Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2006
Τού Ζακχαίου, Κυρ. ΙΕ' Λουκά, 2006
221-α
Τού Ζακχαίου, Κυρ. ΙΕ' Λουκά, 2006
Σήμερα χριστιανοί μου, συναντήσαμε το Χριστό στο σπίτι του Ζακχαίου.
Προκαλώντας στην ψυχή του την έμπρακτη μετάνοια και την αποκατάσταση κάθε αδικίας, που είχε διαπράξει μέχρι τότε και μάλιστα στο τετραπλούν.
Πού άλλοτε και πότε άλλοτε συναντάμε τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστόν;
Τον συναντάμε για πρώτη φορά στην Βηθλεέμ, και μάλιστα σ’ ένα στάβλο, εν φάτνη κείμενον, μετά την Γέννησή του εκ της Παρθένου Μαρίας και εκ Πνεύματος Αγίου.
Τον συναντάμε κατόπιν στην Βάπτισή Του τη Θεία στον Ιορδάνη ποταμό, από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ενώ συγχρόνως μας αποκαλύπτει και το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, το Πανάγιον Πνεύμα εν είδει περιστεράς, και τον Θεόν Πατέρα με τη φωνή η οποία ηκούσθη ενώ ηνοίγετο οι ουρανοί, να λέγει «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ηυδόκησα».
Λίγο μετά Τον συναντάμε στο Σαραντάρειον όρος να νικά τον διάβολο στους τρείς μεγάλους βασικούς πειρασμούς της ζωής, της φιληδονίας, της φιλοδοξίας και της φιλαργυρίας.
Τον συναντάμε στην εκλογή των δώδεκα μαθητών και Αποστόλων, με την υπόσχεση ότι θα τους κάνει αλιείς ανθρώπων. Δεν θα ρίχνουν πλέον τα δίχτυα τους για να ψαρεύουν ψάρια για τις ανάγκες διατροφής των ανθρώπων, αλλά θα ψαρεύουν ψυχές στα δίχτυα της Θείας Χάριτος για να γεμίζει ο Παράδεισος από καρδούλες σεσωσμένες.
Τον συναντάμε κατόπιν στη μεγαλυτέρα και υψηλοτέρα διδασκαλία που ακούστηκε και μέχρι σήμερα ακόμη, το «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Το «προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς», το «καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και των διωκόντων υμάς», το «ευλογείτε και μη καταράσθε». Το «εάν ο εχθρός σου πεινά ψώμιζε αυτόν και αν διψά πότιζε αυτόν». Το «γίνεσθε ούν οικτίρμονες πάντες και προς πάντας καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστί». Και «όστις σε ραπίσει επί την μια σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Και στην παραβολή του χαρίσματος των μυρίων ταλάντων, και σε τόσες άλλες περιπτώσεις.
Τον συναντάμε να περιοδεύει πεζοπορώντας σε πόλεις και χωριά, καλώντας τον δικόν Του λαόν ως Μεσσίας σε μετάνοια να διδάσκει στις συναγωγές και στο Ναό του Σολομώντος στις πλατείες και στα σπίτια, ευαγγελιζόμενος τα πλήθη και θεραπεύοντας πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ – έτσι οι τυφλοί άρχισαν να βλέπουν, οι κωφοί να ακούν, οι βωβοί να ομιλούν, οι παράλυτοι να περπατούν, οι λεπροί να καθαρίζονται, οι νεκροί να ανασταίνονται, και μάλιστα ο από τετραημέρου πεθαμένος Λάζαρος, τα δαιμόνια να φεύγουν, οι αγριεμένη θάλασσα να ηρεμεί, οι άνεμοι να κοπάζουν, οι πέντε άρτοι να πολλαπλασιάζονται και να χορταίνουν χιλιάδες ανθρώπους και τα θαύματα να μην έχουν τέλος.
Τον συναντάμε περαστικόν από κάποιον τελωνείον όπου καλεί τον άγνωστο τελώνη για να τον καταστήσει όχι μόνον μαθητήν και Απόστολόν του, αλλά και τον πρώτον Ευαγγελιστή, Ματθαίον καλούμενον.
Τον βλέπουμε και στην οικεία του Σίμωνος του Φαρισαίου, όπου εκεί προσέρχεται μια γυναίκα, μια πόρνη, η οποία πέφτει στα γόνατα και με πλήθος από δάκρυα να καταφιλεί τους αχράντους αυτού πόδας, αλείφοντάς τα με βαρύτατο μύρο, και στην συνέχεια να τους σπουγγίζει με τα μαλλιά της. Και ω του θαύματος ακούει φωνή να της λέγει «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, είσαι συγχωρεμένη γιατί ηγάπησες πολύ».
Τον συναντάμε και στο πηγάδι του Ιακώβ της πόλεως Σιχάρ, να ομιλεί και κει με μια αμαρτωλή πόρνη γυναίκα, τη Σαμαρείτιδα, και να της αποκαλύπτει πρώτον ότι ο Θεός είναι Πνεύμα. «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν, εν Πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν», και δεύτερον ότι αυτός είναι ο Χριστός ο Μεσσίας. «Εγώ ειμί ο λαλών σοι».
Τον συναντάμε τον Χριστό ακόμη και μπροστά σε μια μοιχαλίδα γυναίκα με την πρόθεσιν να την λιθοβολήσουν, άρχοντες και Φαρισαίοι, και τον μαινόμενον λαό που παρέσυραν, την οποία όμως ο Κύριος συγχωρεί λέγοντάς την «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω». Και προσθέτει «Ουκ έτι, μηκέτι αμάρτανε. Από τώρα και στο εξής μην ξαναμαρτήσεις».
Δεν Τον συναντάμε μόνον ως φιλόστοργον Πατέρα και Σωτήρα του κόσμου, αφού «ουκ ήλθεν, ίνα κρίνει τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσει τον κόσμον από των αμαρτιών αυτών». Αλλά Τον συναντάμε στην διδασκαλίαν Του και ως αυστηρόν κριτήν, όπου κατεδίκαζε προειδοποιητικά την υπερηφάνεια και την υποκρισία των Φαρισαίων, τονίζοντας «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί»! Οκτώ είναι αυτά τα φοβερά «ουαί», για να καταλήξει λέγοντας «όφεις», φίδια, «γεννήματα εχιδνών, πώς φύγετε από της Κρίσεως της Γεέννης ταύτης του μέλλοντος αιωνίου πυρός»;
Τι να συνεχίσω όμως περισσότερον; Σελίδα, σελίδα, από την Καινή Διαθήκη, συναντάμε τον Χριστό μπροστά μας. Ολόκληρον το Ευαγγέλιον είναι ο Ζών Χριστός, ο Θεάνθρωπος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου και ημών. Γι’ αυτό και πάνω στην Αγία Τράπεζα, και σε κάθε Αγία Τράπεζα Ορθοδόξου Ιερού Ναού, υπάρχει το Ευαγγέλιον και το Άγιον Δισκοπότηρον. Υπάρχει το Ευαγγέλιον και το Αρτοφόριον. Ο Ίδιος ο Χριστός.
Δεν μπορούμε όμως να παραλείψουμε και την προσωπική συνάντηση που έχουν με τον Σωτήρα Χριστόν μερικοί ησυχαστές και ερημίτες, ορισμένοι από τους κληρικούς παντός βαθμού, και ελάχιστοι εκ των αγωνιζομένων πιστών χριστιανών, των ήδη κεκαθαρμένων εκ των ψεκτών παθών, που διαθέτουν και οι τρείς αυτές κατηγορίες συντετριμμένο και τεταπεινωμένο το φρόνημά τους. Να έχουν επαναλαμβάνω την προσωπική τους συνάντηση με τον Θεάνθρωπο Κύριο στο Θαβώρειον Όρος της απλανούς νοεράς καρδιακής προσευχής. Εκεί λελουσμένοι και λελαμπρησμένοι από το άκτιστον Τριαδικόν φως, υπόκεινται και εκεί την αλλοίωσιν. Άλλοτε με μυστική ψυχοσωματική μεταμόρφωση, άλλοτε με μερική παράδοξη φωτεινότητα στο γήινο πρόσωπό τους, ή και με ακατάληπτη εξαΰλωση των σωματικών τους μελών, και άλλοτε με φανερή την αποκάλυψη του δεδοξασμένου Θεϊκού Φωτός.
Εμείς όμως χριστιανοί μου, πρέπει να συνεχίσομε για λίγο ακόμη την διαχρονική μας πορεία και ξεπερνώντας την συνάντησή μας με τον Χριστό στο Μυστικό Δείπνο, να πάμε να Τον βρούμε στον κήπο της Γεθσημανή, όπου προσεύχεται με πολλή αγωνία στον Θεό Πατέρα ενώ ο ιδρώτας Αυτού έτρεχε ωσεί θρόμβοι αίματος.
Και μείς τι κάνουμε; Σείς και μείς και γω τι κάνουμε; Αγωνιούμε μαζί Του για το αμέτρητο πλήθος των αμαρτιών μας; Ή κενώ κοιμώμεθα τον ύπνον της αδιαφορίας, της ραθυμίας, της αναισθησίας, της αυτοδικαιώσεως και της καλοκράσεως; Εκείνος το «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριο», συμπλήρωσε, και το έκαμε πράξη αυτό, αυτό που συμπλήρωσε, τι είπε; «Όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις εσύ, γεννηθήτω το θέλημά σου». Εμείς άραγε πώς απαντούμε στο πικρό ποτήριο των θλίψεων και των πειρασμών της ζωής; Με τα τόσα πάθη που έχουμε και ειδικά τον εγωισμό, και στις τόσες αμαρτίες που διαπράττουμε καθημερινά;
Αλλά και στα φρικτά πάθη και τη Σταύρωσή Του, ποιά μαθητεία ακολουθούμε; Μήπως αυτόν που Τον πρόδωσε; Μήπως τους εννέα μαθητάς που Τον εγκατέλειψαν; Μήπως τον Πέτρο που Τον αρνήθηκε τρείς φορές με όρκους και κατάρες ότι «ουκ οίδα τον άνθρωπον»; Σύνηθες φαινόμενο να γογγύζουμε κατά του Θεού και να υβρίζουμε το Πανάγιον Όνομά Του. Ή μήπως θα ακολουθήσουμε τον μαθητή της αγάπης Ιωάννη τον Ευαγγελιστή; Η καρδιά σας, ολονών σας οι καρδιές, και η δική μου, τι λέει; Τι απαντά;
Αλλά να που Τον συναντάμε και στην πανένδοξη Ανάστασή Του και βροντοφωνάζουμε «Χριστός Ανέστη»
και τελειώνουμε τη ιστορική μας διαχρονική πορεία με την τελευταία επί γης συνάντησή μας μαζί Του, στη επίσης πανένδοξη Ανάληψή Του.
