Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2003

Περί Ιεροσύνης και Θείας Λειτουργίας στην Αγία Βαρβάρα Αμφιάλης



177 β

Η Εκκλησία μας σήμερα τιμά χριστιανοί μου τον Άγιο Απόστολο Τιμόθεο, μαθητή του Αποστόλου Παύλου. Ως Απόστολος ο Άγιος Τιμόθεος ασφαλώς θα κατείχε και το υψηλό αξίωμα της ιεροσύνης. Επίσης με το αξίωμα της ιεροσύνης τιμάται σήμερα και ο Όσιος Ιωσήφ ο Σαμάκος. Τιμάται ακόμα και ο Άγιος Εμμανουήλ, Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως. Ήτο και αυτός επίσκοπος. Χθες εόρταζε ο Άγιος Ζώσιμος, επίσκοπος Συρακουσών. Αύριο η Εκκλησία μας εορτάζει τον Άγιο Κλήμεντα, επίσκοπο Αγκύρας. Και κάθε μέρα και κάποιος Άγιος, κάποιος ιερεύς, κάποιος επίσκοπος, κάποιος ιερωμένος.
Αν διαβάζουμε τακτικά τους Συναξαριστάς, θα διαπιστώσουμε χριστιανοί μου ότι κάθε μέρα τιμάται και κάποιος Άγιος, γνωστός ή άγνωστος, που κατείχε όμως αυτόν τον βαθμό όπως είπα, τον υψηλό βαθμό της ιεροσύνης. Απ’ τον Πρωτομάρτυρα και Αρχιδιάκονο Στέφανο, μέχρι τους τελευταίους ανακηρυχθέντες αγίους, τον Άγιο Νεκτάριο, τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά, τον Άγιο Σάββα εν Καλύμνω, αλλά και τους οσίους κοιμηθέντας πατέρας, τον πατέρα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη, τον πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο, τον πατέρα Ιάκωβο Τσαλίκη, τον πατέρα Γεώργιο Καρσλίδη, τον πατέρα Δημήτριο Γκαγκαστάθη, τον πατέρα Αμφιλόχιο Μακρή, και εκατομμύρια άλλους ανωνύμους αγίους, που συγκαταλέγονται στους Αγίους Πάντες, πολλοί εξ αυτών υπήρξαν κληρικοί παντός βαθμού, εκείνο που μας ενδιαφέρει βέβαια είναι οι ιερείς και οι επίσκοποι, και όλοι τους ασφαλώς πρόσφεραν την αναίμακτη θυσία της Θείας Λειτουργίας, υπέρ του κόσμου ζωής και σωτηρίας.
Επάνω στη γη λέγει, ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων. Και ο πλέον ταπεινός παπάς, αυτόν που δεν του δίνουμε σημασία, γιατί φοράει τσαρούχια στα πόδια και έχει λερωμένα και ξεσχισμένα τα ράσα του και τσαλακωμένα, με τη χάρη της ιεροσύνης που πήρε στη χειροτονία του, από τα χέρια του επισκόπου, τελεί όλα τα άγια μυστήρια, και μάλιστα τη Θεία Λειτουργία, όπου διά της επικλήσεως του Παναγίου Πνεύματος μεταβάλλεται το ψωμί και το κρασί σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Αληθινό Σώμα. Αληθινό Αίμα.
Οι ιερείς, συνεχίζει ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, πραγματοποιούν τους Αγίους, και αφθαρτοποιούν τους χριστιανούς. Αυτοί αγγελοποιούν τις ψυχές. Οι ιερείς γεμίζουν τον Παράδεισο και αδειάζουν την Κόλαση, οι ιερείς, όπου τελούν αυτό το φοβερότατο αναίμακτο μυστήριο. Ο λειτουργός ο ιερεύς και ο πιο αμαρτωλός, ανοίγει και κλείνει τις πύλες του ουρανού, και το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, όταν βέβαια λέγει εξ ονόματος του Αγίου Θεού, «έστω λελυμένος και συγκεχωρημένος, και εν τω νύν αιώνι και εν τω μέλλοντι». Αλίμονον όμως για κείνον που θα ακούσει «έστω δεδεμένος και εν τω ουρανώ και εν τη γή και εν τω νύν αιώνι και εν τω μέλλοντι». Έχει αυτήν την εξουσία, να ανοίγει και να κλείνει τις πόρτες του Ουρανού. Χιλιάδες και εκατομμύρια χριστιανοί, όλοι σας, εσείς, έστω και αν είστε άγιοι, μπορείτε να υψώσετε τα οσιακά σας χέρια στον ουρανό, παρά την ευλάβιά σας όμως, και την ζωντανή σας πίστη που μπορεί να κάνει ακόμα και θαύματα, και παρά την αγιότητά σας, την εμφανή ή την κεκρυμένη, δεν μπορείτε να ιερουργήσετε τα Άχραντα Μυστήρια. Διότι δεν έχετε ούτε το βάρος ούτε την δύναμιν, ούτε και την χάρη ενός και μόνου ιερέα.
Ο λειτουργός ιερεύς, ο άξιος και αγνός, συνεχίζει ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, είναι εκείνος, που φέρνει μέσα στην καρδιά του και πάνω στο κεφάλι του στα αγιασμένα χέρια του, και στα κεκαθαρμένα μέλη του το θείο πυρ, τη θεϊκή φωτιά και φλόγα, τη δική του πύρινη γλώσσα, όπως την δέχτηκε στην δική του προσωπική Πεντηκοστή την ημέρα της χειροτονίας του. Να πω πώς το διατυπώνει ο ίδιος ο Άγιος; Να σας το πώ. «Ώσπερ σίδηρος πυρί προσομιλήσας, ούτος, δηλαδή αυτός, γίνεται όλος πύρ Πεντηκοστής, όλος θείον φώς». Αυτό μας θυμίζει την πρώτη θυσία του Ααρών, αδελφού του προφήτου Μωυσέως, όταν έλαβε το αξίωμα του Αρχιερέως, πυρ εξήλθεν παρά Κυρίου, και κατέφαγε πάντα τα επί του θυσιαστηρίου. Αυτό όμως το πυρ είναι κτιστό. Και δεν έχει καμιά σχέση με τις γλώσσες του πυρός της Αγίας Πεντηκοστής, που είναι φλόγες ακτίστου φωτός.
Το ίδιο συνέβη και σε κάποια άλλα παραδείγματα που θα πούμε από την Παλιά Διαθήκη, για να εδραιωθεί μέσα μας, έτι περισσότερον και με φόβο ιερό μέσα στην καρδιά μας αυτό που γίνεται στη Θεία Λειτουργία.
Κάπου τόχουμε γράψει, αν τόχετε διαβάσει και τόχουμε ξαναπεί. Τι λένε οι ξένοι; Εμείς κάνουμε εράνους, εμείς κτίζουμε πτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία, έχουμε συσσίτια, έχουμε αυτήν την δραστηριότητα, έχουμε την άλλη δραστηριότητα, έχουμε χορωδίες, έχουμε μουσικές, έχουμε όργανα, έχουμε αυτό, έχουμε εκείνο, εσείς οι Ορθόδοξοι τι έχετε; Πάμε και μείς οι φουκαράδες τώρα τελευταία να τους μιμηθούμε. Αλλά εκείνος ο ευλαβέστατος ιερεύς, ξέρετε τι απάντησε; Εμείς έχουμε τη Θεία Λειτουργία. Και βγάζουμε ψυχές από την Κόλαση και τις βάζουμε στον Παράδεισο. Αυτό έχουμε. Τη Θεία Λειτουργία. Αυτό έχουμε.
Και όμως δεν συμμετέχουμε σ’ αυτήν όπως πρέπει. Συγχωρέστε με. Συγχωρέστε με. Ούτε εμείς σαν κληρικοί, και πρώτος εγώ βέβαια, ο θεοπάλαβος, ούτε και σεις ως εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί. Στα εγκαίνια του μεγάλου ναού του Σολομώντος, που χρειάστηκαν σαράντα περίπου χρόνια για να ανεγερθεί βλέπουμε το εξής φαινόμενο που είναι μάλλον διπλό. Πυρ κατέβη εκ του ουρανού και κατέφαγε τα ολοκαυτώματα και τας θυσίας. Εδώ πρόκειται περί κτιστής, υλικής φωτιάς - πώς να το πούμε αλλιώς. Και συμπληρώνει το κείμενο των Παραλειπομένων. «Και δόξα Κυρίου έπλησε άπαντα τον οίκον». Εδώ μας λένε οι πατέρες της Εκκλησίας μας, ότι πρόκειται περί θείας ελλάμψεως που όμως βέβαια δεν έχει σχέση με τις πύρινες γλώσσες, της Αγίας Πεντηκοστής.
Αλλά και στα χρόνια όμως του Κριτού Γεδεών που τα διαβάζουμε Αγία Γραφή, αυτά υποπίπτουν στην αντίληψή μας με την μελέτη που κάνουμε, συνέβη κάτι παρόμοιο με υλική φωτιά από κάποιον ξένον, που ήταν όμως στην πραγματικότητα άγγελος Κυρίου. Να πως μας το λέγει το κείμενο. «Και εξέτεινε ο άγγελος Κυρίου το άκρον της ράβδου, εκ της χειρός αυτού, και ευθύς αμέσως εξήλθον φλόγες πυρός και κατέφαγον τα επί της πέτρας προτεθέντα δέσματα».
Ονομαστή ακόμα είναι και η υλική φωτιά στη θυσία που επρόκειτο να προσφέρει ο προφήτης Ηλίας, ενώπιον των ειδωλολατρών ιερέων του Βάαλ. Και πύρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού επέπεσεν και κατέβαλε τα ολοκαυτώματα και τας _____. Όλες όμως αυτές οι αστραπές, οι φωτιές και οι φλόγες ήσαν κτιστές, υλικές, παρότι δημιουργήθηκαν από την παντοδυναμία του Αγίου Θεού.

Παρά ταύτα, σαν μικρός και ανάξιος που είμαι, - είμαι, και εξακολουθώ να είμαι, - είδα πρίν από πολλά χρόνια έναν πραγματικόν άνθρωπον του Θεού, αυτό δε το’ χομε γράψει στα βιβλία, θα το βάλουμε τώρα, έναν καταξιωμένον λειτουργόν του Υψίστου ο οποίος αφού μετά τη Θεία Λειτουργία μας προσέφερε στο απέριττο και φτωχότατό του εκεί αρχονταρίκι, το καθιερωμένο κερασματάκι με το λουκουμάκι, τον καφέ ή το τσάι, άρχισε να μας ομιλεί εκεί με λόγους παρακλητικούς. Μας έλεγε λόγια Θεού. Σε λίγο καθ’ όν χρόνον ομιλούσε, άρχισαν να εξέρχονται από το στόμα του φλόγες, φωτιές. Φωτιές θεϊκού πυρός, φωτιές. Συνέβησαν και ταυτόχρονα δύο πράγματα. Αφενός μεν οι θεϊκές αυτές ελλάμψεις τον περιέβαλαν ολόκληρον, και αφετέρου, ως δέσμες θεϊκού φωτός, εκπέμποντο προς το σύνολον των παρευρισκομένων - διότι είμασταν αρκετοί. Αυτόπτες μάρτυρες του ακαταλήπτου αυτού γεγονότος ήσαν τέσσερεις άνδρες, ένα παιδάκι έξι ετών και εγώ ο ταλαίπωρος. Οι υπόλοιποι εκ των είκοσι δεν αντελήφθησαν τίποτα. Άρα δεν επρόκειτο για πλάνη, παραισθήσεις και φαντασιώσεις αφού η μετέπειτα ψυχοσωματική μας αλλοίωση ήταν πρωτόγνωρη, ειρηνόδωρη, εκστατική, και μπήκε κάτω από την παρατήρηση εμπείρων γερόντων.
Τέτοιοι καταξιωμένοι υπάρχουν δόξα τω Θεώ αρκετοί, αλλά αφανείς στο πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, διότι τέτοιου είδους πράγματα δεν διατυμπανίζονται ποτέ. Μη κοιτάζετε που το είπα εγώ τώρα ύστερα από τριάντα χρόνια..

