Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 1993

54 Η Θεία Λειτουργία. Αγαπήσωμεν αλλήλους

Τρεις ώρες κόλαση ή ένα χρόνο βάσανα στη γη;

Ο Χατζηγεώργης ο Αθωνίτης, ένας αδικημένος Αγιος της εποχής μας, πολλές φορές θυμόταν έναν συγγενή του, έναν προπάππου, που υπέφερε από φρικτούς πόνους, βασανιζόμενος από μια άγνωστη
αρρώστια για την εποχή του.
Χάνοντας κάποτε την υπομονή του ο άρρωστος παρακάλεσε τον Θεό να τον πάρει από τη ζωή γιατί δεν μπορούσε άλλο να υποφέρει. Παρ'όλο που ήτο ευσεβής λύγισε.
Του παρουσιάζεται τότε ένας Αγγελος και του λέει:
- Δοκιμάζεσαι με βάσανα εδώ πάνω στη γη για να καθαρισθείς και να λάμψεις ως ο ήλιος, όπως το χρυσάφι καθαρίζεται μέσα στη φωτιά. Πρέπει λοιπόν να δοκιμαστείς άλλον ένα χρόνο. Και σε ρωτώ : Τι προτιμάς; Ένα χρόνο βάσανα και πόνους ή τρεις ώρες στην κόλαση; Για να δεις
πού πηγαίνουν οι αμετανόητοι αμαρτωλοί και πώς θα βασανίζονται εις τους αιώνες.
Ο άρρωστος παππούς σκέφτηκε από εδώ, σκέφτηκε από εκεί. Λέει:
- Ενα χρόνο ακόμα βάσανα και πόνους φρικτούς σε αυτό εδώ το κρεββάτι; Ε, είναι πάρα πολλές. Καλύτερα να κάνω υπομονή τρεις ώρες, έστω και μέσα στην κόλαση.
Απάντησε λοιπόν στον Αγγελο ότι δέχεται τις τρείς ώρες.
Ο Αγγελος ευθύς αμέσως τον παίρνει απαλά απαλά και τον μεταφέρει στον Αδη.
Απομακρυνόμενος ο Αγγελος του λέει:
- Μετά από τρεις ώρες θα επιστρέψω.
Παντού επικρατούσε ένα αφόρητο ψηλαφητό σκοτάδι, ένας απέραντος αβάσταχτος πόνος. Τόπος απαράκλητος. Πουθενά φως. Πουθενά λίγες λέξεις παρηγοριάς. Κάποιος να σου χαϊδέψει το
κεφαλάκι. Κάποιος να σου πει: "Τι έχεις, άνθρωπέ μου, πονάς, υποφέρεις; Κάνε λίγη υπομονή". Πουθενά συμπάθεια, πουθενά ελπίδα. Το παντοτινό σκοτάδι που κυριαρχούσε εκεί, το στρίμωγμα,
οι φωνές οι πονεμένες των κολασμένων που έφταναν στα αυτιά του, η άγρια όψις, η δυστυχία που έβλεπε, προξενούσαν και σε αυτόν φοβερό πόνο και λύπη και τρόμο μαζί. Παντού έβλεπε και άκουγε
βάσανα. Παντού, όπου και αν έστρεφε το βλέμμα του, αντίκρυζε την απελπισία, το φόβο, τη φρίκη της κολάσεως. Πουθενά φωνή χαράς μέσα σε αυτή την απέραντη άβυσσο της κολάσεως. Πουθενά. Μόνο τα φλογισμένα μάτια των δαιμόνων φαίνονταν.
Αρχισε να τρέμει ο ταλαίπωρος και να φωνάζει:
- Βοήθεια, βγάλτε με από εδώ.
Αλλά στις φωνές και στις κραυγές του απαντούσε μόνον η άβυσσος. Του φαινόταν πως ολόκληροι αιώνες βάσανα και πόνων είχαν περάσει και από στιγμή σε στιγμή περίμενε να έρθει σε αυτόν ο Αγγελος αλλά αυτός δεν φαινόταν. Τελικά απελπισμένος που δεν έβλεπε φως, που νόμιζε ότι δεν θα βγει ποτέ από εκεί μέσα άρχισε να βογγάει και να κλαίει. Αλλά κανένας δεν νοιαζόταν για αυτόν.
Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί στην κόλαση σκέφτονται μόνον τον εαυτόν τους, το δικό τους βάσανο και τον δικό τους αφόρητο πόνο. Εκείνοι που χαίρονταν ήταν μόνον οι δαίμονες. Αλλά να που όμως η γλυκειά λάμψις του Αγγέλου φαίνεται στην Αβυσσο.
Και με εκείνο το γλυκύτατο χαμόγελο, το παραδεισένιο, που έχουν οι Αγγελοι, στέκεται πάνω από αυτόν τον βασανισμένο και ταλαίπωρο εκείνον παππού και τον ρωτάει:
- Πώς είσαι, άνθρωπε; Δεν πίστευα, λέει, πως και οι Αγγελοι λένε ψέματα.
- Τι θα πει αυτό; ρώτησε ο Αγγελος.
- Πώς τι θα πει; Υποσχέθηκες ότι θα με πάρεις από εδώ μετά από τρεις ώρες και πέρασαν χιλιάδες χρόνια, ολόκληροι αιώνες μέσα σε αυτά τα αφόρητα βάσανα. Δεν με λυπήθηκες καθόλου. Είπες ψέματα.
- Ευλογημένε, του λέει, τι χρόνια και αιώνες πέρασαν; Μόνο μια ώρα πέρασε. Και πρέπει να περάσεις άλλες δυο. Ετσι δεν διάλεξες;
- Δυο ώρες; Α, πα, πα. Δυο ώρες; Δεν αντέχω άλλο. Πάρε με από εδώ γρήγορα. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Χίλες φορές τα βάσανα της γης και τόσα που έχω και άλλα τόσα και άλλα τόσα μέχρι την τελευταία μου πνοή. Μόνο βγάλε με από αυτή τη φρίκη της κολάσεως. Λυπήσου με. Αλλά όχι άλλες δυο ώρες.
Φώναζε και βογγούσε ο βασανισμένος υψώνοντας παρακλητικά τα χέρια του στον Αγγελο.
- Καλά, απάντησε ο Αγγελος. Ο Πανάγαθος Θεός, ο φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαχνος θα σε ελεήσει. Δόξαζε τη φιλανθρωπία του Θεού και μη γογγύζεις ποτέ από τώρα και στο εξής.
Και με τα λόγια αυτά τον παίρνει ευθύς αμέσως και εκείνος βρίσκεται στο κρεββάτι του πόνου και πάλι δοξάζονται και ευχαριστώντας τον Θεό για τις αρρώστιες και τους πόνους του
μέχρι την ημέρα που εκοιμήθη.

