Το τέλος του πατρός Ιωακείμ του Ρουμάνου
Πριν από το 1940, στο κελλί των τριών Ιεραρχών που ανήκει στην πνευματική δικαιοδοσία της μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, ζούσε ένας σεβάσμιος Γέροντας, ο πατήρ Ιωακείμ ο Ρουμάνος.
Αυτός ο Γέροντας πριν πεθάνει είδε ένα παράδοξο όραμα.
Ήλθε σε έκσταση.
Αφού τελείωσε κάποιο πρωινό τη Θεία Λειτουργία και την ώρα που κατέλυε το Αγιο Ποτήριο, μάλλον το είχε καταλύσει και το σπόγγιζε, ξαφνικά βλέπει μπροστά του, μάλλον δεξιά και αριστερά
του, Αγγέλους πολλούς.
Τον ένα τον αναγνώρισε.
Ήταν ο Αγγελος που έχει κάθε Λειτουργός του Υψίστου και τον υπηρετεί στο υψηλό υπούργημα της Ιεροσύνης.
Ο άλλος πρέπει να ήταν ο Αγγελος φύλακας της ψυχής του και ο τρίτος οπωσδήποτε ο Αγγελος του
μοναχικού σχήματος.
Οι υπόλοιποι ήταν τιμητική συνοδεία των τριών.
Όλοι τους άστραφταν από ανεκδιήγητη ωραιότητα και θεία λαμπρότητα.
Όλο το Άγιο Βήμα και ο μικρός Ναός πλημμύρισε από υπερακατάληπτον εράσμιον φως και θεία γλυκύτητα και ομορφιά.
Τότε οι τρεις ειδικοί αυτοί Αγγελοι με μια φωνή του είπαν τα εξής:
- Ήρθαμε να σε πάρουμε. Πες μας τι έργα έκανες; Αν έκανες καλά και ευάρεστα στο Θεό θα σε πάμε κοντά του, στη δική του αιώνια ευφροσύνη και μακαριότητα. Διαφορετικά, θα σε μεταφέρουμε στο απαράκλητον της κολάσεως.
Τα έχασε ο ευλογημένος εκείνος παππούλης και τραυλίζοντας είπε με άκρα ταπείνωση:
- Δεν έκανα τίποτα, δεν θυμάμαι να έχω κάνει τίποτα καλό.
- Ε, τότε τι να σε κάνουμε; του είπαν οι Αγγελοι. Πού να σε πάμε; Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος και δεν έκανες τίποτα;
Και τότε τους απάντησε:
- Να, κάθε μέρα από τότε που έγινα Ιερεύς λειτουργούσα, τον Κανόνα μου τον έκανα, μνημόνευα όσους μοναχούς και πατέρες του Αγίου Ορους μπορούσα. Μνημόνευα και όσα ονόματα κοσμικών μου έφερναν για χρόνια πολλά. Τα έφερναν για μια μέρα και εγώ τα μνημόνευα για χρόνια. Και παρακαλούσα για όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς και για όλον τον κόσμο. Εκλιπαρούσα την ευσπλαγχία του Θεού για όλους αυτούς και ήλπιζα μόνο στο έλεος του Αγίου Θεού και για μένα και για τους άλλους. Εχυνα κάθε μέρα πολλά δάκρυα για αυτό το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Παναχράντου Μητρός Του. Ήλπιζα και ελπίζω μόνο στο έλεος και στη μακροθυμία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Κανένα άλλο έργο δεν θυμάμαι να έχω κάνει.
Και τότε του απήντησαν:
- Οχι για τα έργα που έκανες αλλά αφού ήλπιζες μόνο στο έλεος του Θεού πολύ καλά.
Τότε έλα μαζί μας.
- Καλά, τους λέει αυτός, πώς μιλάμε μεταξύ μας έτσι; Δεν γίνεται αύριο; Να το πω στον Πνευματικό, να το πω στους Πατέρες, λίγο να ετοιμαστώ.
Και η απάντησις των Αγγέλων:
- Έχει καλώς. Σου κάνουμε υπακοή. Θα έλθουμε αύριο.
