Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 1994

58 Η Θεία Λειτουργία. Προοίμιον τής αγίας αναφοράς. Μερος 3ον. Άνω σχώμεν τάς καρδίας

*******************************

58Α Ελεημοσύνη εν σχέσει με τη Θεία Κοινωνία

Διηγείται ο πατήρ Παϊσιος, ο γνωστός μοναχός, στο τρίτο του
βιβλίο που έχει εκδώσει, ότι στη μεγάλη πείνα του 1917 οι
μοναχοί της μονής Ιβήρων στο Αγιον Ορος βλέποντας τις αποθήκες
της μονής να αδειάζουν είχαν ελαττώσει κατά πολύ την φιλοξενία.
Μάλιστα ένας προϊστάμενος ήταν τόσο τσιγκούνης που επέμενε πάρα
πολύ και την έκοψαν τελείως την φιλοξενία. Επόμενο ήταν και ο
Χριστός να σταματήσει τις ευλογίες του στο μοναστήρι. Αρχισαν να
πεινάνε οι Πατέρες και να παραπονούνται στον Κύριο, στην
Υπεραγία Θεοτόκο πως δεν φρόντιζε πλέον για το μοναστήρι τους.
Δυστυχώς δεν είχαν καταλάβει το μεγάλο λάθος που είχαν κάνει.
Μια μέρα λοιπόν παρουσιάζεται στην πόρτα της μονής ένας φτωχός,
ρακένδυτος άνθρωπος και ζητάει από τον πορτάρι λίγο ψωμί.
Εκείνος λυπημένος του λέει: - Δεν έχουμε, αδελφέ μου, δεν
έχουμε. Τίποτα δεν έχουμε. Γι' αυτό κόψαμε και την φιλοξενία.
Αλλά περίμενε, όμως, σε λυπάμαι, να σου φέρω λίγο από το
κομματάκι, το ψωμάκι που έχω στο κελλί μου για τον εαυτό μου να
στο φέρω. Πήγε λοιπόν στο κελλάκι του γρήγορα γρήγορα και έφερε
το ψωμί που είχε για τον εαυτό του και του το έδωσε. Εβλεπε όμως
ότι το πρόσωπο του φτωχού, του ρακένδυτου εκείνου ανθρώπου
άρχισε σιγά σιγά να λάμπει. Οταν πήρε λοιπόν ο φτωχός το ψωμί
λέει στον πορτάρη: - Ξέρεις γιατί ήρθε αυτή η δυστυχία στο
μοναστήρι; Επειδή διώξατε από το μοναστήρι δυο. - Ποιους
διώξαμε; ρωτάει ο πορτάρης. Και απαντάει ο φτωχός: - Τον δότε
και τον δοθήσεται. Μετά από αυτά τα λόγια έγινε άφαντος,
σκορπίζοντας μια θεϊκή λάμψη που θάμπωσε τον πορτάρη. Τα 'χασε
αυτός ο καημένος και φοβισμένος όπως ήταν τρέχει στους
προϊσταμένους της μονής, γιατί ήταν ιδιόρρυθμο, και διηγήθηκε το
γεγονός. Οι Πατέρες άρχισαν να βασανίζουν το μυαλό τους για να
θυμηθούν ποιοι ήταν αυτοί που έδιωξαν. - Δότε και Δοθήσεται; Τι
ονόματα πάλι είναι αυτά; Επειτα όμως κατάλαβαν ότι αυτά τα λόγια
είναι ευαγγελικά. Αρα λοιπόν αυτός που ήρθε και εξαφανίστηκε
πρέπει να ήταν ο Κύριος. Πρέπει να ήταν ο Χριστός. Κάποια
συμπληρωματικά πράγματα για αυτό το ίδιο γεγονός είχα ακούσει κι
εγώ το 1959 όταν για πρώτη φορά είχα επισκεφτεί το Αγιο Ορος,
από έναν μοναχό εκεί, νομίζω ερημίτης ήταν στις Καρυές του Αγίου
Ορους. Μου μιλούσε τότε για την αξία της ελεημοσύνης, της
πρακτικής ελεημοσύνης, της πνευματικής ελεημοσύνης εν σχέσει με
την Θεία Κοινωνία. - Οσο περισσότερο θα ελεείς από το υστέρημά
σου, μου έλεγε αυτός ο ανώνυμος - δεν θυμάμαι και το όνομά του -
τόσο και περισσότερο θα λαμβάνεις υλικά χαρίσματα. Θα λαμβάνεις
χαρίσματα και υλικά και πνευματικά. Ειδικά μάλιστα όταν θα
λειτουργείς και θα κοινωνείς αξίως των Αχράντων Μυστηρίων. Αυτό
συνέβη και με τον πορτάρη της μονής Ιβήρων το 1917. Οταν
κοινώνησε την άλλη μέρα έγινε όλο φως, ολόλαμπρος και
ολοφώτεινος. Ενιωσε μέσα του και το αισθάνθηκε αυτό η Θεία
Κοινωνία να σκορπάει, να απλώνεται τρόπον τινά σε ολόκληρο το
είναι του μια ευφροσύνη πολύ μεγάλη, λάμψις θείας μακαριότητος.
Τον κατέλαβε συγχρόνως και πολύ ταπείνωσις, συντριβή, δάκρυα.
Εκλαιγε και δεν ήξερε γιατί έκλαιγε. Και ύστερα άρχισε να
ντρέπεται. Εντρέπετο τον Σωτήρα του Χριστό και Κύριον του που
καταδέχτηκε να τον γεμίσει με τόσες ακατάληπτες δωρεές. Και
τελείωσε ο ερημίτης. Αυτά είναι που μου είπε εμένα. - Δοκίμασε
το, Διάκο - Διάκος ήμουν τότε - και θα το δεις και στην πράξη.
Η συνέχεια μετά από αυτό το γεγονός είναι γνωστή. Το γράφει και
ο πατήρ Παϊσιος. Οι Πατέρες μετανόησαν για το σφάλμα τους και
μόλις άρχισαν να δίνουν από το υστέρημά τους στους φτωχούς
μοναχούς και στους κοσμικούς κατέφθασαν και οι πλούσιες δωρεές
του Αγίου Θεού. Αυτό το γεγονός το ανέφερα όχι μόνον για το ότι
δεν πρέπει να είμεθα αφιλόξενοι αλλά ελεούντες τους πάντες και
τα πάντα έστω και για λίγο, αλλά επειδή εκείνος ο ερημίτης το
είχε συνδυάσει την ελεημοσύνη, την προσφορά προς τον πλησίον με
την πνευματική ελεημοσύνη εν σχέσει με την Θεία Κοινωνία και
εμείς βέβαια εδώ αναλύουμε την Θεία Λειτουργία.