Οι νεομάρτυρες της Ρωσίας

Τον Ιούλιο του 1933 μια επιστημονική ομάδα σταμάτησε για λίγες μέρες κοντά σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην πόλη Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Δεν υπήρχαν κάτοικοι σε αυτήν την πόλη μόνο κρατούμενοι που δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα κάποιας κατασκευής εκεί. Οι περισσότεροι ήσαν Ιερείς, Διάκονοι, Μοναχοί και λίγοι Επίσκοποι.
Ενας Ιερεύς από αυτούς που σώθηκε μου έχει διηγηθεί πολλά. Στους καταυλισμούς αυτούς κυριαρχούσε μια ανήκουστη βαρβαρότητα. Χωρίς κανένα λόγο μαστίγωναν, χτυπούσαν βάναυσα και πυροβολούσαν τους αιχμαλώτους, σπάζοντας τα κόκκαλά τους έτσι για διασκέδαση. Οι συνθήκες διαβιώσεως ήσαν φρικτές. Οι πιο πολλοί πέθαιναν από το φοβερό κρύο και την πείνα. Ο καιρός εκείνον τον Ιούλιο του 1933 ήταν ευχάριστος.
Μετά το δείπνο μας, λέγει αυτός που περιγράφει το γεγονός, καθήσαμε μέχρι αργά το βράδυ κοντά στη φωτιά συζητώντας μεταξύ μας. Κάθε τόσο ακούγαμε κραυγές και δυνατά βογγητά από το παρακείμενο στρατόπεδο. Ηταν μια ξάστερη και ήσυχη νύχτα. Οσο όμως ζω δεν θα ξεχάσω εκείνη την κοιλάδα της Σιβηρίας. Θα την θυμάμαι παντοτεινά. Ο γλυκός πρωινός μας ύπνος διακόπηκε ξαφνικά από ένα πένθιμο ανθρώπινο βογγητό. Σηκωθήκαμε γρήγορα. Ο επικεφαλής της ομάδας μας, ντόπιος από το Ιρκούτσκ, πήρε γρήγορα ένα ζευγάρι κυάλια και οι άλλοι στήσαμε δυο τοπογραφικά όργανα και ασχολούμασταν δήθεν με την εργασία μας όταν παρατηρήσαμε να έρχεται ένα πλήθος προς την κατεύθυνσή μας. Εξαιτίας των θάμνων ήταν δύσκολα να καταλάβουμε αμέσως τι συνέβαινε.
Οταν πλησίασαν διαπιστώσαμε ότι ήσαν 60 κρατούμενοι. Τους βλέπαμε τώρα πλέον καθαρότερα. Ηταν όλοι τους εξαντλημένοι, σκελετωμένοι από την πείνα, την πολλή δουλειά και την κακομεταχείριση, την άσπλαχνη συμπεριφορά. Τι έβλεπαν όμως τα έκπληκτα μάτια μας ακόμα! Ολοι
τους κρατούσαν ένα σχοινί στους ώμους τους και με αυτό τραβούσαν, έσερναν ένα έλκυθρο. Μάλιστα ένα έλκυθρο μέσα στον Ιούλιο μήνα. Πάνω στο έλκυθρο υπήρχε ένα βαρέλι γεμάτο από
ανθρώπινες ακαθαρσίες, περιττώματα. Οι φρουροί που τους συνόδευαν προφανώς βέβαια δεν γνώριζαν ότι εκεί υπήρχε μια επιστημονική αποστολή κοντά στην περιοχή του στρατοπέδου και
όταν μας είδαν ακούσαμε τις λέξεις της διαταγής των φρουρών :
"Ξαπλώστε κάτω και μην κινείστε".
Ενας φρουρός έτρεξε πίσω στο στρατόπεδο. Προφανώς βέβαια μας είχαν θεωρήσει υπόπτους. Κάποιος από την ομάδα μας εκτίμησε κάπως γρήγορα την κατάσταση των
κρατουμένων και είπε :
"Παρατείναμε τη ζωή τους για λίγα λεπτά".
Τίποτε άλλο. Κατ' αρχάς δεν καταλάβαμε αυτά του τα λόγια. Σε 15 όμως 20 λεπτά είχαμε περικυκλωθεί από μια διμοιρία φρουρών του στρατοπέδου που μας πλησίασαν κρατώντας τα τουφέκια έτοιμα για μάχη σαν να πρόκειται να μας επιτεθούν με τις ξιφολόγχες. Ο επικεφαλής της διμοιρίας και ο πολιτικός κομισάριος μας πλησίασαν και ζήτησαν τα χαρτιά μας. Οταν τα εξέτασαν μας εξήγησαν πως αυτοί οι 60 άνδρες είχαν καταδικαστεί να εκτελεστούν ως στοιχείο αλλότριο και εχθρικό προς τη Σοβιετική Σοσιαλιστική εξουσία του Στάλιν. Ενα τεράστιο χαντάκι είχε ήδη
