Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2001

Η άσπλαχνη διαγωγή του πρεσβυτέρου υιού και η δική μας θέση



166 δ
Κυρ. του ΑΣΩΤΟΥ 2001

photo
Άνθρωπός τις είχε δύο υιούς.
Το 15ο κεφάλαιο του Ευαγγελιστού Λουκά χριστιανοί μου, περιλαμβάνει εκτός από την παραβολή του Ασώτου που ακούσαμε σήμερα και άλλες δύο πιο μικρές.
Η πρώτη του απολωλότος προβάτου και η δευτέρα της απολυμένης δραχμής. Οι δυο μικρές αυτές παραβολές παρουσιάζουν την θεϊκή πλευρά της χάριτος του Θεού. Την αγάπη δηλαδή του Θεού που αναζητά και ψάχνει να βρει τον αμαρτωλό άνθρωπο για να τον σώσει.
Ενώ στην τρίτη παραβολή του Ασώτου, την σημερινή, που ακούσαμε, παρουσιάζεται η ανθρώπινη πλευρά, δηλαδή η καλλιέργεια της αληθινής μετάνοιας στην καρδιά του αμαρτωλού, και η έμπρακτη αλλαγή της ζωής του.

Η παραβολή του Ασώτου διαιρείται σε δύο μέρη.
Στο πρώτο μέρος έχουμε το νεώτερο γιο, που κατασπαταλά την περιουσία του Πατρός του στην ασωτία. Ουσία, μας λέγει το Ευαγγελικόν ανάγνωσμα. Ουσία λοιπόν είναι ο νους του ανθρώπου που είναι προικισμένος και συνενωμένος με ένα πλήθος από πνευματικά χαρίσματα και τα οποία δυστυχώς τις περισσότερες φορές σπαταλώνται και χαραμίζονται στην ικανοποίηση των διαφόρων παθών μας.
Ο νεώτερος λοιπόν υιός, ο Άσωτος, είναι ο απολωλός που ευρέθη και ο νεκρός που ανέζησε.
Στο δεύτερο μέρος της ίδιας παραβολής έχουμε την απαράδεκτη διαγωγή του μεγαλυτέρου γιου, του πρεσβυτέρου. Πολλές φορές, ήθελα όλα αυτά τα 25 τόσα χρόνια, που είμαι εδώ στην Αγία Βαρβάρα, να ασχοληθούμε κάποτε και με την διαγωγή του πρεσβυτέρου γιού. Συνήθως δεν ασχολούμεθα μ’ αυτόν, γιατί όλο το βάρος το ρίχνουμε στην αγάπη του Θεού, στην άπειρη αγάπη και ευσπλαχνία, στην άπειρη μακροθυμία και φιλανθρωπία Του προς το νεώτερο γιό, που επιστρέφει αληθινά μετανοημένος στο Πατρικό σπίτι.
Στο σπίτι όμως της αγάπης, δηλαδή στην σιγουριά και στην ασφάλεια της θεϊκής προστασίας και αγκαλιάς, ζούσε και ο πρεσβύτερος γιός. Αλλά είναι αυτός που πιστεύει ότι δεν είναι άσωτος και αμαρτωλός σαν τον αδελφό του. Είναι όπως θα λέγαμε σήμερα ο καλός χριστιανός.
Είπε : Τοσαύτα έτη δουλεύω Σοι, και ουδέποτε, - προσέξτε τη λέξη, ουδέποτε – την εντολήν Σου παρήλθον. Δηλαδή, χρόνια και χρόνια πολλά σου δουλεύω, παραμένοντας πιστός και ηθικός μέχρι σήμερα, αγνός και καθαρός, χωρίς ποτέ να παραβώ τις εντολές σου. Και όμως τον βλέπομε να παρουσιάζεται με έντονη την σκληροκαρδία. Μέσα του δεν έχει αγάπη. Είναι αυτός που ενσαρκώνει το γράμμα των νόμων και των εντολών του Θεού και όχι το πνεύμα τους, το πνεύμα της αγάπης. Είναι αυτός που δεν έφυγε απ’ το πλευρό του πατέρα του. Είναι σα να λέμε ότι αυτός ο χριστιανός ο Τάδε, δεν λείπει ποτέ από την Εκκλησία, ούτε Κυριακή, ούτε καθημερινή γιορτή, ούτε και απ’ το πανηγύρι της ενορίας του, ούτε και κάποιες φορές και από μεγάλους εσπερινούς.
Ο μεγάλος γιός της παραβολής όπως είπαμε, δεν παρήκουσε ποτέ, μα ποτέ τις εντολές του πατρός του. Είναι σα να λέμε, ότι ο αυτός ο χριστιανός, επαναλαμβάνω ο Τάδε, για να τον φέρνουμε στα μέτρα μας, είναι ηθικός, ευσεβής, δίκαιος.. Δεν είναι κλέφτης, δεν λέγει ψέματα, δεν κατακρίνει, δεν συκοφαντεί, δεν είναι τσιγκούνης, δεν βλαστημάει, δεν ξενυχτάει, δεν διασκεδάζει αμαρτωλά. Αντιθέτως μάλιστα νηστεύει, ελεεί, προσεύχεται, εκκλησιάζεται, καμαρώνει ότι συμμετέχει στα μυστήρια, και με δυο λόγια μοιάζει μ’ έναν τέλειο άνθρωπο.
Στην παραβολή όμως του Ασώτου, βλέπουμε αυτόν τον προκομμένο γιο, να είναι τόσο σκληρόκαρδος και άσπλαχνος, ώστε να αγανακτεί και εναντίον του πατρός του για την αγάπη που έδειξε στον παραστρατημένο αδελφό του που επέστρεψε όμως μετανοημένος και συντετριμμένος. Και είναι τόση μεγάλη η αγανάκτησίς του και ο θυμός του, ώστε αφενός μεν δεν θέλησε να μπει στο σπίτι και αφετέρου, προσέξτε το παρακαλώ, προσέξτε το, τον Πατέρα Του Θεόν ΔΕΝ Τον προσφώνησε με τ’ όνομά Του, ΔΕΝ τον είπε «Πατέρα». Ρίξτε μια ματιά στη σχετική σημερινή παραβολή και θα το διαπιστώσετε.
Αγανάκτησε λοιπόν ο μεγαλύτερος γιός για την απέραντη αγάπη και μακροθυμία που έδειξε ο Θεός Πατέρας στον αμαρτωλό αδελφό του.
Αγανάκτησε γιατί ο Πατέρας αποκαθιστά στην προτέρα τιμητική του θέση τον Άσωτο αδελφό του.
Αγανάκτησε γιατί ξανάκανε τον μετανοημένο Άσωτο αδελφό του παιδί Του, και συγκληρονόμο στα αγαθά, όλα τα αγαθά του Ουρανού.
Τι αποδεικνύουν όμως όλα αυτά αδελφοί μου; Ότι είναι και αυτός ένας πεινασμένος για αληθινή ευτυχία. Ένας δυστυχισμένος μέσα στην σκληροκαρδία του. Ένας κακομοίρης μέσα στην Εκκλησία.
Μπορεί να έμεινε στο πλευρό του Πατέρα του. Μπορεί να σεβάστηκε τις εντολές Του. Μπορεί να εφαίνετο ο καλός και φρόνιμος γιος μπροστά στα μάτια συγγενών και φίλων και πρότυπο ηθικής μέσα στην κοινωνία. Αλλά, υπάρχει ένα αλλά, που δηλώνει ότι μέσα του δεν είχε αγάπη, δεν είχε την αγάπη του Θεού Πατέρα του. Δεν είχε την βροχίζουσα αγάπη όπως μας την διδάσκει η Καινή Διαθήκη, και όπως μας την απέδειξε με την ζωή Του ο Υιός του Θεού, ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Χριστός, που έφτασε μέχρι θυσίας και Σταυρικού θανάτου. Τα είχε όλα ο πρεσβύτερος ο γιός. Τα είχε όμως τυπικά, ξηρά και άγονα. Γι’ αυτό και δεν είχε αγάπη.
Άρα, ήτο σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, υπερήφανος, εγωιστής. Πίστευε, πολύ πίστευε στην αυτοδικαίωση.

Μπορεί αδελφοί μου, εγώ προσωπικά, ο πατήρ Στέφανος, να μιλώ με αγγέλους και αγίους, αν όμως δεν έχω αγάπη και σπλάχνα οικτιρμών είμαι κύμβαλο αλαλάζον, ντενεκές ξεγάνωτος.
Μπορεί να προφητεύω, ή και να έχω χαρίσματα προορατικά, - γιατί μας κολλάνε και κάτι τέτοιες ρετσινιές.
Μπορεί ακόμα να έχω τόση δυνατή πίστη ώστε στο όνομα του Χριστού να μετακινώ όρη, να θεραπεύω λεπρούς, τυφλούς, καρκινοπαθείς, ακόμα και νεκρούς να ανασταίνω. Αν όμως δεν έχω αγάπη και ευσπλαχνία στην καρδιά, όπως και δεν έχω, δεν είμαι τίποτα. Και αν ακόμα μοιράσω όλα τα υπάρχοντά μου, την περιουσία μου ολόκληρη, και παραδώσω το σώμα μου στη φωτιά για να καεί και δεν έχω αγάπη και μακροθυμία, αγάπη και καλοσύνη, αγάπη και ευγένεια ψυχής, όλες αυτές οι θυσίες δεν θα με ωφελήσουν σε τίποτα.
Αυτά μας βεβαιώνει ο αγιογραφικός λόγος του Αποστόλου Παύλου, στην πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή, στο 13ο κεφάλαιό του, στον ύμνο της αγάπης, που τα λόγια αυτά τα πήρα και τα έβαλα στον εαυτό μου γιατί αυτά και μου αξίζουν.

Και αν τέλος χριστιανοί μου εφαρμόσουμε και τηρήσουμε όλες τις εντολές του Ευαγγελίου και της Αγίας Γραφής, και δεν πιστεύουμε στο βάθος βάθος της καρδιάς μας ότι είμεθα άχρειοι δούλοι, τότε ΔΕΝ θα σωθούμε, δεν θα δούμε Παράδεισο, δεν θα κληρονομήσουμε την Βασιλεία των Ουρανών.

Χριστιανοί μου, δεν μας σώζουν οι τύποι, αλλά η ουσία.
Δεν μας σώζουν τα καλά έργα, αλλά η ταπείνωσις.
Δεν μας σώζουν οι ψευτονηστείες και οι βιαστικές μας προσευχές, αλλά η αληθινή μετάνοια και τα δάκρυά της.
Δεν μας σώζουν οι δήθεν αρετές που καλλιεργούμε αλλά το ταπεινό φρόνημα, η συντριβή και η μετάνοια, άλλωστε κάθε αρετή ως ράκος αποκαθιμένης, κατά τον προφήτη.
Δεν μας σώζει τίποτα παρά μόνον η αγάπη που ξέρει καθημερινά να θυσιάζεται, ακόμα και για τους εχθρούς.
Έτσι χριστιανοί μου απ’ τη σημερινή παραβολή δεν θα μιμηθούμε τον Άσωτο που αμαρτάνει, αλλά τον Άσωτο που αληθινά μετανοεί. Δεν θα μιμηθούμε επίσης την σκληροκαρδία και υπερηφάνεια του μεγαλυτέρου γιού, αλλά το παράδειγμα του Θεού Πατρός που είναι ολόκληρος αγάπη, σπλάχνα οικτιρμών, Πανάγαθος, μακρόθυμος, πολυέλεος και παντελεήμων,

Αμήν.

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2001

Η ζωή και το έργο του θείου Εφραίμ και οι πολύτιμες συμβουλές του γιά κατάνυξι και μετάνοια



166 γ
Κυρ. 28.1.2001 του θείου Εφραίμ.

Σήμερα χριστιανοί μου, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του οσίου πατρός ημών Εφραίμ του Σύρου.
Γεννήθηκε στις αρχές του τετάρτου αιώνος μετά Χριστόν. Δηλαδή το 306 στην Νίσιβη της Μεσοποταμίας της Συρίας, γι’ αυτό και ονομάστηκε Σύρος. Στα χρόνια των διωγμών είχαν μαρτυρήσει για τον Χριστό πολλοί δικοί του συγγενείς, γι’ αυτό συνήθιζε να λέει ότι «μαρτύρων γόνος και συγγενής ειμί».
Βαπτίστηκε μικρός και από πολύ νέος, δεκατεσσάρων ετών περίπου, αρχίζει με αυταπάρνηση τους πρώτους πνευματικούς αγώνες, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια, μελέτη. Έτσι προκόπτει όχι μόνον στην ψυχοσωματική καθαρότητα, αλλά και στην κάθε αρετή. Γρήγορα ξεχώρισε από τους νέους της εποχής του, γι’ αυτό και ευτύχησε να τον προσέξει ο επίσκοπος της πόλεως, ονόματι Ιάκωβος, ένας ευλαβέστατος ιεράρχης, και μετέπειτα άγιος της Εκκλησίας μας, που ήταν συγχρόνως και άνδρας με πλούσια θεολογική παιδεία.
Ο επίσκοπος επιμελήθηκε τη μόρφωσή του, και αναγνωρίζοντας τη βαθειά πίστη του εικοσιπεντάχρονου τότε Εφραίμ, και τα πολλά του χαρίσματα με τα οποία τον επροίκισε ο Θεός, τον χειροτόνησε διάκονο. Και παρόλο που ο ευλαβής επίσκοπος είχε όνειρα για τον μετέπειτα Άγιο, εκείνος προτίμησε τον μοναχικό βίο και μάλιστα την έρημο.
Ο ιστορικός Σωζώμενος μας πληροφορεί ότι η πρόοδος του Αγίου στους πνευματικούς αγώνες της ασκήσεως, της εγκρατείας, της νηστείας, της υπακοής και της παιδείας, ήτο καταπληκτική και απροσδόκητη.
Οι ευλογίες όμως είναι του Θεού, και μόνον ο Θεός γνωρίζει σε ποιόν θα τις δωρίσει και πόσες θα δωρίσει. Έτσι από πολύ νωρίς επληρώθη πολύ πλούσια από το χάρισμα της διδασκαλίας και της κατά Θεόν σοφίας. Τη δωρεά αυτή του Θεού, την ομολόγησε ο ίδιος, αποκαλύπτοντας το θεϊκό όραμα που είδε.
Είδα, γράφει, μια κληματαριά που είχε άφθονα σταφύλια. Και αυτή η κληματαριά να φυτρώνει στη γλώσσα μου. Και αφού βγήκε έξω από το στόμα μου, απλώθηκαν τόσο πολύ οι κληματόβεργες, ώστε σκέπασαν όλη τη γη και όλα τα πουλιά, έρχονταν και κάθονταν πάνω στην κληματαριά και πετώντας ολόγυρά της, έβρισκαν πλούσια βοσκή στα σταφύλια της. Και όσο τα πουλιά έτρωγαν τους καρπούς της, τόσο και πιο πολύ και περισσότερον εκείνοι πλήθαιναν.