Συνήλθε από την εκστατική εκείνη θεωρία με το Άγιο Ποτήριο στο χέρι που με μηχανικές προσεκτικές κινήσεις το σπόγγιζε με το μάτι;;;;
Το ανακοίνωσε βέβαια μετά στον Πνευματικό και στη συνέχεια στους δύο τρείς Πατέρες της
συνοδείας.
Σε κανέναν άλλον.
Και άρχισε η προετοιμασία όλην την ημέρα με προσευχή και δάκρυα.
Το βράδυ, τη νύχτα που ήρθε, ήταν και η τελευταία του Θεία Λειτουργία την οποία εθυμούντο με πολύ σεβασμό και συγκίνηση οι τρεις Πατέρες και ο Πνευματικός που παρευρέθησαν και την εθυμόντουσαν για πολλά πολλά χρόνια.
Ο ένας εξ αυτών που ήταν και Ρουμάνος, αυτός μου το διηγήθηκε.
Εγώ κράτησα απλώς σημειώσεις και τις σημειώσεις αυτές τις βρήκα προχτές γι'αυτό και σας το ανέφερα σήμερα.
Τελείωσε αυτή η μακρά Θεία Λειτουργία, ύστερα πήγαν στην Τράπεζα, έκατσαν για τελευταία φορά, τσίμπησε έτσι κάτι πολύ ελαφρύ και σε λίγο αισθάνθηκε αδιαθεσία.
Πήγε και ξάπλωσε.
Έλεγε συνέχεια την ευχούλα και το 'Μνήσθητι μου Κύριε εν τη Βασιλεία Σου", το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", το "Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με".
Προς το απόγευμα βάρυνε.
Το πρόσωπό του σε κάποια στιγμή άστραψε, το κελλάκι πλημμύρισε από άρρητη ευωδία.
- Πατέρες, είπε, συγχωρέστε με. Κύριε, η ψυχή μου στα χέρια Σου. Και τούτο ειπών εκοιμήθη.
Μακάρι να είχαμε τέτοιο τέλος.
Ε, τι λέτε;
Μια ανείπωτη γαλήνη απλώθηκε παντού και μια ανέκφραστη αναστάσιμη χαρά ζέστανε τις καρδιές των παρευρισκομένων, όσοι ήσαν, τέσσερις.
Κάτι λίγα από το ίδιο γεγονός, όπως ακριβώς σας το ανέφερα, όχι όμως ακριβώς, αναφέρεται και στο βιβλίο του Πατρός Μωυσέως "Αγιορείτικες Διηγήσεις", αλλά πολύ λίγα.
Εγώ τα άκουσα από το ίδιο το στόμα του ενός από των τριών υποτακτικών Ρουμάνων ο οποίος εκοιμήθη.
Μαζί του βγήκα και μια φωτογραφία την οποία δεν θυμάμαι αν έχω.
Μεγάλη Είσοδος του Μεγάλου Ευθυμίου και Δομητιανού
Ας θυμηθούμε λίγο το φοβερό γεγονός που συνέβη σε μια Θεία Λειτουργία όταν λειτουργούσε ο Μέγας Ευθύμιος μαζί με τον πατέρα Δομιτιανό.
Είχαμε πει όταν διηγούμασταν το γεγονός αυτό ότι κατά τη διάρκεια το Χερουβεικού ύμνου κατέβηκε από ψηλά μια τεράστια φλόγα σαν ένα απλωμένο σεντόνι, σαν ένα πυρακτωμένο σύννεφο που τύλιξε τους Αγίους Ιερείς χωρίς να τους κατακαίει.
Κύκλωσε και περιέβαλε και ολόκληρη την Αγία Τράπεζα.
Και είπαμε ακόμη ότι ήταν φρικτό το θέαμα, παράδοξο και ανερμήνευτο.
Αυτές οι άυλες φλόγες με τις οποίες ήσαν κυκλωμένοι να συνοδεύουν τους Λειτουργούς Οσίους Ιερείς και κατά την Μεγάλη Είσοδο.
Αυτό θέλει να μας πει ότι τα Τίμια Δώρα είναι κάτι περισσότερο από Τίμια.
Ναι μεν δεν είναι Σώμα και Αίμα Χριστού όπως συμβαίνει στην Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία αλλά κατά τον Μέγα Βασίλειο είναι αντίτυπα του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού.
