Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 28 Μαΐου 1992

27 β Καί ζωήν τού μέλλοντος αιώνος,αμην.12ο άρθρο Πέρι παραδείσου καί κολάσεως. 28.5.1992

Ο ιεροκήρυκας

Γύρω στο 1955 κάποιος ιεροκήρυκας πήγε κάποτε να κηρύξει, να μιλήσει, σε ένα χωριό, κωμώπολη ήταν.
Επήγε το πρωί, λειτούργησε εκεί με τον παππούλη του χωριού αλλά ελάχιστοι ήσαν οι κάτοικοι.
Αυτός είχε τη συνήθεια και το βράδυ, το απόγευμα δηλαδή της ίδιας ημέρας ομιλούσε στην πλατεία του χωριού, όπου πήγαινε.
Φρόντιζε να βρει μια ευκαιρεία να το κάμει αυτό.
Ηταν έτσι βροντώδης στη φωνή και είχε τη δυνατότητα να ομιλεί και στην πλατεία.
Με τον παπά του χωριού, τον πρόεδρο και το δάσκαλο ειδοποίησαν τους κατοίκους ότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας, γύρω στις 6 7, τι ώρα ήταν δεν ξέρω, θα μιλούσε.
Πράγματι, λοιπόν, ξεκίνησαν από την εκκλησία μαζί με τον εφημέριο του χωριού να πάνε στην πλατεία.
Πλησιάζοντας προς την πλατεία έβλεπαν από τον δρόμο που κατέβαιναν κάποιους άνδρες έτσι σα να
έφευγαν από την πλατεία, να απομακρύνονταν.
Οταν έφτασαν στο κέντρο της πλατείας με τις ματιές που έριχνε ο ιεροκήρυκας και Πρωτοσύγγελος εκεί της Μητροπόλεως διαπίστωνε ότι από τα καφενεία οι άνδρες, 30, 50, 100, 200, σιγά σιγά φύγαν όλοι.
Και δεν έμεινε στην πλατεία του χωριού κανένας.
Ηταν ο δάσκαλος, κάνα δυο γριούλες, ο παπάς και ο ιεροκήρυκας.
Να σου λοιπόν και αρχίζουν και μπαίνουν στο χωριό ένα κοπάδι ζώα.
Τα ζώα αυτά βόσκουν με τον αγελαδάρη έξω.
Από όλο το χωριό μαζεύονται.
Υπήρχε αυτή η συνήθεια, ιδίως στα κτηνοτροφικά χωριά, όσοι είναι από τέτοια μέρη το ξέρουν και το βράδυ όταν τα επιστρέφουν τα αφήνουν έξω από το χωριό και το καθένα πηγαίνει στο παχνί του.
Το λέει άλλωστε και ο Προφήτης Ησαϊας:
"Εγνω βους το στάβλο αυτού και τον κύριό του" κτλ.
Και πώς επιστρέφει;
Μόνο του.
Λοιπόν αυτά προχώρησαν μέσα από την πλατεία.
Μπροστά ήταν ένα γαϊδουράκι και πίσω αγελάδες πολλές 50, 100.
Και σταμάτησαν μπροστά από τον ιεροκήρυκα.
Σταμάτησε το γαϊδουράκι και σταμάτησαν όλα, όλο το κοπάδι.
Και κοίταζε το γαϊδουράκι τον ιεροκήρυκα.
- Αφού, λέει, δεν ήρθαν οι άνθρωποι για να βγάλω τον Λόγον του Θεού θα κηρύξω στα ζώα.
Και άρχισε να κάνει κήρυγμα στα ζώα.
- Εσείς είσαστε, είπε στα ζώα, στις αγελάδες που ζεστάνατε με τα χνώτα σας το νεογέννητο Χριστό. Του προσφέρατε ζεστασιά μέσα στο στάβλο, στο παχνί. Ησασταν οι άφωνοι και οι άλογοι μάρτυρες της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Και εσύ, απευθύνεται στο γαϊδουράκι, αξιώθηκες να δεχτείς στην πλάτη σου τον ίδιο το Δημιουργό και Κτίστη και Θεό και μπήκες θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα. Πόσα και πόσα δεν εδίδαξες τότε τους Ιουδαίους αλλά και τους μετέπειτα χριστιανούς και όλες τις
γενεές των χριστιανών, με την υπομονή σου αλλά και την αδιαφορία σου όμως για τις γύρω ζητωκραυγές. Κάποτε είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε ειδικά για το πόσα μας διδάσκει το γαϊδουράκι εκείνο των Βαϊων.
Και αφού είπε και άλλα πολλά τα οποία βέβαια δεν ενθυμούμαι, ποιος ξέρει πόσα είπε,
- Αντε, λέει, τώρα να πάτε στην ευχή του Θεού.
Μόλις είπε τα λόγια αυτά πήρε δρόμο το γαϊδουράκι και άρχισε να απομακρύνεται.
Η φωνή του Θεού δεν ακούστηκε στα αυτιά των ανθρώπων και δεν μπήκε στις καρδιές τους.
Δίκαια, λοιπόν, η οργή του Θεού επί του υιούς της απειθείας και άκουσαν τα άλογα ζώα.
Πιο υπάκουα τα ζώα από τους ανθρώπους για εκείνην την εποχή.
Είναι γεγονός που συνέβη.

Το παράδειγμα με τους κόκκους της άμμου

Για να δώσει ένα συγγραφέας μια εικόνα της αιωνιότητος λέγει ότι αν φανταστούμε όλη τη γη να είναι, όλο αυτό το φοβερό μέγεθος, να είναι από κόκκους άμμου και να έρχεται ένα πουλί και να
παίρνει με το ράμφος του ένα κόκκο άμμου κάθε 1000 χρόνια, πόσα τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων χρόνια θα περάσουν για να φύγουν όλοι αυτοί οι κόκκοι άμμου, που αποτελούν όλη αυτή τη φοβερή μάζα, αυτόν τον όγκο που λέγεται γη;
Ασφαλώς δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον αριθμό πόσα τρισεκατομμύρια χρόνια θα περάσουν.
Κάποτε, όμως, έστω και έπειτα από τρισεκατομμύρια χρόνια θα φύγει και ο τελευταίος κόκκος.
Αυτά όλα τα τρισεκατομμύρια χρόνια δεν είναι ούτε μια στιγμή μέσα στην αιωνιότητα, αν μπορούμε βέβαια αυτό να το καταλάβουμε.


