Ο ιεροκήρυκας
Γύρω στο 1955 κάποιος ιεροκήρυκας πήγε κάποτε να κηρύξει, να μιλήσει, σε ένα χωριό, κωμώπολη ήταν.
Επήγε το πρωί, λειτούργησε εκεί με τον παππούλη του χωριού αλλά ελάχιστοι ήσαν οι κάτοικοι.
Αυτός είχε τη συνήθεια και το βράδυ, το απόγευμα δηλαδή της ίδιας ημέρας ομιλούσε στην πλατεία του χωριού, όπου πήγαινε.
Φρόντιζε να βρει μια ευκαιρεία να το κάμει αυτό.
Ηταν έτσι βροντώδης στη φωνή και είχε τη δυνατότητα να ομιλεί και στην πλατεία.
Με τον παπά του χωριού, τον πρόεδρο και το δάσκαλο ειδοποίησαν τους κατοίκους ότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας, γύρω στις 6 7, τι ώρα ήταν δεν ξέρω, θα μιλούσε.
Πράγματι, λοιπόν, ξεκίνησαν από την εκκλησία μαζί με τον εφημέριο του χωριού να πάνε στην πλατεία.
Πλησιάζοντας προς την πλατεία έβλεπαν από τον δρόμο που κατέβαιναν κάποιους άνδρες έτσι σα να
έφευγαν από την πλατεία, να απομακρύνονταν.
Οταν έφτασαν στο κέντρο της πλατείας με τις ματιές που έριχνε ο ιεροκήρυκας και Πρωτοσύγγελος εκεί της Μητροπόλεως διαπίστωνε ότι από τα καφενεία οι άνδρες, 30, 50, 100, 200, σιγά σιγά φύγαν όλοι.
Και δεν έμεινε στην πλατεία του χωριού κανένας.
Ηταν ο δάσκαλος, κάνα δυο γριούλες, ο παπάς και ο ιεροκήρυκας.
Να σου λοιπόν και αρχίζουν και μπαίνουν στο χωριό ένα κοπάδι ζώα.
Τα ζώα αυτά βόσκουν με τον αγελαδάρη έξω.
Από όλο το χωριό μαζεύονται.
Υπήρχε αυτή η συνήθεια, ιδίως στα κτηνοτροφικά χωριά, όσοι είναι από τέτοια μέρη το ξέρουν και το βράδυ όταν τα επιστρέφουν τα αφήνουν έξω από το χωριό και το καθένα πηγαίνει στο παχνί του.
Το λέει άλλωστε και ο Προφήτης Ησαϊας:
"Εγνω βους το στάβλο αυτού και τον κύριό του" κτλ.
Και πώς επιστρέφει;
Μόνο του.
Λοιπόν αυτά προχώρησαν μέσα από την πλατεία.
Μπροστά ήταν ένα γαϊδουράκι και πίσω αγελάδες πολλές 50, 100.
Και σταμάτησαν μπροστά από τον ιεροκήρυκα.
Σταμάτησε το γαϊδουράκι και σταμάτησαν όλα, όλο το κοπάδι.
Και κοίταζε το γαϊδουράκι τον ιεροκήρυκα.
- Αφού, λέει, δεν ήρθαν οι άνθρωποι για να βγάλω τον Λόγον του Θεού θα κηρύξω στα ζώα.
Και άρχισε να κάνει κήρυγμα στα ζώα.
- Εσείς είσαστε, είπε στα ζώα, στις αγελάδες που ζεστάνατε με τα χνώτα σας το νεογέννητο Χριστό. Του προσφέρατε ζεστασιά μέσα στο στάβλο, στο παχνί. Ησασταν οι άφωνοι και οι άλογοι μάρτυρες της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Και εσύ, απευθύνεται στο γαϊδουράκι, αξιώθηκες να δεχτείς στην πλάτη σου τον ίδιο το Δημιουργό και Κτίστη και Θεό και μπήκες θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα. Πόσα και πόσα δεν εδίδαξες τότε τους Ιουδαίους αλλά και τους μετέπειτα χριστιανούς και όλες τις
γενεές των χριστιανών, με την υπομονή σου αλλά και την αδιαφορία σου όμως για τις γύρω ζητωκραυγές. Κάποτε είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε ειδικά για το πόσα μας διδάσκει το γαϊδουράκι εκείνο των Βαϊων.
