*******************************
59Α Ο πατέρας Προκόπιος που ήθελε να μάθει να ψάλλει
Το 1960 είχα επισκεφθεί το Αγιον Ορος για δεύτερη φορά σε ένα
κελλί στην Αγία Αννα στον παπα-Σεραφείμ, δεν ζει τώρα. Μου έλεγε
για κάποιον χαρισματούχο γέροντα, εργάτη της νοεράς προσευχής,
τον οποίο έλεγαν Προκόπιο. Ο γέροντας αυτός είχε έναν πόθο πολύ
μεγάλο. Ηθελε να υμνεί και να δοξάζει τον Χριστό, την Υπεραγία
Θεοτόκο, τους Αγίους, τους Αγγέλους αλλά δεν μπορούσε. Εστερείτο
παντελώς μουσικών γνώσεων. Ηθελε να ψάλλει αλλά δεν τα
κατάφερνε. Ηταν τελείως φάλτσος. Από μουσικό αυτί μηδέν. Σαν το
δικό μου. Αντί για πρώτο ήχο, αυτοί που ξέρουν να ψάλλουν
ξέρουν, έψελνε πλάγιο του ογδόου. Κάποια μεγάλη γιορτή λοιπόν
επέστρεψε ολόλαμπρος και μακάριος στο κελλάκι του. Η Θεία
Μετάληψις και Κοινωνία τον έκανε να ακτινοβολεί από ευφροσύνη.
Ευχαριστούσε τον Κύριό του συνεχώς αλλά του έκανε πάλι ένα απλό
γλυκό παράπονο που δεν μπόρεσε πάλι να τον δοξολογήσει ψαλτικά.
Ο διάβολος εκμεταλλευόμενος ακόμη και αυτό το αθώο παραπονάκι
παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά του με παράξενη φορεσιά σαν
άριστος διδάσκαλος της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής. -
Εγώ, του λέει, είμαι δάσκαλος του Ουρανού και ήρθα να σε διδάξω
ουράνια μαθήματα εκκλησιαστικής μουσικής και μουσικής των
Αγγέλων. Μόνο που θέλω αμοιβή. - Τι αμοιβή; ρωτάει ο πατήρ
Προκόπιος. - Να, να πετάξεις αυτό που κρατάς στο χέρι σου. Και
του έδειξε το κομποσχοίνι με το οποίο επικαλούνταν αδιαλείπτως
το φοβερόν όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. - Α, του λέει ο
Προκόπιος, εσύ δεν είσαι καλός δάσκαλος, δαίμονας είσαι. Και
αμέσως τον σταυρώνει και με το κομποσχοίνι του. Οπότε σκάει ο
διάβολος αφήνοντας πίσω του δυσοσμία και καπνιά. Βλέποντας ο
γέροντας μοναχός το φοβερό αυτό φαινόμενο φεύγει από το κελλάκι
του και τρέχει αμέσως στο εκκλησάκι του και πέφτει στα γόνατα
δοξολογώντας και ευχαριστώντας τον Θεό που τον έσωσε από τη
φονική μανία και την πλάνη των δαιμόνων. Και τότε μυριάδες φωνές
Αγγέλων και Αρχαγγέλων άρχισαν να ψάλλουν μελίρρυτα και
γλυκόφθογγα. Ηταν τόση η ωραιότης των ψαλμών, τόση η ευφροσύνη
και η μακαριότης που τον πλημμύρισε που δεν άντεξε και
λιποθύμησε.