ετοιμαστεί για τους 60. Ο πολιτικός κομισάριος μας ζήτησε να μπούμε στις σκηνές μας, πράγμα που το κάναμε. Οι 60 μάρτυρες ήσαν όλοι τους Ιερείς. Στο ήσυχο εκείνο πρωινό του Ιουλίου οι αδύναμες φωνές πολλών Ιερέων ακουγόταν ξεκάθαρα.
Ανοίγοντας τρύπες στα αντίσκηνά μας είδαμε, ακούσαμε και ζήσαμε την πρώτη Εκκλησία των αγίων Μαρτύρων. Οι Ιερείς ησπάζοντο ο ένας τον άλλο με φίλημα άγιον. Ο ένας από αυτούς σήκωσε τα χέρια ψηλά και φώναξε δυνατά:
"Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι πιούσι. Θεέ μου, συγχώρεσέ τους. Δεν ξέρουν τι κάνουν". Αποτέλεσμα: έφαγε μια κλωτσιά και έπεσε κάτω. Κατόπιν τους έσπρωξαν όλους κοντά στο χαντάκι. Ενας από τους δημίους ρωτούσε έναν έναν τους Ιερείς που στέκονταν κοντά στο χαντάκι :
"Είναι η τελευταία σου πνοή. Πες μας. Υπάρχει Θεός ή όχι;".
Η απάντησις των Αγίων Μαρτύρων Ιερέων ήταν σταθερή και σίγουρη και ίδια :
"Ναι, υπάρχει Θεός".
Και ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός. Καθόμασταν και βλέπαμε μέσα από τις τρύπες των σκηνών και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μας. Ενας δεύτερος πυροβολισμός αντήχησε, ένας τρίτος και μετά περισσότεροι.
Οι Ιερείς οδηγούντο ο ένας μετά τον άλλο μπροστά στο χαντάκι και οι δήμιοι εκεί στο χείλος της λακκούβας ρωτούσαν κάθε Ιερέα :
"Υπάρχει Θεός;".
Και η απάντησις ήταν ίδια:
"Ναι, υπάρχει".
Και μερικοί πρόσθεταν και μερικά άλλα λόγια :
"Ναί, υπάρχει Θεός, όπως υπάρχει και ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, ο Σωτήρας του
κόσμου".
Και άλλοι πρόσθεταν :
"Ναι, υπάρχει, και η Παναγιά μας υπάρχει, και οι Αγιοι υπάρχουν".
Και άλλοι :
"Ναι, υπάρχει και Αυτός σας συγχωρεί όπως και εμείς".
Αλλά πριν προλάβουν να τελειώσουν τις λέξεις ακουγόταν ο πυροβολισμός. Είμασταν αυτόπτες μάρτυρες, είδαμε με τα μάτια μας και ακούσαμε με τα αυτιά μας τους 60 Λειτουργούς Ιερείς του Χριστού μπροστά στο θάνατο να δίδουν το άγιο φίλημα και τον ασπασμόν της αγάπης, να μακροθυμούν και να συγχωρούν, να προσεύχονται για τους δημίους των και για ολόκληρο τον ρωσικό λαό και τέλος να ομολογούν με τόσο θάρρος την πίστη τους στο Θεό.
Ισως περάσουν ακόμα χρόνια και δεκαετίες πολλές όμως αυτός ο τάφος πάνω σε αυτόν το δρόμο -
και αναφέρει τις περιοχές Κατσούγκ, Ισνια και Οντίσνικα - πρέπει να βρεθεί. Κανείς Ορθόδοξος χριστιανός πουθενά δεν πρέπει να ξεχάσει αυτούς τους αγίους Μάρτυρες που έδωσαν τη ζωή τους για την Ορθόδοξη πίστη τους τον Ιούλιο του 1933 κοντά στην ακατοίκητη πόλη Ιρκούτσκ.
Εδώ τελειώνει η διήγησις. Πρόκειται για αυθεντική μαρτυρία από αυτόπτες μάρτυρες που γράφτηκε στο βιβλίο του Ρώσσου Ιερέως Μιχαήλ Πόλτσκι "Οι νεομάρτυρες της Ρωσίας" και εξεδόθη στη Νέα Υόρκη και μεταφρασμένο ένα κομμάτι υπάρχει στο περιοδικό "Αγιορείτικη μαρτυρία".