Παρασκευή 22 Μαΐου 1992

26 β α) Τά Μυστήρια τής Εκκλησίας. Μέρος 2ον. Η Θεία Ευχαριστία. β) Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. 22.5.1992

Μια Προτεστάντισσα

Μια προτεστάντισσα πέρυσι σε κάποιο μέρος της Ελλάδος, σε μια πόλη, να μη λέμε πού, θα καταλάβετε γιατί, κάτω από την πίεση του μνηστήρος της, Γερμανίδα ήταν, βαπτίστηκε ορθόδοξη
χριστιανή.
Η κατήχηση πολύ πρόχειρη, σύντομη, μόνο μία φορά.
Μετά το τέλος του βαπτίσματος προεκλήθη δυνατός πειρασμός.
Να μην πούμε λεπτομέρειες γιατί αν μπούμε σε λεπτομέρειες για τον πειρασμό θα στενοχωρηθείτε και πιθανόν να σκανδαλισθείτε.
Ο ιερεύς κατόπιν, επειδή ήταν ενοριακός ναός θέλησε να κοινωνήσει την προτεστάντισσα, την ήδη νεοφώτιστη χριστιανή με το όνομα Αικατερίνη με τη Θεία Κοινωνία της Μεγάλης Πέμπτης που έχουμε στο Αρτοφόριο της Αγίας Τραπέζης.
Μόλις έλαβε τη Θεία Κοινωνία στο στόμα της την έφτυσε, αντιδρώντας όπως είπε κατόπιν στην όλη
κατάσταση που προεκλήθη.
Το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί και πάνω στη ζάλη του ύπνου της βλέπει να εμφανίζεται μπροστά της ένας τρομερός Αιθίοπας με μορφή τράγου, με μάτια να πετούνε φλόγες, φωτιές, με τεράστια γλώσσα, απαίσια δόντια.
Και άρχισε να τρέμει ολόκληρη.
Ακουσε τον εαυτό της να ρωτάει ενώ τα δόντια της χτυπούσαν από τον τρόμο:
- Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Τι ζητάς από μένα; Τι ήρθες να κάμεις εδώ;
- Εγώ είμαι αυτός, λέει, που μπήκα στην καρδιά του Ιούδα και Τον πρόδωσε για τριάκοντα αργύρια. Και χα,χα,χα... Και γελάει.
Η Αγία Γραφή στον κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, στο 22ο Κεφάλαιο, στίχος 3 λέει επί λέξει τα εξής:
Εισήλθεν ο σατανάς εις Ιούδαν τον Ισκαριώτην.
Επομένως είναι ο ίδιος.
- Είμαι ο ίδιος που κυρίευσα την καρδιά του παπά. Είναι δικός μου. Είμαι ο ίδιος που έβαλα και εσένα να σκανδαλισθείς και να φτύσεις. Είσαι δική μου, της λέει. Ηρθα να σε πάρω. Και αγριεμένος, έτσι όπως ήταν φοβερός, όλα αυτά έγιναν σαν αστραπή, μην ακούτε που τα λέω εγώ αργά, όρμησε επάνω της και εκείνη τη στιγμή εκείνη άρχισε και φώναξε εντελώς αυθόρμητα:
- Χριστέ μου, σώσε με, σε πιστεύω. Και με το 'Σε πιστεύω' σκάει αυτός με τρομερή βοή και αφήνει πίσω του μια φοβερή, απαίσια βρώμα.
Εν τω μεταξύ τινάχτηκε επάνω φωνάζοντας και ξαναφωνάζοντας πάλι:
- Χριστέ μου, σε πιστεύω. Σε πιστεύω, σε πιστεύω, φώναζε. Πόσες φορές θα το είπε; Ε, όπως καταλαβαίνετε, ξεσηκώθηκαν όλοι μέσα στο σπίτι τρομαγμένοι, μπήκαν μέσα στο δωμάτιο, αισθάνθηκαν όλην αυτή την τρομερή δυσοσμία. Ανοιξαν τα παράθυρα να αεριστεί το δωμάτιο.
- Θέλω να με πάτε στον παπά που με βάπτισε τώρα αμέσως.
Και διηγήθηκε το περιστατικό.
- Βρε, βρε, κόρη μου, της λέει, τώρα είναι νύχτα. Τέτοια ώρα θα πάμε; Ασε να ξημερώσει
και πάμε.
Η νεοφώτιστη Αικατερίνα ξημέρωσε έτσι τη νύχτα της μέχρι το πρωί συνεχώς προσευχομένη και κλαίουσα.
Εκλαιγε συνεχώς.
Κατόπιν, λοιπόν, την πήραν και την πήγαν στην εκκλησία για να συναντήσουν τον ιερέα που τη βάπτισε.
Δυστυχώς, όμως, δεν ήταν εκεί, δεν είχε έλθει και μόλις είχε τελειώσει τον Ορθρο κάποιος άλλος ιερεύς, ένας ευλαβέστατος κληρικός, φημισμένος για την ευλάβειά του, και του διηγήθηκε τι ακριβώς συνέβη.
Τότε αυτός, βέβαια, την πήρε ιδιαιτέρως και επί τρεις ώρες την κατηχούσε, τη συμβούλευε και την εμύησε στα μυστικά της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Εφευγε ειρηνική και αναπαυμένη.
Το απόγευμα, όπως τη συμβούλευσε και ο ευλαβής εκείνος κληρικός, πήγε στο ναό βρήκε τον παππούλη που την είχε βαπτίσει, έπεσε στα πόδια του, ζήτησε συγγνώμη και διηγήθηκε το όραμά της.
Επρεπε να το διηγηθεί για να λάβει και εκείνος τα δικά του τα μέτρα.
Τι έγινε στην καρδιά του ιερέως, βέβαια, δεν γνωρίσουμε.
Θεός οίδε.
Μόνο ο Θεός οίδε.
Την Κυριακή κοινώνησε αφού λειτουργήθηκε από το πρωί στον Ορθρο.
Πανηγύρι στην καρδιά της.
Φωτοχυσία στο ναό, φωτοπλημμύρα στις αισθήσεις της και σε όλο της το είναι, μέσα έξω.
Ετσι έζησε τι θα πει Ορθοδοξία, τι θα πει Εκκλησία, τι θα πει αληθινή πίστις, αληθινός Θεός.
Η αλήθεια σε όλη της την έκταση, η χαρά, η ομορφιά της ψυχής, η μακαριότης, η ευφροσύνη,
το αγαλλίαμα της καρδίας και πάρα πολλές απερίγραπτες από πνευματική αίσθηση καταστάσεις συνέβησαν μέσα της.
Κατάλαβε, λοιπόν, πολύ καλά και έκανε έναν μέσα της χωρισμό άλλο παπάς με τα ελαττώματά του και άλλο πίστις αληθινή.
Αλλο παπάς και άλλο Θεία Χάρις, που είναι αποταμιευμένη στην Εκκλησία και χορηγείται διά των μυστηρίων.
Ο ιερεύς είναι οικονόμος και μόνον οικονόμος αυτής της Θείας Χάριτος αλλά μπορεί να είναι όμως και ο καλός ποιμήν που μέλει περί των προβάτων του, νοιάζεται, δηλαδή για την λογική ποίμνη του Χριστού.
Η ιστορία από μόνη της μας λέει και μας διδάσκει πολλά.