Και πράγματι χριστιανοί μου, με τα ασκητικά του συγγράμματα ο όσιος Εφραίμ, με τις πρακτικές συμβουλές του, με το παράδειγμα της οσιακής ζωής του και με την πληθωρική κοινωνική, κηρυκτική και αντιαιρετική δράση του, έγινε γνωστός σε όλη την χριστιανοσύνη, όπως έγινε και γίνεται γνωστός στις ημέρες μας και ο δικός μου γέροντας ο πατήρ Εφραίμ, που έχει το ίδιο όνομα με τον εορτάζοντα άγιο, ιδρυτής τεσσάρων ιερών μονών στο Άγιον Όρος, δεκάδες στον Ελλαδικό χώρο, δεκατέσσερες μονές στην Αμερική, δύο στον Καναδά, και πολλά άλλα. Και είναι αλήθεια ότι εκ του στόματος του τωρινού γέροντος Εφραίμ, απλώνεται ο θείος λόγος σαν κεχαριτωμένη και υπερουράνια κληματαριά, σε ολόκληρον σχεδόν τον σημερινό χριστιανικό κόσμο, και χιλιάδες ψυχές βρίσκουν παρηγοριά, λύτρωση και σωτηρία στο πετραχήλι του, και δύναμη στην προσευχή του. Έτσι το θαύμα του οσίου Εφραίμ συνεχίζεται και μέχρι των ημερών μας διά μέσου τόσων και τόσων άλλων κεχαριτωμένων διδασκάλων κληρικών και γερόντων της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας.

Η βιογραφία όμως και η δράσις του οσίου Εφραίμ, ειδικά στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας είναι πολύ μεγάλη. Ο χρόνος μας είναι πολύ περιορισμένος για να αναφερθούμε στην ζωή και στα συγγράμματα του Αγίου. Λίγες όμως από τις συμβουλές του Αγίου αδελφοί μου ας τις ακούσουμε.

Γράφει λοιπόν:
Όταν το σώμα μας πεινάει και απαιτεί τροφή και νερό, αμέσως να σκεπτόμαστε ότι και η ψυχή μας έχει την ίδια ανάγκη. Όπως ακριβώς το σώμα μας αν δεν τραφεί θα πεθάνει, έτσι και η ψυχή μας, αν δεν μεταλάβει από τα θεία ενεργήματα της αληθινής μετανοίας και των δακρύων, από την συντριβήν του ταπεινού φρονήματος, από την κατά Θεόν σοφία, και από την μετοχή στα Πανάχραντα Μυστήρια, ασφαλώς θα λιμοκτονήσει και θα πεθάνει πνευματικά. Άλλωστε «ουκ επ’ άρτω ζήσεται μόνον ο άνθρωπος».
Σεις λοιπόν χριστιανοί μου, συνεχίζει ο άγιος, σαν καλοί διαχειριστές και οικονόμοι που είστε, δώστε τις πνευματικές τροφές στην ψυχή, και τις σωματικές στο σώμα. Μην αφήσετε την ψυχή σας να λιποθυμήσει από πνευματική πείνα και δίψα και ύστερα κολασθεί στους αιώνας, αλλά να την τρέφετε καθημερινά με θεϊκά λόγια και ιερά αναγνώσματα της Αγίας Γραφής, με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, με τις κατά δύναμιν νηστείες και αγρυπνίες, με νυκτερινές προσευχές, με δάκρυα μετανοίας και εγκράτεια της γλώσσης, με πίστη και υπομονή, με αγάπη και μακροθυμία προς όλους, με την ελπίδα και τη σκέψη επί των μελλόντων αγαθών, και με πολλές άλλες αρετές. Όλες μαζί και η καθεμιά χωριστά, είναι και μάνα από τον ουρανό που τρέφει και συντηρεί την σωτηρία της ψυχής.

Ο όσιος Εφραίμ αδελφοί μου, χαρακτηρίζεται ως ο Άγιος της κατανύξεως. Κατανύξεως και μετανοίας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας ψάλλει μελωδικά : «Τον κρατήρα της κατανύξεως υμνήσωμεν πιστοί, Εφραίμ, τον όσιο τον Σύρο».
Άλλωστε είναι γνωστή και η κατανυκτική ευχή του Αγίου που βρίσκεται στο τέλος του κανόνος του Ιησού Χριστού, στο Ωρολόγιον της Εκκλησίας μας και περιληπτικά μας λέγει τα εξής:
«Δέσποτα Χριστέ ο Θεός ημών, ο τοις πάθεσί Σου τα πάθη μου θεραπεύσας, χάρισαί μοι τω πολλά σοι πταίσαντι δάκρυα κατανύξεως, ότι ουκ έχω μετάνοιαν, ουκ έχω κατάνυξιν, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν. Ναι Κύριε δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον και καρδίαν επίπονον εις αναζήτησίν Σου. Εγκατέλιπόν Σε; Μην με εγκαταλείπεις Κύριε. Επανάγαγέ με προς την νομήν Σου. Συναρίθμησόν με τοις προβάτοις της εκλεκτής Σου ποίμνης. Και διάθρεψόν με συν αυτοίς εκ της χλόης των θείων σου μυστηρίων».
Όταν αυτή την ευχή, χριστιανοί μου, την διαβάζουμε αργά και καθαρά, και με όλη μας την καρδιά, από δε τα μάτια μας, τρέχουν δάκρυα μετανοίας και συντριβής, τότε μέσα μας νοιώθουμε κάτι σαν να ξεπλένεται και ομορφαίνει. Και αυτό είναι πεντακάθαρο σαν το κρύσταλλο. Διαυγέστατο, πολύ λεπτό, πολύ πολύ πολύ πολύ απαλό, ειρηνόδωρο, παντοδύναμο, σε λούζει, σε καθαρίζει, σε ειρηνεύει, σε γεμίζει από μια παράδοξη χαρά, ανοίγει ο νους σου, θερμαίνεται η καρδιά σου και γίνεται σαν μικρό μωράκι που ασφαλίζεται στην αγκαλιά της μάνας του, μόνο που μάνα εδώ είναι η αγκαλιά του Ουρανίου Θεού Πατρός που δέχεται στοργικά πίσω και με φιλιά τον Άσωτο γιό της αμαρτίας. Και γεμίζεις τότε από συγγνώμην, και την αγάπη του Θεού και γίνεσαι όλος φώς,… Πιστέψτε με, γίνεσαι όλο φώς, φώς ευγνωμοσύνης, φώς ευχαριστίας, φώς δοξολογίας, φώς αγαλλιάσεως, φώς πνευματικής απολαύσεως από την Θεϊκή συγγνώμην.

Αυτός αδελφοί μου είναι ο πνευματικός νόμος, και η αμοιβή της αληθινής μετανοίας στην καρδιά που πραγματικά νοιώθει συντετριμμένη και τεταπεινωμένη, αφού Κύριος ο Θεός τοις συντετριμμένοις τη καρδία δίδει την χάρη Του και την ευλογίαν.
Τέτοιες καταστάσεις δεν τις βρίσκουν και δεν τις νοιώθουν οι υπερήφανοι και οι εγωιστές που πρώτος είμαι εγώ, οι αμετανόητοι και οι σκληρόκαρδοι, οι μνησίκακοι και οι φθονεροί. Ούτε οι αδιάφοροι και οι χλιαροί, ούτε εκείνοι που κατακρίνουν και συκοφαντούν.
Ο πνευματικός αυτός νόμος, αδελφοί μου, λειτουργεί και βιώνεται από τους απλούς και αγαθούς, από τους ευλαβείς και ταπεινούς στην καρδιά. Από τους καθαρούς και θεοσεβείς, από τους καλοσυνάτους και από όλους εκείνους που μοιάζουν με νήπια, με παιδιάστικη, άκακη ψυχή, και τέλος από όλους εκείνους που καλλιεργούν πρωί μεσημέρι βράδυ, μέρα και νύχτα, την αληθινή μετάνοια, με πόνο και συντριβή.
Βέβαια όλα αυτά από τους συγκεκριμένους αυτούς χριστιανούς βιώνονται όχι μόνον τότε όταν διαβάζουν αυτές τις ευχές της μετανοίας, αλλά όταν έχουν και καθαρή προσευχή, πότε πότε στη Θεία Κοινωνία, και άλλοτε σε τόπους και χρόνους που ορίζει το Πανάγιον Πνεύμα, διότι αυτό όπου θέλει πνεί. Έτσι η Θεία Χάρις μπορεί να έρθει και να μας πλημμυρίσει την ώρα που κάνουμε κάποιες εργασίες στο σπίτι, στο αυτοκίνητο που οδηγούμε, στο λεωφορείο, στο γραφείο, στο δρόμο, στη δουλειά και αλλού, είτε με ένα αίσθημα ευφροσύνης, χαράς και αγάπης προς όλους τους ανθρώπους, και ειδικότερα σε κείνους που μας ταλαιπωρούν, είτε με μια κατάσταση κατανύξεως, συντριβής και αθελήτων δακρύων. Και τότε ανάγεσαι σε δοξολογία προς το Θεό, σε ευγνωμοσύνη και ευχαριστία.
Ιδού λοιπόν χριστιανοί μου, πώς καταλαβαίνουμε αυτά που μας λένε και που μας γράφουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας στα συγγράμματά τους. Τους καταλαβαίνουμε όχι με το μυαλό και την τετράγωνη λογική, αλλά με την καρδιά και την ψυχή μας. Μεταβιβάζουν και σε μας τα δικά τους βιώματα, σε βαθμό όμως και εμείς βιώνουμε τη δική τους ταπείνωση, συντριβή, απλότητα, πίστη και ταπείνωση. Μικρός ο βαθμός ο δικός μας, μικρή θα είναι και η κατάστασις, αλλά τα συγκοινωνούντα δοχεία επικοινωνούν.

Χριστιανοί μου, είθε να μας δώσει ο Θεός, φωτισμό και δύναμη για να κάνουμε πράξη στη ζωή μας, αυτές τις λίγες συμβουλές που μας έδωσε σήμερα ο Όσιος Εφραίμ. Είναι τόσο χρήσιμες και τόσο πολύτιμες, ώστε με την εφαρμογή τους θα οδηγηθούμε οπωσδήποτε στη Βασιλεία του Θεού. Θα σώσουμε την ψυχή μας. Αυτό το εύχομαι με όλην μου την καρδιά.
Αμήν.

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2001

Η αληθινή μετάνοια κατά τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Ιερό Χρυσόστομο μέ εκτενή εισαγωγή γιά λανθασμένους τρόπους εξομολογήσεως



125
8.1.2001

Αδελφοί και πατέρες, χριστιανοί μου, θα σας ομιλήσω με όσο το δυνατόν περισσότερο απλά λόγια, και θα αποφύγω τα υψηλά πνευματικά νοήματα. Όσο μπορώ.

Κάποιος νέος κάποτε, ζώντας ακόλαστη ζωή, θέλησε κάποια Κυριακή να πάει στην εκκλησία, από περιέργεια. Στο κήρυγμά του ο λειτουργός ιερέας μίλησε για τη μετάνοια. Ο νέος συγκλονίστηκε τόσο πολύ, τόσο βαθειά, ώστε αποφάσισε να αλλάξει ζωή. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ζήτησε να εξομολογηθεί.
Εξομολογήθηκε και την επομένη αποσύρθηκε στην ερημική του εξοχική κατοικία και έκλαιγε νύχτα μέρα για τις αμαρτίες του. Κατά παράδοξο, όμως, τρόπο δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Μια νύχτα σαν σε όραμα βλέπει τον Κύριο, τριγυρισμένο από ουράνιο φως και με καλοσύνη, τον ρωτάει με την γλυκύτατη εκείνη φωνή Του:
- Τι έχεις παιδί μου και κλαις με τόσο πόνο;
- Κλαίω, Κύριε, γιατί έπεσα.
«Έπεσα», είπε με απόγνωση ο αμαρτωλός νέος.
- Ε, τότε σήκω.
- Δεν μπορώ μόνος Κύριε…
Τότε άπλωσε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλεύς της αγάπης, ο φιλάνθρωπος Κύριος, και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος, όμως, δεν σταμάτησε να κλαίει…
Και τον ρωτάει ο Κύριος.
- Τώρα γιατί κλαίς;
- Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτον των χαρισμάτων σου και τα νιάτα μου στις ασωτείες.
Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με πολλή ιλαρότητα.
- Αφού για μένα κλαις τόσο πολύ και’γω ξέχασα όλες σου τις αμαρτίες.
Ο νέος σήκωσε τα μάτια του για να ευχαριστήσει τον Σωτήρα του Χριστόν, μα Εκείνος είχε εξαφανιστεί.
Λυτρωμένος πλέον από το βάρος της αμαρτίας και αναγεννημένος επέστρεψε στο σπίτι του. Από τότε έγινε το πιο λαμπρό παράδειγμα ενός πιστού χριστιανού, μέσα και έξω απ’ το σπίτι του, με λόγια και με έργα.

