************************
61Α Καταγραφή στο βιβλίο της ζωής του πατρός Αβερκίου
Μια από τις διηγήσεις που είχα ακούσει στη Νέα Σκήτη του Αγίου
Ορους την περίοδο 62-65 είναι η εξής περίπου: Μεταξύ του 1900
και 1934 ζούσε ένας ευλαβής μοναχός εκεί στη Νέα Σκήτη ο Πατήρ
Αβέρκιος. Ηταν ασκητικός μοναχός, ελεήμων, εργατικός, απέριττος,
πράος, ειρηνικός. Στις αγρυπνίες, όταν γινόταν οι ολονύκτιες
στις μεγάλες γιορτές και τις Κυριακές, εκκλησιαζόταν πάντοτε στο
Κυριακόν, έτσι λέγεται ο κεντρικός Ναός μιας Σκήτης. Εστέκετο δε
κατά τη συνήθεια του στο πίσω μέρος του Ναού, εκεί στο Νάρθηκα,
στο τέλος, με πολύ πολύ ευλάβεια. Κάποτε σε μια αγρυπνία κάποιας
μεγάλης γιορτής, είχε τελειώσει η μεγάλη δοξολογία, διακόπτουν
εκεί μετά τη δοξολογία και διαβάζεται χύμα η 1η ώρα. Μετά την 1η
ώρα γίνεται Απόλυσις και εν συνεχεία ο Πρωτοπρεσβύτερος ή ο
Ηγούμενος της μονής βάζει "Ευλογημένη η Βασιλεία". Βλέπουν
λοιπόν ξαφνικά οι Πατέρες τον πατέρα Αβέρκιο να αφήνει το
στασίδι του από εκεί πίσω, να διασχίζει γρήγορα όλο το Ναό και
να φτάνει μπροστά στο Ιερό, να περνά έτσι μπροστά από την Ωραία
Πύλη όπως ήταν ανοιχτή και στάθηκε εκεί μπροστά στην Αγία
Τράπεζα. Μοναχός είπαμε ήταν, δεν ήταν Ιερεύς. Κατόπιν λοιπόν
τον βλέπουν να βάζει μια μετάνοια σε κάποιον που όμως αυτός δεν
εφαίνετο. Εβαζε σε κάποιον μετάνοια αλλά πού την έβαζε; Και
χαρούμενος να απαντάει: - Ναι, Δέσποτα, βλέπω, βλέπω. Αβέρκιος
μοναχός. Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ. Μετά κάνει πάλι μια βαθειά
βαθειά μετάνοια, μαζί με μια κίνηση ότι φιλάει το χέρι και
περνώντας πάλι μέσα από την Ωραία Πύλη γύρισε και πήγε στη θέση
του. Οσοι πρόσεξαν αυτή τη συμπεριφορά του πατρός Αβερκίου
νόμισαν ότι κάτι πήγε να πει στον εφημέριο. Ο εφημέριος ήτο στην
Πρόθεση εκείνη τη στιγμή, είδε τη στιγμή που περιγράψαμε
προηγουμένως και θεώρησε τον πατέρα επιπόλαιο και από δήθεν
σαλότητα έκανε μερικά καμώματα εκεί. Την άλλη μέρα όμως ο
εφημέριος δεν ησύχασε. Πηγαίνει και βρίσκει στο φτωχικό καλυβάκι
του τον πατέρα Αβέρκιο και τον ρώτησε: - Τι έγινε εχθές, Πάτερ
μου; Πώς τόλμησες και μπήκες από την Ωραία Πύλη; Και με ποιον
μιλούσες; Εκπληκτος λοιπόν ο πατήρ Αβέρκιος απάντησε με
απλότητα: - Καλά, εσύ παπά μου, δεν έβλεπες το Δεσπότη που
στεκόταν τόσην ώρα στην Ωραία Πύλη και με φώναξε να πάω κοντά
του; Ρώτησε το όνομά μου και του το είπα. Κατόπιν το έγραψε
αυτός σε μια πλάκα που είναι μέσα στο Αγιο Βήμα και δεξιά, από
εκείνη την πλευρά δηλαδή, και μάλιστα μου το έδειξε και εγώ το
διάβασα "Αβέρκιος μοναχός". Δεν είπε τίποτε ο Ιερεύς. Γρήγορα
όμως αυτό έγινε γνωστό και όλοι οι Πατέρες τον ρωτούσαν και τον
ξαναρωτούσαν πώς έγινε, τι του είπε ο Δεσπότης και όλα τα άλλα.
