161 β
Κυρ. ΑΠΟΚΡΕΩ 2000
Της μετανοίας άνοιξόν μοι, πύλας Ζωοδότα.
Το πρωί της Κυριακής αδελφοί μου στον όρθρο, και μετά το Εωθινόν Ευαγγέλιο λέγεται χύμα το «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι».
Στη συνέχεια ψάλλεται εμμελώς ο Πεντηκοστός Ψαλμός, και εξέρχεται το Ευαγγέλιο και το προσκυνάει ο λαός. Μετά όμως τον πεντηκοστό ψαλμό, ψάλλονται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι και την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, τρία κατανυκτικά τροπάρια τα οποία σηματοδοτούν το Τριώδιο και τη Μεγάλη Σαρακοστή.
«Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα, ορθρίζει γαρ το πνεύμα μου προς ναόν τον Άγιόν Σου», το οποίον και επανέλαβε προηγουμένως ο ιεροψάλτης μας. Παρακαλούμε δηλαδή τον Θεόν να μας ανοίξει την πόρτα της μετανοίας.
Για να μπούμε στο ναό μας, μπαίνουμε από την πόρτα. Για να μπούμε στο σπίτι μας μπαίνουμε από την πόρτα. Για να μπούμε σε μια αίθουσα, σε ένα γραφείο, μπαίνουμε από την πόρτα. Έτσι για να μπούμε στον Παράδεισο και στην Βασιλεία των Ουρανών, πρέπει να μπούμε από την πόρτα. Και αυτή η πόρτα, η θύρα, η πύλη, λέγεται μετάνοια. Αληθινή μετάνοια. Η μετάνοια όμως έχει ένα φόρεμα. Μια στολή, ένα ένδυμα, και αυτό είναι η ταπείνωσις. Της μετανοίας λοιπόν, προηγείται η πλήρης συναίσθησις της αμαρτωλότητός μας, που θα φέρει την συντριβή, τα δάκρυα και την ταπείνωση. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, με πολλή πολλή σοφία έβαλε στην πρώτη Κυριακή του Τριωδίου την παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου, για να τονιστεί αυτή η συναίσθησις της αθλιότητός μας και δι’ αυτής η ταπείνωσις. Στη συνέχεια έβαλε στη δευτέρα Κυριακή την παραβολή του ασώτου υιού για να προβάλλει δύο πράγματα:
Αφενός μεν τα σωτηριώδη αποτελέσματα της αληθινής μετάνοιας,
και αφετέρου το άπειρον έλεος και την άπειρη φιλανθρωπία του Θεού προς το πεσμένο του πλάσμα που επιστρέφει μετανοημένο και τεταπεινωμένο στην ολάνοιχτη πατρική, θεϊκή αγκαλιά.
Κατόπιν η Εκκλησία στην τρίτη Κυριακή του Τριωδίου, δηλαδή στη σημερινή Κυριακή, βάζει το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Δικαίας Κρίσεως για να μας δείξει ότι η αληθινή μετάνοια και συντριβή παράγει καρπούς δια των οποίων καρπών σώζεται ο άνθρωπος και τάσσεται εις τα δεξιά του Θεού και Πατρός, εις τους ευλογημένους.
«Δεύτε οι ευλογημένοι κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλεία».
Ποιοι είναι αυτοί οι καρποί της μετανοίας; Είναι τα έργα της πίστεως, είναι τα έργα της αγάπης, που μας τόνισε το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, είναι τα έργα της πράξεως, είναι η πράξις από την υπακοή μας στο θέλημα του Θεού. Είναι η ακριβής πορεία μας στο δρόμο του Θεού, που οδηγεί στη σωτηρία. Στο τέρμα αυτού του δρόμου, υπάρχει μια πόρτα, μια θύρα. Είναι η πόρτα της μετανοίας. Όταν αυτή ανοίξει, και την ανοίγει η αληθινή μετάνοια, τότε μπαίνουμε στον Παράδεισο.