49A Η Μεγάλη Είσοδος του ανωνύμου ησυχαστού
Και ο ανώνυμος Ιερεύς ησυχαστής λέγει για την Μεγάλη Είσοδο τα εξής:
Κάποτε σε κάποια Θεία Λειτουργία, όταν πήρα εις την κεφαλή μου τον Αγιο Δίσκο και είπα "Εν ειρήνη επάρατε τας χείρας ημών εις τα Αγια" - γι' αυτό και λέγονται Αγια - ευθύς αμέσως πλημμύρισε η καρδιά μου από αγαλλίαση και άρρητη πνευματική ευφροσύνη.
Παίρνοντας το Αγιον Ποτήριον είπα "Ανέβη ο Θεός εν αλλαλαγμώ Κύριος εν φωνή σάλπιγγος" και στη συνέχεια είπα "Δύναμις. Αγιος ο Θεός".
Στη λέξη "Θεός" η άρρητος αυτή ευφροσύνη απλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα μου και η καρδιά μου από την πολλή της χαρά και κατάνυξη άρχισε να σκιρτά ουράνια, ακατάληπτα.
Κάνοντας τα δυο πρώτα βήματα για να αρχίσω τη Μεγάλη Είσοδο και να βγώ από την βορία πύλη, ω του θαύματος, ω της απείρου μακροθυμίας του Αγίου Θεού.
Τι είδα!
Είδα να πυρπολούμαι από πύρινες φλόγες από το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Τα Αμφιά μου καίγονταν και τα Τίμια Δώρα.
Όλα σαν αναμμένα κατακόκκινα κάρβουνα.
Οι δε φλόγες με κύκλωσαν ολόκληρο τόσο πολύ και ανέβαιναν σαν πύρινες γλώσσες μια πήχη πιο ψηλά από το κεφάλι μου χωρίς να με καίνε!
Φλόγες παράδοξες, άλλοτε φωτεινές, καθαρές, ολόλαμπρες και άλλοτε σαν κατακόκκινη ανθρακιά.
Πάντοτε όμως αυτή η ανθρακιά καθαρή, άρρητη, ανεκδιήγητη, αστραφτερή, που με γέμιζε από χαρά και ευφροσύνη, από ουράνια δροσιά.
Φωτιά που προκαλούσε δροσιά.
Τότε πληροφορήθηκα εν Αγίω Πνεύματι, συνεχίζει ο ανώνυμος ησυχαστής, πώς ήσαν οι τρεις παίδες μέσα στο καμίνι του αληθινού πυρός χωρίς η φωτιά να τους αγγίζει.
Ούτε μια τρίχα από το κεφάλι τους δεν κάηκε και με τα ενδύματά τους άθικτα.
Μέσα στη φωτιά και δεν εκαίγοντο.
Έτσι και ο ανώνυμος ησυχαστής ήταν μέσα στη φωτιά αλλά μη καταφλέγουσα αυτόν.
Ήτο μέσα στην ανθρακιά, όλος ένα αναμμένο, πυρακτωμένο κάρβουνο αλλά που δεν κατέφλεγε και που δεν κατάτρωγε ούτε καν τα Αμφιά του.
Ολόκληρος πύρινος, φλόγα, μαζί με τα Τίμια Δώρα αλλά φλόγα ολόλαμπρη, άκτιστη, ανέσπερη.
Σε αυτήν την κατάσταση ο ανώνυμος, ο αγνός αυτός Ιερεύς έκανε με πολλή βία και με πολύ κόπο, όπως καταλαβαίνετε την Μεγάλη Είσοδο.
Μέσα του ψυχοσωματικά μπορώ να πω πως βίωσε στην πράξη αυτό που λέγει ο αψευδής αγιογραφικός λόγος του Προφήτου και Ψαλμωδού:
"Ο ποιών τους Αγγέλους αυτού πνεύματα και τους Λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα".
Από τότε κατάλαβα, λέγει ο ανώνυμος ησυχαστής, ότι οι άξιοι Λειτουργοί Ιερείς του Υψίστου στη Θεία Λατρεία είναι νοητώς και κατά ψυχήν φλόγα πύρινη, φωτιά πνευματική που τους καθιστά θεολαμπείς.
