Ο Άρτος του Αγίου Ονουφρίου
Υπάρχει, χριστιανοί μου, ένα ανέκδοτο γεγονός στη ζωή του Αγίου Ονουφρίου που τον γιορτάζει η Εκκλησία μας όπως είναι γνωστό στις 12 Ιουνίου.
Όταν ήτο πολύ μικρός, μόλις 5-6 ετών μπήκε σε ένα κοινόβιο, άγνωστο πώς.
Μεγάλος είχε αναχωρήσει για την έρημο όπου είχε ζήσει 60 χρόνια χωρίς να δει ποτέ άνθρωπο.
Ήταν γυμνός αλλά καλύπτετο ολόκληρο το σώμα του από την μακριά γενειάδα του που έφτανε μέχρι το έδαφος, τα μαλλιά του και τις μεγάλες τρίχες του όλου σώματος.
Τον μεγάλο αυτόν άγιον τον ανακάλυψε ο Όσιος Παφνούτιος στον οποίο διηγήθη τα της οσιακής και ερημικής ζωής του.
Πάμε λοιπόν στο τότε που ήταν μικρός μόλις 5-6 ετών και που τον πρωτοβλέπουμε να ζει σε ένα κοινόβιο της ερήμου.
Σαν μικρός που ήτο έτρωγε τακτικότερα, μικρός ήταν, των άλλων βέβαια πατέρων.
Όταν πεινούσε έτρεχε εις τον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα, λαχανικά κ.α.
Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.
- Κάποιο ζωάκι θα ταϊζει, σκέφθηκε, είπε με το λογισμό του.
Αυτό συνεχίστηκε για καμμιά εβδομάδα.
- Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, πού το πηγαίνει αυτό το ψωμί και παίρνει άλλο.
Πράγματι λοιπόν το παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα.
Τρέχει γρήγορα στο παράθυρο και από αυτό που είδε γούρλωσαν τα μάτια του.
Τι είδε;
Ο μικρός κουβέντιαζε με το βρέφος Ιησούς που ευρίσκετο στην αγκαλιά της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην εικόνα που είναι στο Τέμπλο.
- Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στο Χριστούλη, μια και δεν σε ταϊζει κανένας, ούτε και η μαμά σου.
Και άπλωσε το χεράκι του, όπως ήταν μικρούλης, και του έδωσε μια φέτα ψωμί.
Και ο μικρός Χριστός, μικρό παιδάκι όπως ήτο στην ιερή εικόνα, άπλωσε το χεράκι και πήρε το ψωμάκι.
Και όπως μάζεψε το χεράκι Του μαζί με το ψωμάκι εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα.
Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος τρέχει στον Ηγούμενο και του διηγείται το τι συνέβη.
Τότε ο Ηγούμενος του δίνει εντολή να μην του δώσουν καθόλου ψωμί αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε θα πρέπει να του πούνε ότι "να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί εκείνος τον οποίο μέχρι χθες εσύ τάιζες".
Την επομένη ημέρα βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίνουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από εκείνον που μέχρι τώρα έτρεφε, τρέχει αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα λέγει στον Χριστούλη:
- Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να σου πω να μου δώσεις από το δικό σου.
Τώρα πού θα το βρεις εσύ δεν ξέρω.
Και ω του θαύματος, απλώνει το μικρό Του χεράκι το βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του και του δίνει ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να το σηκώσει.
Μοσχομύριζε δε τόσο πολύ που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στον Ναό, βγήκε από τον Ναό και απλώθηκε σε ολόκληρο το μοναστήρι και κατόπιν σε όλη τη Σκήτη και την έρημο.
Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα βλέπουν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω μετά πολλού πολλού και μεγάλου κόπου.
Τρέχουν αμέσως δύο μοναχοί, τον βοηθούν αλλά ο άρτος ήτο πολύ βαρύς.
Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν αλλά ο ουράνιος εκείνος άρτος παρέμενε αδαπάνητος.
Είναι αυτό που λέει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στη Θεία Λειτουργία:
"Ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος".
Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο διότι εγνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα ηυξάνετο και η αγαθότης του, θα εγίνετο ένας μεγάλος Άγιος όπως και έγινε.