Τι ψάλαμε όμως μετά το «της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα»; Ψάλαμε στο τέλος, θα το αναλύσουμε αργότερα, «τα πλήθη των πεπραγμένων μου δεινών εννοώ ο τάλας, τρέμων την φοβεράν ημέραν της Κρίσεως». Άρα τι μας χρειάζεται πιο πολύ και πάνω απ’ όλα για να μην τρέμω, αυτήν την φοβερή ημέρα της Κρίσεως της φοβεράς του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού; Μας χρειάζεται και μου χρειάζεται η αληθινή μετάνοια.
Να λοιπόν τι μας δείχνει η Εκκλησία μας, με τα κατανυκτικά αυτά τρία τροπάρια. Μας δείχνει με ποιο τρόπο μπαίνουμε στο ναό για να λειτουργηθούμε. Τι λένε όμως οι περισσότεροι από τους χριστιανούς;
- Ε, ας πάμε και στην Εκκλησία.
Και μπαίνουμε μέσα στους ναούς κάποιες Κυριακές, και κάποιες μεγάλες γιορτές με την εντύπωση ότι δήθεν είμαστε καλοί χριστιανοί και ότι κάναμε το καθήκον μας και τίποτα περισσότερο.
Ευτυχώς που υπάρχουν εξαιρέσεις και μάλιστα επαινετές, από χριστιανούς που εκκλησιάζονται για να πάρουν την χάρη της Θείας Λειτουργίας, για να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, και πάντοτε όταν βέβαια αυτό τους το επιτρέπει η Εκκλησία, και πάντοτε με πνεύμα συντριβής και μετανοίας και με πλήρη συναίσθηση της αμαρτωλότητός των. Γι’ αυτό και ικετεύουν το Ζωοδότη Κύριο, να τους ανοίξει τις πύλες της μετανοίας και τίποτε άλλο. Διότι μετάνοια, όπως είπαμε και άλλοτε, δεν είναι μόνον ο προθάλαμος του Παραδείσου, αλλά και το κλειδί του.
Αν όμως αδελφοί μου ο Θεός δε δεί μέσα στις καρδιές μας, γιατί τις καρδιές μας τις διαβάζει μόνον ο Θεός, ακόμη καλά καλά ούτε εμείς δεν μπορούμε να τις διαβάσουμε, - γιατί επίτηδες σχηματίσουμε άλλη εικόνα για τον εαυτό μας,- αν λοιπόν ο Θεός μέσα στις καρδιές μας, δεν δει πόθο για μετάνοια, δεν δει λαχτάρα για ταπείνωση, δεν δεί καημό, καημό, πώς να σου το πω, καημό για να ελεηθούμε, δεν δει αγωνία για την σωτηρία μας, αν αυτά δεν τα δεί ο Θεός, τότε πως θα μας ανοίξει τις πύλες της μετανοίας;
Γι’ αυτό και ερχόμαστε πρωί πρωί στον ναόν του Θεού και πριν από το Εωθινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, για να ακούσουμε αυτό το τροπάριο και να ελεηθούμε. Για να μας ανοιχτούν δηλαδή οι πύλες της μετανοίας, αφού το ψάλουμε και μείς μαζί με τους ιεροψάλτες, αυτοί μας αντιπροσωπεύουν. Είμαστε όλοι λαός του Θεού που φωνάζουμε «της μετανοίας άνοιξον πύλας Ζωοδότα».
Άρα η μετάνοια είναι ένα ειδικό χάρισμα του Θεού που μας κάνει να νοιώθουμε το βάρος της αμαρτίας και το μέγεθος της αθλιότητός μας. Να πούμε ότι το έχουμε αυτό το χάρισμα; Λυπάμαι αλλά δεν το έχουμε. Ή αν το έχουμε είναι σε πολύ μικρό βαθμό και ασήμαντο. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας διά μέσου αυτών των τροπαρίων, μας προτρέπει να εκκλησιαζόμεθα με αυτό το πνεύμα. Με το πνεύμα της ανάγκης για μετάνοια, για συντριβή, για δάκρυα, για ταπείνωση, διότι κακά τα ψέματα αληθινή μετάνοια δεν έχουμε.
Τα ψευτοδάκρυα, οι συναισθηματισμοί, οι μεταμέλειες, και οι δήθεν στεναχώριες και λύπες μας για τις πτώσεις μας, και άλλα τέτοια τερτίπια, αυτά ΔΕΝ είναι μετάνοια. Θιγμένος εγωισμός είναι, ναι, βέβαια, θιγμένος εγωισμός είναι, μετάνοια όμως δεν είναι.