Πριν από το 1940, στο κελλί των τριών Ιεραρχών που ανήκει στην πνευματική δικαιοδοσία της μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, ζούσε ένας σεβάσμιος Γέροντας, ο πατήρ Ιωακείμ ο Ρουμάνος.
Αυτός ο Γέροντας πριν πεθάνει είδε ένα παράδοξο όραμα.
Ήλθε σε έκσταση.
Αφού τελείωσε κάποιο πρωινό τη Θεία Λειτουργία και την ώρα που κατέλυε το Αγιο Ποτήριο, μάλλον το είχε καταλύσει και το σπόγγιζε, ξαφνικά βλέπει μπροστά του, μάλλον δεξιά και αριστερά
του, Αγγέλους πολλούς.
Τον ένα τον αναγνώρισε.
Ήταν ο Αγγελος που έχει κάθε Λειτουργός του Υψίστου και τον υπηρετεί στο υψηλό υπούργημα της Ιεροσύνης.
Ο άλλος πρέπει να ήταν ο Αγγελος φύλακας της ψυχής του και ο τρίτος οπωσδήποτε ο Αγγελος του
μοναχικού σχήματος.
Οι υπόλοιποι ήταν τιμητική συνοδεία των τριών.
Όλοι τους άστραφταν από ανεκδιήγητη ωραιότητα και θεία λαμπρότητα.
Όλο το Άγιο Βήμα και ο μικρός Ναός πλημμύρισε από υπερακατάληπτον εράσμιον φως και θεία γλυκύτητα και ομορφιά.
Τότε οι τρεις ειδικοί αυτοί Αγγελοι με μια φωνή του είπαν τα εξής:
- Ήρθαμε να σε πάρουμε. Πες μας τι έργα έκανες; Αν έκανες καλά και ευάρεστα στο Θεό θα σε πάμε κοντά του, στη δική του αιώνια ευφροσύνη και μακαριότητα. Διαφορετικά, θα σε μεταφέρουμε στο απαράκλητον της κολάσεως.
Τα έχασε ο ευλογημένος εκείνος παππούλης και τραυλίζοντας είπε με άκρα ταπείνωση:
- Δεν έκανα τίποτα, δεν θυμάμαι να έχω κάνει τίποτα καλό.
- Ε, τότε τι να σε κάνουμε; του είπαν οι Αγγελοι. Πού να σε πάμε; Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος και δεν έκανες τίποτα;
Και τότε τους απάντησε:
- Να, κάθε μέρα από τότε που έγινα Ιερεύς λειτουργούσα, τον Κανόνα μου τον έκανα, μνημόνευα όσους μοναχούς και πατέρες του Αγίου Ορους μπορούσα. Μνημόνευα και όσα ονόματα κοσμικών μου έφερναν για χρόνια πολλά. Τα έφερναν για μια μέρα και εγώ τα μνημόνευα για χρόνια. Και παρακαλούσα για όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς και για όλον τον κόσμο. Εκλιπαρούσα την ευσπλαγχία του Θεού για όλους αυτούς και ήλπιζα μόνο στο έλεος του Αγίου Θεού και για μένα και για τους άλλους. Εχυνα κάθε μέρα πολλά δάκρυα για αυτό το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Παναχράντου Μητρός Του. Ήλπιζα και ελπίζω μόνο στο έλεος και στη μακροθυμία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Κανένα άλλο έργο δεν θυμάμαι να έχω κάνει.
Και τότε του απήντησαν:
- Οχι για τα έργα που έκανες αλλά αφού ήλπιζες μόνο στο έλεος του Θεού πολύ καλά.
Τότε έλα μαζί μας.
- Καλά, τους λέει αυτός, πώς μιλάμε μεταξύ μας έτσι; Δεν γίνεται αύριο; Να το πω στον Πνευματικό, να το πω στους Πατέρες, λίγο να ετοιμαστώ.
Και η απάντησις των Αγγέλων:
- Έχει καλώς. Σου κάνουμε υπακοή. Θα έλθουμε αύριο.