Και αφού είπε και άλλα πολλά τα οποία βέβαια δεν ενθυμούμαι, ποιος ξέρει πόσα είπε,
- Αντε, λέει, τώρα να πάτε στην ευχή του Θεού.
Μόλις είπε τα λόγια αυτά πήρε δρόμο το γαϊδουράκι και άρχισε να απομακρύνεται.
Η φωνή του Θεού δεν ακούστηκε στα αυτιά των ανθρώπων και δεν μπήκε στις καρδιές τους.
Δίκαια, λοιπόν, η οργή του Θεού επί του υιούς της απειθείας και άκουσαν τα άλογα ζώα.
Πιο υπάκουα τα ζώα από τους ανθρώπους για εκείνην την εποχή.
Είναι γεγονός που συνέβη.
Το παράδειγμα με τους κόκκους της άμμου
Για να δώσει ένα συγγραφέας μια εικόνα της αιωνιότητος λέγει ότι αν φανταστούμε όλη τη γη να είναι, όλο αυτό το φοβερό μέγεθος, να είναι από κόκκους άμμου και να έρχεται ένα πουλί και να
παίρνει με το ράμφος του ένα κόκκο άμμου κάθε 1000 χρόνια, πόσα τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων χρόνια θα περάσουν για να φύγουν όλοι αυτοί οι κόκκοι άμμου, που αποτελούν όλη αυτή τη φοβερή μάζα, αυτόν τον όγκο που λέγεται γη;
Ασφαλώς δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον αριθμό πόσα τρισεκατομμύρια χρόνια θα περάσουν.
Κάποτε, όμως, έστω και έπειτα από τρισεκατομμύρια χρόνια θα φύγει και ο τελευταίος κόκκος.
Αυτά όλα τα τρισεκατομμύρια χρόνια δεν είναι ούτε μια στιγμή μέσα στην αιωνιότητα, αν μπορούμε βέβαια αυτό να το καταλάβουμε.
Γύρω στο 1955 κάποιος ιεροκήρυκας πήγε κάποτε να κηρύξει, να μιλήσει, σε ένα χωριό, κωμώπολη ήταν.
Επήγε το πρωί, λειτούργησε εκεί με τον παππούλη του χωριού αλλά ελάχιστοι ήσαν οι κάτοικοι.
Αυτός είχε τη συνήθεια και το βράδυ, το απόγευμα δηλαδή της ίδιας ημέρας ομιλούσε στην πλατεία του χωριού, όπου πήγαινε.
Φρόντιζε να βρει μια ευκαιρεία να το κάμει αυτό.
Ηταν έτσι βροντώδης στη φωνή και είχε τη δυνατότητα να ομιλεί και στην πλατεία.
Με τον παπά του χωριού, τον πρόεδρο και το δάσκαλο ειδοποίησαν τους κατοίκους ότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας, γύρω στις 6 7, τι ώρα ήταν δεν ξέρω, θα μιλούσε.
Πράγματι, λοιπόν, ξεκίνησαν από την εκκλησία μαζί με τον εφημέριο του χωριού να πάνε στην πλατεία.
Πλησιάζοντας προς την πλατεία έβλεπαν από τον δρόμο που κατέβαιναν κάποιους άνδρες έτσι σα να
έφευγαν από την πλατεία, να απομακρύνονταν.
Οταν έφτασαν στο κέντρο της πλατείας με τις ματιές που έριχνε ο ιεροκήρυκας και Πρωτοσύγγελος εκεί της Μητροπόλεως διαπίστωνε ότι από τα καφενεία οι άνδρες, 30, 50, 100, 200, σιγά σιγά φύγαν όλοι.
Και δεν έμεινε στην πλατεία του χωριού κανένας.
Ηταν ο δάσκαλος, κάνα δυο γριούλες, ο παπάς και ο ιεροκήρυκας.
Να σου λοιπόν και αρχίζουν και μπαίνουν στο χωριό ένα κοπάδι ζώα.
Τα ζώα αυτά βόσκουν με τον αγελαδάρη έξω.