Επαναλαμβάνω για να τονίσω ότι η θεϊκή αυτή φλόγα της νέας χάριτος είναι πυρ του ουρανού, πυρ από το υπερουράνιο θυσιαστήριο, που διαπερνά κάθε αγιασμένη ιερατική καρδιά και δια της οποίας θερμαίνει τις παγωμένες ψυχές των χριστιανών, φωτίζει τον σκοτισμένο νου μας, και καθαρίζει τη λερωμένη και βρώμικη από την αμαρτία διάνοιαν.
Πάλι ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων μας διδάσκει τα εξής. Χρειάζεται ο λειτουργός ιερεύς, να έχει θεϊκή τη φωτιά μέσα στην καρδιά του, για να φωτίζει πρώτα πρώτα το νου του. Για να χαριτώνει δεύτερον τις αισθήσεις του. Τρίτον για να φλογίζει την πίστη του. Τέταρτον για να καταφλέγει τους δαίμονες που κακοποιούν τα πλάσματα του Θεού. Πέμπτον για να καταστρέφει τα φρύγανα της ατιμίας. Και έκτον για να πυρπολεί τους αχυρώδεις λογισμούς των αισχρών, πονηρών, και βλαστήμων φαντασιών. Και τη θεϊκή αυτή φωτιά την παίρνει ο κάθε ιερεύς όπως είπα και προηγουμένως στην προσωπική του Πεντηκοστή, δηλαδή στη χειροτονία. Υποχρέωσή του είναι να την κρατάει πάντοτε φλεγομένη και πάντοτε ζωντανή. Πάντοτε ζωντανή.
Ο δε Όσιος Θεόγνωστος στο δεύτερο τόμο της φιλοκαλίας, μας λέγει ότι ο λειτουργός ιερεύς στη Θεία Λατρεία παρουσιάζεται πάντοτε ως υπουργός του υπερουσίου πυρός και θύματος. Η ιερή και πανάμωμη εστία από την οποίαν παίρνουν οι ιερείς το δικό τους θεϊκό πύρ, είναι Κύριος ο Θεός, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται. Αυτός ο οποίος ώφθη εν πυρί φλογός στην κατακαιομένη και μη καταφλεγομένη βάτο. Είναι Αυτός που κατέρχεται εν πυρί και είναι πύρ καταναλίσκον. Ο Θεός είναι πύρ καταναλίσκον. Αλήθεια πόση καθαρότητα και αγιότητα πρέπει να έχει ο λειτουργός ιερεύς, όταν μελίζει το πανάγιον Σώμα, Θεϊκό Σώμα του Κυρίου, στο «μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού», γι’ αυτό σας παρακαλώ πάρα πολύ, στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και όταν ακούτε το «πρόσχωμεν τα άγια τοις αγίοις», να λέτε μέσα σας «να με λυπηθεί και να με ελεήσει και μένα ο Θεός». Κανένας δεν είναι βέβαιος για τη σωτηρία του. Είθε μέχρι το τέλος να μας ελεεί ο Θεός, μέχρι την τελευταία στιγμή, εκείνη που βγαίνει η τελευταία πνοή της ζωής μας. Να μας ελεεί ο Θεός.
Και πόση παρρησία ρωτά πάλι ο Όσιος Θεόγνωστος, αφού γίνεται μεσίτης Θεού και ανθρώπων, και παίρνει συμπρεσβευτές μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, όλες τις υπερουράνιες δυνάμεις Αγγέλων και Αρχαγγέλων, τους Αποστόλους, τους μάρτυρας, τους ιεράρχας, τους οσίους και όλους τους Αγίους και δικαίους από αρχής κόσμου; Εγώ πιστεύω, συνεχίζει ο Άγιος, ότι όπως οφείλει, ο κάθε ιερεύς να έχει αρχαγγελική την αξία της ψυχής του, άλλο τόσο και περισσότερο πρέπει να έχει και την οικειότητα της αγάπης του με τον εν Τριάδι Θεό. Και μείς δεν αγαπούμε το Θεό. Δεν τον αγαπούμε. Εδώ δεν αγαπούμε τον άνθρωπό μας, τον άντρα μας, τη γυναίκα μας, τα παιδιά μας, δεν τα αγαπάμε. Πιστεύετε κάτι εσείς ότι αγαπάμε; Πού είναι η θυσία προς το σύντροφο της ζωής; Που είναι ο καλός λόγος; Πού είναι η υπομονή σας; Και η υπομονή μου, που είναι; Πού είναι η προσευχή σας και η προσευχή μου, πού είναι η συντριβή και τα δάκρυα; Πού είναι;
Όλα αυτά μου θυμίζουν κάτι που είχα γράψει το 1974 πάνω σε μια σημείωση ενός γεγονότος - λειτουργικού βιώματος, ενός αγίου εφημερίου.
Πρώτα συναντάς τον Θεό στο ταμείον σου, εις το δωμάτιό σου δηλαδή, κρυφά, εκεί συναντάς πρώτα τον Θεόν, πρώτα άπτεσαι των θείων εκεί στο ταμείον σου, πρώτα πάσχεις τα θεία και ύστερα λειτουργείς και λειτουργείς.
Χριστιανοί μου, ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς λειτουργούσε κάθε μέρα, με πολύωρες μνημονεύσεις ονομάτων, υπάρχει η βιογραφία του, μπορείτε να τη διαβάσετε, και πολύ θα ωφεληθείτε. Ονομάτων ζώντων τε και τεθνεώτων, με δυο δισάκια που τα είχε στους ώμους του και έλεγε ότι είναι τα συμβόλαιά του. Υπερίπτατο του εδάφους όταν λειτουργούσε. Μάλιστα όταν ένας αρχιερεύς, ο Πατρών που τον υπηρετούσε ως παπαδάκι μέσα στο Ιερό Βήμα, μας καταμαρτύρησε πολλά από την αγιότητα του οσίου Νικολάου του Πλανά. Ελάμπετο αυτός από το θείον Τριαδικό φώς. Τι ευδοκία μια φορά όπως απεκαλύφθη, ελλείψει προσφόρου για την τέλεση της αναιμάκτου θυσίας, δέχτηκε πάνω στην Αγία Τράπεζαν ουράνιον άρτον. Μια λειτουργιά, ένα πρόσφορο. Του τόστειλε ο Θεός, αφού δεν είχαν φέρει οι χριστιανοί. Και έτσι προχώρησε στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας, διότι όταν είδε ότι δεν έχει πρόσφορο, άρχισε να κλαίει. Και μεις ξερετε τι θα λέγαμε, α, δεν έχουμε πρόσφορο, ευκαιρία να μη λειτουργήσουμε. Χάλια έχουμε, θα πάμε στην Κόλαση. Πλήθος και καταπληκτικές οι πληροφορίες, για τον τρόπον με τον οποίον λειτουργούσε ολονυκτίως με την βοήθεια ολίγων αλλά θεοσεβών αφιερωμένων χριστιανών. Άρχισε ο βράδυ και τελείωνε την άλλη μέρα το μεσημέρι. Την άλλη μέρα το μεσημέρι τελείωνε, όχι το πρωί, το μεσημέρι.

Όταν για δύο χρόνια είχα υπηρετήσει στην Αγνούσα της Χίου, είχα ακούσει για κάποιον απλοϊκόν έγγαμον, χήρον ιερέα, όπου στα απρόσιτα κατσάβραχα της Χίου, εξυπηρετούσε ως εφημέριος ένα μικρό ησυχαστήριο. Ζούσε σχεδόν ως σαλός εν Χριστώ. Έτσι πληροφορήθηκα. Όταν ιερουργούσε των Αχράντων Μυστηρίων, η Αγία Τράπεζα έπαιρνε ολόκληρη φωτιά. Χωρίς να καταφλέγεται. Ενώ συγχρόνως εξήρχετο από αυτήν μία άρρητος ευωδία. Τίποτα δεν έβλεπαν και τίποτα δεν άκουγαν. Πολλές φορές δε μετά τον καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων, χόχλαζε το Πανάγιον Αίμα του Κυρίου μας πάνω στην Αγία Τράπεζα. Ώστε βέβαια να ξεχειλίζει αυτό πάνω στο άγιον αντιμήνσιον. Πολλά έλέγοντο γι’ αυτόν και από τις σπάνιες μαρτυρίες βέβαια στα είκοσι χρόνια, δεν ήταν ποτέ τα ίδια πρόσωπα, άλλοτε ένας, άλλοτε άλλος, και δεν μπορούσαν να αντέξουν αυτά που έβλεπαν, από τον απλούστατον εκείνον παπά τον ξυπόλητο και έπεφταν λιπόθυμοι. Λιποθυμούσαν οι άνθρωποι. Το θείον δεν αντέχεται από την ανθρώπινη σάρκα. Δεν αντέχεται. Εις αυτά τα ακατανόητα και τα υπερακατάληπτα φρικτά θεάματα, όπως είπα προηγουμένως, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, ένας εκ των οποίων βέβαια μου τα διηγήθηκε τότε, πριν από τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Δεν σας είχα μιλήσει άλλη φορά γι’ αυτόν. Τώρα σας λέγω.