Ο ερημίτης μοναχός και ο κλέφτης.

Κάποτε ένας αγαθότατος ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη μοναχό - υπάρχουν και τέτοιοι - που βαριόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβα του γείτονά του του ασκητού, του ερημίτου, και του έκλεβε τα πράγματα. Του έκλεβε τα τρόφιμα, το λίγο παξιμαδάκι, τα δυο κουκιά που είχε ο άνθρωπος.
Ο ερημίτης το κατάλαβε αλλά ποτέ δεν έκανε λόγο. Δεν πήγε ποτέ
να παραπονεθεί. Τι έλεγε μέσα του;
- Για να κάνει μια τέτοια πράξη θα έχει ο καημένος πολλή ανάγκη. Δεν πειράζει. Ας τα πάρει.
Δούλευε όμως σκληρά γιατί έπρεπε να ζήσει και τον εαυτόν του και τον τεμπέλη. Γιατί ο κλέφτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε τίποτε.
Πηγαίνοντας τα πρωινά να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων περνούσε από το κελλάκι του κλέφτη και του έλεγε :
- Συγχώρεσέ με, αδελφέ μου, αν σε λύπησα.
- Πάει, το κορόιδο, έλεγε αυτός από μέσα του.
Και πηγαίνοντας ο ερημίτης για την Εκκλησία για να ενωθεί με τον Πανάγιον Θεόν, τον Θεό της αγάπης, αυτός έμπαινε και άρπαζε ό,τι έβρισκε, από ψωμί, από λαχανικά, από κουκιά, από σύκα ξηρά. Πολλές φορές ακόμα και το νερό του έπαιρνε γιατί βαριόταν να πάει να φέρει από το πηγάδι της Σκήτης γιατί ήταν λίγο μακριά και πότε πότε του άρπαζε και κανένα ψάθινο εργόχειρο. Τον έκλεβε και ο ερημίτης υπέμενε αγόγγυστα. Τον άφηνε νηστικό και εκείνος υπέφερε αδιαμαρτύρητα. Του στερούσε και το νερό και εκείνος συγχωρούσε. Του άρπαζε τα τρόφιμα, τον λίγο φτωχικό ρουχισμό και το εργόχειρό του και ο αγαθός ερημίτης εξασκούσε την αγάπη, τη μακροθυμία, την
ανεξικακία και ζητούσε και συγγνώμη. Τον κατάκλεβε, τον κορόιδευε και εκείνος είχε αγάπη στην καρδιά, είχε ειρήνη στην ψυχή.
Εφτασε η ώρα να κοιμηθεί. Ο ερημίτης αρρώστησε βαριά. Ηταν η τελευταία του μέρα. Μαζεύτηκαν οι αδερφοί της Σκήτης γύρω του για να πάρουν την ευχή του. Ηξεραν πόσο αγαθός ήτο. Ανάμεσά
τους έτρεξε στον ετοιμοθάνατο και εκείνος που τον έκλεβε. Τον είδε. Τον αναγνώρισε. Του φώναξε να πάει κοντά του.
- Ελα, Πατέρα, του λέει.
Και εκείνος πλησίασε. Πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του και άρχισε να τα φιλάει με δάκρυα.
- Ευχαριστώ αυτά τα χέρια, του είπε, γιατί έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο και να γευτώ τη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ.
Και τούτο ειπών εκοιμήθη. Αδελφοί μου, χριστιανοί μου, αγαπήσωμεν αλλήλους. Τη
φιλαδελφία αγαπήσωμεν. Αμήν.