Συνήλθε από την εκστατική εκείνη θεωρία με το Άγιο Ποτήριο στο χέρι που με μηχανικές προσεκτικές κινήσεις το σπόγγιζε με το μάτι;;;;
Το ανακοίνωσε βέβαια μετά στον Πνευματικό και στη συνέχεια στους δύο τρείς Πατέρες της
συνοδείας.
Σε κανέναν άλλον.
Και άρχισε η προετοιμασία όλην την ημέρα με προσευχή και δάκρυα.
Το βράδυ, τη νύχτα που ήρθε, ήταν και η τελευταία του Θεία Λειτουργία την οποία εθυμούντο με πολύ σεβασμό και συγκίνηση οι τρεις Πατέρες και ο Πνευματικός που παρευρέθησαν και την εθυμόντουσαν για πολλά πολλά χρόνια.
Ο ένας εξ αυτών που ήταν και Ρουμάνος, αυτός μου το διηγήθηκε.
Εγώ κράτησα απλώς σημειώσεις και τις σημειώσεις αυτές τις βρήκα προχτές γι'αυτό και σας το ανέφερα σήμερα.
Τελείωσε αυτή η μακρά Θεία Λειτουργία, ύστερα πήγαν στην Τράπεζα, έκατσαν για τελευταία φορά, τσίμπησε έτσι κάτι πολύ ελαφρύ και σε λίγο αισθάνθηκε αδιαθεσία.
Πήγε και ξάπλωσε.
Έλεγε συνέχεια την ευχούλα και το 'Μνήσθητι μου Κύριε εν τη Βασιλεία Σου", το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", το "Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με".
Προς το απόγευμα βάρυνε.
Το πρόσωπό του σε κάποια στιγμή άστραψε, το κελλάκι πλημμύρισε από άρρητη ευωδία.
- Πατέρες, είπε, συγχωρέστε με. Κύριε, η ψυχή μου στα χέρια Σου. Και τούτο ειπών εκοιμήθη.
Μακάρι να είχαμε τέτοιο τέλος.
Ε, τι λέτε;
Μια ανείπωτη γαλήνη απλώθηκε παντού και μια ανέκφραστη αναστάσιμη χαρά ζέστανε τις καρδιές των παρευρισκομένων, όσοι ήσαν, τέσσερις.
Κάτι λίγα από το ίδιο γεγονός, όπως ακριβώς σας το ανέφερα, όχι όμως ακριβώς, αναφέρεται και στο βιβλίο του Πατρός Μωυσέως "Αγιορείτικες Διηγήσεις", αλλά πολύ λίγα.
Εγώ τα άκουσα από το ίδιο το στόμα του ενός από των τριών υποτακτικών Ρουμάνων ο οποίος εκοιμήθη.
Μαζί του βγήκα και μια φωτογραφία την οποία δεν θυμάμαι αν έχω.
Μεγάλη Είσοδος του Μεγάλου Ευθυμίου και Δομητιανού
Ας θυμηθούμε λίγο το φοβερό γεγονός που συνέβη σε μια Θεία Λειτουργία όταν λειτουργούσε ο Μέγας Ευθύμιος μαζί με τον πατέρα Δομιτιανό.
Είχαμε πει όταν διηγούμασταν το γεγονός αυτό ότι κατά τη διάρκεια το Χερουβεικού ύμνου κατέβηκε από ψηλά μια τεράστια φλόγα σαν ένα απλωμένο σεντόνι, σαν ένα πυρακτωμένο σύννεφο που τύλιξε τους Αγίους Ιερείς χωρίς να τους κατακαίει.
Κύκλωσε και περιέβαλε και ολόκληρη την Αγία Τράπεζα.
Και είπαμε ακόμη ότι ήταν φρικτό το θέαμα, παράδοξο και ανερμήνευτο.
Αυτές οι άυλες φλόγες με τις οποίες ήσαν κυκλωμένοι να συνοδεύουν τους Λειτουργούς Οσίους Ιερείς και κατά την Μεγάλη Είσοδο.
Αυτό θέλει να μας πει ότι τα Τίμια Δώρα είναι κάτι περισσότερο από Τίμια.
Ναι μεν δεν είναι Σώμα και Αίμα Χριστού όπως συμβαίνει στην Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία αλλά κατά τον Μέγα Βασίλειο είναι αντίτυπα του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού.