Διαχρονικά όπως είναι φυσικόν ακολουθεί και η Πεντηκοστή μας.
Αλλά για όλους εμάς εδώ που βρισκόμαστε σήμερα σ’ αυτόν εδώ τον μικρό ναό, η προσωπική μας συνάντηση μαζί Του μέσα στις γλώσσες πυρός της Πεντηκοστής, έγινε στο Άγιον Βάπτισμά μας, με την τριπλή κατάδυση και ανάδυση μέσα στο λουτρό του αγιασμένου ύδατος του Αγίου Βαπτίσματος. Από τότε. Δηλαδή από Άγιον Βάπτισμά μας και το Άγιον Χρίσμα μέχρι και την ημέρα του θανάτου μας συναντάμε τον Χριστό στις εξής περιπτώσεις:
- Πρώτον. Κάθε φορά που εκκλησιαζόμαστε στους ιερούς ναούς της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας και ειδικότερα όταν κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων, του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
- Δεύτερον, Τον συναντάμε στην Ιερά Εξομολόγηση και μάλιστα κάτω απ’ το πετραχήλι του πνευματικού να σπουγγίζει τα δάκρυα της μετανοίας μας ο ίδιος ο Κύριος, να απαλείφει τον πόνο μας, να καθαρίζει την ψυχή μας από το βάρος και τον ρύπον της αμαρτίας και από τις ενοχές που δημιουργούν οι παραβάσεις των αγίων Του εντολών.
- Τρίτον, Τον συναντούμε και στα υπόλοιπα των μυστηρίων της Εκκλησίας μας, αφού άλλωστε είναι και θεοσύστατα.
- Τέταρτον Τον συναντάμε και μάλιστα όταν είμαστε συνηγμένοι δύο ή τρείς ή πέντε ή δέκα ή εκατό στο Πανάγιον όνομά Του. Γι’ αυτό και πολύ είναι ωφέλιμη και σωτήρια η δεκάλεπτη βραδινή μας προσευχή, αλλά και κάθε μας πνευματική συνάντηση με πνευματική συζήτηση όταν την κάνουμε δύο ή τρείς μαζί.
- Πέμπτον. Τον συναντάμε κατά μόνας, στο ιδιαίτερο ταμείο στο δωμάτιό μας δηλαδή του σπιτιού μας, όπου απερίσπαστα μπορούμε να συνομιλούμε μαζί Του ώρες ολόκληρες. Η πνευματική μας αυτή κοινωνία μαζί Του, ανοίγει τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μας ώρες ολόκληρες, μέσα από τα οποία εισέρχεται το σωτήριον φως της Θείας Του Παρουσίας.
- Έκτον. Για να κλείσουμε κιόλας με τη συνάντηση που έχουμε με τον Κύριόν μας, και Σωτήρα μας Ιησούν Χριστόν, όταν μελετάμε με προσοχή το δικό Του λόγο μέσα στο Ευαγγέλιο, στην Αγία Γραφή, στην Καινή Διαθήκη, αλλά και σε κάθε Πατερικό βιβλίο, στα φιλοκαλικά κείμενα, στα γεροντικά, στο φωτισμένο κήρυγμα, στα Συναξάρια και στους βίους των Αγίων, στην Εκκλησιαστική μας Υμνολογία, και ο κατάλογος δεν τελειώνει.
- Αλλά θέλω όμως να προσθέσω και ένα έβδομο που θάναι οριστικά το τελευταίο. Τον συναντάμε όταν λέμε την ευχούλα "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" παντού και πάντοτε και μάλιστα όταν εξ αποκαλύψεως και πληροφορία, επαναλαμβάνω εξ αποκαλύψεως όταν έχομε την αίσθηση και την πληροφορία, ότι ο Χριστός είναι παρών, είναι μπροστά μας. Είναι μέσα μας. Μέσα στην καρδιά μας. Εξ αποκαλύψεως η αίσθησις και η πληροφορία αυτή. Όταν λέμε την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Χριστιανοί μου, αδελφοί μου, πατέρες μου, μητέρες μου, τι άλλο να θέλουμε όταν αυτή η συνάντησις μπορεί να γίνεται και να πραγματοποιείται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή; Γιατί αυτή η συνάντησις θα μας σώσει. Θα μας ανοίξει τον Παράδεισο;
Δια τούτο και μόνον αυτώ τώ Χριστώ ανήκει και πρέπει
πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις ως Θεόν και Σωτήρα,
τώρα και πάντοτε,
και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.
Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2006
Η αγάπη πρός τούς εχθρούς
224-β
Κυρ. ΙΒ' Λουκά. 15.1.2006
Πρίν πολλά χρόνια χριστιανοί μου, και μετά από την λήξη του εμφυλίου σπαραγμού και του αδελφοκτόνου πολέμου, σε κάποιο χωριό έγινε κάποιος φόνος. Για πολιτικούς λόγους και του μεγάλου φανατισμού που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Κατηγορήθηκε λοιπόν κάποιος χωριανός και με τις συγκλονιστικές μαρτυρίες πέντε συγχωριανών του, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλακή.
Ο κατηγορούμενος όμως ισχυρίζετο ότι ήτο αθώος. Κλείστηκε σε κάποιες αγροτικές φυλακές της χώρας, αλλά μέρα νύχτα όμως και το φώναζε και το ομολογούσε μόνος του συνεχώς ότι ήτο αθώος.
Σ’ αυτές τις φυλακές πήγαινε μια φορά το μήνα ένας ευλαβέστατος ιερεύς και λειτουργούσε το εκκλησάκι των φυλακών και κατόπιν εδέχετο για εξομολόγηση όσους εκ των φυλακισμένων επιθυμούσαν.
Ύστερα από πέντε έξι μήνες, ίσως και περισσότερο, πήγε και ο εν λόγω χωριανός στον οποίον θα δώσουμε ένα συμβολικό όνομα και θα τον ονομάσουμε Βαρσανούφιο για να μην τύχουμε παρεξηγήσεως. Ο Βαρσανούφιος λοιπόν, και στον ευλαβέστατον εκείνον ιερέα, ενώπιον του Αγίου Θεού και μπροστά στο πετραχήλι του πνευματικού και εξομολόγου με όρκους εβεβαίωνε ότι ήτο αθώος.
Από τότε που εξομολογήθηκε μέσα στις φυλακές, άλλαξε τελείως η διαγωγή του και έγινε άνθρωπος της προσευχής, και της μελέτης του Ευαγγελίου, εκείνου που του είχε χαρίσει και δωρίσει ο ιερεύς. Μέσα σε ένα χρόνο αλλοιώθηκε τόσο πολύ, που όλοι οι συγκατάδικοί του και βαρυποινίτες με κακουργήματα, εγκλήματα, βιαιοπραγίες, κλοπές και τα λοιπά, άρχισαν να τον σέβονται και να του φέρονται φιλικά. Και με τη Χάρη και το φωτισμό του Θεού γρήγορα πείστηκε και ο ευλαβής ιερεύς για την αθωότητά του ώστε του επέτρεπε να κοινωνεί κάθε φορά που λειτουργούσε εκείνος στις φυλακές.
Ο ιερεύς προσπάθησε κάτι να κάνει μέσω κάποιων δικηγόρων αλλά οι μάρτυρες ήσαν απολύτως κατηγορηματικοί γιατί ήσαν παρόντες στο φόνο.
Παρά ταύτα ο εξομολόγος πίστευε ότι όντως ήταν αθώος και θύμα της σκευωρίας.
Ο Βαρσανούφιος όχι μόνον προσηύχετο, μελετούσε και κοινωνούσε αλλά σκορπούσε και σε όλους τους συγκρατουμένους του πολλή την καλοσύνη.
Συγχωρούσε δε με όλη του την καρδιά τους κατηγόρους του, και αυτόν ακόμα τον άγνωστο φονιά.
«Δεν φταίνε οι καϋμένοι», έλεγε. «Φταίει το πολιτικό και ιδεολογικό πάθος. Φταίει και ο διάβολος που τους σκοτείνιασε το μυαλό και έτσι κρύψανε την αλήθεια».
«Θεέ μου», φώναξε κάθε μέρα, «συγχώρεσέ τους. Και από μένα είναι συγχωρεμένοι. Κι χάρισέ τους πλούτη και αγαθά. Αλλά χάρισέ τους προπαντός και ιδιαιτέρως φωτισμό και υγεία».
Έτσι πέρασαν 19 χρόνια.
Κατόπιν λόγω της καλής και αρίστου διαγωγής του και επειδή έκανε στις τότε αγροτικές φυλακές όπου εμειώνετο η ποινή, αποφυλακίστηκε. Ήταν πλέον πενήντα ετών.
Στο χωριό όμως δεν έγινε δεκτός επειδή εξακολουθούσαν να τον πιστεύουν σαν φονιά και κυρίως βέβαια οι συγγενείς του φονευμένου. Έτσι μετακόμισε σε μια γειτονική πολιτεία και έκαμε τον εργάτη, τον οικοδόμο και κυρίως τον ξυλουργό, εργασία που την έμαθε στις φυλακές.
Η ζωή του όμως εξακολουθούσε να είναι ζωή ενός αληθινού χριστιανού με ακριβή συμμετοχή στα μυστήρια, με τη σωστή τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, και ιδιαιτέρως με την προσευχή. Η προσευχή ήταν το οξυγόνο της ψυχής του, ήταν ο αέρας που ανέπνεε. Η προσευχή και το Ευαγγέλιο ήσαν γι’ αυτόν ο άρτος της ζωής και το ύδωρ το ζων.