*****************************************************

58Β Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης

Κάποτε σε μια μου επίσκεψη στο μοναστήρι του Αγίου Δαυίδ μου
εδιηγείτο ιδιαιτέρως ο Πατήρ Ιάκωβος ο μακαριστός, Ηγούμενος της
μονής του Αγίου Δαυίδ στην Εύβοια - την ευχή του να έχουμε. Ο
Αγιος αυτός Ιερεύς και Λειτουργός του Υψίστου μου είπε τα εξής:
- Οι χριστιανοί μας, Πάτερ μου, είναι δυστυχώς τυφλοί πνευματικά
και δεν βλέπουν τα πόσα γίνονται μέσα στη Θεία Λειτουργία. Μια
φορά λοιπόν που λειτουργούσα δεν μπορούσα να κάνω τη Μεγάλη
Είσοδο. Στο Χερουβεικό καθηλώθηκα έτσι ακίνητος μπροστά στην
Αγία Τράπεζα από αυτά που έβλεπα. Τα μάτια τα δικά μου όπως
καταλαβαίνετε άνοιξαν τόσα. - Τι έβλεπες, Πατέρα μου; τον
ρώτησα εκστατικός. Εκείνος δεν μου απάντησε και συνέχισε. - Ο
ψάλτης συνεχώς επαναλάμβανε : "Ως τον Βασιλέα των όλων
υποδεξάμενος, Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξάμενοι". Οπότε
ξαφνικά νιώθω ότι κάποιος με σπρώχνει από τον ώμο και με οδηγεί
στην Αγία Πρόθεση. Σαν να μου έλεγε : "Αντε, πήγαινε να κάνεις
την Αγία Πρόθεση. Τι περιμένεις;". Νόμισα λοιπόν πως ήταν ο
ψάλτης και είπα μέσα μου : "Ο ευλογημένος τόση ασέβεια έχει;
Μπήκε από την Ωραία Πύλη και με σπρώχνει;". Οπότε και γυρίζω και
βλέπω μια τεράστια φτερούγα που μου την είχε περάσει ο
Αρχάγγελος από τον ώμο μου και με οδηγούσε να κάνω τη Μεγάλη
Είσοδο. Το τι γίνεται εδώ μέσα, Πάτερ μου, στο Ιερό κατά τη
διάρκεια της Θείας Λειτουργίας δε λέγεται. Αυτά περίπου μου
είπε. Στο καινούριο βιβλίο όμως που εξεδόθη από τους Πατέρες
της μονής του Αγίου Δαυίδ και στη σελίδα 81 περιγράφει όπως και
άλλα πολλά που είχαμε ακούσει εμείς την ίδια λειτουργική θεωρία
και προσθέτει μερικά άλλα τα οποία σε εμένα δεν τα έχει πει. -
Πολλές φορές δεν μπορώ να αντέξω από αυτά που βλέπω και κάθομαι
στην καρέκλα. Οπότε όταν λειτουργώ με άλλους ορισμένοι
συλλειτουργοί μου νομίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία
μου και ανησυχούν. Αλλά δεν ξέρουν τι βλέπω και τι ακούω. Τι
φτερούγισμα, παιδί μου, οι Αγγελοι, τι φτερούγισμα. Μόλις ο
Ιερέας πει το "Δι' ευχών" στο τέλος φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις
και μέσα στο Ιερό πλέον έχουμε απόλυτη ησυχία. Αυτά από τον
Πατέρα Ιάκωβο.

***************************

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 1994

57 Η Θεία Λειτουργία. Προοίμιον τής αγίας αναφοράς. Μερος 2ον. Η Τριαδική αποστολική ευλογία

**************************


57Α Σκούπισμα του ναού κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας

Κάποτε, αδελφοί μου, σε κάποιο ανδρικό ρωσικό μοναστήρι, όπως
μας διηγείται ο στάρετς Σαμψών, κατά τη διάρκεια της Θείας
Λειτουργίας κάποιος μοναχός θυμήθηκε ότι του είχαν δώσει εντολή
να σκουπίσει καλά την πόρτα του Καθολικού, του κυρίου δηλαδή
Ναού, και αυτός το είχε λησμονήσει. - Ας το κάμω τώρα, είπε με
το λογισμό του, αφού αυτή τη στιγμή δεν είναι σπουδαίο το μέρος
αυτό της Θείας Λειτουργίας. Ησαν τα Πληρωτικά μετά την Μεγάλη
Είσοδο. Στη Θεία Λειτουργία όμως, έχουμε τονίσει αυτό
επανειλλημένες φορές, δεν υπάρχουν μεγάλες και μικρές στιγμές.
Ολες οι στιγμές είναι σπουδαίες. Και αυτό φαίνεται από την
ανάλυση που κάνουμε. Κάθε λόγος και ευλογία και κάθε κίνησις και
θέσις του Λειτουργού Ιερέως μέσα στη Θεία Λατρεία έχει την
ανυπέρβλητη σπουδαιότητά της. Η αξία της κάθε στιγμής της Θείας
Λειτουργίας είναι ειδική και ουράνια. Πήγε λοιπόν ο μοναχός,
πήρε τη σκούπα και άρχισε να σκουπίζει εκείνη την ώρα. Από μέσα
του νοερά έλεγε την ευχούλα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με",
και με τα μάτια του παρακολουθούσε πότε πότε τις εκφωνήσεις των
ειρηνικών. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και όπως έστρεψε το βλέμμα
του ψηλά βλέπει ξαφνικά να ανοίγουν οι τρούλοι της Εκκλησίας
όπως είναι οι ρωσικοί Ναοί και να παρουσιάζεται μπροστά του η
θριαμβεύουσα Εκκλησία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Φοβερή ήταν
όντως η εικόνα. Στο κέντρο υπήρχε μια μεγάλη τράπεζα όσο και ο
ουρανός και μπροστά από αυτήν τρεις Αρχιερείς ήσαν γονατιστοί.
Αυτούς τους τρεις Αρχιερείς τους περιέβαλλαν και άλλοι και άλλοι
και άλλοι και αυτούς πλήθος Ιερέων και Διακόνων. Δεξιά και
αριστερά ίσταντο αγγελικές χωρωδίες με απερίγραπτη απαστράπτουσα
ομορφιά. Η δόξα και το φως ανέκφραστα. Οι μελίρρυτες και
ακατάληπτες μελωδίες των παρισταμένων Ταξιαρχιών τον γέμισαν από
θεία μακαριότητα και ευφροσύνη. Ετελείτο τροπον τινά η ουράνιος
Θεία Λατρεία σε μια όμως παράξενη μορφή που έμοιαζε με την
επίγεια Θεία Λειτουργία και ετελείτο ολόκληρη. Την τελούσαν
άγιοι Ιεράρχες, Ιεράρχες σαν τον Μέγα Βασίλειο, τον Αγιο
Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, - τρεις -
σαν τον Μέγα Αθανάσιο, τον Μέγα Φώτιο και τον Αγιο Γρηγόριο τον
Παλαμά, - τρεις - σαν τον Αγιο Νικόλαο, τον Αγιο Σπυρίδωνα, τον
Αγιο Νεκτάριο, - τρεις -. Εστάθη ο μοναχός ακίνητος,
μαρμαρωμένος σαν κολώνα μέχρι που τελείωσε η Θεία Λειτουργία.
Αλλά και εκεί στον ουράνιο Ναό της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας, της
Ανω Ιερουσαλήμ, και εκεί κοινώνησαν και κοινωνούν. Κοινωνούν
αδιαλείπτως από τη δόξα και το άκτιστον τριαδικό φως, από την
αμβροσία της θείας μακαριότητος, από το ποτήριον των απορρήτων
Μυστηρίων. Φεύγοντας οι μοναχοί από την Εκκλησία τον είδαν
ακίνητο και μαρμαρωμένο το μοναχό. Ηταν σα στήλη άλατος,
μουσκεμένος από τα δάκρυα, κυριολεκτικά μουσκεμένος. Ολα τα ράσα
του, τα πάντα ήταν μούσκεμα σαν να είχε βγει από βροχή.
Στράγγιζαν τα ράσα του λέει από τους ποταμούς των δακρύων. Τον
πήραν λοιπόν με πολλή προσοχή και τον μετέφεραν απαλά απαλά στο
κελλάκι του. Και εκεί μέσα έμεινε ώρες πολλές σα χαμένος,
τελείως εκστατικός, θαμπωμένος από τη θεία αποκάλυψη. Οταν
συνήλθε ήρθε και ο Πνευματικός του. Τον συνέφερε από τα δάκρυα
και κατόπιν πήγαν μαζί στον Ηγούμενο της μονής, όπου και
διηγήθηκε με δέος και ταπείνωση πολλή το εξαίσιον και θείον
όραμά του. Ισως να ήταν ο Αγιος Σαμψών ο στάρετς όταν πρωτομπήκε
φαίνεται νεαρός δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι. Πιθανόν, δεν το
λέει αλλά τέτοια υποψία υπάρχει.