Από έναν τέτοιον όμοιο ουράνιον άρτο ετρέφετο ο Αγιος Ονούφριος όταν για 60 ολόκληρα χρόνια
ζούσε στην έρημο.
Εμείς όμως εδώ στις ομιλίες μας αυτές δεν κάνουμε λόγο
για το μάννα που έριχνε ο Θεός από τον ουρανό για να θρέψει τους Ιουδαίους στην έρημο
ούτε για ουρανίους άρτους με τους οποίους ο Κύριος συντηρούσε τους Αγίους Του στις ερημιές, στις σπηλιές και στις οπές της γης
αλλά για τον Πανάγιον Αρτον Χριστόν, δηλαδή για το Τίμιον Σώμα και Αίμα Του,
για τη Θεία Λατρεία,
όπου μέσα από αυτήν προσφέρεται Σώμα και Αίμα Χριστού
εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Ο Διάκονος που κατήχησε τον γεωργό και την οικογένειά του.
Κοντά στους Καλούς Λιμένας ζούσε ένας γεωργός έξυπνος και καλλιεργημένος αλλά γενημένος όμως και μεγαλωμένος στις τότε γνωστές αιρέσεις.
Μέσα του όμως είχε ανησυχία και κάθε τόσο αναρωτιόταν:
- Είμαι στο σωστό δρόμο ή κάνω λάθος και πνίγομαι κι εγώ και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου; Αχ, Θεέ μου, δεν μου στέλνεις κανέναν Αγγελο να μου δείξει το σωστό δρόμο;
Και πάλι "Αχ, Θεέ μου", και πάλι "Αχ, Θεέ μου" και αυτό εγίνετο για χρόνια.
Κάποτε πέρασε ένας Ορθόδοξος Διάκονος έξω από το χωράφι του και τον αμπελώνα του.
Τον πλησίασε, τον καλησπέρισε και άρχισε μια συζήτηση μαζί του με πολλές ερωτοαποκρίσεις.
Ο γεωργός αιχμαλωτίστηκε από τη συζήτηση, πέρασε η ώρα, ήρθε το βράδυ και τότε εκείνος του λέει:
- Δεν έρχεσαι στο σπίτι μου να φάμε, να ξεκουραστείς κτλ;
Δέχτηκε ο Διάκονος και πήγε στο σπίτι, τον υποδέχτηκε η οικογένεια κι εκείνος άρχισε να τους
ομιλεί.
Ξέχασαν και το φαί, τα ξέχασαν όλα, κρεμάστηκαν από τα χείλη του και όλη τη νύχτα τους ομιλούσε για τον Κύριο, για την ορθόδοξη πίστη, για τη Λατρεία, για τα Μυστήρια, για το θάνατο, για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την Κρίση του Θεού και για τα όσα άλλα που έχει το δόγμα μας και η πίστις μας.
Κυριολεκτικώς σκλαβώθηκαν, η καρδιά τους ζεστάθηκε, ο πόθος για την αληθινή πίστη άναψε μέσα τους, τα μάτια τους άνοιξαν, φωτίστηκαν από το φως αυτό της ορθοδόξου πίστεως.
Το πρωί ήθελαν όλοι μαζί, εκείνην την ώρα αν ήταν δυνατόν, να βαπτιστούν.
Δεν χάνει καιρό ο Διάκονος, παίρνει μαζί του τον αμπελουργό και πηγαίνουν στον τοπικό Επίσκοπο.
Ο Επίσκοπος τους δέχτηκε και ρωτά τον Διάκονο ποιος είναι, από πού ήλθε, πού πηγαίνει, ποιος ο σκοπός της επισκέψεως του εδώ.
Ο κληρικός σηκώθηκε όρθιος και είπε:
- Έρχομαι από τα Ιεροσόλυμα, είμαι Αρχιδιάκονος του Μεγάλου Αρχιερέως και πηγαίνω στην Αθήνα για υποθέσεις εκκλησιαστικές, του Μεγάλου Αρχιερέως υποθέσεις αλλά επειδή επεκράτησαν άνεμοι και τρικυμία δυνατή λιμενιστήκαμε εδώ στο λιμάνι των Καλών Λιμένων και έρχομαι σήμερα προς εσάς, τον Επίσκοπο, τον Μητροπολίτη τον τοπικό, για να βαπτίσετε αυτόν τον άνθρωπο και
την οικογένειά του, της οποία όλα τα μέλη κατήχησα καταλλήλως δι' όλης της νυχτός στα νάματα της ορθοδόξου πίστεως.
