρίζει και χιλιάδες ψυχές θα οδηγήσει στη Βασιλεία των Ουρανών». Και πραγματικά η προφητεία του Αρχιερέως βγήκε αληθινή.
Οι καλοσύνες του προς τους πονεμένους και δυστυχισμένους χριστιανούς της περιοχής του δεν περιγράφονται. Ούτε στις ημέρες μας μπορούμε να καταλάβουμε εμείς οι φτωχοί, - οι φτωχοί στα μυαλά και οι φτωχοί στην καρδιά, - τις μεγάλες νηστείες χάριν των αμαρτιών, των πνευματικών του παιδιών, ούτε την ισόβιο εγκράτειά του, ούτε πολύ περισσότερον τις αγρυπνίες του, και τις καθημερινές ολονύκτιες αυτές αγρυπνίες με ορθία και ακίνητη στάση στην προσευχή. Για μας όλα αυτά είναι ακατανόητα, πρώτον γιατί σπάνια προσευχόμεθα όπως πρέπει, και δεύτερον ακόμα σπανιότερα συμμετέχουμε στις κατανυκτικές ολονύχτιες αγρυπνίες.
Το φτωχό μας σημερινό κήρυγμα, δεν μπορεί να φανερώσει το πόσον ο Άγιος Νικόλαος ήταν στο πνευματικό του ποίμνιο και στα λογικά του πρόβατα «κανόνα πίστεως, εικόνα πραότητος και εγκρατείας διδάσκαλος». Μόνον ο Πανάγιος Θεός μπορεί να μας πει, ποια ήταν η των πραγμάτων αλήθεια. Να μας πει και να μας αποκαλύψει. Και αυτή η αλήθεια των πραγμάτων, της πνευματικής του ζωής, που τον κάνει πρότυπον καλού ποιμένος, πρώτον για μας τους ιερείς και επισκόπους, εν συνεχεία για τους μοναχούς, και κατόπιν για τους απλούς αγωνιζομένους πιστούς, πρότυπον στην πραότητα και στην εγκράτεια, στην πίστη και στην ομολογία, στην αγνότητα και στην προσευχή, πρότυπο στην ελεημοσύνη και στη μακροθυμία, πρότυπο στην αγάπη και στην υπομονή. Έκανε τον ταπεινό και σεμνό Άγιο Νικόλαο να αποκτήσει τα υψηλά και τα ουράνια δηλαδή την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, τον φωτισμόν την μακαριότητα, τον αγιασμό και τέλος την θέωση. Και μαζί με όλα αυτά τα ουράνια και τα υψηλά, επειδή μοίραζε τα όσα πάντα είχε, και ζούσε την φτώχεια των πονεμένων και θλιβομένων, κέρδισε και τα πλούσια. Δηλαδή τον άφθαρτο και αιώνιο πλούτο της Βασιλείας του Θεού.
Ζούσε την κοινωνία της αγάπης της Αγίας Τριάδος, μέσα από τις πολλές και κρυφές ελεημοσύνες του. Όχι μόνον τις δικές του, αλλά και όσες του εμπιστεύονταν οι χριστιανοί του. Και για τον εαυτόν του και για τα πιστά του παιδιά αποταμίευε θησαυρούς εν ουρανώ, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, και άνοιγε πύλες μετανοίας και θείου ελέους για τον κάθε αμαρτωλό.
Για τον Άγιο Νικόλαο θα μπορούσαμε να πούμε μετά βεβαιότητος, ότι ήτανε αληθινά θεοπρόβλητος. Αυτός ο τίτλος έχει θεοαξία. Και δυστυχώς στις ημέρες μας οι αξίες όχι μόνον έχουν αντιστραφεί, αλλά και έχουν ξεφτίσει. Σ’ αυτόν τον Ορθόδοξον τόπον, την πατρίδα μας, τα ιερότερα πράγματα δεινοπαθούν και ξευτελίζονται. Αλλά όχι και τόσο. Γιατί το απέδειξε το προσκύνημα της ιεράς εικόνος Άξιον Εστί, από την καθημερινή λαοθάλασσα στο Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, μέρα και νύχτα, για είκοσι τόσες μέρες.
