Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 1993

50 Η Θεία Λειτουργία. Καμπάνες εικόνες κατακόμβες

Ο παπα-Αρσένιος και ο πατέρας Νικόλαος

Στο Αγιον Ορος σώζωνται κάποια χειρόγραφα ενός μοναχού ονόματι Παρθενίου, ο οποίος διηγείται μέσα σε αυτά τα εξής:
Είχε γνωριστεί με δύο Αγιορείτες μοναχούς έναν παπά, τον πατέρα Αρσένιο, και τον υποτακτικό του, τον πατέρα Νικόλαο.
Και οι δύο Γέρονται και υποτακτικός έζησαν για 10 χρόνια στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Ήδη όμως ζούσαν 40 χρόνια μοναχοί, δηλαδή ήσαν κάπως περασμένης ηλικίας.
Στις καθημερινές τους νυχτερινές Θείες Λειτουργίες πήγαινε πολύ τακτικά και ο πατήρ Παρθένιος, γι' αυτό και τα διηγείται.
Οι στιγμές και οι ώρες που περνούσε κοντά τους στη Θεία Λατρεία ήταν συγκλονιστικές.
Πήγαινα, γράφει ο μοναχός, εκεί στο απέριττο εκκλησάκι τους, για να απολαμβάνω και να τρέφομαι από την ουράνια, την κατανυκτική και την συντετριμμένη ψαλμωδία τους στη διάρκεια της πολύωρης Ακολουθίας.
Από την αρχή της Θείας Λειτουργίας μέχρι το τέλος η Εκκλησία πλημμύριζε από στεναγμούς, από κλαυθμούς και δάκρυα και από μία ακατάληπτη ευωδία.
Έβλεπα δύο Γέροντες αποξηραμένους από τη νηστεία, την αγρυπνία, την σκληρή άσκηση και την προσευχή.
Αδύνατοι ήταν όμως και σκελετωμένοι συγχρόνως και από τη φτώχεια της εποχής εκείνης τότε που βασίλευε.
Έβλεπα τον ένα μέσα στο Άγιον Βήμα, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, να στέκεται σαν αναμμένη λαμπάδα και να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει...
Απο τα δάκρυα και τους κλαυθμούς να μην μπορεί να κάνει εκφωνήσεις, να μην μπορεί να διαβάζει τις λειτουργικές αιτήσεις.
Τα Άμφιά του μούσκευαν από το πλήθος των δακρύων και το δάπεδο κάτω γίνονταν ποτάμι, λάσπη το χώμα.
Αλλά έβλεπα και τον άλλο τον υποτακτικό, τον πατέρα Νικόλαο, στο αναλόγιο, συνεχώς να ξεσπάει σε λυγμούς.
Οι πολλοί λυγμοί τον έπνιγαν και δεν μπορούσε να ψάλλει.
Έτσι κάθε τόσο και αυτός σταματούσε.
Περισσότερο ηκούοντο οι αναστεναγμοί και τα αναφιλητά των δακρύων παρά οι εκφωνήσεις και οι
ψαλμωδίες.
Εγώ, ο αμαρτωλός, συνεχίζει ο πατήρ Παρθένιος, ανάμεσα στους δύο αυτούς μεγάλους πύρινους στύλους αγιότητας και συντριβής έτρεμα.
Έτρεμα συνεχώς μη γνωρίζοντας πού να στρέψω τα μάτια μου και την ακοή μου μέσα στο Ιερό Βήμα ή πίσω στο αναλόγιο.
Από παντού δάκρυα και κλαυθμούς.
Πολλές φορές είτε στον Χερουβεικό ύμνο, είτε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, είτε στο Αξιον Εστί, είτε στη Θεία Κοινωνία η Εκκλησία γέμιζε από ουράνιο εκθαμβωτικό φως και πλημμύριζε από αγγελικές μελωδίες και ψαλμούς.
Παρούσα και αόρατη κατά δύναμη και κατά χάρη η θριαμβεύουσα Εκκλησία της Ανω Ιερουσαλήμ.
Και τότε προορώμην τον Κύριον μου δια παντός ίνα μη σαλευθώ.
Τα πάντα ελούζοντο έμψυχα και άψυχα, ορατά και αόρατα, επίγεια και ουράνια από μιά υπέρτατη, ανέκφραστη γλυκύτητα.
Και η πανταχού μυστική Θεία παρουσία του Σωτήρος Χριστού προς τα δύο εκείνα εξαϋλωμένα πλάσματά Του ήταν σαν να έλεγε:
- Προς τι να επιβλέψω ει μη προς τον πράον, ησύχιον, ταπεινόν και τρέμοντά μου τους λόγους; κατά τον Ησαϊα 66ο Κεφάλαιο.
Αλλά για αυτό το ζευγάρι όμως Γέροντος και υποτακτικού τον παπα-Αρσένιο και τον πατέρα Νικόλαο θα μιλήσουμε και άλλη φορά.



Ο νεωκόρος που χτυπούσε τις καμπάνες

Κάποτε ήταν ένας νεωκόρος ο οποίος είχε πολύ σεβασμό, πολλή ευλάβεια, πολύν φόβον Θεού.
Ήταν από εκείνους τους νεωκόρους που τους ζητάμε και τους θέλουμε σαν υπηρέτας και σαν βοηθούς μέσα στην Εκκλησία.
Ο Ναός είχε τρεις τέσσερις καμπάνες και τις χτυπούσε βέβαια με τα δυο του τα χέρια.
Ο Ναός ήταν προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου.
 Κάποτε έπεσε και χτύπησε το αριστερό του το χέρι και δεν μπορούσε να χτυπήσει τις καμπάνες με το ένα του χέρι μονάχα.
Και ήταν πολύ στενοχωρεμένος.
Ερχόταν μεγάλη γιορτή, δεν μπορούσε με τον τρόπο που τις χτυπούσε τόσο γλυκά και με ρυθμό, πότε τη μία, πότε την άλλη, πότε όλες μαζί, πότε δύο δύο, πότε τρεις μία κτλ. όπως κάνουν στο Άγιο Όρος.
Δεν μπορούσε.
Λοιπόν τι να κάνει;
Πάει εδώ στον Τίμιο Πρόδρομο και του λέει:
- Για άκου, Αγιε, ναός σου είναι αυτός, το χέρι μου το είδες. Δεν μπορώ με το ένα χέρι, δεν μπορώ. Για έλα εδώ.
Τον παίρνει λοιπόν από το χέρι ο Τίμιος Πρόδρομος, τον πάει έξω στο καμπαναριό και του λέει:
- Για δείξε μου τώρα εδώ πώς χτυπάνε τις καμπάνες.
Παίρνει ο Τίμιος Πρόδρομος, κάνει θηλειές τα σχοινιά, του βάζει τη μια θηλειά στο ένα πόδι, την άλλη στο άλλο πόδι και τις άλλες δύο την μια στο χέρι εδώ και την άλλη στον αγκώνα και του έδειξε λοιπόν με ποιο θερμό τρόπο θα χτυπάει τις καμπάνες.
Έτσι και εγένηκε.
- Ευχαριστώ πολύ.