****************************************

57A Περιστέρι πάνω από τα Τίμια Δώρα

Από τις σημειώσεις που βρήκα τώρα τελευταία μου διηγείτο ο
παπα-Κυριάκος από το Τσατσιφλίκ της Δράμας ότι προ του 1920 είχε
γνωρίσει ένα Ιερέα ο οποίος δεν έκαμε τον καθαγιασμό των Τιμίων
Δώρων εάν προηγουμένως δεν ήρχετο ένα λευκότατο αστραφτερό
περιστέρι λουσμένο μέσα σε άπλετο λευκό φως να στέκεται ακίνητο
πάνω σε αυτά, τα Τίμια Δώρα. Και μετά τον καθαγιασμό για λίγες
στιγμές να αστράφτει ολόκληρο το Αγιον Βήμα και το περιστέρι να
εξαφανίζεται. Κάποτε δεν ήλθε το περιστέρι. Και εκείνος
περίμενε. Και μαζί του περίμενε όλο το χωριό, 1920 μιλάμε, γιατί
ήταν Χριστούγεννα. Η ώρα περνούσε και ο ευλαβής εκείνος Ιερεύς
δεν έλεγε να κάμει τη μεταβολή, διότι δεν ήξερε άλλον τρόπο.
Αυτό γνώριζε, αυτό ζούσε. Κάθε φορά που ήταν να γίνει η μεταβολή
και ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων ήρχετο το πανάλευκο αυτό
περιστέρι. Και άρχισε να κλαίει. Την ευχή του να έχουμε από τους
Ουρανούς και τις πρεσβείες του. Τότε βγαίνει λοιπόν στο
εκκλησίασμα και τους λέει: - Το Αγιον Πνεύμα δεν κατεβαίνει. Το
περιστέρι δεν ήρθε. Συγχωρέστε με, συγχωριανοί μου, είμαι
αμαρτωλός. Συγχωρέστε με, συγχωρέστε με. Εγώ θα καθήσω εδώ να
περιμένω μέχρι που να έρθει. Εσείς τι θα κάνετε; Τι θα κάνει το
χωριό, θα 'φευγε; Εκατσε και εκείνο και περίμενε. Αλλά μόλις
τελείωσε βλέπει ξαφνικά το περιστέρι να κατεβαίνει σαν αστραπή
από τον τρούλο της Εκκλησίας και να στέκεται όπως πάντα πάνω από
τα Τίμια Δώρα, όλο φως και όλο δόξα. Και εκείνος ο παππούλης
είπε: - Ηρθε. Και γύρισε απλά και έκαμε τον καθαγιασμό και
συνέχισε τη χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία.

