Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 1992

35 Η Θεία Λειτουργία. Οι περιστάσεις τής ζωής καί η Θεία Λατρεία

Η έκσταση του ιερέα και του Γιαννάκη

Πριν από πολλά χρόνια, προ του 1940, στο Βόλο μια Μεγάλη Σαρακοστή γίνονταν μία Θεία Λειτουργία, ημέρα Κυριακή.
Τη Μεγάλη Σαρακοστή την Κυριακή τελούμε τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
Μέσα στο Ιερό Βήμα υπηρετούσε ένας μικρός τότε, νεαρός στην ηλικία, εκείνη την εποχή θα πρέπει να ήταν 10-12 χρονών περίπου, δεν θυμάμαι ακριβώς.
Το μικρό του το όνομα αυτού του παιδιού ήταν Γιάννης.
Ενας ευλαβής ιερεύς προπολεμικά έκανε τη Θεία Λειτουργία και όταν έφτασε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, γονάτισε ο ιερεύς και ύψωσε, ακούμπησε τα χέρια του στην Αγία Τράπεζα και όπως ήταν έτσι κοίταζε ψηλά και στο βάθος.
Παρέμεινε εκεί. ιεροψάλτης είπε μια φορά το "Σε υμνούμεν", το είπε δεύτερη φορά, το είπε τρίτη φορά.
Ο κόσμος όλος συγκινημένος.
Τότε δε γονάτιζαν οι πιστοί.
Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια μέχρι το έδαφος και αναλύθηκαν όλοι μέσα στο ναό σιγά σιγά σε λυγμούς, διότι η ώρα περνούσε και ο ιερεύς δεν έλεγε "Εξαιρέτως της Παναγίας".
Ο ψάλτης, ο δεξιός, είπε σε κάποιον άλλο να συνεχίσει και πάλι το "Σε υμνούμεν" και μπήκε μέσα στο Ιερό.
Είδε τον ιερέα να βρίσκεται σε αυτή τη στάση, σε έκσταση και το Γιαννάκη πεσμένο κάτω ανάσκελα λιπόθυμο.
Εκανε τον κύκλο.
Μάλλον βγήκε έξω, μπήκε από την άλλη πλευρά.
Έριξε νερό στο πρόσωπο του Γιαννάκη να συνέλθει και την ώρα βέβαια που συνερχόταν ο Γιαννάκης από τη λιποθυμία, εκείνη την ώρα σηκώθηκε και ο ιερεύς.
Του έδωσε ο ιεροψάλτης το θυμιατό και είπε το "Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου".
Η διάρκεια αυτή κράτησε περίπου τα 20 λεπτά.
Ρώτησαν τον ψάλτη.
Λέει:
- Δεν ξέρω.
Ο παπάς φαίνεται ήτο σε έκσταση.
Ο Γιαννάκης λιπόθυμος.
Ρωτούσαν το Γιαννάκη.
Ο Γιαννάκης δεν απαντούσε τίποτα.
Οπότε τον παρέλαβε και άρχιζε να τον πιέζει με ερωτήσεις μια κοπέλα τότε υποψήφια για μοναχή και σήμερα Ηγουμένη και Γερόντισσα στο μοναστήρι της Παπαδιάς.
Οσοι πάτε καμμιά φορά στο μέρος για επίσκεψη ρωτήστε για αυτό το γεγονός να σας το πει η ίδια με
δικιές της βέβαια λεπτομέρειες, εφ'όσον θελήσει να το πει.
Γιατί ασφαλώς θα υπάρχουν και κάποια άλλα πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε και δεν έφτασαν σε εμάς.
Τα γνωρίζουν αυτοί.
Αν τα πουν σήμερα ή όχι, αυτό δεν το ξέρω.
Επίεσε λοιπόν το Γιαννάκη και είπε ότι:
- Οταν έφτασε η στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, εμφανίστηκε ο Μέγας Βασίλειος, του οποίου η Θεία Λειτουργία ετελείτο, με όλην του τη μεγαλοπρέπεια, δορυφορούμενος υπό Αγγέλων μέσα στο Αγιον Βήμα.
Μη αντέχοντας να τον δει ο μικρός Γιαννάκης, έπεσε κάτω λιπόθυμος.
Αυτό ήτο.
Ο ψάλτης δεν είδε τίποτα και είδε μόνον ο Γιαννάκης.
Φαίνεται ότι η έκστασις και η παρουσία αυτή, αν συνομίλησε με τον Αγιο και αν είπε τίποτα ο Αγιος ή απλώς παρευρίσκετο Αρχιερεύς στη δική του Λειτουργία όπου ετελείτο από τον ευλαβέστατο εκείνον ιερέα, δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Δεν έχουμε καμμία άλλη πληροφορία.
Είναι η μόνη, αυτό το μεγάλο και αληθινό γεγονός, το οποίον σε κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται και επαναλαμβάνεται μόνο που τα δικά μας μάτια, τα θνητά, τα σάρκινα, τα αμαρτωλά, τα βρώμικα δεν μπορούν να δουν.

Τα χέρια της γυναίκας που δεν έλιωναν

Εδώ στον Πειραιά, πριν αρκετά χρόνια μεταξύ 1970 και 1974 καθαιρέθηκε ένας κληρικός, ο οποίος βέβαια μετά την καθαίρεση, επειδή ήταν μορφωμένος και συγχρόνως εκπαιδευτικός, εξασκούσε το
επάγγελμα του εκπαιδευτικού, ως κοσμικός, αλλά βέβαια ζήτησε μετάθεση και πήγε στην επαρχία και έμεινε εκεί μακριά.
Κάποιες γιορτές ήρθε να δει εδώ τους δικούς του και πέρασε από τη γειτονιά και μία κυρία τον γνώρισε και λέει σε κάποια άλλη:
- Ξέρει αυτός είναι καθηρημένος.
Αυτός ήταν παπάς και τον καθαίρεσαν.
Και σηκώθηκε η άλλη που μόλις το άκουσε, χωρίς μυαλό μέσα της, σήκωσε τα δυο της τα χέρια και τον φασκέλωσε από πίσω, όπως περπατούσε ο καθηρημένος εκείνος ιερέας.
Δεν πέρασε ένας χρόνος και η γυναίκα αυτή που μούντζωσε πέθανε.
Ηρθε η ώρα της, πέθανε.
Πήγαν στο νεκροταφείο.
Πέρασαν τα τρία χρόνια, εδώ στν Ανάσταση, πέρασαν τα τρία χρόνια και έγινε η εκταφή.
Βγήκε όλη λιωμένη εκτός από τα δυο χέρια, τα οποία ήταν ολόκληρα, ακέραια μαζί με το κρέας, σαν να τα είχαν βάλει στον τάφο εκείνη την ώρα.
Μαύρα ναι αλλά σαν να τα είχαν βάλει εκείνη την ώρα.
Απλώς βάψιμο, σαν να είχαμε μια μπογιά.
Αλλά το κρέας υπήρχε επάνω, δεν είχε λιώσει από μέσα.
Μαύρα, χοντρά, απαίσια στην όψη και με τα νύχια μεγάλα.
Φωνάξαν τον ιερέα του τμήματος εκεί, όσοι είστε από εδώ και πηγαίνετε στην Ανάσταση ξέρετε, διάβασε ευχή, μια, δυο, τρεις, τίποτα δεν έγινε.
Ειδοποιούν τον Μητροπολίτη.
Ηταν πρωινές ώρες.
Τότε ήταν Μητροπολίτης ο Χρυσόστομος στον Πειραιά, ο οποίος αμέσως πήρε το αυτοκίνητο και
ήρθε.
Βάζει το Πετραχείλι και το Ωμοφόριο, διάβασε αρχιερατική συγχωρητική ευχή, δεν έγινε τίποτα. Περίμεναν δηλαδή να γίνει κάτι.
Αλλά δεν έγινε τίποτα.
Ανάμεσα σε αυτούς τους συγγενείς και τους γνωστούς που παρευρίσκοντο στην εκταφή, ήτο και εκείνη η κυρία που ήτο γειτόνισσα και λίγο συγγενής με την πεθαμένη.
Αυτή που της είπε ότι αυτός ο παπάς είναι καθηρημένος.
Και το θυμήθηκε.
Και λέει αυτή:
- Κάτι πρέπει να έχει κάμει με τα χέρια της για να μην λιώνουν.
Και θυμήθηκε αυτή.
- Α, λέει, είναι αυτό.
Και είπε τι έγινε.
Είπε αμέσως να βρεθεί ο καθηρημένος ιερεύς, να βρεθεί.
Και πράγματι, δεν ξέρω για ποιους λόγους ήτο εκεί εκείνες τις ημέρες, μάλλον ήτο προς το καλοκαίρι και είχαν παύση τα σχολεία και ευρέθη τελικά.
Το απόγευμα της ημέρας ήρθε μαζί με τον Δεσπότη ξανά εκεί και παρουσία βέβαια των εκταφέων,
τα άλλα κομμάτια τα είχαν πάρει, εκείνα τα είχαν τοποθετήσει εκεί κάτω τέλος πάντων σε μια ...; τα φύλαγαν, και του είπε
- Κοίταξε να δεις, παιδί μου, εδώ, ό,τι έγινε έγινε τότε αλλά εδώ πρέπει να, πεις... Συνέβη αυτό χωρίς να το ξέρεις, εσύ μπορεί να καθαιρέθηκες αλλά η ιεροσύνη, η χάρις της ιεροσύνης δεν έφυγε,
είναι μέσα σου, κολλημένη και ενωμένη με το είναι σου και με την ψυχή σου.
Συγχώρησέ την.
Πες:
"Λελυμένη και συγκεχωρημένη".
Και ακούμπησε με τα χέρια σου τα χέρια της.
 Οταν είπε "Λελυμένη και συγκεχωρημένη" και πήγε να ακουμπήσει τα χέρια, έλιωσαν.
Αυτό έγινε μεταξύ 1970 και 1974, δεν θυμάμαι, παρόντος του ιερέως της εποχής εκείνης και των εκταφέων. Αυτά από πρώτο χέρι. Λοιπόν, ο παππούλης όποιος και αν είναι Λειτουργός Ιερεύς είναι κάρβουνο.
Αν είναι αγιασμένος, είναι αναμμένο θα σας κάψει.
Αν δεν είναι όποιος και αν είναι είναι πάλι κάρβουνο σβησμένο αλλά οπωσδήποτε θα μουντζουρωθείτε.
Ποιος έπιασε κάρβουνο και δεν μουντζουρώθηκε;
Ποιος έπιασε κάρβουνο και δεν κάηκε;
Μετά φόβου και τρόμου στη Θεία Λειτουργία ο παππούλης είναι εις τόπον και
τύπον Χριστού.
Βρίσκεται μπροστά στο φρικτό Γολγοθά και τελεί έστω και ανάξιος την αναίμακτη ιερουργία.