Ο χωρικός με την εικόνα του Αγίου Νικολάου

Κάποτε ένας ιεροκήρυκας έκανε μια περιοδεία και παιρνώντας έξω από ένα εξοχικό σπίτι, από μια στάνη, λέει:
- Δεν σταματώ και σε αυτόν εδώ τον χριστιανό; Κάτι θα βρω να του πω.
Μπήκε λοιπόν και άρχισε να του μιλάει για τον Κύριο.
Πρόσεξε λοιπόν ότι μέσα στα δωμάτιά του δεν είχε εικόνες.
Του λέει:
- Να μην έχεις εικόνες; Τι είναι αυτό; Εικόνες του Χριστού, της Παναγίας;
Εβγαλε ό,τι είχε στην τσεπούλα του, του έδειξε έτσι.
Του είπε και με το καντηλάκι να κάνουμε προσευχή.
- Α, λέει, θα πάω να πάρω.
Με την πρώτη ευκαιρεία λοιπόν κατεβαίνει κάτω στην πόλη και παίρνει μια εικόνα της Παναγίας.
Του άρεσε έτσι να κρατάει το Βρέφος Ιησού στην αγκαλιά της.
- Α, λέει, να πάρω και εκείνον τον Αγιο.
Τον είδε έτσι καβαλάρη εκεί απάνω με το ακόντιο να χτυπάει τον εχθρό από κάτω, τον Άγιο Δημήτριο.
- Για να πάρω και αυτόν τον μακρυγέννη τον Αγιο.
Αγιογραφημένος ο Αγιος Νικόλαος.
Τον πήρε λοιπόν, τον έβαλε μέσα στο σπιτάκι και άρχισε να κάνει την προσευχούλα του στους Αγίους, στην Παναγία, στον Αγιο Δημήτριο, στον Αγιο Νικόλαο.
Δεν περάσαν πολλές μέρες, έλειπε αυτός μια μέρα, μπήκαν μέσα στο σπίτι του κλέφτες, τον κλέψανε.
Και του τα πήραν όλα.
Δεν του άφησαν τίποτα.
Και έμειναν μόνο οι τρεις εικόνες.
Μπαίνει μέσα στο σπίτι έκπληκτος, τα βλέπει όλα, λέει:
- Μπα, κλέφτες μπήκανε, τα πήραν όλα, τίποτα δεν άφησαν.
Πάει λοιπόν στην εικόνα της Παναγίας μπροστά και λέει:
- Καλά εσύ έχεις να φροντίσεις ένα μωρό, να το ντύσεις, να το πλύνεις, να το φτιάξεις, δεν προλάβαινες, λέει, εσύ. Τι να πρωτοκάνεις; Το μωρό να κοιτάξεις ή τους κλέφτες; Δεν γίνεται.
Πάει στον άλλο.
Λέει:
- Εσύ είσαι καβαλάρης. Και εσύ ώσπου να βγάλεις το άλογο από τη στάνη, ώσπου να το ξυστρίσεις... οι κλέφτες φύγανε.
- Αμ, εσύ, του λέει, τεμπέλη τι έκανες; δεν έκανες τίποτα, απευθύνεται στον Αγιο Νικόλαο.
Δεν έκανες τίποτα, του λέει.
Τα πράματά μου γιατί μου τα πείραξαν;
Λοιπόν για τιμωρία σε βγάζω έξω.
Βγάζει λοιπόν την εικόνα του Αγίου Νικολάου και την κρεμάει έξω από την πόρτα.
- Θα καθίσεις εκεί, του λέει, μέχρι που να έρθουν τα πράγματα πίσω.
Την άλλη μέρα το πρωί καταφθάνουν οι κλέφτες φορτωμένοι με τα πράγματα.
- Παρτα γρήγορα, του λένε, γιατί ένας γέρος μας τρέλανε στο ξύλο.
Ο Αγιος Νικόλαος επέστρεψε τα πράγματα πίσω.



Οι 7 νέοι της Εφέσου

Στους βίους των Αγίων διαβάζουμε ένα πολύ σιγκινητικό γεγονός και παράδειγμα.
Είναι το παράδειγμα των 7 νέων της Εφέσου που γιορτάζει η Εκκλησία μας στις 4 Αυγούστου.
Οι νέοι αυτοί ζούσαν στην εποχή του φοβερού διωγμού του Δεκίου.
Για να μη συλληφθούν λοιπόν βγήκαν έξω από την πόλη, βρήκαν μια σπηλιά, μπήκαν μέσα, έφραξαν την είσοδο, έκαναν την προσευχή τους και κουρασμένοι όπως ήσαν έπεσαν να κοιμηθούν.
Όταν όμως ξύπνησαν και βγήκαν έξω από την σπηλιά κατάλαβαν ότι είχαν περάσει 200 χρόνια.
Είχε γίνει ένα θαύμα.
Ο Θεός έδωσε στους νέους αυτούς έναν τόσο μεγάλο ύπνο ώστε να ξυπνήσουν όταν πια ο διωγμός είχε πάψει.



Μαρτύρια στις κατακόμβες

1ο Μαρτύριο.

Στο μεγάλο διωγμό του Νουμεριανού, υιού του Μάρκου Αυρηλίου, ένα μεγάλο πλήθος χριστιανών είχε καταφύγει στις κατακόμβες των Αγίων Χρυσάνθου και Δαρείας.
Τους αντελήφθησαν όμως οι κατάσκοποι των ειδωλολατρών και μαζί με τους στρατιώτας έφραξαν
τις φανερές και τις κρυφές πύλες στις κατακόμβες καθώς και όλες τις τρύπες από όπου αερίζοντο και έτσι οι χριστιανοί παρέδωσαν τις άγιες ψυχές τους πεθαίνοντας και μαρτυρώντας μέσα εκεί από
ασφυξία.
Όταν μετά την πάροδο πολλών πολλών ετών ανοίχτηκε αυτή η κατακόμβη όλοι τους όσοι ευρέθησαν, όλοι οι χριστιανοί αυτοί του συγκεκριμένου αυτού μαρτυρίου και της συγκεκριμένης αυτής κατακόμβης, πώς νομίζετε ότι βρέθηκαν όλοι αυτοί οι χριστιανοί;
Βρέθηκαν όλοι να κρατούν στα χέρια τους Αγιο Ποτήριο.
Έτσι πέθαναν.
Γιατί φαίνεται πώς στον καθέναν είχε δοθεί από ένα.
Το κράτησαν.
Μέσα σε αυτό έβαλαν την Αγία Κοινωνία, Σώμα και Αίμα Χριστού.
Το πήραν και κρατώντας σφιχτά αυτό που έμεινε, το ξύλινο, το πήλινο, τι ήταν πέθαναν μαζί με αυτό.

2ο Μαρτύριο.

Ο Αγιος Στέφανος, Επίσκοπος Ρώμης, στο διωγμό που έγινε από τον Ουαλεριανό, υπέστη μαρτυρικό θάνατο μαζί με άλλους χριστιανούς.
Πώς; Μέσα σε μία κατακόμβη τελούσε τη Θεία Λειτουργία.
Όταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες ανακάλυψαν την κρύπτη όρμησαν μέσα, τράβηξαν γυμνά τα σπαθιά να τους σφάξουν.
Εκεί βλέπουν λοιπόν τον Άγιο Στέφανο μέσα σε αυτές τις μικρές αίθουσες των κατακομβών να λειτουργεί.
Μια φοβερή δύναμη τους κράτησε ακίνητους.
Υπάρχει για αυτό ομολογία.
Και τους κράτησε και ακίνητους και βωβούς μέχρις ότου τελείωσε η Θεία Λειτουργία.
Μόλις επερατώθη η Θεία Λατρεία ελευθερώθησαν αυτοί, όρμησαν και άρπαξαν τον Άγιο Στέφανο, τον έριξαν κάτω και τον απεκεφάλισαν μαζί με όλους τους άλλους χριστιανούς.

3ο Μαρτύριο.

Διάδοχος του Αγίου Στεφάνου υπήρξε ο Αγιος Σίξτος.
Και αυτός περιφρονώντας τις διαταγές του ίδιου χριστιανομάχου αυτοκράτορος κατέβηκε σε μία κατακόμβη του Πρετεξτάτου, έτσι λεγόταν η κατακόμβη, και ιερουρουργούσε των Αχράντων Μυστηρίων.
Επροδώθηκε όμως, ανακαλύφθη, συνελήφθη, καταδικάστηκε να μαρτυρήσει μπροστά στο Θυσιαστήριο, όπου τον είχαν συλλάβει.
Έτσι και έγινε.
Εκεί τον αποκεφάλισαν.
Μαζί όμως με τον Αγιο Σίξτο είχαν συλλάβει και τον Αρχιδιάκονό του. Αρχιδιάκονος του Αγίου Σίξτου ήταν ο μακάριος και μεγαλομάρτυς Λαυρέντιος, τον οποίο οι εθνικοί έψησαν σε πυρακτωμένη σχάρα σαν να ήταν ψάρι ή μπριζόλα.
Και υπάρχει το εξής προς τους δημίους, οι οποίοι είδαν και θαύμασαν και έγιναν χριστιανοί ομολογώντας πίστη.
Τι τους είπε;
- Ψήθηκα από εδώ. Γυρίστε με και από την άλλη πλευρά.







Τετάρτη 19 Μαΐου 1993

49 Η Θεία Λειτουργία. Οι εικονισμοί καί τά σύμβολα τής Μεγάλης Εισόδου μαζί μέ τά τέσσερα πνευματικά στοιχεία της