*******************************************

57Β Ο παπα-Δανιήλ

Χριστιανοί μου, πολλές δωρεές, πολλές ευλογίες και πλούσια
Τριαδικά χαρίσματα ελάμβανε κάθε μέρα, στην καθημερινή του Θεία
Λειτουργία, ο παπα-Δανιήλ ο ησυχαστής στο Αγιον Ορος. Αυτός
λειτουργούσε κάθε μέρα ακόμα και τη Μεγάλη Σαρακοστή επί 60
ολόκληρα χρόνια. Πολλά είχα ακούσει για αυτόν τον ασκητή
Λειτουργόν του Υψίστου. Ητο επίγειος Αγγελος και αγγελικά μαζί
με τους Αγγέλους λειτουργούσε. Ο Πνευματικός μου παππούς, γέρων
Ιωσήφ ο Σπηλιώτης και ησυχαστής, μαζί με τον παραδελφό του,
Γέροντα Αρσένιο, οδοιπορούσαν επί ώρες για να τον βλέπουν και να
τον απολαμβάνουν λειτουργούντα. Τίποτα άλλο δεν ήθελαν, μόνον να
τον βλέπουν λειτουργούντα. Ησύχαζε και λειτουργούσε στη σπηλιά
του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου. Για αυτόν γράφουν και λένε οι
Πνευματικοί Πατέρες οι Αγιορείτες ότι ήτο λειτουργικόν πνεύμα
και μια πυρός φλοξ, σύμφωνα με το ψαλμικόν: "Ο ποιών τους
Αγγέλους Αυτού πνεύματα και τους Λειτουργούς Αυτού πυρός φλόγα",
από τον 103 Ψαλμό. Οσοι είχαν παρακολουθήσει έστω και μία Θεία
Λειτουργία του παπα-Δανιήλ ομολογούσαν ότι ήταν πραγματική
μυσταγωγία, μια κατάβασις της ουράνιας λατρείας κάτω στη γη εκεί
στη σπηλιά όπου λειτουργούσε ο παπα-Δανιήλ αλλά συγχρόνως και
μια πραγματική ανάβασις του επι γης θυσιαστηρίου στην ουράνια
λατρεία, στο ουράνιον θυσιαστήριον της Ανω Ιερουσαλήμ. Και για
να έχει η Λειτουργία του μεγαλύτερο μάκρος τελούσε κάθε μέρα τη
Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, που ως γνωστόν την τελούμε
μόνον 10 φορές το χρόνο. Εδιάβαζε τις Ευχές αργά αργά και με
νόημα, με πολλή κατάνυξη. Δεν εβιάζετο καθόλου. Από ποιον να
βιαστεί και γιατί; Ολη νύχτα και κάθε νύχτα ήταν δική του.
Ησυχαστής ήταν. Ποιες θα ήταν οι εργασίες του τη μέρα; Μόνον
προσευχή και Λειτουργία. Με την κατάνυξη ήρχοντο άφθονα, ήρεμα
και γλυκύτατα δάκρυα, τα γλυκύρροα όπως τα λένε οι νηπτικοί
Πατέρες. Από την ευφροσύνη της κατανύξεως και των πολλών δακρύων
σταματούσε τις εκφωνήσεις και το διάβασμα των Ευχών. Τόση δε
ήταν η κατάνυξίς του ώστε δεν έλεγε "Δι' ευχών" εάν δεν εγίνετο
το χωματένιο δάπεδο της θεόκτιστης σπηλιάς λάσπη από τα δάκρυα.
Για 60 ολόκληρα χρόνια λειτουργούσε κάθε μέρα αδιαλείπτως χωρίς
κανένα κενό, ούτε ένα. Μετά το πέρας της τελευταίας Θείας
Λειτουργίας, όταν απεσύρθη για να ησυχάσει - είχε αυτή την αγία
συνήθεια να αποσύρεται για μια-δυο ώρες και να απολαμβάνει το
μεγαλείο των θείων δωρεών που ελάμβανε στη Θεία Λειτουργία -
εκοιμήθη. Κάθε του Θεία Λειτουργία διαρκούσε ώρες πολλές.
Μακάριες οι στιγμές και οι ώρες που ηρπάζετο ο νους του
παπα-Δανιήλ στην ουράνια λατρεία και εκεί με τις δεήσεις του και
με τις παρακλήσεις του τις γεμάτες κλαυθμούς και δάκρυα γέμιζε
την κτίσιν του Θεού - τι λένε οι Πατέρες για αυτόν - με
παραδεισένια ομορφιά αλλά και τους κλονισμένους χριστιανούς στον
κόσμο στερέωνε, τους αδυνάτους δυνάμωνε, τους εσκοτισμένους
φώτιζε, τους θλιμμένους και πονεμένους παρηγορούσε, τους
μοναχούς προστάτευε, τους αγωνιζομένους πιστούς θωράκιζε. Και
με το πλήθος αυτό των καθημερινών του δακρύων και κλαυθμών
άνοιγε δρόμους σωτηρίας για μας τους αμαρτωλούς. Ηταν ένας από
εκείνους τους λίγους της κάθε γενιάς που αγγελομόρφωνε τον
κόσμο. Είναι φράσεις των Πατέρων για τον παπα-Δανιήλ. Η χάρις
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός
και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είοι με τα πάντων ημών.
Πιστεύω όταν θα το 'λεγε αυτό όλη η ευλογία η τριαδική αυτή του
Θεού θα περνούσε από τα χέρια του σε όλον τον κόσμο.

***************************

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 1994

56 Η Θεία Λειτουργία. Προοίμιον τής αγίας αναφοράς. Μερος 1ον. Στώμεν καλώς

****************************

56Α Φωτιές από το Αγιο Ποτήριο

Το 1950 ή 51 δεν θυμάμαι ακριβώς, πήγαμε με τα κατηχητικά
σχολεία της Δράμας στο Μπράβι Καβάλας, τη σημερινή
Ελευθερούπολη, επί τη λήξη των κατηχητικών σχολείων. Το
απογευματάκι κάναμε μια εκδήλωση εκεί με τραγούδια, τοπικούς
χορούς, με χριστιανικά σκετς και άλλα πολλά. Εγώ δεν ελάμβανα
μέρος και κάθισα εκεί κάπου κοντά μαζί με κάτι παππούληδες. Με
τραβούσε το ράσο λιγάκι και κάθισα κοντά τους. Παρακολουθούσαν
εκεί όλο το χωριό τις εκδηλώσεις. Και σε μια στιγμή λέει ο
Ιερεύς γυρίζοντας σε μένα: - Δεν θα ήταν πιο καλύτερα να
μαζεύαμε όλους αυτούς τους νέους και είστε τόσοι πολλοί - και
πράγματι ήμασταν πολλοί, μπορεί να ήμασταν και 500, όλα νέα
παιδιά - και να λέγαμε κάτι από τη Θεία Λειτουργία; Γιατί
συμβαίνουν τόσα φοβερά εκεί μέσα και οι χριστιανοί μας και οι
πιστοί μας δεν τα γνωρίζουν. - Εχεις δίκιο, λέω, παππούλη,
γιατί τέτοια πράγματα λέει και ο γέροντας από τη Σίψα. - Α, μου
λέει, τον ξέρεις; - Τον ξέρω. Για πες μου τίποτα από αυτά και
άστους αυτούς να τραγουδούν. Πού είσαι εδώ στο Μπράβι; - Οχι,
είμαι στη Νικίσιανη. Το βρήκα γραμμένο πριν από τις γιορτές και
είπα να σας το πω σήμερα αυτό. Κάποτε, λέει, έβλεπα μέσα σε
όλες τις Ακολουθίες και ειδικότερα στη Θεία Μετάληψη και στη
Θεία Λειτουργία, στις ευχές ότι ο Θεός είναι πυρ καταναλίσκον
και αλοίμονο σε αυτούς που κοινωνούν αναξίως. Καταφλέγει τους
πάντας. Ενώ στον άξιο καίει την αμαρτία και καταφλέγει το
διάβολο. Και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ο Θεός
να είναι φωτιά και τον μεν άξιο να φωτίζει, να χαϊδεύει, τον δε
ανάξιο να κατακαίει. Δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό και το
είχα για πολύν καιρό απορία. Σε μια Λειτουργία, μετά τον
καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων - τώρα πέρασαν και χρόνια δεν
θυμάμαι πώς ακριβώς μου τα έλεγε και με τον δικό του τρόπο τον
απλό, πατήρ Ιωάννης, έτσι λεγόταν, έχει κοιμηθεί τώρα - βλέπω,
λέει, ξαφνικά, όταν σηκώθηκα γιατί ήταν καθημερινή από το Αγιο
Ποτήριον να βγαίνουν φωτιές, μετά τον Καθαγιασμό των Τιμίων
Δώρων. Τρόμαξα, λέει και εγώ, γούρλωσα τα μάτια μου, και έλεγα:
"Θεέ μου, πάρτο τώρα αυτό από εδώ γιατί πώς θα κοινωνήσω
ύστερα;". Και σταμάτησα τη Θεία Λειτουργία και δεν είπα τίποτε
άλλο παρακάτω μέχρι που να φύγει αυτό. Και τελικά εδέησε ο καλός
Θεός να το πάρει. Από τότε λέει τι να πω; Δεν θα ήταν πιο
ωφέλιμη αυτή η ιστορία από όλα όσα γίνονται εδώ; Εσείς τι λέτε
δεν θα ήταν πιο ωφέλιμα από τα τραγουδάκια και τα σκετσάκια;