Και ο γέρων Αβέρκιος τα διηγείτο όλα με κάθε λεπτομέρεια και
πάλι από την αρχή και πάλι από την αρχή. Απορούσε όμως ο απλός
και άκακος αυτός γέρων μοναχός γιατί τον ρωτούσαν συνέχεια οι
αδελφοί αφού όλοι τους θα έπρεπε να είχαν δει, όπως πίστευε
άλλωστε, τη δική του εκστατική θεωρία. Επίστευσε τελικά ότι ήτο
θεία ενέργεια διότι πλάκα και μάλιστα μαρμάρινη δεν υπήρχε μέσα
στο Ιερό και ούτε βρέθηκε ποτέ. Τι να ήτο άραγε; Ητο το ουράνιο
βιβλίο της αιωνίου ζωής όπου ο φιλάνθρωπος Κύριος και Δεσπότης
καταγράφει τους καθαρούς τη καρδία, τους σεσωσμένους, τους
αγωνιζομένους χριστιανούς που πεθαίνουν εν μετανοία. Γράφει τους
μάρτυρες, τους ομολογητάς, τους δικαίους, τους οσίους, τους
αγίους, άνδρες και γυναίκες. Τι θαυμάσιον μυστήριον! θα
μπορούσαμε να αναφωνήσουμε όλοι μαζί, τι εξαίσια, τι θεία
μεγαλοπρέπεια, αν σε κάποια Θεία Λειτουργία ο Δεσπότης Χριστός,
ο Σωτήρας και Λυτρωτής μας έβγαινε στην Ωραία Πύλη και μας
φώναζε τον καθένα από εμάς με το μικρό του όνομα και όταν θα
πλησιάζαμε κοντά Του, όχι για να γράψει το όνομά μας στα βιβλία
της αιωνίου ζωής, αλλά για να μας κλείσει στην αγκαλιά Του τη
θεία και να μας ανεβάσει μαζί Του κατόπιν στα υπερουράνια
σκηνώματα της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Αλλά και τώρα όμως κάθε
φορά που τελούμε τη Θεία Ευχαριστία μας προσφέρεται ο ίδιος μέσα
από το Αγιον Ποτήριον, Σώμα και Αίμα, εις άφεσιν αμαρτιών και
εις ζωήν αιώνιον.
***********************************************
61A Καλύτερα εδώ κάτω παρά στα χέρια σου
Μου έλεγε ένας Ιερεύς την περασμένη εβδομάδα ότι είχε ακούσει το
εξής φρικτό γεγονός, φρικτότατο: Ενας Λειτουργός μετά το
"Πρόσχωμεν τα Αγια τοις Αγίοις" ύψωσε τον Αρτο και άρχισε να
τεμαχίζει τον Αμνόν του Θεού αλλά βιαστικά και απρόσεχτα. Οπως
λοιπόν τον τεμάχιζε με νευρικές κινήσεις γιατί έκανε και ο
κόσμος θόρυβο πετάχτηκε ένας μεγάλος μαργαρίτης από το Πανάγιον
Σώμα του Κυρίου μας και του έπεσε κάτω μπροστά στην Αγία
Τράπεζα. Εσκυψε λοιπόν και άρχισε να ψάχνει για να το βρει τον
μαργαρίτη. Τελικά τον είδε και άπλωσε το χέρι του για να τον
πιάσει και να τον βάλει επάνω στον Αγιο Δίσκο. Ξαφνικά έντρομος
τι βλέπει; Τι βλέπει; Το κεφάλι του Κυρίου. Μάλιστα. Και του
μίλησε. Μάλιστα του μίλησε. Και τι του είπε λέτε; - Καλύτερα
εδώ κάτω παρά στα χέρια σου. Κοκκάλωσε και ακόμα λέει να
συνέλθει. Φοβερόν για όλους, για όλους εμάς τους Λειτουργούς του
Υψίστου και για μένα τον αμαρτωλό.
***********************************************
61Α Το θαύμα του Προφήτη Ηλία
Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει το εξής παράδειγμα. Το παράδειγμα
το παίρνει από τον Προφήτη Ηλία. Ο Προφήτης Ηλίας λοιπόν για να
αποδείξει στους βασιλείς στον Αχαάβ και στην Ιεζάβελ καθώς και
στους ειδωλολάτρες ότι ο Θεός που λατρεύει ο ίδιος ο Προφήτης
είναι αληθινός Θεός, κάλεσε το λαό στην κορυφή του όρους
Καρμίλου. Εκεί χτίστηκε ένα πρόχειρο θυσιαστήριο και οι
ειδωλολάτρες έσφαξαν τα μοσχάρια τους και τα έβαλαν πάνω σε
αυτό. Τους είπε λοιπόν τότε ο Προφήτης - Ορίστε. Προσευχηθείτε
στους θεούς σας να ανάψει η φωτιά μόνη της για να γίνει η θυσία.