*************************************
59Α Μεταφορά από τη Δάφνη με βάρκα
Από τον Πατέρα Σεραφείμ τον Κάρσονα είχα ακούσει δυο διηγήσεις
την πρώτη με τον Πατέρα Προκόπιο και τη δεύτερη που θα σας πω
τώρα. Πρόκειται για έναν γέροντα μοναχό του οποίου το όνομα δεν
θυμάμαι. Σε πολύ γεροντική ηλικία πήρε τα εργόχειρά του και πήγε
στις Καρυές. Τα διέθεσε και με τα λεφτά που πήρε αγόρασε τα
απαραίτητα γι' αυτόν τρόφιμα ή άλλα είδη για τις ανάγκες του. Το
πρωί εκκλησιάστηκε στο Ναό του Πρωτάτου, κοινώνησε των Αχράντων
Μυστηρίων και ξεκίνησε για το δρόμο της επιστροφής. Στο δρόμο
ήταν όλος χαρά. Η ψυχή του από την πολλή προσευχή και από την
πρωινή Θεία Κοινωνία πετούσε στα ουράνια. Αλλά ήταν όμως πολύ
πολύ γεροντάκι και σήκωνε και ένα φορτίο σαράντα οκάδες. Και
έτσι πάρα πολύ σιγά όπως περπατούσε άργησε να φτάσει έγκαιρα στη
Δάφνη και έχασε τη βάρκα που έκανε δρομολόγιο μια φορά το μήνα.
Μια φορά το μήνα πήγαινε και ερχότανε. Στενοχωρέθηκε πάρα πολύ
και κάθησε σε μια ακρούλα στον ταρσανά κλαίγοντας. Πότε έκλαιγε
και πότε έκανε προσευχή. - Και τώρα, Παναγία μου, Πανάχραντος
Μητέρα, τι θα γίνει; Μόνος κατάμονος. Πρώτα πρώτα ήταν
γεροντάκι. Δεύτερον είχε μεγάλο φορτίο. Οι αποστάσεις μεγάλες.
Ερημιά γύρω. Υπήρχε όμως και ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος ο
οποίος προήρχετο από τους φανατικούς Τούρκους χωρωφύλακες που
εκείνη την εποχή σκότωναν τους μοναχούς όταν τους έβρισκαν
μόνους. Και είχαν μάλιστα σκοτώσει αρκετούς. Ετσι λοιπόν στην
κατάσταση αυτή που ευρίσκετο περίμενε ποιος ξέρει δυο τρεις
πέντε ώρες. Ενώ βρισκόταν λοιπόν έτσι βλέπει ξαφνικά να
πλησιάζει μια βάρκα με δυο νέους. Βγήκαν από τη βάρκα, πήγαν
κοντά του και τον ρώτησαν γιατί ήταν πολύ στενοχωρημένος και
γιατί σχεδόν έκλαιγε. Αυτός τους είπε τι συνέβη. Αμέσως οι δυο
νέοι του λένε: - Ελα να σε πάμε εμείς στη σκήτη της Αγίας Αννης.
Τον βάλαν στη βαρκούλα, φόρτωσαν και τα πράγματα και ξεκίνησαν.
Η βαρκούλα όμως έφευγε πολύ γρήγορα παρά τα φαινομενικά κουπιά
όπως πηγαίναν. Ο παππούλης αυτός παραδόθηκε στην προσευχή και
έχασε κάθε αίσθηση και του χρόνου και του χώρου. Συνέβη κάτι που
συνήθως μας λένε οι νηπτικοί Πατέρες : "Οστις σάρκα ενίκησε την
φύσιν ενίκησε. Οστις την φύσιν ενίκησε υπέρ φύσιν γέγονεν. Οστις
υπέρ φύσιν γέγονεν όμοιος τω υπέρ φύσιν Δημιουργώ εγένετο.
Γίνεται όμοιος με τον Θεό, τον Δημιουργό του και Πλάστη του.
