Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 1993

55 Η Θεία Λειτουργία. Τάς θύρας, τάς θύρας

Αρπαγή κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας

Κάποτε, χριστιανοί μου, μια ψυχή προσευχομένη με το κομποσχοινάκι στη Θεία Λειτουργία, ήταν δαχτυλιδάκι και δεν εφαίνετο από τους άλλους εκκλησιαζομένους, σε μια στιγμή ένιωσε σαν να μην ευρίσκετο μέσα στο Ναό και όμως και άκουγε και έβλεπε τα τελούμενα. Και με τα μάτια της ψυχής της βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα μια μεγάλη καρδιά που την τρυπούσε μια λόγχη, μια πολύ μεγάλη λόγχη, η οποία άρχισε να βγάζει αίμα, αίμα πολύ, αίμα άλικο, πανάγιο, το οποίο άρχισε με έναν πολύ περίεργο τρόπο να πιτσιλίζει.
Πώς τρυπάμε ξαφνικά έναν ασκό και πετάγεται το νερό με ορμή; Κάπως έτσι. Και άρχισε να την διαποτίζει και να διαποτίζει όλα τα μέλη του σώματός της, την καρδιά, τον νου, τις αισθήσεις της ψυχής και του σώματος. Ολόκληρη λούστηκε μέσα στο αίμα. Πώς; Δεν ξέρει. Από τα μάτια άρχισαν να κυλούν ποτάμια τα δάκρυα βουβά. Η καρδιά θερμαίνεται, ο νους φωτίζεται, οι λογισμοί λαμπρύνονται, η ψυχή δοξάζεται, οι αισθήσεις αγάλλονται, το σώμα σε πλήρη και ολοκληρωμένη πνευματική ευφροσύνη.
Παντού βασίλευε η ειρήνη και μέσα της και γύρω της. Και να που σε λίγο ο Λειτουργός Ιερεύς καλεί και αυτήν και τους άλλους να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων.
- Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.
Και το Πανάγιον Αίμα του αγίου Ποτηρίου ενώνεται με αυτό που πριν, από πόση ώρα δεν εγνώριζε, που το έλαβε πνευματικά να γίνεται ένα και το αυτό. Η μήπως ήταν το ίδιο; Ποιος ξέρει; Και θεία ευφροσύνη ως αίσθηση ψυχής και σώματος της συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Δάκρυα, πολλά δάκρυα. Δόξα στο όνομά Σου, Θεέ μου.

Έδειρε το διάβολο και είδε την Αγία Κοινωνία κομμάτι κρέας
και αίμα

Αυτή η θεία επίσκεψη μου θύμισε έναν γέροντα ησυχαστή, τον Πατέρα Αυγουστίνο, που ηγωνίζοντο μόνος ερημικά και ασκητικά σε ένα κελλί της μονής Φιλοθέου στο Αγιον Ορος, που το κελλάκι
ονομάζεται τα Εισόδια της Θεοτόκου.
Κάποτε όπως διηγείται ο ίδιος, ενώ έκανε ένα βράδυ συνέχεια μετάνοιες και σταυρωτά κομποσχοίνια, του παρουσιάζεται ο διάβολος μέσα στο φτωχικό του κελλάκι σαν σκύλος φοβερός που πετούσε φωτιές από το στόμα του. Και όρμησε πάνω στο γέροντα για να τον πνίξει ουρλιάζοντας και λέγοντας ότι καιγόταν από τις προσευχές και τα κομποσχοίνια του. Μην τρομάζετε, σε εμάς δεν έρχεται. Ο γέροντας Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε πάνω στον τοίχο και του είπε:
- Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς με τόση μανία και τόση κακία και τόση σκληρότητα τα πλάσματα του Θεού;
Οπότε αμέσως λυσσασμένος ο διάβολος από την ντροπή του εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του καπνό, βρωμιά και δυσωδία.
Και ο πατήρ Αυγουστίνος συνέχισε να διηγείται: Ο διάβολος πολύ δυνατός αλλά κι εγώ με τη βοήθεια του Θεού μπαμπάτσικος, τον πέταξα και τον κόλλησα στον τοίχο. Μπαμπάτσικος σημαίνει πολύ πολύ γερός. Υστερα, όμως, συνέχισε ο γέροντας, άρχισα να λυπάμαι και να ελέγχομαι από τη συνείδηση γιατί χτύπησα το διάβολο. Σκεφτείτε λεπτότητα ψυχής. Περίμενα με αγωνία πότε να φωτίσει να τρέξω να πάω στον Πνευματικό μου να εξομολογηθώ που χτύπησα το διάβολο. Οταν ξημέρωσε λοιπόν πήγα στην Προβάτα,- από το κελλάκι του μέχρι την Προβάτα είναι μιάμισι ώρα δρόμο με τα πόδια - βρήκα τον Πνευματικό μου και εξομολογήθηκα τι έγινε στην προσευχή και πώς χτύπησα το διάβολο.
Ο Πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός και δεν μου έβαλε καθόλου κανόνα αλλά μου είπε να κοινωνήσω το άλλο το πρωί. Εγώ από τη χαρά μου πετούσα. Ολη τη μέρα δουλειά και όλη τη νύχτα άγρυπνος με κομποσχοίνια και μετάνοιες. Το πρωί κατά τις 5 πήγα στη Θεία Λειτουργία για να κοινωνήσω.
Οταν ο Ιερεύς έβαζε την Αγία Λαβίδα στο στόμα μου, είδα την Αγία Κοινωνία ένα μεγάλο
κομμάτι κρέας και αίμα και το μασούσα και μασούσα και τη μασούσα για να την καταπιώ. Τι ευφροσύνη ήταν αυτή! Ηταν τόσο μεγάλη η ακατάληπτη αγαλλίασις που δεν μπορούσα να την αντέξω. Από τα μάτια μου ποτάμια έτρεχαν τα δάκρυα μου. Καρδιά και σώμα εδονούντο από ανέκφραστη ευτυχία. Και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα.. Εφυγα γρήγορα γρήγορα για να μη με δουν οι Πατέρες, οι μοναχοί, για να μην δουν τις θεϊκές αλλοιώσεις που είχα υποστεί αναξίως από τον Θεόν. Ολα αυτά τα απεκάλυψε ο ίδιος στον πατέρα Παϊσιο, το γνωστό μοναχό και ασκητή από το Αγιον Ορος.

Αρπαγή

Κάποτε, χριστιανοί μου, ένας ευσεβής χριστιανός, απλός χριστιανός, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, είδε με τα μάτια της ψυχής του, διά της νοεράς δηλαδή αισθήσεως, εν εκστάσει και θεωρία πνευματική, όραμα φοβερόν. Μετά την εκφώνηση "Τας θύρας, τας θύρας" και ενώ απαγγέλεται το Σύμβολο της Πίστεως, ο Λειτουργός σηκώνει ψηλά τον Αέρα που σκεπάζει τα
Τίμια Δώρα και τον κινεί πάνω από αυτά ρυθμικά.
Τι είδε αυτός ο ευσεβής χριστιανός; Είδε εν εκστάσει τον Αέρα αυτόν να τον κρατάνε δεκάδες αγγελικά χέρια μαζί με τα χέρια του Ιερέως και να τον κινούν και αυτοί μαζί του. Και των Αγγέλων εκείνων τα χέρια σε κάποια στιγμή άρχισαν να διπλώνουν τον Αέρα με ιεροπρέπεια και ευλάβεια πολλή.
Η κίνησις αυτή του Αέρως αναφέρεται συμβολικά στο θρίαμβο της πίστεως. Και τη στιγμή που εδιπλώνετο το κάλλυμα αυτό το ιερό του Αέρως, εφάνη αόρατος λίθος να κυλίεται εκ θύρας μνημείου ενώ από τα χείλη των Αγγέλων ηκούετο ουράνιος, μελίρρυτος ψαλμωδία που έψελε το "Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον". Το Αγιον Βήμα και ο τρούλος του Ναού πλημμύρισε από την παρουσία χιλιάδων Χερουβείμ και Σεραφείμ τον επινίκιο ύμνο άδοντα και ψάλλοντα : "Αγιος, Αγιος, Αγιος, Κύριος Σαβαώθ" ενώ από πλήθος άλλων αγγελικών τάξεων ηκούετο χαρμόσυνα και πανηγυρικά το "Δόξα εν υψίστοις Θεώ" ή το Αλληλούια ή άλλοι ακατάληπτοι ύμνοι. Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε, που αποκαλύπτεις τα ουράνια μυστήρια της
Θείας Λατρείας, της Λατρείας του Ουρανού και σε εμάς τους αμαρτωλούς και αναξίους.

Λοιπόν ποιον να θυμιάσω;

Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς κάποτε όταν θύμιαζε το Ναό πέρασε μπροστά από μια χριστιανή και δεν τη θύμιασε και στο διπλανό στασίδι που ήταν άδειο το θύμιαζε και το ξαναθύμιαζε και το ξαναθύμιαζε. Και εκείνη στο τέλος παραπονέθηκε. Λέει:
- Εμένα δεν με θύμιασες και το διπλανό που ήταν άδειο το θύμιασες.
- Εσύ ήσουνα μέσα στο Ναό αλλά ήσουν απ' έξω. Και αυτή που έλειπε από εδώ και άρρωστη στο κρεββάτι στο σπίτι της ήταν μέσα στο Ναό. Λοιπόν ποιον να θυμιάσω; Αυτόν που ήταν μέσα ή αυτόν που ήταν έξω κατά την ψυχή;

Ο παπα-Ματθαίος, ο εξόριστος στη Σιβηρία

Γνώρισα ευσεβή κληρικό, τον Πατέρα Ματθαίο, που έζησε ύστερα από 20 χρόνια εξορίας στην παγωμένη Σιβηρία ύστερα από αφάνταστες κακουχίες και βασανιστήρια. Από τους 1200 ιερωμένους Επισκόπους, Ιερείς, Διακόνου, και Μοναχούς επέζησαν μόνον 100, ανάμεσα στους οποίους και ο Πατήρ Ματθαίος με την οικογένειά του διότι ήτο έγγαμος Ιερεύς. Για φελόνια είχε ένα τσουβάλι και για Πετραχείλι κομμάτια από χαρτόνι και λειτουργούσε μέσα στους πάγους, χρησιμοποιώντας για πρόσφορα ένα κομμάτι ψωμί και για Αγιο Ποτήριο ένα κοινό ποτήρι, ένα κύπελλο. Και λειτουργούσε κάτω από τέτοιες συνθήκες 20 με 30 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Οι
διηγήσεις του προκαλούν δέος.

Η σαύρα

Κάποτε, χριστιανοί μου, σε ένα χωριό λειτουργούσε ένας ευλαβής Ιερεύς σε ένα παλιό εξωκλήσι πολύ χαμηλοτάβανο. Είπε λοιπόν "Τας θύρας, τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν", πήρε στα χέρια του το ιερό κάλλυμα, το σήκωσε και άρχισε να το κινεί ρυθμικά πάνω από τα Τίμια Δώρα ενώ απ' έξω ο ψάλτης έλεγε το "Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα". Οι χριστιανοί ήσαν τρεις, τέσσερις εκείνοι που έκαμαν την ιδιωτική Λειτουργία. Ξαφνικά από το ταβάνι του θόλου του Ιερού Βήματος που ήτο πολύ χαμηλό πέφτει μια σαύρα. Και πού έπεσε λέτε; Μέσα στο Αγιον Ποτήριο. Η σαύρα ψοφάει. Δεν είχαν καθαγιαστεί ακόμη τα Τίμια Δώρα. Αν ήθελε ο Ιερεύς μπορούσε να τη βγάλει. Ατάραχος όμως αυτός ο παππούλης συνέχισε τη Θεία Λειτουργία σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κοινώνησε αυτός, κοινώνησε και τους δυο τρεις χριστιανούς, οι οποίοι τελούσαν είπαμε τη Θεία Λειτουργία σε εκείνο το εκκλησάκι και στο τέλος δόξα στο όνομά Σου, δόξα στην πίστη εκείνου του ανωνύμου Ιερέως κατέλυσε τη Θεία Κοινωνία τρώγοντας και τη σαύρα.
Μάλιστα έφαγε τη σαύρα που είχε ποτιστεί όμως με το Αίμα του Θεανθρώπου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Πώς να μη θαυμάσεις τέτοιου είδους πίστη! Και ύστερα μας λέν ότι μεταδίδονται δήθεν μικρόβια. Πώς να μην υποκλιθείς μπροστά στην ευλάβεια και την πίστη ενός τοιούτου Λειτουργού Ιερέως. Ολοζώντανο αυτό το θαύμα. Πώς να μη γονατίσεις και να ασπαστείς τα πόδια αυτού του αγνώστου Ιερέως που ομολόγησε τόσο άφοβα και με τόση ζωντανή πράξη την πίστη του προς τον Χριστό κατά την φρικτή κατάλυση της Θείας Κοινωνίας εκείνης της αξέχαστης για αυτόν Θείας Λειτουργίας!
Αυτό το γεγονός το διηγήθηκε ο αείμνηστος Πατήρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, Πνευματικός πατέρας της πόλεως των Πατρών και πιστεύω και Αγιος. Μάλιστα λέγει ότι ήτο αυτόπτης μάρτυς αυτού του γεγονότος. Αυτό δίνει βέβαια μια υποψία πως μάλλον ήτο ο ίδιος. Αλλά βέβαια το απέκρυψε με αυτόν τον τρόπο.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 1993

Τά θαύματα τού Αγίου καί οι ημέρες μας



Αγίου Σπυρίδωνος 1993

«Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σε ιερότατε».
Σήμερα η Εκκλησία μας χριστιανοί μου, τιμά τη μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού.
Ο Άγιος γεννήθηκε στην Κύπρο, στα μέσα του τρίτου αιώνος μετά Χριστού. Ήταν φτωχός και αγράμματος. Το δε επάγγελμά του ήταν βοσκός, τσομπάνος, αλλά άγιος. Πολλοί βοσκοί ήσαν, ο Αβραάμ, ο Ιακώβ, ο μεγάλος νομοθέτης Μωυσής, ο προφητάναξ Δαυΐδ και πολλοί άλλοι άνδρες, μεγάλοι, της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά μήπως βοσκοί δεν ήσαν και κείνοι, που τη βραδιά των Χριστουγέννων στη Βηθλεέμ, άκουσαν τους αγγέλους ανεβοκατεβαίνοντας απ’ τον ουρανό στη σπηλιά να ψάλλουν το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»;
Ένας ταπεινός τσομπάνος που πιστεύει στο Χριστό, στην Εκκλησία και στα μυστήριά της, και ζει σύμφωνα με το άγιον θέλημά Του, αξίζει πολύ περισσότερο από έναν επιστήμονα, και από έναν δήθεν σοφό, που δεν ζει σύμφωνα με τις Ευαγγελικές εντολές και δεν πιστεύει σε τίποτα.
Ο Άγιος Σπυρίδων ήταν παντρεμένος και είχε μάλιστα μία κόρη, την Ειρήνη. Δεν πρόλαβε για δεύτερο παιδί γιατί ο Θεός παίρνει στους ουρανούς την ευσεβή σύζυγόν του. Έτσι χήρεψε πολύ πολύ νωρίς. Από τότε αφοσιώθηκε πιο πολύ στον Θεόν, με νηστεία, με προσευχή, με εγκράτεια, με Θεία Λατρεία, με ελεημοσύνη, με πολλή φιλανθρωπία. Το σπίτι του είχε γίνει όχι μόνον κατ’ οίκο Εκκλησία, αλλά και καταφύγιο των δυστυχισμένων και των φτωχών. Παρηγορώντας τους πάντας, και η προσευχή του ακόμα, αν και ήτο βοσκός έκανε θαύματα. Έτσι η φήμη του απλώθηκε παντού.
Μετά τον θάνατον του μητροπολίτου Τριμυθούντος Κύπρου, έμεινε κενή η μητροπολιτική αυτή θέση, και τότε κλήρος και λαός, άντρες γυναίκες και παιδιά, ζήτησαν όλοι μαζί και προπαντός οι πάσχοντες, για επίσκοπο τον Άγιο Σπυρίδωνα. Ύστερα λοιπόν απ’ αυτήν την πάνδημον απαίτησιν, κλήρου και λαού, η Εκκλησία απεφάσισε ομοφώνως και χειροτόνησε τον βοσκόν εκείνο τον Σπυρίδωνα, επίσκοπο.
Την πρώτη μέρα διάκονος, τη δεύτερη πρεσβύτερο ιερέα, και την τρίτην Δεσπότη. Και όπως οι μαθηταί και Απόστολοι του Χριστού, από κοινοί ψαράδες έγιναν αλιείς ανθρώπων, απλώνοντας τα δίχτυα τους σε ολόκληρον τον κόσμον, έτσι και ο Άγιος Σπυρίδων από κει που έβοσκε πρόβατα και γίδια, έγινε βοσκός λογικών προβάτων, ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού.
Σαν επίσκοπος ήταν ταπεινός, πράος, ειρηνικός, άνθρωπος των γονάτων και της προσευχής, της νηστείας και της εγκράτειας, της φιλανθρωπίας και των θαυμάτων. Πολλά τα θαύματα όσο ζούσε. Ας πούμε μερικά.

Κάποια χρονιά επεκράτησε φοβερή ανομβρία – όχι σαν τη δική μας, - και οι πηγές και τα πηγάδια στέρεψαν όλα, η γη έσκασε από την ξηρασία και οι άνθρωποι, τα ζώα πέθαιναν από τη δίψα, και οι άνθρωποι άρχισαν να υποφέρουν. Ο Άγιος κάνει λιτανεία και εκτενή προσευχή και ευθύς αμέσως βρέχει για δέκα συνεχείς ημέρες.

Δεύτερον. Σαν επίσκοπος, όπως είναι γνωστόν, είχε λάβει μέρος στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο που είχε συνέλθει στην Νίκαια της Μικράς Ασίας το 325 μ.Χ. Ήτο η μεγάλη εκείνη Σύνοδος που κατεδίκασε τον Άρειον ως αιρετικόν, γιατί διαλαλούσε ότι ο Χριστός μας ήταν κτίσμα και όχι Θεός. Έλεγε ότι ήτο ομοιούσιος τω Πατρί και όχι ομοούσιος. Μπήκε ένα γιώτα στη μέση, αλλά εκείνο το γιώτα έκαμε τον Θεόν κτίσμα. Οι θεοφόροι Πατέρες με πρώτον τον Μέγαν Αθανάσιο, απέδειξαν με επιχειρήματα παρμένα μέσα από την Αγίαν Γραφήν και τον ορθόν λόγον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ήτο και τέλειος Θεός. Ο Άγιος όμως Σπυρίδων έκανε και θαύμα μέσα στη μεγάλη πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Πήρε ένα κεραμίδι και το έσφιξε δυνατά, στην παλάμη του, στο χέρι του. Και ευθύς αμέσως από κάτω έτρεξε νερό, από πάνω ξεπήδησαν φλόγες, και στη χούφτα του παρέμεινε το χώμα. Μετά από αυτό το θαύμα, με αυτό το θαύμα μάλλον, δεν απέδειξε μόνον την ενότητα των δύο φύσεων στο πρόσωπον του Χριστού, αλλά και την ενότητα των τριών προσώπων, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στον Ένα Τριαδικόν Θεόν. Άρα ο Υιός και Λόγος του Θεού, που εγένετο σάρξ, δηλαδή άνθρωπος, και εσκήνωσεν εν ημίν, ήταν ομούσιος τω Πατρί. Της αυτής ουσίας με τον Πατέρα. Όχι όμοιος. Ομοούσιος. Έτσι ο βοσκός επίσκοπος της Κύπρου, αποστόμωσε τον περίφημο Άρειο που νόμιζε πως με τις φιλοσοφικές του θεωρίες θα μπορούσε να γκρεμίσει τον Χριστόν, από τον θρόνον της θεότητος.