Μια κοπέλα 42 ετών θεολόγος σε κάποιο Γυμνάσιο της περιοχής πληροφορήθηκε από τον πνευματικό των φυλακών, που ήταν παιδικός της πνευματικός, τα πάντα για τον Βαρσανούφιο και ιδιαιτέρως για το πόσο ήταν αφοσιωμένος στο Χριστό και στην Εκκλησία. Πήγε τον βρήκε. Τον έζησε για λίγο και κατόπιν η ίδια τον ζήτησε σε γάμο.
Από τον ευλογημένον αυτόν γάμο, παρά την ηλικία, προήλθαν δύο υγιέστατα παιδιά.
1949 έγινε ο φόνος.
1968 η αποφυλάκισίς του.
1971 ο γάμος του.
1972 και 73 τα δύο του παιδιά,
και φθάνουμε στα 1984.
Στο χωριό που έγινε ο φόνος, κάποιος χωρικός αρρώστησε βαριά με ανεξήγητους φοβερούς πόνους, σε ολόκληρο το σώμα του. Η επιστήμη με τα νοσοκομεία, τους γιατρούς και τις κλινικές εξετάσεις, που ήσαν τότε προηγμένες, γιατί ήταν το ’84, στάθησαν αδύνατον να τον βοηθήσουν. Ούτε καν δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν το τι έφταιγε για την ασθένειά του.
Έτσι μια βραδιά όταν πλέον τον επέστρεψαν στο σπίτι του σ’ αυτήν την κακή κατάσταση με τους φοβερούς πόνους που είχε, άρχισε να κραυγάζει και μέσα σ’ αυτούς τους φοβερούς πόνους, τι λέτε ότι εκραύγασε;
«Εγώ είμαι ο φονιάς»!
Και με τους τέσσερεις ψευδομάρτυρες τους οποίους εξαγόρασε με μεγάλα χρηματικά ποσά κατηγόρησαν τον Βαρσανούφιον που συμπτωματικά περνούσε το κλειστό εκείνο σταυροδρόμι όπου έγινε ο φόνος τη στιγμή εκείνη.
Ζήτησαν να φωνάξουν τον αστυνόμον του χωριού, όπου υπέγραψε την ομολογία του, κατονομάζοντας και τους τέσσερεις ψευδομάρτυρες και συνεργούς του. Ποια νομική διαδικασία ακολούθησε, δεν το γνωρίζω.
Η ομολογία του όμως έκανε μεγάλο θόρυβο και κρότο όπως καταλαβαίνετε στο χωριό μέσα, προκάλεσε σύγχυση και ταραχή, κατάρες και πολλές, και οι κατάρες όλες αυτές βάραιναν τον φονιά και η ψυχή του δεν έφευγε. Εξακολουθούσε να τσιρίζει και να φωνάζει και να κραυγάζει μέσα από τους φοβερούς του πόνους.
Ο Βαρσανούφιος όμως, όπως ήταν επόμενο, το έμαθε. Δεν κίνησε όμως καμιά διαδικασία για την αποκατάσταση της τιμής του. Με αναθεώρηση της δίκης, με μηνύσεις κατά των ενόχων και όλων και των άλλων ένδικων μέσων που θα είχε το δικαίωμα να το κάμει.
Αλλά τι έκανε; Τι έκανε; Πήγε στο σπίτι του φονιά! Οι πάντες πάγωσαν! Και οι περισσότεροι από τους χωριανούς όταν τον είδαν να περνάει μέσα από το χωριό κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο, έτρεχαν και κρύφτηκαν στα σπίτια τους από την ντροπή.
Πάγωσε και ο φονιάς όταν τον αντίκρισε και με γουρλωμένα τα μάτια από την έκπληξη και την φρίκη τον άκουσε να λέει:
«Γιώργο, σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Και σε ευχαριστώ».
Θέλετε να το ξαναπώ;
«Και σε ευχαριστώ γιατί ήσουν η αιτία να γνωρίσω το Χριστό, την Εκκλησία Του, τα μυστήριά Του, τη Θεία Του Κοινωνία, τη σωτηρία μου. Εύχομαι να τα γνωρίσεις και συ».
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε, και έφυγε με το κεφάλι ψηλά, ενώ κάποια κρυφά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του πάνω στα μάγουλά του. Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης του Θεού ήρθε ύστερα από τριανταπέντε χρόνια. Αλλά υπήρξε θρίαμβος της εμπιστοσύνης και της πίστεως του αδικουμένου στην πρόνοιαν του Θεού. Και ταυτόχρονα, στέφανος δόξης στην υπομονή και στην μακροθυμία που έδειξε τόσα χρόνια.
Ευλογήθηκε η μετέπειτα ζωή του, όπως προαναφέραμε, με ένα χριστιανικό γάμο, και με μια οικογένεια που έμοιαζε και που ήταν κατ’ οίκον εκκλησία, με δυο ευλογημένα παιδιά. Και μάλιστα μετά την ολοκάρδια συγχώρεση που έδωσε και την αγάπη που έδειξε προς όλους, πολλαπλασιάστηκε η ευλογία του Θεού στο σπιτικό του. Έπιανε χώμα και γινότανε χρυσάφι. Έπιανε πέτρες και γινόντουσαν διαμάντια. Σας το λέω μεταφορικά για να δείτε πόση ευλογία είχε μέσα στο σπιτικό του και την οικογένειά του και ποια ήταν η χάρις της Παναγίας που τους σκέπαζε, των Αγίων και των Αγγέλων.
Εκοιμήθη οσιακώς σε ηλικία ογδόντα ετών, το 1999. Παρών στην οσιακή του αυτή κοίμηση ήταν και ο ιερεύς που μου διηγήθηκε αυτό το γεγονός, ο ιερεύς των φυλακών, για να μου πει στο τέλος ότι Άγγελοι και Αρχάγγελοι πλημμύρισαν το δωμάτιό του, τους οποίους τους έβλεπε με τα θνητά του μάτια, όλως αναξίως, που παρέλαβαν την ψυχή του, μετά το τελευταίον σημείον του Σταυρού που έκαμε λέγοντας:
«Άγγελέ μου, Άγγελέ μου, δεν την αξίζω αυτήν την τιμή».
Και ξεψύχισε.
Χριστιανοί μου,
Ιδού το θαύμα της μακροθυμίας και της έμπρακτης αγάπης και καλοσύνης.
Ιδού το θαύμα της μακροχρόνιας υπομονής.
Ιδού το θαύμα της υπακοής προς τον πνευματικόν του για να συγχωρέσει τον κατήγορο και συκοφάντη του, που τον έβαλε άδικα τόσα χρόνια στη φυλακή.
Ιδού το θαύμα από την καθημερινή του δακρύβρεκτη προσευχή, και την μελέτη του Ευαγγελίου.
Ιδού το θαύμα της εν Χριστώ ζωής και μέσα στη φυλακή.
Και το πιο μεγάλο θαύμα: Ο Βαρσανούφιος και οι όμοιοί του, στη Δευτέρα Του Παρουσία θάρθουν και θα μας κρίνουν όλους. Και σας, και μένα. Εμένα πρώτα. Θα τους προβάλλει ο Θεός σαν παράδειγμα, και θα μας πει: «Εσείς τι κάνατε όταν σας αδικούσανε κατάφορα; Τι κάνατε όταν σας συκοφάντησαν ή σας συκοφαντούσαν ή όταν σε συκοφάντησαν πάτερ Στέφανε; Όταν σε κορόϊδευαν; Όταν σε κατέκριναν; Όταν σε διαπόμπευαν»;
Θα μας πει κατόπιν, «Αντιδράσατε, όπως εκείνη η ευλογημένη μάνα που πήρε την εντολή του πνευματικού της πατρός Χαμακιώτου, να πάει στη φυλακή και να προσφέρει τρόφιμα και ρούχα στο φονιά του γιού της και μάλιστα να του φυλήσει τα χέρια»;
Εμείς θα το κάναμε; Εγώ προσωπικά ως πατήρ Στέφανος σας ομολογώ ότι σήμερα με τα χάλια που διαθέτω και με τα πάθη που έχω, δεν θα μπορέσω να το κάμω αυτό. Αύριο αν η χάρις του Αγίου Θεού με δυναμώσει, τότε μόνον θα μπορώ, διότι το μεγάλο έργο της συγχωρήσεως με την χάριν του Θεού επιτυγχάνεται. Αλλά η Θεία Χάρις, ναι μεν έρχεται δωρεάν και χαρίζεται αλλά θέλει και συγκατάθεση για να μας δυναμώσει. Γι’ αυτό και πρέπει να προσευχόμεθα συνεχώς, ώστε να μα δυναμώνει η Θεία Χάρις και η ευλογία του Θεού κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μετανοούμε καθημερινά, να προσέχουμε τις αισθήσεις και τη γλώσσα μας, να συμμετέχουμε στα Πανάγια Μυστήρια, να μελετάμε το Ευαγγέλιο, να είμεθα κρυφοί ελεήμονες γεμάτοι καλοσύνη και αγάπη προς τους εχθρούς μας.
Και τις συμβουλές αυτές που μας είπε σήμερα το Αποστολικόν Ανάγνωσμα, για να πει ο Απόστολος, αυτές και να εφαρμόζουμε, όταν μας λέει «νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, και πορνείαν, και ακαθαρσίαν, και κάθε πάθος, και κάθε επιθυμία κακή και κάθε πλεονεξία που είναι ειδωλολατρία, και την αισχρολογία από του στόματος ημών και πάσαν οργήν, και θυμόν, και κακίαν, και να μη ψευδόμεθα εις αλλήλους», και τόσα άλλα.
Χριστιανοί μου, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Εκείνος ο χριστιανός που ευεργετεί συγχωρώντας τους ανθρώπους που του έκαμαν κακό, μοιάζει με τον Θεόν, έστω και αν αυτοί παραμένουν αδιόρθωτοι και αμετανόητοι. Μήπως ο Θεός δεν ανατέλλει τον ζωογόνο Του ήλιο και για τους φανερούς, και για τους αγαθούς; Μήπως δεν στέλνει την ευεργετική Του βροχή και στα χωράφια των δικαίων και στα χωράφια των αδίκων; Και παρόλο που οι περισσότεροι από τους διεστραμμένους ανθρώπους δεν θέλουν να διορθωθούν, εν τούτοις ο Θεός τους πάντες ευεργετεί. Αν η αμαρτία των ανθρώπων αποθρασυνθεί και καταστεί απιστία και θεομαχία, τότε επεμβαίνει πολύ πολύ πατρικά και αυτό προς διόρθωσιν».