Αλλά μέχρι το απόγευμα προσεύχονταν, 10 ώρες, φώναζαν, τσίριζαν,
φωτιά δεν άναψε. Κατόπιν λοιπόν ο Προφήτης Ηλίας πήρε το δικό
του το μοσχάρι, το 'βαλε πάνω στο θυσιαστήριο, το βρέχει με πολύ
νερό, βρέχει τις πέτρες, βρέχει το θυσιαστήριο, κάνει ένα αυλάκι
γύρω γύρω, το γεμίζει νερό το αυλάκι αυτό. Και ο λαός βέβαια
στεκόταν εκστατικός και περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Γονατίζει
λοιπόν ο Προφήτης Ηλίας και παρακαλά τον Θεό πολύ σύντομα, μια
πολύ μικρή προσευχή έκανε, να ρίξει ο Θεός φωτιά από τον ουρανό
και να καεί το σφάγιον για να γίνει η θυσία. Και αμέσως λοιπόν
πέφτει πυρ εξ ουρανού και καίγεται το σφάγιο. Και ήταν τόσο
δραστική η φωτιά ώστε έκαψε ακόμα και αυτές τις πέτρες που ήταν
γύρω και τα νερά σκορπίστηκαν. Ο λαός βέβαια είδε το θαύμα και
πίστεψε. Και είπε ότι ο Θεός που πιστεύει ο Προφήτης Ηλίας είναι
ο αληθινός Θεός. Αυτό το θαύμα περιγράφεται στο βιβλίο Γ'
Βασιλειών, στην Παλαιά Διαθήκη, στο 17ο κεφάλαιο. Παρά ταύτα
όμως λέγει ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος το θαύμα αυτό είναι
μικρό αν το συγκρίνουμε με το θαύμα που τελεί ο Ιερεύς κάθε φορά
που γίνεται η Θεία Λειτουργία. Ο Ιερέας παρακαλεί να έρθει όχι
μια φωτιά σαν εκείνη τη φωτιά που ήρθε στο θυσιαστήριον του
Προφήτου Ηλία αλλά να έρθει το Αγιον Πνεύμα, να συντελεστεί η
θυσία πάνω στην Αγία Τράπεζα αλλά και μέσα στις καρδιές των
ανθρώπων να πυρπολήσει τα πάθη, να κάψει τις αμαρτωλές σκέψεις
και να φωτίσει με τη Θεία Χάρη το νου.
********************************************
61Β Εκανε τη γυναίκα του να ξεράσει τη Θεία Κοινωνία
Στην αρχαία Τάδα της Κύπρου υπήρχε τα παλιά χρόνια, γύρω στον 6ο
αιώνα, ένα μοναστήρι ανδρικό. Εκεί μεταξύ των μοναχών υπήρχε και
κάποιος με το όνομα Ισίδωρος. Αυτός μέρα νύχτα έκλαιγε. Στη δε
Θεία Λειτουργία χτυπούσε διαρκώς το στήθος του. Τα αναφιλητά, οι
στεναγμοί, τα βογγητά και τα κλάμματά του ήσαν ασταμάτητα.
Κάποτε πέρασαν από το μοναστήρι δυο τρεις εκλεκτοί Ιερείς από τα
Ιεροσόλυμα. Βλέποντας την ακατανόητη γι' αυτούς συμπεριφορά του
θέλησαν να τον παρηγορήσουν, να μετριάσουν κάπως τη θλίψη του.
Αλλά εις μάτην. Εκείνος διαρκώς φώναζε: - Είμαι ένας καταραμένος
αμαρτωλός. Κανένας άνθρωπος από του Αδάμ μέχρι σήμερα δεν
αμάρτησε όσο και εγώ. Και οι Ιερείς του είπαν: - Δίκιο έχεις,
αββά, μοναχέ μου, Πατέρα μου, μα καθώς ξέρουμε όλοι μας ο μόνος
αναμάρτητος είναι ο Κύριος. Επομένως τι κάνεις έτσι; Εχει ο
Θεός. Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, ελεήμων, εύσπλαχνος. Μην κάνεις
έτσι. Τίποτα εκείνος. - Εγώ είμαι καταραμένος αμαρτωλός. Και
για να μη νομίσετε ότι άδικα αυτοκατηγορούμαι θα σας πω τη
φοβερή μου πτώση, την ανεπανόρθωτη αμαρτία. Στον κόσμο λοιπόν
ήμουν παντρεμένος αλλά χωρίς παιδιά. Δυστυχώς είχα παρασυρθεί
από τους αιρετικούς του Σεβήρου και δεν πίστευα στην θεανθρώπινη
φύση του Κυρίου μας και πολύ περισσότερο στη Θεία Κοινωνία. Ενα
πρωινό γύρισα ξαφνικά από την εργασία μου και στο σπίτι δεν
βρήκα τη γυναίκα μου. Σε λίγο λοιπόν έρχεται εκείνη
καταχαρούμενη. Ελαμπε ολόκληρη. Και αμέσως της φωνάζω: - Μήπως
κοινώνησες, μωρή; της λέω. Από τη στάση της κατάλαβα ότι είχε
κοινωνήσει διότι εκείνη δεν με ακολουθούσε στην πλάνη. Σα
μανιακός λοιπόν την άρπαξα από το λαιμό και άρχισα να τον πιέζω.