Τρίτον. Κάποτε ένας φτωχός, πήγε και ζήτησε βοήθεια από τον Άγιον. Και για αυτόν, και για τα πεινασμένα παιδάκια του. Ο Άγιος Σπυριδων δεν είχε τίποτα να του δώσει, όλα τα είχε ήδη ξοδέψει στις πολλές ανάγκες των άλλων φτωχών. Ο δυστυχισμένος έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας. Ο Άγιος είδε την αλήθεια στα κλαμένα μάτια εκεινού του ανθρώπου. Και κείνη τη στιγμή βλέπει στα χορτάρια της αυλής του ένα φίδι να περνά. Το σταυρώνει στο όνομα του Χριστού και το φίδι μεταβάλλεται σε χρυσάφι. Ο Άγιος το πήρε και το έδωσε στον άνθρωπο για να καλύψει τις ανάγκες του.

Τέταρτον. Μια Κυριακή ο Άγιος λειτουργούσε μόνος του. Όλο το εκκλησίασμα έψαλλε. Μετά το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αμέτρητες αγγελικές φωνές άρχισαν να ψάλλουν. Οι πάντες βουβάθηκαν. Και από την έκπληξη, και από το θαυμασμό, και από το δέος, και από τον φόβο. Και όταν ο Άγιος Σπυρίδων είπε προς τον λαόν «Ειρήνη πάσι», άγγελοι και αρχάγγελοι, Σεραφείμ και Χερουβείμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Εξουσίες, Δυνάμεις, όλες οι ουράνιες δυνάμεις, με μια φωνή απάντησαν: «Και τω Πνεύματί Σου». Έτσι οι πιστοί εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, εκείνη την αξέχαστη Κυριακή, έζησαν την ουράνια λατρεία της θριαμβεύουσας Εκκλησίας να ενώνεται με την επί γης Στρατευομένη Εκκλησία. Τη μια Εκκλησία, με τον Έναν ποιμένα, τον Χριστόν. Είναι αυτό που ζούσε ο παπα-Τύχων ο Αγιορείτης ασκητής, στο Χερουβικό ύμνο . Τόχουμε ξαναπεί. Να το ξαναπούμε. Άγγελοι τον άρπαζαν στον ουρανό, για μισή ώρα περίπου. Και κει πάνω ζούσε, βίωνε, την ουράνια Λατρεία της Βασιλείας του Θεού. Όταν συνήρχετο μονολογούσε θαμπωμένος, από τα Μεγαλεία του Θεού, Πω πώωω, παράδεισος. Πωπώωω, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Χαρά Θεού. Δόξα Θεού, πλούτος Θεού, άγγελος με ανεβάζει, άγγελος με κατεβάζει. Τι πλούτος, τι μεγαλείον Θεού. Ο παπα-Τύχονας είναι ένας από τους νεοτέρους οσίους λειτουργούς, και ασκητάς Αγιορείτας των ημερών μας, και εκοιμήθη οσιακώς μόλις το 1968. Αλλά μήπως το ίδιο δε συνέβαινε και με τον Άγιο Νεκτάριο, όταν ελούζετο στον Χερουβικό ύμνο και στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων από ανέσπερο, ολόλαμπρο, ολόλευκο, άκτιστο φως, μέσα σε αγγελικές ψαλμωδίες; Και ο πατήρ Γεώργιος Καρσλίδης ζούσε, όταν ζούσε στο μοναστηράκι έξω από τη Δράμα, ζούσε λειτουργικά με αγγέλους και αρχαγγέλους. Τα Λειτουργικά Πνεύματα πολλές φορές εθεάθησαν να θυμιάζουν την Μεγάλη Είσοδο ευλαβών ιερέων. Και άλλα πάλι να συνωστίζονται στο Άγιον Βήμα δια τα τελούμενα. Πολλές οι παρόμοιες αγγελικές και Χερουβικές συλλειτουργίες από ιερείς ασκητάς του Αγίου Όρους.

Χριστιανοί μου, ζωντανή η πίστις μας, η θριαμβεύουσα Εκκλησία παρούσα και στη σημερινή μας, δική μας Θεία Λατρεία, τη λατρεία της στρατευομένης Εκκλησίας. Αλλά ο λόγος μας όμως δεν είναι αυτός, αλλά ο Άγιος Σπυρίδων.

Πέμπτο θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος. Κάποτε ήρθε μία γυναίκα, και τον παρακαλούσε να της επιστρέψει πίσω κάτι πολύτιμο που το είχε δώσει στην κόρη του για να το φυλάξει. Όμως η μονάκριβη θυγατέρα του, η Ειρήνη είχε πεθάνει κι έτσι ο Άγιος δεν ήξερε που το είχε βάλλει η κόρη του. Πήγε λοιπόν ο Άγιος Σπυρίδων στον τάφο της κόρης του, και την ρώτησε που είχε κρυμμένο το ξένο αυτό πολύτιμο πράγμα; Και μέσα από τον τάφο μίλησε η Ειρηνούλα και είπε που το είχε κρύψει. Ο Άγιος πήγε, έψαξε, το βρήκε, και το επέστρεψε στη γυναίκα που το ζητούσε και το είχε ανάγκη. Ο Άγιος ξαναγύρισε στον τάφο της θυγατέρας του και αφού την ευχαρίστησε της είπε: «Κοιμήσου τώρα παιδί μου μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου».

Από τα πέντε αυτά θαύματα, τα τέσσερα τονίζονται πολύ επιγραμματικά στο απολυτίκιον του Αγίου. Πώς αρχίζει το απολυτίκιον του Αγίου;
«Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος», αυτό αναφέρεται στο θαύμα με το κεραμίδι.
«Διό νεκρά συ εν τάφω προσφωνείς», αυτό αναφέρεται στο διάλογο που είχε με τη νεκρή θυγατέραν του.
«Και όφιν εις χρυσούν μετέβαλλες», αυτό μας περιγράφει το θαύμα της μεταβολής του φιδιού σε χρυσάφι για να καλυφθούν οι ανάγκες του φτωχού οικογενειάρχου.
«Και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι, ιερότατε». Αυτό, με όσα σχετικά είπαμε με τη Θεία Λειτουργία του Αγίου, όπου συνέψαλλον μαζί του τα πλήθη των αγγελικών ταγμάτων. Και δεν είναι μόνον αυτά τα θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος. Τα τονίσαμε επειδή αναφέρονται και στο απολυτίκιό του.

Εξακολουθεί και σήμερα να θαυματουργεί ο Άγιος Σπυρίδων, σε όσους τον επικαλούνται με πίστη.
Θαυματουργός ο ¨Αγιος Σπυρίδων, θαυματουργοί και όλοι οι Άγιοι.
Θαυματουργοί και μάρτυρες.
Θαυματουργοί και ομολογητές.
Θαυματουργοί και όσιοι.
Θαυματουργοί και ανάργυροι.
Θαυματουργοί και μυροβλήτες. Άγιοι και θαυματουργοί. Τα θαύματα ακολουθούν τους αγίους και μετά το θάνατό τους.
Θαυματουργούν τα οσιακά σκηνώματά τους.
Θαυματουργούν τα μαρτυρικά λείψανά τους.
Θαυματουργούν ακόμα και αυτοί οι τάφοι τους.
Θαυματουργούν τα οστά τους τα τίμια.
Θαυματουργούν τα ενδύματά τους.
Θαυματουργούν οι άγιες εικόνες τους.
Κάνομε μια παράκληση στην Παναγία, στον Άγιο Σπυρίδωνα, στον Άγιο Νικόλαο, στον Άγιο Μηνά, στον Άγιο Γεώργιο, στον Άγιο Δημήτριο, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Βαρβάρα, στην Αγία Αικατερίνη, στην Αγία Μαρίνα, στην Αγία Ειρήνη τη Χρυσοβαλάντου, σε όλους τους Αγίους και το θαύμα πραγματοποιείται. Όμως, όμως, κάθε θαύμα προϋποθέτει πίστη και μετάνοια. Πίστη και ήθος. Πίστη και έργα. Πίστη στον Χριστό και στον έργον Του. Πίστη στο Χριστό και στο Ευαγγέλιόν Του. Πίστη στα θαύματά Του, στη Σταύρωσή Του, στην εκ νεκρών Ανάστασή του, στην Αγία Του Ανάληψη. Πίστη στη Δόξα και στη Βασιλεία των Ουρανών. Πίστη στη Δευτέρα Του Παρουσία και στα θαύματά Του. Αν δεν πιστεύουμε στο Χριστό και στα θαύματά Του, πως θα πιστέψωμε στα θαύματα των Αγίων; Πως θα πιστέψωμε στα θαύματα των Παναγίων Μυστηρίων; Ή πιστεύομε στο Χριστό, ή δεν πιστεύουμε! Μέσος δρόμος αμφιβολίας, χλιαρότητος και ολιγοπιστίας δεν χωράει. Ή πιστεύεις ή δεν πιστεύεις! Και όποιος δεν πιστεύει είναι τυφλός, ζει στα σκοτάδια.
Εκείνος όμως που πιστεύει στο Χριστό, στο Ευαγγέλιό Του, στην Εκκλησία Του, στα Μυστήριά της, αυτός είναι ανοιχτομάτης, βλέπει καθαρά και σωστά και δεν αμφιβάλλει τον λόγο που είπε ο Κύριος : «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα ά εγώ ποιώ και κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει». Ιωάννου ΙΔ 14. Όποιος δηλαδή πιστεύει σε μένα, λέγει ο Κύριος, όχι μόνον αυτά τα υπερφυσικά έργα που έκανα εγώ, θα τα κάμει και αυτός, αλλά και ακόμα περισσότερα και ακόμα μεγαλύτερα, πάντοτε με την δική μου δύναμη.
Άπιστοι, ω άπιστοι που είστε, να δείτε το πιο μεγάλο θαύμα πάνω στην Αγία Τράπεζα! Ναι άπιστοι, για όλους εμάς ο Χριστός να το φωνάξτε, είναι ζωντανός Θεός, είναι ο ζωντανός ο αληθινός Θεός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Είναι ο Ων, είναι ο Ην, είναι ο Ερχόμενος, είναι ο Κύριος, είναι ο Παντοκράτωρ. Ο Χριστός βασιλεύει εις τους αιώνας των αιώνων. Γι’ αυτό και πάντοτε διά μέσου των Αγίων, έκανε, κάνει και θα κάνει πάντοτε θαύματα, ας γονατίσουμε, ας παρακαλέσουμε, ας κλάψουμε ας ικετεύσουμε και αν είναι για το συμφέρον μας, αυτός θα το κάμει. Ζητείτε και δοθήσεται ημίν.

Δόξα λοιπόν στο Σωτήρα μας Χριστόν. Γι’ αυτό και τα περισσότερα απολυτίκια θαυματουργών Αγίων, όπως και του σημερινού εορταζομένου Αγίου Σπυρίδωνος, τελειώνουν με την Δόξαν προς τον Κύριον, και Θεόν ημών, τον Ιησούν Χριστόν.
Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, Δόξα τω σε στεφανώσαντι, Δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Αυτώ η Δόξα και το κράτος και η τιμή
εις τους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 1993

54 Η Θεία Λειτουργία. Αγαπήσωμεν αλλήλους

Τρεις ώρες κόλαση ή ένα χρόνο βάσανα στη γη;

Ο Χατζηγεώργης ο Αθωνίτης, ένας αδικημένος Αγιος της εποχής μας, πολλές φορές θυμόταν έναν συγγενή του, έναν προπάππου, που υπέφερε από φρικτούς πόνους, βασανιζόμενος από μια άγνωστη
αρρώστια για την εποχή του.
Χάνοντας κάποτε την υπομονή του ο άρρωστος παρακάλεσε τον Θεό να τον πάρει από τη ζωή γιατί δεν μπορούσε άλλο να υποφέρει. Παρ'όλο που ήτο ευσεβής λύγισε.
Του παρουσιάζεται τότε ένας Αγγελος και του λέει:
- Δοκιμάζεσαι με βάσανα εδώ πάνω στη γη για να καθαρισθείς και να λάμψεις ως ο ήλιος, όπως το χρυσάφι καθαρίζεται μέσα στη φωτιά. Πρέπει λοιπόν να δοκιμαστείς άλλον ένα χρόνο. Και σε ρωτώ : Τι προτιμάς; Ένα χρόνο βάσανα και πόνους ή τρεις ώρες στην κόλαση; Για να δεις
πού πηγαίνουν οι αμετανόητοι αμαρτωλοί και πώς θα βασανίζονται εις τους αιώνες.
Ο άρρωστος παππούς σκέφτηκε από εδώ, σκέφτηκε από εκεί. Λέει:
- Ενα χρόνο ακόμα βάσανα και πόνους φρικτούς σε αυτό εδώ το κρεββάτι; Ε, είναι πάρα πολλές. Καλύτερα να κάνω υπομονή τρεις ώρες, έστω και μέσα στην κόλαση.
Απάντησε λοιπόν στον Αγγελο ότι δέχεται τις τρείς ώρες.
Ο Αγγελος ευθύς αμέσως τον παίρνει απαλά απαλά και τον μεταφέρει στον Αδη.
Απομακρυνόμενος ο Αγγελος του λέει:
- Μετά από τρεις ώρες θα επιστρέψω.
Παντού επικρατούσε ένα αφόρητο ψηλαφητό σκοτάδι, ένας απέραντος αβάσταχτος πόνος. Τόπος απαράκλητος. Πουθενά φως. Πουθενά λίγες λέξεις παρηγοριάς. Κάποιος να σου χαϊδέψει το
κεφαλάκι. Κάποιος να σου πει: "Τι έχεις, άνθρωπέ μου, πονάς, υποφέρεις; Κάνε λίγη υπομονή". Πουθενά συμπάθεια, πουθενά ελπίδα. Το παντοτινό σκοτάδι που κυριαρχούσε εκεί, το στρίμωγμα,
οι φωνές οι πονεμένες των κολασμένων που έφταναν στα αυτιά του, η άγρια όψις, η δυστυχία που έβλεπε, προξενούσαν και σε αυτόν φοβερό πόνο και λύπη και τρόμο μαζί. Παντού έβλεπε και άκουγε
βάσανα. Παντού, όπου και αν έστρεφε το βλέμμα του, αντίκρυζε την απελπισία, το φόβο, τη φρίκη της κολάσεως. Πουθενά φωνή χαράς μέσα σε αυτή την απέραντη άβυσσο της κολάσεως. Πουθενά. Μόνο τα φλογισμένα μάτια των δαιμόνων φαίνονταν.
Αρχισε να τρέμει ο ταλαίπωρος και να φωνάζει:
- Βοήθεια, βγάλτε με από εδώ.
Αλλά στις φωνές και στις κραυγές του απαντούσε μόνον η άβυσσος. Του φαινόταν πως ολόκληροι αιώνες βάσανα και πόνων είχαν περάσει και από στιγμή σε στιγμή περίμενε να έρθει σε αυτόν ο Αγγελος αλλά αυτός δεν φαινόταν. Τελικά απελπισμένος που δεν έβλεπε φως, που νόμιζε ότι δεν θα βγει ποτέ από εκεί μέσα άρχισε να βογγάει και να κλαίει. Αλλά κανένας δεν νοιαζόταν για αυτόν.
Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί στην κόλαση σκέφτονται μόνον τον εαυτόν τους, το δικό τους βάσανο και τον δικό τους αφόρητο πόνο. Εκείνοι που χαίρονταν ήταν μόνον οι δαίμονες. Αλλά να που όμως η γλυκειά λάμψις του Αγγέλου φαίνεται στην Αβυσσο.
Και με εκείνο το γλυκύτατο χαμόγελο, το παραδεισένιο, που έχουν οι Αγγελοι, στέκεται πάνω από αυτόν τον βασανισμένο και ταλαίπωρο εκείνον παππού και τον ρωτάει:
- Πώς είσαι, άνθρωπε; Δεν πίστευα, λέει, πως και οι Αγγελοι λένε ψέματα.
- Τι θα πει αυτό; ρώτησε ο Αγγελος.
- Πώς τι θα πει; Υποσχέθηκες ότι θα με πάρεις από εδώ μετά από τρεις ώρες και πέρασαν χιλιάδες χρόνια, ολόκληροι αιώνες μέσα σε αυτά τα αφόρητα βάσανα. Δεν με λυπήθηκες καθόλου. Είπες ψέματα.
- Ευλογημένε, του λέει, τι χρόνια και αιώνες πέρασαν; Μόνο μια ώρα πέρασε. Και πρέπει να περάσεις άλλες δυο. Ετσι δεν διάλεξες;
- Δυο ώρες; Α, πα, πα. Δυο ώρες; Δεν αντέχω άλλο. Πάρε με από εδώ γρήγορα. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Χίλες φορές τα βάσανα της γης και τόσα που έχω και άλλα τόσα και άλλα τόσα μέχρι την τελευταία μου πνοή. Μόνο βγάλε με από αυτή τη φρίκη της κολάσεως. Λυπήσου με. Αλλά όχι άλλες δυο ώρες.
Φώναζε και βογγούσε ο βασανισμένος υψώνοντας παρακλητικά τα χέρια του στον Αγγελο.
- Καλά, απάντησε ο Αγγελος. Ο Πανάγαθος Θεός, ο φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαχνος θα σε ελεήσει. Δόξαζε τη φιλανθρωπία του Θεού και μη γογγύζεις ποτέ από τώρα και στο εξής.
Και με τα λόγια αυτά τον παίρνει ευθύς αμέσως και εκείνος βρίσκεται στο κρεββάτι του πόνου και πάλι δοξάζονται και ευχαριστώντας τον Θεό για τις αρρώστιες και τους πόνους του
μέχρι την ημέρα που εκοιμήθη.