Χριστιανοί μου, αυτή η ιστορία, έχει να μας διδάξει πολλά.
Και το πρώτον είναι η ανάγκη του τακτικού εκκλησιασμού από όλα τα μέλη της οικογένειας. Διότι η Θείας Λειτουργία με τις ιερές ψαλμωδίες, τα αναγνώσματα, το κήρυγμα, και ειδικά την Θεία Κοινωνία, παρέχουν τις προϋποθέσεις της σωτηρίας μας. Ο λόγος του Θεού που ακούγεται είναι ο σωτήριος σπόρος που σπέρνεται στις καρδιές των χριστιανών. Και αν μεν η καρδιά αποδειχθεί γη αγαθή, τότε ο σπόρος μεγαλώνει και αποδίδει καρπούς μετανοίας, τριάκοντα, εξήκοντα, εκατό.

Μετάνοια σημαίνει, μετάνοια σημαίνει ολοκληρωτική αλλαγή της ζωής μας. Την άρνηση της αμαρτίας με όλη μας την καρδιά. Μίσος για το διάβολο. Τα πάθη μας και τις αδυναμίες μας, δυνατή απόφαση να μην ξαναπέσουμε στα ίδια. Να αισθανθούμε ως αμαρτωλοί ότι ζούμε σ’ ένα στάβλο μαζί με τους χοίρους. Απέναντι δε από το στάβλο, βρίσκεται η πολυτελής βίλα του πατέρα μας.
Και τότε να πούμε : «Μα καλά τρελλάθηκα; Εδώ ο πατέρας μου έχει ένα παλάτι με όλα τα αγαθά και γω κάθομαι εδώ μέσα στις βρωμιές, μέσα στην κοπριά. Γυρίζω πίσω. Επιστρέφω, δηλαδή, στο σπίτι. Συμφιλιώνομαι με το Θεόν Πατέρα μου και με το κάθε αδελφό που έβλαψα και αρχίζω μια καινούργια ζωή, αναγεννημένος πλέον και δεδικαιωμένος».
Άρα με τα έργα μετανοεί ο χριστιανός και όχι με τα λόγια.
«Όλοι οι πνευματικοί, όλοι μαζί οι Πατριάρχες, όλοι οι Αρχιερείς, και ο όλος ο κόσμος να σε συγχωρέσουν είσαι ασυγχώρητος, αν δεν μετανοήσεις έμπρακτα», λέγει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Εάν, δηλαδή, δεν μισήσουμε την αμαρτία, και αν δεν πονέσουμε για το κακό που κάναμε στην ψυχή μας και στις ψυχές των άλλων, προσέξτε το αυτό, και στις ψυχές των άλλων κάνουμε ζημιά με τη δική μας αμαρτία, και δεν αλλάξουμε ζωή, τότε η μετάνοιά μας δεν είναι αληθινή. Δεν είναι τίποτα.

Εδώ, όμως, αδελφοί μου πρέπει να αναφέρουμε μερικούς τρόπους εξομολογήσεως χριστιανών, που δεν είναι καθόλου σύμφωνα με το πνεύμα του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Πρώτον: Η εξομολόγησις δεν είναι φιλική συζήτησις με τον πνευματικό. Ούτε μπορούμε να ρθούμε και να καθίσουμε μπροστά του, καθήμενοι σταυροπόδι.
Δεύτερον: Δεν είναι ξερή απαρίθμησις αμαρτημάτων που αναφέρονται σε μια κόλλα χαρτί. «Είμαι αυτό, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, το άλλο…». Αυτό δεν είναι Εξομολόγησις!
Τρίτον: Δεν είναι αναφορά των καλών μας έργων.
Τέταρτον: Δεν είναι μετάθεσις της ευθύνης στους άλλους. Γιατί στην ουσία εξομολογούμαστε τις αμαρτίες των άλλων και όχι τις δικές μας.
Πέμπτον: Υπάρχει μια κατηγορία χριστιανών που είναι όλο δικαιολογίες. Είναι μεν αμαρτωλοί, ναι μεν έπεσαν σε σοβαρά λάθη, στην άλφα ή στην βήτα θανάσιμη ή μη αμαρτία, αλλά φταίνε πάντοτε οι άλλοι, φταίνε οι περιστάσεις, φταίει η κακιά τους τύχη, φταίνε τα μάγια που τους έκαναν οι άλλοι, φταίει ακόμα και η κακή συνήθεια. Αυτοί δεν φταίνε ποτέ. Είναι καλοί άνθρωποι. Αγαπάνε όλο τον κόσμο αλλά αμάρτησαν γιατί φταίνε οι άλλοι. Έχουν, είναι αλήθεια, πολλές και καλές δικαιολογίες, και μερικές είναι και πολύ λογικές. Αλλά, χριστιανοί μου, η δικαιολογία είναι δικαιολογία. Δεν είναι αναγνώρισις του σφάλματος που ξεκινάει από τον ίδιο τον εαυτόν μας. Η δικαιολογία, λένε οι Πατέρες, είναι ο δικηγόρος του διαβόλου. Θέλετε να το επαναλάβω; Όσοι δικαιολογούμαστε στην εξομολόγηση καλούμε τον διάβολο συνήγορο. Γι’ αυτό, όποιος δικαιολογείται, ούτε σωστή εξομολόγηση κάνει, ούτε αληθινή μετάνοια έχει.
Έκτον: Δεν είναι, επίσης, εξομολόγησις το να ζητάμε να μας διαβαστεί η συγχωρητική ευχή, χωρίς να εξομολογηθούν, και αυτό διότι πιστεύουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ή άμα δεν έχουν αμαρτίες, αν δεν έχουν αμαρτήσει, δεν τους χρειάζεται και η ευχή. Εάν είναι άγιοι, να τους βάλουμε και μια μετάνοια.
Έβδομον: Δεν υπάρχει μετάνοια, όταν οι εξομολογούμενοι αντιδρούν στις υποδείξεις του πνευματικού για κάποια αποχή από τη Θεία Κοινωνία, για εγκράτεια και προσευχή, για λογική νηστεία, για εκκλησιασμό, για μικρό πνευματικό αγώνα και λοιπά.
Όγδοον: Άλλοι πάλι το έχουν δίπορτο και για να μην το πω και τρίπορτο. Όποια γνώμη ή συμβουλή τους βολεύει, αυτή και ακολουθούν διότι πηγαίνουν σε δυο και τρείς πνευματικούς. Από τις αντικρουόμενες όμως οδηγίες των δύο πετραχηλίων δημιουργείται ψυχική ακαταστασία, που αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη σωτηρία τους.
Ένατον:Υπάρχουν και αρκετοί χριστιανοί, που αναζητούν πνευματικούς με προορατικά, με διορατικά ή και με προφητικά χαρίσματα. Εξαιτίας δε αυτών των λανθασμένων αναζητήσεων, ο πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε τα εξής, προσέξτε το τι έλεγε: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού, βγήκε γύρω από το όνομά μου η φήμη, ότι είμαι άγιος, και από τότε έχω χάσει την ησυχία μου». Το επαναλαμβάνω: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού βγήκε η φήμη ότι είμαι άγιος». Άρα, αυτού του είδους οι χριστιανοί δεν ενδιαφέρονται για την σωτηρία της ψυχής των, δια μέσου της αληθινής μετανοίας, αλλά ψάχνουν να βρούν μαγικές λύσεις για τα προβλήματά τους, ή για να καμαρώνουν, για τον άγιο πνευματικό που έχουν. Μα όσο πιο πολύ άγιος είναι ο πνευματικός, τόσο και περισσότερο μεγαλώνουν οι ευθύνες μας απέναντι στον Άγιο Θεό.

Τα παραδείγματα που αναφέραμε, είναι αρκετά, υπάρχουν και άλλα, αλλά θα φανεί ότι θίγω ορισμένους εξ ημών. Εκείνο που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι η αληθινή μετάνοια. Η συναίσθησις της αμαρτωλότητος και της αθλιότητός μας, αδελφοί μου, μπορεί να μας έρθει και εντελώς απροσδόκητα, ύστερα από ένα κήρυγμα. Ή ύστερα από ένα συνταρακτικό γεγονός, είτε σε μας προσωπικά το γεγονός αυτό, είτε στην οικογένειά μας. Και αυτό μπορεί να μας δημιουργήσει σεισμόν μετανοίας. Αληθινής μετάνοιας, που για να διατηρηθεί με σοβαρότητα, χρειάζεται αρκετός χρόνος, κόπους, θυσίες, άσκηση, πολλά καυτά δάκρυα, και αγώνα πνευματικό μέρα νύχτα και πάντοτε κάτω από την Χάριν του Αγίου Θεού. Ολοκληρώνεται δε και πραγματοποιείται με υπομονή πολλή και μυστικά στην καρδιά του μετανοούντος χριστιανού.
Αρχίζει δηλαδή καθημερινός σκληρός αγώνας, για να κοπούν οι κακές συνήθειες. Μετανόησες, συγχωρέθηκες, τις συνήθειες να κόψεις τώρα.
Να μαραθούν και να ξεριζωθούν τα πάθη.
Να εξαγνισθούν οι πέντε αισθήσεις.
Να περιορισθούν οι προσβολές των ακαθάρτων λογισμών απ’ τη Χάρη του Θεού.
Να δημιουργηθούν νέες καλές συνήθειες.
Να πυκνώσει η συνειδητή συμμετοχή στα δύο σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας και να αλλάξει ολόκληρος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά.

Μετάνοια και εξομολόγησις είναι ακόμα χριστιανοί μου, ένα ξέρασμα. Ξέρασμα πνευματικό. Ξερνάμε με πόνο ψυχής όσο δηλητήριο έχουμε πιεί, ό,τι σάπιο έχουμε φάει. Στην εξομολόγηση δηλαδή ξερνάμε το δηλητήριο της αμαρτίας. Και αν αυτό το δηλητήριο της αμαρτίας δεν το αποβάλουμε αμέσως, υπάρχει κίνδυνος να μη γιατρευτούμε ποτέ και να πεθάνουμε μια για πάντα.
Μετά, όμως, από το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, απαιτείται άμεση συντηρητική αγωγή με τα φάρμακα που χορηγεί το μεγάλο θεραπευτήριο της Εκκλησίας μας.

Αν τυχόν πάλι η Εξομολόγησή μας δεν είναι ειλικρινής, και ολοκληρωμένη, αυτό σημαίνει δύο πράγματα.
Ή λέμε τις μισές αλήθειες γιατί φοβόμαστε να δούμε ποιος είναι ο πραγματικός εαυτός μας, από ντροπή; πιθανόν
ή που ασυνείδητα θέλουμε να συνεχίσουμε την αμαρτία. Αυτό, όμως, είναι εμπαιγμός του μυστηρίου και «Θεός ου μυκτηρίζεται». Αυτή η τακτική, δυστυχώς, γίνεται αφορμή στο να επιστρέφουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε στα ίδια σκοτάδια της αμαρτίας και ανατρεφόμαστε ηδονικά, από την πληθώρα των παθών μας. Δεν θέλουμε, δηλαδή, να δούμε τον παλιάνθρωπο που κρύβουμε μέσα μας. Έναν άνθρωπο γεμάτο εγωισμό. Υπερηφάνεια και φιλαυτία. Έναν πεισματάρη, γεμάτο θυμό και οργή. Έναν άνθρωπο γεμάτο κακίες και αισχρότητες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην έχουμε τη συντριβή της μετανοίας. Άρα η εξομολόγησίς μας δεν είναι εξομολόγησις. Απλώς ξεγελάμε τον εαυτόν μας.
Ο Θεός, όμως, που δεν θέλει το θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, επεμβαίνει πολλές φορές με τρόπους δυναμικούς, και συχνά οδυνηρούς, για να μας φέρει στα σύγκαλά μας, να μας φωτίσει και να μας βάλει μυαλό.
Δηλαδή, η Θεία Χάρις ξυπνά την κοιμισμένη ή πωρωμένη συνείδησή μας και ενεργοποιείται η προαίρεσίς μας ξανά για μια νέα αρχή, για ένα καινούργιο αγώνα ειλικρινούς μετανοίας.