Και συνεχίζοντας λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι, «τους εχθρούς μας και όλους αυτούς που θέλουν το κακό μας, να τους αντιμετωπίζουμε ως ευεργέτας, γιατί μας βοηθούν στην κάθαρση της ψυχής μας από τα πάθη και συντελούν στο να έχουν οι προσευχές μας παρρησία στο θρόνο του Θεού. Αυτός που υπομένει με αγάπη τις αδικίες και τους διωγμούς των εχθρών του, των κακών και πονηρών ανθρώπων, και όχι μόνον τους συγχωρεί, και όχι μόνον προσεύχεται γι’ αυτούς αλλά τους αγκαλιάζει και φιλεί, αυτός στη Βασιλεία του Θεού συγκαταλέγεται στον ίδιο χορό με τους αγίους μάρτυρες και έχει την ίδια παρρησία με τους αγγέλους μπροστά στο θρόνο του Θεού». Αυτά τα λόγια είναι του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, που ταιριάζουν στην ψυχή του Βαρσανουφίου, του οποίου την έμπρακτη διαγωγή της αγάπης την αναφέραμε προηγουμένως σε όλο της το μεγαλείο.
Χριστιανοί μου, τελειώνω και συγχωρέστε με που σήμερα ειδικά σας εκούρασα. Ζούμε σε έναν κόσμο πονηρίας, κακίας, μοχθηρίας, αδικίας, αλαζονίας, πλεονεξίας, αρπαγής, συκοφαντίας, ψεύδους, αδιαφορίας, σκληρότητος και πολλών άλλων κακιών, μεταξύ των οποίων την πρώτη θέση κατέχουν η αχαριστία, - την ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα - , η αγνωμοσύνη, το πείσμα, η ψυχρότητα.
Έτσι καθημερινά πρέπει να προσευχόμεθα με αγάπη και κατανόηση για όλους και για όλα, και πολύ περισσότερο πρέπει να προσευχόμεθα όταν νέοι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στο άμεσο οικογενειακό μας περιβάλλον, ή μεταξύ των συγγενών μας, ή των δήθεν, δήθεν φίλων μας, ή στους επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους. Για όλους προσευχή με έμπρακτη αγάπη. Για όλους προσευχή με άκρα υπομονή. Για όλους προσευχή με την ελπίδα της διορθώσεως και του θαύματος της σωτηρίας.
Είθε αδελφοί μου να χαρίζει ο Πανάγιος Θεός σε όλους μας,
αγάπη και υπομονή,
πίστη και μετάνοια,
μεγάλη καρδιά και πολύ καλοσύνη.
Ναι, μεγάλη καρδιά, σαν του Χριστού την καρδιά,
που μας χωράει όλους και μένα μαζί με σας, τον αμαρτωλό,
Αμήν.
Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2006
Η αξία καί η δύναμις τής Νοεράς προσευχής
224-α
Κυρ. Μετά Φώτα, 2006
Σήμερα χριστιανοί μου, θα σας πω κάποιες σκέψεις που απ’ όπου και αν προέρχονται αυτές, έχουν για ρίζα τη Θεία Χάρη, τη δύναμη του Ιησού Χριστού και τη σοφία του Αγίου Πνεύματος.
Πολλές φορές σας έχω παρακαλέσει να πυκνώσετε τις προσευχές σας, και να μάθετε να προσεύχεστε αληθινά. Εξ όλης καρδίας και εξ όλης ψυχής. Να προσεύχεσθε για όλους και για όλα. Να προσεύχεσθε όμως όλως ιδιαιτέρως με την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Είναι το μεγαλύτερο όπλο με την φοβεροτέρα δύναμη, αφού στο όνομα του Ιησού Χριστού «παν γόνυ κάμπτει και επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων». Όλες οι αρετές χωρίς την συντετριμμένη προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού, μοιάζουν με δένδρα χωρίς ρίζα.
Οι τεταπεινωμένες προσευχές και μάλιστα αυτές που γίνονται με δάκρυα, αγιάζουν τις ρίζες των αρετών, και έτσι δίδουν και αποδίδουν τους καρπούς του Παναγίου Πνεύματος.
Ο άνθρωπος της προσευχής, ή καλύτερα ο χριστιανός της προσευχής, και αν θέλετε η χριστιανή της προσευχής, αγιάζει τον τόπο όπου και αν προσεύχεται, είτε στο δωμάτιό της, είτε στο κελάκι της, είτε στο καλυβάκι της, είτε στο δένδρο στη σκιά του οποίου προσεύχεται, και δεν αγιάζει ο τόπος τον άνθρωπο. Η προσευχή αγιάζει.
Στις ημέρες μας δυστυχώς έχει λείψει η προσευχή από τους χριστιανούς μας, έστω και αν εκκλησιάζονται ή τηρούν κάποια τυπικά καθήκοντα. Υπάρχει προσευχή, πώς δεν υπάρχει, αλλά είναι άψυχη και άνυδρη, είναι χλιαρή η προσευχή, είναι νερόβραστη, αδύνατη, γιατί δεν μπορεί να παράγει καρπούς. Δεν υπάρχει κατάνυξις, ούτε δάκρυα παρακλητικά, ούτε μετάνοια αληθινή, ούτε συντριβή και ταπείνωσις.
Όταν όμως ο χριστιανός προσεύχεται ως αμαρτωλός μπροστά στην πραγματική παρουσία του Ιησού Χριστού, όλος ο χώρος πλημμυρίζει από το φως της Θείας Παρουσίας. Έστω και αν δεν το βλέπει με τα σωματικά του μάτια, όμως το αισθάνεται, το πληροφορείται η καρδιά του, διότι ευθύς αμέσως έρχεται σε δοξολογία του αγίου ονόματός Του και σε καθημερινή καθολική ευχαριστία. Και ακολουθεί η συντετριμμένη ομολογία της αμαρτωλότητός του. Φωνάζει και κραυγάζει νοερά από μέσα του, «ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ναι Κύριε είμαι αμαρτωλός, και το πιστεύω. Είμαι ένα τόσο δα μικρό ανθρωπάκι που φουσκώνω όμως σαν το μπαλόνι από υπερηφάνεια, από εγωισμό, από πείσμα και από κενοδοξία.
Αν έτσι προσεύχεται, τότε ο Θεός γεμίζει την καρδούλα του προσευχομένου αλλά και τη δική σου ψυχούλα, και τη δική σου ψυχούλα από αθωότητα και καλοσύνη, διότι προσευχή και καλοσύνη πηγαίνουν μαζί. Όπως προσευχή και ενεργουμένη αγάπη μέχρι θυσίας βαδίζουν αγκαλιά, είναι θα λέγαμε αχώριστο αδιαίρετο ζευγάρι.
Η αγάπη για νάναι αληθινή θέλει συμπαράσταση, αλλά και η καλοσύνη μαζί με την κρυφή ελεημοσύνη θέλουν και αυτές συμπαράσταση. Όπως και ο πόνος του κάθε ανθρώπου και αυτός θέλει τη δική του συμπαράσταση. Οι αρρώστιες, τα βάσανα, οι θλίψεις, οι στεναχώριες και οι πίκρες της ζωής, θέλουν και αυτές τη δική τους συμπαράσταση. Ο ανήμπορος γεροντάκος με την άνοιά του ή την τυχούσα αναπηρία του, και η γριούλα με το αλχάιμερ, θέλουν και αυτοί την συμπαράστασή τους. Όχι την επαγγελματική, αλλά αυτή που βγαίνει μέσα από την καρδιά και είναι γεμάτη από αγάπη.
Και ποιος είναι αυτός που ενεργοποιεί την κάθε είδους τη συμπαράσταση στον κάθε πάσχοντα συνάνθρωπο; Είναι η τρισευλογημένη νοερά προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού. Προσευχή που γίνεται με λαχτάρα για τον Θεάνθρωπο. Η προσευχή σου που γίνεται λατρεία για τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγγέλους και τους Αγίους, αυτή η προσευχή επαναλαμβάνω, που γίνεται με λαχτάρα και λατρεία για τον Θεόν, αυτή γεμίζει την καρδιά από φως, για συμπαράσταση στον πλησίον μέχρι θυσίας. Αν όμως προσεύχεσαι και δεν συμπαρίστασαι όπως πρέπει στις ανάγκες του πλησίον σου, της γυναικός σου, του ανδρός σου, του παιδιού σου, των γονέων σου, των φίλων ή των συγγενών, των ξένων ή των εχθρών, και τόσων άλλων, τότε δεν έχεις προσευχή, δεν έχεις τίποτα. Είσαι και παραμένεις άκαρπο δένδρο, ξερό και άνεδρο. Ούτε φύλλα δεν έχεις για να προσφέρεις λίγη δροσιά στην καταπονεμένη και κατάκουρελιασμένη από τα πάθη ψυχή σου.
Η προσευχή, έλεγε ένας άγιος, και ύστερα το επιβεβαίωσαν πολλοί, ότι είναι το πάν. Τι παίρνεις μέσα σου όταν κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων, έστω και αν κοινωνάς, τρείς ή τέσσερεις φορές το χρόνο; Έστω και αν κοινωνάς μία φορά το χρόνο; Τι παίρνεις; Τον Χριστό! Και αν κοινωνείς όπως πρέπει, τότε συγχωρείσαι, νοιώθεις αυτό το ξελάφρωμα. Νοιώθεις το πέταγμα της ψυχής σου. Δικαιώνεσαι, φωτίζεσαι, Χριστοφορείσαι!