Ακούγοντας βέβαια ο Επίσκοπος ότι ήτο Διάκονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο.
Μόνο του είπε να παραμείνει φιλοξενούμενος μέχρις ότου αλλάξει ο καιρός και την επομένη όπου ήτο Παρασκευή τον παρακάλεσε να λάβει μέρος στην Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, διότι ήτο Μεγάλη Σαρακοστή.
Τον διαβεβαίωσε συγχρόνως ότι θα συνεχίζετο η κατήχησις για λίγες ημέρες ακόμα και το Πάσχα θα
βάπτιζε τον γεωργό, τον αμπελουργόν αυτό, και την οικογένειά του.
Τον φιλοξένησε τη νύχτα κάπου.
Την άλλη μέρα ξημέρωσε η μέρα της Παρασκευής και πήγαν στον Ναό για να τελέσουν την Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.
Στην Μεγάλη Είσοδο εδόθη εις τον Διάκονο να κρατήσει και μεταφέρει σιωπηλά τον Αγιο Δίσκο
με το Πανάγιον Σώμα του Κυρίου.
Το παρέλαβε ο ξένος Αρχιδιάκονος αλλά έτρεμε πολύ, όπως βγήκε σιωπηλά.
Σχεδόν κλονιζόμενος έκανε την μεταφορά και με πολλή βία, τρεμούλα και φόβο κατάφερε να μπει μέσα στο Αγιον Βήμα.
Αυτό το πρόσεξαν όλοι και τους έκανε εντύπωση.
Και ο Επίσκοπος, και οι Ιερείς και το πλήθος των χριστιανών είπαν κι αισθάνθηκαν ότι αυτός ο φόβος του Διακόνου, του ξένου αυτού Διακόνου, δεν ήταν συνηθισμένος φόβος.
Ήταν κάτι άλλο.
Αυτή η εξωκόσμιος και μυστηριώδης συμπεριφορά υπήρχε και στη Θεία Κοινωνία.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ρώτησε τον Αρχιδιάκονο ο Επίσκοπος μήπως ήταν άρρωστος. - Οχι, δεν είμαι, λέει.
Του λέει ύστερα:
- Μήπως έχεις καμμία παράξενη ασθένεια;
Και η απάντησις του Αρχιδιακόνου:
- Όντως, Άγιε Δέσποτα, κατέχομαι από ασθένειαν την οποία όμως κανείς δεν μπορεί να θεραπεύσει. Όσες φορές διακονώ στη Θεία και φρικτή μυσταγωγία και πάρω στα χέρια μου το Τίμιον και Πανάγιον Σώμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού αισθάνομαι ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις μου σε τόσο μεγάλο βάρος γι'αυτό και αδυνατώ να βαδίσω ελεύθερα και ακλινώς, χωρίς να κλονίζομαι δηλαδή από τον τρόμο.
Και επί λέξει:
- Και τις δύναται, Άγιε Δέσποτα, εκ των γνων συνεχόντων της υποθέσεως της Θείας Μυσταγωγίας να δύναται να κρατήσει εν ταις χερσίν αυτού τον τοις πάσι Αχώρητον; Ποιός μπορεί από αυτούς που έχουν γνώση για το τι συμβαίνει στη Θεία Λειτουργία μπορεί να κρατήσει στα χέρια του αυτόν που δεν χωράει πουθενά;
Το τονίζει και η Εκκλησία μας τα Χριστούγεννα:
"Ο αχώρητος παντί πώς εχωρέθη εν γαστρί;".
Η συγκατάβασις του Χριστού ενισχύει βέβαια την ασθένειά μας, συνεχίζει ο Αγιος Διάκονος, και κάνει τα ογκώδη ελαφρά, τα αδύνατα δυνατά. Μακάριος είναι εκείνος ο οποίος αξιώνεται να υπηρετεί το μέγα αυτό Μυστήριον στο οποίο οι εν ουρανοίς Άγγελοι και όλες οι Δυνάμεις της Ουρανίου δόξης παρίστανται μετά φόβου και τρόμου.