Λευκοί καπνοί

Κάποτε, αδελφοί μου, ένας ιερεύς λειτουργός, τέτοιες αγιασμένες μέρες, μου εδιηγήθη το εξής περιστατικό που συνέβη στη Μεγάλη Είσοδο με τα Τίμια Δώρα στα χέρια, παρουσία βέβαια και πολλών εκκλησιαζομένων χριστιανών.
Ηταν Σάββατο όμως.
Όπως στάθηκε στην Ωραία Πύλη και θα έλεγε "Και εις τους αιώνας των αιώνων" μόνον και από εκεί θα έκανε στροφή για να μπει μέσα χωρίς να κάνει μνημονεύσεις, εκεί έκπληκτος λοιπόν βλέπει καμμιά δεκαριά χριστιανούς, και από άνδρες και από γυναίκες, έτρεξαν γρήγορα κοντά του, έπεσαν εκεί στα πόδια του και άρχισαν να ψαχουλεύουν εκεί το Στιχάρι του, το πάτωμα εκεί να φτιάχνουν, κάτι τέτοια.
Δεν μίλησε όμως, μπήκε μέσα και συνέχισε τη Θεία Λειτουργία.
Μετά το Δι'ευχών και ενώ μοίραζε το Αντίδωρο, ζήτησε εξηγήσεις, λέει:
- Γιατί το κάνατε αυτό εσείς; κτλ.
 Και εκείνοι του απάντησαν ότι γρήγορα γρήγορα έτρεξαν διότι νόμιζαν ότι από το θυμιατό του νεωκόρου είχαν πέσει πάνω στο χαλάκι της Ωραίας Πύλης τα αναμμένα κάρβουνα τα οποία έκαιγαν το χαλί και έβγαζαν καπνό και θέλησαν να τα μαζέψουν.
Αυτά είπαν οι χριστιανοί.
- Είδατε τίποτα;
Λέει:
 - Οχι.
Εκτός από τον καπνό δεν είδαμε τίποτα άλλο.
 Τι ήταν αυτό;
Δεν απάντησε ο Γέροντας.
Αλλά και ο Ιερεύς όμως πηγαίνοντας προςτην Ωραία Πύλη, ενώ έλεγε "Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία Αυτού πάντοτε νυν και αεί" και φτάνοντας για να κάνει αυτή τη στροφή και να φτάσει εδώ, όταν έστρεψε λοιπόν λέγοντας "πάντοτε νυν και αεί" έβλεπε από τη βάση της Ωραίας Πύλης, πριν φτάσει εκεί, να ανεβαίνουν προς τα πάνω πυκνά σύννεφα λευκού καπνού. Αυτά είδαν και οι χριστιανοί και νόμιζαν ότι καίγονταν το χαλάκι από τα καρβουνάκια του θυμιατού του νεωκόρου.
Αλλά ο νεωκόρος ήταν μακριά όμως.
Ο νεωκόρος ήταν εκεί και οι λευκοί καπνοί έβγαιναν μπροστά από την Ωραία Πύλη.
Τι να ήσαν αυτοί οι λευκοί καπνοί;
Αυτούς τους λευκούς καπνούς τους είχε δει και ένας άλλος λειτουργός στο Αγιον Ορος να βγαίνουν από το ίδιο σημείο και πάλι στη Μεγάλη Είσοδο, να απλώνονται σε όλον το Ναό και να τον
πλημμυρίζουν από άρρητη, παράδοξη ευωδία.
Εμοιαζαν σαν λευκογάλανη ομίχλη φωτεινή η οποία απλώθηκε σε όλο το Ναό, τον ευωδίασε, αισθάνθηκαν όλοι την ευωδία, όλοι ρούφηξαν, απόλαυσαν αυτή την ομίχλη, τρόπον τινά την έβαλαν μέσα τους και σιγά σιγά βέβαια εξαφανίστηκε.
Πολλά τα θαυμαστά μέσα σε κάθε Θεία Λειτουργία και θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε "Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε" σε εμάς τους αμαρτωλούς και αναξίους.