49A Η Μεγάλη Είσοδος του ανωνύμου ησυχαστού
Και ο ανώνυμος Ιερεύς ησυχαστής λέγει για την Μεγάλη Είσοδο τα εξής:
Κάποτε σε κάποια Θεία Λειτουργία, όταν πήρα εις την κεφαλή μου τον Αγιο Δίσκο και είπα "Εν ειρήνη επάρατε τας χείρας ημών εις τα Αγια" - γι' αυτό και λέγονται Αγια - ευθύς αμέσως πλημμύρισε η καρδιά μου από αγαλλίαση και άρρητη πνευματική ευφροσύνη.
Παίρνοντας το Αγιον Ποτήριον είπα "Ανέβη ο Θεός εν αλλαλαγμώ Κύριος εν φωνή σάλπιγγος" και στη συνέχεια είπα "Δύναμις. Αγιος ο Θεός".
Στη λέξη "Θεός" η άρρητος αυτή ευφροσύνη απλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα μου και η καρδιά μου από την πολλή της χαρά και κατάνυξη άρχισε να σκιρτά ουράνια, ακατάληπτα.
Κάνοντας τα δυο πρώτα βήματα για να αρχίσω τη Μεγάλη Είσοδο και να βγώ από την βορία πύλη, ω του θαύματος, ω της απείρου μακροθυμίας του Αγίου Θεού.
Τι είδα!
Είδα να πυρπολούμαι από πύρινες φλόγες από το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Τα Αμφιά μου καίγονταν και τα Τίμια Δώρα.
Όλα σαν αναμμένα κατακόκκινα κάρβουνα.
Οι δε φλόγες με κύκλωσαν ολόκληρο τόσο πολύ και ανέβαιναν σαν πύρινες γλώσσες μια πήχη πιο ψηλά από το κεφάλι μου χωρίς να με καίνε!
Φλόγες παράδοξες, άλλοτε φωτεινές, καθαρές, ολόλαμπρες και άλλοτε σαν κατακόκκινη ανθρακιά.
Πάντοτε όμως αυτή η ανθρακιά καθαρή, άρρητη, ανεκδιήγητη, αστραφτερή, που με γέμιζε από χαρά και ευφροσύνη, από ουράνια δροσιά.
Φωτιά που προκαλούσε δροσιά.
Τότε πληροφορήθηκα εν Αγίω Πνεύματι, συνεχίζει ο ανώνυμος ησυχαστής, πώς ήσαν οι τρεις παίδες μέσα στο καμίνι του αληθινού πυρός χωρίς η φωτιά να τους αγγίζει.
Ούτε μια τρίχα από το κεφάλι τους δεν κάηκε και με τα ενδύματά τους άθικτα.
Μέσα στη φωτιά και δεν εκαίγοντο.
Έτσι και ο ανώνυμος ησυχαστής ήταν μέσα στη φωτιά αλλά μη καταφλέγουσα αυτόν.
Ήτο μέσα στην ανθρακιά, όλος ένα αναμμένο, πυρακτωμένο κάρβουνο αλλά που δεν κατέφλεγε και που δεν κατάτρωγε ούτε καν τα Αμφιά του.
Ολόκληρος πύρινος, φλόγα, μαζί με τα Τίμια Δώρα αλλά φλόγα ολόλαμπρη, άκτιστη, ανέσπερη.
Σε αυτήν την κατάσταση ο ανώνυμος, ο αγνός αυτός Ιερεύς έκανε με πολλή βία και με πολύ κόπο, όπως καταλαβαίνετε την Μεγάλη Είσοδο.
Μέσα του ψυχοσωματικά μπορώ να πω πως βίωσε στην πράξη αυτό που λέγει ο αψευδής αγιογραφικός λόγος του Προφήτου και Ψαλμωδού:
"Ο ποιών τους Αγγέλους αυτού πνεύματα και τους Λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα".
Από τότε κατάλαβα, λέγει ο ανώνυμος ησυχαστής, ότι οι άξιοι Λειτουργοί Ιερείς του Υψίστου στη Θεία Λατρεία είναι νοητώς και κατά ψυχήν φλόγα πύρινη, φωτιά πνευματική που τους καθιστά θεολαμπείς.