**********************************************

56A Φλόγα μέσα από το Αγιον Ποτήριο

Ενα παρόμοιο γεγονός το διηγείται ο στάρετς Σαμψών της Ρωσίας,
που εκοιμήθη μάλιστα οσιακώς πρόσφατα το 1979. Κάποτε κάποιος
απλός Ιερομόναχος λειτουργούσε, γράφει. Και στο "Πρόσχωμεν τα
Αγια τοις Αγίοις", καθ' ω χρόνο σήκωσε τον Αμνό, το Σώμα του
Κυρίου ψηλά και σταυροειδώς πάνω από το Αγιον Δισκάριο, βλέπει
ξαφνικά να αναπηδά από το Αγιον Ποτήριο μια φλόγα, φλόγα λευκής
φωτιάς. Δεν κατέβηκε η φλόγα από πάνω προς τα κάτω αλλά
αναπήδησε μέσα από το Αγιον Ποτήριο. Ηταν τόση η έκπληξη, ο
θαυμασμός και το δέος που τον κατέλαβε ώστε δεν μπορούσε να
κάνει την ένωση, δηλαδή να βάλει το Σώμα μέσα στο Αγιον Ποτήριο.
Το παρακολουθούσε βουβός από το δέος με αίσθημα πλήρους
ταπεινώσεως και συντριβής μέχρι που αυτό εξαλείφθηκε. Μάλιστα,
λέει, ο στάρετς Σαμψών, αυτό συνέβη στις πονηρές ημέρες μας,
στην εποχή της αποστασίας, σε έναν απλό και τυχαίο Λειτουργό της
Ορθοδόξου Εκκλησίας.

**********************************************

56A Φλόγα όταν η Θεία Κοινωνία έπεσε κάτω

Εγώ όμως έχω να προσθέσω και ένα τρίτο γεγονός, σχεδόν παρόμοιο,
που συνέβη το Δεκέμβριο που μας πέρασε. Σε ένα Ναό του Αγίου
Νικολάου που πανηγύριζε σε μια γειτονική μας Μητρόπολη, στις
6-12-1993, εκκλησιάστηκε κάποιος χριστιανός. Πολύς ο κόσμος, οι
άγιοι επίτροποι : "Περάστε μπροστά, περάστε μπροστά", βρέθηκε
λοιπόν εδώ μπροστά, στο σολέα. Μετά το κήρυγμα βγήκε ο
Αρχιερεύς, είπε "Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε"
και ένας Ιερεύς μαζί με έναν Διάκονο άρχισαν να κοινωνούν τους
πιστούς. Αλλά ο συνωστισμός πολύς, αταξία μεγάλη και μέσα στα
σπρωξίματα φαίνεται κάποιος χτύπησε το χέρι του Ιερέως και έπεσε
η Θεία Μετάληψις κάτω. Απομάκρυναν λοιπόν αμέσως τον κόσμο και ο
χριστιανός είδε. Τι είδε ο χριστιανός αυτός; Είδε ακριβώς εδώ
στο σολέα, όπου έπεσε η Θεία Κοινωνία να αναπηδά μια λευκή
φλόγα, όχι λέει σαν τις φλόγες που ξέρουμε. Αυτή ήταν άσπρη και
κυματιστή. Ετσι κινείται και η φλόγα. Ηθελα να του πω μήπως
έριξαν οινόπνευμα. Μου λέει "Στάσου, μη βιάζεσαι, άσε με να
τελειώσω". Και μπαίνει μέσα ο Ιερεύς και ο Διάκονος, αφήνουν το
Αγιο Ποτήριο πάνω στην Αγία Τράπεζα, έρχεται ο Ιερεύς έξω και
γονατίζει και σκύβει και άρχισε λέει να ρουφά - αυτό έβλεπε - τη
φλόγα. Αφού την κατάπιε ολόκληρη εξαφανίστηκε. Υστερα έρχεται
λέει ο Διάκος και ρίχνει με ένα μπουκαλάκι οινόπνευμα και με
σπίρτα, ρίχνει επάνω στο τσιμέντο, στο πλακάκι, τι ήταν εκεί,
οινόπνευμα, άναψε και ένα σπίρτο και άρχισε να καίγεται. Αυτή η
φλόγα όμως ήταν διαφορετική από την άλλη. Συγκλονίστηκε από αυτό
το γεγονός που είδε, από το πρώτο, όχι το δεύτερο, το δεύτερο
ήταν κάτι υλικό και πραγματικό. Μέρα νύχτα εβασανίζετο από αυτό
που αντίκρυσαν τα μάτια του, μέρα νύχτα. Μέσα του έγινε ένας
πραγματικός σεισμός. Και από εκείνη τη στιγμή και ύστερα είπε
πρέπει να πάω να εξομολογηθώ. Ουδέποτε είχε πάει σε Πνευματικό
και σε εξομολόγηση. Και είχε 40 χρόνια να κοινωνήσει. Ετσι μια
εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα βρέθηκε μπροστά στο Πετραχείλι και
όπως μου το διηγήθηκε σας το ανέφερα, βέβαια με την άδειά του
και ανώνυμα.