Δώρα εξ ουρανού
 
Ο Οσιος Ιερομόναχος παπα-Τύχων, Ρώσος την καταγωγήν, ασκήτεψε  για 60 χρόνια στον Αθωνα.
Είχε τη συνήθεια από τη μεγάλη του ευλάβεια στην Παναγία να διαβάζει και να λέει από στήθους πολλές φορές τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κλαίγοντας.
Ενα θαύμα της Παναγίας στάθηκε αιτία για να αποφασίσει ο παπα-Τύχων τη μοναχική του αφιέρωση και έτσι να έλθει στο Αγιον Ορος.
Εκοιμήθη το 1968 σε πολύ μεγάλη ηλικία.
Στη Σιβηρία, από όπου καταγόταν, είχαν πολύ στάρι και το ψωμί τους ήταν άσπρο πάντοτε. Περιόδευε λοιπόν στα ρωσικά μοναστήρια όταν ήταν νέος και κάποτε έφθασε στη Μόσχα.
Εκεί έτρωγαν όμως μαύρο ψωμί που δεν το είχε συνηθήσει αυτός για αυτό και δεν μπορούσε να το φάει.
Έτσι έμεινε για πολλές μέρες νηστικός.
Έτρωγε μόνον αποφάγια.
Περνώντας κάποτε έξω από έναν φούρνο βλέπει μια γυναίκα ωραιοτάτη να του προσφέρει ένα κάτασπρο ψωμί και ζεστό. Χρήματα δεν είχε για να πληρώσει ρούβλια.
Μπήκε όμως, αφού η γυναίκα βγήκε από το φούρνο και ξαναμπήκε μέσα, θέλησε να μπει μέσα στο
φούρνο να βρει την γυναίκα αυτή και να την ευχαριστήσει.
- Πού είναι η γυναίκα αυτή, λέει, που μου έδωσε το ψωμί; ρώτησε το φούρναρη.
- Καμμιά γυναίκα, λέει, δεν βγήκε από το μαγαζί μου. Οπως βλέπεις είμαι μόνος. Αλλωστε ούτε και έχω άσπρο ψωμί που κρατάς τώρα στο χέρι σου. 
Ο νεαρός κοίταξε το άσπρο αχνιστό ψωμί που κρατούσε στα χέρια του και βέβαια βούρκωσαν τα μάτια του από ιερή συγκίνηση. 
Τότε μέσα του τον πληροφόρησε ότι αυτό ήτο δώρον της Παναγίας που τον καλούσε κιόλας για να τηνυπηρετήσει.
Ευχαρίστησαν όμως και οι δύο την Υπεραγία Θεοτόκο και ο φούρναρης πήρε ένα κομματάκι για ευλογία.
Με το λευκό αυτό ψωμί ο παπα-Τύχων τρεφόταν σε όλο το διάστημα της μεγάλης εκείνης προσκυνηματικής του περιοδείας.
 Υστερα από αυτό  αποφάσισε να γίνει μοναχός. Ενα τέτοιο φαινόμενο και καλύτερο
και ζωντανότερο είχαμε με τον νέον Αγιο της Εκκλησίας μας, τον
απλοϊκό ποιμένα των απλών προβάτων, τον Αγιο Νικόλαο, τον
παπα-Νικόλα τον Πλανά, ο οποίος θέλησε να λειτουργήσει και περίμενε βέβαια...
Οι γυναίκες που εγνώριζαν ότι θα λειτουργούσε και λειτουργεί κάθε μέρα ότι θα του φέρουν πρόσφορο. Προχωρούσε ο Ορθρος και το πρόσφορο δεν εμφανιζόταν. Πώς τώρα; Τόσα χρόνια έκανε Θεία Λειτουργία και τώρα θα τη διακόψει; Δηλαδή μία μέρα να μη λειτουργήσει; Αυτό του ήταν
αδιανόητο.
Και άρχιζε σα μωρό π αιδί να κλαίει. Δεν είχεπρόσφορο.
Και έκλαιγε.
Δεν μπορούσε να κάνει Θεία Λειτουργία και έκλαιγε.
Και τότε βγαίνει χαρούμενος έξω στον κόσμο κρατώντας ένα μικρό προσφοράκι, τόσο, με τη σφραγίδα επάνω μονάχα, τόσο μικρό όσο φαινόταν μονάχα η σφραγίδα, οι τρεις που χρειαζόταν
για να γίνει η Θεία Λειτουργία.
- Κοιτάξτε, λέει, τι μου έστειλε ο καλός Θεός πάνω στην Αγία Τράπεζα, ένα φρέσκο, μυρωδάτο πρόσφορο.
Ετσι θα συνεχίσουμε και σήμερα Θεία Λειτουργία. Αν και νομίζω ότι ούτε αυτό χρειάζονταν, αφού ήρθε από τον ουρανό, ουράνιο άρτο.
Εγινε ύστερα και η μεταβολή.
Ποιος ξέρει τι Θεία Κοινωνία θα ήταν εκείνη την ημέρα. Αυτά τα Μυστήρια τα ακατάληπτα ζούμε σε κάθε Λειτουργία.
Απλές αιτήσεις
φαίνονται και όμως πόσα μυστήρια αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια μας.






 

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 1992

34 Η Θεία Λειτουργία. Ο ναός, ο λαός καί η πόλις αύτων

Ενας ταπεινός ιερέας που έλαμπε

Ενας Επίσκοπος περιοδεύοντας στην επαρχία του έφτασε ένα Σάββατο βράδυ σε ένα χωριό.
Πρώτη φορά παιρνούσε από εκεί και ζήτησε όταν έφτασε και τον φιλοξένησε ο πρόεδρος του χωριού να δει τον παπά.
Του λένε:
- Είναι στο χωράφι. Δεν ήρθε ακόμα. Υστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του, ντυμένος βέβαια με τα ρούχα της δουλειάς, και καταλαβαίνετε σε ποια κατάσταση ήτο.
Δεν έμεινε ευχαριστημένος ο Δεσπότης.
Τον ήθελε πιο ευπρεπισμένο.
Την άλλη Κυριακή, την άλλη μέρα ήταν Κυριακή.
Ετοιμάστηκε ο παπάς για τη Θεία Λειτουργία μπροστά στο Δεσπότη.
Ο Επίσκοπος, ο οποίος θα παρευρίσκετο στη Θεία Λειτουργία οπότε θα την παρακολουθούσε από το Θρόνο τον επισκοπικό και εν συνεχεία από το Ιερό Βήμα θα εύρισκε ασφαλώς πολλά λάθη σε εκείνον τον αγροίκο παπά.
Παράδοξο όμως όταν ο παππούλης έβαλε "Ευλογημένη η Βασιλεία", εκείνος ο ιερεύς σκεπάστηκε από ουράνιο φως που τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε ολόκληρο, χωρίς να τον καίει.
Και αυτό μέχρι το "Δι' ευχών", μέχρι το τέλος.
Αφού μοίρασε Αντίδωρο ο ιερεύς στους εκκλησιαζομένους χριστιανούς του χωριού και τελείωσε το μοίρασμα, πέρασε μέσα.
Μέσα ο Δεσπότης πήγε κοντά του και έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρεση για την κατάκριση που έκανε μέσα του για αυτόν και ζήτησε να τον ευλογήσει.
Ο απλοϊκός εκείνος ιερέας σάστισε.
- Πώς είναι δυνατόν, λέει, ο ανώτερος να ευλογηθεί από τον κατώτερό του. Συ ευλόγησέ με Αγιε Δέσποτα.
- Αδύνατον να ευλογήσω εκείνον που στέκεται μέσα στη θεϊκή άκτιστη φλόγα όταν ιερουργεί στο Πανάγιον Θυσιαστήριον. Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται, απάντησε ο Δεσπότης.
Και ο ιερεύς ρωτάει:
- Υπάρχει τάχα, Σεβασμιότατε Δεσπότη, παπάς που να τελεί τη Θεία Λειτουργία και να μη κυκλώνεται από το ουράνιο φως;
Αυτή ήταν η απορία του ιερέως, του απλοϊκού εκείνου παππούλη.
Τι να απαντήσει ο Επίσκοπος σε εκείνον τον παπά που έβλεπε το υπερφυσικόν σαν το πλέον φυσικότερο πράγμα μέσα στη Θεία Λατρεία;
Για αυτό θαύμασε και την καθαρότητα και την ταπείνωση και την αγιότητα εκείνου του ιερέως από το χωριό και έφυγε ωφελημένος και διδαγμένος από πάρα πολλά πράγματα.