Ας έχουμε όμως υπόψη μας, ότι όλοι εμείς οι αγωνιζόμενοι πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί είμαστε μέλη του θεανδρικού σώματος της Εκκλησίας του Χριστού, με ατέλειες και αδυναμίες που τείνουμε εργαζόμενοι τις Ευαγγελικές εντολές απ’ το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν. Στο σκοπό αυτό ή στην προσπάθεια αυτήν, πρέπει ο ένας να βοηθάει τον άλλον, ως μέλη της αυτής οικογένειας. Άλλωστε αυτό το συνιστά και ο αγιογραφικός λόγος, λέγοντας «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» και όχι να καταδικάζουμε ή να κατακρίνουμε ο ένας τον άλλον για τις τυχόν φανερές του αδυναμίες και πτώσεις.
Και ας μην ξεχνάμε ότι επειδή είμαστε όλοι αμαρτωλοί και φέρουμε μέσα μας την ανθρωπίνη πεπτωκεία φύση, την πεσμένη φύση μας, στο σφάλμα που έπεσε σήμερα ο αδελφός, αύριο μπορεί να πέσουμε εμείς. Το βεβαιώνει και μια λαϊκή παροιμία που μας λέγει: «Το δένδρο που περιγελάς, στην πόρτα σου φυτρώνει».
Κατακρίνοντες, λοιπόν, τον πλησίον, τον συγκρίνουμε με τον εαυτό μας, και αυτό μας παρασέρνει, μας παρασύρει στην πλάνη της αυτοδικαιώσεως. Αναφερόμενοι δε συνεχώς στα δικά μας δήθεν καλά έργα, φτάνουμε στο σημείο να πιστεύουμε ότι και ο Θεός είναι υποχρεωμένος απέναντί μας. Ούτε λίγο ούτε πολύ μας χρωστάει και τον Παράδεισο.
Η ζωή, όμως, είναι γεμάτη βάσανα και θλίψεις. Και όταν αυτές έρθουν στο σπιτικό μας, αμέσως γογγύζουμε και τα βάζουμε με το Θεόν λέγοντας: «Μα εγώ στη ζωή μου έκανα μόνο καλά. Γιατί να μου στείλει ο Θεός αυτό το κακό;» ή «τι του έφταιξα του Θεού και με βασανίζει τόσο πολύ; Μήπως οι άλλοι είναι καλύτεροι; Κοιτάξτε εκείνους. Στο Θεό δεν πιστεύουν. Εκκλησία δεν πηγαίνουν. Κλέφτες είναι, εργοστάσια έχουν, όλα τους πάνε καλά». Λέγονται και άλλα πολλά που δεν χρειάζονται να αναφερθούν, αυτά είναι αρκετά σαν παραδείγματα.
Δυστυχώς ξεχνάμε ότι ο Θεός δεν μας έταξε καλοπέραση αλλά σταυρό και θλίψεις όπως και ο ίδιος τα υπέμεινε. «Εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξητε». «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν». «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνισάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν, καθ’ ημέραν, και ακολουθήτω μοι».

Ας επανέλθουμε, όμως, στην αληθινή μετάνοια και μάλιστα όπως την βλέπει ο Μέγας Βασίλειος. Ο ουρανοφάντορας αυτός Άγιος χαρακτηρίζει την αμαρτία σαν αρρώστια της ψυχής, και προτείνει για φάρμακο γιατρειάς την μετάνοια.
«Για την αμαρτία σου να κλαις», λέγει ο Άγιος, «διότι αυτή είναι εκείνη που συντελεί στην αρρώστια της ψυχής σου, ακόμη και στον αιώνιο θάνατό της». Η αμαρτία σου είναι άξια πένθους και ασιγήτων στεναγμών. Μακάρι για τις αμαρτίες σου να χύνεις κάθε μέρα δάκρυα μετανοίας και να μη σταματά να ανεβαίνει από το βάθος της καρδιάς σου ο στεναγμός.
Και ερωτώ κι εγώ, αν όλοι οι άγιοι κλαίνε για τις ασήμαντες αμαρτίες τους, εγώ κι εσύ τι πρέπει να κάνουμε;
Κι ο Άγιος συνεχίζει: «κι ο απόστολος Παύλος έκλαιγε αφού εδίωξε την εκκλησίαν του Χριστού και ομολογούσε συντετριμμένος ότι ο Θεός αμαρτωλούς ήλθε να σώσει, ο πρώτος ειμί εγώ. Δεν έλεγε ήμουν, αλλά είμαι, είμαι αμαρτωλός.

Κάνοντας όμως μια παρένθεση λέμε ότι στον ικετήριο κανόνα του Ιησού Χριστού, που βρίσκεται στο Ωρολόγιον το Mέγα, στο τέλος υπάρχει μια προσευχή που την απευθύνει παρακλητικά προσευχόμενος στον Κύριο και λέγει: «Χάρισέ μοι Κύριε τω πολλά σοι πταίσαντι δάκρυα κατανύξεως διότι ουκ έχω μετάνοιαν, ουκ έχω κατάνυξιν, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν». Και πιο κάτω: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον, και καρδίαν επίπονον εις αναζήτησίν Σου».
Και ο Μανασσής στην προσευχή του παρακαλώντας τον Θεόν μεταξύ των άλλων λέγει: «Συ ουν Κύριε έθου μετάνοιαν επ’ εμοί τω αμαρτωλώ, διότι ήμαρτον υπέρ αριθμόν ψάμμου θαλάσσης. Επλήθυναν οι ανομίαι μου, Κύριε, επλήθυναν αι ανομίαι μου, και ουκ ειμί άξιος ατενίσαι ειδείν το ύψος του ουρανού από το πλήθος των αδικιών μου. Ημάρτηκα Κύριε, ημάρτηκα, και τα ανομίας μου εγώ γινώσκω». Η προσευχή αυτή του βασιλέως Μανασσή υπάρχει στο Μεγάλο Απόδειπνο.
Άρα η αληθινή μετάνοια χαρακτηρίζεται με τα λίγα που είπαμε, από τα παρακλητικά δάκρυα, την συντετριμμένη ομολογία, την κατάνυξη και τους στεναγμούς.

Από τότε, αδελφοί μου, που έπεσαν οι Πρωτόπλαστοι, μέχρι και της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας, όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια, ονομάζονται από τον Μέγα Βασίλειο αιώνας της μετανοίας. Η αμαρτία μοιάζει με τη σκιά του ανθρώπου. Όπως, λοιπόν, μας ακολουθεί η σκιά, μέχρι το θάνατόν μας, έτσι και η αμαρτία δεν ξεκολλάει από πάνω μας παρά μόνον όταν πεθάνουμε. Άρα η μετάνοιά μας, οφείλει να είναι καθημερινή και διαρκής, δηλαδή σε όλη μας τη ζωή.
Και επί λέξη λέγει τα εξής ο Μέγας Βασίλειος: «Ο αιώνας της παρούσης ζωής είναι αιώνας μετανοίας, ενώ της άλλης ζωής, είναι της ανταποδόσεως. Αυτός ο τωρινός, της υπομονής. Και κείνος της παρακλήσεως.»

Τη μετάνοια, χριστιανοί μου, τη συνιστούσε ο Άγιος και στους ιερείς της επαρχίας του, κάνοντας ταυτόχρονα και μια ομολογία. Εύχομαι σε όλους σας να ζείτε με δάκρυα και διαρκή μετάνοια επειδή και γω δεν κάνω τίποτε άλλο από το να παρακαλώ το Θεό για τις αμαρτίες μου.
Και δω μπαίνει το ερώτημα: Αν ένας Μέγας Βασίλειος παρακαλούσε συνεχώς το Θεόν για τις αμαρτίες του, είχε, δηλαδή, συνεχή μετάνοια, εμείς οι άμοιροι, και δυστυχείς, τι πρέπει να κάνουμε; Και προπαντός εμείς οι ιερείς;
Αυτό το βλέπουμε και σε άλλους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, που και στο τέλος ακόμα της ζωής των, ζητούσαν μικρή παράταση αυτής της ζωής, για να βάλουν μια καινούργια αρχή μετανοίας, για να την καλλιεργήσουν ακόμα περισσότερον. Παράδειγμα ο Μέγας Σισώης.

Έλεγαν, λοιπόν, για τον Άγιο Σισώη ότι, όταν επρόκειτο να πεθάνει και μαζεύτηκαν οι πατέρες της σκήτης γύρω απ’ το ξυλοκρέβατο, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και τους λέγει: «Να, ήλθε ο αββάς Αντώνιος». Και μετά από λίγο, «να ηλθε η χορεία των προφητών». Και πάλι το πρόσωπό του έλαμψε περίσσεια και είπε: «Να,ήλθε και ο χορός των δώδεκα Αποστόλων». Και έλαμψε το πρόσωπό του πάλι, ακόμα πιο πολύ από θεϊκή λαμπρότητα. Και κάτι ψιθύριζε, σα να μιλούσε με κάποιους. «Με ποιόν μιλάς Αββά;» Τον ρώτησαν. Και κείνος απάντησε: «Να, ήλθαν οι άγγελοι να με πάρουν, και τους παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμη».
Το επαναλαμβάνω, ο Μέγας Σισώης, ο μεγάλος αυτός πατέρας και όσιος της Εκκλησίας μας, ζητούσε από τους αγγέλους να τον αφήσουν να ζήσει λίγο ακόμα, για να μετανοήσει.
Και του λέγουν οι γέροντες: «Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσεις Αββά». Και τους είπε ο μεγάλος αυτός Άγιος: «Σας βεβαιώνω ότι δεν βλέπω να έχω κάμει ακόμη αρχή».
Και τότε πληροφορήθηκαν όλοι τους, ότι ο Αββάς Σισώης είναι τέλειος, άγιος. Και πάλι ξαφνικά, το πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο, και φοβήθηκαν όλοι και τους λέγει: «Βλέπετε; Ήλθεν ο Κύριος και λέγει “Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου”» και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή και γέμισε όλο το κελί από υπερκόσμιο φως, και γλυκυτάτη ευωδία.
Έτσι αδελφοί μου, επιβεβαιώνεται ακόμη και από τους αγίους η ανάγκη, της αληθινής μετανοίας μέχρι το τέλος της ζωής μας. Γιατί μετάνοια δεν έχουμε.
Δεν έχουμε.

Ένα άλλο βασικό θέμα που επισημαίνεται, όχι μόνον απ’ τον Μέγα Βασίλειο, αλλά και απ’ τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι το θέμα της απογνώσεως και απελπισίας. Και αν σ’ αυτήν προσθέσουμε και τις ενοχές, τότε η ψυχική κατάστασις του πεσμένου αμαρτωλού γίνεται τραγική. Και αυτό διότι σκοτίζεται ο νούς, θολώνει το μυαλό και μειώνονται κατά πολύ οι ψυχικές μας αντιστάσεις.
Εδώ μας βρίσκει ο διάβολος και διά μέσου των λογισμών μας λέγει συνεχώς: «Για σένα πλέον δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει ελπίδα να σωθείς. Δεν υπάρχει ελπίδα, άδικα αγωνίζεσαι καημένε! Ο ίδιος είσαι πάλι! Κοροϊδεύεις τον Θεό. Ο Θεός σε σιχάθηκε!» Και άλλα παρόμοια τέτοια.
Με τις ενοχές, τις τύψεις και την απελπισία, δεν καλλιεργείται ποτέ η μετάνοια.
Πιο, όμως, είναι το βαθύ και αληθινό συναίσθημα της μετανοίας; Η λύπη!

Ο Άσωτος γιος της γνωστής παραβολής, που είπεν ο Κύριος, δεν αισθάνεται ενοχές. Ούτε και τον πιάνει η απελπισία. Νοιώθει μονάχα βαθειά λύπη.
Λύπη για την κατάστασή του.
Λύπη γιατί έθλιψε και πόνεσε τον Πατέρα του.
Λύπη γιατί δεν στάθηκε άξιος της αγάπης του πατρός του.
Είναι όμως βέβαιος πως ο πατέρας του εξακολουθεί να τον αγαπά. Έχει την βεβαιότητα ότι θα τον ξαναδεχθεί έστω και σαν δούλο. Γι’ αυτό και αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι κοντά στον Πατέρα του και δεν διαψεύδεται.
Ας δούμε όμως επ’ αυτού, τι μας λέγει ο Μέγας Βασίλειος. «Άραγε ποιο είναι το όριο των αμαρτιών που μπορεί να ελπίζει ο αμαρτωλός στη φιλανθρωπία του Θεού, μέσω της μετανοίας του;» Ερωτά ο ίδιος ο Άγιος και ο ίδιος απαντά ως εξής: «Εάν είναι δυνατόν να αριθμήσομε το πλήθος των οικτιρμών του Θεού, και να μετρήσουμε το μέγεθος του θείου ελέους, τότε ας απελπιζόμαστε και από τις δικές μας αμαρτίες. Τα αμαρτήματά μας όμως, όπως είναι φυσικόν, μπορούμε να τα μετρήσουμε. Επειδή, όμως, το έλεος του Θεού είναι άπειρον, και τα σπλάχνα των οικτιρμών του αναρίθμητα, γι’ αυτό και δεν μας επιτρέπεται η απόγνωσις. Ούτε και οι ενοχές μας επιτρέπονται, ούτε και η απελπισία. Τότε τι πρέπει να κάνουμε όταν αμαρτάνουμε και μάλιστα θανάσιμα; Να αποκτήσουμε την επίγνωση της Θείας ευσπλαχνίας και να μισήσουμε τις αμαρτίες μας με όλη μας την καρδιά και τότε διά της μετανοίας, η άφεσις είναι βεβαία, αφού παρέχεται δωρεάν από το Πανάγιον Αίμα του Σωτήρος Χριστού. Το ότι δεν πρέπει να μας πιάνει απελπισία», συνεχίζει, ο Άγιος Βασίλειος, «το διδασκόμαστε σε πολλά μέρη της Αγίας Γραφής, και με πολλούς τρόπους, ιδιαίτερα όμως από την παραβολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που αναφέρεται στον Άσωτο γιο, που πήρε την Πατρική περιουσία και την κατασπατάλησε στα διάφορα αμαρτήματα. Η έμπρακτη, όμως, μετάνοια, έγινε αιτία μεγάλης γιορτής και μάλιστα μεγάλης αξίας, αφού ενεδύθη την στολήν την πρώτην, την ολόλαμπρη, και δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα εις τους πόδας. “Και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν”, λέγει ο Θεός Πατέρας, “θύσατε ότι ούτος ο Υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη”».