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 1993

53 Η Θεία Λειτουργία. Πληρωτικά. Μερος 3ον Ο υπόλοιπος χρόνος καί τά τέλη μας. Η ευχή τής προσκομιδής

Η κλήση του Οσίου Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού

Κάποτε, χριστιανοί μου, ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός, και ασφαλώς πολύ πριν αρχίσει την παράξενη αποστολή του στον κόσμο, μια βραδιά που προσηύχετο καθ' όλην τη διάρκεια της νυχτός, ήρθε σε έκσταση και βρέθηκε στα βασιλικά παλάτια του ουρανού.
Εκεί τον καλεί ο ουράνιος βασιλεύς και του λέγει:
- Θέλεις να με υπηρετήσεις ολόψυχα και να σε κάνω έναν από τους στρατηγούς του
παλατιού μου;
- Υπάρχει κανείς, Δέσποτα, που να μη θέλει το καλό του; αποκρίθηκε. Εγώ, πάντως, το επιθυμώ πολύ.
- Αν το επιθυμείς λοιπόν δοκίμασε τη γεύση της βασιλείας μου.
Συγχρόνως του πρόσφερε να πιει κάτι. Έμοιαζε με χιόνι και ήταν τόσο γλυκό και νόστιμο που δεν μπορούσε ο άνθρωπος να το φανταστεί. Μόλιςτο ήπιε είπε:
- Δος μου και άλλο, σε παρακαλώ, γιατί μόλις το ήπια ένιωσα να ευωδιάζει σαν θεϊκό μύρο.
Εκείνος του έδωσε και δεύτερο που έμοιαζε στην όψη με κυδώνι. Αυτό όμως ήταν ξινό, πικρό σαν φαρμάκι, σαν την αψιθιά. Όταν το ήπιε απογοητεύθηκε, καταπικράθηκε και ξέχασε την προηγουμένη θαυμάσια γεύση που είχε. Βλέποντας τον λοιπόν λυπημένο ο Βασιλεύς τον ρώτησε:
-Είδες που δεν μπορείς να υποφέρεις την πικράδα του ποτού αυτού ή του φαγητού; Σου έδωσα να νιώσεις τον τελειώτερο τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να με υπηρετεί. Αυτή είναι ακριβώς η στενή και τεθλιμμένη οδός, η απάγουσα εις την ζωήν, εις την Βασιλείαν των Ουρανών.
- Μου φαίνεται πικρό το πράγμα, Δέσποτα. Ποιος μπορεί να σε υπηρετεί τρώγοντας ή και πίνοντας αυτό το φαρμάκι;
- Το πικρό το θυμάσαι, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, το γλυκό το ξέχασες; Πριν από το πικρό δεν σου έδωσε το γλυκό;
- Ναί, Δέσποτα, αλλά μου είπες ότι η οδός μοιάζει με το πικρό.
- Οχι, δεν σου είπα αυτό, κάτι άλλο. Η οδός αυτή βρίσκεται ανάμεσα στο πικρό και στο γλυκό. Το πικρό είναι οι κόποι και οι αγώνες και οι ιδρώτες για την αρετή ενώ το γλυκό και το νόστιμο είναι η
δροσιά, είναι η ανάπαυσις και η παρηγοριά που προσφέρει η αγαθότητά μου σε όσους θλίβονται και υποφέρουν και μαρτυρούν για το χατήρι μου. Δεν προσφέρω λοιπόν το πικρόν μόνον, ούτε πάλιν
μόνον το γλυκό αλλά πότε το ένα και πότε το άλλο. Το ένα διαδέχεται το άλλο. Αν θέλεις λοιπόν να με υπηρετήσεις πες μου να το ξέρω από τώρα.
- Δος μου και πάλι, λέει, να τα δοκιμάσω και θα σου απαντήσω, αποκρίθηκε ο μακάριος και Όσιος Ανδρέας.
Εκείνος του έδωσε πρώτα το πικρό και ο Ανδρέας καταπικραμένος του είπε:
- Δεν μπορώ να σε υπηρετώ και να τρώω από αυτό το φαρμάκι, είναι πικρό και ανυπόφορο.
Ο Βασιλιάς χαμογέλασε και βγάζοντας από τον κόρφο του κάτι πύρινο και ανθηρό που μοσχοβολούσε του είπε:
- Πάρε και φάγε για να ξεχάσεις όλα.
Πήρε πραγματικά και έφαγε. Για πολλή ώρα ένιωθε τόση ηδονή, τόση γλυκύτητα και χαρά, τόση ευφροσύνη, τόση μακαριότητα ώστε βρισκόταν εκτός εαυτού. Νόμιζε ότι ζούσε μέσα σε υπερβολικά
ευωδία, δόξα, λαμπρότητα, θεία τερπνότητα.
Όταν συνήλθε, έπεσε στα πόδια εκείνου του μεγάλου, ουρανίου Βασιλέως και τον
παρακαλούσε:
- Ελέησέ με, Πανάγαθε Δέσποτα, και δέξε με να σε υπηρετώ γιατί κατάλαβα πραγματικά πως η υπηρεσία σου είναι πολύ ευχάριστη.
- Πίστεψέ με, του λέει εκείνος, ότι από τα πλούτη μου, αυτό είναι το πιο ασήμαντο. Ασφαλώς τώρα θα γυρίσεις πίσω. Στον υπόλοιπο χρόνο της ζωής σου αν με υπηρετήσεις σωστά και με αυταπάρνηση τότε όσα έχω θα γίνουν δικά σου, θα γίνεις κληρονόμος της Βασιλείας μου. Τα εμά πάντα σα εστί.
Έτσι μίλησε ο Βασιλιάς και τον άφησε να φύγει.
Ευθύς αμέσως ο Άγιος Ανδρέας συνήλθε και με το κύλημα του χρόνου, με τις μέρες, τους μήνες
και τα χρόνια που έφευγαν κατάλαβε πολύ καλά το νόημα της θείας κλήσεως και αποκαλύψεως.
Και τώρα σας ρωτώ:
Μήπως το ίδιο πράγμα δεν ισχύει και για μας;
Γι' αυτό οφείλουμε να κάνουμε καλή χρήση από τον χρόνον της ζωής που μας μένει.