Ο Επίσκοπος που αμάρτησε και μετάνιωσε

Στο Γεροντικό αναφέρεται η εξής ιστορία.
Ισως να την έχετε διαβάσει, ίσως όχι.
Κάποτε ένας Επίσκοπος έπεσε σε μία μεγάλη αμαρτία.
Την άλλη μέρα ήταν γιορτή.
Πήγε λοιπόν στην εκκλησία που γιόρταζε, που πανηγύριζε, και οπωσδήποτε βέβαια ο πολύς λαός
της Μητροπόλεως θα ήταν συγκεντρωμένος εκεί.
Ανέβηκε στον άμβωνα, έβγαλε το ωμοφόριό του, το σύμβολο της αρχιεροσύνης, το άφησε κάτω και μπροστά σε όλους ομολόγησε το αμάρτημά του και κατέληξε:
- Παραιτούμαι. Είμαι ανάξιος. Φεύγω. Δεν μπορώ. Τα παρατάω. Δεν είμαι άξιος πλέον να σας ποιμαίνω εγώ. Να διαλέξετε έναν καινούριο και να σας ποιμαίνει και να σας λειτουργεί και να
σας κηρύττει και να σας εξομολογεί κτλ.
Και έκανε να κατέβει από τον άμβωνα και να φύγει.
Ο κόσμος λοιπόν επαναστάτησε.
Τον εμπόδισε.
Τον συγκράτησε.
- Στάσου εκεί, του λέει. Δεν σε αφήνουμε. Μείνε στη θέση σου. Τον αγαπούσαν τόσο πολύ.
- Και ας πέσει επάνω μας η αμαρτία σου.
Φοβερό.
Φοβερός λαός αυτός.
Πολλή μεγάλη η αγάπη.
- Εμείς σε θέλουμε για πατέρα, φώναξαν όλοι με μια φωνή.
Συγκινημένος ο Επίσκοπος από την αγάπη του λαού του είπε:
- Αν θέλετε να μείνω, αν και είμαι ανάξιος, τότε θα κάμετε ότι θα σας πω, διαφορετικά φεύγω.
- Θα κάνουμε, συμφώνησαν όλοι μαζί, ότι θέλεις. Πες μας μονάχα, αρκεί να μείνεις.
- Θα πάω και θα ξαπλώσω μπροστά στην πόρτα ανάσκελα και θα βγείτε όλοι και βγαίνοντας θα πατάτε πάνω στο στήθος μου. Και θα με φτύνετε. Και θα μου λέτε και Θεός σχωρέστον. Τότε θα μείνω. Ολοι σας μέχρι ενός.
- θα το κάνουμε, είπαν παρόλο που δεν ήθελαν γιατί ήταν και αυτό φοβερό.
Χωρίς να υπάρξει κάποτε αμαρτία όλο αυτό για να σε πράξει από ηγούμενο.
Να κάτσει στην πόρτα και είπε να περάσουν όλοι από πάνω του.
Έτσι κερδίζουν οι ψυχές.
Οι χριστιανοί για να μην τον χάσουν λοιπόν το έκαναν αυτό.
Πατούσαν επάνω του.
Ο,τι τους είπε.
Οταν πέρασε και ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή εξ ουρανού, την οποία άκουσε και ο Επίσκοπος και οι χριστιανοί.
- Διά την πολλήν του μετάνοια και ταπείνωση, συγχωρέθηκε η αμαρτία του. Μόνον έτσι νικιέται ο
δαίμονας και ο κάθε συκοφάντης των ιερέων.
Οταν όμως ο ιερεύς είναι καλός, τίμιος και ηθικός και ελέγχει και καυτηριάζει την αμαρτία και τα διεστραμμένα έργα του λαού, τότε και μισείται και συκοφαντείται.
Διαβάλλεται οπωσδήποτε.



Για την ευχή

Θυμήθηκα να μου την διηγείται το ίδιο πράγμα ένας πεπειραμένος ασκητής στο Αγιον Ορος, το 1965. Ακούστε την.
Μια ψυχή κάνει προσευχή μία ώρα, δύο ώρες, τρεις ώρες, τέσσερις, πολλή προσευχή.
Σκύβει, βυθίζει τον εαυτό της, επαναλαμβάνει συνέχεια το όνομα του Κυρίου.
Και μέσα στην ησυχία και σε μια κατάσταση που δεν μπορεί να αιωρήσει η ψυχή εμφανίζεται μπροστά της, μπροστά στην ψυχή, όχι μπροστά της, όχι έτσι μπροστά εδώ σε αυτή τη στάση, μπροστά στην ψυχή, την προσευχομένη ψυχή, την ευρισκομένη εν εκστάσει, ο διάβολος ολόκληρος, ο οποίος διάβολος πέφτει στα γόνατα και της λέει:
- Σε παρακαλώ - ο διάβολος να παρακαλεί, ο διάβολος που είναι ο φόβος και ο τρόμος των
χριστιανών, των δειλών δηλαδή και των ολιγοπίστων, ο διάβολος γονατίζει και παρακαλεί - σε παρακαλώ, της λέει, μη λες αυτό το όνομα, σε παρακαλώ μην το λες.
Πριν από την προσευχή όμως είχε θυμηθεί κάποια αμαρτία την οποία είχε ξεχάσει, παιδική, και
είπε:
- Α, και αυτήν πρέπει να την πω.
- Και αυτήν μην την πεις στον παπα-Στέφανο. Και άμα δε λες αυτό το όνομα εγώ θα σου
χαρίσω όλον τον κόσμο.
Είπε ό,τι είπε και στον Χριστόν.
- Προσκύνησέ με και όλη αυτή η Κτίσις θα γίνει δική σου.
Το ίδιο πράγμα περίπου είπε.
Δεν του είπε "Πέσε, προσκύνησέ με", είπε "Μη λες το όνομα, μην προσκυνάς το όνομα του Κυρίου και εγώ θα σου χαρίσω όλον τον κόσμο. Θα σου δώσω όση δόξα θέλεις και εξουσία και δύναμη" και επειδή επρόκειτο για νεαρό άτομο είπε "και έρωτες πολλούς, θα σέρνονται στα πόδια σου. Μόνο μη λες αυτό το όνομα".
Η ίδια ακριβώς σκηνή πριν από 8 χρόνια, το ίδιο ακριβώς πράγμα είχε υποσχεθεί και σε εκείνον τον ασκητή: "Μη λές το όνομα και εγώ θα σε κάμω Πατριάρχη".
- Εχω τη δύναμη - γιατί είχε βγάλει Φιλολογία, είχε κάποια τυπικά προσόντα - μη λες μόνο
αυτό το όνομα.
Τώρα λοιπόν τι λέτε, θα το λέμε ή δεν θα το λέμε; Θα το λέμε, θα το λέμε και θα το φωνάζουμε μέρα νύχτα όπως ακριβώς λέγαμε και την προπερασμένη Πέμπτη με τον ανώνυμο εκείνο ησυχαστή όπου τέτοια ήταν και η εντολή της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναγίας Μητρός του Κυρίου.
- Θέλεις όλοι αυτοί οι δαίμονες να εξαφανιστούν; Θα φωνάζεις το όνομα του Υιού μου και το όνομα το δικό μου. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με. Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
Αμήν.


34 Η Θεία Λειτουργία. Η αρχιερωσύνη,ιερωσύνη


Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 1992

33 Η Θεία Λειτουργία. Ο ιερός ναός καί τά τελούμενα εν αυτώ

Η δύναμη της ευχής, από το βιβλίο "Νηπτική Θεωρία"

Κάποιος μοναχός, αδελφοί μου, αποκαλούμενος Απελπισμένος, στο βιβλίο "Νηπτική Θεωρία", διηγείται δήθεν για κάποιον άλλο ότι ήρθε την ώρα που προσηύχετο με την ευχούλα, με το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", σε έκσταση και βλέπει ένα άπειρο πλήθος από δαίμονες, σαν τον άμμο της θαλάσσης ήσαν, τόσοι πολλοί, να του επιτίθενται γεμάτοι λύσσα.
Οι διαθέσεις τους ήσαν φονικές.
Από όλα τα μέρη, αγριεμένοι φοβερά, ορμούσαν εναντίον του για να τον κατασπαράξουν.
 Συνήλθε τρομαγμένος και έντρομος τρέχει προς την Εκκλησία.
- Πού θα καταφύγω; αναρωτήθηκε μες στον λογισμό του. Πού αλλού παρά στο φρικτό Γολγοθά, στην Αγία Τράπεζα, όπου καθημερινά με δάκρυα και με συντριβή ιερουργώ τα Πανάχραντα
Μυστήρια. Θα πέσω λοιπόν εκεί στα πόδια του Χριστού και της γλυκυτάτης Παναχράντου μητρός Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Εχοντας αυτά στο νου και στο λογισμό του, τρέχοντας φτάνει στο Ναό.
Μπαίνοντας μέσα, βλέπει τον Κύριο και την Θεοτόκο στις εικόνες του Τέμπλου σαν ζωντανούς με βασιλική δόξα.
Το Θείο πρόσωπο του Κυρίου είχε μια ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά και από τον ήλιο.
Ολο το εκκλησάκι ήταν λουσμένο από την θεϊκή Του ακτινοβολία.
Τα πάντα εστολίζονταν λαμπροφόρα, οι κανδήλες, τα κεράκια, τα λίγα στασίδια, τα αναλόγια των ψαλτών, ο μικρός πολυέλαιος που ήταν κρεμασμένος από πάνω, το μικρό Δεσποτικό, το Αγιον Βήμα, η Αγία Τράπεζα, τα άμφια, τα εξαπτέρυγα, η Αγία Πρόθεσις.
Τα πάντα ήσαν ολόλαμπρα, γεμάτα φως και δόξα και προπαντός βέβαια οι αγιογραφίες, οι τοιχογραφίες, γύρω γύρω μέσα στο Ναό.
Παρούσα λοιπόν και λαμπροφορεμένη και δεδοξασμένη η θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Ο μοναχός εκείνος, ο ιερεύς και ασκητής δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει το Πρόσωπον της Τρισηλίου δόξης του Κυρίου, μόνο προσκύνησε.
Αγγιξε ή δεν άγγιξε το προτεινόμενο χέρι του Κυρίου για ασπασμό.
Με φόβο τώρα λοιπόν πλησιάζει στην εικόνα της Παναγίας, ασπάζεται το παρθενικό της χέρι, πάνω στην εικόνα και τολμά να την κοιτάξει στο πρόσωπον.
Στην αγία της αγκαλιά είδε το θείον βρέφος, καθισμένο σαν σε θρόνο χερουβεικό και ήταν τόσο ταιριαστό το θεϊκό αυτό σύμπλεγμα όσο η ομορφιά και η ευωδεία σε έναν πανάλευκο κρίνο ή σε ένα
μπουκέτο από μυρωμένα τριαντάφυλλα.
Η ομορφιά και η ευωδεία.
Η Θεοτόκος κοίταζε τον ιερέα με άπειρη γλυκύτητα και με τόση πραότητα ώστε εκείνος πήρε θάρρος και ρώτησε:
- Παναγία μου, γλυκειά μου Παναγία και μητέρα του Ιησού μου, πώς θα γλυτώσω από
τους δαίμονες που με κυνηγούν;
Και η απάντησις:
- Με το όνομα του Υιού μου και με το όνομα το δικό μου θα νικάς και θα εξολοθρεύεις τους δαίμονες, απάντησε η Θεοτόκος.
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.
Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με.
Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
Υπεραγία Θεοτόκε βοήθοι μοι.
 Και εδώ μέσα στο Ναό, και στο κελλάκι και έξω και εργαζόμενος και ησυχάζων, παντού και
πάντοτε, το όνομα του Υιού μου και το όνομα το δικό μου.
Ο μοναχός ιερεύς έκανε μια στρωτή μετάνοια και βγήκε έξω από το εκκλησάκι και φώναξε με όλη του τη δύναμη:
- Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Θεοτόκε Παρθένε, Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία. Και αμέσως οι ανίσχυροι, οι αδύνατοι, οι δειλοί δαίμονες εξαφανίστηκαν όλοι από μπροστά του ως αστραπή.