Σε μια του, όμως, άλλη επιστολή, πολύ παρηγορητική, προς εκπεσούσα ψυχή, γράφει τα εξής ο Μέγας Βασίλειος. Τμήματα αυτής θα δώσουμε. «Όσο μας είναι δυνατόν, αδελφή μου ψυχή, ας ανυψώσουμε τους εαυτούς μας απ’ την πτώση και ας μην απελπιζόμαστε με την προϋπόθεση, όμως, ότι θα απομακρυνθούμε γρήγορα από το κακό. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Αυτώ και κλαύσωμεν ενώπιον αυτού, μας λέγει ο Ψαλμωδός στον ψαλμό ενενήντα τέσσερα στίχος έξι. Ο λόγος του Θεού βοά και κράζει προσκαλώντας όλους μας σε μετάνοια. Υπάρχει οδός σωτηρίας, εάν θέλουμε. Αφού ο Θεός είναι εκείνος που αφαιρεί κάθε δάκρυ από τα πρόσωπα όλων εκείνων που αληθινά μετανοούν. Έτοιμος είναι ο μεγάλος ιατρός των ψυχών να σου θεραπεύσει το πάθος. Εκείνου λόγια είναι εκείνο το γλυκύτατο και σωτήριο στόμα είπεν, “ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού αλλ’ οι κακώς έχοντες. Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν”. Ο Κύριος είναι εκείνος που θέλει να σε καθαρίσει από τον πόνον και το πύον της πληγής και να σου δείξει φως μέσα στο σκοτάδι. Εσένα ζητεί ο ποιμήν ο καλός, εγκαταλείψας τα μη πεπλανημένα. Εάν παραδώσεις τον εαυτόν σου σ’ Αυτόν, δεν θα διστάσει και δεν θα απαξιωθεί ο φιλάνθρωπος Κύριος να σε κρατήσει πάνω στους δικούς του θεϊκούς ώμους καταχαρούμενος που βρήκε το πρόβατο το απολωλός. Ο Θεός Πατέρας στέκεται και περιμένει την επάνοδό σου από την πλάνη της αμαρτίας. Μόνο να επιστρέψεις και ενώ θα είσαι ακόμα μακριά, θα τρέξει και θα πέσει στο τράχηλό σου, και θα αγκαλιάσει με Πατρικούς ασπασμούς την καθαρισμένη ήδη από την μετάνοια ψυχή σου. Και θα την ενδύσει με την πρώτη πάλλευκη στολή και θα σου βάλει δαχτυλίδι στο χέρι, και υποδήματα στους πόδας που επέστρεψαν από τον κακό δρόμο της αμαρτίας στο δρόμο του Ευαγγελίου της ειρήνης και της ελευθερίας. Και θα εξαγγείλει μέρα χαράς και ευφροσύνης στους δικούς του αγγέλους και αγίους στον ουρανό και θα γιορτάσει με κάθε λαμπρό τρόπο τη σωτηρία σου. “Αμήν γαρ λέγω υμίν, ότι χαρά γίνεται εν ουρανώ ενώπιον του Θεού, επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι”. Και αν γι’ αυτό παραπονεθεί κάποιος απ’ αυτούς, που νομίζουν ότι στέκονται καλά, και είναι δίκαιοι, αυτός ο Πανάγαθος Θεός θα απολογηθεί για σένα λέγοντας “έπρεπε και συ να είχες χαρεί και ευφρανθεί, διότι η ψυχή αυτή ήταν νεκρή και ανεστήθη, χαμένη δε και ευρέθη”.
Όλα αυτά, τα πολύ παρηγορητικά και φιλάνθρωπα λόγια, χριστιανοί μου, ήταν του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου, που χαρακτηρίζεται ως άγιος αυστηρός και ασκητικός.

Κήρυκας, όμως, της αληθινής μετανοίας, ήταν κατ’ εξοχήν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ας δούμε, όμως, έστω και συνοπτικά μερικά αποσπάσματα από τις περίφημες αυτές ομιλίες του για τη μετάνοια και τους μετανοούντας.
Στο θαύμα, αδελφοί μου, του παραλυτικού, του αιρομένου υπό τεσσάρων, το πρώτο πράγμα που είπεν ο Κύριος ήτο: «Τέκνον, αφέονταί σου αι αμαρτίαι σου».
Και ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει. «Άφεσις αμαρτιών σημαίνει πηγή σωτηρίας και βραβείο μετανοίας. Γιατί μετάνοια είναι ιατρείο, που θεραπεύει την αμαρτία. Είναι ακόμα ουράνιο δώρο, και δύναμις θαυμαστή, δύναμις που με την Θεία Χάρη νικάει όλα τα κακά αποτελέσματα της παραβάσεως των Ευαγγελικών εντολών, γι’ αυτό
δεν απορρίπτει τον πόρνο,
δεν απομακρύνει τον μοιχό.
Δεν κατακρίνει την μοιχαλίδα,
δεν αποστρέφεται τον μέθυσο,
δεν σιχαίνεται τον ειδωλολάτρη,
δεν αποδιώχνει τον υβριστή.
Δεν αποπέμπει τον βλάσφημο.
Δεν αποκρούει ούτε ακόμη και αυτόν τον υπερήφανο.
Αρκεί όλοι τους και ο καθένας χωριστά, να μετανοήσουν. Όλους τους δέχεται και όλους τους αγκαλιάζει. Ναι, αδελφοί μου», καταλήγει ο Ιερός Χρυσόστομος.
«Η μετάνοια είναι το χωνευτήρι της αμαρτίας. Η μετάνοια είναι το χωνευτήρι της αμαρτίας.»

Για την απόγνωση είπαμε αρκετά, γι’ αυτό ας δούμε με δυο λόγια τι μας λέγει ο Άγιος Χρυσόστομος και για τη ντροπή.
«Η ντροπή δόθηκε από τον Θεόν, για να μας συγκρατεί από τον κατήφορο της αμαρτίας. Κι όμως. Αυτό το δώρο, το πήρε ο διάβολος και το έκαμε εμπόδιο για τη μετάνοια και την Ιερά Εξομολόγηση. Πρόσεξε τι σου έκαμε ο διάβολος,» λέγει ο Ιερός πατήρ. «Δύο είναι αυτά, η αμαρτία, και η μετάνοια. Η αμαρτία είναι η θανατηφόρος πληγή, ενώ η μετάνοια είναι το φάρμακο. Η αμαρτία έχει την ντροπή και η μετάνοια την παρρησία. Η αμαρτία έχει το σάπισμα, έχει την αιμορραγία και το θάνατο, ενώ η μετάνοια προκαλεί την πλήρη θεραπεία. Την τάξη αυτή την αντέστρεψε ο Σατανάς και έδωσε την παρρησία και τον κομπασμό στην αμαρτία και την ντροπή στην μετάνοια. Και όμως πρέπει να ντρέπεσαι και να ντρέπομαι όταν αμαρτάνουμε και όχι όταν εξομολογούμεθα. Εκείνος λέγει, πρέπει να ντρέπεσαι όταν αμαρτάνεις και όχι όταν εξομολογείσαι. Στη μετάνοια βρίσκεται η θεραπεία και κατακτάται η σωτηρία».

Όσον αφορά τη μετάνοια και τη σχέση της με το χρόνο που απαιτείται γι’ αυτήν, ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει τα εξής καταπληκτικά: «Δεν περιμένει ο Θεός να περάσει χρόνος απ’ τη μετάνοια. Ομολόγησες την αμαρτία σου με ειλικρίνεια; Το επαναλαμβάνω. Με ειλικρίνεια την ομολόγησες; Δικαιώθηκες και συγχωρέθηκες. Μετανόησες αληθινά; Ελεήθηκες. Δε χρειάζεται πολύς χρόνος. Ο τρόπος που μετανοείς σβήνει την αμαρτία. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που περιμένει κάποιος αμαρτωλός, πολύ πολύ χρόνο, κι όμως μπορεί να μη κερδίσει τη σωτηρία του. Κι αυτό διότι δεν μετανοεί ειλικρινά. Ενώ κάποιος άλλος που εξομολογείται με ειλικρίνεια και με σταθερή την απόφαση να μην ξαναλυπήσει το Θεό, τουλάχιστον μη θεληματικά, αυτό που λέμε ακουσίως, αυτός αποβάλλει την αμαρτία μέσα σε λίγες στιγμές, συγχωρείται και δικαιώνεται. Αυτή είναι και η του Θεού άπειρη μακροθυμία και φιλανθρωπία.»

«Η έμπρακτη αυτή μετάνοια», λέγει σε κάποιο άλλο σημείο, ο Ιερός Χρυσόστομος, «έχει άμεση ευεργετική επίδραση πρώτα στους οικείους, στην οικογένεια, στους συνανθρώπους, στο κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον. Ακόμα και στους απογόνους, όλοι διδάσκονται και όλοι σιωπηλά παροτρύνονται στην εξάσκηση της αρετής. Και, επειδή η μετάνοια δεν είναι έργο μόνον μιας ημέρας αλλά και συνεχής και ισόβιος, αυτό έχει σαν συνέπεια να μεταμορφώνεται ο μετανοών χριστιανός, και με τα δάκρυα που χύνει, το πένθος και τη συντριβή που καλλιεργεί, και τον καθημερινό αγώνα που διεξάγει, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια, Θεία Κοινωνία, προσοχή στις αισθήσεις, ιερά μελέτη, φιλεύσπλαχνη ελεημοσύνη, και λοιπά, και λοιπά, επιδρά πολύ ευεργετικά δια της Χάριτος του Ιησού Χριστού, σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ακόμη και σε ολόκληρον τον κόσμον. Οι καρποί της αληθινής μετανοίας είναι πάντοτε φανεροί και ωφέλιμοι,» καταλήγει ο Ιερός Χρυσόστομος.

Πάρα πολλά είναι τα θέματα της μετανοίας με τα οποία ασχολείται, αδελφοί μου, ο Άγιος αυτός Πατέρας. Εμείς, όμως, θα κλείσουμε τη σημερινή μας ομιλία με την ανάμνηση της αμαρτίας στον μετανοούντα χριστιανό.
«Ο Θεός συγχωρεί και εξαλείφει μια για πάντα τις αμαρτίες μας, όσο θανάσιμες και αν είναι αυτές. Εφόσον εξομολογηθήκαμε με απόλυτη ειλικρίνεια και δεν τις θυμάται πλέον. Αλλά εμείς, όμως, θα πρέπει να τις έχουμε διαρκώς μπροστά μας».
Και επί λέξη τονίζει ο Άγιος τα εξής: «Και, όταν ο Θεός σου έχει συγχωρήσει και τις πιο βαριές σου θανάσιμες αμαρτίες, εσύ χάριν της ψυχικής σου ασφάλειας να τις έχεις πάντοτε μπροστά στα μάτια σου. Γιατί, όποιος θυμάται τα σφάλματα του παρελθόντος, αποτρέπεται από μελλοντικές παρεκτροπές, και όποιος πονάει αληθινά για τα πρώτα του λάθη, προφυλάσσει οπωσδήποτε τον εαυτόν του από την επανάληψή τους. Γι’ αυτό και ο Δαυίδ λέγει και ομολογεί: ‘Και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός. Και την ανομία μου εγώ γιγνώσκω.’ Η διπλή δηλαδή αμαρτία της μοιχείας και του φόνου, βρίσκεται διαρκώς μπροστά στα μάτια μου, λέγει ο Προφήτης Δαυίδ. Διότι, όποιος υποφέρει για τα θανάσιμα αμαρτήματα των παρελθόντων ημερών, τόσο και πιο πολύ φυλάγει τον εαυτόν του στο να μη ξαναπέσει στα ίδια στις επόμενες ημέρες. Και το ότι απαιτεί από μας ο Θεός αυτή τη στάση, άκουσε τι μας λέγει διά μέσου του Προφήτου Ησαΐα, τεσσακοστόν τρίτο κεφάλαιον, στίχοι 25 - 26. ‘Εγώ ειμί, εγώ ειμί ο εξαλείφων τας ανομίας σου ένεκεν εμού, και τα αμαρτίας σου και ου μνησθήσομαι. Συ δε μνήσθητι και κριθώμεν. Λέγε εσύ τας ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθείς.’»
Ας ερμηνεύσουμε τώρα τους στίχους, μαζί με τα σχόλια του Ιερού Χρυσοστόμου. «Εγώ είμαι, Εγώ και μόνος εγώ είμαι που σβήνω και εξαλείφω τις ανομίες σου, εξαιτίας της αγαθότητός μου. Και τις αμαρτίες σου δεν θα τις ενθυμηθώ ποτέ. Συ δε μνήσθητι. Σύ όμως πρέπει να θυμάσαι τις ανομίες σου και τις πτώσεις σου, και ενθυμούμενος αυτές έλα να δικασθούμε και να αναμετρηθούμε μαζί. Εγώ είμαι ο αναμάρτητος Θεός, ο Πανάμωμος, ο Πανάσπιλος, ο Πανάγαθος, ο Παντελεήμων, και συ ο αμαρτωλός. Γι’ αυτό λέγε εσύ πρώτος τας ανομίας σου, ίνα δικαιωθείς. Λέγε εσύ πρώτος τις ανομίες σου, τις αμαρτίες σου, τις πονηρίες σου, τις κακίες σου, και αναγνωρίζοντας αυτές δια της μετανοίας και μόνον θα συγχωρεθείς και θα δικαιωθείς. Και προσέξτε, αδελφοί μου, δεν είπεν ο Θεός λέγε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να μην κολασθείς, αλλά για να δικαιωθείς, και δικαιώνεσαι επειδή τις ομολογείς με συντριβή και πόνο, δηλαδή με αληθινή μετάνοια.»

