Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 1993

38 Η Θεία Λειτουργία. Η ομολογία πίστεως των κατηχουμένων, οι μακαρισμοί και ο τρισάγιος αγγελικός ύμνος

Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς

Οταν λειτουργούσε ο νέος Αγιος της Εκκλησίας μας, ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Άγιος πλέον, ο Όσιος Νικόλαος, τα πάντα ήθελε να συντελούν εις τη μεγαλοπρέπεια της Θείας Λειτουργίας.
Ετσι π.χ. δεν ήθελε στη Μικρά Είσοδο, για την οποία κάναμε λόγο και θα πούμε και σήμερα μερικά, να βγαίνει μόνον ένα μικρό κεράκι, να προηγείται, αλλά ήθελε μεγάλες λαμπάδες σαν και αυτές που κρατάν στο Αγιον Ορος.
Διότι έχουμε εδώ σήμερα έναν Αγιορείτη μοναχό ο οποίος έχει το διακόνημα του Εκκλησιαστού και εκείνος γνωρίζει βέβαια ότι κρατάνε κατά τις δύο Εισόδους, της Μικρής και της Μεγάλης, δυο μεγάλες λαμπάδες να προπορεύονται του Ιερέως.
Και όταν έλεγε και έψελνε τους μακαρισμούς και τα Τριαδικά τροπάρια, άναβε πάλι πάρα πολλά κεριά μπροστά στην εικόνα του Χριστού και γενικά μπροστά στην Ωραία Πύλη.
Φορούσε το Φελόνι του κατά τέτοιον τρόπον και έπαιρνε, παρά το ότι ήτο πολύ κοντός και ελαφρώς έγερνε προς τα μπροστά, εν τούτοις όμως έπαιρνε επίσημη στάση και πολλές φορές φαινόταν το πνευματικό του ανάστημα όντως να είναι ψηλά μέχρι τον Ουρανό.
Τα έψελλε όλα με τέτοια κατάνυξη ώστε μια από τις πολλές φορές, ενώ αυτός έψελλε στο τμήμα του
Αγίου Ιωάννου, άκουε να ψάλλουν και οι Αγγελοι μαζί του και τους μακαρισμούς και τα Τριαδικά και το Αγιος ο Θεός και πολλούς άλλους ύμνους μέσα από τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
Διέκοψε και πιάνοντας το χέρι της πνευματικής του κόρης, της Γερόντισσας Μάρθας, την οποία γνώρισα προσωπικά, και μάλιστα είχαμε πολλές φορές την ευκαιρεία να ακούμε από τα ίδια της τα
χείλη γεγονότα που αφορούσαν το Γέροντα και Οσιο Νικόλαο τον Πλανά.
Έπιασε το χέρι της και της είπε:
- Ακούς, ακούς; Ακούς τους Αγγέλους;
- Δεν τους ακούω, Πάτερ μου.
Και αμέσως μετενόησε ο παππούλης και είπε και μονολογούσε:
- Αχ, δεν έπρεπε να το πω. Δεν έπρεπε να το πω. Δεν έπρεπε να το πω. Γιατί το
είπα; Δεν έπρεπε να το πω.
Εκείνη τη νύχτα έτυχε να απουσιάζουν οι άλλες αδελφές από εκείνη τη συγκεκριμένη αγρυπνία και έτσι εκείνη το μεταβίβασε το πρωί.
Βέβαια διά τον παπα-Νικόλα τον Πλανά ελέγονταν και γίνονταν πάρα πολλά.
Όσοι θέλετε, μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο του το οποίον εγράφη μεν από τον Κόντογλου αλλά με τη βοήθεια όμως της Μάρθας μοναχής, της δικής του μαθήτριας και υποταχτικής.


Νέος που αυτοκτόνησε ενώ τα είχε φαινομενικά όλα - Θεωρίες υλιστών και μηδενιστών

Αυτό είναι το πνεύμα της εποχής μας και της εποχής που ζούσε ο Χριστός.
Ολοι μικροί και μεγάλοι θεωρούσαν και θεωρούν ευτυχισμένο τον άνθρωπο εκείνον που κατορθώνει να συγκεντρώνει και να απολαμβάνει πολλά υλικά αγαθά, πλούτο, δόξα, τιμή.
Οι τρεις πειρασμοί του Κυρίου.
Αν αυτά όλα ήσαν αλήθεια τότε τι σας λέγει αυτή η είδησις που συνεκλόνισε ολόκληρη την Αγγλία.
Η είδησις βέβαια όταν ακούστηκε την επομένη μέρα ή την είπαν τα τηλεοπτικά προγράμματα και κανάλια έπεσε πράγματι σα βόμβα.
Να την πούμε γιατί δεν την ξέρετε.
Νέος, 36 μόλις ετών, πάμπλουτος, κληρονόμος της σοκολατοδυναστείας του Ντάνμπεριζ, πανέμορφος, επιτυχημένος, καλλιεργημένος, είχε σπουδάσει και στο Κέμπριτζ, τα στοιχεία της ταυτότητος Τζόντζελιν ..., συντηρητικός βουλευτής, εκπρόσωπος της περιοχής του στην Βουλή των
Κοινοτήτων, αυριανός λόρδος.
Το τέλος του:
Μιά σφαίρα στο κεφάλι.
Το όπλο πεσμένο δίπλα του.
Κανένα σημείωμα, καμμιά εξήγηση.
Αυτοκτονία. Εκατομμύρια λίρες, εκατομμύρια λίρες.
Επασχε, είπαν οι οικείοι του, από μοναξιά.
Ήθελε να γεμίσει το κενόν της ψυχής του από όλα εκτός από τον Θεόν, εκτός από την πίστην προς τον Θεόν.
Τα είχε όλα και όμως δεν ήταν μακάριος.
Ποιος θα περίμενε ένας ταλαντούχος νέος σαν και αυτόν, πλούσιος, μορφωμένος, με κοινωνική προβολή και δόξα, να ζει μια καθημερινή τραγωδία και να τερματίζει έτσι τόσο άδοξα τη ζωή του;
Να υποφέρει από μοναξιά τη στιγμή εκείνη που τον περιστοιχίζουν τόσοι άνθρωποι, να αισθάνεται μόνος ανάμεσα στα πλήθη;
Όπως και πολλοί το αισθανόμαστε.
Τόσα πλούτη, τόση ερημιά!
Τόση δόξα και ήταν τόσο μόνος!
Ένας βουλευτής με χιλιάδες οπαδούς που όμως του έλειπε ένας, ο πιστός φίλος και σύντροφος στη ζωή, του έλειπε ο άνθρωπος του Θεού.
Του έλειπε ο άνθρωπος του Θεού, ο αληθινός χριστιανός με την ενεργουμένη πίστη και την ανιδιοτελή αγάπη.
Αυτός που θα ήταν σε θέση να τον κατανοήσει, να του συμπαρασταθεί, να τον ακούσει προσεκτικά, να του προσφέρει αυτό που του έλειπε, την ελπίδα, την πίστη προς τον Τριαδικόν Θεόν.
Έτσι στο τέλος η μοναξιά του έγινε ο δολοφόνος του.
Και προτού όμως τον δολοφονήσει σωματικά, ήδη τον είχε δολοφονήσει ψυχικά.
Είχε δολοφονήσει μέσα του την ελπίδα και την πίστη.
Τα είχε όλα και όμως δεν ήταν ευτυχισμένος, τα είχε όλα και όμως δεν ήταν μακάριος.
Και εμείς οι σημερινοί νερόβραστοι χριστιανοί θα τον φωνάζαμε μακάριο, θα τον μακαρίζαμε, θα τον χειροκροτούσαμε, θα τον ζηλεύαμε για αυτά που είχε.
Η νοοτροπία των σημερινών ανθρώπων δυστυχώς δεν διαφέρει από τις υλιστικές θεωρίες των
αρχαίων επικουρίων και υλιστών.
Και ας μην ξεχνάμε πού οδήγησαν τους νέους και την ανθρωπότητα οι ιδέες του Μαρξ, του Βολταίρου, του Χένγκελ και τόσων άλλων υλιστών.
Πού τους οδήγησαν;
Στη βία, στο μηδενισμό, στο χυδαίο ερωτισμό, στην αναρχία, στην απομόνωση του ανθρώπου. Κάποιος μάλιστα από τους νεωτέρους αυτούς φιλοσόφους έφτιαξε με την φαντασία του έναν άνθρωπο που θα κατόρθωνε να συγκεντρώσει όλη τη δύναμη, να συντρίψει στο πέρασμά του όλους και να στήσει αυτός το δικό του θρόνο πάνω στα ερείπια των άλλων.
Τον άνθρωπο αυτόν της βίας και της σκληρότητος και της απανθρωπιάς τον ονόμασε Υπεράνθρωπο.
Ηταν ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε.
Μακάριος λοιπόν ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε.
Τι πέτυχε και αυτός;
Τίποτα, μηδέν.
Αλλά ο Κύριος όμως με τους μακαρισμούς Του ανατρέπει τις ιδέες και τα πράγματα που μακαρίζουν οι άνθρωποι και μακαρίζουμε και εμείς οι δυστυχισμένοι και παίρνει τις ιδέες και τα πράγματα που οι
άνθρωποι περιφρονούν και τα βάζει και τα τοποθετεί σαν θεμέλια μιας νέας καταστάσεως ιδεών και πραγμάτων.