Όταν τα είπε αυτά εταράχθη ο Αγιος Διάκος και ολόκληρο το Αγιο Βήμα άστραψε από φως. Άστραψε και ο Αρχιδιάκονος.
Και ακούν μία φωνή αλλιώτικη πλέον, παράξενη, ουράνια να τους λέει:
- Εγώ ειμί εις εκ των Λειτουργικών πνευμάτων τα οποία στέλλονται εις διακονία προς τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν. Εγώ ειμί ο Αγγελος ο αποσταλείς εις τον εκατόνταρχον Κορνήλιον, τον ευσεβήν και φοβούμενον τον Θεόν συν παντί τω οίκω αυτού όστις εδέετο διά παντός ποιών ελεημοσύνας πολλάς. Είμαι ένας Αγγελος από το αγγελικό εκείνο τάγμα που προσφέρει τις προσευχές των θελόντων σωθείναι στον ουράνιον θρόνον του Σωτήρος Χριστού.
Όταν προσηύχετο συνεχώς αυτός ο γεωργός τον οποίο σας παρέδωκα εχθές για να βαπτισθεί και αυτός και η οικογένειά του εζητούσε από τον Θεόν να του δειχθεί, να του υποδειχθεί η αληθής θρησκεία για να προσκυνήσει εν γνώσει τον Θεόν και εγώ ήμουν αυτός που προσέφερα τις προσευχές του ενώπιον του Τριαδικού Θεού.
Όταν τα άκουσε αυτά ο Αρχιερεύς και οι Ιερείς εταράχθησαν τόσο πολύ ώστε έπεσαν με το πρόσωπο κάτω στο έδαφος του Ιερού Βήματος.
Ο Άγιος όμως τους είπε:
- Μη φοβείσθε. Τον Θεόν να ευλογείτε και Αυτόν να προσκυνείτε εις πάντας τους αιώνας. Φανερώθηκα σε σας αλλά ούτε έφαγα ούτε ήπια. Μόνον εσείς έτσι το βλέπατε. Αλλά δεν έγινε τίποτα από αυτά. Τώρα εξομολογείσθε εν Κυρίω τω Θεώ διότι αναβαίνω προς τον αποστείλαντά με.
Σηκώθηκαν και δεν είδαν κανέναν και επανήλθαν τα πάντα όπως ήταν πριν.
Εδόξασαν τον Θεόν διά τα θαυμαστά του Θεού και διότι σε αυτούς τους αναξίους εφανερώθη Αγγελος Κυρίου.
Τώρα τι γίνεται με τον γεωργό;
Έλα που πήγε και αυτός το πρωί στην Εκκλησία και παρακολουθούσε τα τελούμενα της Προηγιασμένης Λατρείας έξω από το Ναό από ένα ανοιχτό παράθυρο!
Και κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο ήκουσε και είδε όσα έγιναν και ειπώθησαν από τον Άγγελο Κυρίου, με το πρόσωπο του Αρχιδιακόνου!
Και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπε:
- Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος ο Θεός τον άγγελον Αυτού και εξείλετό μοι εκ του σκότους της αγνωσίας. Δόξα Σοι Βασιλεύ Παντοκράτωρ και φιλάνθρωπε ότι με την παρουσία του αγγέλου με ηξίωσας τον αμαρτωλό και αιρετικόν να αναστηθώ εκ του θανάτου της αμαρτίας και εγώ και η οικογένειά μου. Και τώρα Κύριε φώτισόν μου τον νουν και την καρδίαν ίνα Σε υμνώ πάσας τας ημέρας της ζωής μου κράζων ως οι εν ουρανοίς Άγγελοι Σου: Άγιος, Άγιος, Άγιος Συ ο Θεός.
Ο γεωργός όταν βαπτίσθηκε ονομάσθηκε Σέργιος.
Η διήγησις αυτή, αδελφοί μου, είναι παρμένη από το περιοδικό "Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη" του έτους 1960.