Συνεχίζοντας δε ο Ιερός Χρυσόστομος, κάνει ένα άλμα πνευματικό, ελάτε μαζί να ανέβουμε τώρα αυτό το άλμα, και να το κάνουμε, μαζί να το κάνουμε. Που δύσκολα μπορεί να το φθάσει ο χριστιανός εκείνος που μέσα του δεν καλλιεργήθηκε η αληθινή μετάνοια, το πνεύμα της αληθινής συντριβής, όπως την ορίζει η Ορθόδοξη διδασκαλία του Ιερού Ευαγγελίου. Λέγει ο Χρυσόστομος:
«Ο Θεός εξαλείφοντας τα αμαρτήματά σου, ούτε ουλές αφήνει, ούτε ίχνη επιτρέπει να παραμείνουν, αλλά μαζί με την υγεία της ψυχής, χαρίζει και την ομορφιά, και μαζί με την απαλλαγή από την Κόλαση, προσφέρει και την δικαίωση.»
Και κάνει άλλο ένα άλμα, λίγο ψηλότερα πνευματικά. Ανεβαίνει ψηλότερα, λέγει και βεβαιώνει κάτι το ασύλληπτο για τα ανθρώπινα πεπερασμένα μυαλά μας. Τι λέγει ο Χρυσόστομος; Ότι «αυτόν που αμάρτησε κατά τον πλέον χειρότερον τρόπον, αφού αποκτήσει την αληθινή μετάνοια, με ποταμούς δακρύων μέρα νύχτα, Αυτόν τον εξυψώνει με κείνον που δεν αμάρτησε. Που δεν αμάρτησε και που δεν είχε τις ίδιες και όμοιες πτώσεις.
Να, ποια είναι η δύναμις της μετανοίας, αλλά της αληθινής όμως.
Όχι της υποκριτικής,
όχι της Φαρισαϊκής,
όχι της ψεύτικης,
όχι αυτής που συνεχώς δικαιολογείται,
όχι αυτής που συνεχώς μεταθέτει ελπίδες…
Αλλά αυτή που ζείς μέσα σου με πόνον ψυχής, γιατί λύπησες τον Πατέρα σου τον Θεόν.
Το ποια θα είναι η τιμητική σους θέση και δόξα στους ουρανούς, για τον καθένα χωριστά, γι’ αυτόν που δεν αμάρτησε θανάσιμα, και γι’ αυτόν που αμάρτησε θανάσιμα, αυτό είναι άλλο πράγμα που μόνον ο Θεός ο Πανάγαθος το γνωρίζει εκεί στους ουρανούς. Εδώ είναι το ίδιο, εκεί διαφέρει. Αστήρ από αστέρος διαφέρει κατά την λάμψιν και κατά την δόξαν.»
Γι’ αυτό και τονίζει ιδιαίτερα ο Ιερός Χρυσόστομος την υπενθύμιση των αμαρτημάτων μας. Και μάλιστα κατά την διάρκειαν των συντετριμμένων μας προσευχών, ανεξάρτητα αν έχουμε πάρει την άφεση στην Ιερά μας Εξομολόγηση. Δηλαδή, «και μετά την Εξομολόγηση, συνεχώς θα μετανοείς και θα μετανοούμε, και θα συντριβόμαστε και θα κλαίμε για τις αμαρτίες μας και την αμαρτωλότητά μας
«Μάλιστα δε», συνεχίζει ο Άγιος, «αυτή η ενθύμηση των αμαρτιών μας και των φοβερών πτώσεών μας, που γίνεται με δάκρυα και συντριβή, ούτε μας ντροπιάζει, ούτε και μας τρομάζει, αλλά αντίθετα μας καθιστά μπροστά στα μάτια του Θεού λαμπρούς και αστραφτερούς. Και δεν μας κάνει τόσο λαμπρούς μπροστά στο θρόνο του Θεού η απαρίθμησις των καλών μας έργων, και των δήθεν αρετών μας, όσο η μνημόνευσις των αμαρτημάτων μας.
Όχι ‘εγώ δεν είμαι ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων’.
Όχι ‘εγώ δεν είμαι άρπαγας, κλέφτης και τα λοιπά’.
Όχι ‘αποδεκατώ όσα κτώμαι’.
Όχι ‘νηστεύω δις του Σαββάτου’.
Αλλά ‘ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ’. Και, συγκεκριμένα, είμαι αυτό και αυτό και αυτό. Αυτά μας λέγει ο Ιερός Πατέρας, για να τα έχουμε υπόψη μας όλοι εμείς, που από ντροπή, ή από μία αξιοκατάκριτη αξιοπρέπεια», το τονίζω αυτό, «αξιοκατάκριτη αξιοπρέπεια, δεν λέμε και δεν ομολογούμε τις αμαρτίες μας και δεν ομολογούμε τις αμαρτίες μας, και δεν προσπαθούμε να τις ξεχάσουμε για να μην έχουμε τάχα ενοχές και καταπιέσεις στη συνείδησή μας. Ας μη μας ξεγελάει, λοιπόν, και μας κοροϊδεύει συνεχώς και κάθε μέρα ο διάβολος».
«Στην παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου,» συνεχίζει ο Ιερός Χρυσόστομος, «το Φαρισαίο που απαρίθμησε τα κατορθώματά του, τον σιχάθηκε ο Θεός. Ενώ τον Τελώνη, που ομολόγησε την αμαρτωλότητά του και ζήτησε το έλεός Του, τον αγάπησε και τον δόξασε. Η απαρίθμησις, λοιπόν, των δήθεν καλών μας πράξεων, και των δήθεν αρετών, που νομίζουμε ότι έχουμε, και των δήθεν θυσιών που πιστεύουμε ότι κάνουμε, μας οδηγούν στην υπερηφάνεια και στον κομπασμό, δηλαδή στην καταδίκη μας. Στην καταδίκη μας. Ενώ η ενθύμησις των αμαρτημάτων μας, συγκρατεί την διάνοιά μας από την υπερηφάνεια, ταπεινώνει τους λογισμούς μας, συγκρατεί τις αισθήσεις μας, αυξάνει την επιείκεια και την συγχωρητικότητά μας στα λάθη των αδελφών μας και πλούσια προσελκύει την εύνοια του Θεού, γι’ αυτό και ο ίδιος ο Χριστός εντέλλεται, “όταν ποιήσετε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγεται ότι δούλοι άχρειοι εσμέν”. Ότι, “ό, οφειλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν”, Λουκάς, ιζ 10.»

Αδελφοί και πατέρες, και χριστιανοί μου, είπαμε ότι η αληθινή μετάνοια έχει και τη σωστή εξομολόγηση. Και όμως είδαμε, πιθανόν από άγνοια, τρόπους εξομολογήσεως, που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στο πνεύμα του ιεροτάτου αυτού μυστηρίου. Εμάς, όμως, μας απασχόλησε κυρίως, η θανάσιμη αρρώστια της αμαρτίας, όπως μας την περιέγραψαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιερός Χρυσόστομος. Είδαμε ακόμα και περιγράψαμε τα φάρμακα που προσφέρει το άπειρον έλεος και η φιλανθρωπία του Αγίου Θεού, μέσα από την αληθινή μετάνοια, τη συντριβή της καρδιάς, και τα καυτά δάκρυα.
Σε μας τώρα εναπόκειται, ποιες αποφάσεις θα πάρουμε πριν να είναι πολύ πολύ αργά.
Και είναι βεβαιωμένον εκ των προτέρων ότι οι σωτήριες αποφάσεις με την έμπρακτη μετάνοια, θα μεταμορφώσουν τη ζωή μας, θα μας δικαιώσουν, και θα μας οδηγήσουν στη θεία μακαριότητα της Βασιλείας του Θεού. Όχι μόνον τώρα και εις τους αιώνας των αιώνων. Οι ολιγωρίες, όμως, και οι χλιαρότητες, οι αναβολές και οι αμφιβολίες, όπως και οι πολλές δικαιολογίες για έμπρακτη μετάνοια, πιθανόν να αποβούν για όλους μας ολέθριες και καταστρεπτικές. Με τραγική συνέπεια τον αιώνιο θάνατο της ψυχής μας, δηλαδή την Κόλαση.

Αλήθεια, αδελφοί μου, εμείς όλοι, ποιες αποφάσεις θα πάρουμε; Τις καλές ή τις κακές; Τις σωστές ή τις λανθασμένες; Αυτές που θα μας οδηγήσουν στον Παράδεισο ή αυτές που θα μας οδηγήσουν στην Κόλαση;
Ελπίζω και το εύχομαι να πάρουμε όλοι μας, πρώτος εγώ και ύστερα όλοι εσείς, τις σωστές και σωτήριες αποφάσεις,
Αμήν
και ευχαριστώ πολύ που ήλθατε.

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2000

Η έννοια του χρόνου και ο προορισμός μας μέσα από αυτόν στην αιωνιότητα



166-α
Κυρ. 31.12.2000

Σήμερα χριστιανοί μου, δεν κλείνει μόνον το έτος 2000, δεν κλείνει μόνον ο εικοστός αιώνας, αλλά και μια χιλιετία, η δεύτερη, και αρχίζει κανονικά από αύριο η τρίτη χιλιετία. Ένας χρόνος τελειώνει πάντοτε την τριακοστήν πρώτη Δεκεμβρίου. Επομένως το επόμενον έτος, ο επόμενος αιώνας, η επόμενη χιλιετία είναι αφού συμπληρωθεί και ο χρόνος ο κανονικός, και όχι στην αρχή του όπως έγινε πέρσι.
Δύο χιλιάδες χρόνια έκλεισαν από τότε που γεννήθηκε ο Χριστός, 2000 σωτήρια χρόνια. Σωτήρια για τον κάθε άνθρωπο που πιστεύει στον Θεάνθρωπον και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, που βαπτίζεται στο όνομά Του, στο όνομα της Αγίας Τριάδος, που εκείνος φανέρωσε και απεκάλυψε. Σωτήρια επαναλαμβάνω για τον άνθρωπον που πιστεύει και βαπτίζεται, που συμμετέχει στα μυστήρια με αίσθημα ευθύνης, που τηρεί το πανάγιον θέλημά Του και που καλλιεργεί κατά δύναμιν, όσο μπορεί, το ταπεινό φρόνημα, την συντριβή και την αληθινή μετάνοια.