Το τέλος του πατρός Ιωακείμ του Ρουμάνου

Πριν από το 1940, στο κελλί των τριών Ιεραρχών που ανήκει στην πνευματική δικαιοδοσία της μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, ζούσε ένας σεβάσμιος Γέροντας, ο πατήρ Ιωακείμ ο Ρουμάνος.
Αυτός ο Γέροντας πριν πεθάνει είδε ένα παράδοξο όραμα.
Ήλθε σε έκσταση.
Αφού τελείωσε κάποιο πρωινό τη Θεία Λειτουργία και την ώρα που κατέλυε το Αγιο Ποτήριο, μάλλον το είχε καταλύσει και το σπόγγιζε, ξαφνικά βλέπει μπροστά του, μάλλον δεξιά και αριστερά
του, Αγγέλους πολλούς.
Τον ένα τον αναγνώρισε.
Ήταν ο Αγγελος που έχει κάθε Λειτουργός του Υψίστου και τον υπηρετεί στο υψηλό υπούργημα της Ιεροσύνης.
Ο άλλος πρέπει να ήταν ο Αγγελος φύλακας της ψυχής του και ο τρίτος οπωσδήποτε ο Αγγελος του
μοναχικού σχήματος.
Οι υπόλοιποι ήταν τιμητική συνοδεία των τριών.
Όλοι τους άστραφταν από ανεκδιήγητη ωραιότητα και θεία λαμπρότητα.
Όλο το Άγιο Βήμα και ο μικρός Ναός πλημμύρισε από υπερακατάληπτον εράσμιον φως και θεία γλυκύτητα και ομορφιά.
Τότε οι τρεις ειδικοί αυτοί Αγγελοι με μια φωνή του είπαν τα εξής:
- Ήρθαμε να σε πάρουμε. Πες μας τι έργα έκανες; Αν έκανες καλά και ευάρεστα στο Θεό θα σε πάμε κοντά του, στη δική του αιώνια ευφροσύνη και μακαριότητα. Διαφορετικά, θα σε μεταφέρουμε στο απαράκλητον της κολάσεως.
Τα έχασε ο ευλογημένος εκείνος παππούλης και τραυλίζοντας είπε με άκρα ταπείνωση:
- Δεν έκανα τίποτα, δεν θυμάμαι να έχω κάνει τίποτα καλό.
- Ε, τότε τι να σε κάνουμε; του είπαν οι Αγγελοι. Πού να σε πάμε; Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος και δεν έκανες τίποτα;
Και τότε τους απάντησε:
- Να, κάθε μέρα από τότε που έγινα Ιερεύς λειτουργούσα, τον Κανόνα μου τον έκανα, μνημόνευα όσους μοναχούς και πατέρες του Αγίου Ορους μπορούσα. Μνημόνευα και όσα ονόματα κοσμικών μου έφερναν για χρόνια πολλά. Τα έφερναν για μια μέρα και εγώ τα μνημόνευα για χρόνια. Και παρακαλούσα για όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς και για όλον τον κόσμο. Εκλιπαρούσα την ευσπλαγχία του Θεού για όλους αυτούς και ήλπιζα μόνο στο έλεος του Αγίου Θεού και για μένα και για τους άλλους. Εχυνα κάθε μέρα πολλά δάκρυα για αυτό το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Παναχράντου Μητρός Του. Ήλπιζα και ελπίζω μόνο στο έλεος και στη μακροθυμία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Κανένα άλλο έργο δεν θυμάμαι να έχω κάνει.
Και τότε του απήντησαν:
- Οχι για τα έργα που έκανες αλλά αφού ήλπιζες μόνο στο έλεος του Θεού πολύ καλά.
Τότε έλα μαζί μας.
- Καλά, τους λέει αυτός, πώς μιλάμε μεταξύ μας έτσι; Δεν γίνεται αύριο; Να το πω στον Πνευματικό, να το πω στους Πατέρες, λίγο να ετοιμαστώ.
Και η απάντησις των Αγγέλων:
- Έχει καλώς. Σου κάνουμε υπακοή. Θα έλθουμε αύριο.
Συνήλθε από την εκστατική εκείνη θεωρία με το Άγιο Ποτήριο στο χέρι που με μηχανικές προσεκτικές κινήσεις το σπόγγιζε με το μάτι;;;;
Το ανακοίνωσε βέβαια μετά στον Πνευματικό και στη συνέχεια στους δύο τρείς Πατέρες της
συνοδείας.
Σε κανέναν άλλον.
Και άρχισε η προετοιμασία όλην την ημέρα με προσευχή και δάκρυα.
Το βράδυ, τη νύχτα που ήρθε, ήταν και η τελευταία του Θεία Λειτουργία την οποία εθυμούντο με πολύ σεβασμό και συγκίνηση οι τρεις Πατέρες και ο Πνευματικός που παρευρέθησαν και την εθυμόντουσαν για πολλά πολλά χρόνια.
Ο ένας εξ αυτών που ήταν και Ρουμάνος, αυτός μου το διηγήθηκε.
Εγώ κράτησα απλώς σημειώσεις και τις σημειώσεις αυτές τις βρήκα προχτές γι'αυτό και σας το ανέφερα σήμερα.
Τελείωσε αυτή η μακρά Θεία Λειτουργία, ύστερα πήγαν στην Τράπεζα, έκατσαν για τελευταία φορά, τσίμπησε έτσι κάτι πολύ ελαφρύ και σε λίγο αισθάνθηκε αδιαθεσία.
Πήγε και ξάπλωσε.
Έλεγε συνέχεια την ευχούλα και το 'Μνήσθητι μου Κύριε εν τη Βασιλεία Σου", το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", το "Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με".
Προς το απόγευμα βάρυνε.
Το πρόσωπό του σε κάποια στιγμή άστραψε, το κελλάκι πλημμύρισε από άρρητη ευωδία.
- Πατέρες, είπε, συγχωρέστε με. Κύριε, η ψυχή μου στα χέρια Σου. Και τούτο ειπών εκοιμήθη.
Μακάρι να είχαμε τέτοιο τέλος.
Ε, τι λέτε;
Μια ανείπωτη γαλήνη απλώθηκε παντού και μια ανέκφραστη αναστάσιμη χαρά ζέστανε τις καρδιές των παρευρισκομένων, όσοι ήσαν, τέσσερις.
Κάτι λίγα από το ίδιο γεγονός, όπως ακριβώς σας το ανέφερα, όχι όμως ακριβώς, αναφέρεται και στο βιβλίο του Πατρός Μωυσέως "Αγιορείτικες Διηγήσεις", αλλά πολύ λίγα.
Εγώ τα άκουσα από το ίδιο το στόμα του ενός από των τριών υποτακτικών Ρουμάνων ο οποίος εκοιμήθη.
Μαζί του βγήκα και μια φωτογραφία την οποία δεν θυμάμαι αν έχω.



Μεγάλη Είσοδος του Μεγάλου Ευθυμίου και Δομητιανού

Ας θυμηθούμε λίγο το φοβερό γεγονός που συνέβη σε μια Θεία Λειτουργία όταν λειτουργούσε ο Μέγας Ευθύμιος μαζί με τον πατέρα Δομιτιανό.
Είχαμε πει όταν διηγούμασταν το γεγονός αυτό ότι κατά τη διάρκεια το Χερουβεικού ύμνου κατέβηκε από ψηλά μια τεράστια φλόγα σαν ένα απλωμένο σεντόνι, σαν ένα πυρακτωμένο σύννεφο που τύλιξε τους Αγίους Ιερείς χωρίς να τους κατακαίει.
Κύκλωσε και περιέβαλε και ολόκληρη την Αγία Τράπεζα.
Και είπαμε ακόμη ότι ήταν φρικτό το θέαμα, παράδοξο και ανερμήνευτο.
Αυτές οι άυλες φλόγες με τις οποίες ήσαν κυκλωμένοι να συνοδεύουν τους Λειτουργούς Οσίους Ιερείς και κατά την Μεγάλη Είσοδο.
Αυτό θέλει να μας πει ότι τα Τίμια Δώρα είναι κάτι περισσότερο από Τίμια.
Ναι μεν δεν είναι Σώμα και Αίμα Χριστού όπως συμβαίνει στην Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία αλλά κατά τον Μέγα Βασίλειο είναι αντίτυπα του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού.