Οι νεομάρτυρες της Ρωσίας

Τον Ιούλιο του 1933 μια επιστημονική ομάδα σταμάτησε για λίγες μέρες κοντά σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην πόλη Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Δεν υπήρχαν κάτοικοι σε αυτήν την πόλη μόνο κρατούμενοι που δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα κάποιας κατασκευής εκεί. Οι περισσότεροι ήσαν Ιερείς, Διάκονοι, Μοναχοί και λίγοι Επίσκοποι.
Ενας Ιερεύς από αυτούς που σώθηκε μου έχει διηγηθεί πολλά. Στους καταυλισμούς αυτούς κυριαρχούσε μια ανήκουστη βαρβαρότητα. Χωρίς κανένα λόγο μαστίγωναν, χτυπούσαν βάναυσα και πυροβολούσαν τους αιχμαλώτους, σπάζοντας τα κόκκαλά τους έτσι για διασκέδαση. Οι συνθήκες διαβιώσεως ήσαν φρικτές. Οι πιο πολλοί πέθαιναν από το φοβερό κρύο και την πείνα. Ο καιρός εκείνον τον Ιούλιο του 1933 ήταν ευχάριστος.
Μετά το δείπνο μας, λέγει αυτός που περιγράφει το γεγονός, καθήσαμε μέχρι αργά το βράδυ κοντά στη φωτιά συζητώντας μεταξύ μας. Κάθε τόσο ακούγαμε κραυγές και δυνατά βογγητά από το παρακείμενο στρατόπεδο. Ηταν μια ξάστερη και ήσυχη νύχτα. Οσο όμως ζω δεν θα ξεχάσω εκείνη την κοιλάδα της Σιβηρίας. Θα την θυμάμαι παντοτεινά. Ο γλυκός πρωινός μας ύπνος διακόπηκε ξαφνικά από ένα πένθιμο ανθρώπινο βογγητό. Σηκωθήκαμε γρήγορα. Ο επικεφαλής της ομάδας μας, ντόπιος από το Ιρκούτσκ, πήρε γρήγορα ένα ζευγάρι κυάλια και οι άλλοι στήσαμε δυο τοπογραφικά όργανα και ασχολούμασταν δήθεν με την εργασία μας όταν παρατηρήσαμε να έρχεται ένα πλήθος προς την κατεύθυνσή μας. Εξαιτίας των θάμνων ήταν δύσκολα να καταλάβουμε αμέσως τι συνέβαινε.
Οταν πλησίασαν διαπιστώσαμε ότι ήσαν 60 κρατούμενοι. Τους βλέπαμε τώρα πλέον καθαρότερα. Ηταν όλοι τους εξαντλημένοι, σκελετωμένοι από την πείνα, την πολλή δουλειά και την κακομεταχείριση, την άσπλαχνη συμπεριφορά. Τι έβλεπαν όμως τα έκπληκτα μάτια μας ακόμα! Ολοι
τους κρατούσαν ένα σχοινί στους ώμους τους και με αυτό τραβούσαν, έσερναν ένα έλκυθρο. Μάλιστα ένα έλκυθρο μέσα στον Ιούλιο μήνα. Πάνω στο έλκυθρο υπήρχε ένα βαρέλι γεμάτο από
ανθρώπινες ακαθαρσίες, περιττώματα. Οι φρουροί που τους συνόδευαν προφανώς βέβαια δεν γνώριζαν ότι εκεί υπήρχε μια επιστημονική αποστολή κοντά στην περιοχή του στρατοπέδου και
όταν μας είδαν ακούσαμε τις λέξεις της διαταγής των φρουρών :
"Ξαπλώστε κάτω και μην κινείστε".
Ενας φρουρός έτρεξε πίσω στο στρατόπεδο. Προφανώς βέβαια μας είχαν θεωρήσει υπόπτους. Κάποιος από την ομάδα μας εκτίμησε κάπως γρήγορα την κατάσταση των
κρατουμένων και είπε :
"Παρατείναμε τη ζωή τους για λίγα λεπτά".
Τίποτε άλλο. Κατ' αρχάς δεν καταλάβαμε αυτά του τα λόγια. Σε 15 όμως 20 λεπτά είχαμε περικυκλωθεί από μια διμοιρία φρουρών του στρατοπέδου που μας πλησίασαν κρατώντας τα τουφέκια έτοιμα για μάχη σαν να πρόκειται να μας επιτεθούν με τις ξιφολόγχες. Ο επικεφαλής της διμοιρίας και ο πολιτικός κομισάριος μας πλησίασαν και ζήτησαν τα χαρτιά μας. Οταν τα εξέτασαν μας εξήγησαν πως αυτοί οι 60 άνδρες είχαν καταδικαστεί να εκτελεστούν ως στοιχείο αλλότριο και εχθρικό προς τη Σοβιετική Σοσιαλιστική εξουσία του Στάλιν. Ενα τεράστιο χαντάκι είχε ήδη
ετοιμαστεί για τους 60. Ο πολιτικός κομισάριος μας ζήτησε να μπούμε στις σκηνές μας, πράγμα που το κάναμε. Οι 60 μάρτυρες ήσαν όλοι τους Ιερείς. Στο ήσυχο εκείνο πρωινό του Ιουλίου οι αδύναμες φωνές πολλών Ιερέων ακουγόταν ξεκάθαρα.
Ανοίγοντας τρύπες στα αντίσκηνά μας είδαμε, ακούσαμε και ζήσαμε την πρώτη Εκκλησία των αγίων Μαρτύρων. Οι Ιερείς ησπάζοντο ο ένας τον άλλο με φίλημα άγιον. Ο ένας από αυτούς σήκωσε τα χέρια ψηλά και φώναξε δυνατά:
"Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι πιούσι. Θεέ μου, συγχώρεσέ τους. Δεν ξέρουν τι κάνουν". Αποτέλεσμα: έφαγε μια κλωτσιά και έπεσε κάτω. Κατόπιν τους έσπρωξαν όλους κοντά στο χαντάκι. Ενας από τους δημίους ρωτούσε έναν έναν τους Ιερείς που στέκονταν κοντά στο χαντάκι :
"Είναι η τελευταία σου πνοή. Πες μας. Υπάρχει Θεός ή όχι;".
Η απάντησις των Αγίων Μαρτύρων Ιερέων ήταν σταθερή και σίγουρη και ίδια :
"Ναι, υπάρχει Θεός".
Και ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός. Καθόμασταν και βλέπαμε μέσα από τις τρύπες των σκηνών και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μας. Ενας δεύτερος πυροβολισμός αντήχησε, ένας τρίτος και μετά περισσότεροι.
Οι Ιερείς οδηγούντο ο ένας μετά τον άλλο μπροστά στο χαντάκι και οι δήμιοι εκεί στο χείλος της λακκούβας ρωτούσαν κάθε Ιερέα :
"Υπάρχει Θεός;".
Και η απάντησις ήταν ίδια:
"Ναι, υπάρχει".
Και μερικοί πρόσθεταν και μερικά άλλα λόγια :
"Ναί, υπάρχει Θεός, όπως υπάρχει και ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, ο Σωτήρας του
κόσμου".
Και άλλοι πρόσθεταν :
"Ναι, υπάρχει, και η Παναγιά μας υπάρχει, και οι Αγιοι υπάρχουν".
Και άλλοι :
"Ναι, υπάρχει και Αυτός σας συγχωρεί όπως και εμείς".
Αλλά πριν προλάβουν να τελειώσουν τις λέξεις ακουγόταν ο πυροβολισμός. Είμασταν αυτόπτες μάρτυρες, είδαμε με τα μάτια μας και ακούσαμε με τα αυτιά μας τους 60 Λειτουργούς Ιερείς του Χριστού μπροστά στο θάνατο να δίδουν το άγιο φίλημα και τον ασπασμόν της αγάπης, να μακροθυμούν και να συγχωρούν, να προσεύχονται για τους δημίους των και για ολόκληρο τον ρωσικό λαό και τέλος να ομολογούν με τόσο θάρρος την πίστη τους στο Θεό.
Ισως περάσουν ακόμα χρόνια και δεκαετίες πολλές όμως αυτός ο τάφος πάνω σε αυτόν το δρόμο -
και αναφέρει τις περιοχές Κατσούγκ, Ισνια και Οντίσνικα - πρέπει να βρεθεί. Κανείς Ορθόδοξος χριστιανός πουθενά δεν πρέπει να ξεχάσει αυτούς τους αγίους Μάρτυρες που έδωσαν τη ζωή τους για την Ορθόδοξη πίστη τους τον Ιούλιο του 1933 κοντά στην ακατοίκητη πόλη Ιρκούτσκ.
Εδώ τελειώνει η διήγησις. Πρόκειται για αυθεντική μαρτυρία από αυτόπτες μάρτυρες που γράφτηκε στο βιβλίο του Ρώσσου Ιερέως Μιχαήλ Πόλτσκι "Οι νεομάρτυρες της Ρωσίας" και εξεδόθη στη Νέα Υόρκη και μεταφρασμένο ένα κομμάτι υπάρχει στο περιοδικό "Αγιορείτικη μαρτυρία".

Ο ερημίτης μοναχός και ο κλέφτης.

Κάποτε ένας αγαθότατος ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη μοναχό - υπάρχουν και τέτοιοι - που βαριόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβα του γείτονά του του ασκητού, του ερημίτου, και του έκλεβε τα πράγματα. Του έκλεβε τα τρόφιμα, το λίγο παξιμαδάκι, τα δυο κουκιά που είχε ο άνθρωπος.
Ο ερημίτης το κατάλαβε αλλά ποτέ δεν έκανε λόγο. Δεν πήγε ποτέ
να παραπονεθεί. Τι έλεγε μέσα του;
- Για να κάνει μια τέτοια πράξη θα έχει ο καημένος πολλή ανάγκη. Δεν πειράζει. Ας τα πάρει.
Δούλευε όμως σκληρά γιατί έπρεπε να ζήσει και τον εαυτόν του και τον τεμπέλη. Γιατί ο κλέφτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε τίποτε.
Πηγαίνοντας τα πρωινά να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων περνούσε από το κελλάκι του κλέφτη και του έλεγε :
- Συγχώρεσέ με, αδελφέ μου, αν σε λύπησα.
- Πάει, το κορόιδο, έλεγε αυτός από μέσα του.
Και πηγαίνοντας ο ερημίτης για την Εκκλησία για να ενωθεί με τον Πανάγιον Θεόν, τον Θεό της αγάπης, αυτός έμπαινε και άρπαζε ό,τι έβρισκε, από ψωμί, από λαχανικά, από κουκιά, από σύκα ξηρά. Πολλές φορές ακόμα και το νερό του έπαιρνε γιατί βαριόταν να πάει να φέρει από το πηγάδι της Σκήτης γιατί ήταν λίγο μακριά και πότε πότε του άρπαζε και κανένα ψάθινο εργόχειρο. Τον έκλεβε και ο ερημίτης υπέμενε αγόγγυστα. Τον άφηνε νηστικό και εκείνος υπέφερε αδιαμαρτύρητα. Του στερούσε και το νερό και εκείνος συγχωρούσε. Του άρπαζε τα τρόφιμα, τον λίγο φτωχικό ρουχισμό και το εργόχειρό του και ο αγαθός ερημίτης εξασκούσε την αγάπη, τη μακροθυμία, την
ανεξικακία και ζητούσε και συγγνώμη. Τον κατάκλεβε, τον κορόιδευε και εκείνος είχε αγάπη στην καρδιά, είχε ειρήνη στην ψυχή.
Εφτασε η ώρα να κοιμηθεί. Ο ερημίτης αρρώστησε βαριά. Ηταν η τελευταία του μέρα. Μαζεύτηκαν οι αδερφοί της Σκήτης γύρω του για να πάρουν την ευχή του. Ηξεραν πόσο αγαθός ήτο. Ανάμεσά
τους έτρεξε στον ετοιμοθάνατο και εκείνος που τον έκλεβε. Τον είδε. Τον αναγνώρισε. Του φώναξε να πάει κοντά του.
- Ελα, Πατέρα, του λέει.
Και εκείνος πλησίασε. Πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του και άρχισε να τα φιλάει με δάκρυα.
- Ευχαριστώ αυτά τα χέρια, του είπε, γιατί έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο και να γευτώ τη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ.
Και τούτο ειπών εκοιμήθη. Αδελφοί μου, χριστιανοί μου, αγαπήσωμεν αλλήλους. Τη
φιλαδελφία αγαπήσωμεν. Αμήν.

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 1993

53 Η Θεία Λειτουργία. Πληρωτικά. Μερος 3ον Ο υπόλοιπος χρόνος καί τά τέλη μας. Η ευχή τής προσκομιδής

Η κλήση του Οσίου Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού

Κάποτε, χριστιανοί μου, ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός, και ασφαλώς πολύ πριν αρχίσει την παράξενη αποστολή του στον κόσμο, μια βραδιά που προσηύχετο καθ' όλην τη διάρκεια της νυχτός, ήρθε σε έκσταση και βρέθηκε στα βασιλικά παλάτια του ουρανού.
Εκεί τον καλεί ο ουράνιος βασιλεύς και του λέγει:
- Θέλεις να με υπηρετήσεις ολόψυχα και να σε κάνω έναν από τους στρατηγούς του
παλατιού μου;
- Υπάρχει κανείς, Δέσποτα, που να μη θέλει το καλό του; αποκρίθηκε. Εγώ, πάντως, το επιθυμώ πολύ.
- Αν το επιθυμείς λοιπόν δοκίμασε τη γεύση της βασιλείας μου.
Συγχρόνως του πρόσφερε να πιει κάτι. Έμοιαζε με χιόνι και ήταν τόσο γλυκό και νόστιμο που δεν μπορούσε ο άνθρωπος να το φανταστεί. Μόλιςτο ήπιε είπε:
- Δος μου και άλλο, σε παρακαλώ, γιατί μόλις το ήπια ένιωσα να ευωδιάζει σαν θεϊκό μύρο.
Εκείνος του έδωσε και δεύτερο που έμοιαζε στην όψη με κυδώνι. Αυτό όμως ήταν ξινό, πικρό σαν φαρμάκι, σαν την αψιθιά. Όταν το ήπιε απογοητεύθηκε, καταπικράθηκε και ξέχασε την προηγουμένη θαυμάσια γεύση που είχε. Βλέποντας τον λοιπόν λυπημένο ο Βασιλεύς τον ρώτησε:
-Είδες που δεν μπορείς να υποφέρεις την πικράδα του ποτού αυτού ή του φαγητού; Σου έδωσα να νιώσεις τον τελειώτερο τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να με υπηρετεί. Αυτή είναι ακριβώς η στενή και τεθλιμμένη οδός, η απάγουσα εις την ζωήν, εις την Βασιλείαν των Ουρανών.
- Μου φαίνεται πικρό το πράγμα, Δέσποτα. Ποιος μπορεί να σε υπηρετεί τρώγοντας ή και πίνοντας αυτό το φαρμάκι;
- Το πικρό το θυμάσαι, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, το γλυκό το ξέχασες; Πριν από το πικρό δεν σου έδωσε το γλυκό;
- Ναί, Δέσποτα, αλλά μου είπες ότι η οδός μοιάζει με το πικρό.
- Οχι, δεν σου είπα αυτό, κάτι άλλο. Η οδός αυτή βρίσκεται ανάμεσα στο πικρό και στο γλυκό. Το πικρό είναι οι κόποι και οι αγώνες και οι ιδρώτες για την αρετή ενώ το γλυκό και το νόστιμο είναι η
δροσιά, είναι η ανάπαυσις και η παρηγοριά που προσφέρει η αγαθότητά μου σε όσους θλίβονται και υποφέρουν και μαρτυρούν για το χατήρι μου. Δεν προσφέρω λοιπόν το πικρόν μόνον, ούτε πάλιν
μόνον το γλυκό αλλά πότε το ένα και πότε το άλλο. Το ένα διαδέχεται το άλλο. Αν θέλεις λοιπόν να με υπηρετήσεις πες μου να το ξέρω από τώρα.
- Δος μου και πάλι, λέει, να τα δοκιμάσω και θα σου απαντήσω, αποκρίθηκε ο μακάριος και Όσιος Ανδρέας.
Εκείνος του έδωσε πρώτα το πικρό και ο Ανδρέας καταπικραμένος του είπε:
- Δεν μπορώ να σε υπηρετώ και να τρώω από αυτό το φαρμάκι, είναι πικρό και ανυπόφορο.
Ο Βασιλιάς χαμογέλασε και βγάζοντας από τον κόρφο του κάτι πύρινο και ανθηρό που μοσχοβολούσε του είπε:
- Πάρε και φάγε για να ξεχάσεις όλα.
Πήρε πραγματικά και έφαγε. Για πολλή ώρα ένιωθε τόση ηδονή, τόση γλυκύτητα και χαρά, τόση ευφροσύνη, τόση μακαριότητα ώστε βρισκόταν εκτός εαυτού. Νόμιζε ότι ζούσε μέσα σε υπερβολικά
ευωδία, δόξα, λαμπρότητα, θεία τερπνότητα.
Όταν συνήλθε, έπεσε στα πόδια εκείνου του μεγάλου, ουρανίου Βασιλέως και τον
παρακαλούσε:
- Ελέησέ με, Πανάγαθε Δέσποτα, και δέξε με να σε υπηρετώ γιατί κατάλαβα πραγματικά πως η υπηρεσία σου είναι πολύ ευχάριστη.
- Πίστεψέ με, του λέει εκείνος, ότι από τα πλούτη μου, αυτό είναι το πιο ασήμαντο. Ασφαλώς τώρα θα γυρίσεις πίσω. Στον υπόλοιπο χρόνο της ζωής σου αν με υπηρετήσεις σωστά και με αυταπάρνηση τότε όσα έχω θα γίνουν δικά σου, θα γίνεις κληρονόμος της Βασιλείας μου. Τα εμά πάντα σα εστί.
Έτσι μίλησε ο Βασιλιάς και τον άφησε να φύγει.
Ευθύς αμέσως ο Άγιος Ανδρέας συνήλθε και με το κύλημα του χρόνου, με τις μέρες, τους μήνες
και τα χρόνια που έφευγαν κατάλαβε πολύ καλά το νόημα της θείας κλήσεως και αποκαλύψεως.
Και τώρα σας ρωτώ:
Μήπως το ίδιο πράγμα δεν ισχύει και για μας;
Γι' αυτό οφείλουμε να κάνουμε καλή χρήση από τον χρόνον της ζωής που μας μένει.



Ο ειρηνικός άνθρωπος

Γνωρίζω κάποιον που είναι φτωχός, βιοπαλαιστής, πολύτεκνος με εφτά παιδιά, σύζυγο και ανάπηρη μητέρα στο κρεββάτι.
Άκακο αρνί, αγαθός, ειρηνικός, πράος, ήσυχος, γλυκύς, δίκαιος.
Πρωί βράδυ προσευχή. Όλη την ημέρα την ευχούλα. Η εργασία εργασία και η δουλειά δουλειά. Και στα Άχραντα Μυστήρια τακτικά όλη η οικογένεια.
Ευτυχισμένος. Ναι, είναι ευτυχισμένος, έστω και αν τον δέρνουν οι θλίψεις και οι πειρασμοί που είναι φυσικό να υπάρχουν και γι' αυτόν όπως και για όλους μας. Και όμως αισθάνεται τόση ευτυχία και τόση ειρήνη μέσα του που δεν την έχει ένας πλούσιος, ένας εκατομμυριούχος που τον βαραίνουν οι αδικίες, οι απάτες, οι βλαστήμιες, οι ασέλγειες, οι αισχροκέρδειες, οι ψεύτικοι όρκοι πάνω στο Ευαγγέλιο, οι εκτρώσεις, οι βιασμοί, οι μαγείες και ένα πλήθος από αδικήματα και παραβάσεις των εντολών του Αγίου Θεού.
Αυτός αν και απολαμβάνει όλα τα αγαθά, όλα τα αγαθά της γης πλούσια και δεν του λείπει τίποτα, μέσα του όμως φωνάζει η φωνή της συνειδήσεως, χτυπάει, τον ελέγχει συνεχώς, δεν τον αφήνει να ησυχάσει.
Και η ζωή του είναι μια μικρή κόλασις, ένα προοίμιο της κολάσεως.
Και αυτή ακριβώς τη διαμαρτυρία προσπαθεί να την σκεπάσει με την κρεπάλη, την μέθη, την ασωτία.
Λοιπόν για αυτό πρέπει να φωνάζουμε:
"Θεέ μου, δος μου ειρήνη, την ειρήνη της συνειδήσεως, την ειρήνη της ψυχής".