Κάποτε ένας έγγαμος ιερεύς, κρατώντας απ’ το χεράκι ένα πεντάχρονο αγοράκι, το δικό του παιδί, πήγαινε στην εκκλησία για εσπερινό. Ο μικρός καθώς βάδιζαν, όλο και κάτι έλεγε, ώσπου στο τέλος του έκαμε και την εξής ερώτηση.
«Γιατί μπαμπά στη Θεία Λειτουργία όταν πρόκειται να αγιάσεις τη Θεία Κοινωνία όλο κλαίς; Και κλαίς; Ύστερα ανεβαίνεις πετώντας στον ουρανό, και ύστερα κατεβαίνεις κρατώντας πολλή φωτιά στα χέρια σου; Και γιατί πρώτα τη βάζεις πάνω στο ψωμάκι, και ύστερα πάνω στο Άγιο Ποτήριο με το κρασάκι; Και γιατί δεν καίγεσαι; Εγώ τα χεράκια σου δεν τα είδα ποτέ καμένα..»
Ο παππούλης σταμάτησε άφωνος από την έκπληξη και ύστερα έντρομος, ρώτησε το παιδί του.
«Πότε τα είδες όλα αυτά παιδάκι μου;»
«Να, προχτές, που ήταν Κυριακή».
Και τότε λέγει του παιδιού του πολύ σοβαρά.
«Πρόσεξε να μην τα πείς αυτά παιδάκι μου σε κανέναν, μέχρι να πεθάνω. Ακούς; Σε κανέναν».
«Καλά μπαμπά. Να, φυλάω και Σταυρό».
Κι έκαμε έτσι... Το παιδάκι.
Αυτά μου τα διηγήθηκε το ίδιο το παιδάκι, που ήταν πενηντάρης πλέον άνδρας για τον ιερέα πατέρα του, γύρω στο 1930 που συνέβη αυτό το γεγονός, τότε που το παιδί, το 30 δηλαδή, ήταν 5-6 ετών. Που μου το διηγήθηκε. Στον Άγιο Βασίλειο. Όταν ήμουν εφημέριος εκεί. Γι’ αυτό η αληθινή αυτή ιστορία έχει την πνευματική της βαρύτητα, για την οποίαν και σας την είπα, όταν ήμουν εφημέριος όπως είπα στον Άγιο Βασίλειο, στη δεκαετία 70-80. Μόλις τελείωσε ο παπα-γιός την ιστορία με τον πατέρα του, πρόσθεσε τα εξής :
«Αυτές της ημέρες πάτερ μου, κατέκρινα συγκεκριμένα, δύο ιερείς για κάποιες κακές τους πράξεις, όπως μου τις μετέφεραν. Ξέρετε τώρα τελευταία… Κανά δυο μέρες στην τηλεόραση ασχολούνται πολύ με τους αρχιερείς. Και κουτσομπολιά, άλλο πράμα. Και μέσα μου, τους κατέκρινα. Τους έβρισα. Και τους συνέκρινα με το ήθος του αγίου πατέρα μου, του παπα-Γιώργη». Ο πατέρας του άγιος ήταν, από το γεγονός αυτό φάνηκε ότι ήταν άγιος. «Κι όμως ήρθε χθές το βράδυ στον ύπνο μου, ο πατέρας μου, και ήταν ολόλαμπρος σαν τον ήλιο, με κοίταξε σοβαρά και μου είπε: «Δεν ξέρεις ότι στα πρόσωπα εκείνων των ιερέων, κατέκρινες εμένα τον πατέρα σου;»
Ακούτε τι του είπε; Κατέκρινες τον ξένον ιερέα, όμως κατέκρινες εμένα. Κι όταν κρίνεις και κατακρίνεις τον οποιονδήποτε ιερέα, στο είπα πολλές φορές, κρίνεις τον Θεό που τον έκανε ιερέα. Κι ο γιός του αγίου εκείνου ιερέως, άρχισε να κλαίει. Κι εγώ βέβαια έμεινα άφωνος από την έκπληξή μου, κατόπιν ζήτησα την άδεια να μπορώ να διηγούμαι αυτήν την ιστορία, το φοβερότατο αυτό λειτουργικό βίωμα, ανωνύμως ασφαλώς, πήρα την άδειά του, και την διηγήθηκα για δεύτερη φορά. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που την λέω. Η πρώτη ήταν στην Πάτρα, κι η δεύτερη είναι τώρα.


Αλήθεια χριστιανοί μου, εμείς που καθημερινά κατακουτσομπολεύουμε τους παπάδες, τους ιερείς και τους επισκόπους, τους κρίνουμε και τους κατακρίνουμε, στεναχωρεθήκαμε καμιά φορά; Απ’ τ’ αυτί θα μας πιάσει ο Θεός, απ’ τ’ αυτί. Η ιεροσύνη είναι κάρβουνο. Ή καίγεσαι, ή μουτζουρώνεσαι. Διαλέγεις και παίρνεις. Ανέπαφος δεν πρόκειται να μείνεις. Ή θα μουτζουρωθείς, ή θα καείς.

Ύστερα από όσα είπαμε χριστιανοί μου, τα πολύ λίγα και τα πλέον ελάχιστα, βγαίνει το συμπέρασμα, ότι όλοι μας, κληρικοί και λαϊκοί, πρέπει να αποκτήσουμε ουσιαστικότερη συμμετοχή στο μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας για τη σωτηρία μας. Με τέτοιες εμπειρίες και τέτοιες ιστορίες είχα αρχίσει πριν από πολλά χρόνια, από 10 χρόνια, την ανάλυση της Θείας Λειτουργίας. Και σε κάθε κήρυγμα αν ενθυμείστε και όσοι ενθυμείστε, λέγαμε και 3-4 τέτοιες ιστορίες που είχαν και που έχουν άμεση σχέση με τη Θεία Λειτουργία και την ιεροσύνη. Πρόσεξα λοιπόν ότι όταν σας έλεγα ιστορίες το ενδιαφέρον σας ζωντάνευε. Τα αληθινά αυτά γεγονότα εσφράγιζαν αυτά που στην πραγματικότητα συμβαίνουν. Για ό,τι λέμε για τη Θεία Λειτουργία. Την ίδια τακτική χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί και ο δικός μου πνευματικός, να ομιλεί πάντοτε με παραδείγματα και γεγονότα, ακόμα και στην Ιερά Εξομολόγηση, πολύ περισσότερον στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του και στις απλές συμβουλές του. Ή σε κάποια πιο επίσημη ομιλία. Πρώτος βέβαια σε αυτού του είδους της προφορικής διδασκαλίας υπήρξεν ο Χριστός. Ο ίδιος ο Κύριός μας, σχεδόν ομιλούσε πάντοτε με παραβολές. Παραβολές ανυπέρβλητες σε αξία και τιμή. Γιατί; Γιατί διδάσκουν και οδηγούν, διδάσκουν και φωτίζουν, οι παραβολές διδάσκουν και σώζουν. Η Αγία Γραφή είναι η ζωή. Το Ευαγγέλιο είναι ο Χριστός. Και μείς δεν καταδεχόμαστε να το ανοίγουμε, να το διαβάζουμε και να το μελετάμε. Το Χριστό διαβάζουμε. Άμα το ανοίγεις με προσοχή, έτσι, εκεί, και το μελετάς, και ρουφάς τα λόγια αυτά που δεν καταλαβαίνεις, μπαίνει ο Χριστός μέσα σου, και συ Τον περιφρονείς, όπως και γώ. Το πρόσεξα όμως αυτό, στα 43 χρόνια που έχω ιερεύς, σε διακριτικούς και διακεκριμένους αλλά κεκαθαρμένους μοναχούς και πνευματικούς εξομολόγους στο Άγιον Όρος και δω στον κόσμο, ότι χρησιμοποιούσαν πάντοτε στο λόγο τους παραδείγματα από τους βίους των αγίων, παραδείγματα από τους Συναξαριστάς, τα διάφορα γεροντικά, τον Ευεργετινό, και ιδιαιτέρως αληθινές ιστορίες από τη ζωή τους, είτε από αυτά που είδαν, είτε από αυτά που άκουσαν. Και λοιπόν βλέποντας αυτήν την μεγίστη ωφέλεια, έκαμα και γώ αυτό το ταπεινό πράγμα, χωρίς να λέει αυτό τίποτα, γι’ αυτό πρέπει να μελετάμε πολύ τακτικά, όσοι πήρατε το βιβλίο της Ερμηνείας της Θείας Λειτουργίας, να το μελετάμε, για να μπορούμε να συμμετέχουμε ουσιαστικότερα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και αυτό θα μας σώσει. Εγώ προσωπικά δεν διαθέτω, ούτε ικανότητα, ούτε προσόντα, ούτε αρετές έχω, ούτε τίποτα δεν έχω, όλο ελαττώματα είμαι και κακίες, και αδυναμίες. Τίποτα δεν έχω. Ό,τι έχω του Θεού είναι. Ό,τι έχω, αν έχω, του Θεού είναι. Δικό μου, τίποτα. Τα άλλα του Θεού. Α, δικά μου, ξέρετε ποια είναι; Οι αμαρτίες μου.

Πρίν από 15-20 μέρες, εκεί στις γιορτές γύρω, προς τα Θεοφάνεια, δεν ξέρω αν είναι εδώ, είχαν πάει οικογενειακώς στην Αριζόνα και είχαν δεί τον πνευματικό μου και γέροντά μου και δικό σας παππού, και το μικρό τους το παιδάκι, δεν ξέρω αν είναι τριών ετών, μπορείτε να ρωτήσετε, είναι αληθινό, θα σας το πούν, του είπε «γέροντα κάνεις θαύματα, ε; - Τέντωσε τα αυτιά σου να ακούς. - Κάνεις θαύματα. - Άμα φωνάζει, η φωνή μου αγριεύει, και αυτό δεν είναι για φωνή, είναι για κλάματα. - Και απάντησε «εγώ παιδάκι μου, μόνο αμαρτίες κάνω». Μία ομολογία μπροστά σε ένα παιδάκι τριών ετών. «Εγώ μόνον αμαρτίες κάνω». Και εγώ, μόνον αμαρτίες κάνω. Ό,τι από του Θεού είναι, και ό,τι σας λέω, είναι του Θεού.

Εδώ τώρα και για μένα έκπληξη, και για σας βέβαια, θα διαβάσω εδώ το εξής: «Την Κυριακή 18/1/2003, στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Ψειρή στην Αθήνα, χοροστάτησε κατά την Θεία Λειτουργία ο προσφάτως παραιτηθείς Μητροπόλεως, Θήρας, κύριος Παντελεήμων, ο οποίος στο κήρυγμά του είπε περίπου τα εξής: «Προ 40 ετών, ο Παντελεήμων, υπηρετούσε στο Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Ψειρή ως διάκονος, και η Κυριακή 19 πρώτου, ήταν η πρώτη φορά όπως είπε, που ξαναβρέθηκε στον ίδιο ναό, μετά από 40 έτη. Και θυμήθηκε τα εξής: Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και το «Δι’ ευχών», ο λειτουργός ιερεύς του έδωσε εντολή να καταλύσει εκείνος τη Θεία Κοινωνία, πλησιάζοντας ο νέος διάκονος την Αγία Πρόθεση και παίρνοντας στα χέρια του το Άγιο Ποτήριο, με έκπληξη και φόβο αντίκρυσε μέσα σ’ αυτό, ανάμεσα στις μερίδες του Σώματος του Κυρίου ένα μικρό φιδάκι. Μιλήσαμε γι’ αυτά. Δυο φορές. Μια με τον πατέρα Γερβάσιο Παρασκευόπουλο και μια στο νησί των Ψαρών. Για το φίδι που κατέλυσαν οι ιερείς. Με αγωνία και καταϊδρωμένος το έδειξε στον ιερέα. «Και τώρα»; Ρωτησε ο διάκονος. Η Θεία Κοινωνία είναι πιο δυνατή και απ’ το φίδι και απ’ το δηλητήριό του, και από κάθε τι, απάντησε ο ιερεύς. Ο διάκονος, κατάλαβε, έκαμε το Σταυρό του και σιγά σιγά κατέλυσε την Θεία Κοινωνία μαζί με το φιδάκι. Αναφέραμε δύο τέτοια γεγονότα και αυτό είναι το τρίτο για να πιστοποιήσει ό,τι και τα άλλα δύο που μας αναφέρουν γραπτώς καταξιωμένοι κληρικοί, είναι πέρα για πέρα αληθινά.