Σε ένα στρατόπεδο Τούρκων

Κάτω από την πίεση, ένας ιερεύς αρνήθηκε την ιεροσύνη του.
Εγινε όπως λέμε πισμάν-παπάς και έγινε μουσουλμάνος, Τούρκος.
Αρνήθηκε την πίστη του, αρνήθηκε και την ιεροσύνη του, όλα τα αρνήθηκε.
Και κάποτε λοιπόν τον άρπαξαν με το ζόρι, τον πήγαν σε ένα στρατόπεδο Τούρκων εκεί, ύστερα από χρόνια βέβαια, και του είπαν:
- Κάνε μας αυτό που έκανες όταν ήσουν γκιαούρης, άπιστος δηλαδή.
Κι αυτός πήγε πράγματι να τελέσει τη θυσία και έκανε κανονική προετοιμασία για Θεία Λειτουργία. Βέβαια, ήταν στην Πρόθεση ακόμη και όταν πήρε τη λόγχη για να πει "Εις των στρατιωτών λόγχη την πλευρά Αυτού ένυξε και ευθέως εξήλθεν εκ της Αγίας Αυτού πλυράς αίμα και ύδωρ" και σήκωσε τη λόγχη για να την μπήξει στο Σώμα, στον Αμνόν, όπως λέμε, δεν είναι ακόμα Σώμα Κυρίου, είναι Τίμιον Δώρο και ονομάζεται Αμνός, για να μπήξει τη λόγχη και εν συνεχεία να βάλει το κρασί και το νερό μέσα στο Αγιον Ποτήριον, όλοι οι Τουρκαλάδες εκτός από αυτόν είδαν αμέσως, εκεί στο τραπέζι που ήταν πρόχειρο για Προσκομιδή, γιατί είχε αληθινό Δίσκο και αληθινό Ποτήρι που θα τα είχαν πάρει από καμμία εκκλησία, βλέπουν, λοιπόν, πάνω στο Δίσκο ένα βρέφος, ένα μωρό.
Και αυτός να κρατάει μια μάχαιρα τόση μεγάλη, έτσι το είδαν, έτοιμη να τη μπήξει στο μωρό.
Και φώναξαν και τσίριξαν όλοι μαζί οι στρατιώτες.
Και τους έπιασε φρίκη και έπεσαν κάτω.
Σταμάτησε αυτός, αρνήθηκε τον Χριστό, η ιεροσύνη όμως δεν έφυγε.
Οτι και αν έγινε, μυστήρια από τα ακατάληπτα αυτά και όταν του είπαν τι συνέβη, γιατί τον διέταξαν να σταματήσει, κατάλαβε το λάθος του, ομολόγησε Χριστόν και μαρτύρησε.
Αυτά είναι τα μυστήρια της πίστεως μας για τη Θεία Ευχαριστία και Θεία Λειτουργία.



Τα Αγια Λείψανα

Ολα τα σώματα σαπίζουν και διαλύουν.
Υπάρχουν όμως μερικές εξαιρέσεις αυτού του φυσικού νόμου, της φθοράς.
Προχθές το βράδυ προσκυνήσαμε λείψανα των δύο μεγάλων Αγίων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Εχουν περάσει από τότε 1700 χρόνια και όμως τα οστά ζουν και υπάρχουν και μάλιστα με μια εξαιρετική ευωδία.
Αυτά τα οστά, τα ιερά οστά, είναι τα λείψανα ανδρών και γυναικών που αγίασαν.
Αυτά τα σώματα παραμένουν άφθαρτα και είναι απόδειξις της δυνάμεως του Χριστού, ο οποίος με τα ιερά λείψανα των Αγίων κάνει θαύματα.
Εχουμε ακόμα και ορισμένα που είναι σχεδόν άφθαρτα, όπως είναι ορισμένα σκηνώματα Αγίων που
έχουμε στην Ελλάδα μας.

Περί αναστάσεως των νεκρών Το όραμα του Ιεζεκιήλ - 7 Μάρτυρες και η μητέρα τους

Για την ανάσταση των νεκρών γίνεται λόγος στο 37ο Κεφάλαιο της Προφητείας του Ιεζεκιήλ.
Ο Ιεζεκιήλ εκεί είδε ένα όραμα πολύ τρομερό και μεγάλο.
Βρέθηκε μια μέρα σε μια πεδιάδα, όπου πριν πολλά χρόνια είχε γίνει μια πολύ μεγάλη μάχη και είχαν σκοτωθεί πάρα πολλοί άνθρωποι, χιλιάδες χιλιάδων.
Τα σώματά τους τα είχαν φάει το όρνια και τα κόκκαλά τους γυμνά από σάρκες και νεύρα σκέπαζαν ολόκληρη την πεδιάδα.
Φοβερό ήταν το θέαμα αυτό.
Ποιος μπορούσε να το αντέξει;
Μία άπειρη πεδιάδα από κόκκαλα γυμνά, ανθρώπων κόκκαλα.
Καθώς ο Προφήτης έβλεπε τα κόκκαλα σκορπισμένα και το μακάβριο αυτό θέαμα φοβερό στην όρασή του άκουσε τη φωνή του Θεού που του έλεγε και τον ρωτούσε:
- Υιέ ανθρώπου, υπάρχει ελπίδα να ζωντανέψουν αυτά τα κόκκαλα;
Η απάντησις του Προφήτου ποια λέτε ότι ήταν;
Είπε όχι;
- Συ Κύριε γνωρίζεις. Συ ξέρεις.
- Κήρυξε στα κόκκαλα αυτά τον Λόγον του Θεού, διατάζει η φωνή του Θεού. Και ο Προφήτης τηρεί τον λόγον. Κηρύσσει στα κόκκαλα και η φράσις της Αγίας Γραφής: Και γίνεται σεισμός και αμέσως τα κόκκαλα τρίζουν, πλησιάζει το ένα το άλλο, ενώνονται, συναρμολογούνται, σχηματίζουν σκελετούς, οι σκελετοί ντύνονται με σάρκες και τέλος σκεπάζονται με δέρμα αλλά όλα τα σώματα
αυτά, που παρουσιάζονται μπροστά του γυμνά και νεκρά.
Καμμιά ζωή.
Μια απέραντη σειρά νεκρών σωμάτων ορθίων.
- Κήρυξε και πάλι, φωνάζει η φωνή του Θεού, εντέλλεται.
Ο Προφήτης κηρύσσει και έρχεται πνεύμα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και τα νεκρά σώματα σηκώνονται, στηρίζονται όρθια, κινούνται, βαδίζουν και νομίζει κανένας ότι γίνεται μια στρατιωτική παρέλαση.
Τώρα αυτό είναι μια απόδειξις, είναι μια βεβαίωσις του Θεού ότι οι νεκροί θα αναστηθούν, θα τους αναστήσει η αρχαγγελική εκείνη σάλπιγγα που κατ'εντολήν του Θεού θα σαλπίσει το σάλπισμα της
Αναστάσεως όλων των νεκρών.

Δεύτερο σχετικό χωρίο βρίσκεται στο βιβλίο των Μακκαβαίων, στο δεύτερο βιβλίο.
Εκεί βλέπουμε τα 7 αδέλφια που γέννησε μια ηρωίδα μάνα, η Σολομωνή.
Παρ' όλες τις απειλές του τυράννου δεν αρνήθηκαν την αληθινή πίστη από τον μεγαλύτερο μέχρι το
μικρότερο, ούτε και η μάνα, ούτε και ο διδάσκαλός τους ο Ελεάζαρ.
Δεν αρνήθηκαν την πίστη, αυτήν την αληθινή που πίστευαν εις τον Ενα και μόνο αληθινό Θεό αλλά με το θάρρος που τους έδινε η πίστις βάδισαν όλοι στο φρικτό μαρτύριο.
Και ενώ ο τύραννος τους βασάνιζε και τους έκοβε τις γλώσσες, τα χέρια και τα πόδια και άλλους τους πετούσε μέσα στις φωτιές, οι αξιοθαύμαστοι αυτοί μάρτυρες μαζί με τη μάνα και το διδάσκαλο
απαντούσαν στον τύραννο και του έλεγαν:
- Γλώσσες και χέρια και πόδια και σώματα δεν είναι δικά μας. Ο Θεός μας τα έδωσε, ο Θεός
τα παίρνει. Πιστεύουμε όμως ο Θεός ότι για Αυτόν για τον οποίο θυσιαζόμαστε θα μας τα ξαναδώσει πίσω. Πιστεύουμε στην Ανάσταση.
Αλλά και ο ίδιος ο Κύριος, τρίτον, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο διαβεβαίωσε ότι οι νεκροί θα αναστηθούν.