Αυτός πελάγη πορευτά. Δηλαδή αυτός σχίζει με μεγάλη ευκολία τα
πελάγη. Και αποστάσεις ευπέραστοι. Και αποστάσεις
εκμηδενίζονται". Ενωμένος λοιπόν με τον Κύριον του δεν κατάλαβε
απολύτως τίποτα. Οταν έφτασαν στην παραλία τον βοήθησαν να
αποβιβαστεί, του έδωσαν και το σάκκο του που ήταν όπως είπαμε
πάρα πολύ βαρύς. Τους ευχαρίστησε θερμά και άρχισε ο καημένος να
ψάχνεται για να τους πληρώσει ή να τους δώσει καμμιά ευλογία,
κανένα κομποσχοινάκι, κάτι να τους δώσει αφού τον έφεραν από
τόσο δρόμο. Αλλά εξαφανίστηκαν! Και η βάρκα μαζί και όλα
αφήνοντας πίσω τους μια άρρητη ευωδία και γεμίζοντας το γέροντα
εκείνο μοναχό, τον υπέργηρο, με δέος και έκσταση. Και ξαφνικά
βλέπει από μακριά να έρχεται το καϊκάκι της συγκοινωνίας με
ανοιχτά τα πανάκια από μακριά μακριά. Ποιοι ήσαν οι δύο νέοι;
Το ρώτησα κι εγώ. - Ποιοι ήσαν , Πάτερ μου; Ο Αγγελος φύλακας
και ο Αγγελος του Σχήματος. Δόξασε τον Θεό αλλά είχε να κάνει
και έναν ανήφορο πεντακόσια μέτρα, εφτακόσια. - Τώρα, λέει, με
φέρατε μέχρι εδώ άντε βοηθήστε με. Και ξαφνικά μαζί με το βάρος
των σαράντα οκάδων βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του κελλιού του.
Ο γέροντας αυτός έζησε οσιακή ζωή μέχρι που πέθανε σε βαθιά
γεράματα πάνω από εκατό χρονών στο 1850 στο καλυβάκι του.
Χαρακτηριστικό του ήταν να ζει τη Θεία Λατρεία σε έκσταση χωρίς
αίσθηση του χρόνου, του χώρου, των αποστάσεων.
******************************************
59B Θαύμα στην κορυφή του όρους Σινά
Σε ένα αρχαίο Γεροντικό αναφέρεται το εξής περιστατικό: Στην
αγία κορυφή του όρους Σινά υπήρχε συνήθεια στα πολύ παλιά χρόνια
να τελείται Θεία Λειτουργία την ημέρα της Πεντηκοστής. Εμαζεύετο
πλήθος μοναχών από τις γύρω Σκήτες και τα ερημητήρια. Ενα
φοβερό γεγονός έγινε κάποια φορά μια χρονιά κατά τη διάρκεια της
Θείας Λειτουργίας. Αλλά αυτό βέβαια πριν μιανθεί η αγία κορυφή
και ο τόπος από τις ορδές των απίστων και των βαρβάρων. Τι έγινε
λοιπόν; Οταν ο Ιερεύς έκανε την πρώτη εκφώνηση της αγίας
Αναφοράς και είπε: "Τον Επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα και
κραγότα και λέγοντα" - εκείνα τα χρόνια βέβαια η εκφώνηση
ελέγετο ως εξής: "Τον Επινίκιον ύμνον της μεγαλοπρεπής Σου δόξης
λαμπρά τη φωνή άδοντα, βοώντα, δοξολογούντα και κραγότα και
λέγοντα" - ακούστηκε ένα φοβερό βουητό από όλα τα γύρω βουνά
μαζί που έμοιαζε με αντίλαλο και είχε ήχο φωνής. Και γεμάτη φόβο
και δέος μαζί αυτή η βοή απάντησε στην εκφώνηση του Λειτουργού
Ιερέως: "Αγιος, Αγιος, Αγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και
η γη της δόξης Σου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις ευλογημένος ο
ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου". Αυτή η ακατάληπτη ομιλούσα βοή
επαναλάμβανε συνεχώς τον ύμνο μέχρι που τελείωσε η Θεία
Λειτουργία. Είναι αυτό που έλεγε ο Πατήρ Ιάκωβος. Μόλις πούμε το
Δι'ευχών τα πάντα ησυχάζουν από τις φωνές και τους ύμνους των
Αγγέλων. Από τους παρευρισκομένους μοναχούς και ασκητάς άκουσαν
αρκετοί αυτό το παράξενο και υπερκόσμιο βοητό αλλά όχι όλοι,
μόνον εκείνοι που είχαν κατάλληλα αυτιά για να ακούνε τους
ουράνιους ύμνους των Αγγέλων. Αυτό μας το λέει και μας το
διασώζει το Λειμωνάριον. Το γεγονός όμως αυτό επαναλαμβάνεται σε
άπειρες παραλλαγές κάθε φορά που τελείται το φρικτόν Μυστήριον
της Θείας Λειτουργίας.
