Η εμφάνιση του Αγίου Χαραλάμπου στη λειτουργία με τον Χατζεφεντή
Κάποτε στα Φάρασα της Καππαδοκίας που ήτο Ιερεύς ο πατήρ Αρσένιος, αυτός που ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία μας το 1985 - είναι Αγιος των ημερών μας, διότι εκοιμήθη το 1924.
Κάποτε λοιπόν στη μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, όπως διηγείται ο ψάλτης του, ο Πρόδρομος, μετέβησαν στην Παναγία του Κάντζι, ήταν μια τοποθεσία εκεί στα Φάρασα, ο πατήρ Αρσένιος, ο ψάλτης και μερικοί ελάχιστοι χριστιανοί για να κάνουν μια αγρυπνία.
Συχνά έβγαινε κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας ο πατήρ Αρσένιος και βοηθούσε στο ψάλσιμο και στις αναγνώσεις.
Στους Αίνους, που τους έψαλλαν μαζί, ξαφνικά, βλέπει ο κυρ Πρόδρομος ο ψάλτης στο απέναντι αναλόγιο έναν ασπρομάλλη γεροντάκο πάνω από 100 χρονών με μακριά γενειάδα να είναι σκυφτός, να ακουμπά πάνω σε μια πατερίτσα και να προσεύχεται.
Ο ψάλτης τα' χασε και άρχισε να τρέμει.
Ο πατήρ Αρσένιος τον ρώτησε:
- Μήπως κρυώνεις;
Εκείνος είπε όχι και του έδειξε τον ασπρομάλλη γέροντα.
Ο Χαντζεφεντής, έτσι τον έλεγαν και τον φώναζαν, τον Πατέρα Αρσένιο, τον τωρινό Όσιο, δεν ταράχθηκε καθόλου και απευθυνόμενος με σεβασμό στον ασπρομάλλη γέροντα τον προσκάλεσε να ψάλλουν μαζί.
Εκείνος δεν απάντησε, έκανε ένα νόημα να συνεχίσουν μόνοι τους.
Προχώρησαν στη Θεία Λειτουργία και μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων ο γεροντάκος σιγά σιγά, αφού έκανε το σταυρό του, γύρισε και άρχισε να φεύγει από το Ναό.
Οι πέντε εξι χριστιανοί μαζί με τον ψάλτη τον παρακολουθούσαν.
Βγαίνοντας από την Εκκλησία τον είδαν όλοι τους να εξαφανίζεται μέσα στα νερά της παρακείμενης μικρής λιμνούλας του Αγιασμού, της φιάλης όπως λέγεται, που ευρίσκετο στο προαύλιο της Εκκλησίας.
Πολλά μοναστήρια αλλά και μερικοί Ναοί εδώ στις μεγάλες πολιτείες έχουν τέτοιες μικρές πέτρινες φιάλες όπου τελείται ο Μεγάλος Αγιασμός των Θεοφανείων, μερικές φορές και ο Μικρός.
Φαίνεται λοιπόν πως μέσα είχε νερό, ίσως από βροχή, δεν ξέρουμε από τι.
Ε, μέσα σε αυτό το νερό βυθίστηκε και εξαφανίστηκε ο γεροντάκος.
Τα νερά ταράχτηκαν τόσο πολύ που πετάχτηκαν και μέσα στο Ναό, πιτσίλισαν το Ναό.
Ο Χατζεφεντής και Όσιος νυν είπε ότι ήτο ο Αγιος Χαράλαμπος.
Τελείωσε η Θεία Λειτουργία το πρωί και όταν πήγαν στο χωριό, στα Φάρασα, διηγήθηκαν το παράδοξο αυτό θαύμα.
Σχεδόν όλοι οι Φαρασιώτες έτρεξαν στο Εκκλησάκι της Παναγίας και πήραν με ευλάβεια πολλή από το αγιασμένο αυτό νερό που αγιάστηκε με το τόσο παράδοξο αυτό θαύμα.
Ο Μέγας Ευθύμιος και ο Πατέρας Δομετιανός
Μια Κυριακή λειτουργούσε ο Μέγας Ευθύμιος μαζί με έναν άλλο Ιερέα, τον υποτακτικό του, τον Πατέρα Δομετιανό.
Τελείωσαν τα Αναγνώσματα και η Εκτενής δέησις και άρχισε ο Χερουβεικός ύμνος.
