Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 1993

52 Η Θεία Λειτουργία. Τά Πληρωτικά. Μερος 2ον. Η αμαρτία, η άφεσις καί τό συμφέρον τής ψυχής

Περί απροσεξίας Ιερέα κατά τη Θεία Κοινωνία στην Κεφαλονιά

Πήρα μια επιστολή, αδελφοί μου, από την Ιθάκη, η οποία γράφει τα εξής:
Στις αρχές του αιώνα μας, στην Κεφαλονιά, κάποιος Ιερέας όχι με τόσο θερμή πίστη σε κάποια Θεία Λειτουργία, όταν συνέστειλε τα Άγια και έριξε όλες τις μερίδες από το Άγιον Δισκάριον μέσα στο Αγιον Ποτήριον αφηρημένα λίγο και αδιάφορα σκούπισε τα χέρια του κατόπιν μπροστά του πάνω στο φελόνι.
Είναι γνωστό ότι κανονικά ο Ιερεύς πρέπει να σκουπίζει πολύ καλά και προσεκτικά τα χέρια του, κατόπιν να τα πλένει στο χωνευτήρι και εν συνεχεία να ακολουθεί η Θεία Κοινωνία των πιστών.
Όταν πήρε λοιπόν στα χέρια του ο Ιερεύς εκείνος το Αγιον Ποτήριον και γύρισε στον κόσμο να πει "Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε" όλοι έντρομοι είδαν πάνω στο φελόνι του αίματα πολλά, εκεί ακριβώς που είχε σκουπίσει τα χέρια του.
Θάμαξε ο κόσμος έκπληκτος.
Έκείνος βέβαια είδε τι είχε, γύρισε πίσω, έβαλε έντρομος το Άγιο Ποτήριο πάνω στην Αγία Τράπεζα και σαν χαμένος δεν ήξερε τι να κάνει.
Έβγαλε το φελόνι και το κρέμασε κάπου μέσα στο Αγιο Βήμα.
Για πολλές μέρες τα αίματα ήταν πάνω στο φελόνι αδιάψευστος μάρτυρας του φοβερού μυστηρίου και της φρικτής θυσίας του Γολγοθά.
Αίμα άλικο, αληθινό, πηκτό ζωντανού, ζωντανό.
Αίμα Χριστού.
Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή και ευλάβεια την ώρα της συστολής από εμάς τους Ιερείς ώστε ούτε καν το παραμικρό να μη μείνει απ'έξω, πολύ δε περισσότερο να μην πέσει κάτω.
Κύριε ελέησέ μας.
Έτσι υπογράφει ο πατήρ Θεόδωρος την επιστολή του αυτή.
Και βέβαια η προσοχή πρέπει να είναι ασφαλώς πολύ μεγαλυτέρα όταν κοινωνούν οι χριστιανοί.
Φόβος και τρόμος γιατί είναι μεγάλο το κρίμα αν πέσει κάτω ένας πολύτιμος μαργαρίτης ή μια σταγόνα του πολύτιμου Αίματός Του.
Ο Θεός να μας συγχωρέσει γιατί είμαστε πολύ απρόσεκτοι.



Οι τρείς κατηγορίες Αγγέλων.

Να πούμε κάτι αληθινό που το είδε ένας Άγιος.
Είδε λοιπόν κατηγορίες Αγγέλων.
Μια φορά προσευχόμενος είδε ομάδες Αγγέλων να ανεβαίνουν στον ουρανό και να κρατούν στα χέρια τους τις προσευχές των χριστιανών.
Μία κατηγορία ήταν πάρα πολύ γρήγορη στο να ανεβοκατεβαίνει από τη γη στον ουρανό και ήσαν οι πιο πολλοί.
Κατέβαιναν με μεγάλη ταχύτητα και ανέβαιναν.
Και μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ανθρώπινα ότι ίδρωναν κιόλας από την πολλή εργασία που είχαν στο να ανεβοκατεβάζουν τις προσευχές των ανθρώπων, των χριστιανών στον ουρανό.