Μνήμη θανάτου του βασιλέως Φιλίππου

Εμείς οι χριστιανοί οφείλουμε να έχουμε μνήμη θανάτου.
Για σκεφθείτε όμως ότι την είχε αυτή τη μνήμη θανάτου και ένας ειδωλολάτρης βασιλεύς, ο βασιλεύς Φίλιππος της Μακεδονίας.
Είχε δώσει σε έναν στρατιώτη εντολή το πρωί μόλις σηκωνόταν, το μεσημέρι που καθόταν να φάγει και το βράδυ πριν κοιμηθεί να του θυμίζει:
-Φίλιππε, μέμνησο ότι θνητός ει. Φίλιππε, να θυμάσαι
ότι είσαι θνητός, θα πεθάνεις.
Εμείς γιατί δεν το κάνουμε;

Τα τέλη του Πατρός Αρσενίου

Στις 4 Ιουλίου 1845 ο Γέρων Αρσένιος απεφάσισε να πάει στο πανηγύρι του Οσίου Αθανασίου στη Λαύρα.
Μόλις τελείωσε τη Λειτουργία του, την πρωινή δική του Λειτουργία, ξεκίνησε, πήρε το δρόμο που πηγαίνει γύρω από τον Αθωνα και έφθασε στη Λαύρα λίγο πριν την αγρυπνία.
Στη Λαύρα στεκόταν όρθιος καθ' όλη τη διάρκεια της αγρυπνίας και της Λειτουργίας που και τα δυο μαζί κράτησαν 16 ώρες.
Υπάρχει κάποιος μοναχός εδώ, μπορεί να μας το επιβεβαιώσει αυτό.
Στην τράπεζα δεν πήγε, παρά μόνο πήρε ψωμί και ξεκίνησε για την επιστροφή.
Γύρω στο Απόδειπνο ήταν πάλι στο κελλί του.
Όλοι απόρησαν με τούτο.
Ένας νέος μοναχός θα χρειαζόταν τρεις ημέρες πήγαινε-έλα και αυτός 70 χρονών γέρος με άρρωστα πόδια στάθηκε 16 ώρες και έκανε τόσο δρόμο σε μιάμιση ημέρα.
Αργότερα τον ρώτησαν:
- Πάτερ μου, Γέροντα, πώς μπορέσατε και επιστρέψατε τόσο γρήγορα αφού ο δρόμος διασχίζει βουνά και έχει τόσες αιχμηρές πέτρες, βράχια και σκληρά μονοπάτια;
Εκείνος απάντησε:
- Ανακαινίσθη ως αετού η νεότης μου όχι γιατί εγώ μπορώ αλλά με τη βοήθεια του Αγίου Θεού.
Στις αρχές του 1846 φάνηκε πως πλησιάζει ο θάνατος του Γέροντος Αρσενίου.
Τα πόδια του χειροτέρεψαν ώστε πλέον δεν μπορούσε ούτε να δουλεύει, ούτε και να βαδίζει.
Όμως λειτουργούσε 4 φορές την εβδομάδα: Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο αν και με πολύ κόπο. Το Σάββατο της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών διαδόθηκε σε ολόκληρο το Άγιο
Όρος πως ο Γέροντας ήταν άρρωστος.
Την Κυριακή το πρωί στις 24 Μαρτίου συγκεντρώθηκαν τα πνευματικά του τέκνα για να πάρουν την
ευχή του.
Τον ρώτησαν λοιπόν:
- Αλήθεια, Πάτερ, δεν φοβάσαι το ποτήρι του θανάτου, δεν φρίττεις και δεν τρέμεις για την απολογία σου μπροστά στον δίκαιο Κριτή; Ήσουν 30 χρόνια Πνευματικός, δεν φοβάσαι;
Ο Γέροντας τους κοίταξε με χαρούμενο πρόσωπο και είπε:
- Φόβο και τρόμο δεν νιώθω αλλά μια χαρά απέραντη έχει πλημμυρίσει την καρδιά μου και ελπίζω στον Κύριό μας και τον Σωτήρα μας Χριστό ότι κατά το έλεός Του δεν θα με αφήσει αν και δεν έχω έργα αγαθά. Τι έχω για να καυχηθώ παρά τις αδυναμίες μου. Με τη θέλησή μου κανένα καλό μέχρι τώρα δεν έχω πράξει και ό,τι καλό έκαμα το έκαμα με τη βοήθεια του Κυρίου μου και γιατί ήταν θέλημα Θεού. Πορεύομαι λοιπόν προς την ανατολή της αιωνίου ημέρας και η χαρά μου είναι μεγάλη. Έχω μέσα μου ειρήνη και βασιλεύει σε όλα μου τα μέλη ανάπαυσις και θεία ευφροσύνη. Περιμένω σε λίγο τους Αγγέλους μου.
Κατόπιν έδωσε εντολή να περάσουν όλα του τα πνευματικά τέκνα ένας ένας από
μπροστά του.
Ελαβε και έδωσε συγχώρεση.
Εδωσε τις τελευταίες του ευλογίες και οδηγίες στον καθένα χωριστά για το πού και το πώς
θα ζήσει και κατόπιν τους παρακάλεσε να απομακρυνθούν.
Αυτός άρχισε να προσεύχεται ξαπλωμένος αλλά δεν ήταν βέβαια δυνατόν να
ακουστεί τι έλεγε.
Τρεις φορές σήκωσε έτσι τα χέρια του στον ουρανό. Ο τόπος άστραψε και οι Πατέρες γονάτισαν,
σταυροκοπήθηκαν και κοίταζαν με δέος. Μια γλυκυτάτη ευωδία
άρχισε να απλώνεται παντού.
Ο Γέροντας κατέβασε τα χέρια του, έκαμε το σημείο του Σταυρού και ύστερα τα σταύρωσε και απλώθηκε γύρω του μια παράξενη ησυχία, μια ανέκφραστη γαλήνη. Πλησίασαν οι μοναχοί δειλά δειλά και είδαν το πρόσωπο του Γέροντος Αρσενίου να λάμπει αλλά η αγία του ψυχή είχε παραδοθεί στα χέρια του Κυρίου του που τόσον ηγάπησε από μικρό παιδί και για χατήρι του οποίου είχε καταξηράνει το σώμα του.
- Να, αδελφοί μου, χριστιανά τα τέλη της ζωής ενός αθλητού της πίστεως, ανώδυνα,
ανεπαίσχυντα, ειρηνικά. Τέτοια να είναι και τα δικά μας τέλη.
Κατόπιν άρχισαν να τον ετοιμάζουν προς ενταφιασμό. Οταν του ξεσκέπασαν τα πόδια φάνηκε μπροστά τους μια φοβερή εικόνα. Και τα δυο του τα πόδια από τα γόνατα και κάτω είχαν μείνει μόνο τα κόκκαλα. Η σάρκα είχε εξαφανιστεί από τη συνεχή στάση και τις μακροχρόνιες πληγές. Ολοι απορούσαν πώς μπορούσε και στεκόταν τόσο σακατεμένος και πώς βάδιζε τόσο γρήγορα! Ποτέ δεν είπε ότι του πόνεσαν τα πόδια ενώ σαν πουλάκι διέσχιζε όλο το Αγιον Ορος. Παρά ταύτα τα μέλη του ήσαν μαλακά, ζεστά και παραδόξως λαμπερά. Από τις σαπισμένες πληγές των ποδιών και των άλλων μερών του σώματός του εξήρχετο μια ευχάριστη ευωδία θυμιάματος.
Τον έθαψαν πίσω από το Ιερό του κελλίου της Αγίας Τριάδος στις 25 Μαρτίου του 1846. Επί δεκαετίες ήταν το στήριγμα και ο διδάσκαλος όχι μόνον για τους Ρώσους αλλά και για τους Ελληνες και πολλούς Αγιορείτες.
Για πολλά χρόνια έλεγαν για αυτόν:
- O μεγάλος Γέροντας Αρσένιος.
 Κατά την Αγιορείτικη βέβαια συνήθεια μετά τρία χρόνια έκαναν ανακομιδή των οστών του όπως και του Πατρός Νικολάου του υποτακτικού, τα οποία φανερώθηκαν κίτρινα σαν το κερί, σαν το κεχριμπάρι, σκορπίζοντας γύρω τους θαυμαστή ευωδία.
Ολες αυτές οι αξιοθαύμαστες, αληθινές ιστορίες γύρω από τον
πατέρα Νικόλαο τον υποτακτικό και τον Γέροντά του Αρσένιο βγήκαν από τις ημερολογιακές σημειώσεις του μοναχού Πατρός Παρθενίου. Αυτοί είναι οι θάνατοι των αγίων ανθρώπων και του δικαίου Ιώβ.

Προσευχή για τους κεκοιμημένους

Κάποτε, ο Αγιος Σιλουανός, ο νέος Αγιος της Εκκλησίας μας, συνάντησε έναν Αγιορείτη ασκητή που είχε το χάρισμα της κατανύξεως και των συνεχών δακρύων. Οποτε τον έβλεπαν τον αντίκρυζαν δακρυσμένο.
Σιωπηλά δάκρυα κυλούσαν στα αποστεωμένα μάγουλά του. Κυρίως αυτά τα της Θείας Χάριτος δάκρυα κυλούσαν καθ'όλην τη διάρκεια της Θείας Λατρείας. Αλλά και όταν προσηύχετο, και όταν ενθυμείτο τα σεπτά πάθη του Κυρίου και τη Σταύρωσή Του, όταν ενθυμείτο την Υπεραγία Θεοτόκο και τους Αγγέλους, τη Βασιλεία των Ουρανών και τη χαρά των Αγίων.
Τον πλησίασε ο Αγιος Σιλουανός και τον ρώτησε επίτηδες για να τον ψαρέψει, όπως θα λέγαμε στη γλώσσα μας:
- Είναι καλό, Πάτερ, να προσεύχομαι για τους νεκρούς;
Εκείνος αναστέναξε και μέσα από τα δάκρυά του είπε:
- Εαν μου ήτο δυνατόν θα έβγαζα όλες τις ψυχές από τον Αδη που τόσο υποφέρουν και βασανίζονται από το απαράκλητον της κολάσεως και του ψηλαφητού σκότους. Θα τις έβγαζα. Ναι, θα τις έβγαζα. Και με όλη μου την καρδιά θα τις έβγαζα. Γιατί τότε μόνον θα ανεπαύετο και θα εχαίρετο η ψυχή
μου.
Και έκανε μια μικρή κίνηση με τα χέρια του σαν να μάζευε στάχυα από σιτάρι και άρχισε πάλι να κλαίει.
- Να, χριστιανοί μου, ανθρώπινα σπλάγχνα οικτιρμών. Ποιος ξέρει τι ασκητικούς
αγώνες έκαμε ο ανώνυμος αυτός ασκητής για να παρηγορούνται οι κεκοιμημένοι, οι νεκροί μέσα στον Αδη! Δεν μας μένει τίποτε άλλο παρά να τον μιμηθούμε.

53 Επίμετρον. Η Παραθρησκεία τής επιστημολογίας

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 1993

52 Η Θεία Λειτουργία. Τά Πληρωτικά. Μερος 2ον. Η αμαρτία, η άφεσις καί τό συμφέρον τής ψυχής

Περί απροσεξίας Ιερέα κατά τη Θεία Κοινωνία στην Κεφαλονιά

Πήρα μια επιστολή, αδελφοί μου, από την Ιθάκη, η οποία γράφει τα εξής:
Στις αρχές του αιώνα μας, στην Κεφαλονιά, κάποιος Ιερέας όχι με τόσο θερμή πίστη σε κάποια Θεία Λειτουργία, όταν συνέστειλε τα Άγια και έριξε όλες τις μερίδες από το Άγιον Δισκάριον μέσα στο Αγιον Ποτήριον αφηρημένα λίγο και αδιάφορα σκούπισε τα χέρια του κατόπιν μπροστά του πάνω στο φελόνι.
Είναι γνωστό ότι κανονικά ο Ιερεύς πρέπει να σκουπίζει πολύ καλά και προσεκτικά τα χέρια του, κατόπιν να τα πλένει στο χωνευτήρι και εν συνεχεία να ακολουθεί η Θεία Κοινωνία των πιστών.
Όταν πήρε λοιπόν στα χέρια του ο Ιερεύς εκείνος το Αγιον Ποτήριον και γύρισε στον κόσμο να πει "Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε" όλοι έντρομοι είδαν πάνω στο φελόνι του αίματα πολλά, εκεί ακριβώς που είχε σκουπίσει τα χέρια του.
Θάμαξε ο κόσμος έκπληκτος.
Έκείνος βέβαια είδε τι είχε, γύρισε πίσω, έβαλε έντρομος το Άγιο Ποτήριο πάνω στην Αγία Τράπεζα και σαν χαμένος δεν ήξερε τι να κάνει.
Έβγαλε το φελόνι και το κρέμασε κάπου μέσα στο Αγιο Βήμα.
Για πολλές μέρες τα αίματα ήταν πάνω στο φελόνι αδιάψευστος μάρτυρας του φοβερού μυστηρίου και της φρικτής θυσίας του Γολγοθά.
Αίμα άλικο, αληθινό, πηκτό ζωντανού, ζωντανό.
Αίμα Χριστού.
Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή και ευλάβεια την ώρα της συστολής από εμάς τους Ιερείς ώστε ούτε καν το παραμικρό να μη μείνει απ'έξω, πολύ δε περισσότερο να μην πέσει κάτω.
Κύριε ελέησέ μας.
Έτσι υπογράφει ο πατήρ Θεόδωρος την επιστολή του αυτή.
Και βέβαια η προσοχή πρέπει να είναι ασφαλώς πολύ μεγαλυτέρα όταν κοινωνούν οι χριστιανοί.
Φόβος και τρόμος γιατί είναι μεγάλο το κρίμα αν πέσει κάτω ένας πολύτιμος μαργαρίτης ή μια σταγόνα του πολύτιμου Αίματός Του.
Ο Θεός να μας συγχωρέσει γιατί είμαστε πολύ απρόσεκτοι.



Οι τρείς κατηγορίες Αγγέλων.

Να πούμε κάτι αληθινό που το είδε ένας Άγιος.
Είδε λοιπόν κατηγορίες Αγγέλων.
Μια φορά προσευχόμενος είδε ομάδες Αγγέλων να ανεβαίνουν στον ουρανό και να κρατούν στα χέρια τους τις προσευχές των χριστιανών.
Μία κατηγορία ήταν πάρα πολύ γρήγορη στο να ανεβοκατεβαίνει από τη γη στον ουρανό και ήσαν οι πιο πολλοί.
Κατέβαιναν με μεγάλη ταχύτητα και ανέβαιναν.
Και μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ανθρώπινα ότι ίδρωναν κιόλας από την πολλή εργασία που είχαν στο να ανεβοκατεβάζουν τις προσευχές των ανθρώπων, των χριστιανών στον ουρανό.
Άλλη μια κατηγορία πολύ πιο μικρή ανέβαινε αργά αργά αυτού του είδους τις προσευχές εις
τον ουρανό.
Υπήρχε και μια μικρή, πολύ μικρή τρίτη κατηγορία.
Η πρώτη είναι η κατηγορία των Αγγέλων εκείνων που ανεβάζουν τις αιτήσεις μας, τις παρακλήσεις μας, τις δεήσεις μας και είναι οι περισσότερες.
Και τις κάνουμε κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι το πρωί.
Ζητάμε κι όλο ζητάμε και συνέχεια ζητάμε από τον Πανάγιον Θεόν και δεν κουράζονται οι Άγγελοι και αυτές τις αιτήσεις μας με τις οποίες ζητάμε τα τόσα αγαθά που ζητάμε από τα υλικά, τα ηθικά, τα πνευματικά- συνήθως τα περισσότερα είναι υλικά- να τα ανεβάζουν στο θρόνο του Αγίου Θεού.
Οι άλλοι που ανέβαιναν πού και πού και αργά αργά και ήσαν και λίγοι ήσαν αυτοί που ανεβάζουν τις ευχαριστίες μας.
Ποιός ευχαριστεί τον Θεό;
Ποιός Τον δοξάζει;
Ποιός τον δοξολογεί;
Μας θυμίζει αυτό που έγινε με τους δέκα λεπρούς όταν τους εθεράπευσε ο Κύριος.
Είπε "Πηγαίνετε δείξτε τους εαυτούς σας στους Ιερείς για να πάρετε το πιστοιποιητικό της υγείας" αφού καθαρίστηκαν.
Και επέστρεψε ο ένας να ευχαριστήσει και αυτός ήταν Σαμαρείτης.
Και είπε ο Κύριος με παράπονο:
"Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν. Οι δε εννέα πού;".
Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία Αγγέλων.
Και καμμιά φορά αυτήν την κατηγορία των Αγγέλων θα τη λάβει πιο πολύ υπόψη του ο Θεός από τις άλλες.
Ποια είναι αυτή η κατηγορία;
Είναι η δικαία αγανάκτησις των χριστιανών για το άπλωμα του κακού.
Η διάδοση του κακού είναι τόσο πολύ μεγάλη που λένε οι χριστιανοί:
"Ως πότε, Θεέ μου, θα κυριαρχεί; Ως πότε, Θεέ μου, το κακό; Τα παιδιά μας εγκλωβίζονται κάθε μέρα, χάνονται, πνίγονται μέσα στο κακό, στην ηθική σαπίλα και βρωμιά που κυριαρχεί κάθε μέρα;".
Και αγανακτισμένοι οι άνθρωποι αναπέμπουν το παράπονο στο Θεό και το ερωτηματικό τους και Του λένε: "Ως πότε, Θεέ μου; Ως πότε;".