Ας έλθουμε όμως στη σημερινή βραδιά, που θα κλείσει το έτος 2000. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, ο κόσμος τον καινούργιο χρόνο θα τον υποδεχθεί με φωταψίες και βεγγαλικά, με τραγούδια και ευχές. Κυρίως θα ευχηθούμε να είναι καλός και ευλογημένος ο καινούργιος χρόνος, να ζήσουμε Χρόνια Πολλά. Χαρά και ευτυχία να συνοδεύει ολόκληρη τη ζωή μας.
Ασφαλώς στα Χρόνια Πολλά που θα δίνουμε και θα παίρνουμε, υπάρχουν στο βάθος ευχές που αναφέρονται στην καλή υγεία και μακριά από μας οι στεναχώριες, τα βάσανα, οι αρρώστιες, οι θλίψεις και οι πόνοι, σωματικοί και ψυχικοί.
Γιατί όμως όλες αυτές οι ευχές, η χαρά, τα τραγούδια, τα βεγγαλικά, τα σφυρίγματα των πλοίων και τόσα άλλα; Γιατί οι δοξολογίες στις εκκλησίες και στους μητροπολιτικούς ναούς με τόση επισημότητα με την ανατολή του Νέου Έτους;
Γιατί πιστεύω πως η Πρωτοχρονιά που είναι και αυτή ένας ξεχωριστός σταθμός μέσα στη ροή του χρόνου, μας βοηθάει στο να συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή προχωράει, ότι η ζωή συνεχίζεται και μείς αυτής της ζωής απολαμβάνουμε τα αγαθά της. Όλα αυτά τα αγαθά τα απολαμβάνουμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού; - ή όχι;
Αυτό είναι κάτι που θα το δούμε παρακάτω.
Πάντως οι πιο πολλοί από μας, νοιώθουμε τον θρίαμβο της ζωής για τη ζωντανοί μπήκαμε στον καινούργιο χρόνο. Ζωντανοί. Και χαιρόμαστε, και γιορτάζουμε.
Όμως αδελφοί, η ζωή προχωράει. Και όσο προχωράει, τόσο και μικραίνει, τόσο και λιγοστεύει, προχωράει αλλά προς το τέλος της. Τυλίγεται σιγά σιγά, όπως λέγει και ο λαός, το κουβάρι της ζωής και φθάνουμε στο τέρμα, στο θάνατο. Και αυτό είναι περισσότερο από βέβαιο, όσο και αν αποφεύγουμε να το συζητάμε, να το κουβεντιάζουμε ή να το σκεπτόμαστε. Ο θάνατος θα έλθει.
Μερικών χριστιανών, που τα βάσανα είναι πολλά και αξεπέραστα ή ανεπανόρθωτα, κατά το ανθρώπινον, εύχονται στον καινούργιο χρόνο να πεθάνουν, να μη ζήσουν. Γιατί πόνεσαν πολύ, γιατί εξακολουθούν να υποφέρουν.
Και όμως, όπως μας λένε και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο βαθύτερος πανανθρώπινος πόθος είναι και τα βάσανα να τελειώσουν, αλλά και η ζωή να μην τελειώσει. Και αυτή να είναι γεμάτη χαρά, ευτυχία, και να συνεχίζεται για πάντα. Να είναι δηλαδή αιώνια η ζωή μας.
Σαν πιστοί όμως και Ορθόδοξοι Χριστιανοί που είμαστε, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτός ο πόθος εκπληρώνεται οπωσδήποτε, πλήρως και καθολικά μόνον κοντά στον Θεόν. Ή αποκλειστικά από τον Θεόν. «Ζωήν αιώνιον έδωκεν ημίν ο Θεός», βεβαιώνει η Αγία Γραφή. Έτσι λοιπόν όσοι πιστεύουν στην Τριαδικότητα του Θεού, στην ενανθρώπισή Του στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού εν Βηθλεέμ τη πόλη, εκ Πνεύματος Αγίου και Παρθένου της Μαρίας, πριν από 2000 χρόνια, και συμμετέχουν στα πανάγια σωστικά μυστήρια με συνέπεια στη ζωή τους, όπως το τονίσαμε και προηγουμένως, σε όλους αυτούς ο Θεός δίνει αιώνια ζωή.
Η αιώνιος όμως ζωή υπάρχει στον Υιόν του Θεού, στον Θεάνθρωπον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, «και αύτη η αιώνιος ζωή, εν τω Υιώ αυτού εστίν», λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Ο Χριστός λοιπόν είναι αυτός που χαρίζει στον άνθρωπον την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό ήλθε στον κόσμο. Γι’ αυτό έγινε άνθρωπος χωρίς να πάψει να είναι και τέλειος Θεός. Τι λέγει; «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν». Εγώ ήλθα στον κόσμο, λέγει ο ίδιος, για να έχουν τα λογικά πρόβατά μου, οι πιστοί μου χριστιανοί, ζωή, και περίσσια αιώνια ζωή. Πλούτος ανεξάντλητος ζωής. Πολύ ανώτερος και πολύ περισσότερος από όλα τα αγαθά της γής. Γιατί αυτός ο πλούτος είναι άφθαρτος και αιώνιος.
Ο Χριστός λοιπόν, ο Λυτρωτής του κόσμου και προσωπικός Σωτήρας του καθενός από μας, μας χαρίζει διά της πίστεως και της συμμετοχής βέβαια στα μυστήρια, μια υπερφυσική δύναμη, που μέσα από το Άγιον Βάπτισμα, το βασιλικόν Χρίσμα και την Θεία Κοινωνία του Παναγίου Σώματος και του Τιμίου Αίματος αυτού και της μετανοίας, μας αναγεννά και μας δικαιώνει. Και όσο περισσότερο διαρκούν η αληθινή μετάνοια και το ταπεινό φρόνημα, τόσο και περισσότερο κάθε μέρα μεταμορφώνει ολόκληρη τη ζωή μας, την καρδιά μας, την ψυχή μας, το μυαλό μας, τις σκέψεις μας, τις αισθήσεις μας, ακόμα και το σώμα μας.
Και αν στο διάβα της ζωής και του χρόνου που κυλάει πέσουμε και βρωμίσουμε την στολήν της ψυχής μας, Εκείνος και πάλι μέσω της αληθινής μετανοίας μας ξαναδίδει τα πλούσια χαρίσματά Του για να μη χάσουμε την αιώνια ζωή.
Ξαναχαρίζει την υιοθεσία και μας κάνει κληρονόμους της Βασιλείας Του. Εκείνος, ο Χριστός, είναι ο φιλάνθρωπος Θεός, ο πανάγαθος, ο εύσπλαχνος, ο παντελεήμων, ο πανοικτίρμων, αυτός και μόνον.
Εκείνος γίνεται η αστείρευτη πηγή της πνευματικής μας ζωής που δεν έχει τέλος, που δεν φοβάται τον θάνατον, που δεν τρέμει μπροστά στον διάβολο. Που δεν λυγίζει στις θλίψεις της ζωής.
Και κάτι άλλο. Η ζωή μας μαζί με τον Χριστόν, η πνευματική μας δηλαδή ζωή, είναι ξένη προς την αμαρτία, την κάθε είδους αμαρτία. Και θα κάνουμε ένα ειδικό κήρυγμα γι’ αυτό, και μια δική μου μικρή αναδρομή και απολογία.
Την κάθε είδους αμαρτία, της οποίας η πιο οδυνηρή και τελική κατάληξις είναι ο θάνατος. Ο αιώνιος θάνατος, και του σώματος και της ψυχής, δηλαδή η κόλασις, η αιώνιος κόλασις.
Η αμαρτία λοιπόν αδελφοί μου, μας χωρίζει από Κείνον που είναι ο αληθινός Θεός και Ζωή αιώνιος, σύμφωνα με την βεβαιωτική γλώσσα του Ευαγγελιστού Ιωάννου, Πρώτη Επιστολή, 5ο Κεφάλαιο, στίχος 20.
Μας χωρίζει όμως και από τον πλησίον μας, από τον συνάνθρωπό μας, από τον δικό μας άνθρωπο, που είναι και αυτός εικόνα του Θεού. Γι’ αυτό και μεταξύ μας δεν έχουμε ειρήνη, ομόνοια, αγάπη, χαρά. Μπορεί να φταίω μόνον εγώ, μπορεί κάπου αλλού να φταίνε και οι δύο, και οι τέσσερεις, και οι έξι, και οι δέκα, και οι εκατό, όλοι μας.
Έτσι στο χρόνο που πέρασε αυτό να μας απασχολήσει και αυτό να μας προβληματίσει. Η αμαρτία!
Ο Δαυΐδ λέγει κάθε μέρα. Πιστεύω ότι όλοι μας λέμε τον πεντηκοστό ψαλμό. «Την αμαρτία μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διά παντός».
Το πόσο λυπήσαμε το Θεό και το πόσο τραυματίσαμε τον πλησίον μας, γι’ αυτό χρειάζεται να μετανοήσουμε. Και όχι να μετανοήσουμε μια φορά, αλλά να μετανοούμε κάθε μέρα, πρωί μεσημέρι βράδυ και να κλαίμε. Και τότε και μόνον τότε στην Ιερά Εξομολόγηση και στην κρυφή μας προσευχή θα έλθει η Θεία Χάρις και θα καθαρίσει την ψυχή μας, και θα την καταστήσει κατοικία της, θρόνο της. Αυτή η Θεία Χάρις θα μας ξαναενώσει με τον Χριστόν και τον πλησίον. Γι’ αυτό και οι αποφάσεις που θα πάρουμε σήμερα το βράδυ θα πρέπει να είναι μια καινούργια ζωή μαζί με τον Χριστό!
Αν δεν την πάρουμε και δεν την βάλουμε σε πράξη, αύριο μπορεί ή μεθαύριο να είμαστε νεκροί. Χωρίς Χριστόν αιώνιος κόλασις.
Να πάρουμε μια απόφαση για μια ζωή αληθινής μετανοίας, πίστεως, προσευχής, υπομονής και ταπεινού φρονήματος. Μια ζωή πνευματικών αγώνων. Τη ζωή της Χάριτος! Της Χάριτος εκείνης που απορρέει από τα πανάγια σωστικά μυστήρια, για να ζήσουμε όχι μόνον ένα χρόνο, έναν ακόμα χρόνον, ή χρόνια πολλά, αλλά για να ζήσουμε αιώνια στη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών.
Γι’ αυτό και ’γω σας εύχομαι να ζήσετε όχι χρόνια πολλά, εκατό ή διακόσα, - μακάρι να ζήσετε – αλλά να ζήσετε ΑΙΩΝΙΑ μαζί με τον Χριστόν στην Ουράνια Βασιλεία της Τριαδικής Θεότητος,

Αμήν.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2000

Το πνευματικό νόημα των Χριστουγέννων και με ποιούς τρόπους βιώνεται από μας τους Χριστιανούς



165-γ
Κυρ. Προ των Χριστουγέννων, 2000

Την περασμένη Κυριακή αδελφοί μου είπα τι λέγει η εντολή του Θεού μέσα στην Αγία Γραφή, σχετικά με την ενδυμασία ανδρών και γυναικών, και παρατηρήθηκε και προηγουμένως αυτό.
Η ενδυμασία των ανθρώπων από αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι και σήμερα, έχει υποστεί πολλές αλλαγές. Μάλιστα δε κατά τόπους, φυλές και έθνη υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις.
Πάντοτε όμως και παντού υπήρχε διαφορά στον τρόπον ενδυμασίας των γυναικών από τους άνδρες. Αυτό το βλέπουμε ακόμα και μέσα στην Αγία Γραφή. σαν νόμος και εντολή Θεού, και όπως καταλαβαίνετε για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ο Λόγος του Θεού ισχύει πάντοτε, είναι ο ίδιος, αναλλοίωτος και αιώνιος, χωρίς να τροποποιείται ανάλογα με τις εποχές και τα πάθη μας. «Ο Χριστός χθες και σήμερον, ο αυτός και εις τους αιώνας», βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος. Έτσι αν στις ημέρες μας οι χριστιανοί, με την ενδυμασία τους αλλάζουν φύλο, από γυναικείο σε ανδρικό και αντιστρόφως, αυτό απαγορεύεται ρητά από τον νόμον του Θεού.
Εμένα προσωπικά σαν ιερέα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας με ενδιαφέρει η ενδυμασία όλων, μόνον μέσα στον Ιερό Ναό, στη Θεία Λατρεία, εδώ στη Θεία Κοινωνία όταν έρχεσθε, όταν προσέρχεσθε στο γάμο, στη βάπτιση ή στην εξομολόγηση.
Εξ αφορμής λοιπόν μιας κακής και πεισματάρικης συμπεριφοράς μιας ψυχής, ο Θεός για να την συνετίσει, της έδειξε με όνειρο πολύ αποκαλυπτικό ποια θα πρέπει να είναι η ενδυμασία της όταν εκκλησιάζεται, όχι όταν είναι έξω.
Το πώς όμως θα ντύνεσθε εσείς, στην ιδιωτική σας ζωή, άνδρες και γυναίκες, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, στις κοινωνικές σας υποχρεώσεις και λοιπά, αυτό είναι και δική σας ευθύνη. Αυτό που αφορά εμένα σαν ιερέα, το επαναλαμβάνω, είναι αποκλειστικά και μόνον ο χώρος εδώ της εκκλησίας που είναι και ιερός.
Παρά ταύτα, εγώ προσωπικά, πολύ σπάνια όπως θα το γνωρίζετε κιόλας, κάνω παρατηρήσεις και υποδείξεις πάνω σ’ αυτό το θέμα. Αφήνω να έλθει ο φωτισμός, για να καταλάβετε έτσι σεις, πιο είναι το καθήκον σας απέναντι στο Θεό και να το εφαρμόζετε. Αυτά είπα και αυτά εννοούσα την περασμένη Κυριακή και νομίζω ότι έγινα σαφής.

Και ας έλθουμε στη σημερινή μας Κυριακάτικη ομιλία.

Χριστός γεννάται, δοξάσατε.
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε.
Χριστός επί γης, υψώθητε.