Ο ειρηνικός άνθρωπος

Γνωρίζω κάποιον που είναι φτωχός, βιοπαλαιστής, πολύτεκνος με εφτά παιδιά, σύζυγο και ανάπηρη μητέρα στο κρεββάτι.
Άκακο αρνί, αγαθός, ειρηνικός, πράος, ήσυχος, γλυκύς, δίκαιος.
Πρωί βράδυ προσευχή. Όλη την ημέρα την ευχούλα. Η εργασία εργασία και η δουλειά δουλειά. Και στα Άχραντα Μυστήρια τακτικά όλη η οικογένεια.
Ευτυχισμένος. Ναι, είναι ευτυχισμένος, έστω και αν τον δέρνουν οι θλίψεις και οι πειρασμοί που είναι φυσικό να υπάρχουν και γι' αυτόν όπως και για όλους μας. Και όμως αισθάνεται τόση ευτυχία και τόση ειρήνη μέσα του που δεν την έχει ένας πλούσιος, ένας εκατομμυριούχος που τον βαραίνουν οι αδικίες, οι απάτες, οι βλαστήμιες, οι ασέλγειες, οι αισχροκέρδειες, οι ψεύτικοι όρκοι πάνω στο Ευαγγέλιο, οι εκτρώσεις, οι βιασμοί, οι μαγείες και ένα πλήθος από αδικήματα και παραβάσεις των εντολών του Αγίου Θεού.
Αυτός αν και απολαμβάνει όλα τα αγαθά, όλα τα αγαθά της γης πλούσια και δεν του λείπει τίποτα, μέσα του όμως φωνάζει η φωνή της συνειδήσεως, χτυπάει, τον ελέγχει συνεχώς, δεν τον αφήνει να ησυχάσει.
Και η ζωή του είναι μια μικρή κόλασις, ένα προοίμιο της κολάσεως.
Και αυτή ακριβώς τη διαμαρτυρία προσπαθεί να την σκεπάσει με την κρεπάλη, την μέθη, την ασωτία.
Λοιπόν για αυτό πρέπει να φωνάζουμε:
"Θεέ μου, δος μου ειρήνη, την ειρήνη της συνειδήσεως, την ειρήνη της ψυχής".

Μνήμη θανάτου του βασιλέως Φιλίππου

Εμείς οι χριστιανοί οφείλουμε να έχουμε μνήμη θανάτου.
Για σκεφθείτε όμως ότι την είχε αυτή τη μνήμη θανάτου και ένας ειδωλολάτρης βασιλεύς, ο βασιλεύς Φίλιππος της Μακεδονίας.
Είχε δώσει σε έναν στρατιώτη εντολή το πρωί μόλις σηκωνόταν, το μεσημέρι που καθόταν να φάγει και το βράδυ πριν κοιμηθεί να του θυμίζει:
-Φίλιππε, μέμνησο ότι θνητός ει. Φίλιππε, να θυμάσαι
ότι είσαι θνητός, θα πεθάνεις.
Εμείς γιατί δεν το κάνουμε;