Ο Αγιος Μακάριος και η νεκροκεφαλή

Υπάρχει όμως ένα σοβαρό ανέκδοτο και γεγονός στον Αγιο Μακάριο.
Κάποτε, περπατώντας στην έρημο είδε στο χώμα μια νεκροκεφαλή.
Την πλησίασε ο Αγιος Μακάριος, την κούνησε με το ραβδί του και άκουσε από μακριά έναν ήχο σαν βογγητό.
Ρωτάει, λοιπόν, τη νεκροκεφαλή:
- Ποιανού ανθρώπου είσαι εσύ;
- Είμαι το κεφάλι ενός ιερέως των ειδώλων, που κατοικούσε σε αυτή τη χώρα, απάντησε. Οταν εσύ, αββά Μακάριε, που είσαι γεμάτος από Αγιον Πνεύμα, προσεύχεσαι από πόνου για εκείνους που βασανίζονται στην κόλαση, τότε παίρνουμε και εμείς ανακούφιση, ακούστηκε να λέει η
νεκροκεφαλή.
- Και τι είδους ανακούφιση παίρνετε εσείς, αφού είσαστε ειδωλολάτρες και από τι βάσανα υποφέρετε.
- Οσο απέχει ο ουρανός από τη γη, απάντησε η νεκροκεφαλή, τόσο μεγάλη είναι η φωτιά μέσα στην οποία είμαστε τυλιγμένοι. Δεν μπορούμε να δούμε ο ένας τον άλλο. Οταν όμως σύ προσεύχεσαι για μας τότε μπορούμε να δούμε λιγάκι ο ένας τον άλλο και αυτό μας δίδει λίγη ανακούφιση, μας προσφέρει λίγη δροσιά, έστω και προσωρινή.
Ακούοντας αυτή την απάντηση ο Αγιος Μακάριος έκλαυσε και είπε:
- Καταραμένη η μέρα που ο άνθρωπος παρέβηκε την εντολήν του Θεού.
Το ρώτησε πάλι το κρανίο:
- Υπάρχουν άλλα βάσανα χειρότερα από τα δικά σας;
- Κάτω, λέει, από μας, πολύ πιο κάτω υπάρχουν και άλλοι.
- Ποιοί είναι αυτοί, λέει, που είναι πιο κάτω από σας και υποφέρουν ανυπόφορα βάσανα πιο μεγάλα από τα δικά σας;
- Εμείς που δεν γνωρίσαμε το Θεό έχουμε κάποια άνεση, απάντησε η νεκροκεφαλή. Οσοι όμως γνώρισαν το Θεό και τον απέρριψαν, και δεν τήρησαν τις εντολές του, αυτοί υποφέρουν βαρύτερα από μας.
Μετά από αυτά, ο Οσιος πήρε το κρανίο, το έθαψε στη γη και έφυγε.



Η γυναίκα που έσωσε τον άνδρα της

Μεγάλη ανακούφιση για τους κεκοιμημένους, από ότι γνωρίζω και από ότι έχω ακούσει στο Αγιον Ορος, έχει το σταυρωτό κομποσχοίνι και οι μετάνοιες.
Η καθαρότης της ψυχής και ο κόπος μετράνε πολύ για τον κεκοιμημένο.
Εχουμε παραδείγματα ανθρώπων που έλαβαν μεγάλη ανακούφιση όταν το παιδί τους, ο σύντροφός τους, ο πατέρας τους, κάποιος άλλος, επιμένει στα σαρανταλείτουργα, στις καθημερινές στρωτές μετάνοιες και στα πολλά κομποσχοίνια μέχρι που να πέσει κάτω από τον κόπο.
Αυτό προσφέρει πολλά για τον κεκοιμημένο.
Μου διηγείτο μια ευλαβής χριστιανή, μια γυναίκα, όταν άρχισε, μου είχε πει, ο επιθανάτιος αγώνας του συζύγου μου αυτή άρχισε να κάνει αμέσως στρωτές μετάνοιες πενήντα, εκατό, διακόσιες. Κουραζόταν.
Ελεσθεν έλεος.
Αναλαμπές, βοήθεια, σωτηρία στον άνδρα μου, έλεγε.
Σηκωνόταν ύστερα από την κούραση και άρχιζε σταυρωτά, έτσι της είχε πει ένας καλόγερος από το
Αγιον Ορος, όχι εγώ.
Σε εμένα τα διηγήθηκε, όταν ήμουν στην πρώτη περίοδο εδώ στην Αγία Βαρβάρα, μεταξύ δηλαδή 1965 και 1970.
Και άρχιζε να κάνει τότε σταυρωτά πολλά πόσα δεν ξέρω.
Μόλις κουραζόταν άρχιζε πάλι ξανά τις στρωτές μετάνοιες πενήντα, εκατό, διακόσιες και ξανά πάλι όρθια άλλα σταυρωτά και ύστερα πάλι μετάνοιες κοκ.
Εδωσε τρομερή μάχη με τους δαίμονες αλλά είχε και θαυμαστή συμπαράσταση των Αγγέλων του Θεού.
Κατόπιν ύστερα από 7 μέχρι 8 ώρες αγώνα, αν θυμάμαι καλά, ακούει τον άνδρα της να λέει:
- Γυναίκα, σώθηκα. Ο Δεσπότης Χριστός, νατος. Δόξα σοι ο Θεός. Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ γυναίκα.
Και πέθανε.
Αυτό είναι μέλος Χριστού και αυτή είναι αγάπη.



Ο Αγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης

Βασανίστηκε, ταλαιπωρήθη φρικτά.
Υπομονή, απέραντη υπακοή, αγάπη, πολλή αγάπη.
Αρρώστησε στο τέλος βαριά.
Υστερα από τόσα βάσανα που του έκανε 20 ολόκληρα χρόνια του φιλούσε τα χέρια και του έλεγε:
- Εισαι ένας άγγελος, είσαι ένας άγγελος. Πόσο σε τυράννισα.
Και έφυγε από αυτόν εδώ τον κόσμο.
Και ο γέροντάς του του έκανε 39 σαρανταλείτουργα συνεχόμενα, 1600 λειτουργίες και 2000 μετάνοιες κάθε μέρα.
Ναι, 2000 μετάνοιες στρωτές την ημέρα για τον γέροντά του και πόσα άλλα, ποιος ξέρει.
Σε όλο το Αγιον Ορος θα είχε δώσει το όνομα και σε άλλα σαρανταλείτουργα για να τον μνημονεύουν.
Πάλι σώμα με σώμα και ο ίδιος ομολογεί:
- Εσωσα τον γέροντά μου. Βέβαια αυτό δεν είναι καθολική.....
Οσο στραβόξυλο και αν ήτο ο γέροντάς του ασφαλώς είπε ένα Ημαρτον προ του θανάτου του.
50 χρόνια ήταν στο Αγιον Ορος,
50 χρόνια στο ράσο, στα βράχια και στις ερημιές των Κατουνακίων.
Χιλιάδες οι αγρυπνίες του, οι νηστείες, οι κακουχίες και οι μοναχικοί αγώνες.
Οσο σκληρός και αν ήτο όλα μέτρησαν και άφησαν ανοιχτή τη θύρα του Θείου Ελέους για να βρουν παρρησία οι κόποι του υποτακτικού του, του Αγίου του αυτού υποτακτικού Πατρός Εφραίμ και σωρός οι χιλιάδες λειτουργίες και έτσι εσώθη.