Το κήρυγμα αυτό χριστιανοί μου, παρουσιάστηκε ενώπιον του Μητροπολίτου Πατρών και πλήθους κληρικών της ιδίας μητροπόλεως στο Μητροπολιτικό Ναό στις 15 Δεκεμβρίου του 2002, για να γίνει και η παρουσίασις του βιβλίου «Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία». Με τέτοιες ιστορίες και βιώματα πλαισιώθηκε αυτό το βιβλίο. Που είναι η γραπτή και η συμπυκνωμένη απόδοσις των 52 βραδινών ομιλιών κηρυγμάτων, μιας ώρας και πλέον, με κύριο θέμα την ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Από την ελάχιστη πείρα που είχα, παρατήρησα ότι οι ομιλίες και τα κηρύγματα αυτά, η μελέτη και η ανάλυσις των πατερικών κειμένων σε κύκλους ανδρών, εμπεδώνονται καλύτερα και πρόσφεραν μεγαλύτερη ωφέλεια στους χριστιανούς, όταν συνοδεύοντο από αληθινά γεγονότα που είχαν άμεση σχέση με το θέμα. Και όπως είπα προηγουμένως, την ίδια τακτική, χρησιμοποίησε όπως και χρησιμοποιεί, ο πνευματικός μου πατέρας και γέροντας πατήρ Εφραίμ, όπως και άλλοι έμπειροι και διακριτικοί Αγιορείτες πνευματικοί, εξομολόγοι, όπως επίσης και πολλοί που χειρίζονται, άριστα τον λόγον, ιεροκήρυκες, επίσκοποι, και λοιπά.
Εκείνο, εν καταλήξει, που θέλω να σας πω, ή μάλλον να σας παρακαλέσω όλους σας, όσοι με βλέπετε και με ακούετε αυτήν την στιγμή, είναι να σας παρακαλέσω να προσεύχεσθε για μένα. Να εύχεσθε. Και να εύχεσθε και να προσεύχεσθε πολύ, για να με ελεήσει ο Θεός, γιατί θα δώσω βαρύτατον τον λόγον για όσα μέχρι σήμερα στα 43 μου χρόνια έχω πει, και για όσα όλως αναξίως έγραψα σ’ αυτό το βιβλιαράκι. Διότι «ο γνούς και γράψας και μη ποιήσας, δαρήσεται πολλάς».
Εύχεσθε, προσεύχεσθε,
παρακαλώ, προσεύχεσθε πολύ,
Αμήν.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2002

Περί Ιερωσύνης και Θείας Λειτουργίας, Πάτρα 15.12.2002



177 α

Και μια ιστορία επιπλέον πολύ ωφέλιμη. Ένα γεγονός αληθινό.
Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, - αυτό το βρήκα μέσα στις σημειώσεις μου, - γνώρισα μέσα στο μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως έναν χριστιανό θεοσεβή. Παρατήρησα όμως ότι παρόλον που του είχα συστήσει να κοινωνάει τακτικά, εκείνος είχε αραιώσει κατά πολύ τη Θεία Κοινωνία.
Στην πρώτη ευκαιρία και στην κατάλληλη ώρα τον ρώτησα:
- «Γιατί δεν κοινωνάς χριστιανέ μου; Κωλύματα δεν έχεις. Από όσο τουλάχιστον εξομολογείσαι, τον ιδιαίτερο κανόνα σου τον κάνεις με συνέπεια και η Εκκλησία που συνιστά, και σε καλεί για Θεία Κοινωνία. Εσύ γιατί δεν κοινωνάς; Τι συμβαίνει;»
-«Α,παπαπαπαπα, τι λές πάτερ μου, να πάρω εγώ αυτή τη φωτιά που βλέπω και να καώ;»
-«Φωτιά; Τι φωτιά; Βλέπεις δηλαδή φωτιά; Και τι είδους φωτιά είναι αυτή που βλέπεις»;
-«Και βέβαια βλέπω. Από το Άγιο Ποτήριο πάτερ μου, που βγάζετε και λέτε «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» βγαίνει φωτιά! Αληθινές φλόγες, που καμιά φορά γίνονται πολύ φωτεινές, πολύ φωτεινές, ολόλαμπρες. Και επειδή φοβήθηκα πήγα και σ’ άλλους ναούς, στην Παναγία των Βλαχερνών που είναι δίπλα μας, στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Υπαπαντή, στον Άγιο Δημήτριο Ταμπουρίων, στην Αγία Τριάδα και αλλού. Παντού το ίδιο πράγμα. Όταν όμως δεν βγάζει φωτιές το Άγιο Ποτήριο, τότε πάω και κοινωνάω. Τι να κάνω πάτερ μου; Πώς να κοινωνήσω με τέτοιες φωτιές;»
Αν και ήμουν, όπως και είμαι τελείως αδαής, και με πείρα μηδαμινή του είπα:
-«Να παρακαλείς κάθε μέρα το Χριστό να πάρει τις φωτιές για να μπορείς έτσι να κοινωνείς πλέον άφοβα. Και αν το κάνεις αυτό με συντριβή, με δάκρυα και με ταπείνωση και με όλη σου την καρδιά, ο Θεός θα σ’ ακούσει και θα πάρει αυτές τις παράδοξες φλόγες».
-«Αλήθεια; Θα το κάμει αυτό ο Χριστός μας;», με ρώτησε.
-«Και βεβαίως θα το κάμει.», του απάντησα.
Ύστερα από λίγον καιρό τον είδα να προσέρχεται στην Θεία Κοινωνία με το πρόσωπό του να λάμπει από χαρά. Αργότερα με διαβεβαίωσε καταχαρούμενος ότι δεν υπήρχαν πια φωτιές και λάμψεις και όλα ήσαν φυσικά.
Ήταν πλάνη; Ήταν φαντασία; Ήταν κεχαριτωμένη αποκάλυψη; Ποιος ξέρει; Επειδή όμως τα παιχνίδια του διαβόλου με τις φαντασιώσεις και τις πλάνες είναι πολύ συχνά, γι’ αυτό και ήταν αυτή η σύστασις για να φυλαχτεί η καρδιά μας από οποιαδήποτε παγίδα. Αν ήταν πάλι μια αποκάλυψη του Αγίου Θεού, ποιος μπορεί αυτό να το γνωρίζει; Και καλώς επράξαμεν σύμφωνα και με τη σύσταση και την πείρα άλλων καταξιωμένων γερόντων και πατέρων.
Ευχαριστώ πάρα πολύ,
ο Θεός και η Παναγία νάναι πάντοτε μαζί μας