Σαράντα δύο χρόνια χριστιανοί μου που είμαι κληρικός, ιερεύς, και λειτουργός του Υψίστου και εξομολόγος, αυτές τις ημέρες των Χριστουγέννων, αλλά και όλων των άλλων εορτών του Δωδεκαημέρου, με απασχολεί πάντοτε το πνευματικό νόημα αυτών των αγίων ημερών, που ασφαλώς είναι κάτι το πολύ βαθύ, το υπέροχο και συγχρόνως ακατάληπτο.
Αν τις ημέρες αυτές τις αντιμετωπίζουμε και τις χαιρόμαστε μόνον με τους στολισμούς και τα Χριστουγεννιάτικα δένδρα, και μάλιστα με τους φαντασμαγορικούς στολισμούς, με τους χιλιάδες πολύχρωμους φωτισμούς στους δρόμους και στις βιτρίνες των καταστημάτων, τις φωτοβολίδες, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, και τότε δεν πετύχαμε, δεν πετύχαμε απολύτως τίποτε για την ωφέλεια της ψυχής μας απ’ αυτές τις άγιες ημέρες. Είναι όντως πολύ ωραία και εντυπωσιακά, και εγώ εντυπωσιάστηκα και ευχαριστήθηκα, όταν την νύχτα βλέπουμε τους πολύχρωμους φωτισμούς, στα μπαλκόνια και στα δένδρα των σπιτιών, στους κεντρικούς δρόμους και στις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων. Όλα αυτά και θα τα απολαύσουμε και θα τα θαυμάσουμε.
Αλλά, υπάρχει ένα αλλά. Θα κρατήσουμε εκείνα που δένουν ολόκληρη την οικογένεια, σε μια πνευματική ενότητα μέσα στο αληθινό πνεύμα των εορτών. Να ζήσουμε δηλαδή σε μια ατμόσφαιρα καθαρώς μυστηριακή, με εκκλησιασμό από τις πέντε το πρωί. Με Ιερά Εξομολόγηση που θα προηγηθεί πριν από μέρες αρκετές. Με Θεία Κοινωνία και με πνευματικές συζητήσεις και ιερά μελέτη γύρω από το βαθύ και πνευματικότητα νόημα της εορτής των Χριστουγέννων, που μπορούμε να το κάνουμε και στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Αλήθεια, πώς θα δοξάσουμε τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού;
Πού θα Τον προϋπαντήσουμε και με ποιόν τρόπον θα υψωθούμε μέχρι τον ουράνιο θρόνο Του;
Αυτά ψάλαμε και αυτά ζητάει η Εκκλησία μας αυτές τις ημέρες.
Αν μέσα μας αδελφοί μου, αν μέσα μας λέω, δεν ζήσουμε μια ζωογόνο αλλαγή, μεταβολή της ψυχής μας σε φάτνη πνευματική, τότε σε τίποτα δεν θα μας ωφελήσουν οι φαντασμαγορικές και πολύχρωμες διακοσμήσεις και διασκεδάσεις και τα δώρα. Αν εσείς και γω δεν βιώσουμε την προσωπική μας αναγέννηση, και αν μέσα στις καρδιές των παιδιών μας δε γεννήσουμε την ελπίδα της σωτηρίας, ότι Χριστός αληθινός Θεός εγεννήθη εν Βηθλεέμ τη πόλη μέσα σε ένα στάβλο, από μια παρθένα γυναίκα, τη Μαριάμ, την Υπεραγία Θεοτόκο.
Αν λέω δεν γίνουν όλα αυτά, τότε οι γιορτές απέτυχαν το σκοπό τους. Και τον απέτυχαν επειδή βρήκαν τις καρδιές μας παγωμένες, αδιάφορες, κλειστές… Οι γιορτές που έρχονται αδελφοί μου, κάθε χρόνο δεν είναι μόνο για ευχές και «χρόνια πολλά», και «χρόνια πολλά», αλλά για Ευαγγελικούς και πνευματικούς προβληματισμούς.
Στο πώς δηλαδή θα γίνουμε σωστότεροι χριστιανοί, και
με περισσότερο ταπεινό πνεύμα,
με περισσότερη υπομονή, μακροθυμία και ανοχή.
Με περισσότερη αγάπη στις πράξεις μας, που δεν την έχουμε αυτήν την αγάπη, ούτε εγώ.
Με περισσότερη πίστη προς τον Θεόν και
με περισσότερη αληθινή και συντετριμμένη μετάνοια.
Όλα τα άλλα μπορεί να χρειάζονται, και τα παιχνίδια και τα δώρα και τα στολίσματα, όπως τα τονίσαμε προηγουμένως, αλλά χωρίς Χριστόν τα πάντα είναι ανώφελα, άχρηστα, ουτοπία, ένα τίποτα. Και αυτό διότι η Ευρωπαϊκή νοοτροπία και ο Αμερικανισμός εμποροποίησαν την πνευματικότητα και την ουσία των μεγάλων αυτών εορτών, και έτσι μείναμε και μένουμε μόνο στη φιγούρα, στη βιτρίνα, δηλαδή στην επιφάνεια. Μια ματιά γύρω μας και η διαπίστωση είναι όντως τραγική και απογοητευτική. Και παιχνίδια και δώρα και στολισμοί, και δένδρα και φώτα και ρεβεγιόν, όλα για την κατανάλωση, όλα για την κατανάλωση, τίποτα για την ψυχή.
Τα πάντα για την ψυχή προσφέρονται μέσα στον ναό. Μέσα στην εκκλησία, τις ιερές ακολουθίες, τις ιερότατες αυτές ακολουθίες αυτών των ημερών με τα υπέροχα γράμματα που ψάλλει η Εκκλησία μας.

Δύο πράγματα θα σας πω από την παιδική μου ηλικία για να τα συγκρίνουμε με την σημερινή άνοστη πραγματικότητα.
Το πρώτο πράγμα που βλέπαμε εμείς τα παιδιά εκείνη την εποχή του ’35 του ’38 και του 1940 και ’45, ήταν το γενικό άσπρισμα. Άσπριζαν τις μάντρες, τις αυλές, τα πέτρινα πεζοδρόμια, τα σπίτια μέσα και έξω, τους κορμούς των δένδρων μέχρι τη μέση. Γενικό καθάρισμα. Ο στολισμός ήταν πολύ φτωχικός. Εκείνο στο οποίο επέμεναν ήταν η καθαριότητα και η εξωτερική και η εσωτερική.
Έτσι το πρωινό των Χριστουγέννων, ξυπνούσαν μια ώρα νωρίτερα οι νοικοκυρές, για να συγυρίσουν και στρώσουν το σπίτι, έτσι ώστε όταν θα γυρίσουν από την εκκλησία, να τους περιμένει ολοκάθαρο το σπιτικό. Γιατί; Εμείς όλα τα πιτσιρίκια εκείνης της εποχής ρωτούσαμε γιατί αυτή η τόση σχολαστικότητα στο άσπρισμα και γενική ετοιμασία του σπιτιού και η απάντησις των μεγάλων ήταν συνήθως διπλή.
Πρώτον γιατί ήταν Χριστούγεννα και
Δεύτερον γιατί ο Χριστούλης που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ θα ήταν ο ΠΡΩΤΟΣ επισκέπτης στο σπίτι μας, μαζί με τους αγγέλους και τους μάγους εκ Περσίας.
Πω πώω, λέγαμε εμείς, θα ήρχετο ο Χριστούλης; Στο σπίτι μας; Μα πώς; Πότε; Πώς μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα; Με ποιο τρόπο; Και οι μεγάλοι μας απαντούσαν με πολλή φυσικότητα, απάντηση που πρέπει να δίδετε και σεις οι γονείς. Δεν θα πάμε όλοι μαζί οικογενειακώς να κοινωνήσουμε; Ναι, ε λοιπόν όλοι εμείς, ο μπαμπάς, η μαμά, ο παππούς, η γιαγιά, τα παιδιά, μαζί με τη Θεία Κοινωνία θα φέρουμε και τον Χριστό στο σπίτι μας. Μαζί Του θα γιορτάσουμε, μαζί Του θα περάσουμε καλά και αγιασμένα Χριστούγεννα.
Καταπληκτικό και θαυμάσιο και εξαίσιο αλλά δεν υπάρχει σήμερα στην εποχή μας πάρα πολύ σπάνια. Ο Χριστός στο φτωχικό μας ή στην καλύβα μας, ή και στο αρχοντικό μας.
Επαναλαμβάνω Χριστούγεννα με τον Χριστόν στο σπίτι. Με τον Χριστόν στο σπίτι και στην οικογένειά μας.
Δυστυχώς σήμερα οι περισσότεροι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, γιορτάζουν Χριστούγεννα χωρίς Χριστόν.

Το δεύτερο πράμα που ήθελα να σας πω, αναφέρεται στα δώρα. Τα δώρα χαρίζονταν σε δυο κατηγορίες. Τα πρώτα είχαν σχέση με τα Χριστούγεννα, και ήταν συνήθως ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα ζευγάρι παπούτσια, το παντελόνι, μια γραβάτα, ένα πουκάμισο και τα λοιπά και τα λοιπά, ένα παλτό, ένα φόρεμα,… Αυτά τα φορούσαν οι χριστιανοί τα Χριστούγεννα για πρώτη φορά, για να αγιαστούν και αυτά μέσα στην εκκλησία. Όπως η Εκκλησία αγιάζει τα σπίτια, αγιάζει τα χωράφια, τα αμπέλια και τις στάνες με τα ζώα τους κήπους και τα πηγάδια, τα γεννήματα με τους καρπούς και τόσα άλλα, έτσι και στο Χριστουγεννιάτικο εκκλησιασμό κάθε τι καινούργιο που φορούσαμε πάνω μας, έπρεπε να αγιαστεί εκείνη την ημέρα για να στεριώσει, για να φορεθεί με υγεία, με χαρά πνευματική.
Χάθηκε και αυτό το ευλογημένο έθιμο, έθιμο που έφερνε πιο κοντά τον άνθρωπο με την Εκκλησία και τις γιορτές, που τον έντυνε πνευματικά γιατί τα πάντα αγιάζει ο Χριστός με την Εκκλησία Του.
Τα δεύτερα δώρα ήταν για την Πρωτοχρονιά και ήσαν βέβαια διάφορα παιχνιδάκια για τα μικρά παιδιά που έφερνε συνήθως ο Άγιος Βασίλειος ή αργά το βράδυ ή το πρωί πρωί.
Θα μπορούσα βέβαια να αναφερθώ και σ’ άλλα, αλλά ήδη πέρασε η ώρα.

Σήμερα οι γιορτές βγήκαν από την Εκκλησία και από την δεμένη οικογένεια και δόθηκαν στις φιέστες, στις ξενόφερτες μουσικές στη διασκέδαση και στο φαγοπότι.
Χάθηκαν δυστυχώς οι πνευματικές αξίες, και παραμερίστηκε η ουσία και το πνεύμα των θρησκευτικών εορτών και μάλιστα των Χριστουγέννων. Και όχι μόνον.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η Ορθοδοξία μας αδελφοί μου, δεν αρνιέται επαναλαμβάνω τις πανηγυρικές εκδηλώσεις και δεν αποστρέφεται τις πληθωρικές διακοσμήσεις, εορταστικές διακοσμήσεις που γίνονται κάθε φορά, αλλά δε μένει σ’ αυτές. Η Εκκλησία κάνει κάτι πολύ μεγάλο. Προχωρεί βαθύτερα. Γι’ αυτό κάνουμε το κήρυγμα, για να μπορέσουμε όλοι μαζί να μπούμε βαθύτερα στο πνευματικό νόημα των εορτών και αυτό να μεταβιβάσουμε, στους συντρόφους μας, στα παιδιά μας, στους γείτονές μας, στους συγγενείς μας και στους φίλους μας.
Προτείνει και εφαρμόζει δηλαδή, την αδιάσπαστη αρμονία μεταξύ τους πνευματικού και υλικού στοιχείου των εορτών με σκοπό την πνευματοποίηση των τύπων και όλων των ποικίλων εκδηλώσεων, των εξωτερικών εκδηλώσεων που έχουν αυτές οι εορτές. Και από κεί να μας οδηγήσει σε προσωπική συνάντηση με τον Θεόν, με τον Σωτήρα μας Ιησούν Χριστόν, με αυτόν που πρέπει να προϋπαντήσουμε.
Ο Χριστός για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, δεν γεννήθηκε απλώς και μόνον πριν 2000 χρόνια – τώρα τελειώνουν τα 2000 χρόνια, από μεθαύριο αρχίζει ο καινούργιος αιώνας – αλλά εξακολουθεί να είναι παρών, ο ζωντανός Θεός και μας προσφέρεται κάθε μέρα μέσα από τα πανάγια μυστήρια, μέσα από την Αγία Του Εκκλησία, μέσα από το Άγιόν Του Ποτήριον.
Η Θεία Κοινωνία, το πνεύμα της μετανοίας, η Ιερά Εξομολόγησις, η δακρύβρεκτος προσευχή, ο Ευαγγελικός λόγος και πολλά άλλα, είναι αυτά που φέρνουν τον Χριστόν στις καρδιές μας και έτσι μόνον μπορούμε να γιορτάσουμε Χριστούγεννα.
Και τότε και τα πάντα πνευματοποιούνται, και οι τύποι, και οι διακοσμήσεις των εορτών και πλημμυρίζει η καρδιά μας από αγάπη και συγγνώμη.
Βέβαια η πραγματικότητα είναι τραγική, γιατί γύρω μας βλέπουμε οι άνθρωποι να σωριάζονται σε ερείπια. Είναι η τρομακτική διάλυση της οικογένειας, είναι η αύξησις των εκτρώσεων, είναι η πείνα, είναι η ανεργία, είναι η φτώχεια, είναι η αύξησις των ασθενειών και ειδικά των ποικίλων μορφών του καρκίνου, τα τρομερά ατυχήματα που έχει η πατρίδα μας, οι αναπηρίες και τόσα άλλα.
Εντούτοις όμως ο αληθινός Ορθόδοξος Χριστιανός, ανησυχεί, αγωνιά, προσεύχεται. Και παρακαλεί αυτόν τον Θεόν που συνεχώς γεννάται εκ Παρθένου, ΓΕΝΝΑΤΑΙ εκ Παρθένου, γεννιέται κάθε φορά, κάθε μέρα μέσα στην Αγία μας Εκκλησία, πάνω στην Αγία Τράπεζα και στις καρδιές μας. Και προσεύχεται σ’ αυτόν. Και νηστεύει και αγρυπνεί τις νύχτες και κλαίει και για τις δικές του αμαρτίες τις πολλές, αλλά και για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων που βρίσκονται μακριά και δεν ξέρουν πώς να γιορτάσουν Χριστούγεννα. Άλλωστε είναι και ο μόνος που μπορεί να βιώσει αυτό το μεγάλο νόημα της εορτής αυτής.

Αδελφοί μου, τη χαρά των Χριστουγέννων την εύχομαι σε σας, προσωπικά και στις οικογένειές μας, και στις οικογένειές σας, αλλά και σείς όμως να την εύχεσθε σε μένα, και πριν πω το «αμήν», επειδή το βράδυ δεν θα βρεθούμε στις εκκλησίες για να παρακολουθήσουμε τον εσπερινό, τον οποίον εμείς κάναμε χθες το βράδυ μαζί με τις Μεγάλες Ώρες, γι’ αυτό αργά και καθαρά από τους ιεροψάλτες μας, να ψάλουμε όλοι μαζί το απολυτίκιο των Χριστουγέννων.