49A Η Μεγάλη Είσοδος του ανωνύμου ησυχαστού

Και ο ανώνυμος Ιερεύς ησυχαστής λέγει για την Μεγάλη Είσοδο τα εξής:
Κάποτε σε κάποια Θεία Λειτουργία, όταν πήρα εις την κεφαλή μου τον Αγιο Δίσκο και είπα "Εν ειρήνη επάρατε τας χείρας ημών εις τα Αγια" - γι' αυτό και λέγονται Αγια - ευθύς αμέσως πλημμύρισε η καρδιά μου από αγαλλίαση και άρρητη πνευματική ευφροσύνη.
Παίρνοντας το Αγιον Ποτήριον είπα "Ανέβη ο Θεός εν αλλαλαγμώ Κύριος εν φωνή σάλπιγγος" και στη συνέχεια είπα "Δύναμις. Αγιος ο Θεός".
Στη λέξη "Θεός" η άρρητος αυτή ευφροσύνη απλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα μου και η καρδιά μου από την πολλή της χαρά και κατάνυξη άρχισε να σκιρτά ουράνια, ακατάληπτα.
Κάνοντας τα δυο πρώτα βήματα για να αρχίσω τη Μεγάλη Είσοδο και να βγώ από την βορία πύλη, ω του θαύματος, ω της απείρου μακροθυμίας του Αγίου Θεού.
Τι είδα!
Είδα να πυρπολούμαι από πύρινες φλόγες από το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Τα Αμφιά μου καίγονταν και τα Τίμια Δώρα.
Όλα σαν αναμμένα κατακόκκινα κάρβουνα.
Οι δε φλόγες με κύκλωσαν ολόκληρο τόσο πολύ και ανέβαιναν σαν πύρινες γλώσσες μια πήχη πιο ψηλά από το κεφάλι μου χωρίς να με καίνε!
Φλόγες παράδοξες, άλλοτε φωτεινές, καθαρές, ολόλαμπρες και άλλοτε σαν κατακόκκινη ανθρακιά.
Πάντοτε όμως αυτή η ανθρακιά καθαρή, άρρητη, ανεκδιήγητη, αστραφτερή, που με γέμιζε από χαρά και ευφροσύνη, από ουράνια δροσιά.
Φωτιά που προκαλούσε δροσιά.
Τότε πληροφορήθηκα εν Αγίω Πνεύματι, συνεχίζει ο ανώνυμος ησυχαστής, πώς ήσαν οι τρεις παίδες μέσα στο καμίνι του αληθινού πυρός χωρίς η φωτιά να τους αγγίζει.
Ούτε μια τρίχα από το κεφάλι τους δεν κάηκε και με τα ενδύματά τους άθικτα.
Μέσα στη φωτιά και δεν εκαίγοντο.
Έτσι και ο ανώνυμος ησυχαστής ήταν μέσα στη φωτιά αλλά μη καταφλέγουσα αυτόν.
Ήτο μέσα στην ανθρακιά, όλος ένα αναμμένο, πυρακτωμένο κάρβουνο αλλά που δεν κατέφλεγε και που δεν κατάτρωγε ούτε καν τα Αμφιά του.
Ολόκληρος πύρινος, φλόγα, μαζί με τα Τίμια Δώρα αλλά φλόγα ολόλαμπρη, άκτιστη, ανέσπερη.
Σε αυτήν την κατάσταση ο ανώνυμος, ο αγνός αυτός Ιερεύς έκανε με πολλή βία και με πολύ κόπο, όπως καταλαβαίνετε την Μεγάλη Είσοδο.
Μέσα του ψυχοσωματικά μπορώ να πω πως βίωσε στην πράξη αυτό που λέγει ο αψευδής αγιογραφικός λόγος του Προφήτου και Ψαλμωδού:
"Ο ποιών τους Αγγέλους αυτού πνεύματα και τους Λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα".
Από τότε κατάλαβα, λέγει ο ανώνυμος ησυχαστής, ότι οι άξιοι Λειτουργοί Ιερείς του Υψίστου στη Θεία Λατρεία είναι νοητώς και κατά ψυχήν φλόγα πύρινη, φωτιά πνευματική που τους καθιστά θεολαμπείς.





Πέμπτη 13 Μαΐου 1993

48 Η Θεία Λειτουργία. Ο Χερουβικός ύμνος. Μέρος 4ον. Τά τίμια δώρα

Από τη 12η ομιλία της "Νηπτικής Θεωρίας"

Κάποιος αδελφός γράφει,
ήρθε εις έκσταση και είδε έναν λαμπρότατο ουράνιο Ναό.
Στο κέντρο του Ναού ήτο ένας μεγαλοπρεπής και δοξασμένος Αρχιερεύς, ενδεδυμένος με πλήρη Αρχιερατική στολή όπως την ξέρουμε σήμερα, όπως είναι εκεί αγιογραφημένη.
Ήταν τόση η απαστράπτουσα λαμπρότητα της στολής του μεγάλου αυτού Αρχιερέως ώστε του δέθηκε η γλώσσα.
Κανένα στόμα ανθρώπινο δεν θα μπορούσε να περιγράψει την ουράνια ομορφιά και ωραιότητα του θείου εκείνου προσώπου.
Έτσι παρέμεινε άφωνος και εκστατικός.
Γύρω από τον ουράνιον αυτόν και θείον Αρχιερέα παρεστέκοντο ένα πλήθος λευκοφορεμένων και λαμπροφόρων ιερωμένων.
Πολλοί εξ αυτών ήσαν Διάκονοι που κρατούσαν στα χέρια τους ανεκδιήγητα θυμιατά.
Προσέξτε τη φράση που λέει:
Ανεκδιήγητα θυμιατά, με τα οποία εθυμίαζαν τον θείο Αρχιερέα.
Οι δε λοιποί ήσαν Ιερείς με πρόσωπα φωτοφόρα, σεβάσμια, ιλαρά και χαριέστατα.
Τα ιερατικά τους Άμφια ήσαν άσπρα σαν το χιόνι, καθαρά σαν το φως και λαμπρά σαν τη λαμπρότητα του καταγάλανου ουρανού.
Μερικών εξ αυτών τα ιερατικά τους Αμφια ξεπερνούσαν τη λαμπρότητα και τη φωτεινότητα και την καθαρότητα των άλλων.
Ήσαν άλλης θέας, ξένης θεωρίας, την οποία όχι μόνο γλώσσα ανθρώπινη και πήλινη δεν μπορεί να διηγηθεί αλλά ούτε και ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να καταλάβει διότι πώς το γήινον να συλλάβει το ουράνιον;
Άλλοι φορούσαν ιερατικά, απαστράπτοντα όπως αστράφτει η αστραπή και άλλοι μεν από αυτούς στέκονταν δεξιά του Αρχιερέως και άλλοι αριστερά.
Όλοι όμως ίσταντο με πολλήν ευλάβεια και πολλή σεμνότητα.
Ο δε μακάριος εκείνος Αρχιερεύς ήτο τόσο δοξασμένος και τόσο υπερέβαινε και ξεπερνούσε τους
άλλους στη δόξα και στη λαμπρότητα και στη χάρη, όπως ξεπερνά ο ήλιος στη λαμπρότητά του και στη φωτεινότητά του τα αστέρια της νυκτός.
Ιστάμενος ο θαυμάσιος και ακατανόητος αυτός Αρχιερεύς όρθιος έβλεπε κατά ανατολάς και έψελνε μεγαλοφώνως και καθαρά, ολίγο σύντομα, κάποιο μέλος γλυκύτατον, ανεκδιήγητον.
Εκείνος δε, ο αδελφός που τα έβλεπε αυτά ο ανώνυμος, που έβλεπε τα ακατανόητα και εξεπλήττετο και ακούοντας τη γλυκυτάτη εκείνη αρμονία και την πάντερπνον εκείνη μελωδία εθαύμαζε, μεθούσε τη θεία μέθη.
Από τον πολύ θαυμασμό λησμονούσε τα λόγια με το οποία έψελνε ο μέγας και ουράνιος και θείος εκείνος Αρχιερεύς.
Και δεν μπορούσε να κρατήσει στη θύμησή του ούτε έναν λόγο, ούτε μια συλλαβή παρ' όλο που έβαζε όλην του την προσοχή νοερά, διότι ήξευρε πολύ καλά ότι θα χωριστεί από εκείνη τη μακαρία θεωρία και ότι θα του χρησίμευαν τα λόγια εκείνα στην παρούσα του ζωή.
Εκείνο που τελικά μπόρεσε να κρατήσει από όσα έλεγε και έψελνε ο ουράνιος Αρχιερέας ήταν τα εξής:
- Όσον κανείς ενθυμάται και αγαπά τον Θεόν τόσο και αυτόν τον ενθυμείται και τον αγαπά ο
Θεός και πλέον αυτού.
Και αμέσως ο αδελφός ήλθε εις τον εαυτόν του και έκπληκτος παρατηρούσε ότι η καρδιά του ολόκληρη εφλέγετο από θείον πύρ.
Την ένιωθε σαν αναμμένη λαμπάδα, σαν καταφλεγομένη βάτο και τότε θυμήθηκαν τι είπαν οι δύο Απόστολοι όταν έφθασαν στους Εμμαούς:
- Ουχί η καρδία ημών καιομένην ήν εν υμίν ως ελάλη ημίν εν τη οδώ και ως διερμήνευεν ημίν τας Γραφάς.
Αυτοί ήσαν, αδελφοί μου, οι θεοπρεπείς και γλυκύτατοι λόγοι του ανωνύμου Αγίου ησυχαστού από την 12ην ομιλία της "Νηπτικής Θεωρίας".