*******************************************

56Β Ο Αγιος Ιάκωβος ο Νεομάρτυς

Γύρω στο 1520, χριστιανοί μου, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας
έμπορος ονόματι Ιάκωβος. Ηταν χριστιανός αλλά η πόρτα της
Εκκλησίας δεν τον ήξερε. Την περνούσε μόνο δυο τρεις φορές το
χρόνο και πώς να θυμόταν η πόρτα της Εκκλησίας ποιος ήταν ο
Ιάκωβος. Οσο δε για την πόρτα του Πνευματικού αυτή δεν την είχε
δει ποτέ. Σήμερα θα λέγαμε χριστιανός της ταυτότητας ΧΟ. Κάποια
μέρα λοιπόν ξαφνιάστηκε όταν άκουσε έναν φίλο του Τούρκο να
θαυμάζει την πίστη των χριστιανών. Τι του είπε; - Είχα τη
γυναίκα μου άρρωστη. Και αφού δεν είδα κανένα καλό από όλους
τους δικούς μας γιατρούς πήγα να τη διαβάσει ο δικός σας ο
Πατριάρχης ο Νήφων. Τελείωνε εκείνο το πρωινό η Εκκλησία σας
και φώναξα εκεί στην πόρτα και λίγο πιο μέσα τον Πατριάρχη. Ηρθε
ντυμένος όπως ήταν, με τα παράξενα εκείνα ρούχα που φορούσε,
εννοούσε βέβαια τα άμφια, και άρχισε να διαβάζει την άρρωστη
γυναίκα μου. Μόλις άρχισε το διάβασμα ο Πατριάρχης ξαφνικά
άνοιξε ο τρούλος της Εκκλησιάς σας και ξεχύθηκε ένα φως πολύ
δυνατό από τον ουρανό προς τα κάτω. Και δεν το είδα μόνον εγώ
αλλά το είδαν και οι σκλάβοι μου, οι υπηρέτες μου και τρόμαξαν.
Αυτό το ουράνιο φως σκέπασε τον Πατριάρχη και τη γυναίκα μου τη
Φατμέ, φωτίζοντας συγχρόνως πολύ παράξενα και όλη την Εκκλησία.
Και η γυναίκα μου η Φατμέ σηκώθηκε, έγινε καλά. Γι' αυτό σου λέω
ότι έχετε σπουδαία πίστη σεις οι Ρωμιοί, οι χριστιανοί. Τα
λόγια αυτά συγκλόνισαν τον Ιάκωβο, ένιωσε σαν να ξυπνάει από
όνειρο. Μαχαίρια του τρύπησαν την καρδιά. Ανοιξε ο νους του,
φωτίστηκε. Κατάλαβε πολύ καλά τι πολύτιμος θησαυρός ήτο η
ορθόδοξος πίστις του. Κατενύχθη, δάκρυσε, ντράπηκε. Και ντράπηκε
που ένας Τούρκος είχε εκτιμήσει πολύ περισσότερο από αυτόν τη
χριστιανική του πίστη. Ντράπηκε πάρα πολύ. Οι πολλές δουλειές
και η πλεονεξία του τον κοίμιζαν ή μάλλον τον τύφλωναν και δεν
τον άφηναν να δει την ομορφιά, την αλήθεια και τη δύναμη της
χριστιανικής πίστεως. Η επομένη μέρα ήτο Κυριακή. Πηγαίνει
λοιπόν από τα χαράματα στην Εκκλησία, παρακολουθεί κλαίγοντας
τον Πατριάρχη Νήφωνα, τον μετέπειτα Αγιο της Εκκλησίας μας, τον
Αγιο Νήφωνα, να τελεί την αναίμακτη θυσία της Θείας Λειτουργίας.
Κι έφτασε η στιγμή της Αγίας Αναφοράς. Μετά το "Στώμεν καλώς"
του Διακόνου ακολουθεί η τριαδική ευλογία υπό του Πατριάρχου.
Και από τα χέρια του Αγίου Νήφωνος, όπως ευλογούσε τον λαό,
βλέπει να ξεπετάγονται ακτίνες και αστραπές θείου φωτός που
χτυπάνε τα στήθη των εκκλησιαζομένων χριστιανών. Μια ακτίνα
αυτού του ακαταλήπτου, φαντάζομαι ακτίστου, φωτός χτύπησε και τα
στήθη του Ιακώβου. Και τότε πλημμύρισε από ευτυχία, από
μακαριότητα, από θεία ευφροσύνη, από ανέκφραστη μέσα του γαλήνη.
Ούτε κατάλαβε πότε τελείωσε η Θεία Λειτουργία. Ηταν μόνος του
εκεί, είχαν φύγει όλοι και αυτός είχε μείνει μόνος του. Το ίδιο
απόγεμα ζήτησε τον Πατριάρχη και εξομολογήθηκε με πολλή συντριβή
και ειλικρίνεια. Τόσα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και δεν είχε
πάρει είδηση ότι είχε δίπλα του έναν άγιο κληρικό, έναν έμπιστο
και σοφό θησαυροφύλακα του πλούτου της αγάπης του Θεού, έναν
πιστό αληθινό οικονόμο της θείας χάριτος. Μέχρι τώρα
εμπιστευόταν μονάχα τα λεφτά του. Μέσα σε μια μέρα όμως άλλαξε ο
Ιάκωβος. Μοίρασε ολόκληρη την περιουσία του στους φτωχούς,
300.000 χρυσά νομίσματα. Για την εποχή μας ξέρετε τι θα λέγαμε;
2 δισεκατομμύρια. Και έγινε μοναχός, καλόγηρος. Η δράσις του
κατόπιν, τα κηρύγματά του ήσαν φλογερά σαλπίσματα για να
ξυπνήσει το σκλαβωμένο γένος των Ορθοδόξων Ελλήνων. Αυτό δεν
άρεσε βέβαια στους κατακτητές, στους Τούρκους, τον συνέλαβαν και
ύστερα από μαρτύρια φρικτά τον απεκεφάλισαν. Ετσι ο Αγιος
Ιάκωβος ο Νεομάρτυς μαρτύρησε για τη δόξα του Χριστού από ένα
γεγονός που συνέβη σε έναν αλλόθρησκο, σε έναν αλλόπιστο, σε
έναν Τούρκο, το Νοέμβριο του 1520.