Και τότε, τι συνέβη τότε, ένα φοβερόν και καταπληκτικόν θαύμα.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι μοναχοί ανεξαιρέτως όλοι είδαν ξαφνικά να κατεβαίνει από ψηλά, από τον τρούλο του Ναού μια τεράστια φλόγα σαν ένα απλωμένο σεντόνι, σαν ένα πυρακτωμένο σύννεφο και να περιβάλλει τον Μέγα Ευθύμιο μαζί με τον Πατέρα Δομετιανό μέσα στο Ιερό.
Φοβερόν το θέαμα και ακόμα φοβερότερον όταν τους είδαν να πραγματοποιούν τη Μεγάλη Είσοδο κυκλωμένους από τις φλόγες, να κινούνται μέσα σε αυτές και μαζί με αυτές.
Έπεσαν όλοι μπρούμυτα γιατί δεν μπορούσαν να αντέξουν το φως και την λαμπρότητα των φλογών που τύλιγαν τους δύο αξίους εκείνους Λειτουργούς.
Για θυμηθείτε το Ορος Θαβώρ, τη Μεταμόρφωση του Κυρίου.
Μόλις περιέλαμψεν εκείνο το φως και έλαμψεν το πρόσωπον του Κυρίου σαν τον ήλιο και ότε εγένετο τα ιμάτιά του λευκά ως το φως θαμπώθηκαν οι τρείς μαθηταί και έπεσαν κάτω μπρούμυτα.
Θα μπορούσα να φωνάξω:
"Ω της αθλιότητος ημών των νεωτέρων και σημερινών κληρικών και ειδικά εμού του αναξίου".
Οι δύο Λειτουργοί φλογοφόροι και φωτοφόροι παρέμειναν σε αυτήν την κατάσταση μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας.
Εκείνο το όντως φοβερό ήτο όταν ήλθε η στιγμή της Θείας Κοινωνίας των μοναχών.
Πώς πήγαν να κοινωνήσουν βλέποντας αυτό το φοβερό θέαμα;
Τα πόδια τους έτρεμαν, θαμπωμένοι στα μάτια, με έκπληξη εσωτερική, με έκσταση του νου, βέβαια και με ειρήνη και αγαλλίαση στην καρδιά.
Ο Ουρανός, ο Παράδεισος, η Θριαμβεύουσα Εκκλησία, η Άνω Ιερουσαλήμ, η δόξα του Χριστού μας όλα ήσαν παρόντα, όλα μέσα τους και όλα μέσα μας.
Γιατί έτσι γίνεται έστω και αν δεν τα βλέπουμε.
Ακατάληπτη η ωραιότης και ανέκφραστη η μακαριότης που εβιώθη από τους παρόντας εκείνης της Θείας Λατρείας.
Πώς να περιγράψει εκείνα ο οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσεν.
Και όμως και είδαν και άκουσαν και εβίωσαν όσα επέτρεψεν ο Θεός στα εκλεκτά εκείνα έμψυχα οστράκινα σκεύη.
Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς και το θυμιάτισμα στην Ενάτη
Κάποτε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Οσιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, θυμιάτιζε την ώρα της Ενάτης, όταν έψελναν οι ψαλτάδες "Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ".
Πέρασε από μια κυρία και δεν την θυμιάτισε, ήταν στα πλαϊνά στασίδια.
Δεν την θυμιάτισε καθόλου, πέρασε απλώς δίπλα της.
Ύστερα από δυο στασίδια ήταν ένα άδειο.
Κάθισε εκεί και το θυμιάτισε πέντε έξι φορές και έφυγε.
Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, πάει αυτή η κυρία και του λέει:
- Ε, παπα-Νικόλα, στην Ενάτη δεν με θύμιασες και πήγες και θύμιαζες το αδειανό στασίδι.
- Εμ, κυρα-Περσεφόνη, της λέει, δεν ήσουνα εκεί.
Στο άδειο όμως στασίδι είναι το στασίδι της κυρα-Μαρίας που είναι άρρωστη.
Εκείνη άρρωστη στο σπίτι με την καρδιά της και με το νου της ήταν εδώ.
Εσύ ήσουν με το σώμα εδώ αλλά με το νου ήσουν στα γίδια.
Το Θαύμα της Αγίας Σκέπης
Στη γιορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου που εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου και αργότερα μετατέθηκε με απόφαση της Εκκλησίας μας στις 28 Οκτωβρίου αντλεί η γιορτή αυτή την υπόθεσή της από τον βίο του Οσίου Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού.
Πολύ πιθανόν να έχετε διαβάσει το θαύμα, θα το επαναλάβουμε για εκείνους που δεν το ξέρουν.
Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος στον Όσιο Ανδρέα σε μια αγρυπνία έγινε αφορμή για να καθιερωθεί η γιορτή αυτή της Παναγίας, της Αγίας Σκέπης.
Το γεγονός συνέβη στο παρεκκλήσι της Αγίας Σωρού, παραπλεύρως όπως είπαμε και σε άλλη διήγηση του Ιερού Ναού της Παναγίας των Βλαχερνών.
Μέσα σε αυτό το παρεκκλησάκι της Αγίας Σωρού που σήμερα δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο ερείπια, εφυλάσσοντο η Τιμία Εσθήτα της Παναγίας, ο Πέπλος και μέρος της Ζώνης της Θεοτόκου.
Στο παρεκκλήσιο αυτό γινόταν κάποτε μια ολονυκτία, μια αγρυπνία.
Επήγε λοιπόν εκεί να προσευχηθεί ο Όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του τον Άγιο Επιφάνιο.
Ήταν περίπου 10-11 το βράδυ, οπότε ο Όσιος βλέπει την Υπεραγία Θεοτόκο να προχωρεί από τις βασιλικές πύλες προς το Άγιον Θυσιαστήριον μέσα από το κέντρο του Ναού.
Άστραψε ο Ναός, λαμπροφορέθηκε ο τόπος.
Υπερακατάληπτος ευωδία πλημμύρισε τους πάντες.
Φαινόταν πολύ ψηλή, είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων Αγίων.
Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος που θα γιορτάσουμε μεθαύριο το Σάββατο και οι οποίοι βάδιζαν δεξιά και αριστερά της και από τους λευκοφορεμένους αυτούς Αγίους άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους, άσματα πνευματικά, Τρισάγιους ύμνους αλλά και Θεομητερικούς όπως το "Άξιον Εστί", το "Θεοτόκε
Παρθένε" και άλλα πολλά.
Όλη αυτοί η υπέροχη και υπέρλαμπρη συνοδεία περιεβάλλετο από πλήθος Αγγέλων που θυμίαζαν ακαταλήπτως την Παναγία μας, τους παρευρισκομένους, τους χριστιανούς και το Άγιον Θυσιαστήριον.
Όταν πλησίασαν στον Άμβωνα είπε ο Όσιος Ανδρέας στον Άγιο Επιφάνιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου του παντός;
- Ναι, Πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.
Η Θεοτόκος την ώρα εκείνη γονάτισε και προσευχήθηκε για πολλή ώρα.
Παρακαλούσε τον Υιόν της και Θεόν της για τη σωτηρία του κόσμου και έβρεχε με δάκρυα το πρόσωπό της.
Ύστερα μπήκε στο Πανάγιο Θυσιαστήριο και προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν εκείνη τη νύχτα και πάλι για όλους τους χριστιανούς και για όλον τον κόσμο.
Όταν τελείωσε η δέησή της με μια κίνηση χαριτωμένη και σεμνή έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή της το αστραφτερό μαφόριο και το άπλωσε σαν σκέπη με τα πανάγια χέρια της πάνω σε ολόκληρο το εκκλησίασμα.
Έγινε τόσο μεγάλο αυτό που απλώθηκε σε όλον τον Ναό.
Έτσι απλωμένο το έβλεπαν και οι δυό τους για πολλή ώρα να εκπέμπει Θεϊκή δόξα και λαμπρότητα πολλή.
Όσο εφαίνετο η Θεοτόκος φαινόταν και αυτό το ιερό μαφόριο να σκορπίζει τη χάρη του.
Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει στον Ουρανό μαζί με τη συνοδεία της άρχιζε και εκείνο να συστέλλεται λίγο λίγο και να χάνεται και αυτό στα βάθη του Ουρανού.
Τα πάντα είχαν περιεβληθεί με ανείπωτη ωραιότητα και Θείον κάλλος.
Όπως και σε μια προηγούμενη διήγησή μας, σε άλλη ομιλία μας με τον χαρτουλάριο, έτσι και στη σημερινή με τον Όσιο Ανδρέα τον διά Χριστόν σαλό στον ίδιο Ναό της Αγίας Σωρού είδαμε Διακόνους και Αγγέλους να θυμιατίζουν τον Ιερό Ναό.
Την πρώτη φορά θυμιάτισαν εκείνο το σκευοφυλάκιον όπου εφυλάσσοντο τα Τίμια Σκεύη της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Εδώ θυμιάτισαν και τον Ναό και τους Ιερείς και το Θυσιαστήριον.