Διήγηση του πατρός Ιωακείμ του Σπετσιέρη για τον Χατζεφεντή

Ο Πατήρ Ιωακείμ ο Σπετσιέρης διηγείται σε ένα του βιβλίο το εξής:
Γύρω στα 1890 στα Ιεροσόλυμα όταν μετέβη και αυτός σαν προσκυνητής και μάλιστα την Κυριακή της Ορθοδοξίας έγινε πατριαρχική μεγαλοπρεπής Θεία Λειτουργία.
 Πρώτος λειτουργός ο τότε Πατριάρχης Νικόδημος, συλλειτουργοί 6 Αρχιερείς, 12 Ιεροδιάκονοι και περισσότεροι από 40 Ιερείς έγγαμοι και άγαμοι.
Πολλοί εκ των Ιερέων ήσαν προσκυνηταί από τα μέρη της Ρωσίας, της Ελλάδος, της Ανατολής και άλλων μερών.
- Μεταξύ των συλλειτουργών ήμουν κι εγώ, λέει για τον εαυτόν του ο Πατήρ Ιωακείμ ο Σπετσιέρης.
Μετά την Μεγάλη Είσοδο και όταν ο Πατριάρχης ανέγνωσε την Ευχήν και ευλόγησε τα Τίμια Δώρα εις Σώμα και Αίμα Χριστού ενός εξ όλων των συλλειτουργούντων Ιερέων, Διακόνων, Αρχιερέων και Πατριάρχου άστραψε το πρόσωπόν του ως ο ήλιος.
Μου προξένησε, λέει, κατάπληξιν και θαυμασμόν.
Είχα μπροστά μου ως εφαίνετο έναν Άγιο αστραπόμορφο.
 Αυτό το εκπληκτικόν θαύμα το είδε όχι μόνο ο Πατήρ Ιωακείμ αλλά και άλλοι Ιερείς που μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ρωτούσαν να μάθουν ποιος ήτο, ποια ήταν η πολιτεία του, πού υπηρετούσε αυτός ο Ιερεύς.
Από προσκυνητάς που κατήγονταν από τα Φάρασα της Καππαδοκίας έμαθε τα εξής ο Πατήρ Ιωακείμ:
- Είναι Άγιος Ιερεύς, κάμνει και θαύματα. Να, άμα διαβάζει σ' έναν ασθενή μια ευχή αμέσως γίνεται καλά ο άρρωστος. Δεν έχουμε ανάγκη από γιατρούς εκεί. Γιατρός είναι ο Χατζηφεντής Πατήρ Αρσένιος, ο νυν Αγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης. Και όχι μόνον εμείς οι Φαρασιώτες τον έχουμε για Αγιον αλλά και οι Τούρκοι, διότι και σε αυτούς κάνει θαύματα και γιατρεύει αρρώστους. Υπάρχουν άπειρες μαρτυρίες πως όταν πετούσε τη στάχτη από το θυμιατό που χρησιμοποιούσε έξω από
την πόρτα της καλύβας του πήγαιναν και το μάζευαν οι στείρες Τουρκάλες, το έριχναν μέσα στο νερό, το ανακάτευαν και το έπιναν και σε λίγες ημέρες συνελάμβαναν τέκνα. Από Τουρκάλες αυτό. Ητο εξαϋλωμένος, πνευματοφόρος, θεολαμπής διότι έλαμπε στη Θεία Λατρεία πολλάκις ως ο ήλιος. Άστραφτε ο Ναός και μαζί με τον Οσιο Αρσένιο αρωματίζοντο από την αγιότητά του και όλο το μικρότου εκκλησίασμα, το μικρό του ποίμνιο.









Πέμπτη 6 Μαΐου 1993

47 Η Θεία Λειτουργία. Ο Χερουβικός ύμνος. Μέρος 3ον. Η αξία τής ευχής καί τής ευλογίας τού ιερέως

Η εμφάνιση του Αγίου Χαραλάμπου στη λειτουργία με τον Χατζεφεντή

Κάποτε στα Φάρασα της Καππαδοκίας που ήτο Ιερεύς ο πατήρ Αρσένιος, αυτός που ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία μας το 1985 - είναι Αγιος των ημερών μας, διότι εκοιμήθη το 1924.
Κάποτε λοιπόν στη μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, όπως διηγείται ο ψάλτης του, ο Πρόδρομος, μετέβησαν στην Παναγία του Κάντζι, ήταν μια τοποθεσία εκεί στα Φάρασα, ο πατήρ Αρσένιος, ο ψάλτης και μερικοί ελάχιστοι χριστιανοί για να κάνουν μια αγρυπνία.
Συχνά έβγαινε κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας ο πατήρ Αρσένιος και βοηθούσε στο ψάλσιμο και στις αναγνώσεις.
 Στους Αίνους, που τους έψαλλαν μαζί, ξαφνικά, βλέπει ο κυρ Πρόδρομος ο ψάλτης στο απέναντι αναλόγιο έναν ασπρομάλλη γεροντάκο πάνω από 100 χρονών με μακριά γενειάδα να είναι σκυφτός, να ακουμπά πάνω σε μια πατερίτσα και να προσεύχεται.
Ο ψάλτης τα' χασε και άρχισε να τρέμει.
Ο πατήρ Αρσένιος τον ρώτησε:
- Μήπως κρυώνεις;
Εκείνος είπε όχι και του έδειξε τον ασπρομάλλη γέροντα.
Ο Χαντζεφεντής, έτσι τον έλεγαν και τον φώναζαν, τον Πατέρα Αρσένιο, τον τωρινό Όσιο, δεν ταράχθηκε καθόλου και απευθυνόμενος με σεβασμό στον ασπρομάλλη γέροντα τον προσκάλεσε να ψάλλουν μαζί.
Εκείνος δεν απάντησε, έκανε ένα νόημα να συνεχίσουν μόνοι τους.
Προχώρησαν στη Θεία Λειτουργία και μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων ο γεροντάκος σιγά σιγά, αφού έκανε το σταυρό του, γύρισε και άρχισε να φεύγει από το Ναό.
Οι πέντε εξι χριστιανοί μαζί με τον ψάλτη τον παρακολουθούσαν.
Βγαίνοντας από την Εκκλησία τον είδαν όλοι τους να εξαφανίζεται μέσα στα νερά της παρακείμενης μικρής λιμνούλας του Αγιασμού, της φιάλης όπως λέγεται, που ευρίσκετο στο προαύλιο της Εκκλησίας.
Πολλά μοναστήρια αλλά και μερικοί Ναοί εδώ στις μεγάλες πολιτείες έχουν τέτοιες μικρές πέτρινες φιάλες όπου τελείται ο Μεγάλος Αγιασμός των Θεοφανείων, μερικές φορές και ο Μικρός.
Φαίνεται λοιπόν πως μέσα είχε νερό, ίσως από βροχή, δεν ξέρουμε από τι.
Ε, μέσα σε αυτό το νερό βυθίστηκε και εξαφανίστηκε ο γεροντάκος.
Τα νερά ταράχτηκαν τόσο πολύ που πετάχτηκαν και μέσα στο Ναό, πιτσίλισαν το Ναό.
Ο Χατζεφεντής και Όσιος νυν είπε ότι ήτο ο Αγιος Χαράλαμπος.
Τελείωσε η Θεία Λειτουργία το πρωί και όταν πήγαν στο χωριό, στα Φάρασα, διηγήθηκαν το παράδοξο αυτό θαύμα.
Σχεδόν όλοι οι Φαρασιώτες έτρεξαν στο Εκκλησάκι της Παναγίας και πήραν με ευλάβεια πολλή από το αγιασμένο αυτό νερό που αγιάστηκε με το τόσο παράδοξο αυτό θαύμα.


Ο Μέγας Ευθύμιος και ο Πατέρας Δομετιανός

Μια Κυριακή λειτουργούσε ο Μέγας Ευθύμιος μαζί με έναν άλλο Ιερέα, τον υποτακτικό του, τον Πατέρα Δομετιανό.
Τελείωσαν τα Αναγνώσματα και η Εκτενής δέησις και άρχισε ο Χερουβεικός ύμνος.
 Και τότε, τι συνέβη τότε, ένα φοβερόν και καταπληκτικόν θαύμα.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι μοναχοί ανεξαιρέτως όλοι είδαν ξαφνικά να κατεβαίνει από ψηλά, από τον τρούλο του Ναού μια τεράστια φλόγα σαν ένα απλωμένο σεντόνι, σαν ένα πυρακτωμένο σύννεφο και να περιβάλλει τον Μέγα Ευθύμιο μαζί με τον Πατέρα Δομετιανό μέσα στο Ιερό.
Φοβερόν το θέαμα και ακόμα φοβερότερον όταν τους είδαν να πραγματοποιούν τη Μεγάλη Είσοδο κυκλωμένους από τις φλόγες, να κινούνται μέσα σε αυτές και μαζί με αυτές.
Έπεσαν όλοι μπρούμυτα γιατί δεν μπορούσαν να αντέξουν το φως και την λαμπρότητα των φλογών που τύλιγαν τους δύο αξίους εκείνους Λειτουργούς.
Για θυμηθείτε το Ορος Θαβώρ, τη Μεταμόρφωση του Κυρίου.
Μόλις περιέλαμψεν εκείνο το φως και έλαμψεν το πρόσωπον του Κυρίου σαν τον ήλιο και ότε εγένετο τα ιμάτιά του λευκά ως το φως θαμπώθηκαν οι τρείς μαθηταί και έπεσαν κάτω μπρούμυτα.
Θα μπορούσα να φωνάξω:
"Ω της αθλιότητος ημών των νεωτέρων και σημερινών κληρικών και ειδικά εμού του αναξίου".
Οι δύο Λειτουργοί φλογοφόροι και φωτοφόροι παρέμειναν σε αυτήν την κατάσταση μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας.
Εκείνο το όντως φοβερό ήτο όταν ήλθε η στιγμή της Θείας Κοινωνίας των μοναχών.
Πώς πήγαν να κοινωνήσουν βλέποντας αυτό το φοβερό θέαμα;
Τα πόδια τους έτρεμαν, θαμπωμένοι στα μάτια, με έκπληξη εσωτερική, με έκσταση του νου, βέβαια και με ειρήνη και αγαλλίαση στην καρδιά.
Ο Ουρανός, ο Παράδεισος, η Θριαμβεύουσα Εκκλησία, η Άνω Ιερουσαλήμ, η δόξα του Χριστού μας όλα ήσαν παρόντα, όλα μέσα τους και όλα μέσα μας.
Γιατί έτσι γίνεται έστω και αν δεν τα βλέπουμε.
Ακατάληπτη η ωραιότης και ανέκφραστη η μακαριότης που εβιώθη από τους παρόντας εκείνης της Θείας Λατρείας.
Πώς να περιγράψει εκείνα ο οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσεν.
Και όμως και είδαν και άκουσαν και εβίωσαν όσα επέτρεψεν ο Θεός στα εκλεκτά εκείνα έμψυχα οστράκινα σκεύη.


Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς και το θυμιάτισμα στην Ενάτη

Κάποτε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Οσιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, θυμιάτιζε την ώρα της Ενάτης, όταν έψελναν οι ψαλτάδες "Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ".
Πέρασε από μια κυρία και δεν την θυμιάτισε, ήταν στα πλαϊνά στασίδια.
Δεν την θυμιάτισε καθόλου, πέρασε απλώς δίπλα της.
Ύστερα από δυο στασίδια ήταν ένα άδειο.
Κάθισε εκεί και το θυμιάτισε πέντε έξι φορές και έφυγε.
Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, πάει αυτή η κυρία και του λέει:
- Ε, παπα-Νικόλα, στην Ενάτη δεν με θύμιασες και πήγες και θύμιαζες το αδειανό στασίδι.
- Εμ, κυρα-Περσεφόνη, της λέει, δεν ήσουνα εκεί.
Στο άδειο όμως στασίδι είναι το στασίδι της κυρα-Μαρίας που είναι άρρωστη.
Εκείνη άρρωστη στο σπίτι με την καρδιά της και με το νου της ήταν εδώ.
Εσύ ήσουν με το σώμα εδώ αλλά με το νου ήσουν στα γίδια.


Το Θαύμα της Αγίας Σκέπης

Στη γιορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου που εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου και αργότερα μετατέθηκε με απόφαση της Εκκλησίας μας στις 28 Οκτωβρίου αντλεί η γιορτή αυτή την υπόθεσή της από τον βίο του Οσίου Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού.
Πολύ πιθανόν να έχετε διαβάσει το θαύμα, θα το επαναλάβουμε για εκείνους που δεν το ξέρουν.
Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος στον Όσιο Ανδρέα σε μια αγρυπνία έγινε αφορμή για να καθιερωθεί η γιορτή αυτή της Παναγίας, της Αγίας Σκέπης.
Το γεγονός συνέβη στο παρεκκλήσι της Αγίας Σωρού, παραπλεύρως όπως είπαμε και σε άλλη διήγηση του Ιερού Ναού της Παναγίας των Βλαχερνών.
Μέσα σε αυτό το παρεκκλησάκι της Αγίας Σωρού που σήμερα δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο ερείπια, εφυλάσσοντο η Τιμία Εσθήτα της Παναγίας, ο Πέπλος και μέρος της Ζώνης της Θεοτόκου.
Στο παρεκκλήσιο αυτό γινόταν κάποτε μια ολονυκτία, μια αγρυπνία.
Επήγε λοιπόν εκεί να προσευχηθεί ο Όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του τον Άγιο Επιφάνιο.
Ήταν περίπου 10-11 το βράδυ, οπότε ο Όσιος βλέπει την Υπεραγία Θεοτόκο να προχωρεί από τις βασιλικές πύλες προς το Άγιον Θυσιαστήριον μέσα από το κέντρο του Ναού.
Άστραψε ο Ναός, λαμπροφορέθηκε ο τόπος.
Υπερακατάληπτος ευωδία πλημμύρισε τους πάντες.
Φαινόταν πολύ ψηλή, είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων Αγίων.
Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος που θα γιορτάσουμε μεθαύριο το Σάββατο και οι οποίοι βάδιζαν δεξιά και αριστερά της και από τους λευκοφορεμένους αυτούς Αγίους άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους, άσματα πνευματικά, Τρισάγιους ύμνους αλλά και Θεομητερικούς όπως το "Άξιον Εστί", το "Θεοτόκε
Παρθένε" και άλλα πολλά.
Όλη αυτοί η υπέροχη και υπέρλαμπρη συνοδεία περιεβάλλετο από πλήθος Αγγέλων που θυμίαζαν ακαταλήπτως την Παναγία μας, τους παρευρισκομένους, τους χριστιανούς και το Άγιον Θυσιαστήριον.
Όταν πλησίασαν στον Άμβωνα είπε ο Όσιος Ανδρέας στον Άγιο Επιφάνιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου του παντός;
- Ναι, Πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.
Η Θεοτόκος την ώρα εκείνη γονάτισε και προσευχήθηκε για πολλή ώρα.
Παρακαλούσε τον Υιόν της και Θεόν της για τη σωτηρία του κόσμου και έβρεχε με δάκρυα το πρόσωπό της.
Ύστερα μπήκε στο Πανάγιο Θυσιαστήριο και προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν εκείνη τη νύχτα και πάλι για όλους τους χριστιανούς και για όλον τον κόσμο.
Όταν τελείωσε η δέησή της με μια κίνηση χαριτωμένη και σεμνή έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή της το αστραφτερό μαφόριο και το άπλωσε σαν σκέπη με τα πανάγια χέρια της πάνω σε ολόκληρο το εκκλησίασμα.
Έγινε τόσο μεγάλο αυτό που απλώθηκε σε όλον τον Ναό.
Έτσι απλωμένο το έβλεπαν και οι δυό τους για πολλή ώρα να εκπέμπει Θεϊκή δόξα και λαμπρότητα πολλή.
Όσο εφαίνετο η Θεοτόκος φαινόταν και αυτό το ιερό μαφόριο να σκορπίζει τη χάρη του.
Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει στον Ουρανό μαζί με τη συνοδεία της άρχιζε και εκείνο να συστέλλεται λίγο λίγο και να χάνεται και αυτό στα βάθη του Ουρανού.
Τα πάντα είχαν περιεβληθεί με ανείπωτη ωραιότητα και Θείον κάλλος.
Όπως και σε μια προηγούμενη διήγησή μας, σε άλλη ομιλία μας με τον χαρτουλάριο, έτσι και στη σημερινή με τον Όσιο Ανδρέα τον διά Χριστόν σαλό στον ίδιο Ναό της Αγίας Σωρού είδαμε Διακόνους και Αγγέλους να θυμιατίζουν τον Ιερό Ναό.
Την πρώτη φορά θυμιάτισαν εκείνο το σκευοφυλάκιον όπου εφυλάσσοντο τα Τίμια Σκεύη της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Εδώ θυμιάτισαν και τον Ναό και τους Ιερείς και το Θυσιαστήριον.