Υπάρχει, χριστιανοί μου, ένα ανέκδοτο γεγονός στη ζωή του Αγίου Ονουφρίου που τον γιορτάζει η Εκκλησία μας όπως είναι γνωστό στις 12 Ιουνίου.
Όταν ήτο πολύ μικρός, μόλις 5-6 ετών μπήκε σε ένα κοινόβιο, άγνωστο πώς.
Μεγάλος είχε αναχωρήσει για την έρημο όπου είχε ζήσει 60 χρόνια χωρίς να δει ποτέ άνθρωπο.
Ήταν γυμνός αλλά καλύπτετο ολόκληρο το σώμα του από την μακριά γενειάδα του που έφτανε μέχρι το έδαφος, τα μαλλιά του και τις μεγάλες τρίχες του όλου σώματος.
Τον μεγάλο αυτόν άγιον τον ανακάλυψε ο Όσιος Παφνούτιος στον οποίο διηγήθη τα της οσιακής και ερημικής ζωής του.
Πάμε λοιπόν στο τότε που ήταν μικρός μόλις 5-6 ετών και που τον πρωτοβλέπουμε να ζει σε ένα κοινόβιο της ερήμου.
Σαν μικρός που ήτο έτρωγε τακτικότερα, μικρός ήταν, των άλλων βέβαια πατέρων.
Όταν πεινούσε έτρεχε εις τον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα, λαχανικά κ.α.
Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.
- Κάποιο ζωάκι θα ταϊζει, σκέφθηκε, είπε με το λογισμό του.
Αυτό συνεχίστηκε για καμμιά εβδομάδα.
- Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, πού το πηγαίνει αυτό το ψωμί και παίρνει άλλο.
Πράγματι λοιπόν το παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα.
Τρέχει γρήγορα στο παράθυρο και από αυτό που είδε γούρλωσαν τα μάτια του.
Τι είδε;
Ο μικρός κουβέντιαζε με το βρέφος Ιησούς που ευρίσκετο στην αγκαλιά της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην εικόνα που είναι στο Τέμπλο.
- Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στο Χριστούλη, μια και δεν σε ταϊζει κανένας, ούτε και η μαμά σου.
Και άπλωσε το χεράκι του, όπως ήταν μικρούλης, και του έδωσε μια φέτα ψωμί.
Και ο μικρός Χριστός, μικρό παιδάκι όπως ήτο στην ιερή εικόνα, άπλωσε το χεράκι και πήρε το ψωμάκι.
Και όπως μάζεψε το χεράκι Του μαζί με το ψωμάκι εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα.
Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος τρέχει στον Ηγούμενο και του διηγείται το τι συνέβη.
Τότε ο Ηγούμενος του δίνει εντολή να μην του δώσουν καθόλου ψωμί αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε θα πρέπει να του πούνε ότι "να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί εκείνος τον οποίο μέχρι χθες εσύ τάιζες".
Την επομένη ημέρα βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίνουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από εκείνον που μέχρι τώρα έτρεφε, τρέχει αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα λέγει στον Χριστούλη:
- Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να σου πω να μου δώσεις από το δικό σου.
Τώρα πού θα το βρεις εσύ δεν ξέρω.
Και ω του θαύματος, απλώνει το μικρό Του χεράκι το βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του και του δίνει ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να το σηκώσει.
Μοσχομύριζε δε τόσο πολύ που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στον Ναό, βγήκε από τον Ναό και απλώθηκε σε ολόκληρο το μοναστήρι και κατόπιν σε όλη τη Σκήτη και την έρημο.
Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα βλέπουν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω μετά πολλού πολλού και μεγάλου κόπου.
Τρέχουν αμέσως δύο μοναχοί, τον βοηθούν αλλά ο άρτος ήτο πολύ βαρύς.
Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν αλλά ο ουράνιος εκείνος άρτος παρέμενε αδαπάνητος.
Είναι αυτό που λέει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στη Θεία Λειτουργία:
"Ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος".
Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο διότι εγνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα ηυξάνετο και η αγαθότης του, θα εγίνετο ένας μεγάλος Άγιος όπως και έγινε.
