Εξομολόγηση στον Πατέρα Ιερώνυμο το Σιμωνοπετρίτη.
Πριν από σαράντα, πενήντα χρόνια περίπου, κάποιος χριστιανός πήγε ένα πρωί να εξομολογηθεί στον Πατέρα Ιερώνυμο τον Γεροσιμωνοπετρίτη και εξομολογήτο δε για πρώτη φορά.
Την ώρα που πήγε ο πατήρ Ιερώνυμος λειτουργούσε στο ναό της Αναλήψεως.
Ηταν πολύ πρωί και ο ναός εφωτίζετο μόνο από τα καντηλάκια και από λίγα κεριά.
Στάθηκε σε μια γωνιά και περίμενε, παρακολουθώντας συγχρόνως και τη θεία λειτουργία.
Κάθε τόσο έλεγε έκπληκτος:
- Πω, πω , πω ...
Και ύστερα από λίγο
- Πω, πω , Θεέ μου, τί είναι αυτό;
Οταν τελείωσε η θεία λειτουργία ο Πατήρ Ιερώνυμος τον δέχθηκε στο εξομολογητήριο.
Ο χριστιανός, όμως, τον παρατηρούσε περίεργα.
Αρχισε μάλιστα να τον περιεργάζεται.
Τον κοιτούσε δεξιά, τον κοιτούσε αριστερά, πάνω, κάτω, σηκώθηκε, τον έβλεπε και από τα πλάγια.
- Μπα, περίεργο είναι.
Σε μια στιγμή του λέει:
- Παππούλη, δε βγάζεις λίγο και το σκουφί σου;
Ο Πατήρ Ιερώνυμος του έκανε το χατήρι και έβγαλε το σκουφάκι του.
Και άρχισε λοιπόν να περιεργάζεται και το γυμνό του κεφαλάκι.
Τότε ο ιερεύς του λέγει:
-Τι συμβαίνει, βρε παιδάκι μου; Τι κοιτάζεις τόσο περίεργα; Για πες μου και μένα.
Και αυτός απάντησε:
- Να, όταν λειτουργούσες, είχες γύρω σου πολύ φως, μα πολύ πολύ φως και πιο πολύ γύρω από το κεφάλι σου και έψαχνα να βρω πού έχεις κρυμμένο το φαναράκι, το φακό που έβγαζε τόσο φως.
- Αυτό, παιδάκι μου, δεν είναι φως που βγάζουν τα φαναράκια. Αυτό το φως λέγεται θεία Χάρις.
- Βρε, βρε, και δε μου δίνεις και εμένα λίγο για να μην τρέχω για τις λάμπες και τα δαδιά;
- Θα σου δώσει ο Θεός αν κάμεις ότι σου πω, αφού πρώτα πεις τα κρίματά σου, ήταν η απάντησις του Πατρός Ιερωνύμου.
Και έτσι άρχισε, συνεχίζεται και τελείωσε η εξομολόγησις του αγαθού και απλού εκείνου χριστιανού. Είναι αληθινό αυτό το γεγονός και αναφέρεται στη ζωή του μεγάλου αυτού πνευματικού της Αναλήψεως, του Πατρός Ιερωνύμου του Σιμωνοπετρίτου.
Πριν από σαράντα, πενήντα χρόνια περίπου, κάποιος χριστιανός πήγε ένα πρωί να εξομολογηθεί στον Πατέρα Ιερώνυμο τον Γεροσιμωνοπετρίτη και εξομολογήτο δε για πρώτη φορά.
Την ώρα που πήγε ο πατήρ Ιερώνυμος λειτουργούσε στο ναό της Αναλήψεως.
Ηταν πολύ πρωί και ο ναός εφωτίζετο μόνο από τα καντηλάκια και από λίγα κεριά.
Στάθηκε σε μια γωνιά και περίμενε, παρακολουθώντας συγχρόνως και τη θεία λειτουργία.
Κάθε τόσο έλεγε έκπληκτος:
- Πω, πω , πω ...
Και ύστερα από λίγο
- Πω, πω , Θεέ μου, τί είναι αυτό;
Οταν τελείωσε η θεία λειτουργία ο Πατήρ Ιερώνυμος τον δέχθηκε στο εξομολογητήριο.
Ο χριστιανός, όμως, τον παρατηρούσε περίεργα.
Αρχισε μάλιστα να τον περιεργάζεται.
Τον κοιτούσε δεξιά, τον κοιτούσε αριστερά, πάνω, κάτω, σηκώθηκε, τον έβλεπε και από τα πλάγια.
- Μπα, περίεργο είναι.
Σε μια στιγμή του λέει:
- Παππούλη, δε βγάζεις λίγο και το σκουφί σου;
Ο Πατήρ Ιερώνυμος του έκανε το χατήρι και έβγαλε το σκουφάκι του.
Και άρχισε λοιπόν να περιεργάζεται και το γυμνό του κεφαλάκι.
Τότε ο ιερεύς του λέγει:
-Τι συμβαίνει, βρε παιδάκι μου; Τι κοιτάζεις τόσο περίεργα; Για πες μου και μένα.
Και αυτός απάντησε:
- Να, όταν λειτουργούσες, είχες γύρω σου πολύ φως, μα πολύ πολύ φως και πιο πολύ γύρω από το κεφάλι σου και έψαχνα να βρω πού έχεις κρυμμένο το φαναράκι, το φακό που έβγαζε τόσο φως.
- Αυτό, παιδάκι μου, δεν είναι φως που βγάζουν τα φαναράκια. Αυτό το φως λέγεται θεία Χάρις.
- Βρε, βρε, και δε μου δίνεις και εμένα λίγο για να μην τρέχω για τις λάμπες και τα δαδιά;
- Θα σου δώσει ο Θεός αν κάμεις ότι σου πω, αφού πρώτα πεις τα κρίματά σου, ήταν η απάντησις του Πατρός Ιερωνύμου.
Και έτσι άρχισε, συνεχίζεται και τελείωσε η εξομολόγησις του αγαθού και απλού εκείνου χριστιανού. Είναι αληθινό αυτό το γεγονός και αναφέρεται στη ζωή του μεγάλου αυτού πνευματικού της Αναλήψεως, του Πατρός Ιερωνύμου του Σιμωνοπετρίτου.