Παραδείγματα Επισκόπων που δεν επέτρεψαν σε βασιλείς να εισέλθουν σε Ναό.

Η εκκλησιαστική ιστορία αναφέρει συγκινητικά παραδείγματα τέτοιων Επισκόπων.
 Θα αναφέρουμε τρεις:

Ο πρώτος ήταν στην Αντιόχεια.
Οταν ο βασιλεύς υπέπεσε σε θανάσιμο αμάρτημα και ήθελε την ημέρα της γιορτής να μπει στον Ναό, ο τότε Επίσκοπος της Αντιοχείας, ο Αγιος Βαβίλας, τον εμπόδισε να μπει μέσα.
Του είπε πως αν ειλικρινά μετανοήσει και εκτελέσει τον κανόνα της μετανοίας του, τότε μονάχα θα μπει.
 Επρεπε δηλαδή να κάνει, τι του είπε, δημόσια δήλωση της αμαρτίας του, ακούτε τι ζήτησε, δημόσια δήλωση της αμαρτίας του, να ομολογήσει τη μετάνοιά του, να δεχθεί τον κανόνα του.
Για αυτό ή θα καθόταν στο Νάρθηκα όλοι που ήσαν υπό κανόνα, ας ήταν βασιλιάς, εκεί στο Νάρθηκα, ή θα έφευγε.
Εκείνη την ημέρα μέσα δεν θα έμπαινε στο Ναό.
Και ο βασιλεύς, μετά το Χριστός Ανέστη, που ειπώθηκε έξω, μάζεψε την ακολουθία του και σηκώθηκε και έφυγε.
Καλά του έκανε.
Ποιος Επίσκοπος και ποιος Ιερεύς το κάνει σήμερα; Κανένας.

Δεύτερο παράδειγμα.
Το έχουμε από τον Αγιο Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων, που δεν επέτρεψε στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου τον Θεοδόσιο τον Μέγα να μπει μέσα στο Ναό, γιατί είχε διατάξει το φόνο χιλιάδων ανθρώπων στη Θεσαλλονίκη.
Είναι γνωστό αυτό ιστορικώς.
Επρεπε να κάνει δημόσια δήλωση της μετανοίας, να πάρει τον κανόνα του και ύστερα να μπει μέσα στο Ναό του Θεού.

Και το τρίτο παράδειγμα.
Είναι από τον Μέγα Φώτιο, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που δεν επέτρεψε στον αυτοκράτορα Φωκά να εισέλθει στο Ναό της Αγίας Σοφίας γιατί είχε σκοτώσει τον προκάτοχό του για να του πάρει τον θρόνο.
Μόλις λοιπόν ανακηρύχθηκε βασιλεύς, θέλησε να μπει στο Ναό της του Θεού Σοφίας.
Βγήκε ο Μέγας Φώτιος στην είσοδο του Ναού, όσοι έχετε πάει στην Αγία Σοφία θα ξέρετε, εγώ δεν πήγα, δεν ξέρω πως είναι ο Ναός, πρώτα του λέει έμπρακτη μετάνοια και ομολογία εδώ, μπροστά στο Ναό, σε όλον τον κόσμο, ύστερα ο κανόνας και ύστερα θα εισέλθεις ως αυτοκράτορας στο Ναό της του Θεού Σοφίας.
Το ίδιο ασφαλώς θα έκαναν και άλλοι και Ιερείς και Επίσκοποι ζηλωταί οπωσδήποτε.
Σήμερα τι γίνεται;
Τίποτα απολύτως.



Ο Αγιος Λουκιανός - Το στήθος του Αγία Τράπεζα

Ο Αγιος μάρτυς Λουκιανός επρόκειτο να πεθάνει μαρτυρικά για την πίστη του Χριστού την αγία.
Ητο ήδη φυλακισμένος.
Ναός στη φυλακή δεν υπήρχε αλλά και δεν μπορούσε να μετακινηθεί, όχι μόνο γιατί ήταν δεμένος με αλυσίδες αλλά και γιατί την προηγουμένη μέρα είχε βασανιστεί σκληρά για να υποκύψει και να δηλώσει ότι προσκυνά τα είδωλα και αρνείται τον Χριστόν.
Οπως ήτο λοιπόν καταπληγιασμένος, ξαπλωμένος κάτω, δεμένος με τις αλυσίδες, και επειδή ήτο Ιερεύς ετέλεσε ο ίδιος πάνω στο στήθος του, μέσα σε φρικτούς και δυνατούς πόνους τη φρικτοτάτη θυσία της Θείας Λειτουργίας χρησιμοποιώντας βέβαια τον Αρτον και τον Οίνον που τους έφεραν κρυφά σαν Τίμια Δώρα εκεί στη φυλακή.
Στη φυλακή όμως δεν ήταν μόνος.
Υπήρχαν και άλλοι χριστιανοί, υποψήφιοι και αυτοί μάρτυρες και μελλοθάνατοι για τον Χριστόν.
Ολοι μαζί έκαναν έναν κύκλο γύρω από τον Αγιο Λουκιανό σε σχήμα Ναού και Αγγέλων και Αγίων και κάλυπταν έτσι από πάνω το μάρτυρα αλλά και σαν ασφάλεια για να μην πάρουν είδηση οι δήμιοι και οι δεσμοφύλακες ειδωλολάτρες τα τελούμενα της Θείας Λειτουργίας.
Φύλαξαν δηλαδή το μεγάλο Μυστήριον, το φύλαξαν από τα βέβηλα μάτια των ειδωλολατρών.
Σκεφθείτε σεβασμός.
Τι έγινε εκείνη τη στιγμή με τον Αγιο Λουκιανό και για εκείνους που ήσαν παρόντες!
Να είχαμε μάτια να μπορούσαμε να το δούμε!
Να είχαμε μάτια να μπορούσαμε να το δούμε!
Ενας Ιερεύς για χρόνια παρακαλούσε τον Αγιο Λουκιανό που έφερε το όνομά του, ο Πατήρ Λουκιανός:
- Δείξε μου τι γινόταν, τι έγινε εκείνη την ημέρα, εκείνη τη στιγμή.
Και όταν λοιπόν τον ρωτούσαμε:
- Σας έδειξε; Δεν απαντούσε ούτε ναι, ούτε όχι. Φαίνεται ότι κάτι του έδειξε.