Το τέλος του πατρός Νικολάου, υποτακτικού του πατρός Αρσενίου

Όπως θα ενθυμείστε σας είχα μιλήσει για ένα θαυμάσιο ζευγάρι γερόντων, Ρώσων στην καταγωγή, που ασκήτευαν στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Σας είχα πει ακόμα για τις προσωπικές μαρτυρίες ενός μοναχού ονόματι Παρθενίου ο οποίος μας περιέγραφε τις ακατάληπτες, τις δακρύβρεκτες και συνάμα μεγαλοπρεπείς Θείες Λειτουργίες στις οποίες παρευρίσκετο.
Ο πατήρ Αρσένιος, είχαμε πει, ήταν ο Γέροντας και συγχρόνως Ιερεύς, λειτουργός, ο δε πατήρ Νικόλαος υποτακτικός και ψάλτης.
Για αυτούς τους δυο θα πούμε τώρα, στη συνέχεια κάτι.
Ο πατήρ Νικόλαος είχε μια Αποκάλυψη, μια πληροφορία, ένα χρόνο προ της κοιμήσεώς του.
 Πάντοτε αυτά κατά τις περιγραφές από το ημερολόγιο του πατρός Παρθενίου.
Είδε σαν σε όραμα να διαπλέει μια ταραγμένη και φουρτουνιασμένη Θάλασσα.
Τότε άκουσε μια γλυκειά φωνή να του λέει:
- Για δες. Και ωσότου δει είχε φτάσει σε ένα ήσυχο, κρυστάλλινο λιμάνι όλο φως και δόξα.
Κάτι ανάλογο όμως έζησε το ίδιο βράδυ και ο Γέροντάς του, πατήρ Αρσένιος.
Είδε τον εαυτό του οδοιπόρο, πολύ ταλαιπωρημένο και καταπονεμένο.
Και όμως σε λίγο φάνηκε μπροστά του μια ωραιοτάτη πόλις, γεμάτη από εκκλησίες που πανηγύριζαν με τυμπανοκρουσίες, μια πόλις ανεκφράστου ωραιότητος και ομορφιάς και κάλλους.
"Τελειώνει ο δρόμος. Μην ανησυχείτε. Μόνον ελπίζετε.", ακούστηκε να του λέει μια γλυκύτατη φωνούλα.
Όταν αλληλοείπαν τις εκστάσεις τους αυτές κατάλαβαν ότι πλησίαζε το τέλος τους.
Πρόσθεσαν τότε νηστεία στη νηστεία και δάκρυα στα δάκρυα και άρχισαν να ετοιμάζονται για την έξοδό τους.
Μισό χρόνο προ της κοιμήσεώς του ο Νικόλαος στερείται και το φως των σωματικών του οφθαλμών.
Έγινε τυφλός.
Αλλά με τα πνευματικά του μάτια έβλεπε τέλεια τα πάντα.
Διότι ο Θεός του απεκάλυψε παρ'όλο που ήτο τυφλός όλους τους εκλεκτούς του που ζούσαν στο Άγιον Όρος, γιατί έχει και τους εκλεκτούς Του ανάμεσα στους εκλεκτούς.
Αυτή του την αποκάλυψη την είπε αμέσως στον Γέροντά του, πατέρα Αρσένιο, φοβούμενος μήπως πέσει σε δαιμονική πλάνη.
Ο πατήρ Αρσένιος που ήταν πολύ προσεκτικός και πολύ διακριτικός του συνέστησε να μην πιστεύει στα οράματα αλλά μόνον να πενθεί ενώπιον του Θεού και να Τον παρακαλεί για την συγχώρεση των αμαρτιών του.
"Συγγνώμην και άφεσιν των αμαρτιών και των πλημμελημάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησόμεθα ημέρας και νυκτός", υπενθύμισε ταπεινά ο Γέροντας στον τυφλό υποτακτικό του.
Εκτός όμως της σωματικής τυφλώσεως έπεσε και σε άλλες αρρώστιες πολλές ο πατήρ Νικόλαος που τον βασάνιζαν και τον κατατυραννούσαν.
Δεν μπορούσε πλέον να πηγαίνει στην Εκκλησία αλλά θρηνούσε καθιστός ή ξαπλωμένος στο κελλάκι του βασανιζόμενος από φρικτούς πόνους.
Έτσι λιγόστεψαν οι Λειτουργίες.
Εγίνετο πλέον μία την εβδομάδα και πολύ σπάνια δύο.
Ψάλτης και αναγνώστης ήταν ο άρρωστος και τυφλός υποτακτικός για τον οποίο δεν υπήρχε η έννοια της απραξίας.
Πάντοτε ήταν έτοιμος για υπακοή.
Το Σάββατο των Απόκρεω λειτούργησαν σε αυτήν την κατάσταση.
Κατόπιν ο πατήρ Νικόλαος απεσύρθη στο κελλί του και ο Πνευματικός στο δικό του.
Μετά από λίγο ο πατήρ Νικόλαος έρχεται στο κελλί του Πνευματικού και Γέροντος και πέφτει στα πόδια του και του λέγει:
- Συγχώρεσέ με, Αγιε Πάτερ, που ήρθα σε ακατάλληλη ώρα αλλά έχω κάτι να σου πω.
Ο Πνευματικός του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι και πες μου τι έχεις.
Ο πατήρ Νικόλαος τότε όλος δάκρυα άρχισε να του λέγει:
- Πάτερ Άγιε, μετά τη Λειτουργία πήγα στο κελλάκι μου και κάθισα στο κρεββάτι. Και τότε ξαφνικά άνοιξαν τα μάτια μου και είδα ολοκάθαρα όλα τα πάντα γύρω μου, και το κελλάκι, και το κρεβατάκι, και το σκαμνάκι, και τις εικονίτσες. Και αφού τα είδα όλα αυτά και απορούσα για τον εαυτό μου άνοιξα ξαφνικά η πόρτα του κελλιού μου και όλο το κελλί γέμισε από φως. Μπήκαν
τρεις άνθρωποι μέσα, δύο νέοι με λαμπάδες και στο μέσο τους ένας άλλος με αστραφτερή ενδυμασία η οποία εξέπεμπε ανέκφραστο φως.
Με πλησίασε εκείνος που ήταν στη μέση, με ρώτησε:
- Με γνωρίζεις;
Εγώ χαμογέλασα ειρηνικά και του απάντησα:
- Βέβαια σε γνωρίζω. Είσαι ο Ανίκητος, ο φίλος και συνοδοιπόρος μας εκεί στα Ιεροσόλυμα που ήθελες να γίνεις ερημίτης και ασκητής στο Σινά. Και μάλιστα έχω πληροφορηθεί ότι εδώ και τρία χρόνια έχεις πεθάνει.
Εκείνος τότε του είπε:
- Μάλιστα, πάτερ Νικόλαε, εγώ είμαι ο Ανίκητος. Είδες με ποία δόξα και λαμπρότητα με περιέβαλε
ο Βασιλεύς των Ουρανών, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, για τη λίγη μετάνοια και την ελαχιστοτάτη άσκηση που έκαμα; Ε, έτσι και εσένα θα σε ανταμείψει. Αλλά και μείζων τούτων όψει. Σε τέσσερις ημέρες θα ελευθερωθείς από όλες τις θλίψεις, τα βάσανα και τις ασθένειες. Με έστειλε ο Κύριος να σε παρηγορήσω.
Αμέσως βγήκαν από το κελλί και έμεινα μόνος τότε ξανάκλεισαν πάλι τα μάτια μου.
Ομως η καρδιά μου γέμισε από ανείπωτη χαρά.
Αφού τα άκουσε όλα αυτά ο Πνευματικός του είπε:
- Πρόσεχε, πάτερ Νικόλαε, μην πλανηθείς και μην πιστεύεις σε όλα αυτά αλλά ατένιζε μόνο προς τον Θεόν και ζήτα το έλεός Του, τη χάρη Του, την άφεσιν των αμαρτιών σου και την καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού Βήματος του φιλανθρώπου αλλά και δικαίου Κριτού.
Αυτά τα είπε προς ταπείνωσιν και φυλακήν της ψυχής γιατί δεν παύουν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού να ρίπτονται ακόμα και λίγο πριν από το θάνατό μας.
Τότε ο πατήρ Νικόλαος είπε:
- Πάτερ Αγιε, συγχώρεσέ με. Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Πάντως η καρδιά μου γέμισε από
ανέκφραστη ειρήνη και χαρά. Σε παρακαλώ, Πάτερ, από σήμερα να λειτουργείς κάθε μέρα και εγώ θα ετοιμάζομαι για τη Μετάληψη των Παναχράντων Μυστηρίων.
Έγινε Λειτουργία την Κυριακή, την Δευτέρα και την Τρίτη και ο πατήρ Νικόλαος μεταλάμβανε των
Αχράντων Μυστηρίων και αισθανόταν καλύτερα.
Την Τετάρτη της Τυροφάγου δεν γίνεται Λειτουργία, έγιναν οι Ωρες, αλλά την Πέμπτη έκαναν πάλι Λειτουργία.
Τότε ο Πνευματικός, κατά τη συνήθειά του, του πρόσφερε ό,τι πρόσφορο υπόλοιπο υπήρχε αλλά εκείνος δεν το πήρε, μόνο ένα κομματάκι αντίδωρο.
Και του λέει:
- Σε παρακαλώ, έλα Γέροντά μου, στο κελλάκι μου.
Ο Πνευματικός πήγε μαζί του.
Ο πατήρ Νικόλαος κάθισε στο κρεββάτι του, ακούμπισε στον τοίχο.
Το πρόσωπό του άρχισε να αλλοιώνεται, να αστράφτει και αυτός σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό ήρθε σε κάποια μορφή εκστάσεως.
Ο τόπος γέμισε από ευωδία.
Κατόπιν συνήλθε και άρχισε να λέει:
- Σε ευχαριστώ, Πάτερ, που έκανες υπομονή στις αδυναμίες μου μέχρι το τέλος και με τις οδηγίες σου με οδήγησες στη Βασιλεία των Ουρανών.
Ο Πνευματικός και Γέροντας, πατήρ Αρσένιος, τότε τον ρώτησε:
- Βλέπεις, πάτερ Νικόλαε, τίποτα;
- Βλέπω, Γέροντα, ότι ήρθαν για μένα και έσχισαν το χειρόγραφο των αμαρτιών μου. Και τώρα, Γέροντά μου, ευλόγησον.
Και έσκυψε το κεφάλι του.
Και ο Γέροντας είπε:
- Ο Θεός να σε ευλογήσει.
Και εκείνος του είπε:
- Οχι, ευλόγησέ με με το χέρι σου.
Ο Πνευματικός τον ευλόγησε με το χέρι του.
Εκείνος πήρε το χεράκι του Γέροντός του, το κατεφίλησε θερμά και πριν ακόμα το αφήσει σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και πρόφερε, είπε ήρεμα:
- Κύριε, δέξου το πνεύμα μου.
Και την ίδια στιγμή παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο τον οποίο εκ νεότητος εδούλεψε, υπηρέτησε με πίστη, αυταπάρνηση, υπακοή και αγάπη.
Πραγματικά τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του Οσίου αυτού.
Εκοιμήθη στις 6 Φεβρουαρίου του 1841, την Πέμπτη της Τυροφάγου.
Εμείς τότε ήμασταν στο Ρωσικό μοναστήρι, γράφει ο Πατήρ Παρθένιος στις ημερολογιακές σημειώσεις του.
Η είδησις έφτασε το Σάββατο το βράδυ και εμείς πήγαμε την Κυριακή.
Πέμπτη εκοιμήθη και εκείνοι πήγαν την Κυριακή, δηλαδή την τετάρτη ημέρα από την κοίμησή του.
Κατά την κηδεία του ήταν πολλοί από τους Ρώσους αδελφούς, μαθητές του Γέροντος Αρσενίου.
Και όλοι εξεπλήσσοντο.
Ο πατήρ Νικόλαος ξαπλωμένος σαν ζωντανός.
Το πρόσωπό του καθόλου αλλοιωμένο, τα χέρια του και τα πόδια του σαν ζωντανά, ουδεμία
ακαμψία και θερμά.
Οι αρθρώσεις του και τα μέλη του μαλακά.
Και το πλέον καταπληκτικό από όλα - δύο φορές το έχω ακούσει - από τα χείλη του έβγαινε ευχάριστη ευωδία.
Όλοι εχάρησαν, όλοι δόξαζαν τον Θεόν και τον έθαψαν Κυριακή της Τυροφάγου.
Πώς να μην θαυμάσεις το μεγαλείο της πίστεώς μας, πώς να μην είσαι έτοιμος να πεθάνεις για αυτή, πώς να μην κάνεις θυσίες για να κληρονομήσεις τοιούτον Βασιλέαν που είναι ο Κύριος και Θεός σου, ο λυτρωτής σου, ο σωτήρας σου;








Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 1993

51 Η Θεία Λειτουργία. Τά Πληρωτικά. Μερος 1ον. Η αγιότης τής ημέρας καί ο άγγελος φύλακας

Ο Άρτος του Αγίου Ονουφρίου

Υπάρχει, χριστιανοί μου, ένα ανέκδοτο γεγονός στη ζωή του Αγίου Ονουφρίου που τον γιορτάζει η Εκκλησία μας όπως είναι γνωστό στις 12 Ιουνίου.
Όταν ήτο πολύ μικρός, μόλις 5-6 ετών μπήκε σε ένα κοινόβιο, άγνωστο πώς.
Μεγάλος είχε αναχωρήσει για την έρημο όπου είχε ζήσει 60 χρόνια χωρίς να δει ποτέ άνθρωπο.
Ήταν γυμνός αλλά καλύπτετο ολόκληρο το σώμα του από την μακριά γενειάδα του που έφτανε μέχρι το έδαφος, τα μαλλιά του και τις μεγάλες τρίχες του όλου σώματος.
Τον μεγάλο αυτόν άγιον τον ανακάλυψε ο Όσιος Παφνούτιος στον οποίο διηγήθη τα της οσιακής και ερημικής ζωής του.
Πάμε λοιπόν στο τότε που ήταν μικρός μόλις 5-6 ετών και που τον πρωτοβλέπουμε να ζει σε ένα κοινόβιο της ερήμου.
Σαν μικρός που ήτο έτρωγε τακτικότερα, μικρός ήταν, των άλλων βέβαια πατέρων.
Όταν πεινούσε έτρεχε εις τον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα, λαχανικά κ.α.
Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.
- Κάποιο ζωάκι θα ταϊζει, σκέφθηκε, είπε με το λογισμό του.
Αυτό συνεχίστηκε για καμμιά εβδομάδα.
- Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, πού το πηγαίνει αυτό το ψωμί και παίρνει άλλο.
Πράγματι λοιπόν το παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα.
Τρέχει γρήγορα στο παράθυρο και από αυτό που είδε γούρλωσαν τα μάτια του.
Τι είδε;
Ο μικρός κουβέντιαζε με το βρέφος Ιησούς που ευρίσκετο στην αγκαλιά της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην εικόνα που είναι στο Τέμπλο.
- Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στο Χριστούλη, μια και δεν σε ταϊζει κανένας, ούτε και η μαμά σου.
Και άπλωσε το χεράκι του, όπως ήταν μικρούλης, και του έδωσε μια φέτα ψωμί.
Και ο μικρός Χριστός, μικρό παιδάκι όπως ήτο στην ιερή εικόνα, άπλωσε το χεράκι και πήρε το ψωμάκι.
Και όπως μάζεψε το χεράκι Του μαζί με το ψωμάκι εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα.
Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος τρέχει στον Ηγούμενο και του διηγείται το τι συνέβη.
Τότε ο Ηγούμενος του δίνει εντολή να μην του δώσουν καθόλου ψωμί αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε θα πρέπει να του πούνε ότι "να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί εκείνος τον οποίο μέχρι χθες εσύ τάιζες".
Την επομένη ημέρα βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίνουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από εκείνον που μέχρι τώρα έτρεφε, τρέχει αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα λέγει στον Χριστούλη:
- Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να σου πω να μου δώσεις από το δικό σου.
Τώρα πού θα το βρεις εσύ δεν ξέρω.
Και ω του θαύματος, απλώνει το μικρό Του χεράκι το βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του και του δίνει ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να το σηκώσει.
Μοσχομύριζε δε τόσο πολύ που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στον Ναό, βγήκε από τον Ναό και απλώθηκε σε ολόκληρο το μοναστήρι και κατόπιν σε όλη τη Σκήτη και την έρημο.
Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα βλέπουν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω μετά πολλού πολλού και μεγάλου κόπου.
Τρέχουν αμέσως δύο μοναχοί, τον βοηθούν αλλά ο άρτος ήτο πολύ βαρύς.
 Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν αλλά ο ουράνιος εκείνος άρτος παρέμενε αδαπάνητος.
Είναι αυτό που λέει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στη Θεία Λειτουργία:
"Ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος".
Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο διότι εγνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα ηυξάνετο και η αγαθότης του, θα εγίνετο ένας μεγάλος Άγιος όπως και έγινε.
Από έναν τέτοιον όμοιο ουράνιον άρτο ετρέφετο ο Αγιος Ονούφριος όταν για 60 ολόκληρα χρόνια
ζούσε στην έρημο.
Εμείς όμως εδώ στις ομιλίες μας αυτές δεν κάνουμε λόγο
για το μάννα που έριχνε ο Θεός από τον ουρανό για να θρέψει τους Ιουδαίους στην έρημο
ούτε για ουρανίους άρτους με τους οποίους ο Κύριος συντηρούσε τους Αγίους Του στις ερημιές, στις σπηλιές και στις οπές της γης
αλλά για τον Πανάγιον Αρτον Χριστόν, δηλαδή για το Τίμιον Σώμα και Αίμα Του,
για τη Θεία Λατρεία,
όπου μέσα από αυτήν προσφέρεται Σώμα και Αίμα Χριστού
εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.



Ο Διάκονος που κατήχησε τον γεωργό και την οικογένειά του.