Κάποτε στα Φάρασα της Καππαδοκίας που ήτο Ιερεύς ο πατήρ Αρσένιος, αυτός που ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία μας το 1985 - είναι Αγιος των ημερών μας, διότι εκοιμήθη το 1924.
Κάποτε λοιπόν στη μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, όπως διηγείται ο ψάλτης του, ο Πρόδρομος, μετέβησαν στην Παναγία του Κάντζι, ήταν μια τοποθεσία εκεί στα Φάρασα, ο πατήρ Αρσένιος, ο ψάλτης και μερικοί ελάχιστοι χριστιανοί για να κάνουν μια αγρυπνία.
Συχνά έβγαινε κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας ο πατήρ Αρσένιος και βοηθούσε στο ψάλσιμο και στις αναγνώσεις.
Στους Αίνους, που τους έψαλλαν μαζί, ξαφνικά, βλέπει ο κυρ Πρόδρομος ο ψάλτης στο απέναντι αναλόγιο έναν ασπρομάλλη γεροντάκο πάνω από 100 χρονών με μακριά γενειάδα να είναι σκυφτός, να ακουμπά πάνω σε μια πατερίτσα και να προσεύχεται.
Ο ψάλτης τα' χασε και άρχισε να τρέμει.
Ο πατήρ Αρσένιος τον ρώτησε:
- Μήπως κρυώνεις;
Εκείνος είπε όχι και του έδειξε τον ασπρομάλλη γέροντα.
Ο Χαντζεφεντής, έτσι τον έλεγαν και τον φώναζαν, τον Πατέρα Αρσένιο, τον τωρινό Όσιο, δεν ταράχθηκε καθόλου και απευθυνόμενος με σεβασμό στον ασπρομάλλη γέροντα τον προσκάλεσε να ψάλλουν μαζί.
Εκείνος δεν απάντησε, έκανε ένα νόημα να συνεχίσουν μόνοι τους.
Προχώρησαν στη Θεία Λειτουργία και μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων ο γεροντάκος σιγά σιγά, αφού έκανε το σταυρό του, γύρισε και άρχισε να φεύγει από το Ναό.
Οι πέντε εξι χριστιανοί μαζί με τον ψάλτη τον παρακολουθούσαν.
Βγαίνοντας από την Εκκλησία τον είδαν όλοι τους να εξαφανίζεται μέσα στα νερά της παρακείμενης μικρής λιμνούλας του Αγιασμού, της φιάλης όπως λέγεται, που ευρίσκετο στο προαύλιο της Εκκλησίας.
Πολλά μοναστήρια αλλά και μερικοί Ναοί εδώ στις μεγάλες πολιτείες έχουν τέτοιες μικρές πέτρινες φιάλες όπου τελείται ο Μεγάλος Αγιασμός των Θεοφανείων, μερικές φορές και ο Μικρός.
Φαίνεται λοιπόν πως μέσα είχε νερό, ίσως από βροχή, δεν ξέρουμε από τι.
Ε, μέσα σε αυτό το νερό βυθίστηκε και εξαφανίστηκε ο γεροντάκος.
Τα νερά ταράχτηκαν τόσο πολύ που πετάχτηκαν και μέσα στο Ναό, πιτσίλισαν το Ναό.
Ο Χατζεφεντής και Όσιος νυν είπε ότι ήτο ο Αγιος Χαράλαμπος.
Τελείωσε η Θεία Λειτουργία το πρωί και όταν πήγαν στο χωριό, στα Φάρασα, διηγήθηκαν το παράδοξο αυτό θαύμα.
Σχεδόν όλοι οι Φαρασιώτες έτρεξαν στο Εκκλησάκι της Παναγίας και πήραν με ευλάβεια πολλή από το αγιασμένο αυτό νερό που αγιάστηκε με το τόσο παράδοξο αυτό θαύμα.
Ο Μέγας Ευθύμιος και ο Πατέρας Δομετιανός
Μια Κυριακή λειτουργούσε ο Μέγας Ευθύμιος μαζί με έναν άλλο Ιερέα, τον υποτακτικό του, τον Πατέρα Δομετιανό.
Τελείωσαν τα Αναγνώσματα και η Εκτενής δέησις και άρχισε ο Χερουβεικός ύμνος.