********************

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 1993

55 Η Θεία Λειτουργία. Τάς θύρας, τάς θύρας

Αρπαγή κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας

Κάποτε, χριστιανοί μου, μια ψυχή προσευχομένη με το κομποσχοινάκι στη Θεία Λειτουργία, ήταν δαχτυλιδάκι και δεν εφαίνετο από τους άλλους εκκλησιαζομένους, σε μια στιγμή ένιωσε σαν να μην ευρίσκετο μέσα στο Ναό και όμως και άκουγε και έβλεπε τα τελούμενα. Και με τα μάτια της ψυχής της βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα μια μεγάλη καρδιά που την τρυπούσε μια λόγχη, μια πολύ μεγάλη λόγχη, η οποία άρχισε να βγάζει αίμα, αίμα πολύ, αίμα άλικο, πανάγιο, το οποίο άρχισε με έναν πολύ περίεργο τρόπο να πιτσιλίζει.
Πώς τρυπάμε ξαφνικά έναν ασκό και πετάγεται το νερό με ορμή; Κάπως έτσι. Και άρχισε να την διαποτίζει και να διαποτίζει όλα τα μέλη του σώματός της, την καρδιά, τον νου, τις αισθήσεις της ψυχής και του σώματος. Ολόκληρη λούστηκε μέσα στο αίμα. Πώς; Δεν ξέρει. Από τα μάτια άρχισαν να κυλούν ποτάμια τα δάκρυα βουβά. Η καρδιά θερμαίνεται, ο νους φωτίζεται, οι λογισμοί λαμπρύνονται, η ψυχή δοξάζεται, οι αισθήσεις αγάλλονται, το σώμα σε πλήρη και ολοκληρωμένη πνευματική ευφροσύνη.
Παντού βασίλευε η ειρήνη και μέσα της και γύρω της. Και να που σε λίγο ο Λειτουργός Ιερεύς καλεί και αυτήν και τους άλλους να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων.
- Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.
Και το Πανάγιον Αίμα του αγίου Ποτηρίου ενώνεται με αυτό που πριν, από πόση ώρα δεν εγνώριζε, που το έλαβε πνευματικά να γίνεται ένα και το αυτό. Η μήπως ήταν το ίδιο; Ποιος ξέρει; Και θεία ευφροσύνη ως αίσθηση ψυχής και σώματος της συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Δάκρυα, πολλά δάκρυα. Δόξα στο όνομά Σου, Θεέ μου.

Έδειρε το διάβολο και είδε την Αγία Κοινωνία κομμάτι κρέας
και αίμα

Αυτή η θεία επίσκεψη μου θύμισε έναν γέροντα ησυχαστή, τον Πατέρα Αυγουστίνο, που ηγωνίζοντο μόνος ερημικά και ασκητικά σε ένα κελλί της μονής Φιλοθέου στο Αγιον Ορος, που το κελλάκι
ονομάζεται τα Εισόδια της Θεοτόκου.
Κάποτε όπως διηγείται ο ίδιος, ενώ έκανε ένα βράδυ συνέχεια μετάνοιες και σταυρωτά κομποσχοίνια, του παρουσιάζεται ο διάβολος μέσα στο φτωχικό του κελλάκι σαν σκύλος φοβερός που πετούσε φωτιές από το στόμα του. Και όρμησε πάνω στο γέροντα για να τον πνίξει ουρλιάζοντας και λέγοντας ότι καιγόταν από τις προσευχές και τα κομποσχοίνια του. Μην τρομάζετε, σε εμάς δεν έρχεται. Ο γέροντας Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε πάνω στον τοίχο και του είπε:
- Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς με τόση μανία και τόση κακία και τόση σκληρότητα τα πλάσματα του Θεού;
Οπότε αμέσως λυσσασμένος ο διάβολος από την ντροπή του εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του καπνό, βρωμιά και δυσωδία.
Και ο πατήρ Αυγουστίνος συνέχισε να διηγείται: Ο διάβολος πολύ δυνατός αλλά κι εγώ με τη βοήθεια του Θεού μπαμπάτσικος, τον πέταξα και τον κόλλησα στον τοίχο. Μπαμπάτσικος σημαίνει πολύ πολύ γερός. Υστερα, όμως, συνέχισε ο γέροντας, άρχισα να λυπάμαι και να ελέγχομαι από τη συνείδηση γιατί χτύπησα το διάβολο. Σκεφτείτε λεπτότητα ψυχής. Περίμενα με αγωνία πότε να φωτίσει να τρέξω να πάω στον Πνευματικό μου να εξομολογηθώ που χτύπησα το διάβολο. Οταν ξημέρωσε λοιπόν πήγα στην Προβάτα,- από το κελλάκι του μέχρι την Προβάτα είναι μιάμισι ώρα δρόμο με τα πόδια - βρήκα τον Πνευματικό μου και εξομολογήθηκα τι έγινε στην προσευχή και πώς χτύπησα το διάβολο.
Ο Πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός και δεν μου έβαλε καθόλου κανόνα αλλά μου είπε να κοινωνήσω το άλλο το πρωί. Εγώ από τη χαρά μου πετούσα. Ολη τη μέρα δουλειά και όλη τη νύχτα άγρυπνος με κομποσχοίνια και μετάνοιες. Το πρωί κατά τις 5 πήγα στη Θεία Λειτουργία για να κοινωνήσω.
Οταν ο Ιερεύς έβαζε την Αγία Λαβίδα στο στόμα μου, είδα την Αγία Κοινωνία ένα μεγάλο
κομμάτι κρέας και αίμα και το μασούσα και μασούσα και τη μασούσα για να την καταπιώ. Τι ευφροσύνη ήταν αυτή! Ηταν τόσο μεγάλη η ακατάληπτη αγαλλίασις που δεν μπορούσα να την αντέξω. Από τα μάτια μου ποτάμια έτρεχαν τα δάκρυα μου. Καρδιά και σώμα εδονούντο από ανέκφραστη ευτυχία. Και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα.. Εφυγα γρήγορα γρήγορα για να μη με δουν οι Πατέρες, οι μοναχοί, για να μην δουν τις θεϊκές αλλοιώσεις που είχα υποστεί αναξίως από τον Θεόν. Ολα αυτά τα απεκάλυψε ο ίδιος στον πατέρα Παϊσιο, το γνωστό μοναχό και ασκητή από το Αγιον Ορος.