Αδελφοί μου, όταν άδειασε ο θρόνος των Μύρων της Λυκίας, και μαζεύτηκαν όλοι οι αρχιερείς του τόπου, για να εκλέξουν τον νέον επίσκοπο, άγγελος Κυρίου, παρουσιάζεται στον γεροντότερον αρχιερέα, και του παραγγέλει τα εξής: «Θα εκλέξετε τον φρόνιμον ιερέα Νικόλαον, αυτός είναι άξιος για μητροπολίτης, άξιος στα μάτια του Θεού, ο Θεός αυτόν αρέσει. Και θα ποιμάνει θεαρέστως τον λαόν της επαρχίας του». Ήταν ή δεν ήταν θεοπρόβλητος;
Ο Άγιος Νικόλαος, από τότε που έγινε μητροπολίτης, όχι μόνον λιγόστεψε τους προσωπικούς του αγώνες για την αρετή και την άσκηση, αλλά αντιθέτως μάλιστα τους πολλαπλασίασε. Εις τους μέχρι τότε κόπους και πόνους πρόσθεσε νέους κόπους. Στη νηστεία, μεγαλύτερες νηστείες, στις αγρυπνίες νέες αγρυπνίες και καινούργιους κλαυθμούς και δάκρυα, στις ελεημοσύνες περισσότερες ελεημοσύνες, στον αγώνα, στην εγκράτεια, στην άσκηση, στην μετάνοια, που δε θέλετε, στη στέρηση; Νέους πολλαπλασιασμούς, ώστε να θαυμάζουν λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, να θαυμάζουν και αυτοί ακόμα οι άγγελοι. Για τη μεγάλη αυταπάρνηση του Αγίου Νικολάου. Και όταν ήρθαν τα σκληρά χρόνια των διωγμών ο Άγιος Νικόλαος μαζί με τα λογικά του πρόβατα, πρώτος και καλύτερος στη φυλακή, στα δεσμά, στα βασανιστήρια, για να δυναμώνει την πίστη, και να ενισχύει τις εξασθενημένες δυνάμεις των χριστιανών του.
Ύστερα ήρθαν τα ευλογημένα χρόνια του Μεγάλου και Αγίου Κωνσταντίνου όπου οι χριστιανοί αφέθησαν ελεύθεροι. Επιστρέφει λοιπόν και ο Άγιος Νικόλαος στην έδρα του, και αρχίζει νέον πόλεμον με προσευχή και αδιάλειπτο νηστεία εναντίον των ειδώλων, και των αιρέσεων. Όταν μάλιστα κάποτε βρέθηκε μπροστά στον περίφημο ειδωλολατρικό ναό της Αρτέμιδος, γονάτισε και προσευχήθηκε και ο ναός έγινε συντρίμμια. Πέτρα με πέτρα. Ισοπεδώθηκε τελείως, σκορπίζοντας συγχρόνως και τις λεγεώνες των δαιμόνων όπου μέσα σ’ αυτόν τον ειδωλολατρικόν ναόν είχαν κάνει την πιο μεγάλη τους φωλιά στην επαρχία του. Γι’ αυτό και οι δαίμονες τον πολέμησαν σκληρά.
Αλλά ο Άγιος με την δύναμιν του Σαρκωθέντος λόγου, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, νικούσε πάντοτε τους πολέμους και τους πειρασμούς των δαιμόνων.
Με το ράπισμα, το μπάτσο δηλαδή, που έδωσε στον Άρειο μέσα στην πρώτη και μεγάλη Οικουμενική Σύνοδο, και μπροστά στον αυτοκράτορα, νίκησε και το δαίμονα της αιρέσεως. Τον έβαλαν όμως φυλακή γι’ αυτό το ράπισμα, επειδή θεωρήθηκε ασέβεια να τον μπατσίσει τον αιρετικό μπροστά στον αυτοκράτορα. Τον έδεσαν και τον ρίξαν στη φυλακή όπως είπα. Αλλά μέσα εκεί όμως στη φυλακή και στα δεσμά, δέχτηκε την επίσκεψη του Κυρίου, και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος με τα ίδια του τα θεϊκά τα χέρια, του παρέδωσε το ολόχρυσον Ευαγγέλιον της δικής Του διαθήκης. Και η Παναγία Μητέρα Του, που συνόδευε τον Υιόν και Θεόν της, του φόρεσε πάνω στους ώμους το αρχιερατικόν ωμοφόριον. Έτσι το πρωί , την άλλη μέρα δηλαδή, όταν τον είδαν οι φύλακες που άνοιξαν την φυλακή, οι αξιωματούχοι του αυτοκράτορος και οι επίσκοποι με λυμένα τα χέρια από τα δεσμά και με τα θεία δώρα στην αγκαλιά και στους ώμους, έπεσαν όλοι και τον προσκύνησαν μέχρι το έδαφος, και από τότε τον αποκαλούσαν «άγιο».