Κυριακή 9 Ιουνίου 2002

Ο Κύριος πάντοτε μπροστά μας για να μας χαρίσει το φώς Του το αληθινόν



176 γ
Κυρ. Του Τυφλού 2002

«Όταν εν τω κόσμω ω, φώς ειμί του κόσμου».
Η σημερινή Κυριακή αδελφοί μου, ονομάζεται Κυριακή του Τυφλού, επειδή η Εκκλησιαστική μας υμνολογία, και το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αναφέρονται στη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού. Τίποτα το τυχαίο μέσα στην Εκκλησία και ιδιαίτερα μάλιστα όταν αναγιγνώσκονται τα Ευαγγελικά και τα Αποστολικά Αναγνώσματα.
Σήμερα πρέπει να έχει συντελεσθεί μέσα στην καρδιά μας ένα θαύμα. Το θαύμα της μετανοίας που θα μας γεμίσει φώς. Αυτή τη στιγμή είμεθα μέσα στο ναό και όλοι μας λειτουργηθήκαμε και αρκετοί κοινωνήσαμε των Αχράντων Μυστηρίων. Γι’ αυτό και έπρεπε μέσα μας να είχε γίνει ένα θαύμα, ένας σεισμός, σαν αυτόν τον σεισμό που έγινε στους Φιλίππους, και μετέβαλε έναν άνθρωπο από ειδωλολάτρη σε χριστιανό, και όχι μόνον αυτόν αλλά και την οικογένειά του. Αν αυτός ο σεισμός, αν αυτός ο τριγμός μέσα στην καρδιά μας, δεν έγινε, είθε να γίνει πριν ακόμα δύσει ο ήλιος σήμερα.
Είμεθα μέσα στο ναό, μέσα στη Θεία Λατρεία, μέσα στο μυστήριο του Θεού, στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Πρέπει κάτι να άγγιξε την ψυχή μας. Κάτι να την αλλοίωσε. Το λιγότερο, το λιγότερο, να της έδωσε ειρήνη και ανάπαυση, αν όχι και χαρά. Δε θέλω να πιστέψω ότι και εδώ μέσα μάς κτυπά η συνήθεια. Αλίμονον αν ο εκκλησιασμός μας κατήντησε συνήθεια. Αλίμονον. Και αν άγγελοι και αρχάγγελοι στριμώχνονται και συνωθούνται τρόπον τινά, γύρω μας και δίπλα μας μέσα στο ναό, τι κι αν κατέρχεται το Άγιον Πνεύμα, και μεταβάλλει κάθε φορά που τελείται η Θεία Λειτουργία, το ψωμί και το κρασί σε Σώμα και Αίμα Χριστού, μήπως μερικοί από μας αγρόν αγοράζουμε; Καθόλου απίθανο. Αφού το μυαλό μας ταξιδεύει. Ο νους μας πετάει πότε εδώ και πότε εκεί, και οι αισθήσεις μας είναι νεκρές, πεθαμένες και κατάσκληρες.
Και όμως το θαύμα πρέπει να γίνει μέσα στις καρδιές μας. Τι μας είπε ο Κύριος λίγο πριν κάμει το θαύμα στον εκ γενετής τυφλό; «Όταν εν τω κόσμω ώ, φώς ειμί του κόσμου». Τώρα που είμαι εδώ στον κόσμο, είμαι φώς του κόσμου. Και αυτό τι σημαίνει; Ότι τώρα που ’μεθα και μείς μέσα σ’ αυτόν τον μικρόν ιερό ναό, τώρα που είμεθα και μείς μέσα στο μεγάλο μυστήριο του Θεού, τώρα, αυτή τη στιγμή, είναι ο Κύριος μαζί μας. Είναι εδώ. Είναι παρών. Είναι μέσα μας. Είναι φως. Ο Χριστός είναι φώς. Και αυτό το φώς θέλει να μας δώσει για να μας θεραπεύσει από την τύφλα μας, από την πνευματική μας τύφλα. Και όπως θεράπευσε τον τυφλό, και του έδωσε το φως, έτσι θέλει να θεραπεύσει και μας, διαλύοντας αφενός μεν τα σκοτάδια της αμαρτίας, και αφετέρου τα σκοτάδια του διαβόλου, αφού γνωρίζομε ότι ο διάβολος είναι ο άρχων του σκότους του αιώνος τούτου.
Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός για να μας σώσει, θέλει πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να μας θεραπεύσει από την θανατηφόρο αρρώστια της αμαρτίας, και ύστερα από τις σωματικές ταλαιπωρίες, πόνους θλίψεις, βάσανα, αρρώστιες, και πόσα άλλα. Η επιθυμία Του είναι να μας ξαναχαρίσει τον Παράδεισο.
Και τώρα ας έρθουμε στην ερώτηση που έκαμαν οι μαθηταί του Κυρίου στον Κύριο, ερώτηση την οποίαν την κάνουμε πολύ συχνά και όλοι μας. Άραγε ποιος αμάρτησε; Αυτός ο ίδιος ή οι γονείς του; Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του. Αλλ’ ίνα φανερωθεί τα έργα του Θεού εν αυτώ». Το επέτρεψε ο Θεός για να φανερωθεί το έργο Του, να φανερωθεί η παντοδυναμία Του, να φανερωθεί η χάρις Του, γι’ αυτό και αμέσως πολύ πολύ απλά τον θεραπεύει. Τι κάνει; Φτύνει στο χώμα, κάνει με το σάλιο λίγη λάσπη, παίρνει τη λάσπη και την αλείφει στα μάτια του τυφλού. Γιατρεύεται κανείς με λάσπη; Και ειδικότερα αν είναι τυφλός; Και όμως από τον Χριστό που είναι και τέλειος Θεός, έγινε το θαύμα της δημιουργίας και αναπλάσεως της οράσεως και του φωτός. Προσωπική συνάντηση είχε ο τυφλός με τον Κύριο και το θαύμα της θεραπείας του επιτεύχθηκε. Και μείς όλοι εδωμέσα στο ναό, το επαναλαμβάνω για δεύτερη φορά, μέσα στο μυστήριο του Θεού, έχουμε προσωπική συνάντηση ο καθένας μας με τον Κύριο. Και σύ έχεις συνάντηση, και σεις οι όρθιοι, και σεις οι καθιστοί, και γω, το καταλάβαμε; Το καταλάβαμε; Όχι.
Το νοιώθουμε ή δεν το νοιώθουμε, ο Κύριος είναι παρών, είναι και φως, είναι και ιατρός, είναι και Σωτήρας. Και μπορεί να δώσει στον καθένα μας αυτό που του λείπει. Να μας δώσει δύναμη, να μας χαρίσει την άφεση των αμαρτιών, να μας δώσει λύτρωση, να μας δώσει γιατρειά στις πολυποίκιλες ασθένειες, οι οποίες μας βασανίζουν, έστω και αν τις έχουμε εκ γενετής, και να μας δώσει φως. «Ούκ αδυνατίσει παρά τω Θεώ παν ρήμα». Σε μας βρίσκεται η απιστία, όχι στη δύναμη του Θεού..
Και τώρα κάτι άλλο, που διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτό το θαύμα, μου έκαναν εντύπωση λοιπόν ορισμένα πράγματα που θα σας τα πω. Ρώτησε τον τυφλό αν είχε πίστη; Όχι. Τον ρώτησε αν θέλει να γίνει καλά, όπως τον παραλυτικό της περασμένης Κυριακής, τον ρώτησε δηλαδή «Θέλεις υγιής γενέσθαι;» Τον ρώτησε τέτοιο πράγμα; Όχι. Μήπως ο ίδιος ο τυφλός εκ γενετής, φώναξε προς τον Κύριο αυτό που φώναζαν οι άλλοι τυφλοί και άρρωστοι και λεπροί, «Κύριε Ιησού Υιέ Δαβίδ ελέησόν με», μήπως φώναξε αυτό ο τυφλός; Όχι, ούτε και αυτό έγινε. Τι έγινε; Τι συνέβη; Πηγαίνει ο ίδιος ο Κύριος μπροστά στον τυφλό, γι’ αυτό είναι μπροστά μας, και κάνει τη λάσπη, την αλείφει στα μάτια, και λέγει στον τυφλό «Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και πλύσου». Προσέξτε, δεν του λέγει «πήγαινε να πλυθείς και θα θεραπευτείς», η λέξη «θεραπευθείς» ή «θα γίνεις καλά» δεν τη λέγει ο Κύριος, και τίποτα τυχαίο δεν υπάρχει μέσα στην Αγία Γραφή, τα πάντα είναι αλήθεια, θεία γνώση και φως. Είπε «πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και πλύσου, πλύσου, απλά». Πηγαίνει ο τυφλός αμέσως χωρίς αντίρηση, πλένει τα μάτια του και βλέπει. Είδε το φως.