Πέμπτη 1 Απριλίου 1993

46 Η Θεία Λειτουργία. Ο Χερουβικός ύμνος. Μέρος 2ον

Αυτός που έχασε τον αδελφό του και τον πατέρα του ξαφνικά

Πριν από μερικές ημέρες ένας νεαρός, 22 ετών περίπου ήταν, μου διηγήθηκε τα εξής:
Πέρυσι τον Αύγουστο είχε τη συνήθεια ο αδελφός του, που ήταν 25 χρονών περίπου, να κοιμάται το
καλοκαίρι πάνω στην ταράτσα της πολυκατοικίας.
Ένα πρωινό τον περίμεναν να κατέβει για να πιει το πρωινό του ρόφημα, τον καφέ του, και να φύγει στη δουλειά και δεν κατέβηκε.
Ανησύχησαν λοιπόν, ανέβηκαν πάνω στην ταράτσα και τον βρήκαν νεκρό.
25 χρονών.
Διαπιστώθη ότι είχε πάθει ανακοπή.
Σε τρείς μήνες ακριβώς ετοιμάζονταν να κάνουν τα τρίμηνα του 25χρονου εκείνου νέου.
52 χρονών ο πατέρας κατά τον ίδιον τρόπο, ανακοπή, πάει και αυτός.
Από τον Οκτώβριο μέχρι το Μάρτιο και πριν λίγες μέρες βλέπει ο νεαρός αυτός στον ύπνο του τον πατέρα του και τον αδελφό του μέσα σε έναν βούρκο, φοβερός βούρκος, μαύρος, λασπώδης, πηχτός, μέχρι το λαιμό, να προσπαθούν να βγούν έξω και όπως ήταν έτσι καταβρώμικοι και λασπωμένοι, με τα πρόσωπα αγριεμένα, μέσα σε ένα απέραντο φοβερό σκοτάδι - πώς τα έβλεπε δεν ξέρω από πού - αρπάχτηκαν και τραβούσαν από τα ρούχα το γιο και τον αδελφό και φώναζαν:
- Βοήθεια, γιε μου, βοήθεια, σώσε μας.
- Αδελφέ μου, βοήθεια σώσε με.
Και οι δύο με τρομαγμένες φωνές ζητούσαν βοήθεια.
Του ξέσκισαν τα ρούχα, σχεδόν τον κατασπάραξαν.
Στον ύπνο του αυτά.
Ξύπνησε τρομαγμένος.
Βλέπει το δωμάτιο όλο γεμάτο από σκιές ανθρώπινες που του ζητούσαν βοήθεια.
Κατατρομαγμένος άρχισε να φωνάζει.
Ουρλιάζοντας βγήκε από το δωμάτιο, ξύπνησαν όλοι βέβαια.
Από τότε δεν μπορούσε να συνέλθει.
Πέρασαν αρκετές ημέρες και ήρθε στο Πετραχείλι του Πνευματικού.
Η Εκκλησία βέβαια έκανε το καθήκον της.
Έδειξε και στο νεαρό ποιο είναι το καθήκον: να ξεπλυθεί ο ίδιος, να μπει στο δρόμο του Θεού και του υπέδειξε και τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να βοηθηθούν οι ψυχές του αδελφού και του πατρός.
Όσοι από μας βρίσκονται από την ηλικία των 25 ετών μέχρι των 52 και παραπάνω, είστε βέβαιοι, και εγώ είμαι βέβαιος, ότι σήμερα το βράδυ δεν θα πάθουμε ανακοπή;
Και αν πάθουμε ανακοπή είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον δίκαιον Κριτήν Θεόν;


Ο Πατήρ Πανάρετος και η εύρεσις Αγίου λειψάνου, Ενας ευλαβέστατος παπα-καλόγερος.

Μεταξύ της περιοχής της Μεγίστης Λαύρας και των Καυσοκαλυβίων ζούσε πριν από πολλά χρόνια ένας μοναχός σε μεγάλη ηλικία, ένα γεροντάκι, ο Πατήρ Πανάρετος.
 Κάποτε λοιπόν του ήρθε η σκέψις, ο λογισμός όπως λένε οι μοναχοί, να κάνει εκεί μπροστά στο
καλυβάκι του έναν μικρό κήπο και για να ασκείται σωματικά λιγάκι αλλά και για μια παράκληση, ανακούφιση.
Αν έβαζε ένα κρεμμυδάκι, ένα μαρουλάκι στην απαράκλητο εκείνη έρημο μια και είπαμε ότι
ζούσε στα Καυσοκαλύβια, που είναι φοβερός ο τόπος εκείνος.
Μετά από αγώνα και ιδρώτα πολλών ημερών για να σκάψει το πετρώδες εκείνο μέρος αισθάνθηκε μια μέρα ότι η τσάπα του χτύπησε πάνω σε μια πλάκα.
Με πολύ βέβαια κόπο κατόρθωσε να την ανασηκώσε για να δει τι είναι από κάτω.
Και τι βλέπει λοιπόν;
Έναν τάφο με ένα λείψανο ολοζώντανο, έναν Ιερέα ενδεδυμένο με όλα του τα Ιερατικά Άμφια.
Σαν να είχε ενταφιαστεί την προηγουμένη ημέρα, τόσο ζωντανός ήταν.
Ο τάφος δε και το άγιο λείψανο ανέδιδε μια θαυμάσια υπερκόσμια άρρητη ευωδία.
Συγχρόνως απλώθηκε άπλετο παράδοξο λευκότατο φως και κάλυψε και τον τάφο και την γύρω
περιοχή.
50 χρόνια ασκήτευε εκεί στα Καυσοκαλύβια ο Πατήρ Πανάρετος αλλά δεν είχε ακούσει για τη ζωή ή για το θάνατο κάποιου Αγίου ερημίτου, όπως ήταν ο Άγιος αυτός που αντίκρυζε μέσα στον τάφο.
Μετά την πρώτη έκπληξη άρχιζε να κλαίει προσευχόμενος.
- Άγιε του Θεού, φανέρωσέ μου σε παρακαλώ ποιος είσαι, πόσα χρόνια έζησες εδώ στην έρημο. Και επιπλέον και σε ευχαριστώ διότι με αξίωσες εμένα τον ανάξιο και τον αμαρτωλό να φανερώσεις σε εμένα την αγιοσύνη σου. Αγρύπνησε όλη τη νύχτα ο ευλαβέστατος εκείνος γέρος στην προσευχή και εσκέπτετο αυτό το γεγονός βέβαια να το αναφέρει στη μονή της Μεγίστης Λαύρας.
Ε, από την πολλή αγρυπνία κουράστηκε και το πρωί σαν να λαγοκοιμήθηκε.
Οπότε έκπληκτος βλέπει τον άγνωστο Αγιο μέσα σε λάμψη μυρίων αστραπών ενώ συγχρόνως τον εκύκλωσε πλήθος Αγγέλων που έψελλαν όλοι μαζί μελωδικότατα τον Τρισάγιο ύμνο
"Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ".
Και τότε του μίλησε ο Αγιος, ο οποίος σε αυστηρό τόνο αλλά με πολύ γλυκιά φωνή τον ρώτησε:
- Τι σκέπτεσαι να κάνεις, αββά;
- Άγιε του Θεού, είχα το λογισμό, του είπε βέβαια, να ειδοποιήσω το μοναστήρι της Λαύρας, να έρθουν να σε πάρουν διότι είσαι εδώ λησμονημένος και περιφρονημένος και να σε γνωρίσει το πλήρωμα του Αγίου Ορους και ολόκληρος η Ορθοδοξία, απάντησε έντρομος.
Και αμέσως η φωνή του Αγίου:
- Δεν κάναμε μαζί τους αγώνες. Και πώς εσύ θέλεις να ρυθμίσεις και να μετακομίσεις το λείψανό μου; Εγώ αγωνίστηκα εδώ πέρα 50 και παραπάνω χρόνια. Βάλε με σε παρακαλώ στη θέση μου. Και
τοποθέτησε την πλάκα στον τάφο. Και δεν θα φανερώσεις όσο ζεις σε κανέναν απολύτως τίποτε. Συνήλθε ο Γέρων Πανάρετος, εκάλυψε τον τάφο και ησύχασε πάντοτε προσευχόμενος εις τον ανώνυμο εκείνο Άγιο.
Όταν γήρασε ήλθε και κατώκησε στα Καυσοκαλύβια και λίγο προ του θανάτου του εγνωστοποίησε το γεγονός στους Πατέρες και σε έναν υποτακτικό που είχε χωρίς όμως να φανερώσει την τοποθεσία όπως επίσης και άλλες λεπτομέρειες.
Έτσι παρέμεινε άγνωστος.
Το γεγονός αυτό όμως το περιγράφει το βιβλίο "Αθωνικόν Γεροντικόν".

Ένας παπα-καλόγερος, Ιερεύς δηλαδή καλόγερος, τόσο πολύ κατενύχθη από τη διήγηση αυτή ώστε από εκείνην την ημέρα μέχρι της κοιμήσεώς του λειτουργούσε κάθε μέρα σε ένα απέριττο εκεί Εκκλησάκι.
Από δε τον Χερουβεικόν Υμνο και μετά, όπως διηγούνται, έβρεχε το δάπεδο του Αγίου Βήματος με ποταμούς δακρύων.
Γινόταν λάσπη το έδαφος διότι το Ιερόν Βήμα ήταν από χώμα.
Πολλές φορές του ήτο αδύνατο από την πολλή κατάνυξη να σηκώσει τα Τίμια Δώρα και να κάνει τη Μεγάλη Είσοδο.
Τα Αμφιά του, το Φελόνι του μπροστά, το Πετραχειλάκι του, το Στιχάρι εγίνοντο μούσκεμα από το πλήθος των δακρύων.
Από τότε άρχισε να αποκτά μια παράξενη συντριβή, μια συντριβή που ως ταπεινόν φρόνημα, ταπεινή έγινε η κίνησις, ταπεινός ο λόγος, ταπεινή η συμπεριφορά, όλα.
Επεκτείνετο και προς τους γύρω.
Και οι μοναχοί των γύρω Σκήτεων και οι κοσμικοί έβλεπαν μπροστά τους συνεχώς έναν συντετριμμένο παππούλη.
Και η θέα αυτή, και η όψις του αυτή ήταν για όλους πάρα πολύ ωφέλιμη.
Εδιδάσκονταν όλοι σιωπηλά από την ταπείνωση.