Τι να πρωτοαναφέρει κανείς από τον βίο του Αγίου Νικολάου, που ήταν ένας ακατάπαυστος ύμνος και δοξολογία συνεχής του Θεού; Τις ατέλειωτες ελεημοσύνες του; Τις θαυματουργικές ενέργειες για την σωτηρία των αδικοφυλακισμένων; Τη σωτηρία του λαού από την φοβερή εκείνη μεγάλη πείνα που είχε πέσει στην επαρχία του; Τη σωτηρία των ναυαγισμένων ναυτικών; Τον λυτρωμό των καραβιών από τις φουρτούνες; Την ολόσωμη παρουσία του στις τρικυμίες πάνω στο τιμόνι όταν οι ναύτες για να σωθούν ζητούσαν βοήθεια από τον ασπρογένη καπετάνιο, τον λεγόμενο «παππού», τον Άγιο Νικόλαο, που πρόφταινε σε κάθε δυσκολία; Τα ορφανά μήπως δεν τον είχαν πατέρα και οι χήρες για προστάτη; Για τους αρρώστους, τους παραλύτους, τους τυφλούς, τους κωφούς, τους βωβούς, τους έχοντας πάσαν ανάγκην, αλλά και ακόμα για τους δαιμονισμένους δεν ήταν ο μόνος ιατρός ψυχών και σωμάτων;
Και όταν εκοιμήθη οσίως, όλοι εθρήνευσαν, και έκλαυσαν και πόνεσαν πολύ, γιατί έχασαν τον ποιμένα και διδάσκαλο, τον πατέρα και προστάτη.

Χριστιανοί μου, από όσα είπαμε μέχρι τώρα για τη ζωή του Αγίου Νικολάου, είναι μια πρόσκλησις νομίζω για όλους μας, και πρώτον για μένα τον ανάξιο, όπως τον μιμηθούμε. Γιατί όλοι μας μπορούμε να πλουτίσουμε μιμούμενοι την κατά Θεόν πτωχεία του. Και όλοι μπορούμε να αποκτήσουμε τα υψηλά και άφθαρτα και αιώνια αγαθά του Παραδείσου, φορώντας την ταπείνωση του Αγίου του. Όλοι μας πρέπει να τον μιμηθούμε στην πίστη, στην πραότητα, στην εγκράτεια, στην αγρυπνία, στην προσευχή, στην ελεημοσύνη. Όλοι μας να τον τιμούμε. Οι εν ιώσοις τον ιατρόν, οι εν κινδύνοις τον λυτρωτήν, οι αμαρτωλοί τον προστάτην, οι πένητες τον θησαυρόν, οι εν θλίψεσι την παραμυθίαν και οι εν θαλάσσι τον κυβερνήτην. Αλλά και οι πάντες τον πανταχού θερμώς προφθάνοντα μέγιστον ιεράρχην και εγκωμιάζοντες αυτόν ούτω βοήσωμεν,
«Πανάγιε Νικόλαε,
εξελού και λύτρωσον, πάντας ημάς
εκ της παρούσης ανάγκης,
και δια των αγίων πρεσβειών σου
σώσον τας ψυχάς ημών,

Αμήν, γένοιτο.

Κυριακή 1 Μαρτίου 1987

Η υποκρισία σάν προσωπείο στήν Εκκλησία καί στή ζωή μας

15 β
1.3.1987, Κυριακή τής Τυρινής




photo
Μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριτές σκυθρωποί.
Χθες και σήμερα αγαπητοί μου χριστιανοί, τα Ευαγγελικά Αναγνώσματα αναφέρονται σε τρείς μεγάλες αρετές, την προσευχή, την ελεημοσύνη και τη νηστεία.
Την εποχή του Κυρίου οι αρετές αυτές χρησιμοποιούνται κατ’ εξοχήν από τους ανθρώπους σαν μέσα προβολής και ιδιαιτέρως από τους Φαρισαίους.
Και αντί να λατρεύουν τον Θεόν, λάτρευαν τον εαυτόν τους.
Προσπαθούσαν να πλησιάσουν και να φθάσουν τον Θεόν μέσα από τον εγωισμό τους. Και αγνοούσαν, και δεν ήθελαν να μάθουν ότι η τελειότητα έρχεται μόνον μέσα από την συντριβή, την μετάνοια και την ταπείνωση. Μόνον έτσι θα εξαφάνιζαν το εγώ τους.