Το σημείο του σταυρού ομολογία πίστεως

Σας το είπα το γεγονός εκείνο που έγινε με κάποιους κυρίους εκεί όταν πήγε μια κυρία τέλος πάντων, ας πούμε 60-65 ετών και κάθισε στο εστιατόριο και έκανε το σταυρό της, το σημείον του σταυρού
για να καθίσει να φάει.
- Τι είναι αυτό που κάνεις; της λέει τώρα. Τι είναι αυτό που κάνεις;
- Αυτό, παιδάκι μου, λέει, το κάνουν οι άνθρωποι αλλά δεν το κάνουν τα ζώα.



Ο Αγιος παπα-Νικόλας Πλανάς

Κάποτε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Αγιος παπα-Νικόλας, θέλησε ένα βράδυ να ξεκινήσει να πάει για την αγρυπνία.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα φώτα όπως σήμερα, οι δρόμοι δεν ήταν φωτισμένοι και μάλιστα θα πήγαινε σε ένα ερημοκκλήσι στο Περιστέρι.
Έχασε το δρόμο λοιπόν, μπλέχτηκε μέσα στα χωράφια και δεν ήξερε πού πήγαινε.
Προχωρούσε στενοχωρημένος και προσευχόμενος όμως:
- Χριστέ μου ελέησέ με, βρες μου το δρόμο.
Ξαφνικά βλέπει μπροστά του ένα νεαρό παληκάρι που του λέγει:
- Έχασες το δρόμο, Πάτερ μου; Ελα να σε οδηγήσω εγώ. Κοίταζέ με εμένα.
 Μπροστά ο νέος, από πίσω ο παπα-Νικόλας.
Φωτίζονταν ο νέος, έφθασαν στην πόρτα της Εκκλησίας.
Όλα αυτά τα αφηγείται μόνος του.
- Μόλις φθάσαμε στην πόρτα γύρισα να του δώσω ευχαρίστηση και αμέσως ήλαμψένε - είναι νησιώτικη προφορά - ήλαμψένε - έλαμψε δηλαδή, έγινε όλος φως ο νέος αυτός και τον έχασα, λέγει ο παπα-Νικόλας, ο Αγιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς.
Οι Άγιοι Άγγελοι που κατά καιρούς συνοδεύουν ευλαβείς Ιερείς σε κάποιες δυσκολίες που συναντούν
στο δρόμο τους, αυτοί οι ίδιοι Αγγελοι δεν θα τους συνοδεύουν πολύ περισσότερο με ουράνιες μελωδίες αλλά και με πρακτικές διακονίες στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας;
Και ασφαλώς το κάνουν.



Παρουσία Αγγέλων στην Αγία Γραφή

Θαυμαστές εικόνες Θείου μεγαλείου μαζί με την παρουσία μυριάδων Αγγέλων έχουμε στην Αγία Γραφή, για να μην αναφερθούμε σε πρόσωπα που τυχόν βέβαια θα κάνουμε ζημιά.
Ο Προφήτης Ησαίας είδε θρόνο που ήταν ψηλός, ψηλότερος από κάθε άλλο θρόνο.
Είδε πάνω σε αυτόν τον θρόνον τον υψηλόν και υπηρμένον, όπως είπε, να κάθεται ο Κύριος.
Είδε τον Οίκον του Θεού, τον είδε να ακτινοβολεί από Θεία δόξα Τριαδική.
Είδε γύρω από τον θρόνο Αγγέλους και Αρχαγγέλους, είδε και τα Σεραφείμ που το καθένα από
αυτά τα άυλα πνεύματα είχε έξι πτέρυγες.
Με τις δύο κάλυπταν τα πρόσωπά τους, οι άλλες δύο ήταν στα πόδια και με τις άλλες δυο
πετούσαν και έκραζαν και έλεγαν το ένα στο άλλο και όλοι μαζί προς τον Κύριον, με μια θεία αρμονία, έναν θαυμάσιο ύμνο που ακουγόταν και πότε πότε ακούγεται και εδώ κάτω στη γη:
- Άγιος, Αγιος, Αγιος, Κύριος Σαβαώθ πλήρης πάσα η γη της δόξης Αυτού.
Δέστε στο 6ο Κεφάλαιο του Προφήτου Ησαία.
Αλλά και ένας άλλος Προφήτης, ο Προφήτης Δανιήλ, παρόμοια περιγράφει τη δόξα του Θεού.
Λέει ότι ο Θεός ο παλαιός των ημερών που για Αυτόν δεν υπάρχει χρόνος, ο αιώνιος, ο αθάνατος κάθισε επάνω σε θρόνο και ο θρόνος αυτός ήτο φλοξ πυρός, όλο φλόγα.
Και οι τροχοί αυτού πυρ φλέγον, τα πάντα ήσαν φωτιά και πύρινος ποταμός, όχι από νερό αλλά από φωτιά, έτρεχε μπροστά του και αναρίθμητα πνεύματα Αγγελοι, Αρχάγγελοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Δυνάμεις, Πολυώματα, υπηρετούσαν τον Κύριον.
Δέστε το 7ο Κεφάλαιο του Προφήτου Δανιήλ.



Παρουσία των Αγγέλων στο Ναό

Μου διηγείτο κάποτε ένας μοναχός που εκκλησιάστηκε μια Κυριακή σε μια Εκκλησία εδώ στας Αθήνας, όχι αυτός που είναι εδώ, μην πάτε και του λέτε τέτοια πράγματα.
Την ώρα που άρχισαν οι ψάλτες τον Τρισάγιον αυτόν Υμνον "Αγιος ο Θεός, Αγιος Ισχυρός, Αγιος
Αθάνατος" γέμισε ο Ναός από ένα πλήθος λαμπροφόρων νέων με απαστράπτουσες στρατιωτικές στολές και που ο καθένας τους πήγε δίπλα και κοντά στους πιστούς εκκλησιαζομένους χριστιανούς.
Κάθε λαμπροφόρος στρατιώτης δίπλα σε κάθε χριστιανόν και ψέλνοντας αρμονικά, μελωδικά, ουρανόπρεπα το "Άγιος ο Θεός" παρότρυναν τους πιστούς.
Τους βλέπατε;
Τους νιώθατε;
Τους καταλαβαίνατε;
Παρότρυναν τους πιστούς να ψάλλουν και αυτοί μέσα από την καρδιά τους και άλλοι να το σιγοψιθυρίζουν:
- Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς.
Ο Ναός , η Θεία Λατρεία, οι απαστράπτοντες Άγιοι στρατιωτικοί, μαζί με τους πιστούς και την παρουσία όλων των Αγγέλων, όλοι μαζί, μια οικογένεια, μια ψυχή, ένα σώμα, μία πίστις, μία Εκκλησία, μία Εκκλησία.
Όλων τα πρόσωπα ήσαν κατόπιν φωτεινά, γαληνόμορφα, ειρηνικά.
Όλοι οι χριστιανοί μια παιδική ψυχούλα που χαίρονταν στην παρουσία του Πατέρα.
Όλα ήσαν τόσο παράδοξα, τόσο όμορφα!
Ώ, και να μην τελείωνε ποτέ μα ποτέ η ολοζώντανη αυτή παραδεισένια εικόνα και ομορφιά!



Πώς καθιερώθηκε ο Τρισάγιος Ύμνος

Ο ιστορικός του Βυζαντίου Θεοφάνης αναφέρει ότι το 433 μΧ, όταν Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Αγιος Πρόκλος, μαθητής του Αγιου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τότε η Κωνσταντινούπολη εσείετο από σεισμούς μεγάλους για δύο περίπου μήνες.
Όλοι οι χριστιανοί, οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως είχαν βγει από την πόλη και ήσαν πέριξ της πόλεως εκεί σε πρόχειρους καταυλισμούς και προσηύχονταν συνέχεια για να σταματήσει ο Θεός
αυτό το κακό, τη μεγάλη αυτή πορεία των σεισμών.
Όταν η γη εσείονταν ο λαός έλεγε "Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον".
Κάποτε όμως μια δύναμις αόρατη άρπαξε ένα παιδί μέσα από τον λαό και το ύψωσε στον ουρανό, χάθηκε.
Όλοι έμειναν έτσι με ανοιχτό το στόμα.
Σε λίγο ξανακατεβαίνει το παιδί με έναν τρόπον πάλι θαυμαστόν και λέει στον Πατριάρχη ότι άκουσε μια Θεϊκή φωνή που παρήγγειλε στον Επίσκοπο ότι στις λειτανείες που κάνουν για τους σεισμούς θα πρέπει να ψάλλουν τον εξής ύμνο:
Και άρχισε το παιδάκι να ψέλνει:
"Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς."
Παρακάλεσε ο Πατριάρχης, ο Αγιος Πρόκλος, το παιδί να το ψάλει πολλές φορές να το μάθουν οι πιστοί χριστιανοί και όλοι μαζί να κάνουν λειτανεία και να ψέλνουν τον ύμνον αυτόν.
Και οι σεισμοί σταμάτησαν.
 Με την προσευχή, με το "Άγιος ο Θεός", ένας σεισμός ή μάλλοι πολλοί σταμάτησαν.





Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 1993

37 Η Θεία Λειτουργία. Τά αντίφωνα καί τό αγγελικό μυστήριο τής μικρής εισόδου

Περί αναξίου συμμετοχής στα Αχραντα Μυστήρια

Κάποτε μια νεαρά ψυχή εξομολογήθηκε.
Όμως ήταν τέτοια η κατάστασις της που δεν της επιτράπη η Θεία Κοινωνία.
Αυτή όμως νευρίασε, πληγώθηκε ο εγωισμός της φαίνεται και αντέδρασε.
Ήταν συγγενής του Επισκόπου, πήγε σε αυτόν και διαμαρτυρήθηκε.
Και ο Δεσπότης της είπε:
- Έλα την Κυριακή. Θα σε κοινωνήσω εγώ.
Στον τάδε ναό θα λειτουργούσε.
Πήγε λοιπόν η κοπέλα και την ώρα που έφτασε στο Αγιο Ποτήριο, κάνει ένα φοβερό εμετό με μαύρα υγρά.
Φυσικά δεν κοινώνησε γιατί της έπιασαν και σπασμοί στην κοιλιά και έμεινε βέβαια για την άλλη Κυριακή.
Έκανε τη νηστεία της, ξαναπήγε.
Πηγαίνοντας και φτάνοντας μπροστά στο Αγιο Ποτήριο το στόμα της δεν άνοιγε.
Ήταν κλειστό.
Μιά, δυό, τρείς προσπάθειες, καμμία.
Άρχιζε να μουγκρίζει.
Πετάχτηκαν τα μάτια της έξω και απομακρύνθηκε.
Θυμήθηκε τον Πνευματικό και ξαναπήγε.
Και ο Πνευματικός της είπε:
- Θα κοινωνήσεις τότε που σου προσδιόρισα. Ούτε μια μέρα λιγότερο και θα δεις τη Χάρι.
Περίμενε, κοινώνησε και αποκαταστάθη πλήρως η ειρήνη μέσα της.

Κάποτε, μου διηγείτο ο Πατήρ Ιάκωβος, ήρθε ένας χριστιανός, γνωστός λέει δημοσιογράφος, να κοινωνήσει στο μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ, χωρίς όμως τη σχετική προετοιμασία της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Μετανοίας.
Την ώρα που άπλωνε την Αγία Λαβίδα, έλεγε ο Πατήρ Ιάκωβος, είδα πως ήταν κατάμαυρος και ασφαλώς βέβαια από την εσωτερική του ακαταστασία, ήτο ανέτοιμος, όχι καθαρός ακάθαρτος.
Ακάθαρτος από την πνευματική του απλησιά και αυτή η απλησιά πολλές φορές φαίνεται στο πρόσωπό μας.
Χωριστά βέβαια το ότι είχε μπλέξει και με τη μαγεία.
Τώρα γιατί το είπε ο Πατήρ Ιάκωβος αυτό δεν ξέρω.
Πάντως φαίνεται θα το είχε δει.
Συγχρόνως, λέει, βλέπω, όταν έφτασε η Λαβίδα στο στόμα του- αυτά γίναν αστραπιαίως- μια χρυσή λάμψη σαν αστραπή να βγαίνει από την Αγία Λαβίδα, μέσα δηλαδή από το Σώμα και το Αίμα
του Κυρίου, όσο ήταν Εκείνο πάνω στην Αγία Λαβίδα, να περνάει πάνω από το κεφάλι μου και να χάνεται, να σβήνει πίσω στην Αγία Τράπεζα.
Έφυγε η Θεία Χάρις, το Αγιον Πνεύμα και όταν αυτό φεύγει τότε η Θεία Κοινωνία γίνεται στην ψυχή μας κρίμα και κατάκριμα.
Κάρβουνο που κατακαίει την καρδιά και όχι φως που φωτίζει, όχι Θεού δύναμις που ενδυναμώνει τον άνθρωπο και πολύ περισσότερο όχι χάρισμα του ενδύει την ψυχή με ουράνιες Τριαδικές δωρεές. Για αυτό και στις ευχές που διαβάζουμε της Θείας Μεταλήψεως παρακαλούμε η Θεία Κοινωνία μη γίνει σε εμάς μη εις κρίμα μη εις κατάκριμα, μη εις κόλασιν ψυχής και σώματος.
Μη φλέξεις με τη μετουσία, πυρ γαρ υπάρχεις τους αναξίους φλέγον και άλλα πολλά που όταν διαβάζονται με προσοχή οι ευχές τα διαπιστώνει κανένας.
Προσοχή λοιπόν.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία και με τη Θεία Λατρεία δεν παίζουμε.



Οι ιερείς του Βάαλ

Αν ο Τριαδικός Θεός δεν είναι Παρών, Ζωντανός, Αληθινός μέσα μας, γύρω μας, πάνω στο θυσιαστήριο, αν δεν είναι λοιπόν πανταχού Παρών και ειδικότερα να τονίσουμε στο Ναό, τότε η Θεία Λατρεία μας θα ήσαν χαμένες και κούφιες φωνές στον αέρα σαν εκείνες των ιερέων του Βάαλ, που φώναζαν από το πρωί μέχρι το βράδυ μπροστά στον Προφήτη Ηλία και στους βασιλείς, ειδικότερα βέβαια στη βασίλισσα Ιεζάβελ, για να πάρουν φωτιά τα ξύλα μιας ειδωλολατρικής θυσίας και επί λέξει λέγει "Και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις".
Και έμεινε αυτό το "Ουκ ην ακρόασις".
Κανένας δεν άκουε και κανένας δεν απαντούσε.
Το θυμάστε αυτό, μπροστά σε 300 ιερείς τους Βάαλ, ο Προφήτης Ηλίας θέλησε να αποδείξει και στους ιερείς και στους Ιουδαίους και στους βασιλείς, αυτούς τους ασεβείς, ειδικότερα στη βασίλισσα που τον κατεδίωκε και προσπαθούσε να σπείρει στο λαό των Ιουδαίων, του Ισραήλ εκεί, τη λατρεία του Βάαλ, και είπε λοιπόν ο Προφήτης Ηλίας:
Θέλησε να αποδείξει ποιος είναι ο αληθινός Θεός.
- Θα μαζέψουμε ξύλα για θα κάνουμε θυσία. Εσείς μαζέφτε τα εδώ και κάντε τις προσευχές
σας και εγώ θα τα μαζέψω εδώ. Πράγματι λοιπόν, από το πρωί μέχρι το βράδυ αυτοί φώναζαν και τα ξύλα δεν πήραν φωτιά μόνα τους. Είπε να πάρουν από μόνα τους τα ξύλα φωτιά.
Ο Προφήτης Ηλίας όμως μάζεψε ξύλα τα οποία έβρεξε με πολύ νερό και μάλιστα γύρω από τα ξύλα, λέει, έκανε και ένα αυλάκι με νερό.
Σήκωσε μια φορά τα χέρια του και πριν προλάβει να τα κατεβάσει κάτω, ο ουρανός ήταν καταγάλανος, αστραπή φοβερή έπεσε πάνω στα ξύλα και τα έδωσε φωτιά.
Αύξηση, βέβαια, τότε έγινε η σφαγή των 300 ιερέων εκείνων του Βάαλ, των ειδωλολατρών, η μήνι της Ιεζάβελ τότε ήταν φοβερή, κατεδίωξε τον Προφήτη, κατέφυγε εκείνος στα βουνά και είναι γνωστή η στάσις του Προφήτου Ηλία στην προσευχή, όταν το κεφάλι το έθεσε ανάμεσα στα γόνατα και είναι η στάσις η οποία λέγεται ότι αφορά τους ησυχαστάς και τους εργάτας της νοεράς προσευχής.


Παρουσία Αγγέλων στη Μικρά Είσοδο

Ο δε Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι γνώρισε κάποιον αξιοσέβαστο Ιερέα που είχε το χάρισμα να δέχεται αποκαλύψεις.
Δεν ξέρω βέβαια αν έλεγε για τον εαυτόν του.
Πάντως έτσι το τοποθετεί.
Κάποτε αξιώθηκε, λέγει, αυτός ο Ιερεύς να δει πλήθος από Αγγέλους, ντυμένες με λαμπρές, αστραφτερές σαν τον ήλιο στολές, να μαζεύονται γύρω του και να τον συνοδεύουν στη Μικρά
Είσοδο, κάτι πιο φοβερώτερο, να τον σηκώνουν στα χέρια και να τον βοηθούν να κάμει την Είσοδο και εν συνεχεία, λέγει, να κυκλώνουν την Αγία Τράπεζα, να έχουν χαμηλωμένο το κεφάλι τους
με πολύ σεβασμό και άλλοτε να στέκονται σιωπηλοί και άλλοτε να ψέλνουν τους λειτουργικούς ύμνους μαζί με τους ιεροψάλτες, συνοδεύοντάς τους.
Βέβαια τους εκάλυπταν για αυτόν τον Ιερέα ή για άλλους Ιερείς.
Ο Ιερεύς εκείνος κυριολεκτικά διελύετο.
Κάποτε άκουσε ότι κάποιος Ιερεύς σε μια τέτοια κατάσταση είχε λιποθυμήσει.