Αλλά και με την προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού, όταν αυτή είναι νοερά και καθαρή, αφάνταστη και αμετεώριστη, άμορφη και ασχημάτιστη, γίνεται το ίδιο πράγμα. Έχουμε κοινωνία μετά του Ιησού Χριστού, πνευματική μεν, αλλά στην ουσία της είναι πραγματική. Υπάρχει μια ολοκληρωμένη και απλανής αίσθησις της παρουσίας του Θεού μέσα μας. Αφού η Βασιλεία του Θεού, - βεβαιώνει ο ίδιος – εντός ημών εστί, είναι μέσα μας. Τότε ζεις και υπάρχεις μόνον για το Χριστό. Αυτόν υπηρετείς. Αυτόν εναγκαλίζεσαι. Αυτόν αγαπάς, αυτόν λατρεύεις, αυτόν και λαχταράς. Γι’ αυτό και με τους ανθρώπους του Θεού, που έχουν και βιώνουν αυτού του είδους των εμπειριών, μας βεβαιώνουν ότι η πρώτη μορφή αληθινής αγάπης για τον Θεόν, είναι η προσευχή και μάλιστα η νοερά. Αυτή που μπορεί βεβαιωτικά και αγαπητικά να φωνάξει μέσα στην καρδιά της «Αβά ο Πατήρ, είσαι ο Πατέρας μου, είσαι ο Θεός μου, είσαι ο Σωτήρας μου»!
Σήμερα έχουμε μεγάλους ιερούς ναούς που τις περισσότερες φορές πλημμυρίζουν από το πλήθος των χριστιανών. Πολλά πνευματικά κέντρα και αίθουσες, που κι αυτές γεμίζουν. Έχουμε δεκάδες φιλανθρωπικές δραστηριότητες σε όλες τις μητροπόλεις της Ελλάδος και μάλιστα μερικές εξ αυτών είναι πολύ επαινετικές, αξιέπαινες. Μέριμνα υπάρχει για τους φυλακισμένους, φροντίδα για τους ναρκομανείς, ιδρύματα για τους απόρους, γέροντες και γερόντισσες της τρίτης ηλικίας και αναπηρίας, συσσίτια και φιλόπτωχα ταμεία πάμπολλα καθώς και έντονη δραστηριότητα για την εξωτερική ιεραποστολή. Επίσης οι περισσότεροι από τους σημερινούς κληρικούς μας διακόνους και επισκόπους είναι μορφωμένοι, κατέχουν πτυχία θεολογίας, και άλλοι κατέχουν μάστερ (master) και ντοκτορά (doctora). Όλα αυτά είναι πολύ καλά και μάλιστα άριστα και η παρουσία τους μαρτυρεί την παρουσία μιας ζωντανής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Παρά ταύτα έχω την αίσθηση, και μπορεί βέβαια να κάνω λάθος και γι’ αυτό να με διορθώσετε ότι λείπει από όλην αυτήν την ευλογημένη δραστηριότητα και παρουσία των κληρικών και λαϊκών, η ζωντανή προσευχή. Έχουμε έργα αλλά δυστυχώς πιστεύουμε στην εργοσωτηρία, δηλαδή στα έργα μας. Πολλές και οι ποιμαντικές δραστηριότητές μας, αλλά βασιλεύουν και κυριαρχούν σ’ αυτά τα πάθη μας. Λείπει η καθαρή και συντετριμμένη προσευχή, και αυτή είναι η δυστυχία μας.
Αν γνωρίζαμε ως χριστιανοί την παντοδυναμία της προσευχής στο όνομα του Ιησού Χριστού, θα είχαμε αποκτήσει νέα ζωή, με νέους και καθαρούς τρόπους σκέψεως και ενεργείας. Με λόγια χαριτωμένα, παρηγορητικά, καλοσυνάτα. Και με πράξεις στη ζωή μας καθαρά Ευαγγελικές.
Μόνον όταν προσεύχεσαι αληθινά και με ταπείνωση, τότε και πιστεύεις αληθινά! Τότε και αγαπάς αληθινά. Τότε και περιμένεις την επίσκεψη της Θείας Χάριτος. Και την αποκάλυψη του Θεού μέσα στην καρδιά σου. Αυτό σημαίνει στην πράξη του, ότι με την προσευχή σου αυτή στο γλυκύτατο, το παμπόθητο αυτό όνομα του Ιησού Χριστού, μαθαίνεις πώς να πεθαίνεις κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή για το Χριστό τον Σωτήρα σου.
Και πεθαίνεις τηρώντας με ακρίβεια τις Ευαγγελικές εντολές Του. Και πεθαίνεις θυσιαζόμενος για την ανάπαυση και τη σωτηρία του συνανθρώπου σου, γιατί αυτός είναι μέρος της οικογενείας σου, είτε είναι ξένος, είτε είναι ένας άνθρωπος που σε συκοφαντεί και θέλει το κακό σου, -είναι εχθρός σου.
Προσεύχεσαι και ελεύθερα, τηρείς τις εντολές γιατί αγαπάς θυσιαζόμενος.
Προσεύχεσαι και η κοινωνία σου μετά του Ιησού Χριστού σε ελευθερώνει από τα πάθη και τις αδυναμίες.
Χωρίς αληθινή προσευχή, επίμονη και συντετριμμένη, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αγαπήσουμε το Χριστό εξ όλης ψυχής και εξ όλης καρδίας και εξ όλης διανοίας.
Θα προσεύχεσαι λοιπόν μέρα νύχτα στο όνομα του Ιησού Χριστού είτε με το στόμα είτε με το νου, είτε προφορικά, ψιθυριστά, είτε από μέσα σου, αλλά με βία και πόνο.
Και τότε σε λίγο καιρό θα νοιώσεις να πλημμυρίζεις ολόκληρος από αγάπη, και για το Χριστό και για την Παναγία και για τους Αγίους αλλά και για όλους τους ανθρώπους που είναι γύρω σου, γνωστούς και αγνώστους, εχθρούς και φίλους, με αγάπη καθαρά πνευματική.
Θα αγαπήσεις ακόμα και όλη την φύση και όλα τα πλάσματα του Θεού. Τα πάντα γύρω σου θα σου προκαλούν δέος και δοξολογία! Και ένα πουλάκι που θα ακούς να κελαηδάει. Και όταν ένα δένδρο και ένα θάμνο θα βλέπεις, η θάλασσα ή τα ποτάμια, τον ουρανό με τα’ αστέρια, τον ήλιο ή το φεγγάρι, ναι, τα πάντα μα τα πάντα μαζί με τους ουρανούς «διηγούνται δόξαν Θεού».
Γι’ αυτό λοιπόν, ας μάθουμε και μείς οι χριστιανοί, που ζούμε μέσα σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, με τα τόσα βάσανα, και τις τόσες θλίψεις και πίκρες που έχουμε, να προσευχόμεθα συχνά πυκνά με την ευχούλα "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Στο λεωφορείο, στο αυτοκίνητο, στο δρόμο, στο σπίτι, στη δουλειά, παντού και πάντοτε να λέμε την ευχούλα "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Από τότε που γεννήθηκε ο Χριστός στη γη, το γιορτάσαμε στις 25 Δεκεμβρίου,
από τότε που μας αποκαλύφθηκε στη Θεία Του Βάπτιση στα Θεοφάνεια, προχτές το γιορτάσαμε,
από τότε που δίδαξε και κήρυξε με το λόγο Του, και απεκάλυψε τον Πατέρα, «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν», απεκάλυψε και το Άγιον Πνεύμα τον Παράκλητον ως Θεόν ομοούσιον με τον Πατέρα και τον Υιόν,
από τότε που μεταμορφώθηκε με πολλή δόξα και φως, μπροστά στους τρείς μαθητάς Του στο όρος Θαβώρ,
από τότε που σταυρώθηκε πάνω στο Γολγοθά και ιδιαιτέρως
από τότε που αναστήθηκε,
ολόκληρη η γη έγινε ο θρόνος του Σωτήρος Θεού, του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
Ο κατεξοχήν όμως θρόνος του αναστημένου Ιησού Χριστού είναι οι καρδιές μας, είναι και η δική σου η καρδιά, είναι και η δική σου η καρδιά, και των μικρών αυτών παιδιών και των μεγάλων, και όλων. Θρόνος του Θεού η καρδιά του καθενός. Και όταν κάποτε αποκτήσομε καρδίαν καθαράν, κατά το «καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός», που μας λέγει και ψάλουμε κάθε μέρα στον 50ο ψαλμό, χωρίς σπίλον ή νυχίδα αμαρτίας, τότε με τα μάτια της ψυχής μας θα απολαμβάνομε νοερά τη Θεία Του Παρουσία, όλη δόξα και όλη φως, μέσα στις καρδιές μας. Και τότε μας βεβαιώνουν οι άγιοι ότι αυτός που έχει την απόλυτη αίσθηση της παρουσίας του Θεού μέσα στην καρδιά του είτε δια της Θείας Κοινωνίας, ή μέσα από την πολλή πυκνή μελέτη του Ευαγγελίου, είτε δια μέσου της καθαράς προσευχής, αυτός δε γνωρίζει ούτε πόνους ούτε θάνατο. Δε γνωρίζει ακόμα ούτε μαρτύριο ούτε φυλακή ούτε εξορία ούτε φτώχεια ούτε εγκατάλειψη, τίποτα. Έχει μέσα του τον Χριστόν, έχει το πάν, έχει τα πάντα.
Χριστιανοί μου, όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα δεν ήσαν λόγια για να περάσει η ώρα. Ήσαν λόγια του Θεού, βιώματα και εμπειρίες και πνευματικές καταστάσεις για την προσευχήν στο όνομα του Ιησού Χριστού για όσους τις έζησαν. Γι’ αυτό ας βάλουμε στον καινούργιο αυτό χρόνο το 2006, μια καινούργια αρχή, να προσευχόμαστε όσο μπορούμε περισσότερο με το όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, είτε μέσα μας είτε φωναχτά.
"Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
"Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
"Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον πάντας ημάς»,
Αμήν.
Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2006
Η διπλή γιορτή τού Τιμ. Προδρόμου
220-γ
Αγίου Ιωάννου, 2006
«Την χείραν σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου».
Δυό φορές τιμά σήμερα χριστιανοί μου η Εκκλησία, τον Τίμιο Πρόδρομο και Βαπτιστή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Μια για να τον τιμήσει ως πρωταγωνιστή και μάρτυρα του μεγάλου θαύματος της Βαπτίσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, μαζί με την μαρτυρία του για την αποκάλυψη των Θεοφανείων, δηλαδή της Αγίας Τριάδος,
και άλλη μια φορά γιατί σαν σήμερα μεταφέρθηκε το δεξιό αγιασμένο χέρι του, αυτό που «ήψατο την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου», στην Κωνσταντινούπολη.