Και θα το μεταμόρφωναν σε δικαιοσύνη και αγάπη. Και ο Κύριος με αυτά που μας λέγει μέσα από τον Ευαγγελικό Του λόγο, θεραπεύει τους αρρωστημένους τρόπους εργασίας των αρετών και από δαιμονιώδεις, τους μετατρέπει σε αγγελικούς και θείους.
Όλα πρέπει να γίνονται εν τω κρυπτώ. Και η προσευχή και η ελεημοσύνη και η νηστεία όπως ακούσαμε σήμερα, και την οποίαν με τη χάρη του Θεού αρχίζουμε αύριο. Αλλά και κάθε αρετή πρέπει να γίνεται εν τω κρυπτώ, και ο Θεός ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει εν τω φανερώ.
Έτσι θεράπευσε και την υποκρισία και τον θεατρινισμόν της ευσεβείας, όπως λέγαμε την πρώτη Κυριακή του Τριωδίου. Ο ευσεβισμός έχει για μάσκα την υποκρισία. Όταν μας λείπει η εσωτερική πνευματική ζωή, όταν μας λείπει η αληθινή μυστηριακή ζωή, όταν μας λείπουν τα δάκρυα της μετανοίας, τότε για να φανούμε στους άλλους ότι δήθεν έχουμε κάποιες, κάποιες αρετές, τότε αυτές τις εκδηλώνουμε με εξωτερικά σχήματα ευσεβισμού, δηλαδή με υποκρισία.
Αλλά υποκριταί όμως είναι θεατρίνοι. Όπως οι θεατρίνοι υποκρίνονται διάφορα πρόσωπα τα οποία δεν τους ανήκουν αλλά μόνον πάνω στη σκηνή, έτσι λοιπόν και ανάλογα με τις περιστάσεις, και οι υποκριταί της ζωής παίζουν πάνω στο παλκοσένικο και στο θέατρο αυτής της ζωής, διαφόρους ρόλους, ίνα φανώσι τοις ανθρώποις.
Υποκρισία κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας μας είναι η προσποίησις της ενάρετης ζωής. Είναι μίσος σκεπασμένο από το μίσος σκεπασμένο από το σχήμα της φιλίας. Εχθρότης που εκδηλώνεται σαν εύνοια, φοβερός φθόνος που μιμείται τον χαρακτήρα της αγάπης. Είναι ακόμα η προσποίησις της δικαιοσύνης.
Υποκρισία είναι η απάτη και το ψεύδος που παρουσιάζεται σαν αλήθεια.
Και με λίγα λόγια, όταν ένα πάθος ντύνεται την αντίστοιχη αρετή για να κυκλοφορήσει ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτό λέγεται υποκρισία.
Αυτή η κατάστασις μας λέγει ένας νεότερος θεολόγος, αφανίζει κυριολεκτικά το πρόσωπο του ανθρώπου. Και ο άνθρωπος από πρόσωπο, μεταβάλλεται σε προσωπείο. Άλλο πρόσωπο και άλλο προσωπείο.
Είναι γνωστά εκείνα τα φοβερά οκτώ «ουαί», που απευθύνει ο Κύριος στους υποκριτάς, στο εικοστόν τρίτον κεφάλαιον του κατά Ματθαίου Ευαγγελίου.
Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, που μοιάζεται σαν τους τάφους, οι οποίοι έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμωσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας, σκωλήκων βρώμα και δυσωδίας. Έτσι και οι υποκριταί κάθε εποχής έξω στους ανθρώπους φαίνονται δίκαιοι και αληθείς, η καρδιά τους όμως είναι γεμάτη από αδικία, ψευτιά και παρανομία. Αγωνίζονται δήθεν για την αγνότητα αλλά μέσα τους με τα κρυφά τους έργα, και με τη ζωή τους είναι ανήθικοι. Αγωνίζονται φανερά για την ειρήνη και πίσω μας ετοιμάζουν τον πόλεμο και την καταστροφή. Ομιλούν για αδελφοσύνη όλων των λαών και αφήνουν τα παιδιά του τρίτου κόσμου να πεθαίνουν της πείνας. Τρείς χιλιάδες παιδιά κάθε μέρα, πεθαίνουν γιατί δεν έχουν μισή φέτα ψωμί. Τι λέω μισή φέτα; Ούτε το αντίδωρο δεν έχουν, αυτό που θα πάρετε ύστερα από λίγο. Ούτε ένα κομμάτι τέτοιο ψωμάκι σαν το αντίδωρο δεν έχουν, την ημέρα. Δεν έχουν δυο δάχτυλα γάλα. Μια πατάτα βραστή, έστω και μια ελιά. Κι ύστερα κάνουμε όλοι μας τους πολιτισμένους.