Ο Αγιος Μαρκιανός

Ο Αγιος Μαρκιανός, πηγαίνοντας για την Εκκλησία του ένα πρωινό, γιατί είναι προ του 7ου αιώνος, συνάντησε, ήταν χειμώνας πρωί, έναν κουρελιάρη ο οποίος έτρεμε κυριολεκτικά από το κρύο.
Του λέει:
- Δος μου κανένα φόρεμα, Πάτερ.
Δεν είχε ο καημένος τίποτα.
Αυτά που είχε τα έβγαλε και του τα έδωσε.
Και έμεινε γυμνός.
Έτρεξε γρήγορα στην Εκκλησία για να μην κρυώσει, ντύθηκε τα Αμφιά του και περίμενε τον Πατριάρχη για Θεία Λειτουργία.
Ήρθαν και άλλοι Ιερείς εν τω μεταξύ, ντύθηκαν και εκείνοι.
Έτσι άρχισε η Θεία Λειτουργία παρόντος του Επισκόπου.
Περίμεναν στην Είσοδο, ερχόταν ο Αρχιερεύς ή ο Πατριάρχης, έπαιρναν το Ιερόν Ευαγγέλιον και επραγματοποιείτο η Μικρά Είσοδος, η πρώτη.
Καθ' όλην τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας όλοι οι πιστοί και οι παριστάμενοι εκεί συλλειτουργούντες Ιερείς και άλλοι βοηθοί Επίσκοποι έβλεπαν κάτι και ολονών τα μάτια ήταν στραμμένα στον Αγιο Μαρκιανό.
Φορούσε μία στολή χίλιες φορές πιο αστραφτερή από αυτήν που είχε ο Πατριάρχης.
Άρχισαν τα μουρμουρητά των αδελφών και συλλειτουργών και των άλλων Αρχιερέων:
- Πώς είναι δυνατόν ένας παπαδάκος τώρα να έχει πιο λαμπρή στολή από τον Πατριάρχη;
 Μην κοιτάζετε εσείς που μου κάματε εμένα καλές στολές.
Από μέσα η καρδιά είναι μυλωνά.
Λοιπόν, αυτουνού ήταν πραγματική όμως.
Επειδή τα παράπονα μεταφέρθηκαν στον Πατριάρχη, ο Πατριάρχης, επειδή άρχισε, το έβλεπε και ο ίδιος, στο τέλος τον καλεί λοιπόν και του λέει:
- Έλα εδώ, Μαρκιανέ. Τι ντροπή είναι αυτή! Τι στολή είναι αυτή που έβαλες; Επιτρέπεται εσύ να έχεις τέτοια στολή;
- Τι στολή έχω, λέει, Δέσποτά μου, Παναγιώτατε;
- Να, τόσο λαμπρά που είναι.
- Μα, λέει, με πειράζετε;
- Εσύ, λέει, με κοροϊδεύεις; λέει ο Πατριάρχης.
Αστράφτει αυτό εδώ πέρα.
Ούτε κεριά χρειάζονται, ούτε τίποτα.
Όλος ο Ναός φωτίζεται.
- Παναγιώτατε, λέει, αυτό που φοράω, είναι αυτό που μου δώσατε όταν με χειροτονήσατε και με κάματε Ιερέα.
Και όπως έκανε έτσι και σήκωσε το ένδυμα, για να το δείξει δηλαδή ότι αυτό ήταν, φάνηκε ότι από μέσα ήταν γυμνός.
Και πέφτει, φεύγει η λάμψις και μένει η στολή η πρώτη.
Φωτίζεται ο Πατριάρχης από μέσα του και καταλαβαίνει ότι ήταν γυμνός από μέσα γιατί κάπου τα είχε δώσει τα ρούχα.
Έτσι στολίζονταν στη Θεία Λειτουργία οι παλιοί Ιερείς.
Εμείς για να καλύψουμε τα χάλια μας φοράμε ωραία τώρα.
Αυτά είναι.






Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 1993

36 Οι πρεσβείες τής Θεοτόκου καί πάντων τών αγίων στή Θεία Λατρεία

Η διαθήκη της 90χρονης

Πριν από τα Χριστούγεννα, μια κυρία μου παρέδωσε μια χειρόγραφη διαθήκη ανορθόγραφη και ορνιθοσκαλισμένη, κακογραμμένη, της μητέρας της με πλούσιο πνευματικό περιεχόμενο, μπορεί βέβαια να μην είχε και σύνταξη.
Αυτή τη διαθήκη, αποσπάσματα αυτής βέβαια, θα σας την διαβάσω.
 Είχε 4 κόρες και ένα γιό.
Και τα πέντε τα παιδιά ήταν παντρεμένα, από τα οποία παιδιά της είχε 15 εγγόνια.
Και αρχίζει:
Αγαπημένα μου παιδιά, και τους αναφέρει έναν έναν, και τα παιδιά της, τις κόρες, το γιο, τους γαμπρούς, τη νύφη και όλα τα εγγονάκια, 25 ονόματα, σας φιλώ και σας αποχαιρετώ.
Αυτό το γράμμα θα το ανοίξετε και θα το διαβάσετε μετά το θάνατό μου.
 Η πρώτη σας δουλειά, μόλις σηκωθείτε πρωί πρωί, είναι πρώτα να πλυθείτε, να ανάψετε το καντηλάκι σας και να θυμιάσετε όλο το σπίτι.
Κατόπιν θα κάνετε την προσευχή σας όπως σας την έμαθα από την Συνέκδημο.
Το ίδιο θα κάμουν, αν θέλουν, και οι άντρες σας και η νύφη μου και όλα τα εγγονάκια και ύστερα όλοι στις δουλειές σας.
Μόνον έτσι θα σκεπάζει και θα ευλογεί ο Θεός και τη δουλειά και την οικογένειά σας.
Κάθε Κυριακή πρωί όλοι σας στην Εκκλησία.
Το ίδιο και κάθε μεγάλη γιορτή.
Κάθε βράδυ, μικροί μεγάλοι, πριν από τον ύπνο θα διαβάζετε το Απόδειπνο, τους Χαιρετισμούς, την Καινή Διαθήκη, το Ψαλτήρι και την Αμαρτωλών Σωτηρία.
Και μην ξεχνάτε και τις νηστείες.
Να τις κρατάτε όλες όπως σας τις βαστούσα και εγώ από 6 χρονών και μετά.
Ολα αυτά, αγαπημένα μου παιδιά και εγγόνια, όταν θα τα κρατάτε θα είναι σα να μου ανάβετε κάθε μέρα ένα κεράκι.
Θα είναι για μένα το καλύτερο καθημερινό μνημόσυνο.
Έτσι θα με θυμάστε στις προσευχές σας.
Και πιο κάτω:
Να τηρείτε τα θρησκευτικά έθιμα της πατρίδος μας και να μη σας αρέσουν τα εγκόσμια αλλά να τα αφήνετε αυτά στην άκρη και να ακολουθείτε τα ουράνια.
Γιατί όλα είναι πρόσκαιρα και μάταια.
Τα καλά έργα και τις κρυφές ελεημοσύνες θα έχετε στην αιωνιότητα.
Όλα τα άλλα σαν όνειρο θα σβήσουν και μαζί σας δεν θα πάρετε τίποτα, ούτε πλούτη, ούτε μεγαλεία, ούτε δόξες, ούτε σπίτια.
Μόνον τα καλά σας έργα και την υπομονή.
Να έχετε την ευχή μου και να είστε αγαπημένοι πρώτα μεταξύ σας σαν αδέλφια και ύστερα με τις
οικογένειές σας αλλά και με τους συγγενείς, με τους γείτονες και με όλον τον κόσμο.
Και όσο μπορείτε καλά έργα να κάνετε και από την Εκκλησία να μη λείπετε και αυτούς που θέλουν το κακό σας να τους συγχωράτε.
Αυτά θα μείνουν και εδώ κάτω στη γή αλλά και στον ουρανό.
Όσα χρόνια και αν ζήσουμε θα είναι σαν χθες.
Για αυτό έργα καλά και κρυφά.
Αδικίες και ψέματα σε κανέναν, ούτε και στον εχθρό σας.
Την Εκκλησία και τον καλό Πνευματικό να μην αφήσετε.
Όλα αυτά θα τα διαβάζετε όλοι σας και μπροστά στα παιδιά σας κάθε φορά που θα συμπληρώνεται χρόνος από το θάνατό μου, μετά από το Τρισάγιο που θα κάνετε.
Αυτό θα είναι και το μνημόσυνό μου.
Σας δίνω την ευχή μου, σας φιλώ, σας αποχαιρετώ και καλών αντάμωσιν στον Παράδεισο.
Η μάνα σας και η γιαγιά σας.
Αυτές είναι οι συμβουλές που έδωσε μια γιαγιά μητέρα, 90 ετών, στα παιδιά της, στους γαμπρούς της, στις κόρες της, στη νύφη της και στα εγγόνια της.
Μέσα από αυτή τη διαθήκη βλέπουμε το πόσο θέλει να κρατήσει την ενότητα της πίστεως, της ορθοδόξου πίστεως, ειδικά δε μέσα από τη Θεία Λατρεία, μέσα από την Εκκλησία.
Όλες οι συμβουλές της αποβλέπουν στη σωτηρία της ψυχής και στην τήρηση βέβαια των Ευαγγελικών εντολών.
Η παράδοσις, ο εκκλησιασμός, μιλάει για ήθη και έθιμα, ο Πνευματικός, η νηστεία, η οικογένεια, η πίστις, τα χρηστά ήθη, όλα και αυτά, όλα μαζί αυτά αποβλέπουν στην ενότητα της πίστεως και στην
ενότητα βέβαια της οικογένειας μαζί με την Εκκλησία.
Μέσα από αυτή τη διαθήκη βλέπουμε την πράξη της Εκκλησίας, την πράξη του Ευαγγελίου.
Την έζησε και προσπάθησε αυτήν την πράξη, και αυτήν τη ζωή, ότι βιώματα και αν είχε η ευλογημένη αυτή ψυχή να τα περάσει και στα παιδιά της.
Το τι θα κάμουν βέβαια αυτά, αυτό είναι θέμα προσωπικής πλέον ελευθερίας.
Εκείνη έσπειρε και συνεχίζουμε εμείς.