Κοντά στους Καλούς Λιμένας ζούσε ένας γεωργός έξυπνος και καλλιεργημένος αλλά γενημένος όμως και μεγαλωμένος στις τότε γνωστές αιρέσεις.
Μέσα του όμως είχε ανησυχία και κάθε τόσο αναρωτιόταν:
- Είμαι στο σωστό δρόμο ή κάνω λάθος και πνίγομαι κι εγώ και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου; Αχ, Θεέ μου, δεν μου στέλνεις κανέναν Αγγελο να μου δείξει το σωστό δρόμο;
Και πάλι "Αχ, Θεέ μου", και πάλι "Αχ, Θεέ μου" και αυτό εγίνετο για χρόνια.
Κάποτε πέρασε ένας Ορθόδοξος Διάκονος έξω από το χωράφι του και τον αμπελώνα του.
Τον πλησίασε, τον καλησπέρισε και άρχισε μια συζήτηση μαζί του με πολλές ερωτοαποκρίσεις.
Ο γεωργός αιχμαλωτίστηκε από τη συζήτηση, πέρασε η ώρα, ήρθε το βράδυ και τότε εκείνος του λέει:
- Δεν έρχεσαι στο σπίτι μου να φάμε, να ξεκουραστείς κτλ;
Δέχτηκε ο Διάκονος και πήγε στο σπίτι, τον υποδέχτηκε η οικογένεια κι εκείνος άρχισε να τους
ομιλεί.
Ξέχασαν και το φαί, τα ξέχασαν όλα, κρεμάστηκαν από τα χείλη του και όλη τη νύχτα τους ομιλούσε για τον Κύριο, για την ορθόδοξη πίστη, για τη Λατρεία, για τα Μυστήρια, για το θάνατο, για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την Κρίση του Θεού και για τα όσα άλλα που έχει το δόγμα μας και η πίστις μας.
Κυριολεκτικώς σκλαβώθηκαν, η καρδιά τους ζεστάθηκε, ο πόθος για την αληθινή πίστη άναψε μέσα τους, τα μάτια τους άνοιξαν, φωτίστηκαν από το φως αυτό της ορθοδόξου πίστεως.
Το πρωί ήθελαν όλοι μαζί, εκείνην την ώρα αν ήταν δυνατόν, να βαπτιστούν.
Δεν χάνει καιρό ο Διάκονος, παίρνει μαζί του τον αμπελουργό και πηγαίνουν στον τοπικό Επίσκοπο.
Ο Επίσκοπος τους δέχτηκε και ρωτά τον Διάκονο ποιος είναι, από πού ήλθε, πού πηγαίνει, ποιος ο σκοπός της επισκέψεως του εδώ.
 Ο κληρικός σηκώθηκε όρθιος και είπε:
- Έρχομαι από τα Ιεροσόλυμα, είμαι Αρχιδιάκονος του Μεγάλου Αρχιερέως και πηγαίνω στην Αθήνα για υποθέσεις εκκλησιαστικές, του Μεγάλου Αρχιερέως υποθέσεις αλλά επειδή επεκράτησαν άνεμοι και τρικυμία δυνατή λιμενιστήκαμε εδώ στο λιμάνι των Καλών Λιμένων και έρχομαι σήμερα προς εσάς, τον Επίσκοπο, τον Μητροπολίτη τον τοπικό, για να βαπτίσετε αυτόν τον άνθρωπο και
την οικογένειά του, της οποία όλα τα μέλη κατήχησα καταλλήλως δι' όλης της νυχτός στα νάματα της ορθοδόξου πίστεως.
Ακούγοντας βέβαια ο Επίσκοπος ότι ήτο Διάκονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο.
Μόνο του είπε να παραμείνει φιλοξενούμενος μέχρις ότου αλλάξει ο καιρός και την επομένη όπου ήτο Παρασκευή τον παρακάλεσε να λάβει μέρος στην Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, διότι ήτο Μεγάλη Σαρακοστή.
Τον διαβεβαίωσε συγχρόνως ότι θα συνεχίζετο η κατήχησις για λίγες ημέρες ακόμα και το Πάσχα θα
βάπτιζε τον γεωργό, τον αμπελουργόν αυτό, και την οικογένειά του.
Τον φιλοξένησε τη νύχτα κάπου.
Την άλλη μέρα ξημέρωσε η μέρα της Παρασκευής και πήγαν στον Ναό για να τελέσουν την Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.
Στην Μεγάλη Είσοδο εδόθη εις τον Διάκονο να κρατήσει και μεταφέρει σιωπηλά τον Αγιο Δίσκο
με το Πανάγιον Σώμα του Κυρίου.
Το παρέλαβε ο ξένος Αρχιδιάκονος αλλά έτρεμε πολύ, όπως βγήκε σιωπηλά.
Σχεδόν κλονιζόμενος έκανε την μεταφορά και με πολλή βία, τρεμούλα και φόβο κατάφερε να μπει μέσα στο Αγιον Βήμα.
Αυτό το πρόσεξαν όλοι και τους έκανε εντύπωση.
Και ο Επίσκοπος, και οι Ιερείς και το πλήθος των χριστιανών είπαν κι αισθάνθηκαν ότι αυτός ο φόβος του Διακόνου, του ξένου αυτού Διακόνου, δεν ήταν συνηθισμένος φόβος.
Ήταν κάτι άλλο.
Αυτή η εξωκόσμιος και μυστηριώδης συμπεριφορά υπήρχε και στη Θεία Κοινωνία.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ρώτησε τον Αρχιδιάκονο ο Επίσκοπος μήπως ήταν άρρωστος. - Οχι, δεν είμαι, λέει.
Του λέει ύστερα:
- Μήπως έχεις καμμία παράξενη ασθένεια;
Και η απάντησις του Αρχιδιακόνου:
- Όντως, Άγιε Δέσποτα, κατέχομαι από ασθένειαν την οποία όμως κανείς δεν μπορεί να θεραπεύσει. Όσες φορές διακονώ στη Θεία και φρικτή μυσταγωγία και πάρω στα χέρια μου το Τίμιον και Πανάγιον Σώμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού αισθάνομαι ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις μου σε τόσο μεγάλο βάρος γι'αυτό και αδυνατώ να βαδίσω ελεύθερα και ακλινώς, χωρίς να κλονίζομαι δηλαδή από τον τρόμο.
 Και επί λέξει:
- Και τις δύναται, Άγιε Δέσποτα, εκ των γνων συνεχόντων της υποθέσεως της Θείας Μυσταγωγίας να δύναται να κρατήσει εν ταις χερσίν αυτού τον τοις πάσι Αχώρητον; Ποιός μπορεί από αυτούς που έχουν γνώση για το τι συμβαίνει στη Θεία Λειτουργία μπορεί να κρατήσει στα χέρια του αυτόν που δεν χωράει πουθενά;
Το τονίζει και η Εκκλησία μας τα Χριστούγεννα:
"Ο αχώρητος παντί πώς εχωρέθη εν γαστρί;".
Η συγκατάβασις του Χριστού ενισχύει βέβαια την ασθένειά μας, συνεχίζει ο Αγιος Διάκονος, και κάνει τα ογκώδη ελαφρά, τα αδύνατα δυνατά. Μακάριος είναι εκείνος ο οποίος αξιώνεται να υπηρετεί το μέγα αυτό Μυστήριον στο οποίο οι εν ουρανοίς Άγγελοι και όλες οι Δυνάμεις της Ουρανίου δόξης παρίστανται μετά φόβου και τρόμου.
Όταν τα είπε αυτά εταράχθη ο Αγιος Διάκος και ολόκληρο το Αγιο Βήμα άστραψε από φως. Άστραψε και ο Αρχιδιάκονος.
Και ακούν μία φωνή αλλιώτικη πλέον, παράξενη, ουράνια να τους λέει:
- Εγώ ειμί εις εκ των Λειτουργικών πνευμάτων τα οποία στέλλονται εις διακονία προς τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν. Εγώ ειμί ο Αγγελος ο αποσταλείς εις τον εκατόνταρχον Κορνήλιον, τον ευσεβήν και φοβούμενον τον Θεόν συν παντί τω οίκω αυτού όστις εδέετο διά παντός ποιών ελεημοσύνας πολλάς. Είμαι ένας Αγγελος από το αγγελικό εκείνο τάγμα που προσφέρει τις προσευχές των θελόντων σωθείναι στον ουράνιον θρόνον του Σωτήρος Χριστού.

Όταν προσηύχετο συνεχώς αυτός ο γεωργός τον οποίο σας παρέδωκα εχθές για να βαπτισθεί και αυτός και η οικογένειά του εζητούσε από τον Θεόν να του δειχθεί, να του υποδειχθεί η αληθής θρησκεία για να προσκυνήσει εν γνώσει τον Θεόν και εγώ ήμουν αυτός που προσέφερα τις προσευχές του ενώπιον του Τριαδικού Θεού.
Όταν τα άκουσε αυτά ο Αρχιερεύς και οι Ιερείς εταράχθησαν τόσο πολύ ώστε έπεσαν με το πρόσωπο κάτω στο έδαφος του Ιερού Βήματος.
Ο Άγιος όμως τους είπε:
- Μη φοβείσθε. Τον Θεόν να ευλογείτε και Αυτόν να προσκυνείτε εις πάντας τους αιώνας.  Φανερώθηκα σε σας αλλά ούτε έφαγα ούτε ήπια. Μόνον εσείς έτσι το βλέπατε. Αλλά δεν έγινε τίποτα από αυτά. Τώρα εξομολογείσθε εν Κυρίω τω Θεώ διότι αναβαίνω προς τον αποστείλαντά με.
Σηκώθηκαν και δεν είδαν κανέναν και επανήλθαν τα πάντα όπως ήταν πριν.
 Εδόξασαν τον Θεόν διά τα θαυμαστά του Θεού και διότι σε αυτούς τους αναξίους εφανερώθη Αγγελος Κυρίου.
Τώρα τι γίνεται με τον γεωργό;
Έλα που πήγε και αυτός το πρωί στην Εκκλησία και παρακολουθούσε τα τελούμενα της Προηγιασμένης Λατρείας έξω από το Ναό από ένα ανοιχτό παράθυρο!
Και κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο ήκουσε και είδε όσα έγιναν και ειπώθησαν από τον Άγγελο Κυρίου, με το πρόσωπο του Αρχιδιακόνου!
Και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπε:
- Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος ο Θεός τον άγγελον Αυτού και εξείλετό μοι εκ του σκότους της αγνωσίας. Δόξα Σοι Βασιλεύ Παντοκράτωρ και φιλάνθρωπε ότι με την παρουσία του αγγέλου με ηξίωσας τον αμαρτωλό και αιρετικόν να αναστηθώ εκ του θανάτου της αμαρτίας και εγώ και η οικογένειά μου. Και τώρα Κύριε φώτισόν μου τον νουν και την καρδίαν ίνα Σε υμνώ πάσας τας ημέρας της ζωής μου κράζων ως οι εν ουρανοίς Άγγελοι Σου: Άγιος, Άγιος, Άγιος Συ ο Θεός.
Ο γεωργός όταν βαπτίσθηκε ονομάσθηκε Σέργιος.
Η διήγησις αυτή, αδελφοί μου, είναι παρμένη από το περιοδικό "Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη" του έτους 1960.






Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 1993

50 Η Θεία Λειτουργία. Καμπάνες εικόνες κατακόμβες

Ο παπα-Αρσένιος και ο πατέρας Νικόλαος

Στο Αγιον Ορος σώζωνται κάποια χειρόγραφα ενός μοναχού ονόματι Παρθενίου, ο οποίος διηγείται μέσα σε αυτά τα εξής:
Είχε γνωριστεί με δύο Αγιορείτες μοναχούς έναν παπά, τον πατέρα Αρσένιο, και τον υποτακτικό του, τον πατέρα Νικόλαο.
Και οι δύο Γέρονται και υποτακτικός έζησαν για 10 χρόνια στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Ήδη όμως ζούσαν 40 χρόνια μοναχοί, δηλαδή ήσαν κάπως περασμένης ηλικίας.
Στις καθημερινές τους νυχτερινές Θείες Λειτουργίες πήγαινε πολύ τακτικά και ο πατήρ Παρθένιος, γι' αυτό και τα διηγείται.
Οι στιγμές και οι ώρες που περνούσε κοντά τους στη Θεία Λατρεία ήταν συγκλονιστικές.
Πήγαινα, γράφει ο μοναχός, εκεί στο απέριττο εκκλησάκι τους, για να απολαμβάνω και να τρέφομαι από την ουράνια, την κατανυκτική και την συντετριμμένη ψαλμωδία τους στη διάρκεια της πολύωρης Ακολουθίας.
Από την αρχή της Θείας Λειτουργίας μέχρι το τέλος η Εκκλησία πλημμύριζε από στεναγμούς, από κλαυθμούς και δάκρυα και από μία ακατάληπτη ευωδία.
Έβλεπα δύο Γέροντες αποξηραμένους από τη νηστεία, την αγρυπνία, την σκληρή άσκηση και την προσευχή.
Αδύνατοι ήταν όμως και σκελετωμένοι συγχρόνως και από τη φτώχεια της εποχής εκείνης τότε που βασίλευε.
Έβλεπα τον ένα μέσα στο Άγιον Βήμα, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, να στέκεται σαν αναμμένη λαμπάδα και να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει...
Απο τα δάκρυα και τους κλαυθμούς να μην μπορεί να κάνει εκφωνήσεις, να μην μπορεί να διαβάζει τις λειτουργικές αιτήσεις.
Τα Άμφιά του μούσκευαν από το πλήθος των δακρύων και το δάπεδο κάτω γίνονταν ποτάμι, λάσπη το χώμα.
Αλλά έβλεπα και τον άλλο τον υποτακτικό, τον πατέρα Νικόλαο, στο αναλόγιο, συνεχώς να ξεσπάει σε λυγμούς.
Οι πολλοί λυγμοί τον έπνιγαν και δεν μπορούσε να ψάλλει.
Έτσι κάθε τόσο και αυτός σταματούσε.
Περισσότερο ηκούοντο οι αναστεναγμοί και τα αναφιλητά των δακρύων παρά οι εκφωνήσεις και οι
ψαλμωδίες.
Εγώ, ο αμαρτωλός, συνεχίζει ο πατήρ Παρθένιος, ανάμεσα στους δύο αυτούς μεγάλους πύρινους στύλους αγιότητας και συντριβής έτρεμα.
Έτρεμα συνεχώς μη γνωρίζοντας πού να στρέψω τα μάτια μου και την ακοή μου μέσα στο Ιερό Βήμα ή πίσω στο αναλόγιο.
Από παντού δάκρυα και κλαυθμούς.
Πολλές φορές είτε στον Χερουβεικό ύμνο, είτε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, είτε στο Αξιον Εστί, είτε στη Θεία Κοινωνία η Εκκλησία γέμιζε από ουράνιο εκθαμβωτικό φως και πλημμύριζε από αγγελικές μελωδίες και ψαλμούς.
Παρούσα και αόρατη κατά δύναμη και κατά χάρη η θριαμβεύουσα Εκκλησία της Ανω Ιερουσαλήμ.
Και τότε προορώμην τον Κύριον μου δια παντός ίνα μη σαλευθώ.
Τα πάντα ελούζοντο έμψυχα και άψυχα, ορατά και αόρατα, επίγεια και ουράνια από μιά υπέρτατη, ανέκφραστη γλυκύτητα.
Και η πανταχού μυστική Θεία παρουσία του Σωτήρος Χριστού προς τα δύο εκείνα εξαϋλωμένα πλάσματά Του ήταν σαν να έλεγε:
- Προς τι να επιβλέψω ει μη προς τον πράον, ησύχιον, ταπεινόν και τρέμοντά μου τους λόγους; κατά τον Ησαϊα 66ο Κεφάλαιο.
Αλλά για αυτό το ζευγάρι όμως Γέροντος και υποτακτικού τον παπα-Αρσένιο και τον πατέρα Νικόλαο θα μιλήσουμε και άλλη φορά.



Ο νεωκόρος που χτυπούσε τις καμπάνες

Κάποτε ήταν ένας νεωκόρος ο οποίος είχε πολύ σεβασμό, πολλή ευλάβεια, πολύν φόβον Θεού.
Ήταν από εκείνους τους νεωκόρους που τους ζητάμε και τους θέλουμε σαν υπηρέτας και σαν βοηθούς μέσα στην Εκκλησία.
Ο Ναός είχε τρεις τέσσερις καμπάνες και τις χτυπούσε βέβαια με τα δυο του τα χέρια.
Ο Ναός ήταν προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου.
 Κάποτε έπεσε και χτύπησε το αριστερό του το χέρι και δεν μπορούσε να χτυπήσει τις καμπάνες με το ένα του χέρι μονάχα.
Και ήταν πολύ στενοχωρεμένος.
Ερχόταν μεγάλη γιορτή, δεν μπορούσε με τον τρόπο που τις χτυπούσε τόσο γλυκά και με ρυθμό, πότε τη μία, πότε την άλλη, πότε όλες μαζί, πότε δύο δύο, πότε τρεις μία κτλ. όπως κάνουν στο Άγιο Όρος.
Δεν μπορούσε.
Λοιπόν τι να κάνει;
Πάει εδώ στον Τίμιο Πρόδρομο και του λέει:
- Για άκου, Αγιε, ναός σου είναι αυτός, το χέρι μου το είδες. Δεν μπορώ με το ένα χέρι, δεν μπορώ. Για έλα εδώ.
Τον παίρνει λοιπόν από το χέρι ο Τίμιος Πρόδρομος, τον πάει έξω στο καμπαναριό και του λέει:
- Για δείξε μου τώρα εδώ πώς χτυπάνε τις καμπάνες.
Παίρνει ο Τίμιος Πρόδρομος, κάνει θηλειές τα σχοινιά, του βάζει τη μια θηλειά στο ένα πόδι, την άλλη στο άλλο πόδι και τις άλλες δύο την μια στο χέρι εδώ και την άλλη στον αγκώνα και του έδειξε λοιπόν με ποιο θερμό τρόπο θα χτυπάει τις καμπάνες.
Έτσι και εγένηκε.
- Ευχαριστώ πολύ.



Ο χωρικός με την εικόνα του Αγίου Νικολάου

Κάποτε ένας ιεροκήρυκας έκανε μια περιοδεία και παιρνώντας έξω από ένα εξοχικό σπίτι, από μια στάνη, λέει:
- Δεν σταματώ και σε αυτόν εδώ τον χριστιανό; Κάτι θα βρω να του πω.
Μπήκε λοιπόν και άρχισε να του μιλάει για τον Κύριο.
Πρόσεξε λοιπόν ότι μέσα στα δωμάτιά του δεν είχε εικόνες.
Του λέει:
- Να μην έχεις εικόνες; Τι είναι αυτό; Εικόνες του Χριστού, της Παναγίας;
Εβγαλε ό,τι είχε στην τσεπούλα του, του έδειξε έτσι.
Του είπε και με το καντηλάκι να κάνουμε προσευχή.
- Α, λέει, θα πάω να πάρω.
Με την πρώτη ευκαιρεία λοιπόν κατεβαίνει κάτω στην πόλη και παίρνει μια εικόνα της Παναγίας.
Του άρεσε έτσι να κρατάει το Βρέφος Ιησού στην αγκαλιά της.
- Α, λέει, να πάρω και εκείνον τον Αγιο.
Τον είδε έτσι καβαλάρη εκεί απάνω με το ακόντιο να χτυπάει τον εχθρό από κάτω, τον Άγιο Δημήτριο.
- Για να πάρω και αυτόν τον μακρυγέννη τον Αγιο.
Αγιογραφημένος ο Αγιος Νικόλαος.
Τον πήρε λοιπόν, τον έβαλε μέσα στο σπιτάκι και άρχισε να κάνει την προσευχούλα του στους Αγίους, στην Παναγία, στον Αγιο Δημήτριο, στον Αγιο Νικόλαο.
Δεν περάσαν πολλές μέρες, έλειπε αυτός μια μέρα, μπήκαν μέσα στο σπίτι του κλέφτες, τον κλέψανε.
Και του τα πήραν όλα.
Δεν του άφησαν τίποτα.
Και έμειναν μόνο οι τρεις εικόνες.
Μπαίνει μέσα στο σπίτι έκπληκτος, τα βλέπει όλα, λέει:
- Μπα, κλέφτες μπήκανε, τα πήραν όλα, τίποτα δεν άφησαν.
Πάει λοιπόν στην εικόνα της Παναγίας μπροστά και λέει:
- Καλά εσύ έχεις να φροντίσεις ένα μωρό, να το ντύσεις, να το πλύνεις, να το φτιάξεις, δεν προλάβαινες, λέει, εσύ. Τι να πρωτοκάνεις; Το μωρό να κοιτάξεις ή τους κλέφτες; Δεν γίνεται.
Πάει στον άλλο.
Λέει:
- Εσύ είσαι καβαλάρης. Και εσύ ώσπου να βγάλεις το άλογο από τη στάνη, ώσπου να το ξυστρίσεις... οι κλέφτες φύγανε.
- Αμ, εσύ, του λέει, τεμπέλη τι έκανες; δεν έκανες τίποτα, απευθύνεται στον Αγιο Νικόλαο.
Δεν έκανες τίποτα, του λέει.
Τα πράματά μου γιατί μου τα πείραξαν;
Λοιπόν για τιμωρία σε βγάζω έξω.
Βγάζει λοιπόν την εικόνα του Αγίου Νικολάου και την κρεμάει έξω από την πόρτα.
- Θα καθίσεις εκεί, του λέει, μέχρι που να έρθουν τα πράγματα πίσω.
Την άλλη μέρα το πρωί καταφθάνουν οι κλέφτες φορτωμένοι με τα πράγματα.
- Παρτα γρήγορα, του λένε, γιατί ένας γέρος μας τρέλανε στο ξύλο.
Ο Αγιος Νικόλαος επέστρεψε τα πράγματα πίσω.



Οι 7 νέοι της Εφέσου

Στους βίους των Αγίων διαβάζουμε ένα πολύ σιγκινητικό γεγονός και παράδειγμα.
Είναι το παράδειγμα των 7 νέων της Εφέσου που γιορτάζει η Εκκλησία μας στις 4 Αυγούστου.
Οι νέοι αυτοί ζούσαν στην εποχή του φοβερού διωγμού του Δεκίου.
Για να μη συλληφθούν λοιπόν βγήκαν έξω από την πόλη, βρήκαν μια σπηλιά, μπήκαν μέσα, έφραξαν την είσοδο, έκαναν την προσευχή τους και κουρασμένοι όπως ήσαν έπεσαν να κοιμηθούν.
Όταν όμως ξύπνησαν και βγήκαν έξω από την σπηλιά κατάλαβαν ότι είχαν περάσει 200 χρόνια.
Είχε γίνει ένα θαύμα.
Ο Θεός έδωσε στους νέους αυτούς έναν τόσο μεγάλο ύπνο ώστε να ξυπνήσουν όταν πια ο διωγμός είχε πάψει.



Μαρτύρια στις κατακόμβες

1ο Μαρτύριο.