Τα τέλη του Πατρός Αρσενίου

Στις 4 Ιουλίου 1845 ο Γέρων Αρσένιος απεφάσισε να πάει στο πανηγύρι του Οσίου Αθανασίου στη Λαύρα.
Μόλις τελείωσε τη Λειτουργία του, την πρωινή δική του Λειτουργία, ξεκίνησε, πήρε το δρόμο που πηγαίνει γύρω από τον Αθωνα και έφθασε στη Λαύρα λίγο πριν την αγρυπνία.
Στη Λαύρα στεκόταν όρθιος καθ' όλη τη διάρκεια της αγρυπνίας και της Λειτουργίας που και τα δυο μαζί κράτησαν 16 ώρες.
Υπάρχει κάποιος μοναχός εδώ, μπορεί να μας το επιβεβαιώσει αυτό.
Στην τράπεζα δεν πήγε, παρά μόνο πήρε ψωμί και ξεκίνησε για την επιστροφή.
Γύρω στο Απόδειπνο ήταν πάλι στο κελλί του.
Όλοι απόρησαν με τούτο.
Ένας νέος μοναχός θα χρειαζόταν τρεις ημέρες πήγαινε-έλα και αυτός 70 χρονών γέρος με άρρωστα πόδια στάθηκε 16 ώρες και έκανε τόσο δρόμο σε μιάμιση ημέρα.
Αργότερα τον ρώτησαν:
- Πάτερ μου, Γέροντα, πώς μπορέσατε και επιστρέψατε τόσο γρήγορα αφού ο δρόμος διασχίζει βουνά και έχει τόσες αιχμηρές πέτρες, βράχια και σκληρά μονοπάτια;
Εκείνος απάντησε:
- Ανακαινίσθη ως αετού η νεότης μου όχι γιατί εγώ μπορώ αλλά με τη βοήθεια του Αγίου Θεού.
Στις αρχές του 1846 φάνηκε πως πλησιάζει ο θάνατος του Γέροντος Αρσενίου.
Τα πόδια του χειροτέρεψαν ώστε πλέον δεν μπορούσε ούτε να δουλεύει, ούτε και να βαδίζει.
Όμως λειτουργούσε 4 φορές την εβδομάδα: Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο αν και με πολύ κόπο. Το Σάββατο της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών διαδόθηκε σε ολόκληρο το Άγιο
Όρος πως ο Γέροντας ήταν άρρωστος.
Την Κυριακή το πρωί στις 24 Μαρτίου συγκεντρώθηκαν τα πνευματικά του τέκνα για να πάρουν την
ευχή του.
Τον ρώτησαν λοιπόν:
- Αλήθεια, Πάτερ, δεν φοβάσαι το ποτήρι του θανάτου, δεν φρίττεις και δεν τρέμεις για την απολογία σου μπροστά στον δίκαιο Κριτή; Ήσουν 30 χρόνια Πνευματικός, δεν φοβάσαι;
Ο Γέροντας τους κοίταξε με χαρούμενο πρόσωπο και είπε:
- Φόβο και τρόμο δεν νιώθω αλλά μια χαρά απέραντη έχει πλημμυρίσει την καρδιά μου και ελπίζω στον Κύριό μας και τον Σωτήρα μας Χριστό ότι κατά το έλεός Του δεν θα με αφήσει αν και δεν έχω έργα αγαθά. Τι έχω για να καυχηθώ παρά τις αδυναμίες μου. Με τη θέλησή μου κανένα καλό μέχρι τώρα δεν έχω πράξει και ό,τι καλό έκαμα το έκαμα με τη βοήθεια του Κυρίου μου και γιατί ήταν θέλημα Θεού. Πορεύομαι λοιπόν προς την ανατολή της αιωνίου ημέρας και η χαρά μου είναι μεγάλη. Έχω μέσα μου ειρήνη και βασιλεύει σε όλα μου τα μέλη ανάπαυσις και θεία ευφροσύνη. Περιμένω σε λίγο τους Αγγέλους μου.
Κατόπιν έδωσε εντολή να περάσουν όλα του τα πνευματικά τέκνα ένας ένας από
μπροστά του.
Ελαβε και έδωσε συγχώρεση.
Εδωσε τις τελευταίες του ευλογίες και οδηγίες στον καθένα χωριστά για το πού και το πώς
θα ζήσει και κατόπιν τους παρακάλεσε να απομακρυνθούν.
Αυτός άρχισε να προσεύχεται ξαπλωμένος αλλά δεν ήταν βέβαια δυνατόν να
ακουστεί τι έλεγε.
Τρεις φορές σήκωσε έτσι τα χέρια του στον ουρανό. Ο τόπος άστραψε και οι Πατέρες γονάτισαν,
σταυροκοπήθηκαν και κοίταζαν με δέος. Μια γλυκυτάτη ευωδία
άρχισε να απλώνεται παντού.
Ο Γέροντας κατέβασε τα χέρια του, έκαμε το σημείο του Σταυρού και ύστερα τα σταύρωσε και απλώθηκε γύρω του μια παράξενη ησυχία, μια ανέκφραστη γαλήνη. Πλησίασαν οι μοναχοί δειλά δειλά και είδαν το πρόσωπο του Γέροντος Αρσενίου να λάμπει αλλά η αγία του ψυχή είχε παραδοθεί στα χέρια του Κυρίου του που τόσον ηγάπησε από μικρό παιδί και για χατήρι του οποίου είχε καταξηράνει το σώμα του.
- Να, αδελφοί μου, χριστιανά τα τέλη της ζωής ενός αθλητού της πίστεως, ανώδυνα,
ανεπαίσχυντα, ειρηνικά. Τέτοια να είναι και τα δικά μας τέλη.
Κατόπιν άρχισαν να τον ετοιμάζουν προς ενταφιασμό. Οταν του ξεσκέπασαν τα πόδια φάνηκε μπροστά τους μια φοβερή εικόνα. Και τα δυο του τα πόδια από τα γόνατα και κάτω είχαν μείνει μόνο τα κόκκαλα. Η σάρκα είχε εξαφανιστεί από τη συνεχή στάση και τις μακροχρόνιες πληγές. Ολοι απορούσαν πώς μπορούσε και στεκόταν τόσο σακατεμένος και πώς βάδιζε τόσο γρήγορα! Ποτέ δεν είπε ότι του πόνεσαν τα πόδια ενώ σαν πουλάκι διέσχιζε όλο το Αγιον Ορος. Παρά ταύτα τα μέλη του ήσαν μαλακά, ζεστά και παραδόξως λαμπερά. Από τις σαπισμένες πληγές των ποδιών και των άλλων μερών του σώματός του εξήρχετο μια ευχάριστη ευωδία θυμιάματος.
Τον έθαψαν πίσω από το Ιερό του κελλίου της Αγίας Τριάδος στις 25 Μαρτίου του 1846. Επί δεκαετίες ήταν το στήριγμα και ο διδάσκαλος όχι μόνον για τους Ρώσους αλλά και για τους Ελληνες και πολλούς Αγιορείτες.
Για πολλά χρόνια έλεγαν για αυτόν:
- O μεγάλος Γέροντας Αρσένιος.
 Κατά την Αγιορείτικη βέβαια συνήθεια μετά τρία χρόνια έκαναν ανακομιδή των οστών του όπως και του Πατρός Νικολάου του υποτακτικού, τα οποία φανερώθηκαν κίτρινα σαν το κερί, σαν το κεχριμπάρι, σκορπίζοντας γύρω τους θαυμαστή ευωδία.
Ολες αυτές οι αξιοθαύμαστες, αληθινές ιστορίες γύρω από τον
πατέρα Νικόλαο τον υποτακτικό και τον Γέροντά του Αρσένιο βγήκαν από τις ημερολογιακές σημειώσεις του μοναχού Πατρός Παρθενίου. Αυτοί είναι οι θάνατοι των αγίων ανθρώπων και του δικαίου Ιώβ.