Από όλο το χωριό μαζεύονται.
Υπήρχε αυτή η συνήθεια, ιδίως στα κτηνοτροφικά χωριά, όσοι είναι από τέτοια μέρη το ξέρουν και το βράδυ όταν τα επιστρέφουν τα αφήνουν έξω από το χωριό και το καθένα πηγαίνει στο παχνί του.
Το λέει άλλωστε και ο Προφήτης Ησαϊας:
"Εγνω βους το στάβλο αυτού και τον κύριό του" κτλ.
Και πώς επιστρέφει;
Μόνο του.
Λοιπόν αυτά προχώρησαν μέσα από την πλατεία.
Μπροστά ήταν ένα γαϊδουράκι και πίσω αγελάδες πολλές 50, 100.
Και σταμάτησαν μπροστά από τον ιεροκήρυκα.
Σταμάτησε το γαϊδουράκι και σταμάτησαν όλα, όλο το κοπάδι.
Και κοίταζε το γαϊδουράκι τον ιεροκήρυκα.
- Αφού, λέει, δεν ήρθαν οι άνθρωποι για να βγάλω τον Λόγον του Θεού θα κηρύξω στα ζώα.
Και άρχισε να κάνει κήρυγμα στα ζώα.
- Εσείς είσαστε, είπε στα ζώα, στις αγελάδες που ζεστάνατε με τα χνώτα σας το νεογέννητο Χριστό. Του προσφέρατε ζεστασιά μέσα στο στάβλο, στο παχνί. Ησασταν οι άφωνοι και οι άλογοι μάρτυρες της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Και εσύ, απευθύνεται στο γαϊδουράκι, αξιώθηκες να δεχτείς στην πλάτη σου τον ίδιο το Δημιουργό και Κτίστη και Θεό και μπήκες θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα. Πόσα και πόσα δεν εδίδαξες τότε τους Ιουδαίους αλλά και τους μετέπειτα χριστιανούς και όλες τις
γενεές των χριστιανών, με την υπομονή σου αλλά και την αδιαφορία σου όμως για τις γύρω ζητωκραυγές. Κάποτε είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε ειδικά για το πόσα μας διδάσκει το γαϊδουράκι εκείνο των Βαϊων.
Και αφού είπε και άλλα πολλά τα οποία βέβαια δεν ενθυμούμαι, ποιος ξέρει πόσα είπε,
- Αντε, λέει, τώρα να πάτε στην ευχή του Θεού.
Μόλις είπε τα λόγια αυτά πήρε δρόμο το γαϊδουράκι και άρχισε να απομακρύνεται.
Η φωνή του Θεού δεν ακούστηκε στα αυτιά των ανθρώπων και δεν μπήκε στις καρδιές τους.
Δίκαια, λοιπόν, η οργή του Θεού επί του υιούς της απειθείας και άκουσαν τα άλογα ζώα.
Πιο υπάκουα τα ζώα από τους ανθρώπους για εκείνην την εποχή.
Είναι γεγονός που συνέβη.
Το παράδειγμα με τους κόκκους της άμμου
Για να δώσει ένα συγγραφέας μια εικόνα της αιωνιότητος λέγει ότι αν φανταστούμε όλη τη γη να είναι, όλο αυτό το φοβερό μέγεθος, να είναι από κόκκους άμμου και να έρχεται ένα πουλί και να
παίρνει με το ράμφος του ένα κόκκο άμμου κάθε 1000 χρόνια, πόσα τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων χρόνια θα περάσουν για να φύγουν όλοι αυτοί οι κόκκοι άμμου, που αποτελούν όλη αυτή τη φοβερή μάζα, αυτόν τον όγκο που λέγεται γη;
Ασφαλώς δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον αριθμό πόσα τρισεκατομμύρια χρόνια θα περάσουν.
Κάποτε, όμως, έστω και έπειτα από τρισεκατομμύρια χρόνια θα φύγει και ο τελευταίος κόκκος.
Αυτά όλα τα τρισεκατομμύρια χρόνια δεν είναι ούτε μια στιγμή μέσα στην αιωνιότητα, αν μπορούμε βέβαια αυτό να το καταλάβουμε.