Από έναν τέτοιον όμοιο ουράνιον άρτο ετρέφετο ο Αγιος Ονούφριος όταν για 60 ολόκληρα χρόνια
ζούσε στην έρημο.
Εμείς όμως εδώ στις ομιλίες μας αυτές δεν κάνουμε λόγο
για το μάννα που έριχνε ο Θεός από τον ουρανό για να θρέψει τους Ιουδαίους στην έρημο
ούτε για ουρανίους άρτους με τους οποίους ο Κύριος συντηρούσε τους Αγίους Του στις ερημιές, στις σπηλιές και στις οπές της γης
αλλά για τον Πανάγιον Αρτον Χριστόν, δηλαδή για το Τίμιον Σώμα και Αίμα Του,
για τη Θεία Λατρεία,
όπου μέσα από αυτήν προσφέρεται Σώμα και Αίμα Χριστού
εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Ο Διάκονος που κατήχησε τον γεωργό και την οικογένειά του.
Κοντά στους Καλούς Λιμένας ζούσε ένας γεωργός έξυπνος και καλλιεργημένος αλλά γενημένος όμως και μεγαλωμένος στις τότε γνωστές αιρέσεις.
Μέσα του όμως είχε ανησυχία και κάθε τόσο αναρωτιόταν:
- Είμαι στο σωστό δρόμο ή κάνω λάθος και πνίγομαι κι εγώ και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου; Αχ, Θεέ μου, δεν μου στέλνεις κανέναν Αγγελο να μου δείξει το σωστό δρόμο;
Και πάλι "Αχ, Θεέ μου", και πάλι "Αχ, Θεέ μου" και αυτό εγίνετο για χρόνια.
Κάποτε πέρασε ένας Ορθόδοξος Διάκονος έξω από το χωράφι του και τον αμπελώνα του.
Τον πλησίασε, τον καλησπέρισε και άρχισε μια συζήτηση μαζί του με πολλές ερωτοαποκρίσεις.
Ο γεωργός αιχμαλωτίστηκε από τη συζήτηση, πέρασε η ώρα, ήρθε το βράδυ και τότε εκείνος του λέει:
- Δεν έρχεσαι στο σπίτι μου να φάμε, να ξεκουραστείς κτλ;
Δέχτηκε ο Διάκονος και πήγε στο σπίτι, τον υποδέχτηκε η οικογένεια κι εκείνος άρχισε να τους
ομιλεί.
Ξέχασαν και το φαί, τα ξέχασαν όλα, κρεμάστηκαν από τα χείλη του και όλη τη νύχτα τους ομιλούσε για τον Κύριο, για την ορθόδοξη πίστη, για τη Λατρεία, για τα Μυστήρια, για το θάνατο, για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την Κρίση του Θεού και για τα όσα άλλα που έχει το δόγμα μας και η πίστις μας.
Κυριολεκτικώς σκλαβώθηκαν, η καρδιά τους ζεστάθηκε, ο πόθος για την αληθινή πίστη άναψε μέσα τους, τα μάτια τους άνοιξαν, φωτίστηκαν από το φως αυτό της ορθοδόξου πίστεως.
Το πρωί ήθελαν όλοι μαζί, εκείνην την ώρα αν ήταν δυνατόν, να βαπτιστούν.
Δεν χάνει καιρό ο Διάκονος, παίρνει μαζί του τον αμπελουργό και πηγαίνουν στον τοπικό Επίσκοπο.
Ο Επίσκοπος τους δέχτηκε και ρωτά τον Διάκονο ποιος είναι, από πού ήλθε, πού πηγαίνει, ποιος ο σκοπός της επισκέψεως του εδώ.
Ο κληρικός σηκώθηκε όρθιος και είπε:
- Έρχομαι από τα Ιεροσόλυμα, είμαι Αρχιδιάκονος του Μεγάλου Αρχιερέως και πηγαίνω στην Αθήνα για υποθέσεις εκκλησιαστικές, του Μεγάλου Αρχιερέως υποθέσεις αλλά επειδή επεκράτησαν άνεμοι και τρικυμία δυνατή λιμενιστήκαμε εδώ στο λιμάνι των Καλών Λιμένων και έρχομαι σήμερα προς εσάς, τον Επίσκοπο, τον Μητροπολίτη τον τοπικό, για να βαπτίσετε αυτόν τον άνθρωπο και
την οικογένειά του, της οποία όλα τα μέλη κατήχησα καταλλήλως δι' όλης της νυχτός στα νάματα της ορθοδόξου πίστεως.