Αν με ειλικρίνεια εξετάσουμε τον εαυτόν μας, τότε θα τον βρούμε να παίζει θέατρο κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, και μέσα στην εκκλησία. Σ’ αυτόν εδώ τον ιερό χώρο, με την προσευχή, την Θεία Κοινωνία, την ψαλμωδία που σιγομουρμουρίζουμε πολλές φορές, για να κάνουμε στους άλλους ότι τα ξέρουμε όλα, με τη στάση μας, και γενικά τη Θεία Λατρεία θέλουμε να τραβήξουμε, την προσοχή των άλλων για να φανούμε ότι κάτι είμαστε, και να μας πούνε μπράβο, να αυτός είναι χριστιανός.
Παίζουμε θέατρο μας λέγει ο όσιος Νείλος, όταν με την σεμνοτυφία ή την κατήφια, ή με το παραπέτασμα του θλιβερού ύφους, ή της ευλαβούς στάσεως, κρύβουμε την ενυπάρχουσα εν ημίν θρασύτητα, τα της ψυχής αίσχη, τα έλκη του εγωισμού.
Παίζουμε θέατρο όταν φωνάζουμε για ισότητα και δικαιοσύνη, ενώ στην πραγματικότητα, στο σπίτι μας, στο γραφείο μας, στο εργοστάσιο είμαστε μικροί δικτατορίσκοι.
Παίζουμε θέατρο όταν δείχνουμε ενδιαφέρον και έτοιμοι δήθεν ακόμα και για θυσίες στις ανάγκες των άλλων, ενώ ο σκοπός μας είναι η εκμετάλλευσις και η δολιότης.
Παίζουμε θέατρο και σαν άτομα μέσα στο σπίτι και μέσα στο περιβάλλον, στους συγγενείς, στους φίλους, στη δουλειά, αλλά και μέσα στην Εκκλησία όπως είπαμε πριν.
Παίζουμε θέατρο και σαν οικογένειες, και σαν κόμματα και σαν κυβερνήσεις, και σαν έθνη.
Πότε επιτέλους θα πάψουμε να παίζουμε θέατρο και νάμαστε υποκριταί;
Πότε αλήθεια θα γίνουμε σωστοί χριστιανοί;
Άρα βγαίνει το συμπέρασμα, ο άνθρωπος που υποκρίνεται, παίζει το θέατρο στους άλλους για δυό λόγους. Ή για να κρύψει τα πάθη του προβάλλοντας αρετές που δεν έχει, ή για να ικανοποιήσει τα πάθη του με το σχήμα των αρετών, και κυρίως την ματαιοδοξία του, την φιλαυτία του, τον εγωισμό του, και κυρίως την κρυφή του φιληδονία και την φιλαργυρία. Βέβαια υπάρχουν και άλλα πολλά.

Χριστιανοί μου, πρέπει να γίνουμε απλοί, να αποφεύγουμε την επίδειξη, να εργαζόμαστε την αρετή κρυφά. Έτσι θα φαινόμαστε αυτό που είμαστε. Το Πνεύμα το Άγιον παραγγέλει. Αποθέμενοι ουν πάσαν κακίαν και πάντα δόλο και την υποκρισίαν, Α Πέτρου, β,1.
Η υποκρισία είναι θυγατέρα της υπερηφάνειας και είχαμε πει άλλη φορά εδώ ότι η υπερηφάνεια έχει τριάντα τρείς θυγατέρες μεταξύ των οποίων είναι και η υποκρισία.
Η απλότης δε είναι γέννημα της ταπεινώσεως.
Όταν ο αγωνιζόμενος πιστός επιδιώκει την κάθαρση της ψυχής του από τα πάθη, αλλά μόνον μέσα από την Εκκλησία, μέσα από τα Άγια Μυστήρια, τότε και ενοποιείται. Πετά όλες τις μάσκες και γίνεται πρόσωπο, αληθινό παιδί του Θεού.
Είθε αδελφοί μου, η Μεγάλη Σαρακοστή που αρχίζει αύριο, να μας βοηθήσει να καλλιεργήσουμε τον έσω της καρδιάς μας άνθρωπο,

Αμήν, γένοιτο.