Αυτός που έδωσε είκοσι εκατομμύρια σε έναν ιερέα για να τον μνημονεύει.
.. μα πάρα πολλά, ενα, δυο, τρία, πέντε εκατομμύρια, ας πούμε και τα πρόσφερε σε ένα ιερέα και του λέει:
- Να με μνημονεύεις, νέος ήταν ο ιερέας, μέχρι που να κοιμηθείς. Εγώ τώρα είμαι ζωντανός. Αύριο θα πεθάνω. Αυτά τα λεφτά είναι, πόσα είναι, πολλές οι μνημονεύσεις για όλα σου τα χρόνια. Πολλά
λεφτά, είκοσι εκατομμύρια, ας πούμε.
Τα πήρε ο ιερεύς, αφού τα έκανε προσφορά τόσο μεγάλη.
Βέβαια δεν τα έπαιρνε.
Με το ζόρι.
Τα έδωσε εκείνος.
- Δικαίωμά μου δεν είναι να δώσω όσα θέλω;
Τα πήρε.
Τι τα έκανε δεν ξέρω.
Σημασία έχει ότι σε ένα μήνα ο παπάς πέθανε.
Ο παππούλης εκοιμήθη.
- Α... πάνε τα είκοσι εκατομμύρια.
Πάει, λοιπόν, στον Δεσπότη.
- Δεσπότη μου, του λέει, είκοσι εκατομμύρια και πέθανε ο παπάς.
Αυτός, λέει, έκανε τις πολυκατοικίες του εκεί.
Ηταν ένας παλιοπαπάς, είκοσι εκατομμύρια.
Λέει:
- Τι λες, βρε παιδί μου. Λοιπόν, λέει, τώρα θα πάρουμε, λέει.. Καλά. Λοιπόν, πάμε, λέει, μια βόλτα στα υπόγεια εδώ της Μητροπόλεως. Εχουμε κάτι ντάρες, λέει, μεγάλες που ζυγίζαν τα τσουβάλια κτλ., τα κεριά, δεν ξέρω τι χρειαζόταν εκεί, να μαζέψουμε εδώ πέρα, του λέει, χρυσαφικά και ασήμι,
χρυσό και ασήμι και διαμάντια είκοσι εκατομμυρίων.
- Να μαζέψουμε.
Σιγά σιγά τα μάζεψαν.
Τα βάλαν πάνω στη ζυγαριά.
- Τώρα, λέει, θα κάνουμε μία Θεία Λειτουργία και θα μνημονεύσουμε το όνομά σου. Και θα πάρουμε, λέει, το ένα ψιχουλάκι. Μία Λειτουργία πρόσφορο να σου είχε κάνει αυτός; Πόσες σε ένα μήνα έκανε; Τέσσερις, ας πούμε, πέντε ή έξι. Δέκα, εντάξει δέκα ψιχουλάκια. Οσες θα είναι και οι μνημονεύσεις που σου έκανε.
Εκαναν τη Θεία Λειτουργία, πήραν τα δέκα ψιχουλάκια, τα έβαλε μέσα σε μία Αγία Λαβίδα, τα κατέβασαν στο υπόγειο, με το Δεσπότη μαζί και τα έβαλαν επάνω στη ντάρα. Ελα που η ζυγαριά έγυρε από το μέρος με τα ψίχουλα, με τα ψιχουλάκια.
Του λέει:
- Είδες που δεν φτάναν; Χρωστάς, λέει, και άλλα.
- Τι λες, Δεσπότη μου, του λέει. Τόσο μεγάλη αξία έχει αυτό, ατίμητη αξία;
- Ολα τα λεφτά του κόσμου, του λέει, δεν φτάνουν για μια μνημόνευση και εμείς την περιφρονούμε. Οπως περιφρόνησε ο άλλος που είπε για το αντίδωρο:
- Σιγά τα λάχανα είπε. Ξέχασα να σας το πω αυτό για το αντίδωρο προχθές, αυτός που αισθάνθηκε την πρόγευση, την ευωδία είπε μέσα του όταν του είπα εγώ ότι
Δεν θα πάρεις αντίδωρο μέχρι των Μυροφόρων.
Λέει:
Σιγά τα λάχανα.
Ετσι νομίζετε ότι είναι;







Πέμπτη 14 Μαΐου 1992

25 β Τά Μυστήρια τής Εκκλησίας, Βάπτισμα, Χρίσμα, Μετάνια Ιερωσύνη, Γάμος, Ευχέλαιο. 14.5.1992