Ακούγοντας βέβαια ο Επίσκοπος ότι ήτο Διάκονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο.
Μόνο του είπε να παραμείνει φιλοξενούμενος μέχρις ότου αλλάξει ο καιρός και την επομένη όπου ήτο Παρασκευή τον παρακάλεσε να λάβει μέρος στην Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, διότι ήτο Μεγάλη Σαρακοστή.
Τον διαβεβαίωσε συγχρόνως ότι θα συνεχίζετο η κατήχησις για λίγες ημέρες ακόμα και το Πάσχα θα
βάπτιζε τον γεωργό, τον αμπελουργόν αυτό, και την οικογένειά του.
Τον φιλοξένησε τη νύχτα κάπου.
Την άλλη μέρα ξημέρωσε η μέρα της Παρασκευής και πήγαν στον Ναό για να τελέσουν την Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.
Στην Μεγάλη Είσοδο εδόθη εις τον Διάκονο να κρατήσει και μεταφέρει σιωπηλά τον Αγιο Δίσκο
με το Πανάγιον Σώμα του Κυρίου.
Το παρέλαβε ο ξένος Αρχιδιάκονος αλλά έτρεμε πολύ, όπως βγήκε σιωπηλά.
Σχεδόν κλονιζόμενος έκανε την μεταφορά και με πολλή βία, τρεμούλα και φόβο κατάφερε να μπει μέσα στο Αγιον Βήμα.
Αυτό το πρόσεξαν όλοι και τους έκανε εντύπωση.
Και ο Επίσκοπος, και οι Ιερείς και το πλήθος των χριστιανών είπαν κι αισθάνθηκαν ότι αυτός ο φόβος του Διακόνου, του ξένου αυτού Διακόνου, δεν ήταν συνηθισμένος φόβος.
Ήταν κάτι άλλο.
Αυτή η εξωκόσμιος και μυστηριώδης συμπεριφορά υπήρχε και στη Θεία Κοινωνία.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ρώτησε τον Αρχιδιάκονο ο Επίσκοπος μήπως ήταν άρρωστος. - Οχι, δεν είμαι, λέει.
Του λέει ύστερα:
- Μήπως έχεις καμμία παράξενη ασθένεια;
Και η απάντησις του Αρχιδιακόνου:
- Όντως, Άγιε Δέσποτα, κατέχομαι από ασθένειαν την οποία όμως κανείς δεν μπορεί να θεραπεύσει. Όσες φορές διακονώ στη Θεία και φρικτή μυσταγωγία και πάρω στα χέρια μου το Τίμιον και Πανάγιον Σώμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού αισθάνομαι ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις μου σε τόσο μεγάλο βάρος γι'αυτό και αδυνατώ να βαδίσω ελεύθερα και ακλινώς, χωρίς να κλονίζομαι δηλαδή από τον τρόμο.
Και επί λέξει:
- Και τις δύναται, Άγιε Δέσποτα, εκ των γνων συνεχόντων της υποθέσεως της Θείας Μυσταγωγίας να δύναται να κρατήσει εν ταις χερσίν αυτού τον τοις πάσι Αχώρητον; Ποιός μπορεί από αυτούς που έχουν γνώση για το τι συμβαίνει στη Θεία Λειτουργία μπορεί να κρατήσει στα χέρια του αυτόν που δεν χωράει πουθενά;
Το τονίζει και η Εκκλησία μας τα Χριστούγεννα:
"Ο αχώρητος παντί πώς εχωρέθη εν γαστρί;".
Η συγκατάβασις του Χριστού ενισχύει βέβαια την ασθένειά μας, συνεχίζει ο Αγιος Διάκονος, και κάνει τα ογκώδη ελαφρά, τα αδύνατα δυνατά. Μακάριος είναι εκείνος ο οποίος αξιώνεται να υπηρετεί το μέγα αυτό Μυστήριον στο οποίο οι εν ουρανοίς Άγγελοι και όλες οι Δυνάμεις της Ουρανίου δόξης παρίστανται μετά φόβου και τρόμου.