Στο μεγάλο διωγμό του Νουμεριανού, υιού του Μάρκου Αυρηλίου, ένα μεγάλο πλήθος χριστιανών είχε καταφύγει στις κατακόμβες των Αγίων Χρυσάνθου και Δαρείας.
Τους αντελήφθησαν όμως οι κατάσκοποι των ειδωλολατρών και μαζί με τους στρατιώτας έφραξαν
τις φανερές και τις κρυφές πύλες στις κατακόμβες καθώς και όλες τις τρύπες από όπου αερίζοντο και έτσι οι χριστιανοί παρέδωσαν τις άγιες ψυχές τους πεθαίνοντας και μαρτυρώντας μέσα εκεί από
ασφυξία.
Όταν μετά την πάροδο πολλών πολλών ετών ανοίχτηκε αυτή η κατακόμβη όλοι τους όσοι ευρέθησαν, όλοι οι χριστιανοί αυτοί του συγκεκριμένου αυτού μαρτυρίου και της συγκεκριμένης αυτής κατακόμβης, πώς νομίζετε ότι βρέθηκαν όλοι αυτοί οι χριστιανοί;
Βρέθηκαν όλοι να κρατούν στα χέρια τους Αγιο Ποτήριο.
Έτσι πέθαναν.
Γιατί φαίνεται πώς στον καθέναν είχε δοθεί από ένα.
Το κράτησαν.
Μέσα σε αυτό έβαλαν την Αγία Κοινωνία, Σώμα και Αίμα Χριστού.
Το πήραν και κρατώντας σφιχτά αυτό που έμεινε, το ξύλινο, το πήλινο, τι ήταν πέθαναν μαζί με αυτό.

2ο Μαρτύριο.

Ο Αγιος Στέφανος, Επίσκοπος Ρώμης, στο διωγμό που έγινε από τον Ουαλεριανό, υπέστη μαρτυρικό θάνατο μαζί με άλλους χριστιανούς.
Πώς; Μέσα σε μία κατακόμβη τελούσε τη Θεία Λειτουργία.
Όταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες ανακάλυψαν την κρύπτη όρμησαν μέσα, τράβηξαν γυμνά τα σπαθιά να τους σφάξουν.
Εκεί βλέπουν λοιπόν τον Άγιο Στέφανο μέσα σε αυτές τις μικρές αίθουσες των κατακομβών να λειτουργεί.
Μια φοβερή δύναμη τους κράτησε ακίνητους.
Υπάρχει για αυτό ομολογία.
Και τους κράτησε και ακίνητους και βωβούς μέχρις ότου τελείωσε η Θεία Λειτουργία.
Μόλις επερατώθη η Θεία Λατρεία ελευθερώθησαν αυτοί, όρμησαν και άρπαξαν τον Άγιο Στέφανο, τον έριξαν κάτω και τον απεκεφάλισαν μαζί με όλους τους άλλους χριστιανούς.

3ο Μαρτύριο.

Διάδοχος του Αγίου Στεφάνου υπήρξε ο Αγιος Σίξτος.
Και αυτός περιφρονώντας τις διαταγές του ίδιου χριστιανομάχου αυτοκράτορος κατέβηκε σε μία κατακόμβη του Πρετεξτάτου, έτσι λεγόταν η κατακόμβη, και ιερουρουργούσε των Αχράντων Μυστηρίων.
Επροδώθηκε όμως, ανακαλύφθη, συνελήφθη, καταδικάστηκε να μαρτυρήσει μπροστά στο Θυσιαστήριο, όπου τον είχαν συλλάβει.
Έτσι και έγινε.
Εκεί τον αποκεφάλισαν.
Μαζί όμως με τον Αγιο Σίξτο είχαν συλλάβει και τον Αρχιδιάκονό του. Αρχιδιάκονος του Αγίου Σίξτου ήταν ο μακάριος και μεγαλομάρτυς Λαυρέντιος, τον οποίο οι εθνικοί έψησαν σε πυρακτωμένη σχάρα σαν να ήταν ψάρι ή μπριζόλα.
Και υπάρχει το εξής προς τους δημίους, οι οποίοι είδαν και θαύμασαν και έγιναν χριστιανοί ομολογώντας πίστη.
Τι τους είπε;
- Ψήθηκα από εδώ. Γυρίστε με και από την άλλη πλευρά.







Τετάρτη 19 Μαΐου 1993

49 Η Θεία Λειτουργία. Οι εικονισμοί καί τά σύμβολα τής Μεγάλης Εισόδου μαζί μέ τά τέσσερα πνευματικά στοιχεία της

Το τέλος του πατρός Ιωακείμ του Ρουμάνου

Πριν από το 1940, στο κελλί των τριών Ιεραρχών που ανήκει στην πνευματική δικαιοδοσία της μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, ζούσε ένας σεβάσμιος Γέροντας, ο πατήρ Ιωακείμ ο Ρουμάνος.
Αυτός ο Γέροντας πριν πεθάνει είδε ένα παράδοξο όραμα.
Ήλθε σε έκσταση.
Αφού τελείωσε κάποιο πρωινό τη Θεία Λειτουργία και την ώρα που κατέλυε το Αγιο Ποτήριο, μάλλον το είχε καταλύσει και το σπόγγιζε, ξαφνικά βλέπει μπροστά του, μάλλον δεξιά και αριστερά
του, Αγγέλους πολλούς.
Τον ένα τον αναγνώρισε.
Ήταν ο Αγγελος που έχει κάθε Λειτουργός του Υψίστου και τον υπηρετεί στο υψηλό υπούργημα της Ιεροσύνης.
Ο άλλος πρέπει να ήταν ο Αγγελος φύλακας της ψυχής του και ο τρίτος οπωσδήποτε ο Αγγελος του
μοναχικού σχήματος.
Οι υπόλοιποι ήταν τιμητική συνοδεία των τριών.
Όλοι τους άστραφταν από ανεκδιήγητη ωραιότητα και θεία λαμπρότητα.
Όλο το Άγιο Βήμα και ο μικρός Ναός πλημμύρισε από υπερακατάληπτον εράσμιον φως και θεία γλυκύτητα και ομορφιά.
Τότε οι τρεις ειδικοί αυτοί Αγγελοι με μια φωνή του είπαν τα εξής:
- Ήρθαμε να σε πάρουμε. Πες μας τι έργα έκανες; Αν έκανες καλά και ευάρεστα στο Θεό θα σε πάμε κοντά του, στη δική του αιώνια ευφροσύνη και μακαριότητα. Διαφορετικά, θα σε μεταφέρουμε στο απαράκλητον της κολάσεως.
Τα έχασε ο ευλογημένος εκείνος παππούλης και τραυλίζοντας είπε με άκρα ταπείνωση:
- Δεν έκανα τίποτα, δεν θυμάμαι να έχω κάνει τίποτα καλό.
- Ε, τότε τι να σε κάνουμε; του είπαν οι Αγγελοι. Πού να σε πάμε; Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος και δεν έκανες τίποτα;
Και τότε τους απάντησε:
- Να, κάθε μέρα από τότε που έγινα Ιερεύς λειτουργούσα, τον Κανόνα μου τον έκανα, μνημόνευα όσους μοναχούς και πατέρες του Αγίου Ορους μπορούσα. Μνημόνευα και όσα ονόματα κοσμικών μου έφερναν για χρόνια πολλά. Τα έφερναν για μια μέρα και εγώ τα μνημόνευα για χρόνια. Και παρακαλούσα για όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς και για όλον τον κόσμο. Εκλιπαρούσα την ευσπλαγχία του Θεού για όλους αυτούς και ήλπιζα μόνο στο έλεος του Αγίου Θεού και για μένα και για τους άλλους. Εχυνα κάθε μέρα πολλά δάκρυα για αυτό το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Παναχράντου Μητρός Του. Ήλπιζα και ελπίζω μόνο στο έλεος και στη μακροθυμία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Κανένα άλλο έργο δεν θυμάμαι να έχω κάνει.
Και τότε του απήντησαν:
- Οχι για τα έργα που έκανες αλλά αφού ήλπιζες μόνο στο έλεος του Θεού πολύ καλά.
Τότε έλα μαζί μας.
- Καλά, τους λέει αυτός, πώς μιλάμε μεταξύ μας έτσι; Δεν γίνεται αύριο; Να το πω στον Πνευματικό, να το πω στους Πατέρες, λίγο να ετοιμαστώ.
Και η απάντησις των Αγγέλων:
- Έχει καλώς. Σου κάνουμε υπακοή. Θα έλθουμε αύριο.
Συνήλθε από την εκστατική εκείνη θεωρία με το Άγιο Ποτήριο στο χέρι που με μηχανικές προσεκτικές κινήσεις το σπόγγιζε με το μάτι;;;;
Το ανακοίνωσε βέβαια μετά στον Πνευματικό και στη συνέχεια στους δύο τρείς Πατέρες της
συνοδείας.
Σε κανέναν άλλον.
Και άρχισε η προετοιμασία όλην την ημέρα με προσευχή και δάκρυα.
Το βράδυ, τη νύχτα που ήρθε, ήταν και η τελευταία του Θεία Λειτουργία την οποία εθυμούντο με πολύ σεβασμό και συγκίνηση οι τρεις Πατέρες και ο Πνευματικός που παρευρέθησαν και την εθυμόντουσαν για πολλά πολλά χρόνια.
Ο ένας εξ αυτών που ήταν και Ρουμάνος, αυτός μου το διηγήθηκε.
Εγώ κράτησα απλώς σημειώσεις και τις σημειώσεις αυτές τις βρήκα προχτές γι'αυτό και σας το ανέφερα σήμερα.
Τελείωσε αυτή η μακρά Θεία Λειτουργία, ύστερα πήγαν στην Τράπεζα, έκατσαν για τελευταία φορά, τσίμπησε έτσι κάτι πολύ ελαφρύ και σε λίγο αισθάνθηκε αδιαθεσία.
Πήγε και ξάπλωσε.
Έλεγε συνέχεια την ευχούλα και το 'Μνήσθητι μου Κύριε εν τη Βασιλεία Σου", το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", το "Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με".
Προς το απόγευμα βάρυνε.
Το πρόσωπό του σε κάποια στιγμή άστραψε, το κελλάκι πλημμύρισε από άρρητη ευωδία.
- Πατέρες, είπε, συγχωρέστε με. Κύριε, η ψυχή μου στα χέρια Σου. Και τούτο ειπών εκοιμήθη.
Μακάρι να είχαμε τέτοιο τέλος.
Ε, τι λέτε;
Μια ανείπωτη γαλήνη απλώθηκε παντού και μια ανέκφραστη αναστάσιμη χαρά ζέστανε τις καρδιές των παρευρισκομένων, όσοι ήσαν, τέσσερις.
Κάτι λίγα από το ίδιο γεγονός, όπως ακριβώς σας το ανέφερα, όχι όμως ακριβώς, αναφέρεται και στο βιβλίο του Πατρός Μωυσέως "Αγιορείτικες Διηγήσεις", αλλά πολύ λίγα.
Εγώ τα άκουσα από το ίδιο το στόμα του ενός από των τριών υποτακτικών Ρουμάνων ο οποίος εκοιμήθη.
Μαζί του βγήκα και μια φωτογραφία την οποία δεν θυμάμαι αν έχω.



Μεγάλη Είσοδος του Μεγάλου Ευθυμίου και Δομητιανού

Ας θυμηθούμε λίγο το φοβερό γεγονός που συνέβη σε μια Θεία Λειτουργία όταν λειτουργούσε ο Μέγας Ευθύμιος μαζί με τον πατέρα Δομιτιανό.
Είχαμε πει όταν διηγούμασταν το γεγονός αυτό ότι κατά τη διάρκεια το Χερουβεικού ύμνου κατέβηκε από ψηλά μια τεράστια φλόγα σαν ένα απλωμένο σεντόνι, σαν ένα πυρακτωμένο σύννεφο που τύλιξε τους Αγίους Ιερείς χωρίς να τους κατακαίει.
Κύκλωσε και περιέβαλε και ολόκληρη την Αγία Τράπεζα.
Και είπαμε ακόμη ότι ήταν φρικτό το θέαμα, παράδοξο και ανερμήνευτο.
Αυτές οι άυλες φλόγες με τις οποίες ήσαν κυκλωμένοι να συνοδεύουν τους Λειτουργούς Οσίους Ιερείς και κατά την Μεγάλη Είσοδο.
Αυτό θέλει να μας πει ότι τα Τίμια Δώρα είναι κάτι περισσότερο από Τίμια.
Ναι μεν δεν είναι Σώμα και Αίμα Χριστού όπως συμβαίνει στην Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία αλλά κατά τον Μέγα Βασίλειο είναι αντίτυπα του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού.



49A Η Μεγάλη Είσοδος του ανωνύμου ησυχαστού

Και ο ανώνυμος Ιερεύς ησυχαστής λέγει για την Μεγάλη Είσοδο τα εξής:
Κάποτε σε κάποια Θεία Λειτουργία, όταν πήρα εις την κεφαλή μου τον Αγιο Δίσκο και είπα "Εν ειρήνη επάρατε τας χείρας ημών εις τα Αγια" - γι' αυτό και λέγονται Αγια - ευθύς αμέσως πλημμύρισε η καρδιά μου από αγαλλίαση και άρρητη πνευματική ευφροσύνη.
Παίρνοντας το Αγιον Ποτήριον είπα "Ανέβη ο Θεός εν αλλαλαγμώ Κύριος εν φωνή σάλπιγγος" και στη συνέχεια είπα "Δύναμις. Αγιος ο Θεός".
Στη λέξη "Θεός" η άρρητος αυτή ευφροσύνη απλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα μου και η καρδιά μου από την πολλή της χαρά και κατάνυξη άρχισε να σκιρτά ουράνια, ακατάληπτα.
Κάνοντας τα δυο πρώτα βήματα για να αρχίσω τη Μεγάλη Είσοδο και να βγώ από την βορία πύλη, ω του θαύματος, ω της απείρου μακροθυμίας του Αγίου Θεού.
Τι είδα!
Είδα να πυρπολούμαι από πύρινες φλόγες από το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Τα Αμφιά μου καίγονταν και τα Τίμια Δώρα.
Όλα σαν αναμμένα κατακόκκινα κάρβουνα.
Οι δε φλόγες με κύκλωσαν ολόκληρο τόσο πολύ και ανέβαιναν σαν πύρινες γλώσσες μια πήχη πιο ψηλά από το κεφάλι μου χωρίς να με καίνε!
Φλόγες παράδοξες, άλλοτε φωτεινές, καθαρές, ολόλαμπρες και άλλοτε σαν κατακόκκινη ανθρακιά.
Πάντοτε όμως αυτή η ανθρακιά καθαρή, άρρητη, ανεκδιήγητη, αστραφτερή, που με γέμιζε από χαρά και ευφροσύνη, από ουράνια δροσιά.
Φωτιά που προκαλούσε δροσιά.
Τότε πληροφορήθηκα εν Αγίω Πνεύματι, συνεχίζει ο ανώνυμος ησυχαστής, πώς ήσαν οι τρεις παίδες μέσα στο καμίνι του αληθινού πυρός χωρίς η φωτιά να τους αγγίζει.
Ούτε μια τρίχα από το κεφάλι τους δεν κάηκε και με τα ενδύματά τους άθικτα.
Μέσα στη φωτιά και δεν εκαίγοντο.
Έτσι και ο ανώνυμος ησυχαστής ήταν μέσα στη φωτιά αλλά μη καταφλέγουσα αυτόν.
Ήτο μέσα στην ανθρακιά, όλος ένα αναμμένο, πυρακτωμένο κάρβουνο αλλά που δεν κατέφλεγε και που δεν κατάτρωγε ούτε καν τα Αμφιά του.
Ολόκληρος πύρινος, φλόγα, μαζί με τα Τίμια Δώρα αλλά φλόγα ολόλαμπρη, άκτιστη, ανέσπερη.
Σε αυτήν την κατάσταση ο ανώνυμος, ο αγνός αυτός Ιερεύς έκανε με πολλή βία και με πολύ κόπο, όπως καταλαβαίνετε την Μεγάλη Είσοδο.
Μέσα του ψυχοσωματικά μπορώ να πω πως βίωσε στην πράξη αυτό που λέγει ο αψευδής αγιογραφικός λόγος του Προφήτου και Ψαλμωδού:
"Ο ποιών τους Αγγέλους αυτού πνεύματα και τους Λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα".
Από τότε κατάλαβα, λέγει ο ανώνυμος ησυχαστής, ότι οι άξιοι Λειτουργοί Ιερείς του Υψίστου στη Θεία Λατρεία είναι νοητώς και κατά ψυχήν φλόγα πύρινη, φωτιά πνευματική που τους καθιστά θεολαμπείς.





Πέμπτη 13 Μαΐου 1993

48 Η Θεία Λειτουργία. Ο Χερουβικός ύμνος. Μέρος 4ον. Τά τίμια δώρα

Από τη 12η ομιλία της "Νηπτικής Θεωρίας"

Κάποιος αδελφός γράφει,
ήρθε εις έκσταση και είδε έναν λαμπρότατο ουράνιο Ναό.
Στο κέντρο του Ναού ήτο ένας μεγαλοπρεπής και δοξασμένος Αρχιερεύς, ενδεδυμένος με πλήρη Αρχιερατική στολή όπως την ξέρουμε σήμερα, όπως είναι εκεί αγιογραφημένη.
Ήταν τόση η απαστράπτουσα λαμπρότητα της στολής του μεγάλου αυτού Αρχιερέως ώστε του δέθηκε η γλώσσα.
Κανένα στόμα ανθρώπινο δεν θα μπορούσε να περιγράψει την ουράνια ομορφιά και ωραιότητα του θείου εκείνου προσώπου.
Έτσι παρέμεινε άφωνος και εκστατικός.
Γύρω από τον ουράνιον αυτόν και θείον Αρχιερέα παρεστέκοντο ένα πλήθος λευκοφορεμένων και λαμπροφόρων ιερωμένων.
Πολλοί εξ αυτών ήσαν Διάκονοι που κρατούσαν στα χέρια τους ανεκδιήγητα θυμιατά.
Προσέξτε τη φράση που λέει:
Ανεκδιήγητα θυμιατά, με τα οποία εθυμίαζαν τον θείο Αρχιερέα.
Οι δε λοιποί ήσαν Ιερείς με πρόσωπα φωτοφόρα, σεβάσμια, ιλαρά και χαριέστατα.
Τα ιερατικά τους Άμφια ήσαν άσπρα σαν το χιόνι, καθαρά σαν το φως και λαμπρά σαν τη λαμπρότητα του καταγάλανου ουρανού.
Μερικών εξ αυτών τα ιερατικά τους Αμφια ξεπερνούσαν τη λαμπρότητα και τη φωτεινότητα και την καθαρότητα των άλλων.
Ήσαν άλλης θέας, ξένης θεωρίας, την οποία όχι μόνο γλώσσα ανθρώπινη και πήλινη δεν μπορεί να διηγηθεί αλλά ούτε και ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να καταλάβει διότι πώς το γήινον να συλλάβει το ουράνιον;
Άλλοι φορούσαν ιερατικά, απαστράπτοντα όπως αστράφτει η αστραπή και άλλοι μεν από αυτούς στέκονταν δεξιά του Αρχιερέως και άλλοι αριστερά.
Όλοι όμως ίσταντο με πολλήν ευλάβεια και πολλή σεμνότητα.
Ο δε μακάριος εκείνος Αρχιερεύς ήτο τόσο δοξασμένος και τόσο υπερέβαινε και ξεπερνούσε τους
άλλους στη δόξα και στη λαμπρότητα και στη χάρη, όπως ξεπερνά ο ήλιος στη λαμπρότητά του και στη φωτεινότητά του τα αστέρια της νυκτός.
Ιστάμενος ο θαυμάσιος και ακατανόητος αυτός Αρχιερεύς όρθιος έβλεπε κατά ανατολάς και έψελνε μεγαλοφώνως και καθαρά, ολίγο σύντομα, κάποιο μέλος γλυκύτατον, ανεκδιήγητον.
Εκείνος δε, ο αδελφός που τα έβλεπε αυτά ο ανώνυμος, που έβλεπε τα ακατανόητα και εξεπλήττετο και ακούοντας τη γλυκυτάτη εκείνη αρμονία και την πάντερπνον εκείνη μελωδία εθαύμαζε, μεθούσε τη θεία μέθη.
Από τον πολύ θαυμασμό λησμονούσε τα λόγια με το οποία έψελνε ο μέγας και ουράνιος και θείος εκείνος Αρχιερεύς.
Και δεν μπορούσε να κρατήσει στη θύμησή του ούτε έναν λόγο, ούτε μια συλλαβή παρ' όλο που έβαζε όλην του την προσοχή νοερά, διότι ήξευρε πολύ καλά ότι θα χωριστεί από εκείνη τη μακαρία θεωρία και ότι θα του χρησίμευαν τα λόγια εκείνα στην παρούσα του ζωή.
Εκείνο που τελικά μπόρεσε να κρατήσει από όσα έλεγε και έψελνε ο ουράνιος Αρχιερέας ήταν τα εξής:
- Όσον κανείς ενθυμάται και αγαπά τον Θεόν τόσο και αυτόν τον ενθυμείται και τον αγαπά ο
Θεός και πλέον αυτού.
Και αμέσως ο αδελφός ήλθε εις τον εαυτόν του και έκπληκτος παρατηρούσε ότι η καρδιά του ολόκληρη εφλέγετο από θείον πύρ.
Την ένιωθε σαν αναμμένη λαμπάδα, σαν καταφλεγομένη βάτο και τότε θυμήθηκαν τι είπαν οι δύο Απόστολοι όταν έφθασαν στους Εμμαούς:
- Ουχί η καρδία ημών καιομένην ήν εν υμίν ως ελάλη ημίν εν τη οδώ και ως διερμήνευεν ημίν τας Γραφάς.
Αυτοί ήσαν, αδελφοί μου, οι θεοπρεπείς και γλυκύτατοι λόγοι του ανωνύμου Αγίου ησυχαστού από την 12ην ομιλία της "Νηπτικής Θεωρίας".