Ευλογία της Παναγίας στον καιρό Ιερέως

Κάποτε ένας Άγιος Λειτουργός του Υψίστου, πριν από πολλά χρόνια, λίγο πριν από την κοίμησή του, ερωτήθηκε από έναν άλλο αδελφό Ιερέα συλλειτουργό και τον ρώτησε:
- Γιατί, Πάτερ μου, αργούσες τόσο πολύ να πάρεις καιρό και μάλιστα μπροστά στην εικόνα της
Παναγίας;
Και ομολόγησε και είπε:
- Οταν χειροτονήθηκα Ιερεύς, η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν αυτή που με έβαλε μπροστά στο θυσιαστήριο να γονατίσω και έτσι να δεχθώ διά χειρών του Επισκόπου το χάρισμα της Ιεροσύνης.
Και άρχισε να κλαίει.
Σε λίγο το πρόσωπο του Ιερέως αυτού του ετοιμοθανάτου άστραψε.
- Από τότε δεν έπαιρνα καιρό...
Ανέφερα δύο φορές τη λέξη αυτή.
Καιρός είναι η ειδική λειτουργική προετοιμασία που γίνεται εδώ μπροστά στο σολέα.
Λέμε το "Πάτερ ημών", ύστερα κάτι ευχές, ύστερα ανοίγουμε την Ωραία Πύλη, ασπαζόμεθα τις τέσσερις εικόνες του Τέμπλου, παρακαλούμε τον Θεόν να μας σκεπάσει εν συνεχεία με τη Χάριν Του
για να καταξιωθούμε του μεγάλου έργου της Θείας Λειτουργίας και ύστερα κάνουμε Απόλυση.
Όλη αυτή η μικρή τελετή λέγεται καιρός.
- Από τότε, λέει, δεν έπαιρνα καιρό εάν δεν ερχόταν πρώτα η Παναγία να με ευλογήσει. Ουδέποτε λειτούργησα χωρίς την παρουσία Της. Και τώρα Αυτήν περιμένω να έρθει να με πάρει. Μου το
υποσχέθηκε.
Αυτό δεν είναι παράδοξο.
Δηλαδή και ο Γέρων Ιωσήφ αυτήν την υπόσχεση είχε πάρει από την Παναγία, σαράντα μέρες πριν, ότι ανήμερα, την ημέρα της εορτής της, της Κοιμήσεως Της δηλαδή, θα τον έπαιρνε όπως και πράγματι έτσι και συνέβη.
Στον παππούλη αυτόν, τον Ιερέα, σε κάποια στιγμή βέβαια, όταν κάλεσε το όνομά της, έκανε το Σταυρό του, άστραψε ο τόπος και το πρόσωπό του και κλίνας την κεφαλή παρέδωκε το πνεύμα του.
Το πήρε η Υπεραγία Θεοτόκος και το πήγε στους Ουρανούς. 
Ύστερα από αυτό το τρομακτικό που μου είπαν για αυτόν τον Ιερέα, θα μπορούσα να πω:
Αλίμονο σε εμάς, τους σημερινούς κληρικούς και των τριών βαθμών της Ιεροσύνης, και των Επισκόπων και των Πρεσβυτέρων και των Διακόνων, και ιδιαιτέρως χίλιες φορές αλίμονον σε εμένα, τον αμαρτωλό και τον ανάξιο, ύστερα από όσα ακούγονται και λέγονται για τέτοιους αξίους Λειτουργούς του Υψίστου.
Για αυτό σας παρακαλώ να προσεύχεσθε πολύ στην Παναγία Θεοτόκο για μένα.



Τα Λείψανα του Προφήτου Ελισαίου

Και υπάρχει ένα θαύμα εδώ πολύ μεγάλο το οποίον αναφέρεται στο βιβλίο Δ' Βασιλειών ΙΓ 21.
Λέει αυτό: και εγένετο αυτών θαπτόντων τον άνδρα, και ιδού είδον τον μονόζωνον και έρριψαν
τον άνδρα εν τω τάφω Ελισαιέ, και επορεύθη και ήψατο των οστέων Ελισαιέ και έζησε και ανέστη επί τους πόδας αυτού.
Τι μας λέει αυτό το χωρίο:
Ότι το νεκρό σώμα ενός ανθρώπου όταν ρίφθηκε στον τάφο του Προφήτου Ελισαίου και ήγγισε τα οστά ανεστήθηκε.
Νεκρός ανέστησε νεκρόν.
Όπως τα λείψανα του Αγίου Ελισαίου ούτω και των άλλων Αγίων τα λείψανα θαυματουργούν.
Αφού θαυματούργησαν αυτά του Προφήτου γιατί να μη θαυματουργούν και των άλλων Αγίων;
Και μόνον η ευωδία των Ιερών Λειψάνων τα οποία ευωδιάζουν και ποιούν ιάσεις και άλλα σημεία είναι αρκετό δείγμα της τιμής που πρέπει να αποδίδουμε εμείς οι χριστιανοί στα Αγια Λείψανα.



Ευωδία υψώματος

Κάποιος εξ ημών άκουσε από περυσινή μας ομιλία για το τι συνέβη σε κάποιον χριστιανό που περιφρόνησε την αξία του Αντιδώρου και τι του συνέβη την Κυριακή των Μυροφόρων.
Αυτό βέβαια το άκουσε επειδή το είπαμε σε ομιλία και το άκουσε από την κασέτα.
Και άρχισε να λέει μέσα του:
- Λές και να 'ναι αλήθεια; Μπας και τα υπερέβαλε λίγο και ο παπάς και αυτός; Μήπως όλοι μαζί εκεί στο σπίτι έπαθαν ομαδική υποβολή;
Και έκαμε βέβαια και άλλες τέτοιες σκέψεις πολλές.
Γιόρταζε τον περασμένο μήνα, τον Δεκέμβριο και του δώσαμε ύψωμα για τη γιορτή του.
Το κράτησε και κάθε πρωί έκοβε ένα κομματάκι και το έτρωγε.
Υστερα από 4-5 ημέρες - το είχε, όμως σε ένα βάζο κλειστό, γυάλινο, έτσι πρέπει να το έχουμε, ή σε ξύλινο ή σε γυάλινο, όχι σε νάιλον
- Ενα πρωί λοιπόν που το άνοιξε για να κόψει, τον χτύπησε λοιπόν μια πολύ δυνατή μυρωδιά.
- Ε, λέει, τι κολώνια είναι αυτή πάλι; Από πού βγήκε;
Χάζεψε λίγο, ύστερα λέει, του είπε ο λογισμός του:
- Από το Αντίδωρο θα είναι. Οπως ήταν το βάζο έτσι, το κλείνει.
Σταμάτησε η μυρωδιά. Το ανοίγει το βάζο ξανά πάλι η μυρωδιά.
- Γυναίκα, γυναίκα, λέει, τρέξε, τρέξε, τρέξε... Ετρεξε και η σύζυγος, το διαπίστωσε. Κράτησε βέβαια μόνον ένα τεταρτάκι.
- Καλά να πάθεις, έλεγε ύστερα. Με τέτοια πρέπει να πιστεύεις.
Αυτό ήταν τιμωρία και όχι βραβείο.
Αυτός ο τελευταίος λογισμός, ο ταπεινός, ήτο και ο πλέον σωτήριος.
Γιατί δεν πρέπει να πιστεύουμε από αυτά.
Δεν τον βράβευσε ο Θεός για κάποιο του έργο.
Αλλά με αυτόν τον τρόπο τον ταπείνωσε.





Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 1992

35 Η Θεία Λειτουργία. Οι περιστάσεις τής ζωής καί η Θεία Λατρεία

Η έκσταση του ιερέα και του Γιαννάκη

Πριν από πολλά χρόνια, προ του 1940, στο Βόλο μια Μεγάλη Σαρακοστή γίνονταν μία Θεία Λειτουργία, ημέρα Κυριακή.
Τη Μεγάλη Σαρακοστή την Κυριακή τελούμε τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
Μέσα στο Ιερό Βήμα υπηρετούσε ένας μικρός τότε, νεαρός στην ηλικία, εκείνη την εποχή θα πρέπει να ήταν 10-12 χρονών περίπου, δεν θυμάμαι ακριβώς.
Το μικρό του το όνομα αυτού του παιδιού ήταν Γιάννης.
Ενας ευλαβής ιερεύς προπολεμικά έκανε τη Θεία Λειτουργία και όταν έφτασε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, γονάτισε ο ιερεύς και ύψωσε, ακούμπησε τα χέρια του στην Αγία Τράπεζα και όπως ήταν έτσι κοίταζε ψηλά και στο βάθος.
Παρέμεινε εκεί. ιεροψάλτης είπε μια φορά το "Σε υμνούμεν", το είπε δεύτερη φορά, το είπε τρίτη φορά.
Ο κόσμος όλος συγκινημένος.
Τότε δε γονάτιζαν οι πιστοί.
Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια μέχρι το έδαφος και αναλύθηκαν όλοι μέσα στο ναό σιγά σιγά σε λυγμούς, διότι η ώρα περνούσε και ο ιερεύς δεν έλεγε "Εξαιρέτως της Παναγίας".
Ο ψάλτης, ο δεξιός, είπε σε κάποιον άλλο να συνεχίσει και πάλι το "Σε υμνούμεν" και μπήκε μέσα στο Ιερό.
Είδε τον ιερέα να βρίσκεται σε αυτή τη στάση, σε έκσταση και το Γιαννάκη πεσμένο κάτω ανάσκελα λιπόθυμο.
Εκανε τον κύκλο.
Μάλλον βγήκε έξω, μπήκε από την άλλη πλευρά.
Έριξε νερό στο πρόσωπο του Γιαννάκη να συνέλθει και την ώρα βέβαια που συνερχόταν ο Γιαννάκης από τη λιποθυμία, εκείνη την ώρα σηκώθηκε και ο ιερεύς.
Του έδωσε ο ιεροψάλτης το θυμιατό και είπε το "Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου".
Η διάρκεια αυτή κράτησε περίπου τα 20 λεπτά.
Ρώτησαν τον ψάλτη.
Λέει:
- Δεν ξέρω.
Ο παπάς φαίνεται ήτο σε έκσταση.
Ο Γιαννάκης λιπόθυμος.
Ρωτούσαν το Γιαννάκη.
Ο Γιαννάκης δεν απαντούσε τίποτα.
Οπότε τον παρέλαβε και άρχιζε να τον πιέζει με ερωτήσεις μια κοπέλα τότε υποψήφια για μοναχή και σήμερα Ηγουμένη και Γερόντισσα στο μοναστήρι της Παπαδιάς.
Οσοι πάτε καμμιά φορά στο μέρος για επίσκεψη ρωτήστε για αυτό το γεγονός να σας το πει η ίδια με
δικιές της βέβαια λεπτομέρειες, εφ'όσον θελήσει να το πει.
Γιατί ασφαλώς θα υπάρχουν και κάποια άλλα πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε και δεν έφτασαν σε εμάς.
Τα γνωρίζουν αυτοί.
Αν τα πουν σήμερα ή όχι, αυτό δεν το ξέρω.
Επίεσε λοιπόν το Γιαννάκη και είπε ότι:
- Οταν έφτασε η στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, εμφανίστηκε ο Μέγας Βασίλειος, του οποίου η Θεία Λειτουργία ετελείτο, με όλην του τη μεγαλοπρέπεια, δορυφορούμενος υπό Αγγέλων μέσα στο Αγιον Βήμα.
Μη αντέχοντας να τον δει ο μικρός Γιαννάκης, έπεσε κάτω λιπόθυμος.
Αυτό ήτο.
Ο ψάλτης δεν είδε τίποτα και είδε μόνον ο Γιαννάκης.
Φαίνεται ότι η έκστασις και η παρουσία αυτή, αν συνομίλησε με τον Αγιο και αν είπε τίποτα ο Αγιος ή απλώς παρευρίσκετο Αρχιερεύς στη δική του Λειτουργία όπου ετελείτο από τον ευλαβέστατο εκείνον ιερέα, δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Δεν έχουμε καμμία άλλη πληροφορία.
Είναι η μόνη, αυτό το μεγάλο και αληθινό γεγονός, το οποίον σε κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται και επαναλαμβάνεται μόνο που τα δικά μας μάτια, τα θνητά, τα σάρκινα, τα αμαρτωλά, τα βρώμικα δεν μπορούν να δουν.

Τα χέρια της γυναίκας που δεν έλιωναν

Εδώ στον Πειραιά, πριν αρκετά χρόνια μεταξύ 1970 και 1974 καθαιρέθηκε ένας κληρικός, ο οποίος βέβαια μετά την καθαίρεση, επειδή ήταν μορφωμένος και συγχρόνως εκπαιδευτικός, εξασκούσε το
επάγγελμα του εκπαιδευτικού, ως κοσμικός, αλλά βέβαια ζήτησε μετάθεση και πήγε στην επαρχία και έμεινε εκεί μακριά.
Κάποιες γιορτές ήρθε να δει εδώ τους δικούς του και πέρασε από τη γειτονιά και μία κυρία τον γνώρισε και λέει σε κάποια άλλη:
- Ξέρει αυτός είναι καθηρημένος.
Αυτός ήταν παπάς και τον καθαίρεσαν.
Και σηκώθηκε η άλλη που μόλις το άκουσε, χωρίς μυαλό μέσα της, σήκωσε τα δυο της τα χέρια και τον φασκέλωσε από πίσω, όπως περπατούσε ο καθηρημένος εκείνος ιερέας.
Δεν πέρασε ένας χρόνος και η γυναίκα αυτή που μούντζωσε πέθανε.
Ηρθε η ώρα της, πέθανε.
Πήγαν στο νεκροταφείο.
Πέρασαν τα τρία χρόνια, εδώ στν Ανάσταση, πέρασαν τα τρία χρόνια και έγινε η εκταφή.
Βγήκε όλη λιωμένη εκτός από τα δυο χέρια, τα οποία ήταν ολόκληρα, ακέραια μαζί με το κρέας, σαν να τα είχαν βάλει στον τάφο εκείνη την ώρα.
Μαύρα ναι αλλά σαν να τα είχαν βάλει εκείνη την ώρα.
Απλώς βάψιμο, σαν να είχαμε μια μπογιά.
Αλλά το κρέας υπήρχε επάνω, δεν είχε λιώσει από μέσα.
Μαύρα, χοντρά, απαίσια στην όψη και με τα νύχια μεγάλα.
Φωνάξαν τον ιερέα του τμήματος εκεί, όσοι είστε από εδώ και πηγαίνετε στην Ανάσταση ξέρετε, διάβασε ευχή, μια, δυο, τρεις, τίποτα δεν έγινε.
Ειδοποιούν τον Μητροπολίτη.
Ηταν πρωινές ώρες.
Τότε ήταν Μητροπολίτης ο Χρυσόστομος στον Πειραιά, ο οποίος αμέσως πήρε το αυτοκίνητο και
ήρθε.
Βάζει το Πετραχείλι και το Ωμοφόριο, διάβασε αρχιερατική συγχωρητική ευχή, δεν έγινε τίποτα. Περίμεναν δηλαδή να γίνει κάτι.
Αλλά δεν έγινε τίποτα.
Ανάμεσα σε αυτούς τους συγγενείς και τους γνωστούς που παρευρίσκοντο στην εκταφή, ήτο και εκείνη η κυρία που ήτο γειτόνισσα και λίγο συγγενής με την πεθαμένη.
Αυτή που της είπε ότι αυτός ο παπάς είναι καθηρημένος.
Και το θυμήθηκε.
Και λέει αυτή:
- Κάτι πρέπει να έχει κάμει με τα χέρια της για να μην λιώνουν.
Και θυμήθηκε αυτή.
- Α, λέει, είναι αυτό.
Και είπε τι έγινε.
Είπε αμέσως να βρεθεί ο καθηρημένος ιερεύς, να βρεθεί.
Και πράγματι, δεν ξέρω για ποιους λόγους ήτο εκεί εκείνες τις ημέρες, μάλλον ήτο προς το καλοκαίρι και είχαν παύση τα σχολεία και ευρέθη τελικά.
Το απόγευμα της ημέρας ήρθε μαζί με τον Δεσπότη ξανά εκεί και παρουσία βέβαια των εκταφέων,
τα άλλα κομμάτια τα είχαν πάρει, εκείνα τα είχαν τοποθετήσει εκεί κάτω τέλος πάντων σε μια ...; τα φύλαγαν, και του είπε
- Κοίταξε να δεις, παιδί μου, εδώ, ό,τι έγινε έγινε τότε αλλά εδώ πρέπει να, πεις... Συνέβη αυτό χωρίς να το ξέρεις, εσύ μπορεί να καθαιρέθηκες αλλά η ιεροσύνη, η χάρις της ιεροσύνης δεν έφυγε,
είναι μέσα σου, κολλημένη και ενωμένη με το είναι σου και με την ψυχή σου.
Συγχώρησέ την.
Πες:
"Λελυμένη και συγκεχωρημένη".
Και ακούμπησε με τα χέρια σου τα χέρια της.
 Οταν είπε "Λελυμένη και συγκεχωρημένη" και πήγε να ακουμπήσει τα χέρια, έλιωσαν.
Αυτό έγινε μεταξύ 1970 και 1974, δεν θυμάμαι, παρόντος του ιερέως της εποχής εκείνης και των εκταφέων. Αυτά από πρώτο χέρι. Λοιπόν, ο παππούλης όποιος και αν είναι Λειτουργός Ιερεύς είναι κάρβουνο.
Αν είναι αγιασμένος, είναι αναμμένο θα σας κάψει.
Αν δεν είναι όποιος και αν είναι είναι πάλι κάρβουνο σβησμένο αλλά οπωσδήποτε θα μουντζουρωθείτε.
Ποιος έπιασε κάρβουνο και δεν μουντζουρώθηκε;
Ποιος έπιασε κάρβουνο και δεν κάηκε;
Μετά φόβου και τρόμου στη Θεία Λειτουργία ο παππούλης είναι εις τόπον και
τύπον Χριστού.
Βρίσκεται μπροστά στο φρικτό Γολγοθά και τελεί έστω και ανάξιος την αναίμακτη ιερουργία.



