Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008
Κυριακή 12.10.2008, Ο πλούσιος από το Ντητρόϊτ
210-γ
«Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού».
Ότι ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού χριστιανοί μου, όπως μας τον ερμήνευσε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα που ακούσαμε, είναι ένα από τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, που αξιώθηκαν και αξιώνονται να γνωρίσουν οι αγωνιζόμενοι πιστοί χριστιανοί μέσα στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Εκείνοι βέβαια οι χριστιανοί όμως, οι οποίοι συμμετέχουν στα άγια μυστήρια, τηρούν τις εντολές, καλλιεργούν τις αρετές, μάχονται με τα πάθη τους, και γενικά φροντίζουν να διάγουν Ευαγγελική Ζωή. Ο λόγος του Θεού είτε είναι γραπτός, δηλαδή μέσα στην Αγία Γραφή, στο Ευαγγέλιο, στην Καινή Διαθήκη, είτε ο λόγος του Θεού υπάρχει στα συγγράμματα των Πατέρων, στα κείμενα των νηπτικών, στους βίους των Αγίων, -είτε αυτοί είναι γραπτοί, είτε είναι προφορικοί, όπως επίσης και στα διάφορα μαρτυρολόγια,- και στα κηρύγματα μέσα στους ναούς, όλα αυτά μαζί συγκροτούν, τον Λόγον του Θεού, και τον γραπτόν και τον προφορικόν, και είναι μία ιεροτελεστία για την κάθε μια ψυχή χωριστά του χριστιανού, και ο Λόγος αυτός του Θεού, έχει μεταμορφωτική δύναμη ιδιαίτερα για εκείνον που ανοίγει το παράθυρο της ψυχής του.
Στο κήρυγμα όπως και σε όλα τα ιερά βιβλία της εκκλησίας δεν πρέπει να ψάχνομε φιλοσοφίες, πολεμικές, κριτικές, δημαγωγίες, πολιτικολογίες, και δεν ξέρω τι άλλο. Αλλά εκείνο που πρέπει να ψάχνομε να βρούμε, είναι, μονάχα το μυστήριον της σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτό που διαβάζουμε και αυτό που ακούμε από έναν οποιονδήποτε ιεροκήρυκα, ιερέα, ή επίσκοπο, ή και μοναχό γέροντα, μ’ αυτόν τον λόγο που ακούμε, καυτηριάζεται η αμαρτία; Διδάσκεται η ταπείνωσις; Μας οδηγεί στην απόκτηση των αρετών, και στην καταπολέμηση των αδυναμιών μας; Μας δίνει τρόπους ασκήσεως για υπομονή; Διότι είπε το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα ότι «εν υπομονή πολλή, καρποφορούσιν τον λόγον», δηλαδή καρποφορείται ο λόγος του Θεού, για εκείνους που έχουν πολλή υπομονή, αλλά και γη αγαθή, δηλαδή καλή καρδιά, γόνιμο χωράφι για να μπορέσει μέσα να μπει ο σπόρος του Θεού, ο Λόγος του Θεού, και να καρποφορήσει και να δώσει καρπόν τριάκοντα, εξήκοντα, εκατό.
Ο λόγος που ακούμε μας οδηγεί στη μετάνοια; Μας αυξάνει την πίστη; Μας ανοίγει τα μάτια να δούμε την αλήθεια του Θεού; Ή μας οδηγεί στην πλάνη και στην αίρεση; Ή θέλουμε έναν λόγο το Θεού που χαϊδεύει τα αυτιά μας και να ικανοποιεί τον εγωισμό μας; Έτσι λοιπόν το κήρυγμα πρέπει να είναι αλιευτικόν, να ψαρεύονται δηλαδή οι ψυχές για σωτηρία, και μείς με τη σειρά μας κατόπιν εν συνεχεία, να μαθαίνομε να ψαρεύουμε τη χάρη! Μερικοί από σας μπορεί να έχετε και αυτό το χόμπι όπως λέγεται, να θέλετε να πηγαίνετε στις θάλασσες και να ψαρεύουν τις νύχτες. Ας βγάλουμε αυτούς, και ας δούμε εκείνους οι οποίοι κοπιάζουν όλη τη νύχτα για ένα κομμάτι ψωμί για το μεροκάματο. Εμείς πόσο κοπιάζουμε για να ψαρέψομε τη χάρη του Θεού; Πόσο κοπιάζουμε;
Ο κόπος μας είναι σχετικός ολίγος, αλλά σεις όμως, έχετε εσείς οι λαϊκοί, και οι γυναίκες και οι άντρες, οι έγγαμοι και οι άγαμοι, και οι μικροί και μεγάλοι, εσείς οι λαϊκοί λέω, έχετε μια ιδιαιτέρα ευλογία. Κερδίζετε πολύ πιο εύκολα τη Βασιλεία του Θεού, από μας τους κληρικούς. Αν εσείς θέλετε έναν κόπο, εμείς θέλουμε εκατό χιλιάδες φορές περισσότερο. Επομένως λοιπόν μην μας ανεβοκατεβάζετε αγίους, προορατικούς και διορατικούς. Εγώ διουρητικός είμαι, διορατικός δεν είμαι!