Και αν τυχόν μας διακρίνουν τέτοιες ψευτοκαταστάσεις, να το πιστέψουμε, είναι ένα τίποτα, διότι μετάνοια δεν είναι. Γι’ αυτό μπαίνοντας μέσα στο ναό, και νοιώθοντας ότι δεν έχουμε την αληθινή μετάνοια, γι’ αυτό και παρακαλούμε θερμά τον Άγιο Θεό, να μας ανοίξει αυτές τις πύλες της μετανοίας, φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούμε, αλλά από μέσα μας, «Θεέ μου η μοναδική πόρτα που οδηγεί στη σωτηρία είναι η μετάνοια, δόσ’ μου μετάνοια, μετάνοια αληθινή διότι ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου. Και κάθε στιγμή αμαρτάνω».
Και τι άλλο μας λέγει στη συνέχεια ο υμνογράφος; «Ορθρίζει γαρ το πνεύμα μου, προς ναόν τον Άγιόν Σου». Τι θα πεί ορθρίζει; Ήλθα πρωί πρωί, στο ναό σου, γι’ αυτό το λόγο. Για να μου δόσεις μετάνοια, μετάνοια αληθινή. Έτσι φανερώνουμε τον καημό μας και τη δυστυχία μας, φανερώνουμε τη γύμνια μας και δε γίνεται αλλιώς. Είμαστε γυμνοί και τετραχειλισμένοι. Όσα καλά λόγια και αν λέμε στο Θεό, και όσα ψευτοέργα κάναμε και δήθεν προσευχές και νηστείες, - τα τόνισε σήμερα η υμνολογία μας στον όρθρο, δεν ξέρω πόσοι τα ακούσατε. - Αν δεν έχουμε επαναλαμβάνω πόθο για ταπείνωση, πόθο για συντριβή, πόθο για να ελεηθεί η ψυχή μας, αν δεν τα δει αυτά ο Θεός δυστυχώς μπορεί να μην μας ανοίξει.
Δεν δυσκολεύεται και δεν καθυστερεί καθόλου να πει και να ομολογήσει ο συντετριμμένος χριστιανός ότι ήλθα στο ναό σου και έφερα τον ναόν του σώματός μου, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το σώμα μας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, αυτόν τον ναόν τον έφερα όλον εσπιλωμένον, δηλαδή βρώμικον, τρισάθλιον και αισχρόν. Δε δυσκολεύεται αυτός που έχει αληθινή μετάνοια και ταπείνωση και όχι ταπεινοσχημία, να δείξει τις βρωμιές της ψυχής του. Να ομολογήσει τα λάθη του.
Η ψυχή που επιστρέφει στο Θεό, με συντριβή και δάκρυα δεν έχει ντροπές και ψευτοσυστολές. Τα ομολογεί όλα ευθύς αμέσως. Ούτε δυσκολεύεται να αναλάβει η ψυχή τις ευθύνες της και να πάρει τον κανόνα της. Όχι να τον τρέμει, να τον ζητάει! Δεν έχει τσιγκουνιές στην ομολογία του ο μετανοημένος χριστιανός. Αυτός ο ναός, ο ναός του σώματός μου, είναι πέρα για πέρα αμαρτωλός. Και είναι αλήθεια διότι το είπε η Εκκλησία. Και η Εκκλησία δεν λέγει ψέματα. Δεν λέει ούτε ψέματα, ούτε υπερβολές ο υμνογράφος που αντιπροσωπεύει όλους εμάς τους χριστιανούς και τον καθέναν μας χωριστά. Ναι, μας λέγει η Εκκλησία δια του Αγίου υμνογράφου, ναι, όλος ο ναός χριστιανέ μου είναι εσπιλωμένος. Είναι δηλαδή βρώμικος, είναι αμαρτωλός διότι άμα πέσει επάνω σου μια ακτίνα από το φως του Θεού, θα φωτιστείς και θα δεις ότι ολόκληρη η ύπαρξίς σου είναι μέσα στην αμαρτία.