Και τότε, τι συνέβη τότε, ένα φοβερόν και καταπληκτικόν θαύμα.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι μοναχοί ανεξαιρέτως όλοι είδαν ξαφνικά να κατεβαίνει από ψηλά, από τον τρούλο του Ναού μια τεράστια φλόγα σαν ένα απλωμένο σεντόνι, σαν ένα πυρακτωμένο σύννεφο και να περιβάλλει τον Μέγα Ευθύμιο μαζί με τον Πατέρα Δομετιανό μέσα στο Ιερό.
Φοβερόν το θέαμα και ακόμα φοβερότερον όταν τους είδαν να πραγματοποιούν τη Μεγάλη Είσοδο κυκλωμένους από τις φλόγες, να κινούνται μέσα σε αυτές και μαζί με αυτές.
Έπεσαν όλοι μπρούμυτα γιατί δεν μπορούσαν να αντέξουν το φως και την λαμπρότητα των φλογών που τύλιγαν τους δύο αξίους εκείνους Λειτουργούς.
Για θυμηθείτε το Ορος Θαβώρ, τη Μεταμόρφωση του Κυρίου.
Μόλις περιέλαμψεν εκείνο το φως και έλαμψεν το πρόσωπον του Κυρίου σαν τον ήλιο και ότε εγένετο τα ιμάτιά του λευκά ως το φως θαμπώθηκαν οι τρείς μαθηταί και έπεσαν κάτω μπρούμυτα.
Θα μπορούσα να φωνάξω:
"Ω της αθλιότητος ημών των νεωτέρων και σημερινών κληρικών και ειδικά εμού του αναξίου".
Οι δύο Λειτουργοί φλογοφόροι και φωτοφόροι παρέμειναν σε αυτήν την κατάσταση μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας.
Εκείνο το όντως φοβερό ήτο όταν ήλθε η στιγμή της Θείας Κοινωνίας των μοναχών.
Πώς πήγαν να κοινωνήσουν βλέποντας αυτό το φοβερό θέαμα;
Τα πόδια τους έτρεμαν, θαμπωμένοι στα μάτια, με έκπληξη εσωτερική, με έκσταση του νου, βέβαια και με ειρήνη και αγαλλίαση στην καρδιά.
Ο Ουρανός, ο Παράδεισος, η Θριαμβεύουσα Εκκλησία, η Άνω Ιερουσαλήμ, η δόξα του Χριστού μας όλα ήσαν παρόντα, όλα μέσα τους και όλα μέσα μας.
Γιατί έτσι γίνεται έστω και αν δεν τα βλέπουμε.
Ακατάληπτη η ωραιότης και ανέκφραστη η μακαριότης που εβιώθη από τους παρόντας εκείνης της Θείας Λατρείας.
Πώς να περιγράψει εκείνα ο οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσεν.
Και όμως και είδαν και άκουσαν και εβίωσαν όσα επέτρεψεν ο Θεός στα εκλεκτά εκείνα έμψυχα οστράκινα σκεύη.
Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς και το θυμιάτισμα στην Ενάτη
Κάποτε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Οσιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, θυμιάτιζε την ώρα της Ενάτης, όταν έψελναν οι ψαλτάδες "Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ".
Πέρασε από μια κυρία και δεν την θυμιάτισε, ήταν στα πλαϊνά στασίδια.
Δεν την θυμιάτισε καθόλου, πέρασε απλώς δίπλα της.
Ύστερα από δυο στασίδια ήταν ένα άδειο.
Κάθισε εκεί και το θυμιάτισε πέντε έξι φορές και έφυγε.
Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, πάει αυτή η κυρία και του λέει:
- Ε, παπα-Νικόλα, στην Ενάτη δεν με θύμιασες και πήγες και θύμιαζες το αδειανό στασίδι.
- Εμ, κυρα-Περσεφόνη, της λέει, δεν ήσουνα εκεί.
Στο άδειο όμως στασίδι είναι το στασίδι της κυρα-Μαρίας που είναι άρρωστη.
Εκείνη άρρωστη στο σπίτι με την καρδιά της και με το νου της ήταν εδώ.
Εσύ ήσουν με το σώμα εδώ αλλά με το νου ήσουν στα γίδια.
Το Θαύμα της Αγίας Σκέπης
Στη γιορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου που εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου και αργότερα μετατέθηκε με απόφαση της Εκκλησίας μας στις 28 Οκτωβρίου αντλεί η γιορτή αυτή την υπόθεσή της από τον βίο του Οσίου Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού.
Πολύ πιθανόν να έχετε διαβάσει το θαύμα, θα το επαναλάβουμε για εκείνους που δεν το ξέρουν.
Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος στον Όσιο Ανδρέα σε μια αγρυπνία έγινε αφορμή για να καθιερωθεί η γιορτή αυτή της Παναγίας, της Αγίας Σκέπης.
Το γεγονός συνέβη στο παρεκκλήσι της Αγίας Σωρού, παραπλεύρως όπως είπαμε και σε άλλη διήγηση του Ιερού Ναού της Παναγίας των Βλαχερνών.
Μέσα σε αυτό το παρεκκλησάκι της Αγίας Σωρού που σήμερα δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο ερείπια, εφυλάσσοντο η Τιμία Εσθήτα της Παναγίας, ο Πέπλος και μέρος της Ζώνης της Θεοτόκου.
Στο παρεκκλήσιο αυτό γινόταν κάποτε μια ολονυκτία, μια αγρυπνία.
Επήγε λοιπόν εκεί να προσευχηθεί ο Όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του τον Άγιο Επιφάνιο.
Ήταν περίπου 10-11 το βράδυ, οπότε ο Όσιος βλέπει την Υπεραγία Θεοτόκο να προχωρεί από τις βασιλικές πύλες προς το Άγιον Θυσιαστήριον μέσα από το κέντρο του Ναού.
Άστραψε ο Ναός, λαμπροφορέθηκε ο τόπος.
Υπερακατάληπτος ευωδία πλημμύρισε τους πάντες.
Φαινόταν πολύ ψηλή, είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων Αγίων.
Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος που θα γιορτάσουμε μεθαύριο το Σάββατο και οι οποίοι βάδιζαν δεξιά και αριστερά της και από τους λευκοφορεμένους αυτούς Αγίους άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους, άσματα πνευματικά, Τρισάγιους ύμνους αλλά και Θεομητερικούς όπως το "Άξιον Εστί", το "Θεοτόκε
Παρθένε" και άλλα πολλά.
Όλη αυτοί η υπέροχη και υπέρλαμπρη συνοδεία περιεβάλλετο από πλήθος Αγγέλων που θυμίαζαν ακαταλήπτως την Παναγία μας, τους παρευρισκομένους, τους χριστιανούς και το Άγιον Θυσιαστήριον.
Όταν πλησίασαν στον Άμβωνα είπε ο Όσιος Ανδρέας στον Άγιο Επιφάνιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου του παντός;
- Ναι, Πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.
Η Θεοτόκος την ώρα εκείνη γονάτισε και προσευχήθηκε για πολλή ώρα.
Παρακαλούσε τον Υιόν της και Θεόν της για τη σωτηρία του κόσμου και έβρεχε με δάκρυα το πρόσωπό της.
Ύστερα μπήκε στο Πανάγιο Θυσιαστήριο και προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν εκείνη τη νύχτα και πάλι για όλους τους χριστιανούς και για όλον τον κόσμο.
Όταν τελείωσε η δέησή της με μια κίνηση χαριτωμένη και σεμνή έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή της το αστραφτερό μαφόριο και το άπλωσε σαν σκέπη με τα πανάγια χέρια της πάνω σε ολόκληρο το εκκλησίασμα.
Έγινε τόσο μεγάλο αυτό που απλώθηκε σε όλον τον Ναό.
Έτσι απλωμένο το έβλεπαν και οι δυό τους για πολλή ώρα να εκπέμπει Θεϊκή δόξα και λαμπρότητα πολλή.
Όσο εφαίνετο η Θεοτόκος φαινόταν και αυτό το ιερό μαφόριο να σκορπίζει τη χάρη του.
Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει στον Ουρανό μαζί με τη συνοδεία της άρχιζε και εκείνο να συστέλλεται λίγο λίγο και να χάνεται και αυτό στα βάθη του Ουρανού.
Τα πάντα είχαν περιεβληθεί με ανείπωτη ωραιότητα και Θείον κάλλος.
Όπως και σε μια προηγούμενη διήγησή μας, σε άλλη ομιλία μας με τον χαρτουλάριο, έτσι και στη σημερινή με τον Όσιο Ανδρέα τον διά Χριστόν σαλό στον ίδιο Ναό της Αγίας Σωρού είδαμε Διακόνους και Αγγέλους να θυμιατίζουν τον Ιερό Ναό.
Την πρώτη φορά θυμιάτισαν εκείνο το σκευοφυλάκιον όπου εφυλάσσοντο τα Τίμια Σκεύη της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Εδώ θυμιάτισαν και τον Ναό και τους Ιερείς και το Θυσιαστήριον.