Όταν τον Φεβρουάριο, πήγα στην Αμερική στην Αριζόνα, και είδα το γέροντά μου, μου έκανε μια ερώτηση, μου είπε «προσφέρεις πενήντα χρόνια τον λόγο του Θεού, και από ότι ξέρω από την πρώτη μέρα που έγινες διάκονος, άρχισες να κάνεις κηρύγματα εις την Νέα Μηχανιώνα. Και τα συνεχίζεις μέχρι σήμερα, πενήντα ολόκληρα χρόνια. Έγραψες και βιβλία πολύ ωφέλιμα. Μπορεί να έσωσες και εκατό χιλιάδες ψυχές και διακόσιες. Συ όμως, θα σωθείς ή θα κολασθείς;» Θέλετε να το επαναλάβω; Τον κοίταξα με βουβό το στόμα και το επαναλαμβάνει «παπά μου, συ θα σωθείς ή θα κολασθείς;»
Πριν από χρόνια, μου είπε, πήγα στο Ντητρόιτ, και κει με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν ογδοντάχρονο, ο οποίος δεν ήθελε εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είδε. Εγώ άρπαξα όμως την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την εξομολόγηση. Και είπε, και είπε, και είπε αυτός ο ογδοντάχρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις, λέει, όχι μέσ’ την εκκλησία, ούτε έξω καν. Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες. Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω μέσα, τη συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας, και ότι αύριο μεθαύριο, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίσιν του Αγίου Θεού.
Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω απ’ τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει … Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες… και ’γω καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα. Αυτός κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένοιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος. Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων, και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς από την χαρά του την πολλή, γιατί ξελάφρωσε, πέταξε όλη τη σαβούρα του, και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νάχω φτερά, νοιώθω νάχω φτερά», και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήτο Ελληνοαμερικανός.
…Και από τα πολλά πηδήματα και την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει, «Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ. Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ», και πέθανε.
Θάνατος οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν απάνω στο Σταυρό του κακούργου. Άρα λοιπόν όλοι σας, έχετε αυτήν την ευκαιρία, να πείτε Θεέ μου συγχώρεσέ με, τον αμαρτωλό και την αμαρτωλή, αρκεί να τρέξει απ’ τα ματάκια σας, ένα διαμάντι μεγάλης αξίας, το διαμάντι αυτό, να είναι το δάκρυ της μετανοίας, και θα δείτε ν’ ανοίγουν οι ουρανοί, και να σας δέχονται και να σας υποδέχονται, άγγελοι και αρχάγγελοι.
Αλλά εμείς, αλλά εγώ, ο πατήρ Στέφανος, που τον ανεβάζετε και τον κατεβάζετε άγιο, δεν ξέρω τι άλλο τον λέτε, κουτσομπολεύετε και από πίσω, όχι εσείς, άλλοι… Εμείς όμως έχουμε αυτό εδώ, (δείχνει το πετραχήλι), αυτό έχουμε εδώ, και δω κρέμονται εκατοντάδες και χιλιάδες, και θα δώσουμε λόγον. Πώς μπορούμε να σωθούμε με ένα «μνήσθητι»; Ευλογημένοι είστε. Έτσι μου είπε, ευλογημένοι οι λαϊκοί που με έναν λόγο μετανοίας επιστρέφουν στην Βασιλεία του Θεού. Και αλίμονό σε όλους τους κληρικούς όλου του κόσμου, αλίμονό τους, διότι σχεδόν και με τα δυό τους πόδια, βρίσκονται στην κόλαση.