Προσευχή για τους κεκοιμημένους

Κάποτε, ο Αγιος Σιλουανός, ο νέος Αγιος της Εκκλησίας μας, συνάντησε έναν Αγιορείτη ασκητή που είχε το χάρισμα της κατανύξεως και των συνεχών δακρύων. Οποτε τον έβλεπαν τον αντίκρυζαν δακρυσμένο.
Σιωπηλά δάκρυα κυλούσαν στα αποστεωμένα μάγουλά του. Κυρίως αυτά τα της Θείας Χάριτος δάκρυα κυλούσαν καθ'όλην τη διάρκεια της Θείας Λατρείας. Αλλά και όταν προσηύχετο, και όταν ενθυμείτο τα σεπτά πάθη του Κυρίου και τη Σταύρωσή Του, όταν ενθυμείτο την Υπεραγία Θεοτόκο και τους Αγγέλους, τη Βασιλεία των Ουρανών και τη χαρά των Αγίων.
Τον πλησίασε ο Αγιος Σιλουανός και τον ρώτησε επίτηδες για να τον ψαρέψει, όπως θα λέγαμε στη γλώσσα μας:
- Είναι καλό, Πάτερ, να προσεύχομαι για τους νεκρούς;
Εκείνος αναστέναξε και μέσα από τα δάκρυά του είπε:
- Εαν μου ήτο δυνατόν θα έβγαζα όλες τις ψυχές από τον Αδη που τόσο υποφέρουν και βασανίζονται από το απαράκλητον της κολάσεως και του ψηλαφητού σκότους. Θα τις έβγαζα. Ναι, θα τις έβγαζα. Και με όλη μου την καρδιά θα τις έβγαζα. Γιατί τότε μόνον θα ανεπαύετο και θα εχαίρετο η ψυχή
μου.
Και έκανε μια μικρή κίνηση με τα χέρια του σαν να μάζευε στάχυα από σιτάρι και άρχισε πάλι να κλαίει.
- Να, χριστιανοί μου, ανθρώπινα σπλάγχνα οικτιρμών. Ποιος ξέρει τι ασκητικούς
αγώνες έκαμε ο ανώνυμος αυτός ασκητής για να παρηγορούνται οι κεκοιμημένοι, οι νεκροί μέσα στον Αδη! Δεν μας μένει τίποτε άλλο παρά να τον μιμηθούμε.

53 Επίμετρον. Η Παραθρησκεία τής επιστημολογίας