Στη συνέχεια όμως, αυτό το ευλογημένο τροπάριο, το πρώτο, έχει ένα «αλλά». Αλλά σωτήριο. Αλλ’ ως οικτίρμων κάθαρον ευσπλάχνως Σου ελέει. Ναι, έτσι είμαι εγώ, είμαι αμαρτωλός, είμαι τρισάθλιος, είμαι και βρώμικος, πέρα για πέρα. Εσπιλωμένος, αισχρος και πληγωμένος πέρα για πέρα. Θα το ομολογείτε μέσα σας, και θα το ομολογώ μέσα μου. Αλλ’ όμως, Σύ είσαι ο Πανάγαθος Θεός, Σύ είσαι εύσπλαχνος Θεός, Σύ είσαι Οικτίρμων Θεός. Σύ είσαι ο Φιλάνθρωπος Θεός και καθάρισέ με, με το σπλαχνικό Σου έλεος.
Γι’ αυτό όταν γράφουμε ονόματα ζωντανών, για να τα μνημονεύσει ο ιερεύς στην πρόθεση, καλόν είναι να ζητάμε πρώτα γι’ αυτούς μετάνοια, φωτισμό, σωτηρία, κι ύστερα για υγεία και για όλα τα άλλα τα αιτήματα και τα οποία βέβαια και αυτά μας είναι πολύ απαραίτητα στη ζωή μας. Γιατί πρέπει να καλυφθούν ένα πλήθος από ανάγκες, αφού δεν είμαστε μόνον ψυχή, δεν είμαστε μόνο πνεύμα, είμαστε και σώμα, και έχουμε και σπίτι και οικογένεια και παιδιά και φροντίδες. Αλλά προηγείται όμως στη μνημόνευση των ζωντανών, ο φωτισμός και η μετάνοια.
Να σας πω μια ιστορία αληθινή;
Είναι Κυριακή σε ένα ναό της επαρχίας λειτουργούν τρείς ιερείς. Μετά το τέλος της Λειτουργίας, και αφού μοιράστηκε το αντίδωρο, ο ένας ιερεύς εξ αυτών, έκανε κατάλυση του Αγίου Ποτηρίου, δηλαδή έφαγε όλο το υπόλοιπο μαζί με τις μερίδες της Παναγίας και των Αγίων, καθώς και με όλα τα ψιχουλάκια που αντιπροσώπευαν τις ψυχές των ζωντανών και των πεθαμένων. Όλα αυτά μαζί, ήσανε ποτισμένα και ζυμωμένα με το Αίμα του Ιησού Χριστού. Έτσι θα κάνω και γω σε λίγο, αφού μοιράσουμε όλο το αντίδωρο. Τελειώνοντας ο ιερεύς αυτός, σκούπισε κατάχλωμος με το μάκτρο το Άγιο Ποτήριο, έπλυνε τα χέρια του τρέμωντας, και σε μια κατάσταση εκτός εαυτού, σωριάστηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα σχεδόν λιπόθυμος. Εφαίνετο πως δεν άντεχε άλλο. Κούρασις να ήταν άραγε;
Οι άλλοι όμως ιερείς τον χλεύασαν και τον κορόιδεψαν. Μάλιστα δε ό ένας εξ αυτών, -τι να πω-, κάλεσε το γιό του που ήταν έξω στο ψαλτήρι και του είπε:
- Έλα βρε, έλα βρε, να δείς εδώ την κατάντια του πατέρα σου…
Ύστερα από καμιά ώρα, ο ιερεύς αυτός που συνήλθε, τον ρώτησε ο γιός του:
- Τι έπαθες πατέρα; Τι σου συνέβη;
Και κείνος του απάντησε:
- Παιδί μου, κατά την κατάλυση του Αγίου Ποτηρίου, συνέβη μέσα στα στήθη μου, στο βάθος της καρδιάς μου, ένα συγκλονιστικό γεγονός. Σα να εγίνετο ένα δικαστήριο. Μια μεγάλη και φοβερή δίκη.
- Τι δικαστήριο; ρώτησε το παιδί. Δεν καταλαβαίνω…
- Να παιδί μου, οι ψυχές των πεθαμένων, που μνημονεύσαμε στην Αγία Πρόθεση, εκλιπαρούσαν για έλεος και σωτηρία. Οι δε ψυχές των ζωντανών, ζητούσαν τρόπον τινά την εκπλήρωση των αιτημάτων του. Αυτό με έλειωσε και δεν το άντεξα. Γι’ αυτό και ξάπλωσα τελείως εξαντλημένος.