Οταν άνοιξε το στόμα της πάτησα και τη γλώσσα της και ύστερα με
το γόνατο την κοιλιά της μέχρι που έκανε εμετό. Και τότε, τότε
είδα τη Θεία Κοινωνία να ακτινοβολεί μέσα στα ξεράσματα σα
διαμάντι. Ενας μικρός ήλιος μπροστά μου. Και όμως εγώ δεν
συνήλθα, άρπαξα την Αγία μερίδα, το διαμάντι του ουρανού και το
πέταξα από το παράθυρο έξω στις λάσπες. Αφού πέρασαν δυο τρεις
ημέρες νά σου ξαφνικά εκεί παρουσιάζεται μπροστά μου ένας
απαίσιος και συγχρόνως αξιοθρήνητος αράπης, ντυμένος με κουρέλια
και μου λέει: - Εσύ κι εγώ, κακομοίρη μου, είμαστε για την ίδια
κόλαση. Εγώ τρομαγμένος τότε τον ρώτησα: - Και συ ποιος είσαι;
- Εγώ είμαι ο δούλος που ράπισα τον Χριστό μπροστά στους
Αρχιερείς των Ιουδαίων. Ο,τι εράπισα εγώ, εσύ το ξέρασες. Και
εξαφανίστηκε. Λιποθύμησα από την τρομάρα μου. Συνήλθα,
ομολόγησα την πράξη μου. Αρνήθηκα την αίρεση του Σεβήρου και
μαζί με τη γυναίκα μου γίναμε μοναχοί. Εγώ ήρθα εδώ και από τότε
κάθε μέρα, θρηνώ και οδύρομαι. Δεν μπορώ να σταματήσω τα
κλάμματά μου, δεν μπορώ. Είμαι καταραμένος αμαρτωλός. Κάντε μου,
Πατέρες, λίγη προσευχή. Εδώ τελειώνει η διήγησις. Μάλιστα,
ό,τι εγώ ράπισα εσύ το ξέρασες. Δηλαδή το ίδιον δεσποτικόν Σώμα
του Κυρίου που ο αχάριστος εκείνος δούλος ράπισε, χαστούκισε, το
ίδιο αυτό Σώμα ξέρασε ο δυστυχισμένος αυτός μέσα από τα σπλάχνα
της γυναίκας του. Θυμάστε εκείνη τη βραδιά στο σπίτι του
Αρχιερέως. "Εάν κακώς ελάλησα μαρτύρησον περί του κακού. Ει δε
καλώς τι με δέρεις;". Τι με δέρεις; Μήπως και κάποιοι ορθόδοξοι
χριστιανοί με τις βλαστήμιες των Θείων ή με άλλες παραβάσεις των
αγίων ευαγγελικών εντολών μοιάζουν ή μιμούνται έναν από τους
δυο; Ο Θεός να φυλάξει. Αλλά και ο Θεός ως φιλάνθρωπος περιμένει
τη μετάνοια όλων μας.
***************************************
61Β Νεφέλη πάνω από τα κελλάκια των μοναχών
Και αυτό το μέγιστο θαύμα θαυμάτων της Αγίας Αναφοράς το έβλεπε
κατά τρόπον παράδοξον ο Πατήρ Αβέρκιος στη Νέα Σκήτη που
αναφέραμε προηγουμένως. Τι έβλεπε; Τις νύχτες ο Πατήρ Αβέρκιος
αγρυπνούσε προσευχόμενος με το κομποσχοινάκι του. Προς τα
ξημερώματα πολλές φορές έβλεπε να κατέρχεται από τον ουρανό μια
φωτεινή ακτινοβολούσα νεφέλη. Και σε όσα κελλάκια οι Πατέρες
λειτουργούσαν και πλησίαζε η Αγία Αναφορά η νεφέλη αυτή η
φωτεινή απλωνόταν αδιακρίτως σε όλους τους μικρούς και
απέριττους ναϊσκους και εκάθετο τρόπον τινά πάνω σε αυτούς. Και
τότε βέβαια ο Πατήρ Αβέρκιος εβυθίζετο περισσότερο στην
προσευχή.