Οι παλάμες των Διακόνων Αγία Τράπεζα

Δεύτερο παράδειγμα.
Ο Αγιος Θεοδώρητος μας πληροφορεί τα εξής για τον Αγιο ερημίτη τον Μάρις, τον Αγιο Μάρις:
Οταν ύστερα από 38 ολόκληρα χρόνια έγκλειστον βίον και σκληρών ασκήσεων, θέλησε να λειτουργηθεί - δεν είχε λειτουργηθεί 38 χρόνια - και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων - 38 χρόνια χωρίς Θεία Κοινωνία , χωρίς Θεία Λειτουργία εκουσίως.
Αυτήν του την επιθυμία την είπε στον Αγιο Θεοδώρητο όταν τον επισκέφθηκε και άνοιξε την πόρτα την έγκλειστον για να δεχθεί επισκέπτες δέχθηκε σαν πρώτο επισκέπτη τον Αγιο Θεοδώρητο που είχε πάει να τον επισκεφθεί μαζί με δύο Διακόνους του υποταχτικούς.
Και του είπε ότι:
- Θέλω να τελεστεί η Θεία Λειτουργία και να κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων. Αύριο με καλεί ο Κύριος.
Τότε εκείνος ευθύς αμέσως και πρόθυμα ετέλεσε την κοσμοσωτήριον Θείαν Λειτουργίαν χρησιμοποιώντας για Αγία Τράπεζα, τι λέτε; τα χέρια, τις απλωμένες παλάμες των δύο Διακόνων. Φρικτός Γολγοθάς και νοητόν θυσιαστήριον τα χέρια και οι παλάμες των δύο Διακόνων.

 Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε.

Βέβαια αυτές είναι μια δυο εξαιρέσεις που γίνονται κάθε χίλια χρόνια αλλά απαραίτητες όταν οι περιστάσεις το απαιτούν.
Η Αγία Τράπεζα λοιπόν και το Αντιμήνσιον και τα στήθη των μαρτύρων και οι παλάμες των Ιερών Διακόνων.


Το όραμα του Αγίου Ερμά

Ο Αποστολικός Πατέρας Ερμάς στο βιβλίο του όπου λέγεται Ποιμήν μας περιγράφει μιαν οπτασία την οποία είδε ο ίδιος.
Είναι Αποστολικός Πατήρ, μαθητής των Αποστόλων.
Εξι νεαρά παλικάρια που βοηθούνται όμως και από πολλούς άλλους χτίζουν όλοι μαζί έναν τεράστιο πύργο πάνω στα νερά μιας μεγάλης περίεργης λίμνης.
Το χτίσιμο του πύργου γίνεται μόνον από πέτρες αλλά είναι τόσο τέλειο το χτίσιμο ώστε να μη διακρίνονται οι αρμοί, τα χωρίσματα, οι ενώσεις της μιας πέτρας με την άλλη.
Τόσο τέλειο είναι το χτίσιμο.
Τότε παρουσιάζεται η επιβλητική μορφή μιας σεβαστής κυρίας που του λέει του Αποστολικού Πατρός Ερμά:
- Ο πύργος που βλέπεις να χτίζεται είμαι εγώ η Εκκλησία. Χτίζεται δε επάνω στα νερά γιατί η ζωή μας, η ψυχή μας, σώθηκε και θα σώζεται πάντοτε με τα νερά του Αγίου Βαπτίσματος. Διότι μέσα από
το Αγιον Βάπτισμα περνά η σωστική χάρις που απορρέει από τη Σταυρική Θυσία του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, συμμετέχοντας έτσι στην τριήμερη ταφή και Ανάσταση του Κυρίου, όποιος δηλαδή
βαπτίζεται. Οι έξι νεαροί είναι οι Αγιοι Αγγελοι και οι πέτρες είναι οι Απόστολοι και οι διάδοχοι των Αποστόλων, σεις οι Αποστολικοί Πατέρες και οι διάδοχοί σας, οι Επίσκοποι, οι Πρεσβύτεροι και οι Διάκονοι όλων των αιώνων μέχρι της συντελείας που έζησαν και που θα ζήσουν σεμνά και ορθά, που υπηρέτησαν με πίστη πολλή τον Ευαγγελικό Λόγο και διακόνησαν με αγάπη και φόβο το λαό του Θεού. Αλλοι ζούνε ακόμα, άλλοι έχουν κοιμηθεί και θα έρθουν και άλλοι και άλλοι και άλλοι... μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.
Οι πάντες και τα πάντα είχαν αρμονία μεταξύ τους, ήσαν σύμφωνοι και ειρήνευαν.
Και η μεγαλόπρεπος σεβαστή κυρία, δηλαδή η Εκκλησία ρώτησε:
- Εως πότε;
Δηλαδή έως πότε θα υπάρχει αυτή η αρμονία και η συμφωνία μεταξύ τους;
Και εξαφανίστηκε.
Το θείον όραμα του Αγίου Ερμά χάθηκε και ο Αποστολικός Πατήρ συνήλθε.
Το έργον της οικοδομής συνεχίζεται αλλά με πολλά πολλά εμπόδια.



Το όραμα του Νικολάου Πρωτοπαππά

Προχθές κάναμε την αγρυπνία της Αγίας Αικατερίνης.
Ο συλλειτουργός, Πατήρ Δημήτριος, μου διηγήθηκε το εξής γεγονός το οποίον το άκουσε ο ίδιος με τα αυτιά του, το είπε σε μένα και εγώ του υποσχέθηκα να το πω σε σας.
Κάποιος Ιερομόναχος ονόματι, θα πούμε το όνομά του, βρίσκεται στη ζωή ο άνθρωπος, μπορείτε να τον ρωτήσετε, πατήρ Νικόλαος Πρωτοπαππάς, διευθυντής στην Εκκλησιαστική Σχολή της Τήνου και για ένα διάστημα διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ισως ορισμένοι να τον έχετε ακούσει.
Είχε ένα δώρο, μια ευλογία από τον Επίσκοπο που τον χειροτόνησε, τον μακαριστό και αείμνηστο Νικόλαο Χαλκίδος.
Ποια ήταν η ευλογία;
Ενα κομποσχοίνι των 100.
- Να το έχεις, του λέει, τυλιγμένο στο χέρι σου. Και όταν θυμάσαι ή όταν έχεις δυσκολίες και για απλή προσευχή θα το κρατάς και συνεχώς θα λέγεις την ευχούλα: Κύριε Ιησού Χριστέ
ελέησον με.
Αυτό ήταν κατοστάρι και το είχε τυλιγμένο έτσι.
Ετσι και έκαμε.
Ενα βράδυ, λοιπόν, ξυπνάει απότομα με την αίσθηση της παρουσίας κάποιου μέσα στο δωμάτιο.
Ανοίγει τα μάτια του και τρομαγμένος λοιπόν βλέπει ένα γίγαντα μέχρι το ταβάνι ψηλά, φοβερός, με μάτια που πετούσαν φλόγες.
Του λέει λοιπόν αγριεμένος:
- Αν το βγάλεις αυτό από το χέρι σου που μου ρουφά το αίμα σαν τη βδέλα.
Να το επαναλάβω;
που μου ρουφάει το αίμα σαν τη βδέλα εγώ θα σε κάμω Δεσπότη.
Και συγχρόνως βέβαια του δείχνει το κομποσχοίνι που ήταν τυλιγμένο στον καρπό.
Με αυτό κοιμόταν.
Και εξαφανίστηκε.
 Ο Πατήρ Νικόλαος δεν το έβγαλε λένε από το χέρι του και Δεσπότης δεν έγινε μέχρι σήμερα.
Αυτή η δαιμονική οπτασία στον Πατέρα Νικόλαο τα λέει όλα.
Είναι η πλέον αποστομωτική απάντηση σε όλους εκείνους κληρικούς και λαϊκούς που πολεμούν ή κοροϊδεύουν το κομποσχοίνι και την ευχούλα.
Στον ανώνυμο ησυχαστή η ίδια Υπεραγία Θεοτόκος συνιστά το πανάγιον όνομα του Υιού της σαν το πλέον τρομερό όπλο κατά των δαιμόνων.
Ερχεται τώρα και η οπτασία του Πατρός Νικολάου, στις ημέρες μας αυτό, να την επιβεβαιώσει.
Το ένα επιβεβαιώνει το άλλο.
Παντού λοιπόν και πάντοτε μέρα και νύχτα και ιδιαιτέρως μέσα στη Θεία Λειτουργία μην παύσετε μυστικά να βοάτε, και στη Θεία Λειτουργία μυστικά, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με, Ιησού μου έλεος, Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
Να προσεύχεσθε λοιπόν, να προσεύχεσθε, να προσεύχεσθε, να προσεύχεσθε και για μένα.
Το έχω μεγάλη ανάγκη.
Αμήν.





Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 1992

32 Η Θεία Λειτουργία. Η άνωθεν ειρήνη καί η σωτηρία τής ψυχής

Περί καντηλιών

Γιατί ανάβουμε καντήλι μπροστά στα εικονίσματα;
Εχουμε μία απάντηση εδώ ενός Επισκόπου Αχρίδος που λέει γιατί ανάβουμε καντήλι και έχει 7 στοιχεία:
1. Γιατί η πίστη μας είναι φως.
Ο Χριστός είπε: Εγώ είμαι το Φως του κόσμου.
Το φως της καντήλας μας θυμίζει το φως με το οποίον ο Χριστός καταυγάζει τις ψυχές
μας.
2. Για να μας θυμίζει ότι και η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή σαν των Αγίων, δηλαδή των ανθρώπων που ο Απόστολος Παύλος τους ονομάζει τέκνα φωτός.
3. Για να είναι έλεγχος στα σκοτεινά μας έργα και στις κακές μας ενθυμήσεις και επιθυμίες και έτσι να τα επαναφέρει όλα στο δρόμο του φωτός, του Αγίου Ευαγγελίου, για να λάμψει το φως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν ημών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών, τον
εν τοις ουρανοίς.
4. Είναι μια μικρή δική μας θυσία, σημείον και δείγμα της ευγνωμοσύνης και αγάπης που οφείλουμε στο Θεό για την μεγάλη θυσία που έκαμε για μας.
Με αυτήν και με την προσευχή μας Τον ευχαριστούμε για τη ζωή, για την υγεία, για τη σωτηρία
και για όλα όσα μας χαρίζει η θεϊκή και άπειρη αγάπη Του.
5. Για να είναι φόβητρο στις δυνάμεις του σκότους που μας επιτίθενται με ιδιαίτερη πονηρία πριν και κατά την ώρα της προσευχής και θέλουν να απομακρύνουν τη σκέψη μας από το Θεό.
Οι δαίμονες αγαπούν το σκοτάδι και τρέμουν το φως, το φως του Χριστού και εκείνων βέβαια που αγαπούν τον Χριστό.
6. Για να μας παρακινήσει αυτοθυσία όπως δηλαδή με το λάδι καίγεται στο καντήλι το φυτίλι, έτσι και το δικό μας θέλημα να καίγεται με τη φλόγα της αγάπης για το Χριστό και να υποτάσσεται πάντοτε στο θέλημα του Θεού.
7. Για να μάθουμε ότι όπως δεν ανάβει το καντήλι χωρίς τα δικά μας χέρια, έτσι και το εσωτερικό καντήλι της καρδιάς δεν ανάβει χωρίς τα χέρια του Θεού.
Οι κόποι των αρετών μας είναι η καύσιμη ύλη, το φυτίλι και το λάδι δηλαδή, που για να ανάψουν και να φωτίζουν χρειάζονται το πυρ του Αγίου Πνεύματος.
Μας θυμίζει επιπλέον και το έννον της προσευχής του ανθρώπου.
Κάθε φορά που είναι αναμμένο το καντήλι μας θυμίζει ότι πρέπει να γίνεται και προσευχή.

Γιατί χρησιμοποιούμε μόνον ελαιόλαδο;

Πολλές φορές λέμε ότι δεν καίγεται το φυτίλι, ότι τα λάδια δεν είναι καλά κτλ.
Η προσευχή του Κυρίου εγένετο στον κήπο της Γεθσημανή και ήταν κήπος ελαιών.
Από τις ελιές βγαίνει το ελαιόλαδο και για να μας θυμίζει λοιπόν την προσευχή του Ιησού
πρέπει να καίμε ελαιόλαδο.



Ο Πατήρ Χριστοφόρος της σκήτης της Σίχλας στη Ρουμανία

Γύρω στο 1930 ένας διάκονος, ο Πατήρ Χριστοφόρος, ζούσε και ασκήτευε στη σκήτη της Σίχλας της Ρουμανίας.
Το ερημητήριό του ήταν μέσα στο δάσος, όπου παρεδίδετο στη νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή.
Σε μια του βραδινή οδοιπορία έπεσε λίγο να κοιμηθεί.
Ξαφνικά ξυπνάει και βλέπει σε όραμα έναν αστραφτερό άνδρα να του λέγει:
- Πήγαινε να με θάψεις. 70 χρόνια είμαι άταφος.
Και αμέσως έγινε άφαντος.
Ο διάκος ξαφνιάστηκε.
Οταν συνήλθε είπε:
- Α, του πονηρού θα είναι. Ας πέσω να κοιμηθώ.
Μα και πάλι ξυπνάει από το ίδιο αστραφτερό αυτό όραμα.
Και για δεύτερη φορά δεν του δίδει σημασία αλλά με ερωτηματικά μέσα του έγειρε πάλι για τον ύπνο.
- Λες να μην ήταν;
Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του και για τρίτη φορά η ίδια παρουσία του φωτεινού εκείνου ανδρός.
Τότε όμως τόλμησε και ρώτησε:
- Ναι, πού όμως θα βρω τα λείψανά σου για να τα θάψω, να κάνω ταφή;
- Σε 100 βήματα δεξιά σου, σε μια γερτή πέτρα που την σκεπάζει ένας θάμνος. Εσύ θα κρατήσεις για ευλογία και προστασία μόνον την κάρα μου και τα υπόλοιπα θα τα θάψεις βαθειά μέσα στο χώμα.
Πράγματι λοιπόν ακολούθησε τις οδηγίες του αγνώστου οσίου εκείνου ανδρός και βρήκε τα Αγια Λείψανα.
Ευωδίασε ο τόπος.
Ανοιξε λοιπόν ένα λάκκο, ετοίμασε ένα σταυρό, δεν ήξερε βέβαια τι να γράψει πάνω, και εκεί που ήταν έτοιμος να θάψει τα Λείψανα λέει:
- Δεν κρατάω και μερικά ακόμα; Μόλις όμως το σκέφτηκε αυτό και μέσα σε μια πετσέτα που είχε απλώσει, που είχε πρόχειρη μαζί του, είχε βάλει εκεί την κάρα του αγνώστου αυτού Αγίου, και θέλησε να πάρει ένα οστούν, ένα Λείψανα Αγιο, από το σώμα του για να το βάλει και αυτό μαζί με την κάρα, από μια ανεξήγητη θερμότητα και πολλή δυνατή φλόγα που βγήκαν από τα οστά του έκαψαν το χέρι.
Τότε λοιπόν κατάλαβε ότι έπρεπε να σεβαστεί την εντολή του Αγίου, πήρε το ράσο του, το εξώρασο, τύλιξε τα οστά μέσα στο ράσο και τα έθαψε, τα κάλυψε, έβαλε και ένα σταυρό επάνω και πήρε την κάρα του αγνώστου και ανωνύμου Αγίου και την πήγε στον ηγούμενο της κεντρικής μονής της σκήτης.
Εγιναν πάρα πολλές ολονύκτιες αγρυπνίες για να αποκαλύψει ο Αγιος το όνομά του.
Όλος ο ναός, καθ' όλη τη διάρκεια των αγρυπνιών και των προσευχών και των Θείων Λειτουργειών
επλημμυρίζετο από άπειρη ευωδία, η οποία έβγαινε από την Τιμία Κάρα του Οσίου.
Υστερα από πολλές παρακλήσεις απεκάλυψε ο Αγιος το όνομά του στον ηγούμενο της μονής, ο οποίος ήτο πολύ ευλαβής και ευσεβής, αγιασμένη προσωπικότης.
Ποιος ήταν δεν μας λέει η ιστορία, το Γεροντικό, πώς έγινε η αποκάλυψις του ονόματός του.
Ητο μεγάλος ασκητής και Πνευματικός Πατήρ Παύλος, ο οποίος είχε κοιμηθεί περίπου το 1860.
Ητο μάλιστα ο Πνευματικός, ο Εξομολόγος, της μεγάλης ασκήτριας και Οσίας Θεοδώρας της Σίχλας,
γνωστή σε ολόκληρη τη Ρουμανία και σε όλους βέβαια τους Ορθοδόξους Ρουμάνους χριστιανούς.
Τα λείψανα αυτής της Αγίας βρίσκονται τώρα όχι στη Ρουμανία αλλά στο Κίεβο της Ρωσίας.
Από τότε πήρε την Αγία Κάρα του Οσίου Παύλου, ο Πατήρ Χριστοφόρος, ο διάκονος και εξαφανίστηκε στα απόκρημνα ασκητήρια της Ρουμανίας.
Σε ένα από αυτά μαζί με έναν ταπεινώτατο ασκητή ιερέα τηρούσαν τη Θεία Λειτουργία κάθε μέρα τη νύχτα, ζώντας μαζί με τον Αγιό τους από τώρα τα κάλλη του Παραδείσου.
Και όταν εκοιμήθη ο Πατήρ Χριστοφόρος τα θαυμαστά της, της Οσίας Κάρας και του διακόνου Χριστοφόρου, έγιναν γνωστά στους ευλαβείς προσκυνητάς που περνούσαν από εκείνα τα μέρη και από αυτούς έφτασαν στα Γεροντικά και στα Συναξάρια και από τα Συναξάρια στις ημέρες μας.
Τα ασκητήρια, ναοί της Ορθοδοξίας, είναι σκηνώματα δόξης και θρόνοι θριάμβου της τρισηλίου Θεότητος.