Λευκοί καπνοί

Κάποτε, αδελφοί μου, ένας ιερεύς λειτουργός, τέτοιες αγιασμένες μέρες, μου εδιηγήθη το εξής περιστατικό που συνέβη στη Μεγάλη Είσοδο με τα Τίμια Δώρα στα χέρια, παρουσία βέβαια και πολλών εκκλησιαζομένων χριστιανών.
Ηταν Σάββατο όμως.
Όπως στάθηκε στην Ωραία Πύλη και θα έλεγε "Και εις τους αιώνας των αιώνων" μόνον και από εκεί θα έκανε στροφή για να μπει μέσα χωρίς να κάνει μνημονεύσεις, εκεί έκπληκτος λοιπόν βλέπει καμμιά δεκαριά χριστιανούς, και από άνδρες και από γυναίκες, έτρεξαν γρήγορα κοντά του, έπεσαν εκεί στα πόδια του και άρχισαν να ψαχουλεύουν εκεί το Στιχάρι του, το πάτωμα εκεί να φτιάχνουν, κάτι τέτοια.
Δεν μίλησε όμως, μπήκε μέσα και συνέχισε τη Θεία Λειτουργία.
Μετά το Δι'ευχών και ενώ μοίραζε το Αντίδωρο, ζήτησε εξηγήσεις, λέει:
- Γιατί το κάνατε αυτό εσείς; κτλ.
 Και εκείνοι του απάντησαν ότι γρήγορα γρήγορα έτρεξαν διότι νόμιζαν ότι από το θυμιατό του νεωκόρου είχαν πέσει πάνω στο χαλάκι της Ωραίας Πύλης τα αναμμένα κάρβουνα τα οποία έκαιγαν το χαλί και έβγαζαν καπνό και θέλησαν να τα μαζέψουν.
Αυτά είπαν οι χριστιανοί.
- Είδατε τίποτα;
Λέει:
 - Οχι.
Εκτός από τον καπνό δεν είδαμε τίποτα άλλο.
 Τι ήταν αυτό;
Δεν απάντησε ο Γέροντας.
Αλλά και ο Ιερεύς όμως πηγαίνοντας προςτην Ωραία Πύλη, ενώ έλεγε "Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία Αυτού πάντοτε νυν και αεί" και φτάνοντας για να κάνει αυτή τη στροφή και να φτάσει εδώ, όταν έστρεψε λοιπόν λέγοντας "πάντοτε νυν και αεί" έβλεπε από τη βάση της Ωραίας Πύλης, πριν φτάσει εκεί, να ανεβαίνουν προς τα πάνω πυκνά σύννεφα λευκού καπνού. Αυτά είδαν και οι χριστιανοί και νόμιζαν ότι καίγονταν το χαλάκι από τα καρβουνάκια του θυμιατού του νεωκόρου.
Αλλά ο νεωκόρος ήταν μακριά όμως.
Ο νεωκόρος ήταν εκεί και οι λευκοί καπνοί έβγαιναν μπροστά από την Ωραία Πύλη.
Τι να ήσαν αυτοί οι λευκοί καπνοί;
Αυτούς τους λευκούς καπνούς τους είχε δει και ένας άλλος λειτουργός στο Αγιον Ορος να βγαίνουν από το ίδιο σημείο και πάλι στη Μεγάλη Είσοδο, να απλώνονται σε όλον το Ναό και να τον
πλημμυρίζουν από άρρητη, παράδοξη ευωδία.
Εμοιαζαν σαν λευκογάλανη ομίχλη φωτεινή η οποία απλώθηκε σε όλο το Ναό, τον ευωδίασε, αισθάνθηκαν όλοι την ευωδία, όλοι ρούφηξαν, απόλαυσαν αυτή την ομίχλη, τρόπον τινά την έβαλαν μέσα τους και σιγά σιγά βέβαια εξαφανίστηκε.
Πολλά τα θαυμαστά μέσα σε κάθε Θεία Λειτουργία και θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε "Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε" σε εμάς τους αμαρτωλούς και αναξίους.



Δώρα εξ ουρανού
 
Ο Οσιος Ιερομόναχος παπα-Τύχων, Ρώσος την καταγωγήν, ασκήτεψε  για 60 χρόνια στον Αθωνα.
Είχε τη συνήθεια από τη μεγάλη του ευλάβεια στην Παναγία να διαβάζει και να λέει από στήθους πολλές φορές τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κλαίγοντας.
Ενα θαύμα της Παναγίας στάθηκε αιτία για να αποφασίσει ο παπα-Τύχων τη μοναχική του αφιέρωση και έτσι να έλθει στο Αγιον Ορος.
Εκοιμήθη το 1968 σε πολύ μεγάλη ηλικία.
Στη Σιβηρία, από όπου καταγόταν, είχαν πολύ στάρι και το ψωμί τους ήταν άσπρο πάντοτε. Περιόδευε λοιπόν στα ρωσικά μοναστήρια όταν ήταν νέος και κάποτε έφθασε στη Μόσχα.
Εκεί έτρωγαν όμως μαύρο ψωμί που δεν το είχε συνηθήσει αυτός για αυτό και δεν μπορούσε να το φάει.
Έτσι έμεινε για πολλές μέρες νηστικός.
Έτρωγε μόνον αποφάγια.
Περνώντας κάποτε έξω από έναν φούρνο βλέπει μια γυναίκα ωραιοτάτη να του προσφέρει ένα κάτασπρο ψωμί και ζεστό. Χρήματα δεν είχε για να πληρώσει ρούβλια.
Μπήκε όμως, αφού η γυναίκα βγήκε από το φούρνο και ξαναμπήκε μέσα, θέλησε να μπει μέσα στο
φούρνο να βρει την γυναίκα αυτή και να την ευχαριστήσει.
- Πού είναι η γυναίκα αυτή, λέει, που μου έδωσε το ψωμί; ρώτησε το φούρναρη.
- Καμμιά γυναίκα, λέει, δεν βγήκε από το μαγαζί μου. Οπως βλέπεις είμαι μόνος. Αλλωστε ούτε και έχω άσπρο ψωμί που κρατάς τώρα στο χέρι σου. 
Ο νεαρός κοίταξε το άσπρο αχνιστό ψωμί που κρατούσε στα χέρια του και βέβαια βούρκωσαν τα μάτια του από ιερή συγκίνηση. 
Τότε μέσα του τον πληροφόρησε ότι αυτό ήτο δώρον της Παναγίας που τον καλούσε κιόλας για να τηνυπηρετήσει.
Ευχαρίστησαν όμως και οι δύο την Υπεραγία Θεοτόκο και ο φούρναρης πήρε ένα κομματάκι για ευλογία.
Με το λευκό αυτό ψωμί ο παπα-Τύχων τρεφόταν σε όλο το διάστημα της μεγάλης εκείνης προσκυνηματικής του περιοδείας.
 Υστερα από αυτό  αποφάσισε να γίνει μοναχός. Ενα τέτοιο φαινόμενο και καλύτερο
και ζωντανότερο είχαμε με τον νέον Αγιο της Εκκλησίας μας, τον
απλοϊκό ποιμένα των απλών προβάτων, τον Αγιο Νικόλαο, τον
παπα-Νικόλα τον Πλανά, ο οποίος θέλησε να λειτουργήσει και περίμενε βέβαια...
Οι γυναίκες που εγνώριζαν ότι θα λειτουργούσε και λειτουργεί κάθε μέρα ότι θα του φέρουν πρόσφορο. Προχωρούσε ο Ορθρος και το πρόσφορο δεν εμφανιζόταν. Πώς τώρα; Τόσα χρόνια έκανε Θεία Λειτουργία και τώρα θα τη διακόψει; Δηλαδή μία μέρα να μη λειτουργήσει; Αυτό του ήταν
αδιανόητο.
Και άρχιζε σα μωρό π αιδί να κλαίει. Δεν είχεπρόσφορο.
Και έκλαιγε.
Δεν μπορούσε να κάνει Θεία Λειτουργία και έκλαιγε.
Και τότε βγαίνει χαρούμενος έξω στον κόσμο κρατώντας ένα μικρό προσφοράκι, τόσο, με τη σφραγίδα επάνω μονάχα, τόσο μικρό όσο φαινόταν μονάχα η σφραγίδα, οι τρεις που χρειαζόταν
για να γίνει η Θεία Λειτουργία.
- Κοιτάξτε, λέει, τι μου έστειλε ο καλός Θεός πάνω στην Αγία Τράπεζα, ένα φρέσκο, μυρωδάτο πρόσφορο.
Ετσι θα συνεχίσουμε και σήμερα Θεία Λειτουργία. Αν και νομίζω ότι ούτε αυτό χρειάζονταν, αφού ήρθε από τον ουρανό, ουράνιο άρτο.
Εγινε ύστερα και η μεταβολή.
Ποιος ξέρει τι Θεία Κοινωνία θα ήταν εκείνη την ημέρα. Αυτά τα Μυστήρια τα ακατάληπτα ζούμε σε κάθε Λειτουργία.
Απλές αιτήσεις
φαίνονται και όμως πόσα μυστήρια αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια μας.