Ο Οσιος Αχμέτ

Λέει ο γέροντας για κάποιον νεομάρτυρα αυτές τις ημέρες ονόματι Αχμέτ.
Ηταν πέρυσι, στην Κωνσταντινούπολη, ένας κατώτερος βαθμός από τον πασά και ως γνωστόν, οι πλούσιοι εκεί οι αφεντάδες, οι άρχοντες των μουσουλμάνων και των Τούρκων είχαν και αρκετές
παλακίδες ο καθένας, από αυτές όπου άλλες τις έκλεβαν ή τις αγόραζαν, Ελληνίδες, Ρωσίδες, χριστιανές.
Σε μια από αυτές, σε μια Ρωσίδα παρατήρησε, ω του παραδόξου θαύματος, μερικές φορές
το στόμα της να ευωδιάζει πολύ, μα πάρα πολύ.
- Βρε, της λέει, τι έφαγες;
Λέει:
- Αφέντη, τίποτα.
- Πώς, πώς, για πες μου τι έφαγες;
- Ε, αν σου πω τι θυμάμαι. Τίποτα, λέει, νερό ήπια.
Ε, πέρασαν μερικές ημέρες. Το ξαναπρόσεξε, το ξαναπρόσεξε.
- Δεν γίνεται, λέει. Τώρα θα σε μυρίζω κάθε ημέρα.
Μια Κυριακή, λοιπόν, κατά τις 11 η ώρα, της μυρίζει το στόμα και διαπιστώνει
ότι ευωδίαζε πολύ το στόμα.
- Να, τώρα, της λέει, μυρίζει πάλι. Τι πήρες;
- Εχουμε μια γιαγιά εδώ σκλάβα, ελληνίδα χριστιανή και την αφήνεις να πηγαίνει στην εκκλησία.
Αυτή, λέει, τώρα που έρχεται από την εκκλησία τις Κυριακές μου φέρνει λίγο αντίδωρο, αυτό που δίνει ο χριστιανός παπάς στο τέλος.
Και μου φέρνει και εμένα ένα κομμάτι, μένω νηστική και το παίρνω τώρα.
- Αφεριμ, λέει, μα τέτοιο πράγμα; Για να το δω, λέει, και την άλλη Κυριακή.
Και πράγματι και την άλλη Κυριακή το στόμα της ευωδίαζε και η ευωδία αυτή κρατούσε όλην την ημέρα.
- Θα φάω και εγώ, λέει. Να πάω και εγώ να πάρω
- Δεν μπορείς εσύ, λέει. Εσύ είσαι μουσουλμάνος. Πώς θα πας;
- Θα αγοράσω, λέει, χριστιανικά ρούχα ελληνικά. Πες μου, λέει, τι θα κάνω όταν θα μπω και θα πάω και εγώ μαζί.
Τον κατατόπισε, λοιπόν, η Ρωσίδα.
- Και δεν θα πάω, λέει, Κυριακή. Θα μου πεις εσύ μια ημέρα που είναι καθημερινή αλλά που λειτουργείτε εσείς οι χριστιανοί.
Μια μέρα μιας κάποιας καθημερινής γιορτής, του είπε, λοιπόν, ότι θα λειτουργούσε η εκκλησία.
Το μάθαινε αυτό από τη γιαγιά.
Και πράγματι, λοιπόν, πήγε στην εκκλησία.
Μπροστά του ήταν κάποιος χριστιανός περασμένης κάπως ηλικίας, είχε μπει στο ναό.
Τον έβλεπε τι έκανε.
Πήρε κεράκι. Τι έκανε; Το άναψε.
Εβαλε το γρόσι στο παγκάρι εκεί.
Αναψε το κεράκι.
Φίλησε τις εικόνες.
Εκανε το ίδιο.
Εκανε το σταυρό του.
Εκανε το σταυρό του και αυτός κατά τον ίδιο τρόπο.
Και κάθησε δεξιά σε μια γωνία.
Και έβλεπε τα ιερουργούμενα, άκουγε τους ψάλτες.
- Αφερίμ, λέει. Αυτός ο γέρος, τι φωνή ωραία που έχει! Μπα, πα ,πα...Εμείς, λέει, τόσοι χοτζάδες, τόσοι μπέηδες..τίποτε. Και νομίζεις, λέει ότι ένας ψάλλει πολλοί μαζί, πώς γίνεται αυτό; Πώς το φτιάχνουν;
Στη Μεγάλη Είσοδο γούρλωσε τα μάτια του.
Ο ιερεύς... Πετούσε.
Τον έβλεπε ένα μέτρο πάνω από το έδαφος.
- Πω,πω,πω.. Οι άλλοι, βέβαια, δεν έκαναν τίποτα.
Θαύμασε, απόρησε ο Αχμέτ.
Οταν τελείωσαν τα ιερουργικά βγαίνει ο ιερεύς και λέει :
- Ειρήνη πάσι. Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν.
Και μπαίνει μέσα και
- Τας θύρας, τας θύρας. διά να ακουστεί το Σύμβολο της Πίστεως.
Οταν είπε Ειρήνη πάσι και έκανε .. από τα χέρια του είδε να βγαίνουν φλόγες και ακτίνες σαν αστραπές οι οποίες πήγαν στους λιγοστούς χριστιανούς που ήταν μέσα στην εκκλησία. Και πήγε στα κεφάλια τους, σε ολονών, τους έλαμψε, τους έλουσε, τους φώτισε μέσα εκτός από αυτόν.
- Σε μένα, λέει, δεν ήλθε.
Μετά ξαναβγήκε πάλι ο ιερεύς με τον Αέρα και είπε:
- Είη μετά πάντων ημών.
Το ίδιο πάλι.
Πάλι από το σταυρωμένο χέρι μέσα από τον Αέρα ή από τα δάχτυλα πάλι ακτίνες, πάλι πλημμύρισαν και κατέβησαν στους παρευρισκομένους και ειδικότερα δε στις κεφαλές τους και στις καρδιές τους.
Τρίτη φορά έχουμε ένα Ειρήνη πάσι μετά το Πάτερ ημών.
Οτι Σου εστίν η Βασιλεία,λέει,
Ειρήνη πάσι
Τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνομεν.
Και εκεί το ίδιο.
Ηρθε η ώρα της Αγίας Κοινωνίας.
Ο χριστιανός που είχαν μπει μαζί και ήταν ένα βήμα μπροστά του πήγε αυτός να κοινωνήσει και τον βλέπει, λοιπόν, όλον μέσα σε ένα φως υπερκόσμιο, άυλο, ο χώρος έγινε πολύ διαφορετικός.
Ο άνθρωπος σαν να πετούσε.
Το θαύμαζε.
Γέμισε η ίδια ευωδία το ναό που μύρισε από το στόμα της Ρωσίδας χριστιανής.
Βγήκε ο ιερεύς να κάνει Απόλυση.
Στέκεται στη μέση του ναού, και λεέι:
-Εγώ είμαι Τούρκος, παπά μου, παπα-εφέντη. Θέλω τώρα να γίνω χριστιανός. Θέλω τώρα να γίνω
χριστιανός, τώρα αυτή τη στιγμή. Ομολογώ ότι είμαι χριστιανός. Την κολυμβήθρα γρήγορα. Τρέχουν οι χριστιανοί. Ορίστε την κολυμβήθρα. Κατήχηση, Βάπτισμα. Και γίνεται κρυπτοχριστιανός.
Και όταν ήθελε να πάει στην εκκλησία, πήγαινε σε μακρινή εκκλησία, ντυνόταν με τα ρούχα των χριστιανών της Κωνσταντινουπόλεως και πήγαινε στην εκκλησία.
Πήγε και μια φορά στο Πατριαρχείο.
Κάποτε, εκείνη τη χρονιά, το 1682, έγινε μια μεγάλη σύσκεψις των μπέηδων και των πασάδων για θέματα διοικητικά και συγχρόνως θρησκευτικά για να τονίσουν τι είναι αυτό που θα κάνει πιο δυνατή την πίστη.
Και σηκώνεται, λοιπόν, ο Αχμέτ στην μέση εκεί της μεγάλης αυτής συνελεύσεως των πασάδων
και των μπέηδων και των άλλων αρχόντων της τουρκικής αυλής και της Πόλεως και λέει:
- Αυτό που κάνει δυνατή την πίστη είναι μόνο η πίστις των χριστιανών. Και εγώ είμαι χριστιανός.
Και το ομολογώ αυτή τη στιγμή.
Ηταν 3η Μαϊου, εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα τον αποκεφάλισαν, 3 Μαίου 1682, του νεομάρτυρος Αχμέτ.
Πώς τον έβγαλε ο ιερεύς δεν ξέρω.