*************************
61Α Καταγραφή στο βιβλίο της ζωής του πατρός Αβερκίου
Μια από τις διηγήσεις που είχα ακούσει στη Νέα Σκήτη του Αγίου
Ορους την περίοδο 62-65 είναι η εξής περίπου: Μεταξύ του 1900
και 1934 ζούσε ένας ευλαβής μοναχός εκεί στη Νέα Σκήτη ο Πατήρ
Αβέρκιος. Ηταν ασκητικός μοναχός, ελεήμων, εργατικός, απέριττος,
πράος, ειρηνικός. Στις αγρυπνίες, όταν γινόταν οι ολονύκτιες
στις μεγάλες γιορτές και τις Κυριακές, εκκλησιαζόταν πάντοτε στο
Κυριακόν, έτσι λέγεται ο κεντρικός Ναός μιας Σκήτης. Εστέκετο δε
κατά τη συνήθεια του στο πίσω μέρος του Ναού, εκεί στο Νάρθηκα,
στο τέλος, με πολύ πολύ ευλάβεια. Κάποτε σε μια αγρυπνία κάποιας
μεγάλης γιορτής, είχε τελειώσει η μεγάλη δοξολογία, διακόπτουν
εκεί μετά τη δοξολογία και διαβάζεται χύμα η 1η ώρα. Μετά την 1η
ώρα γίνεται Απόλυσις και εν συνεχεία ο Πρωτοπρεσβύτερος ή ο
Ηγούμενος της μονής βάζει "Ευλογημένη η Βασιλεία". Βλέπουν
λοιπόν ξαφνικά οι Πατέρες τον πατέρα Αβέρκιο να αφήνει το
στασίδι του από εκεί πίσω, να διασχίζει γρήγορα όλο το Ναό και
να φτάνει μπροστά στο Ιερό, να περνά έτσι μπροστά από την Ωραία
Πύλη όπως ήταν ανοιχτή και στάθηκε εκεί μπροστά στην Αγία
Τράπεζα. Μοναχός είπαμε ήταν, δεν ήταν Ιερεύς. Κατόπιν λοιπόν
τον βλέπουν να βάζει μια μετάνοια σε κάποιον που όμως αυτός δεν
εφαίνετο. Εβαζε σε κάποιον μετάνοια αλλά πού την έβαζε; Και
χαρούμενος να απαντάει: - Ναι, Δέσποτα, βλέπω, βλέπω. Αβέρκιος
μοναχός. Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ. Μετά κάνει πάλι μια βαθειά
βαθειά μετάνοια, μαζί με μια κίνηση ότι φιλάει το χέρι και
περνώντας πάλι μέσα από την Ωραία Πύλη γύρισε και πήγε στη θέση
του. Οσοι πρόσεξαν αυτή τη συμπεριφορά του πατρός Αβερκίου
νόμισαν ότι κάτι πήγε να πει στον εφημέριο. Ο εφημέριος ήτο στην
Πρόθεση εκείνη τη στιγμή, είδε τη στιγμή που περιγράψαμε
προηγουμένως και θεώρησε τον πατέρα επιπόλαιο και από δήθεν
σαλότητα έκανε μερικά καμώματα εκεί. Την άλλη μέρα όμως ο
εφημέριος δεν ησύχασε. Πηγαίνει και βρίσκει στο φτωχικό καλυβάκι
του τον πατέρα Αβέρκιο και τον ρώτησε: - Τι έγινε εχθές, Πάτερ
μου; Πώς τόλμησες και μπήκες από την Ωραία Πύλη; Και με ποιον
μιλούσες; Εκπληκτος λοιπόν ο πατήρ Αβέρκιος απάντησε με
απλότητα: - Καλά, εσύ παπά μου, δεν έβλεπες το Δεσπότη που
στεκόταν τόσην ώρα στην Ωραία Πύλη και με φώναξε να πάω κοντά
του; Ρώτησε το όνομά μου και του το είπα. Κατόπιν το έγραψε
αυτός σε μια πλάκα που είναι μέσα στο Αγιο Βήμα και δεξιά, από
εκείνη την πλευρά δηλαδή, και μάλιστα μου το έδειξε και εγώ το
διάβασα "Αβέρκιος μοναχός". Δεν είπε τίποτε ο Ιερεύς. Γρήγορα
όμως αυτό έγινε γνωστό και όλοι οι Πατέρες τον ρωτούσαν και τον
ξαναρωτούσαν πώς έγινε, τι του είπε ο Δεσπότης και όλα τα άλλα.