 

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 1992

34 Η Θεία Λειτουργία. Ο ναός, ο λαός καί η πόλις αύτων

Ενας ταπεινός ιερέας που έλαμπε

Ενας Επίσκοπος περιοδεύοντας στην επαρχία του έφτασε ένα Σάββατο βράδυ σε ένα χωριό.
Πρώτη φορά παιρνούσε από εκεί και ζήτησε όταν έφτασε και τον φιλοξένησε ο πρόεδρος του χωριού να δει τον παπά.
Του λένε:
- Είναι στο χωράφι. Δεν ήρθε ακόμα. Υστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του, ντυμένος βέβαια με τα ρούχα της δουλειάς, και καταλαβαίνετε σε ποια κατάσταση ήτο.
Δεν έμεινε ευχαριστημένος ο Δεσπότης.
Τον ήθελε πιο ευπρεπισμένο.
Την άλλη Κυριακή, την άλλη μέρα ήταν Κυριακή.
Ετοιμάστηκε ο παπάς για τη Θεία Λειτουργία μπροστά στο Δεσπότη.
Ο Επίσκοπος, ο οποίος θα παρευρίσκετο στη Θεία Λειτουργία οπότε θα την παρακολουθούσε από το Θρόνο τον επισκοπικό και εν συνεχεία από το Ιερό Βήμα θα εύρισκε ασφαλώς πολλά λάθη σε εκείνον τον αγροίκο παπά.
Παράδοξο όμως όταν ο παππούλης έβαλε "Ευλογημένη η Βασιλεία", εκείνος ο ιερεύς σκεπάστηκε από ουράνιο φως που τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε ολόκληρο, χωρίς να τον καίει.
Και αυτό μέχρι το "Δι' ευχών", μέχρι το τέλος.
Αφού μοίρασε Αντίδωρο ο ιερεύς στους εκκλησιαζομένους χριστιανούς του χωριού και τελείωσε το μοίρασμα, πέρασε μέσα.
Μέσα ο Δεσπότης πήγε κοντά του και έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρεση για την κατάκριση που έκανε μέσα του για αυτόν και ζήτησε να τον ευλογήσει.
Ο απλοϊκός εκείνος ιερέας σάστισε.
- Πώς είναι δυνατόν, λέει, ο ανώτερος να ευλογηθεί από τον κατώτερό του. Συ ευλόγησέ με Αγιε Δέσποτα.
- Αδύνατον να ευλογήσω εκείνον που στέκεται μέσα στη θεϊκή άκτιστη φλόγα όταν ιερουργεί στο Πανάγιον Θυσιαστήριον. Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται, απάντησε ο Δεσπότης.
Και ο ιερεύς ρωτάει:
- Υπάρχει τάχα, Σεβασμιότατε Δεσπότη, παπάς που να τελεί τη Θεία Λειτουργία και να μη κυκλώνεται από το ουράνιο φως;
Αυτή ήταν η απορία του ιερέως, του απλοϊκού εκείνου παππούλη.
Τι να απαντήσει ο Επίσκοπος σε εκείνον τον παπά που έβλεπε το υπερφυσικόν σαν το πλέον φυσικότερο πράγμα μέσα στη Θεία Λατρεία;
Για αυτό θαύμασε και την καθαρότητα και την ταπείνωση και την αγιότητα εκείνου του ιερέως από το χωριό και έφυγε ωφελημένος και διδαγμένος από πάρα πολλά πράγματα.


Ο Επίσκοπος που αμάρτησε και μετάνιωσε

Στο Γεροντικό αναφέρεται η εξής ιστορία.
Ισως να την έχετε διαβάσει, ίσως όχι.
Κάποτε ένας Επίσκοπος έπεσε σε μία μεγάλη αμαρτία.
Την άλλη μέρα ήταν γιορτή.
Πήγε λοιπόν στην εκκλησία που γιόρταζε, που πανηγύριζε, και οπωσδήποτε βέβαια ο πολύς λαός
της Μητροπόλεως θα ήταν συγκεντρωμένος εκεί.
Ανέβηκε στον άμβωνα, έβγαλε το ωμοφόριό του, το σύμβολο της αρχιεροσύνης, το άφησε κάτω και μπροστά σε όλους ομολόγησε το αμάρτημά του και κατέληξε:
- Παραιτούμαι. Είμαι ανάξιος. Φεύγω. Δεν μπορώ. Τα παρατάω. Δεν είμαι άξιος πλέον να σας ποιμαίνω εγώ. Να διαλέξετε έναν καινούριο και να σας ποιμαίνει και να σας λειτουργεί και να
σας κηρύττει και να σας εξομολογεί κτλ.
Και έκανε να κατέβει από τον άμβωνα και να φύγει.
Ο κόσμος λοιπόν επαναστάτησε.
Τον εμπόδισε.
Τον συγκράτησε.
- Στάσου εκεί, του λέει. Δεν σε αφήνουμε. Μείνε στη θέση σου. Τον αγαπούσαν τόσο πολύ.
- Και ας πέσει επάνω μας η αμαρτία σου.
Φοβερό.
Φοβερός λαός αυτός.
Πολλή μεγάλη η αγάπη.
- Εμείς σε θέλουμε για πατέρα, φώναξαν όλοι με μια φωνή.
Συγκινημένος ο Επίσκοπος από την αγάπη του λαού του είπε:
- Αν θέλετε να μείνω, αν και είμαι ανάξιος, τότε θα κάμετε ότι θα σας πω, διαφορετικά φεύγω.
- Θα κάνουμε, συμφώνησαν όλοι μαζί, ότι θέλεις. Πες μας μονάχα, αρκεί να μείνεις.
- Θα πάω και θα ξαπλώσω μπροστά στην πόρτα ανάσκελα και θα βγείτε όλοι και βγαίνοντας θα πατάτε πάνω στο στήθος μου. Και θα με φτύνετε. Και θα μου λέτε και Θεός σχωρέστον. Τότε θα μείνω. Ολοι σας μέχρι ενός.
- θα το κάνουμε, είπαν παρόλο που δεν ήθελαν γιατί ήταν και αυτό φοβερό.
Χωρίς να υπάρξει κάποτε αμαρτία όλο αυτό για να σε πράξει από ηγούμενο.
Να κάτσει στην πόρτα και είπε να περάσουν όλοι από πάνω του.
Έτσι κερδίζουν οι ψυχές.
Οι χριστιανοί για να μην τον χάσουν λοιπόν το έκαναν αυτό.
Πατούσαν επάνω του.
Ο,τι τους είπε.
Οταν πέρασε και ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή εξ ουρανού, την οποία άκουσε και ο Επίσκοπος και οι χριστιανοί.
- Διά την πολλήν του μετάνοια και ταπείνωση, συγχωρέθηκε η αμαρτία του. Μόνον έτσι νικιέται ο
δαίμονας και ο κάθε συκοφάντης των ιερέων.
Οταν όμως ο ιερεύς είναι καλός, τίμιος και ηθικός και ελέγχει και καυτηριάζει την αμαρτία και τα διεστραμμένα έργα του λαού, τότε και μισείται και συκοφαντείται.
Διαβάλλεται οπωσδήποτε.



Για την ευχή

Θυμήθηκα να μου την διηγείται το ίδιο πράγμα ένας πεπειραμένος ασκητής στο Αγιον Ορος, το 1965. Ακούστε την.
Μια ψυχή κάνει προσευχή μία ώρα, δύο ώρες, τρεις ώρες, τέσσερις, πολλή προσευχή.
Σκύβει, βυθίζει τον εαυτό της, επαναλαμβάνει συνέχεια το όνομα του Κυρίου.
Και μέσα στην ησυχία και σε μια κατάσταση που δεν μπορεί να αιωρήσει η ψυχή εμφανίζεται μπροστά της, μπροστά στην ψυχή, όχι μπροστά της, όχι έτσι μπροστά εδώ σε αυτή τη στάση, μπροστά στην ψυχή, την προσευχομένη ψυχή, την ευρισκομένη εν εκστάσει, ο διάβολος ολόκληρος, ο οποίος διάβολος πέφτει στα γόνατα και της λέει:
- Σε παρακαλώ - ο διάβολος να παρακαλεί, ο διάβολος που είναι ο φόβος και ο τρόμος των
χριστιανών, των δειλών δηλαδή και των ολιγοπίστων, ο διάβολος γονατίζει και παρακαλεί - σε παρακαλώ, της λέει, μη λες αυτό το όνομα, σε παρακαλώ μην το λες.
Πριν από την προσευχή όμως είχε θυμηθεί κάποια αμαρτία την οποία είχε ξεχάσει, παιδική, και
είπε:
- Α, και αυτήν πρέπει να την πω.
- Και αυτήν μην την πεις στον παπα-Στέφανο. Και άμα δε λες αυτό το όνομα εγώ θα σου
χαρίσω όλον τον κόσμο.
Είπε ό,τι είπε και στον Χριστόν.
- Προσκύνησέ με και όλη αυτή η Κτίσις θα γίνει δική σου.
Το ίδιο πράγμα περίπου είπε.
Δεν του είπε "Πέσε, προσκύνησέ με", είπε "Μη λες το όνομα, μην προσκυνάς το όνομα του Κυρίου και εγώ θα σου χαρίσω όλον τον κόσμο. Θα σου δώσω όση δόξα θέλεις και εξουσία και δύναμη" και επειδή επρόκειτο για νεαρό άτομο είπε "και έρωτες πολλούς, θα σέρνονται στα πόδια σου. Μόνο μη λες αυτό το όνομα".
Η ίδια ακριβώς σκηνή πριν από 8 χρόνια, το ίδιο ακριβώς πράγμα είχε υποσχεθεί και σε εκείνον τον ασκητή: "Μη λές το όνομα και εγώ θα σε κάμω Πατριάρχη".
- Εχω τη δύναμη - γιατί είχε βγάλει Φιλολογία, είχε κάποια τυπικά προσόντα - μη λες μόνο
αυτό το όνομα.
Τώρα λοιπόν τι λέτε, θα το λέμε ή δεν θα το λέμε; Θα το λέμε, θα το λέμε και θα το φωνάζουμε μέρα νύχτα όπως ακριβώς λέγαμε και την προπερασμένη Πέμπτη με τον ανώνυμο εκείνο ησυχαστή όπου τέτοια ήταν και η εντολή της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναγίας Μητρός του Κυρίου.
- Θέλεις όλοι αυτοί οι δαίμονες να εξαφανιστούν; Θα φωνάζεις το όνομα του Υιού μου και το όνομα το δικό μου. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με. Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
Αμήν.