********************
59Α Ο πατέρας Προκόπιος που ήθελε να μάθει να ψάλλει
Το 1960 είχα επισκεφθεί το Αγιον Ορος για δεύτερη φορά σε ένα
κελλί στην Αγία Αννα στον παπα-Σεραφείμ, δεν ζει τώρα. Μου έλεγε
για κάποιον χαρισματούχο γέροντα, εργάτη της νοεράς προσευχής,
τον οποίο έλεγαν Προκόπιο. Ο γέροντας αυτός είχε έναν πόθο πολύ
μεγάλο. Ηθελε να υμνεί και να δοξάζει τον Χριστό, την Υπεραγία
Θεοτόκο, τους Αγίους, τους Αγγέλους αλλά δεν μπορούσε. Εστερείτο
παντελώς μουσικών γνώσεων. Ηθελε να ψάλλει αλλά δεν τα
κατάφερνε. Ηταν τελείως φάλτσος. Από μουσικό αυτί μηδέν. Σαν το
δικό μου. Αντί για πρώτο ήχο, αυτοί που ξέρουν να ψάλλουν
ξέρουν, έψελνε πλάγιο του ογδόου. Κάποια μεγάλη γιορτή λοιπόν
επέστρεψε ολόλαμπρος και μακάριος στο κελλάκι του. Η Θεία
Μετάληψις και Κοινωνία τον έκανε να ακτινοβολεί από ευφροσύνη.
Ευχαριστούσε τον Κύριό του συνεχώς αλλά του έκανε πάλι ένα απλό
γλυκό παράπονο που δεν μπόρεσε πάλι να τον δοξολογήσει ψαλτικά.
Ο διάβολος εκμεταλλευόμενος ακόμη και αυτό το αθώο παραπονάκι
παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά του με παράξενη φορεσιά σαν
άριστος διδάσκαλος της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής. -
Εγώ, του λέει, είμαι δάσκαλος του Ουρανού και ήρθα να σε διδάξω
ουράνια μαθήματα εκκλησιαστικής μουσικής και μουσικής των
Αγγέλων. Μόνο που θέλω αμοιβή. - Τι αμοιβή; ρωτάει ο πατήρ
Προκόπιος. - Να, να πετάξεις αυτό που κρατάς στο χέρι σου. Και
του έδειξε το κομποσχοίνι με το οποίο επικαλούνταν αδιαλείπτως
το φοβερόν όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. - Α, του λέει ο
Προκόπιος, εσύ δεν είσαι καλός δάσκαλος, δαίμονας είσαι. Και
αμέσως τον σταυρώνει και με το κομποσχοίνι του. Οπότε σκάει ο
διάβολος αφήνοντας πίσω του δυσοσμία και καπνιά. Βλέποντας ο
γέροντας μοναχός το φοβερό αυτό φαινόμενο φεύγει από το κελλάκι
του και τρέχει αμέσως στο εκκλησάκι του και πέφτει στα γόνατα
δοξολογώντας και ευχαριστώντας τον Θεό που τον έσωσε από τη
φονική μανία και την πλάνη των δαιμόνων. Και τότε μυριάδες φωνές
Αγγέλων και Αρχαγγέλων άρχισαν να ψάλλουν μελίρρυτα και
γλυκόφθογγα. Ηταν τόση η ωραιότης των ψαλμών, τόση η ευφροσύνη
και η μακαριότης που τον πλημμύρισε που δεν άντεξε και
λιποθύμησε.