Και ο γέρων Αβέρκιος τα διηγείτο όλα με κάθε λεπτομέρεια και
πάλι από την αρχή και πάλι από την αρχή. Απορούσε όμως ο απλός
και άκακος αυτός γέρων μοναχός γιατί τον ρωτούσαν συνέχεια οι
αδελφοί αφού όλοι τους θα έπρεπε να είχαν δει, όπως πίστευε
άλλωστε, τη δική του εκστατική θεωρία. Επίστευσε τελικά ότι ήτο
θεία ενέργεια διότι πλάκα και μάλιστα μαρμάρινη δεν υπήρχε μέσα
στο Ιερό και ούτε βρέθηκε ποτέ. Τι να ήτο άραγε; Ητο το ουράνιο
βιβλίο της αιωνίου ζωής όπου ο φιλάνθρωπος Κύριος και Δεσπότης
καταγράφει τους καθαρούς τη καρδία, τους σεσωσμένους, τους
αγωνιζομένους χριστιανούς που πεθαίνουν εν μετανοία. Γράφει τους
μάρτυρες, τους ομολογητάς, τους δικαίους, τους οσίους, τους
αγίους, άνδρες και γυναίκες. Τι θαυμάσιον μυστήριον! θα
μπορούσαμε να αναφωνήσουμε όλοι μαζί, τι εξαίσια, τι θεία
μεγαλοπρέπεια, αν σε κάποια Θεία Λειτουργία ο Δεσπότης Χριστός,
ο Σωτήρας και Λυτρωτής μας έβγαινε στην Ωραία Πύλη και μας
φώναζε τον καθένα από εμάς με το μικρό του όνομα και όταν θα
πλησιάζαμε κοντά Του, όχι για να γράψει το όνομά μας στα βιβλία
της αιωνίου ζωής, αλλά για να μας κλείσει στην αγκαλιά Του τη
θεία και να μας ανεβάσει μαζί Του κατόπιν στα υπερουράνια
σκηνώματα της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Αλλά και τώρα όμως κάθε
φορά που τελούμε τη Θεία Ευχαριστία μας προσφέρεται ο ίδιος μέσα
από το Αγιον Ποτήριον, Σώμα και Αίμα, εις άφεσιν αμαρτιών και
εις ζωήν αιώνιον.
***********************************************
61A Καλύτερα εδώ κάτω παρά στα χέρια σου
Μου έλεγε ένας Ιερεύς την περασμένη εβδομάδα ότι είχε ακούσει το
εξής φρικτό γεγονός, φρικτότατο: Ενας Λειτουργός μετά το
"Πρόσχωμεν τα Αγια τοις Αγίοις" ύψωσε τον Αρτο και άρχισε να
τεμαχίζει τον Αμνόν του Θεού αλλά βιαστικά και απρόσεχτα. Οπως
λοιπόν τον τεμάχιζε με νευρικές κινήσεις γιατί έκανε και ο
κόσμος θόρυβο πετάχτηκε ένας μεγάλος μαργαρίτης από το Πανάγιον
Σώμα του Κυρίου μας και του έπεσε κάτω μπροστά στην Αγία
Τράπεζα. Εσκυψε λοιπόν και άρχισε να ψάχνει για να το βρει τον
μαργαρίτη. Τελικά τον είδε και άπλωσε το χέρι του για να τον
πιάσει και να τον βάλει επάνω στον Αγιο Δίσκο. Ξαφνικά έντρομος
τι βλέπει; Τι βλέπει; Το κεφάλι του Κυρίου. Μάλιστα. Και του
μίλησε. Μάλιστα του μίλησε. Και τι του είπε λέτε; - Καλύτερα
εδώ κάτω παρά στα χέρια σου. Κοκκάλωσε και ακόμα λέει να
συνέλθει. Φοβερόν για όλους, για όλους εμάς τους Λειτουργούς του
Υψίστου και για μένα τον αμαρτωλό.
***********************************************
61Α Το θαύμα του Προφήτη Ηλία
Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει το εξής παράδειγμα. Το παράδειγμα
το παίρνει από τον Προφήτη Ηλία. Ο Προφήτης Ηλίας λοιπόν για να
αποδείξει στους βασιλείς στον Αχαάβ και στην Ιεζάβελ καθώς και
στους ειδωλολάτρες ότι ο Θεός που λατρεύει ο ίδιος ο Προφήτης
είναι αληθινός Θεός, κάλεσε το λαό στην κορυφή του όρους
Καρμίλου. Εκεί χτίστηκε ένα πρόχειρο θυσιαστήριο και οι
ειδωλολάτρες έσφαξαν τα μοσχάρια τους και τα έβαλαν πάνω σε
αυτό. Τους είπε λοιπόν τότε ο Προφήτης - Ορίστε. Προσευχηθείτε
στους θεούς σας να ανάψει η φωτιά μόνη της για να γίνει η θυσία.