Ενα θαύμα της Παναγίας - Χάρισε μάτια στον Στέφανο από την Κέρκυρα

Στην Κέρκυρα, πριν από αρκετά χρόνια, πολλά χρόνια πριν, ζούσε ένας νέος ονόματι Στέφανος.
Είχε το όνομά μου.
Εκεί έμπλεξε με μια συντροφιά, με μια παρέα, και στο δρόμο συνήντησαν κάποιους εμπόρους και η υπόλοιπη αυτή παρέα θέλησε να τους κατακλέψει.
Ο Στέφανος διαμαρτυρήθηκε αλλά δεν τον άκουσαν.
 Δεν το άκουσαν καθόλου.
Επετέθηκαν λοιπόν οι νεαροί αυτοί σαν τους σημερινούς αναρχικούς και χούλιγκανς εναντίον των εμπόρων.
Τους λήστεψαν, τους ξυλοκόπησαν και ετράπησαν σε φυγή.
Ο Στέφανος βέβαια παρέμεινε σε μια άκρη.
Οι έμποροι αυτόν είδαν και αυτόν κατήγγειλαν στον έπαρχο της Κέρκυρας, η οποία τότε, εκείνη την
εποχή ήταν κάτω από την κυριαρχία των Ενετών.
Τον καταδίκασαν λοιπόν και η τιμωρία ήταν πολύ αυστηρή και ο δικαστής, χάριν του νεαρού της ηλικίας του, του επέβαλε μια διπλή ποινή, μια διπλή τιμωρία και να διαλέξει μια από τις δυο: ή να του βγάλει τα μάτια ή να του κόψει τα δυο χέρια, για να μην ξανακλέψει.
Αυτός παρ' όλες τις προσπάθειες και τις φωνές που έκαμε, διαμαρτυρόμενος ότι ήταν αθώος, δεν μπορούσε να αποδείξει την αθωότητά του.
Τελικά είπε:
- Ε, χωρίς χέρια δεν μπορώ να κάμω τίποτα. Με τα μάτια σβηστά κάπως θα μπορώ να ζω.
Και έτσι λοιπόν ζήτησε να τυφλωθεί.
Πράγματι σε δημόσια πλατεία, με πυρωμένο σίδερο, ο δήμιος του έβγαλε τα μάτια και έμεινε τυφλός.
Τυφλώθηκε.
Τα μάτια μάλιστα τα βγάζαν με ειδικό τρόπο και τα βάζαν σε μία λεκάνη με νερό και εκτίθεντο δημόσια για παραδειγματισμό, για να μην ξανατολμήσουν να κάμουν το ίδιο κακό και την ίδια αμαρτία.
Αν υπήρχαν τέτοιες τιμωρίες τώρα δεν θα είχαμε κλέφτες, ούτε αναρχικούς ούτε χούλιγκανς ούτε τίποτα, κανέναν.
Λοιπόν, είναι βάρβαρο αυτό που λέμε, απλώς το αναφέρουμε σαν παράδειγμα.
 Αυτοί κατέφυγαν, λοιπόν, σε μια εκκλησία, σε ένα μοναστήρι παραθαλάσσιο εκεί, που υπήρχε την
εποχή εκείνη, σε μία Παναγία η οποία ονομαζότανε Κασσιοπεία, Παναγία η Κασσιοπεία.
Οσοι είναι από εκείνα τα μέρη πιθανόν βέβαια να τη γνωρίζουν.
Πήγαν λοιπόν σε εκείνο το μοναστήρι και ζητούσαν από την Παναγία, μαζί με τη μητέρα που είχε πάει ο Στέφανος, βοήθεια, συνδρομή, όσο το δυνατό περισσότερη και μεγαλύτερη.
Το βράδυ τους έβαλαν μέσα στην εκκλησία λίγο να κοιμηθούν, να ξαποστάσουν.
Και όπως λαγοκοιμόταν, γιατί μέσα στους φρικτούς του πόνους δεν μπορούσε να κοιμηθεί καλά ο
Στέφανος, αισθάνθηκε κάποιο χέρι να ακουμπάει τα μάτια του.
Και ξαφνικά βλέπει μπροστά του μία γυναίκα να αστράφτει μέσα στο φως.
Εκθαμβος και έκπληκτος για αυτό που έβλεπε, να του χαμογελάει γλυκά, ήρεμα, καλά και να εξαφανίζεται.
Βλέπει λοιπόν τα καντήλια αναμμένα.
Βλέπει την εικόνα της Παναγίας.
- Μάνα, φωνάζει, μάνα... Τα καντήλια είναι αναμμένα. Βλέπω την Παναγία.
- Αντε, άφησε με ήσυχη, του λέει, τώρα μες τον..
Την ξύπνησε λοιπόν και της είπε ότι
- Μάνα βλέπω.
Και εκείνη έκπληκτη όταν τον κοίταξε στο πρόσωπο διαπίστωσε ότι το παιδί της είχε δυο καταγάλανα μάτια, υπέροχα και ωραία.
Ενώ το παιδί της, πριν τυφλωθεί, είχε μάτια μαύρα.
Η Παναγία του χάρισε μάτια καταγάλανα.
Βέβαια με τις φωνές ξύπνησαν οι μοναχοί, έγινε θόρυβο πολύς και ο θόρυβος αυτός ακούστηκε σε όλην την Κέρκυρα και αμέσως τους εκάλεσε ο έπαρχος της περιοχής εκείνης, ο οποίος είδε τα νέα μάτια στις κόγχες του Στέφανου και θαύμασε βέβαια και απόρησε αλλά είδε και τα σημάδια κιόλας από το κάψιμο.
Περίεργος λοιπόν φωνάζει το δήμιο και τον ρωτάει:
- Τι έγινε;
Πώς δηλαδή αυτό το πράγμα συνέβη;
Λέει:
- Αρχοντα, εγώ έκανα το καθήκον μου και έβγαλα τα μάτια του παιδιού και θα σου φέρω τη
λεκάνη με τα μάτια του.
Και φέρνει λοιπόν τη λεκάνη και βλέπουν μέσα εκεί πράγματι να υπάρχουν δυο μαύρα μάτια.
Το θαύμα της Παναγίας είχε γίνει.
Και είχε γίνει μέσα στο Ναό, μέσα στην Εκκλησία.
Και εμείς δεν έχουμε μάτια.
Τα δικά μας τα μάτια, τα μάτια της δικής μας ψυχής είναι κλειστά και δεν μπορούμε να δούμε το μεγάλο αυτό θαύμα που γίνεται κάθε φορά που βρισκόμαστε στη Θεία Λειτουργία.
Δεν έχουμε μάτια τέτοια.
Για αυτό λοιπόν μας φαίνονται πολλά πράγματα περίεργα από αυτά που λέγονται και ακούγονται εδώ και μπορεί να μας πιάσει και ύπνος σε αυτήν την ανάλυση που κάνουμε για τη Θεία Λειτουργία.
Εδόξασεν τον Θεόν.
Το θαύμα αυτό είναι γραμμένο σε ένα βιβλίο που λέγεται "Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας" της Ιεράς Μονής Παρακλήτου.