Γιατί σας την είπα αυτήν την ιστορία.
Δευτέρα πρωί εξομολογούσα. Και αυτόν που είδα προτελευταίον, περίπου, μου διηγήθηκε κάτι αληθινό.
Είχε έρθει εδώ κάποια Μεγάλη Σαρακοστή να εξομολογηθεί, συγχωρέστε με βέβαια, έπρεπε να επιβάλω κάποιον κανόνα.
Οταν θα τον ακούσετε θα πείτε ότι είναι λίγο αυστηρός αλλά έπρεπε, δεν γνωρίζετε τι εξωμολογήθη. Του είπα, λοιπόν, όχι μόνο δεν θα κοινωνήσει αλλά δεν θα πάρει ούτε αντίδωρο μέχρι την Κυριακή των Μυροφόρων, δηλαδή προχθές.
Ηρθε την Κυριακή των Μυροφόρων με την οικογένεια.
Δεν κάθεται εδώ κοντά, μακριά κάθεται με την οικογένειαν του.
Λέγαμε θέλομε ένα χαρμόσυνο γεγονός και δεν πήρε κανένας σας είδηση τι έγινε.
Αυτός πήρε αντίδωρο.
Μόλις το έφαγε το αντίδωρο γέμισε το στόμα του ευωδία, πολλή ευωδία, κόντευε να τον πνίξει, τα ψίχουλα, δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Ετρεξε γρήγορα έξω, δεν ξέρω και αν τον πήρε είδηση και ο .., πήγε εκεί νερό γύρευε, σηκώνεται γρήγορα γρήγορα φεύγει χωρίς να πάρει μαζί του την οικογένεια και πήγε σπίτι του.
Πάει αργότερα η οικογένεια.
Αυτά μου τα διηγείται Δευτέρα μεσημέρι εδώ γύρω στις 1.
Ερχεται η οικογένεια λοιπόν.
Μόλις μπαίνει η σύζυγος μέσα και τον αντικρύζει τον πιάνει από τα μούτρα, που λένε.
- Βρε, του λέει, ακόμα δεν έφυγες από την εκκλησία. Τι μου αρωματίσθηκες; Μου 'βαλες αρώματα μπόλικα πάνω σου. Τι χάλια είναι αυτά; του λέει. Τώρα δεν πήγαμε στην εκκλησία;
- Βρε λέει, εγώ αρώματα έβαλα;
- Ναι, λέει. Ακόμα δεν μπήκαμε. Ολο το σπίτι μύρισε, λέει. Πώς; Ολες τις κολώνιες άδειασες από το σπίτι;
Τρέξαν, λοιπόν, τα παιδιά, εκεί πέρα.
Ανακάτεψαν τα συρτάρια, βρήκαν τις κολώνιες.
Λέει:
- Εντάξει είναι οι κολώνιες.
Πλησίασε η γυναίκα του να του μυρίσει τα ρούχα.
Μύριζε.
Τον πλησίασε αυτόν στο πρόσωπο, μύριζε το πρόσωπο.
Απομακρυνόταν, η μυρωδιά πιο μεγάλη.
Πήγαινε, πιο μικρή.
Ως εγύρισε, λοιπόν, το εδιηγείτο το γεγονός και ευχαριστούσε τον Πανάγιον Θεόν και φώναξε γονατιστός ότι Οντως η πίστης μας είναι Αληθινή και δυνατή και παντοδύναμη και θαυματουργός και σώζουσα.
Εχουμε πίστη αληθινή, ζωντανή αλλά δεν το έχουμε πάρει είδηση ακόμη.
Και έτσι μου έδωσε μια ο διάβολος ύστερα, με έπιασε ένας πόνος δυνατός και γνωστά είναι τα υπόλοιπα.
Και όταν πήγα λοιπόν σπίτι και αφού συνήλθα λίγο ήταν ένα βιβλίο ανοιχτό, κάτι έψαχνα να
βρω για σημειώσεις, και βλέπω επάνω ακριβώς εκεί ανοιχτή τη βιογραφία του νεομάρτυρος Αγίου Αχμέτ, δηλαδή σας το είπα πιο μπροστά για να επιβεβαιώσω το δεύτερο αλλά το δεύτερο
επιβεβαίωσε το πρώτο.
Το γεγονός που έγινε προχθές επιβεβαίωσε ένα μαρτυρικό γεγονός που έγινε το 1682.

Περουβιανός μοναχός

Εχουμε ένα παράδειγμα από έναν Περουβιανό μοναχό, τον πατέρα Συμεών, που το κελλάκι του τώρα τελευταία το έχει κοντά στον πατέρα Παϊσιο, όσοι από σας πάτε στο Αγιον Ορος μπορείτε να τον
επισκεφθείτε να σας τα διηγηθεί τα γεγονότα με το ίδιο του το στόμα, όπως τα άκουσα και εγώ από άλλους, όχι από τον ίδιο, από άλλους που τον άκουσαν αυτοπροσώπως.
Οταν ήταν μικρός η μητέρα του στο Περού του έλεγε:
- Εσύ όταν θα μεγαλώσεις θα φορέσεις μαύρα. Δεν ξέρω τι θα είναι αυτά τα μαύρα. Και θα ζήσεις σε ένα μέρος που δεν θα είναι νησί και όμως μόνο με βάρκα θα πηγαίνεις εκεί.
Μεγάλωσε, νέος σπούδασε, παληκάρι, 25, 27 χρονών, γύριζε όλον τον κόσμο.
Ητανε παπικός, φραγκολεβαντίνος.
Πήγε και στο Παρίσι.
Στο Παρίσι γνωρίζει έναν ορθόδοξο μοναχό, προσελκύεται στην ορθοδοξία και βαφτίζεται.
Σαν πρώτο ταξίδι, λοιπόν, του είπαν ότι πρέπει να γνωρίσει την πηγή της ορθοδοξίας και βρέθηκε
στο Αγιον Ορος.
Εκεί γίνεται μοναχός και είναι μέχρι τώρα με το όνομα πατήρ Συμεών.
Υστερα από αρκετά χρόνια, από 5, πόσα ήταν; 7, δεν ξέρω, πήγε στην πατρίδα του στο Περού. Κατήχησε και βάπτισε τη μητέρα του σε μια λίμνη εκεί στο Περού.
Τρεις φορές την έπιασε, την βούτηξε μές στο νερό και τη σήκωσε.
Στην τρίτη κατάδυση, όταν ανέβηκε επάνω, σηκώθηκε η μητέρα του ψηλά, φορούσε έναν ωραιότατο λευκό χιτώνα, έμεινα για μια στιγμή ακίνητη και ύστερα έπεσε κάτω και λυποθύμησε.
Τα αδέλφια του που δεν είχαν αλλάξει το ξερό τους το κεφάλι ορμησαν να τον λιντσάρουν.
Νόμισαν ότι τη μάνα τους την έπνιξε ο αδελφός τους ο καλόγερος.
Μόλις όμως πλησίασαν κοντά άρχισε να σηκώνεται η γυναίκα και είπε τα εξής:
Μετά την τρίτη κατάδυση και ανάδυση, όταν σηκώθηκε, άστραψε όλος ο τόπος και γέμισε όλος φως,
υπέρλαμπρη φωτοχυσία.
Αυτό το φως την έντυσε, λέει, με ενδύματα φωτεινά, ολόχαρα, ολοφώτεινα, ολόλαμπρα.
Αυτό το φως μπήκε και μέσα της, την πλημμύρισε, ολόκληρη την πλημμύρισε, την έπνιξε, την κατέτρωγε, την εξαϋλωσε.
Μέσα της και έξω της έγινε κυριολεκτικά φωτοφόρος.
Ηταν τόσο δυνατό το φως και τόσο δυνατή η συγκίνησις που την πλημμύρισε από αυτήν την πλημμυρίδα της φωτοχύσεως που δεν άντεξε και λυποθύμησε.
Αυτό δεν θα το ξεχάσει ποτέ, όπως δεν θα το ξεχάσει βέβαια και ο πατήρ Συμεών.
Να πάτε να σας τα διηγηθεί ο ίδιος.
Αυτά γίνονται στο μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος.
Αυτά γίνονται.