Αυτά είπε στο παιδί του.
Σε μένα όμως προσωπικά, και στην ερώτησή μου, πώς ένοιωθε αυτό το δικαστήριο, τι ήταν αυτό, απάντησε:
- Ήταν φοβερά συγκλονιστικό να βλέπεις και να αισθάνεσαι εν Αγίω Πνεύματι, μέσα σου, τις ψυχές των πεθαμένων να απλώνουν τα χέρια τους και να φωνάζουν ικετευτικά και παρακλητικά «Έλεος, έλεος, ΕΛΕΟΣ». Αλλά και οι ψυχές των ζωντανών, με πολύ πόνο να παρακαλούν για διάφορα αιτήματά τους, άλλοι για θεραπεία και ανάρωση των αρρώστων τους, άλλοι για την λύσιν των οικογενειακών δραμάτων, άλλοι για τα απειλούμενα διαζύγια και ομόνοια στο σπίτι, άλλοι για τον φωτισμόν των παιδιών τους, ή για την πρόοδό τους, ή για την αποκατάστασή τους, ή για λύτρωση από τα ναρκωτικά και άλλα πολλά, και πολλοί λίγοι ζητούσαν την μετάνοια.
Όπως γνωρίζουμε βέβαια και καταλαβαίνουμε, τα αιτήματα των χριστιανών μας είναι πολλά. Αλλά δεν είναι μόνον υλικά και αναγκαία για αυτή την παρούσα ζωή. Αλλά είναι και πνευματικά που αφορούν και την αιώνια ζωή. Μόνο ο Θεός γνωρίζει, τι πόνο και τι λαχτάρα, κρύβει το κάθε χαρτάκι με τα ονόματα όταν αυτά γράφονται και δίδονται με συναίσθηση.
Υπήρχε και μια άλλη αίσθηση. Ότι ένα πλήθος από ιερείς, τρέχοντας πότε στους μεν και πότε στους δε, έπαιρναν τα διάφορα αιτήματα και τα προσεκόμιζαν στο θρόνο της χάριτος, στο θρόνο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού για λύση. Αυτό το πλήθος των ιερέων, αντιπροσωπεύει το πλήθος των Ορθοδόξων κληρικών, που εκείνη την ημέρα λειτούργησαν και μνημόνευσαν κατά χιλιάδες τα ονόματα.
- Καλά, ξαναρώτησα. Όμως εγώ δεν έχω καταλάβει που βρίσκεται η αίσθησις του δικαστηρίου.
Και μου απάντησε ως εξής:
- Στη διάχυτη παρουσία του Θεού, που άλλοτε εξέφραζε την άπειρη φιλανθρωπία Του, και άλλοτε την μέλλουσα όμως, όχι την τωρινή, την μέλλουσα και φοβερά Δικαία Του Κρίση, που θα πραγματοποιηθεί κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν. Αυτό ήταν που μου έδινε την αίσθηση της δίκης και του δικαστηρίου. Και ήταν ζωντανή η αίσθησις, και το βίωμα αυτό που με διέλυσε. Με έλειωσε σαν το κερί. Και έπεσα κάτω σχεδόν λιπόθυμος.
Και ο παππούλης δάκρυσε.
Και εδώ τελείωσε η ιστορία.
Είναι αληθινή και δεν αφορά εμένα.
Αν θέλουμε να σωθούμε αδελφοί μου, έχουμε ανάγκη από φωτισμό, από συντριβή, από ταπείνωση, από μετάνοια. Μετάνοια όμως αληθινή. Διότι μόνον η μετάνοια θα μπορέσει να μας βάλει και να μας τοποθετήσει δια του ελέους του φιλανθρώπου Θεού εις τα Δεξιά Του, για να ακούσουμε τον Λόγον Του:
«Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την εμήν Βασιλείαν, την ητοιμασμένην από καταβολής κόσμου, και η οποία θα είναι για σας, κληρονομιά εις τους αιώνας των αιώνων»,
Αμήν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)