Όταν τα είπε αυτά εταράχθη ο Αγιος Διάκος και ολόκληρο το Αγιο Βήμα άστραψε από φως. Άστραψε και ο Αρχιδιάκονος.
Και ακούν μία φωνή αλλιώτικη πλέον, παράξενη, ουράνια να τους λέει:
- Εγώ ειμί εις εκ των Λειτουργικών πνευμάτων τα οποία στέλλονται εις διακονία προς τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν. Εγώ ειμί ο Αγγελος ο αποσταλείς εις τον εκατόνταρχον Κορνήλιον, τον ευσεβήν και φοβούμενον τον Θεόν συν παντί τω οίκω αυτού όστις εδέετο διά παντός ποιών ελεημοσύνας πολλάς. Είμαι ένας Αγγελος από το αγγελικό εκείνο τάγμα που προσφέρει τις προσευχές των θελόντων σωθείναι στον ουράνιον θρόνον του Σωτήρος Χριστού.
Όταν προσηύχετο συνεχώς αυτός ο γεωργός τον οποίο σας παρέδωκα εχθές για να βαπτισθεί και αυτός και η οικογένειά του εζητούσε από τον Θεόν να του δειχθεί, να του υποδειχθεί η αληθής θρησκεία για να προσκυνήσει εν γνώσει τον Θεόν και εγώ ήμουν αυτός που προσέφερα τις προσευχές του ενώπιον του Τριαδικού Θεού.
Όταν τα άκουσε αυτά ο Αρχιερεύς και οι Ιερείς εταράχθησαν τόσο πολύ ώστε έπεσαν με το πρόσωπο κάτω στο έδαφος του Ιερού Βήματος.
Ο Άγιος όμως τους είπε:
- Μη φοβείσθε. Τον Θεόν να ευλογείτε και Αυτόν να προσκυνείτε εις πάντας τους αιώνας. Φανερώθηκα σε σας αλλά ούτε έφαγα ούτε ήπια. Μόνον εσείς έτσι το βλέπατε. Αλλά δεν έγινε τίποτα από αυτά. Τώρα εξομολογείσθε εν Κυρίω τω Θεώ διότι αναβαίνω προς τον αποστείλαντά με.
Σηκώθηκαν και δεν είδαν κανέναν και επανήλθαν τα πάντα όπως ήταν πριν.
Εδόξασαν τον Θεόν διά τα θαυμαστά του Θεού και διότι σε αυτούς τους αναξίους εφανερώθη Αγγελος Κυρίου.
Τώρα τι γίνεται με τον γεωργό;
Έλα που πήγε και αυτός το πρωί στην Εκκλησία και παρακολουθούσε τα τελούμενα της Προηγιασμένης Λατρείας έξω από το Ναό από ένα ανοιχτό παράθυρο!
Και κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο ήκουσε και είδε όσα έγιναν και ειπώθησαν από τον Άγγελο Κυρίου, με το πρόσωπο του Αρχιδιακόνου!
Και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπε:
- Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος ο Θεός τον άγγελον Αυτού και εξείλετό μοι εκ του σκότους της αγνωσίας. Δόξα Σοι Βασιλεύ Παντοκράτωρ και φιλάνθρωπε ότι με την παρουσία του αγγέλου με ηξίωσας τον αμαρτωλό και αιρετικόν να αναστηθώ εκ του θανάτου της αμαρτίας και εγώ και η οικογένειά μου. Και τώρα Κύριε φώτισόν μου τον νουν και την καρδίαν ίνα Σε υμνώ πάσας τας ημέρας της ζωής μου κράζων ως οι εν ουρανοίς Άγγελοι Σου: Άγιος, Άγιος, Άγιος Συ ο Θεός.
Ο γεωργός όταν βαπτίσθηκε ονομάσθηκε Σέργιος.
Η διήγησις αυτή, αδελφοί μου, είναι παρμένη από το περιοδικό "Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη" του έτους 1960.