Άραγε τι να σημαίνει αδελφοί μου για μας, η εικόνα, η περιγραφή αυτή του θαύματος; Ότι ο Θεός είναι πάντοτε παρών και μπροστά μας. Ασφαλώς, δε βρέθηκε τυχαία ο Κύριος μπροστά στον τυφλό εκ γενετής. Φαίνεται απροσδόκητο, αλλά δεν ήτο. Ως Θεός ήταν και είναι πάντοτε παρών, και ως καρδιογνώστης γνώριζε το βάθος της καρδιάς του τυφλού. Γνώριζε τα πάντα. Το ίδιο συμβαίνει και εις τον καθέναν από μάς. Ο Θεός είναι πάντοτε παρών, και μπροστά μας, και πάντοτε μέσα στις καρδιές μας. Αυτός ετάζει καρδίας και νεφρούς. Αυτός είναι ο παντογνώστης. Άρα γνωρίζει τα πάντα. Γνωρίζει τις σκέψεις μας, τις διαβάζει. Γνωρίζει τις διαθέσεις μας, τις κρυφές μας επιθυμίες, τις πιο άνομες και παράνομες, την προαίρεσή μας, την κακή ή την καλή, και ενεργεί ανάλογα, για να μας θεραπεύσει, να μας φωτίσει, να μας σώσει, με ποικιλία τρόπων, αφού θέλει «πάντας ανθρώπους σωθείναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Οι περισσότεροι όμως των χριστιανών, αντιδρούν, εν αντιθέσει προς τον τυφλό που έκανε χωρίς αντιλογία απόλυτη υπακοή. Αντιδρούμε εγωιστικά με πείσμα και υπερηφάνεια. Θέλουμε αυτές τις εντολές του Χριστού που υπάρχουν μέσα στο Ευαγγέλιο, στην Καινή Διαθήκη, να είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα μας. Θέλουμε αυτές οι εντολές να μας χαϊδεύουν, να μας κολακεύουν, και να μην ταράζουν την ικανοποίηση των παθών μας. Να μας αφήνουν στον εύκολο κατήφορο. Συνεχώς αντιδράμε, επαναστατούμε, και δίνουμε όποιες ερμηνείες θέλουμε εμείς στην Αγία Γραφή. Αυτές που μας βολεύουν. Το ένα δεν μας αρέσει. Το άλλο δεν είναι για μας. Το τρίτο και το πέμπτο δεν είναι για την εποχή μας, δεν είναι για τον καιρό μας, πέρασαν αυτά πλέον τώρα, «ακόμα εδώ ζείς;», μας λένε. Και λένε στους χριστιανούς «μα ο Χριστός είναι ο Αυτός, και χθές, και σήμερον και εις τους αιώνας». Ο αυτός ο ίδιος, ο λόγος Του είναι αιώνιος, αυτός που ίσχυε τότε όταν εκήρυττε, ισχύει και σήμερα, για όλα τα πράγματα της ζωής μας, ποιός τον δίνει σημασία; Και όμως ξέρετε κάτι που μου κάνει εντύπωση όταν παρευρίσκομαι στα Βαπτίσια, ότι τα μωρά, τα νήπια δεν αντιδρούν. Δεν αντιδρούν; Ναι, δεν αντιδρούν. Δεν αντιδρούν ψυχικά. Μπορεί να φωνάζουν λίγο, να τσιρίζουν, αλλά αυτός είναι επειδή ο ιερεύς το φυσά στην αρχή, επειδή υπάρχει κόσμος, θόρυβος, το νερό και χίλια δυό, άλλα πράγματα, και αυτό τα κάνει να είναι ανήσυχα και να δημιουργείται αυτός ο θόρυβος που δημιουργείται. Όμως ψυχικά, δεν αντιδρούν. Το ίδιο και ο τυφλός. Δεν αντέδρασε ψυχικά. Δεν αντιστάθηκε στην προτροπή του Κυρίου, δεν του είπε πήγαινε να θεραπευθείς, και είπε, ας πάω, να δούμε θα θεραπευθώ; Δεν είπε τέτοιο πράγμα, αλλά χωρίς μιλιά, έκανε απόλυτη υπακοή, και έτρεξε στην κολυμβήθρα, πλύθηκε, και το θαύμα έγινε. Και εδώ είναι το πρόβλημά μας. Ενώ ο Θεός είναι και τώρα και πάντοτε παρών και μπροστά μας, εμείς δεν τον βλέπουμε. Γιατί δεν τον βλέπουμε; Γιατί τα μάτια της ψυχής μας είναι τυφλά. Να ποιά η σχέση μας με τον τυφλόν του Ευαγγελίου. Και είναι τυφλά από τα πάθη μας και την κακομοιριά μας. Να μην πω πονηριά, κακία, μνησικακία, διαφθορά, υπερηφάνεια, εγωισμός, και τα λοιπά, γενικά είναι τυφλά από την αμαρτία.
Και όμως ήρθαμε στην εκκλησία από μόνοι μας. Για να συναντηθούμε προσωπικά με τον Κύριο και Θεό μας, το Σωτήρα μας, για να πάρουμε την Χάρη Του, και να κοινωνήσουμε του Σώματός Του, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Είναι σα να μας λέγει τώρα «παιδί μου θέλω να σε θεραπεύσω, θέλω να σε θεραπεύσω από την τύφλα σου και από την παραλυσία σου, να σου σβήσω τις αμαρτίες σου, θέλω να γνωρίσεις την αλήθεια και το φώς, θέλω να σου χαρίσω τον Παράδεισο. Θέλω να σε κάμω καλά. Και μεις τι κάνουμε; Αντιδρούμε. Αδιαφορούμε. Ειρωνευόμεθα. Γιατί το λέω αυτό; Διότι το 90% των χριστιανών, δεν εκκλησιάζονται, δεν θέλουν να εκκλησιαστούν, και από αδιάφοροι γίνονται ασεβείς και θεομάχοι. Μια ματιά στην κοινωνία μας, από την κατάντια της, που θα πάνε τα πράγματα ασυγκρίτως χειρότερα, δεν ξέρω τι είναι αυτό, και ποιό, και με ποιό τρόπο θα σταματήσει αυτός ο φοβερός κατήφορος, δεν ξέρω, αυτό μας δείχνει γιατί έχουμε γίνει ασεβείς και θεομάχοι. Και παρόλον που ο Θεός με την Σταυρική Του Θυσία και την Ανάστασή Του, θέλει να μας σώσει όλους από τον διάβολο, από τα νύχια της αμαρτίας και από τον αιώνιο θάνατο, εμείς, οι περισσότεροι δηλαδή από τους χριστιανούς, θέλω να πώ, του γυρίζουμε την πλάτη. Αντιδρούμε με εγωισμό και πείσμα.
Το κρίμα λοιπόν στο λαιμό μας. Κρίμα θα πεί κρίσις. Θα έλθει δηλαδή η κρίσις του Θεού, που θα μας κρίνει και θα μας καταδικάσει. Αλλά ήδη κρινόμεθα. Διότι ο Θεός είναι παρών και μπροστά μας. Και όχι μόνον τώρα, και όταν θα φύγουμε από δω, και όταν θα είμαστε στο σπίτι, και όταν θα είμαστε στη δουλειά, και όταν θα πάμε να κοιμηθούμε, και όταν θα κάνουμε προσευχή, και όταν θα καθίσουμε να φάμε, και όταν μαλώνουμε, και όταν διαπληκτιζόμεθα, και όταν ικανοποιούμε τα πάθη και όταν καλλιεργούμε τις αρετές, ο,τιδήποτε και αν κάνουμε, μέρα νύχτα, ο Θεός είναι παρών και μπροστά μας, και μας κρίνει. Ναι, μας κρίνει. Το είπε, είναι ο επόμενος στίχος σ’ αυτό το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, τον διαβάσαμε, δεν τον έβαλε η Εκκλησία, για να μη μας χαλάσει λίγο φαίνεται την διάθεση, και ξέρετε τι λέγει ο επόμενος στίχος αυτού του Ευαγγελικού Αναγνώσματος που αναφέρεται στο θαύμα; «Εγώ εις κρίμα εις τον κόσμον τούτον ήλθον. Ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι, και οι βλέποντες τυφλοί γένονται». Ήρθα στον κόσμον αυτόν, για να κρίνω τον καθέναν από τους ανθρώπους, που έχουν αντίδραση, που κλωτσάνε στον λόγον μου, που με βρίζουν, που με βλαστημάνε, που θεομαχούν.
Ο αμαρτωλός αδελφοί μου αν ταπεινωθεί και διορθώσει τη ζωή του, και υπακούσει στο θέλημα του Θεού, ο Θεός θα διαλύσει τα σκοτάδια της ψυχής του, θα του ανοίξει τα μάτια και θα φωτιστεί. Θα χαριτωθεί και θα δει το φως. Ο εγωιστής όμως και ο υπερήφανος, αυτός που νομίζει ότι τα ξέρει όλα, ο ξερόλας δηλαδή, και πιστεύει για τον εαυτόν του ότι είναι ανοιχτομάτης, ότι είναι σωστός, ότι είναι ενάρετος, ότι είναι ο πιο καλός άνθρωπος του κόσμου, αυτά πιστεύει, αυτός στην πραγματικότητα είναι ο πιο δυστυχισμένος γιατί είναι τυφλός και σκοτισμένος.
Ο Κύριος και Θεός βέβαια ήλθε στον κόσμο για να τον σώσει. «Εγώ ουκ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον». Αυτό δεν έρχεται εις αντίθεση με τον προηγούμενο στίχο που είπαμε, αλλά κρίνει τον καθέναν από μας, ανάλογα με τη στάση που παίρνομε απέναντι στο Θεό. Αν θέλουμε να σωθούμε, ο Θεός θα μας σώσει. Αν θέλουμε να αυτοκαταστραφούμε, να βγάλουμε τα μάτια μας, να επιμένουμε στην τύφλα μας…. Τι να μας κάνει ο Θεός; Σέβεται την ελευθερία μας. Όταν λοιπόν εγώ καλλιεργώ προσωπικά, την ταπείνωση και την συντριβή και ομολογώ ενώπιόν Του ότι είμαι αμαρτωλός, πανάθλιος και σιχαμερή μύξα, ότι δεν ξέρω τίποτα, μα τίποτα, μα τίποτα, ότι είμαι ένα τεράστιο μηδενικό, τότε και ο Θεός της φιλανθρωπίας, που επιβλέπει επί την ταπείνωσιν της ψυχής του αμαρτωλού, προετοιμάζει το έργον της σωτηρίας μου. Τι ίδιο συνέβη και με τον τυφλόν της περικοπής. Τι ίδιο συμβαίνει και με στον καθένα από μας, όπως είπα, λίγο πρίν. Τι περιμένει από μας; Την ολοπρόθυμη υπακοή μας.
Αν αληθινά μετανοήσουμε θα σωθούμε. Αν μετανοήσουμε θα σωθούμε. Αν μετανοήσουμε θα ελεηθούμε. Αν μετανοήσουμε θα δούμε το φως το αληθινόν. «Ίδωμεν το φως το αληθινόν», έψαλε θριαμβευτικά προηγουμένως η Εκκλησίας μας. Αν μετανοήσουμε θα γίνουμε και πάλι κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών. Αν μετανοήσουμε όχι μόνον θα σωθούμε αλλά μπορεί και να αγιάσουμε. Λοιπόν, να σας κάνω μια ερώτηση, είναι βέβαια και για τον εαυτό μου, δεν τον εξαιρώ σε τίποτα από ότι είπα τον εαυτόν μου. Πρώτα εγώ και ύστερα όλοι εσείς. Τι προτιμάμε, την μετάνοια ή την αντίδραση; Ασφαλώς προτιμάμε την μετάνοια. Καιρός λοιπόν να πέσουμε στα γόνατα,
Αμήν.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2002