Ποίησόν με Κυρηναίον.

Μου διηγείτο κάποτε ένας Ιερεύς ότι σε μια Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία όταν έκαμε τη σιωπηλή αυτή Είσοδο με τα Άγια των Αγίων στα χέρια τα ένιωσε να βαραίνουν πολύ, να γίνονται ασήκωτα
όπως τα κρατούσε.
Λύγισε από το βάρος και στη μέση του Ναού σχεδόν γονάτισε.
Τρόμος τον έπιασε, τον κατέλαβε μην τυχόν και πέσουν από τα χέρια του τα Τίμια Δώρα.
Και κλαίγοντας - έκλαιγε και ο κόσμος - άρχισε σιωπηλά να Τον παρακαλεί, να Τον ικετεύει
να του δώσει τη δύναμη να σηκωθεί, να συνεχίσει. - Ο Θεός μου, φώναζε, ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ. Ουκ ειμί άξιος κληθήναι Λειτουργός Σου αλλά ποίησόν με Κυρηναίον Σου ίνα άρω τον Σταυρόν του Τιμίου Σώματος και Αίματος Σου. Κυρηναίον, Κύριε, Κυρηναίον, Κύριε, Κυρηναίον, Κύριε.
Και επειδή το φώναζε κάπως δυνατά το επαναλάμβανε και ο κόσμος μαζί του.
Και σαν να πήρε δυνάμεις και σιγά σιγά με μεγάλο κόπο και ιερά συγκίνηση και πολλά δάκρυα
έφερε τα Άγια των Αγίων πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Ο τόπος έλαμψε και μυριάδες Αγγέλων έψαλλαν θριαμβευτικές δοξολογίες για την Είσοδον του Μεγάλου Βασιλέως.
Και εκείνος παρέμεινε άφωνος, συγκινημένος, συνεπαρμένος, αγνώριστος από τις Θείες αλλοιώσεις.
Τι μέγιστον θαύμα ο καθαρός και άγιος Λειτουργός του Υψίστου!
Και δυστυχώς ουδέποτε εγώ ο ελεεινός.


Ο πατήρ Ευλόγιος και το θυμιάτισμα των Αγγέλων

Ενας Γέροντας ονόματι Πατήρ Ευλόγιος που εκοιμήθη το 1948 απεκάλυψε στον υποτακτικό του ότι σε μια γιορτή της Παναγίας και στη Μεγάλη Είσοδο της Θείας Λειτουργίας που εγίνετο στο εκκλησάκι ενός κελλιού της Σκήτης που ασκήτευε είδε πλήθος Αγγέλων να μαζεύονται μέσα στο εκκλησάκι και να θυμιατίζουν όλοι μαζί με θυμιατά τον Ιερέα που εισόδευε.
Αλλά ξαφνικά τι βλέπει!
Τα μάτια του έτσι μήπως πλανήθηκαν, μήπως δεν βλέπει καλά, όχι όμως η καρδιά του είναι χαρούμενη και χτυπά πολύ γλυκά από την ιερά συγκίνηση που ζει.
- Αλήθεια τι βλέπει; θα ρωτήσετε.
Τι είδε εκείνη τη στιγμή;
Την Υπεραγία Θεοτόκο να κρατάει στα χέρια της ένα ωραιότατο ουράνιο πέπλο με το οποίον σκέπαζε τον Ιερέα και τα Τίμια Δώρα, τον Βασιλέα των όλων.
Το θυμιάτισμα λοιπόν των Αγγέλων προς αυτήν τη μεγαλοπρεπή και ακατάληπτη σκηνή κατευθήνετο.
Όλο το εκκλησάκι λαμποκοπούσε από φως, από γλυκύτητα, από υπερκόσμια ευωδία, από εξαίσια ομορφιά και λαμπρότητα.
Τελείωσε η Είσοδος και όλα ήσυχα και ειρηνικά όπως πρώτα.
Μια ακατάληπτη γλυκύτητα και γαλήνη κυριάρχησε μέσα του στο μικρό εκκλησάκι, σε όλη τη Σκήτη, σε όλη τη φύση.


Κανόνας μοναχής για τον κεκοιμημένο πατέρα της

Κάποια μοναχή πριν από χρόνια με παρεκάλεσε να της δώσω κάποιον κανόνα ώστε με αυτόν να μπορεί να βοηθά λίγο τον πατέρα της που είχε πεθάνει χωρίς να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.
Βέβαια οι μνημονεύσεις στη Θεία Λειτουργία εγίνοντο πάντοτε καθώς επίσης μνημόσυνα, Τρισάγια κτλ.
Ζητούσε όμως κάτι περισσότερο για να το κάνει από μόνη της.
Λαμβάνοντας αφορμή από τον Πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, τα πόσα είχε κάνει για τον Γέροντά του εκτός της Θείας Λειτουργίας, διότι ως γνωστόν είχε κάμει 39 σαρανταλείτουργα συνεχόμενα, της συνέστησα και τα εξής:
Να διαβάζει κάθε βράδυ εκτός Κυριακής τον Κανόνα και μόνον τον Κανόνα από το πρώτο Μεγάλο Ψυχοσάββατο του Τριωδίου και σε κάθε ωδή να αναφέρει το όνομά του για να τύχει του ελέους του αγίου Θεού.
Επίσης της είπα να προσθέσει κατά δύναμιν ορισμένες στρωτές μετάνοιες καθώς και σταυρωτά κομποσχοίνια.
Μετά πάροδο περίπου 6-7 μηνών, μετά από κάποια πρωινή Ακολουθία, η εν λόγω μοναχή πήγε στο κελλί της για ημίωρη ανάπαυση.
Και λέγοντας την ευχούλα ξαφνικά, απροσδόκητα βρέθηκε στο σπίτι της.
Εκεί στην κουζίνα είδε τον πατέρα της περίλυπο, θλιμμένο.
Το πρόσωπό του είχε έναν απέραντο πόνο.
Σημειωτέο ότι η μοναχή και στον κανόνα που έκανε και στη Θεία Λειτουργία όταν μνημόνευε την ψυχή του ένιωθε μέσα της μια αγωνία μεταφυσική, όπως έτσι μπόρεσε λίγο να την χαρακτηρίσει, που συνοδεύετο από πολλή θλίψη, λες και ένιωθε τον αγώνα ή την αγωνία της ψυχής του.
Μόλις τον είδε έτσι τόσο περίλυπο, τον πλησιάζει και τον ρωτά:
- Πατέρα, πώς είσαι; Τι κάνεις; Είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι τώρα;
Της απάντησε με πολύ σιγανή φωνή ότι είναι σε μέρος σκοτεινό, απαίσιο, χωρίς άνεση, χωρίς παρηγοριά, χωρίς ελπίδα, τόπος απαρηγόρητος, θλιβερός, σκοτεινός.
Ακούσατε τι είπε;
Χωρίς ελπίδα, χωρίς παρηγοριά.
- Μα γιατί, πατέρα, ξαναρωτά η κόρη του η μοναχή; Εκεί δεν έχεις φως, δεν βλέπετε κι εσείς τον Θεόν να χαίρεστε, να ανακουφίζεστε;
Και εκείνος απαντά θλιμμένα;
- Άλλοι είναι αυτοί που βλέπουν τον Θεόν και χαίρονται μέσα στο φως.  Βρίσκονται σε άλλον τόπο. Εμείς χωρίς φως, χωρίς χαρά, χωρίς παρηγοριά, χωρίς καμμιά ελπίδα.
Και άρχισε να κλαίει εκείνος ο άντρακλας των ένα και ενενήντα.
Έκλαιγε ο άνθρωπος που ουδέποτε τον είχε δει να κλαίει ή να συγκινείται.
Σχίσθηκε η καρδιά της από αυτό το θέαμα και τον ρώτησε:
- Πατέρα, πες μου πώς μπορώ να σε βοηθήσω; Τι να κάνω για σένα;
Τότε εκείνος της έβαλε μια βαθειά μετάνοια και της φίλησε το χέρι πριν προλάβει να το τραβήξει και με μάτια που συνεχώς τρέχανε της είπε:
- Σε ευχαριστώ, παιδί μου, για τον Κανόνα που μου διαβάζεις και για όσα κάνεις για μένα. Πολύ με
ανακουφίζουν, πολύ.
Αμέσως εξαφανίστηκε και η μοναχή βρέθηκε πάλι στο κελλάκι της έχοντας στο δεξί της χέρι την αίσθηση της αφής από το φίλημα του πατέρα και τότε εκείνη ανεφώνησε:
- Ω Κύριε, ο των όλων Βασιλεύς και Κύριος, ο Θεός και Πατέρας ζώντων τε και κεκοιμημένων ελέησε τον πατέρα μου.
Τέκνα εν Κυρίω αγαπημένα αν θέλετε περισσότερα για τους κεκοιμημένους θα πρέπει να ακούσετε ξανά την 42η ομιλία μας.