Επί λέξει σήμερα ο Συναξαριστής μας λέγει: «Τη εβδόμη αυτού του μηνός η σύναξις του Αγίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Συνέδραμε δε και η της παντίμου και αγίας αυτού χειρός προς την Βασιλεύουσα μετένεξις».
Η σημερινή γιορτή ονομάζεται κυρίως Σύναξις του Τιμίου Προδρόμου, και έτσι την ξέρουμε. Τι σημαίνει όμως Σύναξη ενός Αγίου ή πολλών αγίων; Σημαίνει την Σύναξη ή την συγκέντρωση των χριστιανών, των πρώτων χριστιανικών αιώνων, για να τιμήσουν πρόσωπο άγιο και ιερό, που κατείχε πρωτεύοντα ρόλο στο μεγάλο θαύμα μιας Δεσποτικής ή Θεομητορικής εορτής.
Στα Θεοφάνεια παραδείγματος χάρη, τα πρόσωπο αυτό ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Στη Γέννηση του Θεανθρώπου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος. Στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Στην Υπαπαντή του Κυρίου ήταν ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος. Στην εορτή των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ήσαν οι δώδεκα Απόστολοι. Στο Γενέθλιο της Θεοτόκου πάλι, ήσαν οι γονείς της Ιωακείμ και Άννα. Την επομένη ημέρα όλοι αυτοί γιορτάζουν, που αναφέραμε. Και στην Μεγάλη γιορτή της Πεντηκοστής, συνάζοντο ή συγκεντρώνοντο οι χριστιανοί, για να τιμήσουν το Πανάγιον Πνεύμα, ως το τρίτον πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ομοούσιον και συνάναρχον με τον Πατέρα και τον Υιόν. Μία σύνταξις, μία προσκύνησις, μία τιμή και δόξα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν.
Έτσι λοιπόν χριστιανοί μου, συγκεντρωθήκαμε και μείς σήμερα όλοι εδώ, όσοι βρισκόμαστε, οι λίγοι ή οι πολλοί, δεν έχει σημασία, για να τιμήσουμε τον μέγα Πρόδρομο και προφήτη Ιωάννη, ο οποίος αξιώθηκε να αγγίξει την άχραντη κορυφή της κεφαλής του Δεσπότου και Σωτήρος Χριστού, να Τον βαπτίσει και να γίνει μάρτυρας της καθόδου του Αγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς, -το ακούσαμε και στα Ευαγγελικά Αναγνώσματα- και να ακούσει την φωνήν του Θεού Πατρός που βεβαίωνε ότι «σύ ει ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Αυτό σημαίνει ότι ο Τίμιος Πρόδρομος, αξιώθηκε από τον Θεό του λαμπροτέρου αξιώματος και της μεγαλυτέρας τιμής, που δεν αξιώθηκαν ούτε άγγελοι, ούτε αρχάγγελοι, ούτε όλοι οι προφήτες μαζί. Αυτός και μόνον κατέστη ο Βαπτιστής του Θεανθρώπου, και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και είναι ο μεγαλύτερος όλων των προφητών, και όχι ο Ησαΐας, ή ο Ιερεμίας, ή ο Δανιήλ ή ο Ηλίας και άλλοι. Το βεβαίωσε και ο ίδιος ο Κύριος στους μαθητάς του αλλά και σε μας, ότι «ουκ εγήγερται εκ γεννητοίς γυναικών, μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού».
Αδελφοί μου, σύμφωνα με όσα μας λένε οι ιεροί Συναξαριστές, το Άγιο μαρτυρικό σώμα του Τιμίου Προδρόμου, ετάφη απ’ τους μαθητάς του στην πόλη Σεβαστή της Ιουδαίας. Ο Ευαγγελιστής όμως Λουκάς, λίγα χρόνια αργότερα, για ευλογία και χάρη απέκοψε το δεξιό χέρι του Τιμίου Προδρόμου, αυτό με το οποίον άγγιξε, το επαναλαμβάνω, την άχραντη κορυφή του Δεσπότου Χριστού, τη στιγμή της Βαπτίσεως, και το πήρε μαζί του, στην Αντιόχεια της Συρίας, όπου πολλά και μεγάλα θαύματα επιτελούντο. Εγίνοντο θαύματα κάθε μέρα, όπως οι τυφλοί να αναβλέπουν, οι λεπροί να καθαρίζονται, οι παράλυτοι να περπατούν, οι βωβοί να ομιλούν, οι κωφοί να ακούνε, δαιμόνια να εξέρχονται, και να ελευθερώνονται δυστυχισμένες υπάρξεις από την δαιμονοκρατία, ακόμα και θεομηνίες να αποτρέπονται, και πολλά άλλα βέβαια αξιόλογα θαύματα.
Λίγο πριν από το ολοκαύτωμα και την καταστροφή των Ιεροσολύμων, από τον τότε Ρωμαίο στρατηγό Τίτο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα, το 70 μΧ, αναφέρεται και κάποιο άλλο παράδοξο θαύμα, το οποίον θα σας το διηγηθώ περίπου, όπως μας το περιγράφει ο βιογράφος του και Συναξαριστής.
Στα περίχωρα της Αντιοχείας, υπήρξε, - τα άγρια θηρία βέβαια κατέβαιναν μέχρι τα χωριά και τις πόλεις, γνωστό αυτό - , ένα αγριότατο αιμοβόρο θηρίο, που τους χειμωνιάτικους μήνες, καιροφυλακτούσε σε κάποιο τρίστρατο πέρασμα, και κατέτρωγε τους περαστικούς.
Οι ειδωλολάτρες της περιοχής, που είχαν θεοποιήσει αυτό το θηρίο, και δεν ξέραν αν ήταν πάντοτε το ίδιο. Πίστευαν πως θα το εξευμένιζαν, αν του πρόσφεραν το χειμώνα ένα θύμα αγνό και καθαρό, δηλαδή έναν έφηβο νέο, ή μια νεαρά άγαμη κοπέλα. Και το θύμα επελέγετο κατόπιν κληρώσεως ανάμεσα εκεί στους κατοίκους.
Μια χρονιά ο κλήρος έπεσε σε μια νέα κοπέλα, αλλά κατηχουμένη όμως στη χριστιανική πίστη, της οποίας οι γονείς της ήταν ήδη χριστιανοί. Μόλις το πληροφορήθηκε ο πατέρας ότι επελέγη η κόρη του για να ριχθεί στο θηρίο, φωτίστηκε και έτρεξε για βοήθεια στον Τίμιο Πρόδρομο. Έπεσε στα γόνατα όπως είναι φυσικόν, και με πολλά δάκρυα παρακαλούσε τον Άγιο Πρόδρομο να κάμει το θαύμα του, και να σώσει τη μονάκριβη κόρη του.
Στο τέλος, προσκυνώντας το χέρι του Τιμίου Προδρόμου, εντελώς αυθόρμητα σκύβει, δαγκάνει με τα δόντια του, το μεγάλο δάκτυλο, τον αντίχειρα, και το κόβει. Και όπως το κρατούσε μέσα στα δόντια του, στο στόμα του, τρέχει γρήγορα, πολύ γρήγορα προς το μέρος που είχαν οδηγήσει την κόρη του, για να την κατασπαράξει το θηρίο. Ευτυχώς δεν είχε φανεί ακόμα το θηρίο.
Σε λίγο ακούστηκε το φοβερό του μουγκρητό, φαίνεται πως είχε μυριστεί τα θύματά του. Μόλις φάνηκε το θηρίο και είδε έτοιμη τη λεία του, επιτέθηκε αμέσως με φοβερή αγριότητα και με ανοιχτό το στόμα. Αλλ’ ω, του θαύματος των θαυμάτων, ο πατέρας ψυχραιμότατα, ρίπτει το αγιασμένο δάκτυλο του Τιμίου Προδρόμου, μέσα στο ανοικτό στόμα του θηρίου το οποίο πέφτει αμέσως νεκρό, κάτω. Και συγχρόνως ξερνάει και βγάζει ακέραιο το αγιασμένο εκείνο δάκτυλο.
Τότε ο πατέρας μαζί με την κόρη του, πήραν με πολύ ευλάβεια το δάκτυλο, εδόξασαν τον Άγιο Πρόδρομο για το θαύμα, και το επέστρεψαν στη θέση του, εκφράζοντας με πολλούς τρόπους, την ευγνωμοσύνη τους για τη σωτηρία τους. Γρήγορα αυτό το παράδοξο θαύμα έγινε γνωστό, αλλά και στα πολλά χρόνια που ακολούθησαν, διότι το δάκτυλο έμεινε εκεί στην Αντιόχεια για πολλές εκατοντάδες, όπως και πολλά άλλα τα οποία άρχισαν να ακούγονται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, γι’ αυτό και οι βασιλείς και οι άρχοντές της, ήθελαν τη μεταφορά της αχράντου αυτής χειρός.
Αυτό επραγματοποιήθηκε, - είναι ιστορικό το γεγονός, γι’ αυτό τα λέγω όλα αυτά- γύρω στο 960 μΧ, επί αυτοκράτορος Ρωμανού του Πορφυρογεννήτου, από κάποιο διάκονο Ιώβ, της Εκκλησίας της Αντιοχείας. Η υποδοχή της δεξιάς χειρός του Τιμίου Προδρόμου, ήταν μεγαλοπρεπέστατη και αυτοκρατορική. Και όπως καταλαβαίνετε, η προσκυνηματική προσέλευσις των χριστιανών ήτο κατά χιλιάδες, όχι μόνον από την Κωνσταντινούπολη αλλά και από τα περίχωρά της. Αυτό το πράγμα γιορτάζουμε μαζί με τη Σύναξη σήμερα. Ιδού λοιπόν τι γιορτάζουμε. Πρώτον την Σύναξη του Τιμίου Προδρόμου, και δεύτερον την ανάμνηση της επιστροφής της τιμίας χειρός του «της αψαμένης την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου» στην Βασιλεύουσα Πόλη.