Η ζωή και το έργον της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος και οι δικές μας βαθύτερες υποχρεώσεις



176 β
Κυρ. Σαμαρείτιδος 2002

Μην ούτος εστίν ο Χριστός;
Ύστερα από το κήρυγμα της περασμένης Κυριακής, πρέπει να έρθουμε και στη θεία παρηγοριά της φιλανθρωπίας του Αγίου Θεού. Ποιο να είναι άραγε αδελφοί μου το ζητούμενον, για ολόκληρη την ανθρωπότητα, για όλα τα έθνη, φυλές και γλώσσες; Ποιο να είναι το ζητούμενο για πιστούς και για απίστους και ειδικά για μας τους Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς;
- Μήπως η ευδαιμονία του ανθρώπου μέσα από την κατανάλωση των υλικών αγαθών και την τρυφή των σαρκικών απολαύσεων; Όχι.
- Μήπως η θεραπεία όλων των ασθενειών; Και της δυστυχίας των ανθρώπων; Όχι.
- Μήπως η κατάκτησις του αστρικού σύμπαντος; Όχι.
- Μήπως το ένα, μήπως το άλλο; Θα απαντούσαμε σε όλα αυτά με ένα ξερό όχι.
Τότε ποιο είναι το ζητούμενον; Ένα και μόνον.
Να βρούμε τον αληθινό Θεό μέσα στις καρδιές μας. Τον Τριαδικό Θεό. Να βρούμε τον Θεάνθρωπο Κύριο, τον Σωτήρα του κόσμου, το φως το αληθινόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αυτόν που είναι η ζωή και η Ανάστασις, αυτόν που είναι το ύδωρ το ζόν, αυτόν που είναι ο Άρτος ο ζών, ο εκ του ουρανού καταβάς. Αυτόν που είναι ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής και Σωτήρας του κόσμου. Αυτόν που είναι φως εκ φωτός και Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού, Αυτόν πήγε να συναντήσει η πόρνη του Ευαγγελίου μετά πολλών δακρύων και μύρου πολυτίμου, για την συγγνώμη και την μακροθυμία του, γι’ αυτό και άκουσε από το γλυκύτατον στόμα Του να της λέγει: «Αφέονταί σου αι αμαρτίαι αι πολλαί, ότι ηγάπησας πολύ».
Αυτόν προϋπάντησε πάνω στο Σταυρό ένας κακούργος, ένας ληστής, ένας φονιάς, ο οποίος αναγνωρίζοντας πρώτον την βρωμερότητα της ψυχής του, δεύτερον πιστεύοντας στην θεότητα του Ιησού Χριστού και τρίτον εκζητώντας με πλήρη συναίσθηση το έλεός του, άνοιξε και πέρασε πρώτος τις πύλες του Παραδείσου. Να λοιπόν που ο πρώτος κατοικος της Βασιλείας των Ουρανών, της Βασιλείας του Θεού, υπήρξε ένας ληστής και κακούργος.
Ναι αδελφοί μου. Τα πάντα στηρίζονται στην μετάνοια και στην πίστη. Στη μετάνοια και στην ταπείνωση, στη μετάνοια και στην αγάπη και στους καρπούς αυτών.
Και ερχόμαστε τώρα στο τρίτο παράδειγμα το σημερινό. Αυτόν τον Χριστόν, συνήντησε στο πηγάδι της Σιχάρ, μικράς πόλεως της Σαμαρείας μια αμαρτωλή γυναίκα. Σ’ αυτήν την αμαρτωλή γυναίκα που στο παρελθόν είχε πέντε άνδρες, απεκάλυψε ο Κύριος ότι είναι ο Μεσσίας, ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός.
«Εγώ ειμί ο λαλών σοι», διαβεβαιώνει και διακηρύττει όχι μόνον σ’ αυτήν, αλλά και σ’ ολόκληρον τον κόσμον. Με αυτήν άνοιξε ένα καταπληκτικό θεολογικό διάλογο που δεν υπάρχει σ’ άλλη σελίδα της Αγίας Γραφής. Σ’ αυτήν ομιλεί ο Θεός Κύριος για τον Θεόν. «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» και τόσα άλλα που ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα. Σ’ αυτήν ομολογεί ότι είναι «το ύδωρ το ζον, το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον».
Και το θαύμα της πίστεως και των αποκαλύψεων αδελφοί μου, έγινε. Οι αποκαλύψεις φώτισαν την ψυχή της αμαρτωλής γυναίκας, της Σαμαρείτιδος. Ο φωτισμός στερέωσε την πίστη και καλλιέργησε την μετάνοια, και η μετάνοια την αλλαγή σε ολόκληρη τη ζωή της. Έτσι λίγο αργότερα, όταν άρχισε διά των αποστόλων η διάδοσις και η σπορά του Ευαγγελικού κηρύγματος, ήταν από τις πρώτες γυναίκες που βαπτίστηκε και έγινε χριστιανή και πήρε το όνομα Φωτεινή.
Η Φωτεινή όμως, ό,τι πήρε, δεν το κράτησε για τον εαυτό της. Το διέδωσε, όπως και την πρώτη φορά που συνήντησε τον Χριστόν. Δηλαδή όταν πείστηκε ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, έτρεξε αμέσως στην πόλη Σιχάρ και είπε στους συμπολίτας της, «ελάτε να δείτε άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει». Και πρόσθεσε αμέσως με πολλή διακριτικότητα για να κεντρίσει το ενδιαφέρον τους, «μήπως αυτός είναι ο Χριστός»;
«Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός;»
Έτσι άρχισε το πρώτο κήρυγμά της, την πρώτη της ιεραποστολή. Και όταν βαπτίστηκε στο όνομα της Αγίας Τριάδος, η πίστις της ζωντάνεψε και έγινε φλογερή. Μαζί της βαπτίστηκαν και τα δυό της παιδιά. Ασφαλώς θα ήταν προηγουμένως νόθα, και όλες της οι αδελφές.
Μετά το 40 μ.Χ. αρχίζει και την ιεραποστολική της δράση, κυρίως μεταξύ των γυναικών. Αφού όργωσε πνευματικά ολόκληρη την Παλαιστίνη, άρχισε να απλώνει την σπορά του Ευαγγελικού λόγου στις απέραντες εκτάσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι έφτασε μέχρι την Αφρική. Γυρίζει κατόπιν στην Μεσοποταμία, και από κει στην Αρμενία, Ασσυρία, Καππαδοκία, Γαλατία, Μικρά Ασία, Ελλάδα και φτάνει στη Ρώμη.
Και όπως ο Χριστός ο Σωτήρας του κόσμου, έκανε την μεγάλη και κοπιαστική οδοιπορία, για να συναντήσει την Σαμαρείτιδα, διότι πήγε από την Ιουδαία στη Σαμάρεια, έτσι και κείνη για την αγάπη του Χριστού με θυσίες και σκληρές δοκιμασίες, επραγματοποίησε ένα τεράστιο έργο ιεραποστολής, σ’ όλες αυτές τις χώρες που ανέφερα, προσφέροντας το θεϊκό νερό της Ευαγγελικής διδασκαλίας του Ιησού, σε χιλιάδες διψασμένες ψυχές.
Από όπου περνούσε προετοίμαζε το έδαφος για τους Αποστόλους, και τους διαδόχους των, σκορπίζοντας το φως του Χριστού, στις απελπισμένες και σκοτισμένες καρδιές των ειδωλολατρών. Εκεί κατόρθωσε με την χάριν του Ιησού Χριστού. Σιγά σιγά, οδοιπορώντας για 25 ολόκληρα χρόνια, έφθασε και μπήκε και μέσα στα ανάκτορα του Νέρωνος. Εκεί κατόρθωσε με την χάρη του Χριστού να κάνει χριστιανή την κόρη του αυτοκράτορος, τη Δομνίνα, και αρκετές άλλες υπηρέτριες, δούλες και σκλάβες. Αλλά ήδη είμεθα στα χρόνια των μεγάλων διωγμών, από τον αιμοσταγή αυτοκράτορα της Ρώμης, το Νέρωνα. Ήλθε δηλαδή και η ώρα του μαρτυρίου της.
Συλλαμβάνεται όχι μόνον η ίδια αλλά και τα παιδιά της, και οι αδελφές της. Έτσι αξιώθηκε μιας μεγάλης τιμής. Να χύσει και το αίμα της, ύστερα από βασανιστήρια για την αγάπη του Χριστού – έτσι δεν κάνουμε και μείς; Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, την Αγία Φωτεινή, τη Σαμαρείτιδα, την ονόμασε όχι μόνον μεγαλομάρτυρα, αλλά και ισαπόστολο. Η μνήμη της εορτάζεται δυό φορές το χρόνο, μία στη σημερινή Κυριακή, 5η Κυριακή του Πάσχα που ονομάζεται και Κυριακή της Σαμαρείτιδος, και τη δεύτερη φορά την 26η Φεβρουαρίου.
Χριστιανοί μου, το ζητούμενον για κάθε άνθρωπο και για κάθε εποχή είναι ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Σωτήρας του κόσμου και το Ευαγγελικό του μήνυμα. Αυτό είναι το ζητούμενο. Έτσι το Ευαγγέλιον, δηλαδή η Καινή Διαθήκη, περιέχει
-πρώτον, την απόκάλυψη του ενός Τριαδικού Θεού,
-δεύτερον, την ενανθρώπιση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού ως Θεανθρώπου, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος,
-τρίτον, την ανυπέρβλητη θεϊκή του διδασκαλία και τα θαύματά του,
-τέταρτον, τη σταυρική Του θυσία, την ανάστασή του εκ νεκρών και την ανάληψή Του στους ουρανούς, και
-πέμπτον τις προϋποθέσεις σωτηρίας που είναι η πίστις, η μετάνοια, το Βάπτισμα και το Χρίσμα ασφαλώς, η Θεία Κοινωνία και τα έργα πίστεως και μετανοίας.
Επαναλαμβάνω χριστιανοί μου ότι η Αγία Φωτεινή, ό,τι είδε και άκουσε, το πίστεψε και εργάστηκε πάνω σ’ αυτό με τόση αυτοθυσία, ώστε έφθασε και μέχρι το μαρτύριο.
Άραγε τι κάνουμε εμείς; Εμείς εδώ στην πατρίδα μας, δεν έχουμε ανάγκη από ιεραποστόλους. Έχουμε ανάγκη από επανευαγγελιστάς. Αυτούς δηλαδή οι οποίοι γνωρίζουν για το Ευαγγέλιο, ακούνε για την πίστη, εφαρμόζουν πέντε πράγματα, και αυτά ακριβώς με βαθιά τη μετάνοια και φλογερή την πίστη να τα μεταδώσουν και στους άλλους. Ποιοι είναι οι άλλοι; Είναι ο σύντροφός μας, είναι οι γονείς μας, είναι τα παιδιά μας, είναι τα αδέλφια μας, είναι οι συγγενείς μας, είναι οι φίλοι μας, είναι οι γείτονές μας, είναι το περιβάλλον μας, είναι η κοινωνία μας. Παίρνουμε φοβερό κατήφορο. Πώς θα σταματήσει αυτός; Πώς;
Παρόλο λοιπόν, που έχουμε εργάτας στον αμπελώνα του Κυρίου, δεν επαρκούν. Είναι βέβαια οι μητροπολίτες, είναι οι κατά τόπους ιεροκήρυκες, είναι οι θεολόγοι ιερείς που βρίσκονται σε όλους τους ναούς και τα παρεκκλήσια της χώρας, και κηρύσσουν τον λόγον του Θεού. Ταυτόχρονα δε επιδίδονται σε άλλες ποιμαντικές ποικίλες δραστηριότητες. Έχουμε επίσης και τους μοναχούς και τους ιερομονάχους από το Άγιον Όρος, που και αυτοί μας βοηθούν, ή βοηθούν το έργον της Ελλαδικής Εκκλησίας, για τον επανευαγγελισμό των Ορθοδόξων Ελλήνων. Έχουμε ακόμα και μια πληθώρα εκλεκτών λαϊκών θεολόγων, και αυτοί βοηθούν όσο μπορούν.
Αλλά, παραταύτα όμως, όλοι εμείς και αυτοί και εκείνοι δεν επαρκούμε. Κάτι μας λείπει. Κάτι μας λείπει, και αυτό που μας λείπει είναι ο αγιασμός, δηλαδή η βαθιά ενεργουμένη πίστις, η αληθινή μετάνοια, και το πνεύμα θυσίας και αγάπης μέχρι θανάτου. Και αυτά δε λείπουν μόνο από μας τους κληρικούς παντός βαθμού, αλλά και από σας, τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό και θα κάμω την ερώτηση.
Πού είναι η ταπείνωσις;
Πού είναι η αληθινή μου μετάνοια;
Που είναι η συντετριμμένη μου καρδία;
Που είναι η κρυφή νηστεία, η αγρυπνία, η εγκράτεια και η προσευχή μου;
Πού είναι και η δική σας;
Πού είναι η πραότης μου;
Πού είναι η υπομονή μου;
Πού είναι η φλογερή πίστις και η αγάπη ακόμα προς τους εχθρούς;
Που είναι η ανοχή;
Που είναι η καλοσύνη μου, η ευγένεια, και ο θείος φόβος; Και τέλος για να μη λέμε πολλά λόγια.
Πού είναι το αγιασμένο παράδειγμα όλων μας, και εμού πρώτου; Και αυτό και μόνον αυτό είναι που διδάσκει και οδηγεί στη σωτηρία με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος. Αυτό και μόνον αυτό δια του Αγίου Πνεύματος και εν Χριστώ Ιησού επιτυγχάνεται ο επανευαγγελισμός των ψυχών. Όταν ο Κύριος αδελφοί μου είδε στην Σαμαρείτιδα αληθινήν την μετάνοια, ζωντανή την πίστη της και φλογερή την αγάπη της, την αξίωσε να γίνει Ευαγγελίστρια και ισαπόστολος μέχρι τα πέρατα του κόσμου και τέλος μεγαλομάρτυς.
Χριστιανοί μου, τι είναι αυτό που μας λείπει;
Ο Χριστός απ’ τις καρδιές μας! Αυτό είναι και το ζητούμενον.
Ο Χριστός μέσα στις καρδιές μας, και αυτός ο Χριστός είναι ο αγιασμός μας, αυτός είναι η ζωή, το φως και η ανάστασις, είναι η οδός, είναι το ύδωρ το ζόν, τα πάντα είναι ο Θεός.
Ο Χριστός λοιπόν μέσα στις καρδιές μας που είναι το ζητούμενον, αλλά με ποιες προϋποθέσεις; Να τις ξαναπούμε; Τις χιλιοείπαμε… Θα τις συνοψίσουμε σε τέσσερα πράγματα και θα τελειώσουμε. Αυτές οι προϋποθέσεις για τον αγιασμό, που συνοψίζουν και το ζητούμενον είναι η αληθινή μετάνοια, η ζωντανή πίστις, η φλογερή αγάπη και το ταπεινό φρόνημα.
Είθε να μας τα χαρίσει ο Χριστός, ο Κύριός μας και ο Σωτήρας μας,
Αμήν.