Άλλη μια κατηγορία πολύ πιο μικρή ανέβαινε αργά αργά αυτού του είδους τις προσευχές εις
τον ουρανό.
Υπήρχε και μια μικρή, πολύ μικρή τρίτη κατηγορία.
Η πρώτη είναι η κατηγορία των Αγγέλων εκείνων που ανεβάζουν τις αιτήσεις μας, τις παρακλήσεις μας, τις δεήσεις μας και είναι οι περισσότερες.
Και τις κάνουμε κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι το πρωί.
Ζητάμε κι όλο ζητάμε και συνέχεια ζητάμε από τον Πανάγιον Θεόν και δεν κουράζονται οι Άγγελοι και αυτές τις αιτήσεις μας με τις οποίες ζητάμε τα τόσα αγαθά που ζητάμε από τα υλικά, τα ηθικά, τα πνευματικά- συνήθως τα περισσότερα είναι υλικά- να τα ανεβάζουν στο θρόνο του Αγίου Θεού.
Οι άλλοι που ανέβαιναν πού και πού και αργά αργά και ήσαν και λίγοι ήσαν αυτοί που ανεβάζουν τις ευχαριστίες μας.
Ποιός ευχαριστεί τον Θεό;
Ποιός Τον δοξάζει;
Ποιός τον δοξολογεί;
Μας θυμίζει αυτό που έγινε με τους δέκα λεπρούς όταν τους εθεράπευσε ο Κύριος.
Είπε "Πηγαίνετε δείξτε τους εαυτούς σας στους Ιερείς για να πάρετε το πιστοιποιητικό της υγείας" αφού καθαρίστηκαν.
Και επέστρεψε ο ένας να ευχαριστήσει και αυτός ήταν Σαμαρείτης.
Και είπε ο Κύριος με παράπονο:
"Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν. Οι δε εννέα πού;".
Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία Αγγέλων.
Και καμμιά φορά αυτήν την κατηγορία των Αγγέλων θα τη λάβει πιο πολύ υπόψη του ο Θεός από τις άλλες.
Ποια είναι αυτή η κατηγορία;
Είναι η δικαία αγανάκτησις των χριστιανών για το άπλωμα του κακού.
Η διάδοση του κακού είναι τόσο πολύ μεγάλη που λένε οι χριστιανοί:
"Ως πότε, Θεέ μου, θα κυριαρχεί; Ως πότε, Θεέ μου, το κακό; Τα παιδιά μας εγκλωβίζονται κάθε μέρα, χάνονται, πνίγονται μέσα στο κακό, στην ηθική σαπίλα και βρωμιά που κυριαρχεί κάθε μέρα;".
Και αγανακτισμένοι οι άνθρωποι αναπέμπουν το παράπονο στο Θεό και το ερωτηματικό τους και Του λένε: "Ως πότε, Θεέ μου; Ως πότε;".



Το τέλος του πατρός Νικολάου, υποτακτικού του πατρός Αρσενίου

Όπως θα ενθυμείστε σας είχα μιλήσει για ένα θαυμάσιο ζευγάρι γερόντων, Ρώσων στην καταγωγή, που ασκήτευαν στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Σας είχα πει ακόμα για τις προσωπικές μαρτυρίες ενός μοναχού ονόματι Παρθενίου ο οποίος μας περιέγραφε τις ακατάληπτες, τις δακρύβρεκτες και συνάμα μεγαλοπρεπείς Θείες Λειτουργίες στις οποίες παρευρίσκετο.
Ο πατήρ Αρσένιος, είχαμε πει, ήταν ο Γέροντας και συγχρόνως Ιερεύς, λειτουργός, ο δε πατήρ Νικόλαος υποτακτικός και ψάλτης.
Για αυτούς τους δυο θα πούμε τώρα, στη συνέχεια κάτι.
Ο πατήρ Νικόλαος είχε μια Αποκάλυψη, μια πληροφορία, ένα χρόνο προ της κοιμήσεώς του.