Ιδού αδελφοί μου ευκαιρίες που μας δίδει η Εκκλησία μας, για να παραδειγματιζόμεθα από τους βίους των Αγίων, για να αποταμιεύουμε γνώσεις Θείας Χάριτος και ευλογίας, για να γιορτάζουμε πάνδημα τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, και δη της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, για να συναντώμεθα, με πνεύμα αληθινής αγάπης, στον ίδιο Ιερό Ναό, στην ίδια Αγία Τράπεζα, στο ίδιο στο κοινό Άγιο Ποτήριο, για να καλλιεργούμε από κοινού, τη μετάνοια, την ταπεινοφροσύνη, τη θέρμη της πίστεως, τη βεβαιωμένη ελπίδα της σωτηρίας, την ενεργουμένη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον και γενικά βέβαια τους πνευματικούς ασκητικούς αγώνες με την κατά δύναμιν νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια και υπομονή.
Και είθε χριστιανοί μου σε όλα αυτά, να μας ενισχύουν
οι πρεσβείες του Τιμίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Αγίου Ιωάννου,
Αμήν.
Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2006
Η ζωή τού Μ. Βασιλείου περιληπτικά και το έθιμο τής Βασιλόπιττας
220-β
Kόψιμο Βασιλόπιττας, 2006
Θα πούμε πρώτα λίγα λόγια για τον Μέγα Βασίλειο, και ύστερα θα ακολουθήσει το έθιμο της Βασιλόπιττας.
Την Πρωτοχρονιά χριστιανοί μου, όπως όλοι μας το ζούμε, βασιλεύει και προβάλλεται και πρωτοστατεί η μορφή του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου.
Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Βασίλειος, και κατήγετο από την Νεοκαισάρεια του Πόντου της Μικράς Ασίας, ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Εμέλεια, ήτο και αυτή από την Καισάρεια.
Την άριστη χριστιανική ανατροφή, δεν την πήρε ο Μέγας Βασίλειος μόνον απ’ τους θεοσεβείς γονείς του, αλλά την πήρε και κυρίως και από την γιαγιά του την Μακρίνα. Χριστιανοί ήσαν.
Τα πρώτα γράμματα ασφαλώς, τα έμαθε και τα σπούδασε στην Καισάρεια. Έφηβος πλέον εστάλη στο Βυζάντιον, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη. Και μετά την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα όπου για τέσσερα χρόνια σπούδασε αρχαία Ελληνική γραμματεία, φιλοσοφία, ρητορική, αστρονομία και ιατρική. Εκεί συνεδέθη με μία αδιάσπαστη φιλία, με τον μετέπειτα Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Επίσης συμφοιτητής του τα τέσσερα εκείνα χρόνια στην Αθήνα, ήταν και ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που θέλησε να επαναφέρει ως γνωστόν την λατρεία των ειδώλων.
Όταν τελείωσε ο άγιος τις Πανεπιστημιακές του σπουδές, επέστρεψε στην Καισάρεια, και γρήγορα μαγνητίστηκε από την μυστική θεολογία και ζωή των ασκητών της ερήμου, γι’ αυτό και απεφάσισε να επισκεφθεί όλα τα ασκητήρια και τα μοναστήρια της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Συρίας, της Μεσοποταμίας, καθώς και τους Αγίους Τόπους, για να αποκτήσει βιωματικά πλέον τη μυστική γνώση και τη θεωρία των όντων.
Αφού γέμισε η ψυχή του από το φως της Θεογνωσίας, επέστρεψε στον Πόντο, και ασκήτευσε κοντά στο ησυχαστήριο εκείνο, που είχαν ιδρύσει η μητέρα του Εμέλεια, μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή του την Μακρίνα. Εκεί κοντά είχε ασκητέψει και ο αδελφός του Αυκράτιος, ο οποίος εκοιμήθη οσιακώς, μόλις στα εικοσιεπτά του χρόνια.
Στο κατά μόνας αυτό ασκητήριο έζησε ο Άγιος Βασίλειος σαν μοναχός, με άκρα νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη προσευχή, εγκράτεια, πολλή μελέτη, πολλή, πολλή μελέτη του λόγου του Θεού, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μέχρι τότε ό,τι κυκλοφορούσε, και ασφαλώς και από τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, από τον πρώτον αιώνα μέχρι τότε που έζησε ο Μέγας Βασίλειος. Έτσι στερεώθηκε με πολλή δύναμη στην Ορθόδοξη πίστη της Ευαγγελικής διδασκαλίας και της αλήθειας για την θεότητα και την θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού.
Επιστρέφοντας στην Καισάρεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος, από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Από πολύ νωρίς έδειξε στην πράξη τα μεγάλα χαρίσματα της αυταπαρνήσεως και της φιλανθρωπικής δραστηριότητος με πολύ ζωντανή πίστη.
Το 370 χειροτονείται επίσκοπος Καισαρείας, και το έργο του απλώνεται έμπρακτα στο να παρηγορεί τους δυστυχισμένους, στο να προστατεύει χήρες και ορφανά, στο να μάχεται με σθένος την αίρεση του Αρείου, τους αιρεσιάρχας, αλλά ακόμα και τους άρχοντας του κράτους, όταν αυτοί ήσαν πολέμιοι και εχθροί της Εκκλησίας. Κι ύστερα μας λένε οι σημερινοί πολιτικοί να μην ανακατεύονται οι διοικούντες στα της Εκκλησίας στα κακά κείμενα του κράτους. Θα ανακατεύονται, διότι το κράτος είμαστε εμείς οι χριστιανοί, είσαστε και σείς. Εάν κάτι κακώς χειρίζεται, αυτό θα το ελέγξουν.
Από την περιουσία που κληρονόμησε φρόντισε με πολύ ζήλο να κτιστούν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, ξενώνες για τους περαστικούς, ακόμα και πετροκαλύβια, πετρόσπιτα, με χώμα μαζί για όλους τους απόρους αστέγους της περιοχής του. Έτσι ιδρύθηκε η περίφημη Βασιλειάδα. Πρώτα με τα δικά του τα λεφτά.
Στα κηρύγματά του συγκεντρώνονταν χιλιάδες πιστοί, απ’ την Καισάρεια, την Καππαδοκία και τον Πόντο για να ακούσουν με ιερή κατάνυξη και ευλάβεια και δάκρυα τα λόγια του που ήσαν εμπνευσμένα με την βαθειά του πίστη και την πράξη της ασκητικής του ζωής. Από ό,τι ζούμε πρέπει να μιλάμε. Τα βιβλία είναι εύκολα να τα αποστηθίζουμε. Στην πράξη τι κάνουμε.
Έτσι δεν στήριζε μονάχα την πίστη των αδυνάτων, αλλά παρηγορούσε και διόρθωνε τους αμαρτωλούς που μετανοούσαν. Αλλά ήταν καταπέλτης και αυστηρότατος στους κανόνας για τους αμαρτάνοντας ασυστόλως, και αμετανοήτους αμαρτωλούς χριστιανούς, και ελεγκτικότατος και προς τους αυτοκράτορας και προς τους επάρχους όταν στήριζαν τον Αρειανισμό.
Γι’ αυτό και υπήρξε θαρραλέος και αμετακίνητος στις απειλές του επάρχου Μοδέστου, που ήλθε ως απεσταλμένος του αυτοκράτορος Ουάλη για να τον απειλήσει.
«Δεν με τρομάζουν έπαρχε», είπε ο Μέγας Βασίλειος, «ούτε η δήμευσις της περιουσίας μου, ούτε η εξορία, ούτε τα βασανιστήρια με τα οποία με απειλείτε εσείς οι αυτοκράτορες. Η περιουσία μου όλη και όλη είναι δυο παλιομπαλωμένα ράσα, σχεδόν άχρηστα και λίγα βιβλία. Η εξορία πάλι; Μα ευλογημένε», του λέει, «δεν ξέρεις ότι σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο είμαι και γω περαστικός διαβάτης όπως είσαι και συ; Όπου και να με στείλετε, τον Θεόν μου θα λατρεύω, επομένως δεν με φοβίζει και αυτό. Για το μαρτυρικό θάνατο αδιαφορώ τελείως. Είναι τόσο ασθενικό το σώμα μου από τις πολλές αρρώστιες, που με το πρώτο κτύπημα θα υποκύψει και έτσι γρήγορα θα βρεθεί η ψυχή μου με τον Χριστό. Θεωρώ λοιπόν σαν τον καλύτερο ευεργέτη μου τον θάνατο.»
Θαύμασε ο Μόδεστος το θάρρος και την πίστη του Μεγάλου Βασιλείου, και έφυγε ντροπιασμένος χωρίς να μπορέσει να ξαναμιλήσει.
Όλη τη σοφία τη διέθεσε στην ερμηνεία της εξαημέρου δημιουργίας του κόσμου και των όντων, και στην παρηγοριά των θλιβομένων. Έγραψε πλήθος επιστολών, έγραψε ρητορικούς λόγους και συγγράμματα δογματικά, ερμηνευτικά, παιδαγωγικά, ποιμαντικά, ηθικά και λειτουργικά, μεταξύ των οποίων και τη Θεία Λειτουργία με την οποία λειτουργούμε δέκα φορές το χρόνο.
Χριστιανοί μου, ο Μέγας Βασίλειος από τις πολλές και μεγάλες ασκήσεις, την αυτοθυσία για το ποίμνιό του, και την κοπιαστική του μέριμνα για την καλή λειτουργία της Βασιλειάδος, και από το πλήθος των ασθενειών που τον βασάνιζαν καθημερινά, και απ’ τους σκληρούς αγώνες που έδινε εναντίον των αιρετικών, και από την πλούσια συγγραφική του παραγωγή, λύγισε και εκοιμήθηκε οσιακώς, μόλις σαράντα εννιά με πενήντα ετών. Δικαίως λοιπόν η Εκκλησία, ύστερα από όλα αυτά τα κατορθώματά του, τον ονόμασε Μέγα. Υπήρξε Μέγας στον τρόπο της ασκητικής του ζωής, υπήρξε μέγας στην μέχρι αυτοθυσίας προσφορά του προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό του. Μέγας στην προάσπιση των θεμάτων της πίστεως από τους Αρειανούς. Μέγας στη ρητορική του δεινότητα. Μέγας και στο παράδειγμα, στο ήθος, στην εγκράτεια, στην αγνότητα, στον αγώνα κατά των παθών, μέγας και στην υπομονή του.
Για το πώς επεκράτησε το έθιμο της Βασιλόπιττας, νομίζω ότι το είπαμε και παλαιότερα. Σήμερα απλώς το επαναλαμβάνομε διότι μια φορά το είπαμε.