Αλλά μέχρι το απόγευμα προσεύχονταν, 10 ώρες, φώναζαν, τσίριζαν,
φωτιά δεν άναψε. Κατόπιν λοιπόν ο Προφήτης Ηλίας πήρε το δικό
του το μοσχάρι, το 'βαλε πάνω στο θυσιαστήριο, το βρέχει με πολύ
νερό, βρέχει τις πέτρες, βρέχει το θυσιαστήριο, κάνει ένα αυλάκι
γύρω γύρω, το γεμίζει νερό το αυλάκι αυτό. Και ο λαός βέβαια
στεκόταν εκστατικός και περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Γονατίζει
λοιπόν ο Προφήτης Ηλίας και παρακαλά τον Θεό πολύ σύντομα, μια
πολύ μικρή προσευχή έκανε, να ρίξει ο Θεός φωτιά από τον ουρανό
και να καεί το σφάγιον για να γίνει η θυσία. Και αμέσως λοιπόν
πέφτει πυρ εξ ουρανού και καίγεται το σφάγιο. Και ήταν τόσο
δραστική η φωτιά ώστε έκαψε ακόμα και αυτές τις πέτρες που ήταν
γύρω και τα νερά σκορπίστηκαν. Ο λαός βέβαια είδε το θαύμα και
πίστεψε. Και είπε ότι ο Θεός που πιστεύει ο Προφήτης Ηλίας είναι
ο αληθινός Θεός. Αυτό το θαύμα περιγράφεται στο βιβλίο Γ'
Βασιλειών, στην Παλαιά Διαθήκη, στο 17ο κεφάλαιο. Παρά ταύτα
όμως λέγει ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος το θαύμα αυτό είναι
μικρό αν το συγκρίνουμε με το θαύμα που τελεί ο Ιερεύς κάθε φορά
που γίνεται η Θεία Λειτουργία. Ο Ιερέας παρακαλεί να έρθει όχι
μια φωτιά σαν εκείνη τη φωτιά που ήρθε στο θυσιαστήριον του
Προφήτου Ηλία αλλά να έρθει το Αγιον Πνεύμα, να συντελεστεί η
θυσία πάνω στην Αγία Τράπεζα αλλά και μέσα στις καρδιές των
ανθρώπων να πυρπολήσει τα πάθη, να κάψει τις αμαρτωλές σκέψεις
και να φωτίσει με τη Θεία Χάρη το νου.
********************************************
61Β Εκανε τη γυναίκα του να ξεράσει τη Θεία Κοινωνία
Στην αρχαία Τάδα της Κύπρου υπήρχε τα παλιά χρόνια, γύρω στον 6ο
αιώνα, ένα μοναστήρι ανδρικό. Εκεί μεταξύ των μοναχών υπήρχε και
κάποιος με το όνομα Ισίδωρος. Αυτός μέρα νύχτα έκλαιγε. Στη δε
Θεία Λειτουργία χτυπούσε διαρκώς το στήθος του. Τα αναφιλητά, οι
στεναγμοί, τα βογγητά και τα κλάμματά του ήσαν ασταμάτητα.
Κάποτε πέρασαν από το μοναστήρι δυο τρεις εκλεκτοί Ιερείς από τα
Ιεροσόλυμα. Βλέποντας την ακατανόητη γι' αυτούς συμπεριφορά του
θέλησαν να τον παρηγορήσουν, να μετριάσουν κάπως τη θλίψη του.
Αλλά εις μάτην. Εκείνος διαρκώς φώναζε: - Είμαι ένας καταραμένος
αμαρτωλός. Κανένας άνθρωπος από του Αδάμ μέχρι σήμερα δεν
αμάρτησε όσο και εγώ. Και οι Ιερείς του είπαν: - Δίκιο έχεις,
αββά, μοναχέ μου, Πατέρα μου, μα καθώς ξέρουμε όλοι μας ο μόνος
αναμάρτητος είναι ο Κύριος. Επομένως τι κάνεις έτσι; Εχει ο
Θεός. Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, ελεήμων, εύσπλαχνος. Μην κάνεις
έτσι. Τίποτα εκείνος. - Εγώ είμαι καταραμένος αμαρτωλός. Και
για να μη νομίσετε ότι άδικα αυτοκατηγορούμαι θα σας πω τη
φοβερή μου πτώση, την ανεπανόρθωτη αμαρτία. Στον κόσμο λοιπόν
ήμουν παντρεμένος αλλά χωρίς παιδιά. Δυστυχώς είχα παρασυρθεί
από τους αιρετικούς του Σεβήρου και δεν πίστευα στην θεανθρώπινη
φύση του Κυρίου μας και πολύ περισσότερο στη Θεία Κοινωνία. Ενα
πρωινό γύρισα ξαφνικά από την εργασία μου και στο σπίτι δεν
βρήκα τη γυναίκα μου. Σε λίγο λοιπόν έρχεται εκείνη
καταχαρούμενη. Ελαμπε ολόκληρη. Και αμέσως της φωνάζω: - Μήπως
κοινώνησες, μωρή; της λέω. Από τη στάση της κατάλαβα ότι είχε
κοινωνήσει διότι εκείνη δεν με ακολουθούσε στην πλάνη. Σα
μανιακός λοιπόν την άρπαξα από το λαιμό και άρχισα να τον πιέζω.