 Πάντοτε αυτά κατά τις περιγραφές από το ημερολόγιο του πατρός Παρθενίου.
Είδε σαν σε όραμα να διαπλέει μια ταραγμένη και φουρτουνιασμένη Θάλασσα.
Τότε άκουσε μια γλυκειά φωνή να του λέει:
- Για δες. Και ωσότου δει είχε φτάσει σε ένα ήσυχο, κρυστάλλινο λιμάνι όλο φως και δόξα.
Κάτι ανάλογο όμως έζησε το ίδιο βράδυ και ο Γέροντάς του, πατήρ Αρσένιος.
Είδε τον εαυτό του οδοιπόρο, πολύ ταλαιπωρημένο και καταπονεμένο.
Και όμως σε λίγο φάνηκε μπροστά του μια ωραιοτάτη πόλις, γεμάτη από εκκλησίες που πανηγύριζαν με τυμπανοκρουσίες, μια πόλις ανεκφράστου ωραιότητος και ομορφιάς και κάλλους.
"Τελειώνει ο δρόμος. Μην ανησυχείτε. Μόνον ελπίζετε.", ακούστηκε να του λέει μια γλυκύτατη φωνούλα.
Όταν αλληλοείπαν τις εκστάσεις τους αυτές κατάλαβαν ότι πλησίαζε το τέλος τους.
Πρόσθεσαν τότε νηστεία στη νηστεία και δάκρυα στα δάκρυα και άρχισαν να ετοιμάζονται για την έξοδό τους.
Μισό χρόνο προ της κοιμήσεώς του ο Νικόλαος στερείται και το φως των σωματικών του οφθαλμών.
Έγινε τυφλός.
Αλλά με τα πνευματικά του μάτια έβλεπε τέλεια τα πάντα.
Διότι ο Θεός του απεκάλυψε παρ'όλο που ήτο τυφλός όλους τους εκλεκτούς του που ζούσαν στο Άγιον Όρος, γιατί έχει και τους εκλεκτούς Του ανάμεσα στους εκλεκτούς.
Αυτή του την αποκάλυψη την είπε αμέσως στον Γέροντά του, πατέρα Αρσένιο, φοβούμενος μήπως πέσει σε δαιμονική πλάνη.
Ο πατήρ Αρσένιος που ήταν πολύ προσεκτικός και πολύ διακριτικός του συνέστησε να μην πιστεύει στα οράματα αλλά μόνον να πενθεί ενώπιον του Θεού και να Τον παρακαλεί για την συγχώρεση των αμαρτιών του.
"Συγγνώμην και άφεσιν των αμαρτιών και των πλημμελημάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησόμεθα ημέρας και νυκτός", υπενθύμισε ταπεινά ο Γέροντας στον τυφλό υποτακτικό του.
Εκτός όμως της σωματικής τυφλώσεως έπεσε και σε άλλες αρρώστιες πολλές ο πατήρ Νικόλαος που τον βασάνιζαν και τον κατατυραννούσαν.
Δεν μπορούσε πλέον να πηγαίνει στην Εκκλησία αλλά θρηνούσε καθιστός ή ξαπλωμένος στο κελλάκι του βασανιζόμενος από φρικτούς πόνους.
Έτσι λιγόστεψαν οι Λειτουργίες.
Εγίνετο πλέον μία την εβδομάδα και πολύ σπάνια δύο.
Ψάλτης και αναγνώστης ήταν ο άρρωστος και τυφλός υποτακτικός για τον οποίο δεν υπήρχε η έννοια της απραξίας.
Πάντοτε ήταν έτοιμος για υπακοή.
Το Σάββατο των Απόκρεω λειτούργησαν σε αυτήν την κατάσταση.
Κατόπιν ο πατήρ Νικόλαος απεσύρθη στο κελλί του και ο Πνευματικός στο δικό του.
Μετά από λίγο ο πατήρ Νικόλαος έρχεται στο κελλί του Πνευματικού και Γέροντος και πέφτει στα πόδια του και του λέγει:
- Συγχώρεσέ με, Αγιε Πάτερ, που ήρθα σε ακατάλληλη ώρα αλλά έχω κάτι να σου πω.