*************************************
59Α Μεταφορά από τη Δάφνη με βάρκα
Από τον Πατέρα Σεραφείμ τον Κάρσονα είχα ακούσει δυο διηγήσεις
την πρώτη με τον Πατέρα Προκόπιο και τη δεύτερη που θα σας πω
τώρα. Πρόκειται για έναν γέροντα μοναχό του οποίου το όνομα δεν
θυμάμαι. Σε πολύ γεροντική ηλικία πήρε τα εργόχειρά του και πήγε
στις Καρυές. Τα διέθεσε και με τα λεφτά που πήρε αγόρασε τα
απαραίτητα γι' αυτόν τρόφιμα ή άλλα είδη για τις ανάγκες του. Το
πρωί εκκλησιάστηκε στο Ναό του Πρωτάτου, κοινώνησε των Αχράντων
Μυστηρίων και ξεκίνησε για το δρόμο της επιστροφής. Στο δρόμο
ήταν όλος χαρά. Η ψυχή του από την πολλή προσευχή και από την
πρωινή Θεία Κοινωνία πετούσε στα ουράνια. Αλλά ήταν όμως πολύ
πολύ γεροντάκι και σήκωνε και ένα φορτίο σαράντα οκάδες. Και
έτσι πάρα πολύ σιγά όπως περπατούσε άργησε να φτάσει έγκαιρα στη
Δάφνη και έχασε τη βάρκα που έκανε δρομολόγιο μια φορά το μήνα.
Μια φορά το μήνα πήγαινε και ερχότανε. Στενοχωρέθηκε πάρα πολύ
και κάθησε σε μια ακρούλα στον ταρσανά κλαίγοντας. Πότε έκλαιγε
και πότε έκανε προσευχή. - Και τώρα, Παναγία μου, Πανάχραντος
Μητέρα, τι θα γίνει; Μόνος κατάμονος. Πρώτα πρώτα ήταν
γεροντάκι. Δεύτερον είχε μεγάλο φορτίο. Οι αποστάσεις μεγάλες.
Ερημιά γύρω. Υπήρχε όμως και ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος ο
οποίος προήρχετο από τους φανατικούς Τούρκους χωρωφύλακες που
εκείνη την εποχή σκότωναν τους μοναχούς όταν τους έβρισκαν
μόνους. Και είχαν μάλιστα σκοτώσει αρκετούς. Ετσι λοιπόν στην
κατάσταση αυτή που ευρίσκετο περίμενε ποιος ξέρει δυο τρεις
πέντε ώρες. Ενώ βρισκόταν λοιπόν έτσι βλέπει ξαφνικά να
πλησιάζει μια βάρκα με δυο νέους. Βγήκαν από τη βάρκα, πήγαν
κοντά του και τον ρώτησαν γιατί ήταν πολύ στενοχωρημένος και
γιατί σχεδόν έκλαιγε. Αυτός τους είπε τι συνέβη. Αμέσως οι δυο
νέοι του λένε: - Ελα να σε πάμε εμείς στη σκήτη της Αγίας Αννης.
Τον βάλαν στη βαρκούλα, φόρτωσαν και τα πράγματα και ξεκίνησαν.
Η βαρκούλα όμως έφευγε πολύ γρήγορα παρά τα φαινομενικά κουπιά
όπως πηγαίναν. Ο παππούλης αυτός παραδόθηκε στην προσευχή και
έχασε κάθε αίσθηση και του χρόνου και του χώρου. Συνέβη κάτι που
συνήθως μας λένε οι νηπτικοί Πατέρες : "Οστις σάρκα ενίκησε την
φύσιν ενίκησε. Οστις την φύσιν ενίκησε υπέρ φύσιν γέγονεν. Οστις
υπέρ φύσιν γέγονεν όμοιος τω υπέρ φύσιν Δημιουργώ εγένετο.
Γίνεται όμοιος με τον Θεό, τον Δημιουργό του και Πλάστη του.