Οταν άνοιξε το στόμα της πάτησα και τη γλώσσα της και ύστερα με
το γόνατο την κοιλιά της μέχρι που έκανε εμετό. Και τότε, τότε
είδα τη Θεία Κοινωνία να ακτινοβολεί μέσα στα ξεράσματα σα
διαμάντι. Ενας μικρός ήλιος μπροστά μου. Και όμως εγώ δεν
συνήλθα, άρπαξα την Αγία μερίδα, το διαμάντι του ουρανού και το
πέταξα από το παράθυρο έξω στις λάσπες. Αφού πέρασαν δυο τρεις
ημέρες νά σου ξαφνικά εκεί παρουσιάζεται μπροστά μου ένας
απαίσιος και συγχρόνως αξιοθρήνητος αράπης, ντυμένος με κουρέλια
και μου λέει: - Εσύ κι εγώ, κακομοίρη μου, είμαστε για την ίδια
κόλαση. Εγώ τρομαγμένος τότε τον ρώτησα: - Και συ ποιος είσαι;
- Εγώ είμαι ο δούλος που ράπισα τον Χριστό μπροστά στους
Αρχιερείς των Ιουδαίων. Ο,τι εράπισα εγώ, εσύ το ξέρασες. Και
εξαφανίστηκε. Λιποθύμησα από την τρομάρα μου. Συνήλθα,
ομολόγησα την πράξη μου. Αρνήθηκα την αίρεση του Σεβήρου και
μαζί με τη γυναίκα μου γίναμε μοναχοί. Εγώ ήρθα εδώ και από τότε
κάθε μέρα, θρηνώ και οδύρομαι. Δεν μπορώ να σταματήσω τα
κλάμματά μου, δεν μπορώ. Είμαι καταραμένος αμαρτωλός. Κάντε μου,
Πατέρες, λίγη προσευχή. Εδώ τελειώνει η διήγησις. Μάλιστα,
ό,τι εγώ ράπισα εσύ το ξέρασες. Δηλαδή το ίδιον δεσποτικόν Σώμα
του Κυρίου που ο αχάριστος εκείνος δούλος ράπισε, χαστούκισε, το
ίδιο αυτό Σώμα ξέρασε ο δυστυχισμένος αυτός μέσα από τα σπλάχνα
της γυναίκας του. Θυμάστε εκείνη τη βραδιά στο σπίτι του
Αρχιερέως. "Εάν κακώς ελάλησα μαρτύρησον περί του κακού. Ει δε
καλώς τι με δέρεις;". Τι με δέρεις; Μήπως και κάποιοι ορθόδοξοι
χριστιανοί με τις βλαστήμιες των Θείων ή με άλλες παραβάσεις των
αγίων ευαγγελικών εντολών μοιάζουν ή μιμούνται έναν από τους
δυο; Ο Θεός να φυλάξει. Αλλά και ο Θεός ως φιλάνθρωπος περιμένει
τη μετάνοια όλων μας.
***************************************
61Β Νεφέλη πάνω από τα κελλάκια των μοναχών
Και αυτό το μέγιστο θαύμα θαυμάτων της Αγίας Αναφοράς το έβλεπε
κατά τρόπον παράδοξον ο Πατήρ Αβέρκιος στη Νέα Σκήτη που
αναφέραμε προηγουμένως. Τι έβλεπε; Τις νύχτες ο Πατήρ Αβέρκιος
αγρυπνούσε προσευχόμενος με το κομποσχοινάκι του. Προς τα
ξημερώματα πολλές φορές έβλεπε να κατέρχεται από τον ουρανό μια
φωτεινή ακτινοβολούσα νεφέλη. Και σε όσα κελλάκια οι Πατέρες
λειτουργούσαν και πλησίαζε η Αγία Αναφορά η νεφέλη αυτή η
φωτεινή απλωνόταν αδιακρίτως σε όλους τους μικρούς και
απέριττους ναϊσκους και εκάθετο τρόπον τινά πάνω σε αυτούς. Και
τότε βέβαια ο Πατήρ Αβέρκιος εβυθίζετο περισσότερο στην
προσευχή.
*************************