Κάποτε ένας σκληρός έπαρχος της Καισαρείας, επέβαλε βαρύτατους φόρους για να αγοραστούν πολεμικά εφόδια εκείνης της εποχής για την αυτοκρατορία. Είναι η μία εκδοχή. Η άλλη εκδοχή, επέβαλλε τους φόρους για να εξαγοραστούν αιχμάλωτοι πολέμου.
Μη έχοντας οι κάτοικοι να πληρώσουν, κατέφυγαν στον επίσκοπό τους. Τότε ο Άγιος τους προέτρεψε να μαζέψουν όλα τα κοσμήματα των γυναικών τους και να τα βάλλουν σε ένα κιβώτιο.
Ύστερα από λίγες μέρες, ο Άγιος πήρε το κιβώτιο με τα κοσμήματα και πήγε στον έπαρχο για να τα παραδώσει. Ο έπαρχος όμως δεν τα πήρε, Η μία έκδοση λέει ότι ντράπηκε μπροστά στην αγιότητα και στην μεγάλη αυτή μορφή του Μεγάλου Βασιλείου, και η άλλη εκδοχή λέγει ότι δεν τα δέχτηκε επειδή εν τω μεταξύ είχαν απελευθερωθεί οι αιχμάλωτοι. Είτε το ένα ισχύει είτε το άλλο, πάντως τα κοσμήματα επεστράφησαν.
Ο Άγιος όμως θέλησε να επιστρέψει όλα αυτά τα κοσμήματα, αλλά πώς θα βρισκόταν ο κάτοχος του καθενός κοσμήματος; Τότε λοιπόν τους είπε ο Άγιος και ζύμωσαν μικρές πιττούλες. Και στην κάθε μια απ’ αυτές που του έφερναν, ωμή, έβαζε και ένα κόσμημα. Τους είπε να τις ψήσουν και να τις φέρουν πάλι όλες στο επισκοπείο. Έτσι και έγινε. Και κείνος άρχιζε να τις μοιράζει τις πίττες μία μία. Και ω του μέγα θαύματος! Όταν άνοιξαν τις πίττες ο καθένας και η καθεμιά βρήκαν όλοι τους το δικό τους κόσμημα. Από τότε καθιερώθηκε μέχρι και των ημερών μας, κάθε οικογένεια να κάμει του Αγίου Βασιλείου, τη δική της Βασιλόπιττα, μέσα στην οποίαν τοποθετούν κάποιο χρυσό νόμισμα ή ένα νόμισμα πιο πτωχό ανάλογα. Τώρα μεταξύ των χριστιανών επικρατεί να βάζουμε ένα σταυρουδάκι.
Σύμφωνα πάντοτε με την παράδοση όπως διάβασα, το πρώτο κομμάτι ανήκει στο Χριστό, το δεύτερο στην Παναγία, το τρίτο στον Άγιο Βασίλειο, το τέταρτο στον Άγιο του χωριού, λέει, ή θα λέγαμε της ενορίας μας, ή του Αγίου προστάτου μας. Το πέμπτο στο μπαμπά, το έκτο στη μαμά, ακολουθούν τα παιδιά, και οι παππούδες, οι γιαγιάδες και τα λοιπά, ή κάποια άλλη στροφή, μπορεί να προηγηθούν ο παππούς, η γιαγιά, και να ακολουθήσουν ο μπαμπάς και η μαμά, ανάλογα με τα ήθη και τα έθιμα που έχει κάθε οικογένεια. Υπάρχει επίσης το κομμάτι του πτωχού, ή το κομμάτι του ξένου, γιατί τότε η φιλοξενία ήταν ιερή και την επεδίωκαν οι χριστιανοί, ακόμα και οι πιο πτωχοί, να βρουν έναν περαστικό, να τον βάλουν στο σπίτι τους, να του πλένουν τα πόδια, να τον ταΐσουν να τον περιποιηθούν, να τον βάλουν να αναπαυθεί, για να ξεκινήσει … που τολμάς σήμερα να βάλλεις στο σπίτι σου άνθρωπο, μπορεί να σε σφάξει. Συγχωρέστε με, καταντήσαμε να μην θέλουμε άνθρωπο να ανοίξουμε την πόρτα, σε κάποιον που μας κτυπάει την πόρτα του σπιτιού μας. Φόβος και τρόμος μας έχει πιάσει. Έκοβαν κατόπιν ένα κομμάτι ιδίως στα χωριά, πίττα για τα γεννήματα, ή για τις στάνες, όποιοι είχαν αμπέλια, σιτηρά κτλ ελαιόδενδρα, κτηνοτροφία και τα λοιπά. Είναι έθιμο ειρηνικό, συγκεντρωτικό, και ενωτικό. Μαζεύει όλη την οικογένεια, τους μαζεύει όλους, όπως στις πρώτες χριστιανικές αγάπες.
Ο αγιοβασιλιάτικος αυτός άρτος, και η μετάδοσις των μερίδων που όλοι μας τρώμε από την ίδια πίττα, μας λένε κάποιοι νεότεροι άγιοι ότι αυτό εικονίζει την λειτουργία της κοινής αγάπης, δηλαδή της Θείας Κοινωνίας, από το ίδιο Άγιο Ποτήριο, από την ίδια Αγία Τράπεζα. Εικονίζει. Είναι εικόνα και σύμβολό της, και έχει μέσα της την αγάπη, και τη δύναμη του Χριστού. Τώρα κρατούμε μόνον τα έθιμα, δυστυχώς, χάσαμε την ουσία, χάσαμε το πνεύμα αυτό της παλιάς αγιοβασιλόπιττας, το χάσαμε. Τώρα μένομε σε μερικά τυπικά, πολύ τυπικά, βέβαια εκείνα πρώτα έδεναν την οικογένεια γύρω από τον Χριστό, διότι την άλλη ημέρα οι άνθρωποι δεν θα ξενυχτούσαν στο χαρτοπαίγνιον, στις διασκεδάσεις και στο ρεβεγιόν, αλλά αφού θα υποδέχονταν και την καινούργια χρονιά, θα φορούσαν τα καλά τους, σαν δώρα του Αγίου Βασιλείου υποτίθεται, λοιπόν, και θα πήγαιναν με αυτά να τα αγιάσουν στην εκκλησία. Πρωτοφορούσαμε τα παπούτσια για να τα πάμε πρώτα στην εκκλησία. Αυτό το θυμάμαι και σε μένα, μου έλεγε η μάνα μου «Κοίταξε, ύστερα από δέκα χρόνια αξιώθηκες να φορέσεις καινούργια παπούτσια, την πρώτη φορά, εκεί που θα τα πατήσεις, θα είναι η εκκλησία. Εκεί θα αγιαστούν τα παπούτσια σου, εκεί θα αγιαστεί το ρούχο σου το καινούργιο, το φουστάνι σου, το παντελόνι σου, και το σακάκι σου, ή η γραβάτα σου, ή η μαντήλα σου. Δυστυχώς τώρα ο καθένας παίρνει το δικό του δρόμο, το δρόμο της ύλης και της αμαρτίας. Αν κάνω λάθος, διορθώστε με.
Εκείνο που έκαμε πάντως βαθειά εντύπωση για πολλοστή φορά, αλλά νομίζω ότι δεν σας το ανέφερα, είναι ότι όταν εκοιμήθη ο Άγιος Βασίλειος και εκηδεύθη, την πρώτη Ιανουαρίου του 380 μΧ, συγκεντρώθηκαν τόσες χιλιάδες χριστιανοί, που από το μεγάλο συνωστισμό, όχι μόνον λέγει η βιογραφία, προσέξτε, η βιογραφία, εκατοντάδες λιποθύμισαν αλλά και πολλοί πέθαναν απ’ την ασφυξία. Φοβερό! Χιλιάδες χριστιανοί στην νεκρώσιμη ακολουθία και στην ταφή του αγίου σώματός του, και δεκάδες οι νεκροί από την ασφυξία του συνωστισμού. Πιστεύω πως όλους αυτούς που πέθαναν εκείνην την ημέρα, θα τους πήρε ο Άγιος Βασίλειος κοντά του, στον Παράδεισο. Αυτό, ως γεγονός είναι το μοναδικό σε ολόκληρη την εκκλησιαστική μας ιστορία, στην ιστορία των κοιμηθέντων αγίων, απ’ τον συνωστισμό να πεθάνουν άνθρωποι χριστιανοί. Πως λοιπόν να μην τον ονομάσει η Εκκλησία μας Μέγα και Άγιο;
Θέλω όμως και κάτι άλλο να προσθέσω, γιατί πολλές φορές μένουμε στα ωραία των αγίων. Αν ο Άγιος Βασίλειος όσο ζούσε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, και μάλιστα από τότε που έγινε, επίσκοπος Καισαρείας, η ζωή του ήταν κυριολεκτικώς μαρτυρική, υπήρξε πολυβασανισμένος όχι μόνον απ’ την αυστηρή ασκητική ζωή, που επέβαλε στον εαυτόν του, αλλά και από τις πολλές του ασθένειες, τις πολλές του μέριμνες, για τα ιδρύματα της Βασιλειάδος. Χωριστά οι αγώνες που έδιδε κάθε μέρα με τους εχθρούς της Εκκλησίας, τους αιρετικούς, τους αθέους και τους ειδωλολάτρες. Φαρμάκι και δηλητήριο τον πότιζαν καθημερινά, φθονεροί χριστιανοί, ακόμα και ρασοφόροι, με την κακία τους, και την πονηριά τους, και την μοχθηρία τους. Μέγας όμως και σ’ όλους αυτούς, ο Μέγας Βασίλειος, με την μεγαλοψυχία και την μακροθυμία του. Και μερικές φορές τα λόγια του, μέσα στο πλήθος των επιστολών του στάζουν τόση πικρία, που απορούμε εμείς στις ημέρες μας όταν τα μελετάμε, πως έναν τόσο Μεγάλο Άγιο τον τυραννούσαν και τον πότιζαν με τόσο πολύ δηλητήριο, άνθρωποι δαιμονόψυχοι, φθονεροί, άνθρωποι κληρικοί ρασοφόροι, χριστιανοί και άρχοντες!
Γι’ αυτό και γρήγορα έφυγε, μόλις πενήντα ετών.
Αυτά για τον Άγιο Βασίλειο …
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)