Αυτός πελάγη πορευτά. Δηλαδή αυτός σχίζει με μεγάλη ευκολία τα
πελάγη. Και αποστάσεις ευπέραστοι. Και αποστάσεις
εκμηδενίζονται". Ενωμένος λοιπόν με τον Κύριον του δεν κατάλαβε
απολύτως τίποτα. Οταν έφτασαν στην παραλία τον βοήθησαν να
αποβιβαστεί, του έδωσαν και το σάκκο του που ήταν όπως είπαμε
πάρα πολύ βαρύς. Τους ευχαρίστησε θερμά και άρχισε ο καημένος να
ψάχνεται για να τους πληρώσει ή να τους δώσει καμμιά ευλογία,
κανένα κομποσχοινάκι, κάτι να τους δώσει αφού τον έφεραν από
τόσο δρόμο. Αλλά εξαφανίστηκαν! Και η βάρκα μαζί και όλα
αφήνοντας πίσω τους μια άρρητη ευωδία και γεμίζοντας το γέροντα
εκείνο μοναχό, τον υπέργηρο, με δέος και έκσταση. Και ξαφνικά
βλέπει από μακριά να έρχεται το καϊκάκι της συγκοινωνίας με
ανοιχτά τα πανάκια από μακριά μακριά. Ποιοι ήσαν οι δύο νέοι;
Το ρώτησα κι εγώ. - Ποιοι ήσαν , Πάτερ μου; Ο Αγγελος φύλακας
και ο Αγγελος του Σχήματος. Δόξασε τον Θεό αλλά είχε να κάνει
και έναν ανήφορο πεντακόσια μέτρα, εφτακόσια. - Τώρα, λέει, με
φέρατε μέχρι εδώ άντε βοηθήστε με. Και ξαφνικά μαζί με το βάρος
των σαράντα οκάδων βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του κελλιού του.
Ο γέροντας αυτός έζησε οσιακή ζωή μέχρι που πέθανε σε βαθιά
γεράματα πάνω από εκατό χρονών στο 1850 στο καλυβάκι του.
Χαρακτηριστικό του ήταν να ζει τη Θεία Λατρεία σε έκσταση χωρίς
αίσθηση του χρόνου, του χώρου, των αποστάσεων.
******************************************
59B Θαύμα στην κορυφή του όρους Σινά
Σε ένα αρχαίο Γεροντικό αναφέρεται το εξής περιστατικό: Στην
αγία κορυφή του όρους Σινά υπήρχε συνήθεια στα πολύ παλιά χρόνια
να τελείται Θεία Λειτουργία την ημέρα της Πεντηκοστής. Εμαζεύετο
πλήθος μοναχών από τις γύρω Σκήτες και τα ερημητήρια. Ενα
φοβερό γεγονός έγινε κάποια φορά μια χρονιά κατά τη διάρκεια της
Θείας Λειτουργίας. Αλλά αυτό βέβαια πριν μιανθεί η αγία κορυφή
και ο τόπος από τις ορδές των απίστων και των βαρβάρων. Τι έγινε
λοιπόν; Οταν ο Ιερεύς έκανε την πρώτη εκφώνηση της αγίας
Αναφοράς και είπε: "Τον Επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα και
κραγότα και λέγοντα" - εκείνα τα χρόνια βέβαια η εκφώνηση
ελέγετο ως εξής: "Τον Επινίκιον ύμνον της μεγαλοπρεπής Σου δόξης
λαμπρά τη φωνή άδοντα, βοώντα, δοξολογούντα και κραγότα και
λέγοντα" - ακούστηκε ένα φοβερό βουητό από όλα τα γύρω βουνά
μαζί που έμοιαζε με αντίλαλο και είχε ήχο φωνής. Και γεμάτη φόβο
και δέος μαζί αυτή η βοή απάντησε στην εκφώνηση του Λειτουργού
Ιερέως: "Αγιος, Αγιος, Αγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και
η γη της δόξης Σου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις ευλογημένος ο
ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου". Αυτή η ακατάληπτη ομιλούσα βοή
επαναλάμβανε συνεχώς τον ύμνο μέχρι που τελείωσε η Θεία
Λειτουργία. Είναι αυτό που έλεγε ο Πατήρ Ιάκωβος. Μόλις πούμε το
Δι'ευχών τα πάντα ησυχάζουν από τις φωνές και τους ύμνους των
Αγγέλων. Από τους παρευρισκομένους μοναχούς και ασκητάς άκουσαν
αρκετοί αυτό το παράξενο και υπερκόσμιο βοητό αλλά όχι όλοι,
μόνον εκείνοι που είχαν κατάλληλα αυτιά για να ακούνε τους
ουράνιους ύμνους των Αγγέλων. Αυτό μας το λέει και μας το
διασώζει το Λειμωνάριον. Το γεγονός όμως αυτό επαναλαμβάνεται σε
άπειρες παραλλαγές κάθε φορά που τελείται το φρικτόν Μυστήριον
της Θείας Λειτουργίας.
********************