Κυριακή 26 Μαΐου 2002

Την παραλυσία της ψυχής μας ούτε την βλέπουμε, ούτε την αναγνωρίζουμε, ούτε και την πιστεύουμε



176 α
Κυρ. Παραλύτου 2002

«Θέλεις υγιής γενέσθαι»;
Όλοι μας προηγουμένως αδελφοί μου ακούσαμε το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα που μας περιέγραψε την θεραπεία ενός αρρώστου, που ήτανε παράλυτος 38 ολόκληρα χρόνια.
Ο Θεός με τον Ευαγγελικό Του Λόγο που μας στέλνει κάθε μέρα τα μηνύματα της σωτηρίας, έτσι και σήμερα. Το να μπεί όμως μέσα στην καρδιά μας το μήνυμα του Θεού, ο Λόγος του Θεού, αν θέλετε και το πιο φτωχό ακόμα κήρυγμα, αυτό δεν είναι έργο που μπορούν να το κάνουν οι άνθρωποι. Δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από μας.
Σήμερα έγινε ένα θαύμα. Έγιναν δύο, έγιναν τρία, έγιναν πέντε, και τα ακούσαμε και στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα και στο Αποστολικό.
Για μας που αναλύουμε το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, βλέπουμε ότι ο παράλυτος θεραπεύτηκε μ’ έναν και μόνον λόγο του Σωτήρος Χριστού. Ο ίδιος λόγος του Θεού απευθύνθηκε και στις δικές μας παράλυτες από την αμαρτία καρδιές.
Θεραπευθήκαμε; Όχι.
Αναστηθήκαμε; Όχι.
Πετάμε τώρα στους ουρανούς ως άγγελοι; Όχι!
Άρα δεν θεραπευθήκαμε και δεν γιατρευτήκαμε. Η ψυχή μας εξακολουθεί να είναι παράλυτη και καταπληγιασμένη από τις μαχαιριές της αμαρτίας, τις οποίες μαχαιριές εμείς επιτρέψαμε να δημιουργηθούν στο σώμα της ψυχής.
Ποιος θα μας θεραπεύσει; Ποιος θα μας αναστήσει; Ο Θεός! Και αυτό είναι το έργον Του. Η Θείας Χάρις ετοιμάζει τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Η Θείας Χάρις, η Χάρις του Θεού τον ταρακουνά τον άνθρωπο. Τον συγκλονίζει. Η Χάρις του Θεού τον φωτίζει. Η Χάρις του Θεού ερμηνεύει μέσα του τις αλήθειες του Ευαγγελικού Λόγου. Η Χάρις του Θεού κάνει το θαύμα, το θαύμα της μεταμορφώσεως του ανθρώπου. Η Χάρις του Θεού που πρώτα θεραπεύει την πληγή της αμαρτίας και ύστερα την κάθε σωματική αρρώστια. Γι’ αυτό και είπαμε ότι τον ετοιμάζει τον άνθρωπο, τον φωτίζει και λοιπά.
Μπήκε όμως αυτή η αλήθεια του Θεού η τόσο μεγάλη, αυτό το θαύμα, αυτός ο θείος φωτισμός, για να μην μπω στις δικές σας πάλι ψυχές και τύχω πολλές φορές της παρεξηγήσεως, την ερώτηση θα την κάνω στον εαυτό μου. Μπήκε μέσα στην ψυχή μου; Εγώ λέω δυστυχώς όχι. Και λέγω δυστυχώς διότι όλα μου έχουν καταντήσει αλίμονο και τρισαλίμονο, μια απλή συνήθεια.
Που είναι λοιπόν ο φωτισμός; Πού είναι η συντριβή; Πού είναι η μετάνοια; Που είναι της αλλαγής το θαύμα; Πού είναι αυτό το θαύμα μέσα μου; Πρέπει να ομολογήσω όχι μόνον εγώ αλλά και όλοι μας. Δεν ήρθα σήμερα να λειτουργήσω και σεις να λειτουργηθείτε ως μετανοημένοι χριστιανοί. Δεν ήρθαμε για να ξεφορτωθούμε το βάρος που κουβαλάμε στους ώμους της ψυχής μας. Γιατί; Γιατί εγώ δεν είχα την διάθεση να μετανοήσω. Γι’ αυτό και γύρω μου όλα είναι σκοτεινά. Δεν είμαι έτοιμος. Δεν άνοιξα τα μάτια μου για να δω το φως το αληθινόν. Το Αναστάσιμο φως. Δεν θέλω, όπως και δεν θέλεις όπως και δεν θέλουμε. Οι καρδιές μας, κακά τα ψέματα, είναι κλειστές. Τα μάτια μας τυφλά. Τα αυτιά μας κουφά. Και τα πόδια μας παράλυτα.
«Θέλεις υγιής γενέσθαι;» μας ρωτάει σήμερα ο Κύριος. Μας ρωτάει ο Σωτήρας μας! Θέλεις να γίνεις καλά; Με το στόμα και ίσως με και με ένα στόμα θα πούμε όλοι μας «ναι, μάλιστα». Και με την ψυχή μας όμως από μέσα μας, από πολύ πολύ πολύ βαθειά μέσα μας, εκεί όπου φωλιάζει το κακόν και η αμαρτία, από κει θα ακούσουμε μια φωνή που θα λέει «όχι». Γιατί; Γιατί δεν έχουμε ακόμη αληθινά μετανοήσει. Δεν έχουμε ακόμη αληθινά φωτιστεί. Γι’ αυτό και τόσα δεινά σκορπίζουμε από μόνοι μας γύρω μας.
Με τη σημερινή μας Θεία Λειτουργία και Θεία Κοινωνία συγκλονιστήκαμε μέσα μας; Έγινε μέσα μας αναστάσιμος σεισμός, σαν εκείνον που προκάλεσαν οι άγγελοι όταν απέσυραν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου για να πουν στις μυροφόρες «ουκ έστιν ώδε, αλλ’ ηγέρθη». Πλημμυρίσαμε από ανείπωτη χαρά, και βεβαιωμένη την ελπίδα της σωτηρίας μας; Έστω, αναπαυθήκαμε για λίγο; Θα πω ότι ένας, δύο, πέντε, δέκα, είκοσι, μπορεί να βίωσαν και να βιώνουν τη Χάρη του Αγίου Θεού. Οι άλλοι όχι, όπως και γω. Γιατί; Γιατί δεν συντονίστηκε η ψυχή μου με το θέλημα του Θεού. Δεν έχω αγαπήσει το Θείο Θέλημα. Πάρτε το είδηση. Όταν φτιάχνομε μία αμαρτία, όταν την αγκαλιάζουμε, όταν την διαπράττουμε, όποια και αν είναι αυτή, όσο μικρή και αν φαντάζει στα μάτια μας, αυτό σημαίνει ότι δεν ταυτίζουμε το θέλημά μας με το θέλημα του Θεού.
Θέλει ο Θεός να λέμε ψέματα; Όχι. Και μεις λέμε! Άρα; Το θέλημά Του δεν είναι θέλημα δικό μας. Εμείς λέμε «γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γής», αλλά το θέλημά μας το θέλουμε κατά τέτοιον τρόπον, που να ταιριάζει με το θέλημα του Θεού. Να συμφωνεί δηλαδή ο Θεός με τα δικά μας καμώματα. Γι’ αυτό κάθε φορά που θέλουμε να εκκλησιαστούμε, και ημείς οι ιερείς να λειτουργήσουμε, πρέπει να ερχόμαστε με πνεύμα συντετριμμένον και τεταπεινωμένον. Με πνεύμα συντριβής και ταπεινώσεως. Με πνεύμα συνταυτίσεως του θελήματός μας, με το θέλημα του ουρανίου Πατρός που θέλει τη θεραπεία μας. Θέλει την ψυχική μας γιατρειά. Θέλει τη σωτηρία μας. Και τότε το μυστήριο της Θείας Λατρείας το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καθίσταται αυτόματα η πιο μεγάλη πνευματική κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου θεραπεύονται οι πάντες και τα πάντα. Και το σπουδαιότερο, μέσα σ’ αυτό το μεγάλο θεραπευτήριο προσφέρεται το φάρμακο της αθανασίας. Είναι το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που δίδεται εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Αν λοιπόν αδελφοί μου αυτό το γεγονός, αυτό το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού μέσα στην καρδιά μας πραγματοποιηθεί, τότε λοιπόν το «ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε» παίρνει σάρκα και οστά. Θα προτιμήσουμε από τώρα, από τούτη τη στιγμή, και το παίρνομε αυτό απόφαση, και όσο θα ζήσουμε μετά, καλύτερα να πεθάνουμε παρά να αμαρτήσουμε. Αυτή όμως, προσέξτε, την απόφαση την παίρνουμε σαν συνειδητοί χριστιανοί, γιατί δυστυχώς τις περισσότερες φορές είμαστε λόγια. Και είμαστε μόνο λόγια και μάλιστα και μεγάλα και παχιά.
Εγώ βλέπω τώρα ότι φεύγει σιγά σιγά το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μου, φεύγει η ζωή και πλησιάζω προς το θάνατο. Δεν κάναμε απολύτως τίποτα. Δεν έκανα τίποτα. Δεν μπόρεσα να μαζέψω καρπό ούτε μιας τρύπιας πεντάρας. Γιατί δεν ταύτισα το θέλημά μου με το θείο θέλημα. Και μέναμε και μένω τις περισσότερες φορές στα λόγια, και όχι στις πράξεις. Στη γη και όχι στον ουρανό. Στην ύλη και όχι στο πνεύμα. Προσπαθείστε και να προσπαθήσουμε αυτό το πράγμα να το καταλαβαίνουμε. Ειδικότερα δε όταν πέφτουμε το βράδυ για ύπνο. Και όταν την άλλη μέρα ετοιμαζόμαστε να πάμε στην εκκλησία για να πάρουμε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Αυτό λοιπόν που μετράει στο Θεό, είναι η στάσις της ψυχής μας. Η αληθινή μας μετάνοια. Και το ξέρει ο Θεός. Αυτός ετάζει καρδίας και νεφρούς. Αυτός είναι ο καρδιογνώστης. Αυτός είναι ο παντογνώστης. Πόσοι και πόσοι από τους χριστιανούς σήμερα προσπαθούν, σε όλα τα θαυματουργικά προσκυνήματα της πατρίδος μας με πλήθος προσευχών και παρακλήσεων να πείσουν τους Αγίους και την Υπεραγία Θεοτόκο για να τους κάνει ένα θαύμα. Και το θαύμα γίνεται και μάλιστα εκεί όπου υπάρχει αληθινή μετάνοια. Θαύμα στο σώμα, θαύμα και στην ψυχή. Θαύμα που μας κάνει παιδιά του Θεού. Που μας μεταμορφώνει, που μας σώζει. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και φαινόμενα τα οποία είναι πάρα πολύ θλιβερά. Προσευχές, δεήσεις, λειτουργίες λένε ιδιωτικές φτιάχνουμε, παρακλήσεις, τάματα, α, ο Θεός μας κάνει το χατίρι και μας απαντάει θετικά σε όλα αυτά. Αλλά μόλις θεραπευτούμε μένουμε μέχρις εκεί. Μόλις αποκατασταθεί η υγεία μας, μόλις λυθεί το οξύτατο πρόβλημά μας, και Θεό ξεχνάμε, και το θαύμα ξεχνάμε, και τους Αγίους ξεχνάμε, και την Παναγία ξεχνάμε, και τις προσευχές ξεχνάμε, και τα μυστήρια τα ξεχνάμε, όλα τα ξεχνάμε. Αυτοί είμεθα. Αχάριστοι, αγνώμονες, πανάθλιοι. Υπάρχουν και άλλοι πάλι οι οποίοι στις αρρώστιες, στις αναποδιές και στις θλίψεις της ζωής τα βάζουν με τον Θεόν. Και με τον Θεόν και με τους Αγίους και τους βλαστημάνε. Γογγύζουν, καταριώνται, αναθεματίζουν, θεομαχούν. Αλλά «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος».
Έτσι λοιπόν εκείνο που μετράει είναι η θετική και συντετριμμένη στάσις της ψυχής μας απέναντι στο Θεό. Και ας μην ξεχνάμε, ο Θεός είναι ο μέγας φιλάνθρωπος, μας συμπαθεί, μας αγαπά, μας ελεεί, σφουγκίζει το δάκρυ μας, απαλύνει τον πόνο μας, και δίνει τη σωτήρια εντολή, «Ναι παιδί μου, να θεραπευθείς, να γιατρευθείς, να καθαριστείς, να συγχωρηθείς, δικός σου ο Παράδεισος, δική σου η Βασιλεία, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Και αυτό το πράγμα δεν είναι καθόλου μα καθόλου δύσκολο για το Θεό. Είναι; Δεν είναι! Η δυσκολία βρίσκεται μέσα μου, εγώ είμαι ο παράξενος, εγώ είμαι ο περίεργος, εγώ είμαι ο παμπόνηρος, ο κακός, ο δύστροπος, ο απότομος στους τρόπους, ο εγωιστής. Εγώ, και μόνον εγώ φταίω και κανείς άλλος. Όλη η δυσκολία στο να γίνει το θαύμα και το θαύμα της σωτηρίας βρίσκεται μέσα μου, δεν βρίσκεται στο Θεό. Εγώ φταίω. Και λειτουργούμεθα, και εξομολογούμεθα, και προσευχόμαστε, και μελετάμε την Αγία Γραφή, και την κουβαλάμε και στην τσέπη μας, κάνουμε και ένα άλλο πλήθος από καθήκοντα πνευματικά, πηγαίνουμε και στα προσκυνήματα, διαβάζουμε και τους βίους των Αγίων, ξέρουμε και τις παρακλήσεις απέξω, και τους Χαιρετισμούς, αλλά στο βάθος, δεν θα το πω στον πληθυντικό, θα το πω πάλι στον ενικό. Στο βάθος δεν αλλάζω. Παραμένω ίδιος. Θέλω να γίνεται το δικό μου. Και μόνον το δικό μου το θέλημα, και τίποτα περισσότερο απ’ αυτό. Αυτό που ικανοποιεί τον εγωισμό μου. Εμ; Άμα γίνεται έτσι τότε, πώς θα βοηθήσει ο Θεός; Αν θέλουμε διαρκώς να γίνεται το δικό μας; Πώς θα μας βοηθήσει; Πώς θα μας βοηθήσει αν δεν αλλάξουμε στάση απέναντί Του;
Άρα και το επαναλαμβάνω, από την δική μου αληθινή έμπρακτη μετάνοια και ταπείνωση εξαρτάται η αναγέννηση και η σωτηρία μου. Και τότε ο Θεός, αφού πλέον είμαι παραδομένος στο θέλημά Του ολοκληρωτικά, και εφόσον βέβαια το κάνω αυτό, και παραδοθώ εξ όλης ψυχής καρδίας ισχύος και διανοίας, αυτό σημαίνει «αγάπα Κύριον τον Θεών σου εξ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος και διανοίας» σημαίνει ότι με όλη σου την καρδιά, με όλη σου την ψυχή, μ’ όλη σου την διάνοια, το μυαλό, τη θέληση, με όλες σου τις ψυχοσωματικές δυνάμεις να παραδοθείς στο θείο θέλημα. Και τότε με την χάριν Του ο Θεός χαρίζει το φως το αληθινόν. Το φως της Αναστάσεως, το φως της Τριαδικής πίστεως, το φως της Θείας Μεταμορφώσεως, το φώς της Βασιλείας των ουρανών.
Παιδί μου, μηκέτι αμάρτανε και είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου.
Αμήν