Λοιπόν επομένως να αφήσετε τις αγαπολογίες, και να ασπάζεστε μόνο το χέρι φτάνει. Γιατί τούτο το χέρι δέχτηκε τη φλόγα του Αγίου Πνεύματος, προηγουμένως, και ηγίασε τα Τίμια Δώρα, όπως και του κάθε ιερέως και του πατρός Αντωνίου, όταν ευλογεί τα Τίμια Δώρα. Αυτή η φλόγα ήταν εκεί στην Πεντηκοστή, που κάλυψε τους μαθητάς και βγήκε κατόπιν ο Απόστολος Πέτρος, και έκανε το κήρυγμα εκείνο στους χιλιάδες ανθρώπους, ώστε να τους περάσουν πρωί πρωί μεθυσμένους, και ήταν αυτοί Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίτες και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, την Ιουδαίαν και την Καππαδοκίαν, τον Πόντον και την Ασίαν, κάτοικοι απ’ τον Πόντο και την Ασία, απ’ τη Φρυγία και απ’ την Παμφιλία, απ’ την Αίγυπτο και από τα μέρη της Λιβύης, και την Κυρήνην, και τους παρεπιδημούντας Ρωμαίους, Ιουδαίους και προσηλύτους, Κρήτες και Άραβας και Έλληνες. Και ο Απόστολος Πέτρος, ομιλούσε στην Αραμαϊκή, και ο καθένας άκουγε στην δική του γλώσσα, τη σωτήρια.
Και ρώτησαν:
-Τι να κάνουμε;
-Μετανοείτεεε, φώναξε ο Απόστολος Πέτρος,
-Μετανοείτε !
Και γονάτισαν όλοι, και είπαν
-Μετανοούμε.
Και βαπτίσθησαν αυτομάτως και εσώθηκαν.
Έτσι θα σωθείτε και σείς.
Λοιπόν άρα, πρέπει ή δεν πρέπει να κάνετε προσευχή για τους ιερείς και τον πνευματικό σας; Που ανα πάσα στιγμή μπορεί να πεθάνει και να κριθεί αυστηρότατα από τον Πανάγιον Θεόν, διότι δεν ετήρησε με ακρίβεια την διαφύλαξη της παρακαταθήκης που του έδωσε ο Θεός εδώ στην παλάμη. Μη μας κολακεύετε και μη μας επαινείτε, και μην αποκαλείτε κανέναν άγιο … είμεθα όλοι αμαρτωλοί.
Εδώ έχομε ένα Ευαγγέλιο. Το βλέπετε; Το Ευαγγέλιο. Μπορεί μερικοί από σας, εσύ, εσύ, εσύ, εσύ, εσύ, εσύ, όλο αυτό να το τηρείτε. Όλο. Και να χαίρεστε και να οικοδομείστε. Αλλά όσοι όμως το τηρούν ολόκληρο, πρέπει να αποκαλούν τον εαυτόν τους «άχρειο δούλο». Μέσα το λέει, το Ευαγγέλιο, δεν το λέω εγώ, ο Χριστός το είπε. «Και αν πάντα τα διατεταγμένα ποιήσετε, θα καλείτε τον εαυτό σας αχρείους δούλους». Εγώ που δεν τα τηρώ, πως πρέπει να λέω τον εαυτό μου; Όταν καμιά φορά σας λέω είμαι αμαρτωλός, παραπονείσθε. Γιατί; Γιατί διαμαρτύρεσθε; Εσείς με έναν λόγο σώζεστε, εγώ με πόσους λόγους, θα σωθώ; Κι είμαι μεγάλος και αύριο πεθαίνω.
Θέλω λοιπόν τις προσευχές σας.
Από τώρα και στο εξής, όσο μ’ αφήσει ο Θεός να ζω, τέτοια κηρύγματα θα σας κάνω.
Σας εύχομαι με όλη μου την καρδιά, με έναν λόγο να βρεθείτε στον Παράδεισο.
Αμήν.