Περί ιεροσύνης - Ο Σέρβος βασιλιάς

Κάποτε ένας βασιλιάς, ο Σέρβος βασιλιάς Μήλος, όταν ήταν ηλικίας περίπου 80 ετών, πήγε μια Κυριακή να λειτουργηθεί στο παρεκκλήσιο των ανακτόρων της Σερβίας.
Ο παππούλης, μεγάλος στην ηλικία, έλειπε, ήταν άρρωστος και λειτουργούσε ένας νέος ιερεύς,
πολύ νέος, 30 ετών.
Λειτούργησε, τελείωσε και μοίρασε το αντίδωρο.
Οταν προσήλθε ο βασιλεύς να πάρει το αντίδωρο, άπλωσε το χέρι να το δώσει ο ιερεύς ο νέος και το τράβηξε το χέρι. Τότε ο γέρο βασιλιάς τον κοίταξε αυστηρά και του είπε:
- Δόσε μου το χέρι σου. Δεν φιλάω το δικό σου χέρι, Πάτερ μου. Την ιεροσύνη σου ασπάζομαι, την ιεροσύνη του Χριστού προσκυνώ που είναι πιο μεγάλη και από μένα και από σένα.
Αυτή η ιστορία είναι αληθινή.
Αυτή η ιστορία τα λέει όλα.
Ο γέρο βασιλιάς Μήλος ο Σέρβος μίλησε θεόπνευστα εκείνη τη στιγμή και τα είπε όλα.
Και του πιο αναξίου και του πιο νέου ιερέως θα φιλάτε το χέρι, φιλάτε το χέρι του Χριστού.






Πέμπτη 7 Μαΐου 1992

24 β Πιστεύω Εις Μίαν, Αγίαν Καθολικήν καί Αποστολικήν Εκκλησίαν. 7.5.1992

Η νεοβαπτισθείσα

Την Μεγάλη Παρασκευή, πριν από την Ακολουθία ήρθε μια Βοριοηπειρώτισσα, περίπου ήταν 19 ετών για να εξομολογηθεί.
Αυτή κοινώνησε και είχε βαπτισθεί το Νοέμβριο μήνα, πριν από τα Χριστούγεννα, εκεί αρχάς Δεκεμβρίου.
Της είπαν, λοιπόν, της είπε η νονά της ότι για να κοινωνήσεις τώρα το Πάσχα, πρέπει να
εξομολογηθείς!
Kαι τι είναι αυτό; Δεν ήξερε.
Την έφεραν εδώ, τη ρώτησα, λοιπόν, πως αισθάνθηκες το Αγιον Βάπτισμα;
Μου λέει ότι μόλις βγήκα από την κολυμβήθρα άστραψε ο τόπος και γέμισε από ένα φως λευκό, πανάλευκο.
Δεν τα έλεγε έτσι γιατί και οι λέξεις που χρησιμοποιούσε ήταν πολύ σπασμένες ελληνικές αλλά φρόντισα και τη βοηθούσα και επιβεβαίωνε αυτό που έλεγα ότι όντως αυτό ήταν φως αστραφτερό, πολύ λαμπρό και γέμισε όλο το ναό.
Δεν ξέρει από πού ξεπήδησε, από πού βγήκε αλλά μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα.
Και μου είπε και το εξής θαυμαστό:
Ο ιερεύς πήρε τα ρούχα από μέσα κάτι τα έκανε, λέει, πάνω στην κολυμβήθρα και κάτι είπε και ύστερα έψαλλε και κάτι.
Λέει:
- Μπορείτε να μου πείτε τι ακριβώς ήταν;
Λέω:
- Υπενδύεται η δούλη του Θεού στο ονομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος,
και ύστερα λέω έψαλλε κάτι:
- Χιτών αντιπαράσχου φωτεινόν ο αναβαλλόμενος φως εις ιμάτιον.
- Τι; Τότε εγώ μέσα μου είπα: Μα αυτό εδώ τώρα το φόρεσα. Ενα φόρεμα ολόλευκο που την κάλυψε ολόκληρη, φως πανάλευκο που έγινε και χιτώνας φωτεινός.

Ο αββάς Αγάθωνας

Τι έγινε με τον αββά Αγάθωνα;
Πάνε, λέει, μια φορά για να τον πειράξουν.
- Αββά σε κατηγορούν ότι είσαι κλέφτης.
- Ε, είμαι, είμαι, κλέβω.
- Ναι, αλλά σε κατηγορούν, όμως, ότι είσαι και σκληρός, ότι είσαι ψεύτης, ότι είσαι υπερήφανος.
- Είμαι, ο πατέρας, είμαι, είμαι. Τέτοιος είμαι και χειρότερος είμαι.
- Ναι, αλλά σε κατηγορούν όμως ότι είσαι και πόρνος. Κατεβαίνεις κάτω στην Αλεξάνδρεια για να πουλήσεις τα πανέρια και ύστερα πας, τα λεφτά τα τρως με κακές γυναίκες.
- Είμαι, είμαι, Πατέρες, τέτοιος είμαι και χειρότερος. Κάντε μου ευχή να με συγχωρέσει ο Θεός.
- Σε κατηγορούν όμως ότι είσαι και αιρετικός.
- Α, αιρετικός δεν είμαι. Αμαρτωλός είμαι, παλιάνθρωπος είμαι, πόρνος είμαι, ότι θέλετε είμαι, αιρετικός δεν είμαι.

Νομίζω ότι αυτό μόνον λέει πολλά.

Το πετραχείλι που δεν καιγόταν

Κάποτε, πριν από χρόνια, ένας παπικός πήγε στο Αγιον Ορος και ήρθε σε μίαλεκτική διαμάχη για το ποιος έχει δίκιο.
Αλλά ου με πείσεις καν με πείσεις, όπως γίνεται με κάθε φανατισμένο.
Τα χωρία τα οποία απέδειξε ο ιερεύς ιερομόναχος ήταν ατράνταχτα, δείχνοντας τη διαδοχή και την ανόθευτη τήρηση της διδασκαλίας από την εποχή των Αποστόλων μέχρι και των ημερών μας.
Θύμωσε αυτός, νευρίασε λοιπόν και λέει:
- Για να αποδείξουμε ποιος έχει δίκιο να ανάψουμε μια φωτιά και να μπούμε μέσα, να δούμε ποιος
θα καεί.
Η απάντησις βέβαια του ιερομονάχου, του ορθοδόξου ιερέως και ιερομονάχου, του Αγιορείτου, ήτο ότι:
- Ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου αλλά αφού το θέλεις δεν θα σου χαλάσουμε το χατήρι.
Ανάβουν μια φωτιά αλλά ο παπικός δείλιασε γιατί το είπε έτσι επίτηδες, φαίνεται μην τυχόν και ετρόμαζε ο ορθόδοξος μπροστά στην πυρά εκείνη τη μεγάλη.
Και υπαναχώρησε βέβαια και θέλησε να φύγει ντροπιασμένος.
- Στάσου, του λέει, ένα λεπτό. Κοίταξε να δεις.
Και τι έκανε;
- Χριστέ μου, λέει, δείξε του την αλήθεια.
Και δεν μπήκε μέσα στη φωτιά.
Εβγαλε το πετραχείλι του και το πέταξε μέσα στη φωτιά.
Η φωτιά έκαιγε για δύο ώρες και το πετραχείλι ακέραιο.