Ο Πνευματικός του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι και πες μου τι έχεις.
Ο πατήρ Νικόλαος τότε όλος δάκρυα άρχισε να του λέγει:
- Πάτερ Άγιε, μετά τη Λειτουργία πήγα στο κελλάκι μου και κάθισα στο κρεββάτι. Και τότε ξαφνικά άνοιξαν τα μάτια μου και είδα ολοκάθαρα όλα τα πάντα γύρω μου, και το κελλάκι, και το κρεβατάκι, και το σκαμνάκι, και τις εικονίτσες. Και αφού τα είδα όλα αυτά και απορούσα για τον εαυτό μου άνοιξα ξαφνικά η πόρτα του κελλιού μου και όλο το κελλί γέμισε από φως. Μπήκαν
τρεις άνθρωποι μέσα, δύο νέοι με λαμπάδες και στο μέσο τους ένας άλλος με αστραφτερή ενδυμασία η οποία εξέπεμπε ανέκφραστο φως.
Με πλησίασε εκείνος που ήταν στη μέση, με ρώτησε:
- Με γνωρίζεις;
Εγώ χαμογέλασα ειρηνικά και του απάντησα:
- Βέβαια σε γνωρίζω. Είσαι ο Ανίκητος, ο φίλος και συνοδοιπόρος μας εκεί στα Ιεροσόλυμα που ήθελες να γίνεις ερημίτης και ασκητής στο Σινά. Και μάλιστα έχω πληροφορηθεί ότι εδώ και τρία χρόνια έχεις πεθάνει.
Εκείνος τότε του είπε:
- Μάλιστα, πάτερ Νικόλαε, εγώ είμαι ο Ανίκητος. Είδες με ποία δόξα και λαμπρότητα με περιέβαλε
ο Βασιλεύς των Ουρανών, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, για τη λίγη μετάνοια και την ελαχιστοτάτη άσκηση που έκαμα; Ε, έτσι και εσένα θα σε ανταμείψει. Αλλά και μείζων τούτων όψει. Σε τέσσερις ημέρες θα ελευθερωθείς από όλες τις θλίψεις, τα βάσανα και τις ασθένειες. Με έστειλε ο Κύριος να σε παρηγορήσω.
Αμέσως βγήκαν από το κελλί και έμεινα μόνος τότε ξανάκλεισαν πάλι τα μάτια μου.
Ομως η καρδιά μου γέμισε από ανείπωτη χαρά.
Αφού τα άκουσε όλα αυτά ο Πνευματικός του είπε:
- Πρόσεχε, πάτερ Νικόλαε, μην πλανηθείς και μην πιστεύεις σε όλα αυτά αλλά ατένιζε μόνο προς τον Θεόν και ζήτα το έλεός Του, τη χάρη Του, την άφεσιν των αμαρτιών σου και την καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού Βήματος του φιλανθρώπου αλλά και δικαίου Κριτού.
Αυτά τα είπε προς ταπείνωσιν και φυλακήν της ψυχής γιατί δεν παύουν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού να ρίπτονται ακόμα και λίγο πριν από το θάνατό μας.
Τότε ο πατήρ Νικόλαος είπε:
- Πάτερ Αγιε, συγχώρεσέ με. Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Πάντως η καρδιά μου γέμισε από
ανέκφραστη ειρήνη και χαρά. Σε παρακαλώ, Πάτερ, από σήμερα να λειτουργείς κάθε μέρα και εγώ θα ετοιμάζομαι για τη Μετάληψη των Παναχράντων Μυστηρίων.
Έγινε Λειτουργία την Κυριακή, την Δευτέρα και την Τρίτη και ο πατήρ Νικόλαος μεταλάμβανε των
Αχράντων Μυστηρίων και αισθανόταν καλύτερα.
Την Τετάρτη της Τυροφάγου δεν γίνεται Λειτουργία, έγιναν οι Ωρες, αλλά την Πέμπτη έκαναν πάλι Λειτουργία.