Διήγηση του πατρός Ιωακείμ του Σπετσιέρη για τον Χατζεφεντή

Ο Πατήρ Ιωακείμ ο Σπετσιέρης διηγείται σε ένα του βιβλίο το εξής:
Γύρω στα 1890 στα Ιεροσόλυμα όταν μετέβη και αυτός σαν προσκυνητής και μάλιστα την Κυριακή της Ορθοδοξίας έγινε πατριαρχική μεγαλοπρεπής Θεία Λειτουργία.
 Πρώτος λειτουργός ο τότε Πατριάρχης Νικόδημος, συλλειτουργοί 6 Αρχιερείς, 12 Ιεροδιάκονοι και περισσότεροι από 40 Ιερείς έγγαμοι και άγαμοι.
Πολλοί εκ των Ιερέων ήσαν προσκυνηταί από τα μέρη της Ρωσίας, της Ελλάδος, της Ανατολής και άλλων μερών.
- Μεταξύ των συλλειτουργών ήμουν κι εγώ, λέει για τον εαυτόν του ο Πατήρ Ιωακείμ ο Σπετσιέρης.
Μετά την Μεγάλη Είσοδο και όταν ο Πατριάρχης ανέγνωσε την Ευχήν και ευλόγησε τα Τίμια Δώρα εις Σώμα και Αίμα Χριστού ενός εξ όλων των συλλειτουργούντων Ιερέων, Διακόνων, Αρχιερέων και Πατριάρχου άστραψε το πρόσωπόν του ως ο ήλιος.
Μου προξένησε, λέει, κατάπληξιν και θαυμασμόν.
Είχα μπροστά μου ως εφαίνετο έναν Άγιο αστραπόμορφο.
 Αυτό το εκπληκτικόν θαύμα το είδε όχι μόνο ο Πατήρ Ιωακείμ αλλά και άλλοι Ιερείς που μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ρωτούσαν να μάθουν ποιος ήτο, ποια ήταν η πολιτεία του, πού υπηρετούσε αυτός ο Ιερεύς.
Από προσκυνητάς που κατήγονταν από τα Φάρασα της Καππαδοκίας έμαθε τα εξής ο Πατήρ Ιωακείμ:
- Είναι Άγιος Ιερεύς, κάμνει και θαύματα. Να, άμα διαβάζει σ' έναν ασθενή μια ευχή αμέσως γίνεται καλά ο άρρωστος. Δεν έχουμε ανάγκη από γιατρούς εκεί. Γιατρός είναι ο Χατζηφεντής Πατήρ Αρσένιος, ο νυν Αγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης. Και όχι μόνον εμείς οι Φαρασιώτες τον έχουμε για Αγιον αλλά και οι Τούρκοι, διότι και σε αυτούς κάνει θαύματα και γιατρεύει αρρώστους. Υπάρχουν άπειρες μαρτυρίες πως όταν πετούσε τη στάχτη από το θυμιατό που χρησιμοποιούσε έξω από
την πόρτα της καλύβας του πήγαιναν και το μάζευαν οι στείρες Τουρκάλες, το έριχναν μέσα στο νερό, το ανακάτευαν και το έπιναν και σε λίγες ημέρες συνελάμβαναν τέκνα. Από Τουρκάλες αυτό. Ητο εξαϋλωμένος, πνευματοφόρος, θεολαμπής διότι έλαμπε στη Θεία Λατρεία πολλάκις ως ο ήλιος. Άστραφτε ο Ναός και μαζί με τον Οσιο Αρσένιο αρωματίζοντο από την αγιότητά του και όλο το μικρότου εκκλησίασμα, το μικρό του ποίμνιο.









Πέμπτη 6 Μαΐου 1993

47 Η Θεία Λειτουργία. Ο Χερουβικός ύμνος. Μέρος 3ον. Η αξία τής ευχής καί τής ευλογίας τού ιερέως

Η εμφάνιση του Αγίου Χαραλάμπου στη λειτουργία με τον Χατζεφεντή

Κάποτε στα Φάρασα της Καππαδοκίας που ήτο Ιερεύς ο πατήρ Αρσένιος, αυτός που ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία μας το 1985 - είναι Αγιος των ημερών μας, διότι εκοιμήθη το 1924.
Κάποτε λοιπόν στη μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, όπως διηγείται ο ψάλτης του, ο Πρόδρομος, μετέβησαν στην Παναγία του Κάντζι, ήταν μια τοποθεσία εκεί στα Φάρασα, ο πατήρ Αρσένιος, ο ψάλτης και μερικοί ελάχιστοι χριστιανοί για να κάνουν μια αγρυπνία.
Συχνά έβγαινε κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας ο πατήρ Αρσένιος και βοηθούσε στο ψάλσιμο και στις αναγνώσεις.
 Στους Αίνους, που τους έψαλλαν μαζί, ξαφνικά, βλέπει ο κυρ Πρόδρομος ο ψάλτης στο απέναντι αναλόγιο έναν ασπρομάλλη γεροντάκο πάνω από 100 χρονών με μακριά γενειάδα να είναι σκυφτός, να ακουμπά πάνω σε μια πατερίτσα και να προσεύχεται.
Ο ψάλτης τα' χασε και άρχισε να τρέμει.
Ο πατήρ Αρσένιος τον ρώτησε:
- Μήπως κρυώνεις;
Εκείνος είπε όχι και του έδειξε τον ασπρομάλλη γέροντα.
Ο Χαντζεφεντής, έτσι τον έλεγαν και τον φώναζαν, τον Πατέρα Αρσένιο, τον τωρινό Όσιο, δεν ταράχθηκε καθόλου και απευθυνόμενος με σεβασμό στον ασπρομάλλη γέροντα τον προσκάλεσε να ψάλλουν μαζί.
Εκείνος δεν απάντησε, έκανε ένα νόημα να συνεχίσουν μόνοι τους.
Προχώρησαν στη Θεία Λειτουργία και μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων ο γεροντάκος σιγά σιγά, αφού έκανε το σταυρό του, γύρισε και άρχισε να φεύγει από το Ναό.
Οι πέντε εξι χριστιανοί μαζί με τον ψάλτη τον παρακολουθούσαν.
Βγαίνοντας από την Εκκλησία τον είδαν όλοι τους να εξαφανίζεται μέσα στα νερά της παρακείμενης μικρής λιμνούλας του Αγιασμού, της φιάλης όπως λέγεται, που ευρίσκετο στο προαύλιο της Εκκλησίας.
Πολλά μοναστήρια αλλά και μερικοί Ναοί εδώ στις μεγάλες πολιτείες έχουν τέτοιες μικρές πέτρινες φιάλες όπου τελείται ο Μεγάλος Αγιασμός των Θεοφανείων, μερικές φορές και ο Μικρός.
Φαίνεται λοιπόν πως μέσα είχε νερό, ίσως από βροχή, δεν ξέρουμε από τι.
Ε, μέσα σε αυτό το νερό βυθίστηκε και εξαφανίστηκε ο γεροντάκος.
Τα νερά ταράχτηκαν τόσο πολύ που πετάχτηκαν και μέσα στο Ναό, πιτσίλισαν το Ναό.
Ο Χατζεφεντής και Όσιος νυν είπε ότι ήτο ο Αγιος Χαράλαμπος.
Τελείωσε η Θεία Λειτουργία το πρωί και όταν πήγαν στο χωριό, στα Φάρασα, διηγήθηκαν το παράδοξο αυτό θαύμα.
Σχεδόν όλοι οι Φαρασιώτες έτρεξαν στο Εκκλησάκι της Παναγίας και πήραν με ευλάβεια πολλή από το αγιασμένο αυτό νερό που αγιάστηκε με το τόσο παράδοξο αυτό θαύμα.


Ο Μέγας Ευθύμιος και ο Πατέρας Δομετιανός

Μια Κυριακή λειτουργούσε ο Μέγας Ευθύμιος μαζί με έναν άλλο Ιερέα, τον υποτακτικό του, τον Πατέρα Δομετιανό.
Τελείωσαν τα Αναγνώσματα και η Εκτενής δέησις και άρχισε ο Χερουβεικός ύμνος.
 Και τότε, τι συνέβη τότε, ένα φοβερόν και καταπληκτικόν θαύμα.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι μοναχοί ανεξαιρέτως όλοι είδαν ξαφνικά να κατεβαίνει από ψηλά, από τον τρούλο του Ναού μια τεράστια φλόγα σαν ένα απλωμένο σεντόνι, σαν ένα πυρακτωμένο σύννεφο και να περιβάλλει τον Μέγα Ευθύμιο μαζί με τον Πατέρα Δομετιανό μέσα στο Ιερό.
Φοβερόν το θέαμα και ακόμα φοβερότερον όταν τους είδαν να πραγματοποιούν τη Μεγάλη Είσοδο κυκλωμένους από τις φλόγες, να κινούνται μέσα σε αυτές και μαζί με αυτές.
Έπεσαν όλοι μπρούμυτα γιατί δεν μπορούσαν να αντέξουν το φως και την λαμπρότητα των φλογών που τύλιγαν τους δύο αξίους εκείνους Λειτουργούς.
Για θυμηθείτε το Ορος Θαβώρ, τη Μεταμόρφωση του Κυρίου.
Μόλις περιέλαμψεν εκείνο το φως και έλαμψεν το πρόσωπον του Κυρίου σαν τον ήλιο και ότε εγένετο τα ιμάτιά του λευκά ως το φως θαμπώθηκαν οι τρείς μαθηταί και έπεσαν κάτω μπρούμυτα.
Θα μπορούσα να φωνάξω:
"Ω της αθλιότητος ημών των νεωτέρων και σημερινών κληρικών και ειδικά εμού του αναξίου".
Οι δύο Λειτουργοί φλογοφόροι και φωτοφόροι παρέμειναν σε αυτήν την κατάσταση μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας.
Εκείνο το όντως φοβερό ήτο όταν ήλθε η στιγμή της Θείας Κοινωνίας των μοναχών.
Πώς πήγαν να κοινωνήσουν βλέποντας αυτό το φοβερό θέαμα;
Τα πόδια τους έτρεμαν, θαμπωμένοι στα μάτια, με έκπληξη εσωτερική, με έκσταση του νου, βέβαια και με ειρήνη και αγαλλίαση στην καρδιά.
Ο Ουρανός, ο Παράδεισος, η Θριαμβεύουσα Εκκλησία, η Άνω Ιερουσαλήμ, η δόξα του Χριστού μας όλα ήσαν παρόντα, όλα μέσα τους και όλα μέσα μας.
Γιατί έτσι γίνεται έστω και αν δεν τα βλέπουμε.
Ακατάληπτη η ωραιότης και ανέκφραστη η μακαριότης που εβιώθη από τους παρόντας εκείνης της Θείας Λατρείας.
Πώς να περιγράψει εκείνα ο οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσεν.
Και όμως και είδαν και άκουσαν και εβίωσαν όσα επέτρεψεν ο Θεός στα εκλεκτά εκείνα έμψυχα οστράκινα σκεύη.


Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς και το θυμιάτισμα στην Ενάτη

Κάποτε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Οσιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, θυμιάτιζε την ώρα της Ενάτης, όταν έψελναν οι ψαλτάδες "Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ".
Πέρασε από μια κυρία και δεν την θυμιάτισε, ήταν στα πλαϊνά στασίδια.
Δεν την θυμιάτισε καθόλου, πέρασε απλώς δίπλα της.
Ύστερα από δυο στασίδια ήταν ένα άδειο.
Κάθισε εκεί και το θυμιάτισε πέντε έξι φορές και έφυγε.
Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, πάει αυτή η κυρία και του λέει:
- Ε, παπα-Νικόλα, στην Ενάτη δεν με θύμιασες και πήγες και θύμιαζες το αδειανό στασίδι.
- Εμ, κυρα-Περσεφόνη, της λέει, δεν ήσουνα εκεί.
Στο άδειο όμως στασίδι είναι το στασίδι της κυρα-Μαρίας που είναι άρρωστη.
Εκείνη άρρωστη στο σπίτι με την καρδιά της και με το νου της ήταν εδώ.
Εσύ ήσουν με το σώμα εδώ αλλά με το νου ήσουν στα γίδια.


Το Θαύμα της Αγίας Σκέπης

Στη γιορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου που εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου και αργότερα μετατέθηκε με απόφαση της Εκκλησίας μας στις 28 Οκτωβρίου αντλεί η γιορτή αυτή την υπόθεσή της από τον βίο του Οσίου Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού.
Πολύ πιθανόν να έχετε διαβάσει το θαύμα, θα το επαναλάβουμε για εκείνους που δεν το ξέρουν.
Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος στον Όσιο Ανδρέα σε μια αγρυπνία έγινε αφορμή για να καθιερωθεί η γιορτή αυτή της Παναγίας, της Αγίας Σκέπης.
Το γεγονός συνέβη στο παρεκκλήσι της Αγίας Σωρού, παραπλεύρως όπως είπαμε και σε άλλη διήγηση του Ιερού Ναού της Παναγίας των Βλαχερνών.
Μέσα σε αυτό το παρεκκλησάκι της Αγίας Σωρού που σήμερα δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο ερείπια, εφυλάσσοντο η Τιμία Εσθήτα της Παναγίας, ο Πέπλος και μέρος της Ζώνης της Θεοτόκου.
Στο παρεκκλήσιο αυτό γινόταν κάποτε μια ολονυκτία, μια αγρυπνία.
Επήγε λοιπόν εκεί να προσευχηθεί ο Όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του τον Άγιο Επιφάνιο.
Ήταν περίπου 10-11 το βράδυ, οπότε ο Όσιος βλέπει την Υπεραγία Θεοτόκο να προχωρεί από τις βασιλικές πύλες προς το Άγιον Θυσιαστήριον μέσα από το κέντρο του Ναού.
Άστραψε ο Ναός, λαμπροφορέθηκε ο τόπος.
Υπερακατάληπτος ευωδία πλημμύρισε τους πάντες.
Φαινόταν πολύ ψηλή, είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων Αγίων.
Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος που θα γιορτάσουμε μεθαύριο το Σάββατο και οι οποίοι βάδιζαν δεξιά και αριστερά της και από τους λευκοφορεμένους αυτούς Αγίους άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους, άσματα πνευματικά, Τρισάγιους ύμνους αλλά και Θεομητερικούς όπως το "Άξιον Εστί", το "Θεοτόκε
Παρθένε" και άλλα πολλά.
Όλη αυτοί η υπέροχη και υπέρλαμπρη συνοδεία περιεβάλλετο από πλήθος Αγγέλων που θυμίαζαν ακαταλήπτως την Παναγία μας, τους παρευρισκομένους, τους χριστιανούς και το Άγιον Θυσιαστήριον.
Όταν πλησίασαν στον Άμβωνα είπε ο Όσιος Ανδρέας στον Άγιο Επιφάνιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου του παντός;
- Ναι, Πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.
Η Θεοτόκος την ώρα εκείνη γονάτισε και προσευχήθηκε για πολλή ώρα.
Παρακαλούσε τον Υιόν της και Θεόν της για τη σωτηρία του κόσμου και έβρεχε με δάκρυα το πρόσωπό της.
Ύστερα μπήκε στο Πανάγιο Θυσιαστήριο και προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν εκείνη τη νύχτα και πάλι για όλους τους χριστιανούς και για όλον τον κόσμο.
Όταν τελείωσε η δέησή της με μια κίνηση χαριτωμένη και σεμνή έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή της το αστραφτερό μαφόριο και το άπλωσε σαν σκέπη με τα πανάγια χέρια της πάνω σε ολόκληρο το εκκλησίασμα.
Έγινε τόσο μεγάλο αυτό που απλώθηκε σε όλον τον Ναό.
Έτσι απλωμένο το έβλεπαν και οι δυό τους για πολλή ώρα να εκπέμπει Θεϊκή δόξα και λαμπρότητα πολλή.
Όσο εφαίνετο η Θεοτόκος φαινόταν και αυτό το ιερό μαφόριο να σκορπίζει τη χάρη του.
Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει στον Ουρανό μαζί με τη συνοδεία της άρχιζε και εκείνο να συστέλλεται λίγο λίγο και να χάνεται και αυτό στα βάθη του Ουρανού.
Τα πάντα είχαν περιεβληθεί με ανείπωτη ωραιότητα και Θείον κάλλος.
Όπως και σε μια προηγούμενη διήγησή μας, σε άλλη ομιλία μας με τον χαρτουλάριο, έτσι και στη σημερινή με τον Όσιο Ανδρέα τον διά Χριστόν σαλό στον ίδιο Ναό της Αγίας Σωρού είδαμε Διακόνους και Αγγέλους να θυμιατίζουν τον Ιερό Ναό.
Την πρώτη φορά θυμιάτισαν εκείνο το σκευοφυλάκιον όπου εφυλάσσοντο τα Τίμια Σκεύη της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Εδώ θυμιάτισαν και τον Ναό και τους Ιερείς και το Θυσιαστήριον.