Τότε ο Πνευματικός, κατά τη συνήθειά του, του πρόσφερε ό,τι πρόσφορο υπόλοιπο υπήρχε αλλά εκείνος δεν το πήρε, μόνο ένα κομματάκι αντίδωρο.
Και του λέει:
- Σε παρακαλώ, έλα Γέροντά μου, στο κελλάκι μου.
Ο Πνευματικός πήγε μαζί του.
Ο πατήρ Νικόλαος κάθισε στο κρεββάτι του, ακούμπισε στον τοίχο.
Το πρόσωπό του άρχισε να αλλοιώνεται, να αστράφτει και αυτός σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό ήρθε σε κάποια μορφή εκστάσεως.
Ο τόπος γέμισε από ευωδία.
Κατόπιν συνήλθε και άρχισε να λέει:
- Σε ευχαριστώ, Πάτερ, που έκανες υπομονή στις αδυναμίες μου μέχρι το τέλος και με τις οδηγίες σου με οδήγησες στη Βασιλεία των Ουρανών.
Ο Πνευματικός και Γέροντας, πατήρ Αρσένιος, τότε τον ρώτησε:
- Βλέπεις, πάτερ Νικόλαε, τίποτα;
- Βλέπω, Γέροντα, ότι ήρθαν για μένα και έσχισαν το χειρόγραφο των αμαρτιών μου. Και τώρα, Γέροντά μου, ευλόγησον.
Και έσκυψε το κεφάλι του.
Και ο Γέροντας είπε:
- Ο Θεός να σε ευλογήσει.
Και εκείνος του είπε:
- Οχι, ευλόγησέ με με το χέρι σου.
Ο Πνευματικός τον ευλόγησε με το χέρι του.
Εκείνος πήρε το χεράκι του Γέροντός του, το κατεφίλησε θερμά και πριν ακόμα το αφήσει σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και πρόφερε, είπε ήρεμα:
- Κύριε, δέξου το πνεύμα μου.
Και την ίδια στιγμή παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο τον οποίο εκ νεότητος εδούλεψε, υπηρέτησε με πίστη, αυταπάρνηση, υπακοή και αγάπη.
Πραγματικά τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του Οσίου αυτού.
Εκοιμήθη στις 6 Φεβρουαρίου του 1841, την Πέμπτη της Τυροφάγου.
Εμείς τότε ήμασταν στο Ρωσικό μοναστήρι, γράφει ο Πατήρ Παρθένιος στις ημερολογιακές σημειώσεις του.
Η είδησις έφτασε το Σάββατο το βράδυ και εμείς πήγαμε την Κυριακή.
Πέμπτη εκοιμήθη και εκείνοι πήγαν την Κυριακή, δηλαδή την τετάρτη ημέρα από την κοίμησή του.
Κατά την κηδεία του ήταν πολλοί από τους Ρώσους αδελφούς, μαθητές του Γέροντος Αρσενίου.
Και όλοι εξεπλήσσοντο.
Ο πατήρ Νικόλαος ξαπλωμένος σαν ζωντανός.
Το πρόσωπό του καθόλου αλλοιωμένο, τα χέρια του και τα πόδια του σαν ζωντανά, ουδεμία
ακαμψία και θερμά.
Οι αρθρώσεις του και τα μέλη του μαλακά.
Και το πλέον καταπληκτικό από όλα - δύο φορές το έχω ακούσει - από τα χείλη του έβγαινε ευχάριστη ευωδία.
Όλοι εχάρησαν, όλοι δόξαζαν τον Θεόν και τον έθαψαν Κυριακή της Τυροφάγου.
Πώς να μην θαυμάσεις το μεγαλείο της πίστεώς μας, πώς να μην είσαι έτοιμος να πεθάνεις για αυτή, πώς να μην κάνεις θυσίες για να κληρονομήσεις τοιούτον Βασιλέαν που είναι ο Κύριος και Θεός σου, ο λυτρωτής σου, ο σωτήρας σου;