Αρπαγή

Κάποτε, χριστιανοί μου, ένας ευσεβής χριστιανός, απλός χριστιανός, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, είδε με τα μάτια της ψυχής του, διά της νοεράς δηλαδή αισθήσεως, εν εκστάσει και θεωρία πνευματική, όραμα φοβερόν. Μετά την εκφώνηση "Τας θύρας, τας θύρας" και ενώ απαγγέλεται το Σύμβολο της Πίστεως, ο Λειτουργός σηκώνει ψηλά τον Αέρα που σκεπάζει τα
Τίμια Δώρα και τον κινεί πάνω από αυτά ρυθμικά.
Τι είδε αυτός ο ευσεβής χριστιανός; Είδε εν εκστάσει τον Αέρα αυτόν να τον κρατάνε δεκάδες αγγελικά χέρια μαζί με τα χέρια του Ιερέως και να τον κινούν και αυτοί μαζί του. Και των Αγγέλων εκείνων τα χέρια σε κάποια στιγμή άρχισαν να διπλώνουν τον Αέρα με ιεροπρέπεια και ευλάβεια πολλή.
Η κίνησις αυτή του Αέρως αναφέρεται συμβολικά στο θρίαμβο της πίστεως. Και τη στιγμή που εδιπλώνετο το κάλλυμα αυτό το ιερό του Αέρως, εφάνη αόρατος λίθος να κυλίεται εκ θύρας μνημείου ενώ από τα χείλη των Αγγέλων ηκούετο ουράνιος, μελίρρυτος ψαλμωδία που έψελε το "Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον". Το Αγιον Βήμα και ο τρούλος του Ναού πλημμύρισε από την παρουσία χιλιάδων Χερουβείμ και Σεραφείμ τον επινίκιο ύμνο άδοντα και ψάλλοντα : "Αγιος, Αγιος, Αγιος, Κύριος Σαβαώθ" ενώ από πλήθος άλλων αγγελικών τάξεων ηκούετο χαρμόσυνα και πανηγυρικά το "Δόξα εν υψίστοις Θεώ" ή το Αλληλούια ή άλλοι ακατάληπτοι ύμνοι. Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε, που αποκαλύπτεις τα ουράνια μυστήρια της
Θείας Λατρείας, της Λατρείας του Ουρανού και σε εμάς τους αμαρτωλούς και αναξίους.

Λοιπόν ποιον να θυμιάσω;

Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς κάποτε όταν θύμιαζε το Ναό πέρασε μπροστά από μια χριστιανή και δεν τη θύμιασε και στο διπλανό στασίδι που ήταν άδειο το θύμιαζε και το ξαναθύμιαζε και το ξαναθύμιαζε. Και εκείνη στο τέλος παραπονέθηκε. Λέει:
- Εμένα δεν με θύμιασες και το διπλανό που ήταν άδειο το θύμιασες.
- Εσύ ήσουνα μέσα στο Ναό αλλά ήσουν απ' έξω. Και αυτή που έλειπε από εδώ και άρρωστη στο κρεββάτι στο σπίτι της ήταν μέσα στο Ναό. Λοιπόν ποιον να θυμιάσω; Αυτόν που ήταν μέσα ή αυτόν που ήταν έξω κατά την ψυχή;

Ο παπα-Ματθαίος, ο εξόριστος στη Σιβηρία

Γνώρισα ευσεβή κληρικό, τον Πατέρα Ματθαίο, που έζησε ύστερα από 20 χρόνια εξορίας στην παγωμένη Σιβηρία ύστερα από αφάνταστες κακουχίες και βασανιστήρια. Από τους 1200 ιερωμένους Επισκόπους, Ιερείς, Διακόνου, και Μοναχούς επέζησαν μόνον 100, ανάμεσα στους οποίους και ο Πατήρ Ματθαίος με την οικογένειά του διότι ήτο έγγαμος Ιερεύς. Για φελόνια είχε ένα τσουβάλι και για Πετραχείλι κομμάτια από χαρτόνι και λειτουργούσε μέσα στους πάγους, χρησιμοποιώντας για πρόσφορα ένα κομμάτι ψωμί και για Αγιο Ποτήριο ένα κοινό ποτήρι, ένα κύπελλο. Και λειτουργούσε κάτω από τέτοιες συνθήκες 20 με 30 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Οι
διηγήσεις του προκαλούν δέος.

Η σαύρα

Κάποτε, χριστιανοί μου, σε ένα χωριό λειτουργούσε ένας ευλαβής Ιερεύς σε ένα παλιό εξωκλήσι πολύ χαμηλοτάβανο. Είπε λοιπόν "Τας θύρας, τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν", πήρε στα χέρια του το ιερό κάλλυμα, το σήκωσε και άρχισε να το κινεί ρυθμικά πάνω από τα Τίμια Δώρα ενώ απ' έξω ο ψάλτης έλεγε το "Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα". Οι χριστιανοί ήσαν τρεις, τέσσερις εκείνοι που έκαμαν την ιδιωτική Λειτουργία. Ξαφνικά από το ταβάνι του θόλου του Ιερού Βήματος που ήτο πολύ χαμηλό πέφτει μια σαύρα. Και πού έπεσε λέτε; Μέσα στο Αγιον Ποτήριο. Η σαύρα ψοφάει. Δεν είχαν καθαγιαστεί ακόμη τα Τίμια Δώρα. Αν ήθελε ο Ιερεύς μπορούσε να τη βγάλει. Ατάραχος όμως αυτός ο παππούλης συνέχισε τη Θεία Λειτουργία σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κοινώνησε αυτός, κοινώνησε και τους δυο τρεις χριστιανούς, οι οποίοι τελούσαν είπαμε τη Θεία Λειτουργία σε εκείνο το εκκλησάκι και στο τέλος δόξα στο όνομά Σου, δόξα στην πίστη εκείνου του ανωνύμου Ιερέως κατέλυσε τη Θεία Κοινωνία τρώγοντας και τη σαύρα.
Μάλιστα έφαγε τη σαύρα που είχε ποτιστεί όμως με το Αίμα του Θεανθρώπου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Πώς να μη θαυμάσεις τέτοιου είδους πίστη! Και ύστερα μας λέν ότι μεταδίδονται δήθεν μικρόβια. Πώς να μην υποκλιθείς μπροστά στην ευλάβεια και την πίστη ενός τοιούτου Λειτουργού Ιερέως. Ολοζώντανο αυτό το θαύμα. Πώς να μη γονατίσεις και να ασπαστείς τα πόδια αυτού του αγνώστου Ιερέως που ομολόγησε τόσο άφοβα και με τόση ζωντανή πράξη την πίστη του προς τον Χριστό κατά την φρικτή κατάλυση της Θείας Κοινωνίας εκείνης της αξέχαστης για αυτόν Θείας Λειτουργίας!
Αυτό το γεγονός το διηγήθηκε ο αείμνηστος Πατήρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, Πνευματικός πατέρας της πόλεως των Πατρών και πιστεύω και Αγιος. Μάλιστα λέγει ότι ήτο αυτόπτης μάρτυς αυτού του γεγονότος. Αυτό δίνει βέβαια μια υποψία πως μάλλον ήτο ο ίδιος. Αλλά βέβαια το απέκρυψε με αυτόν τον τρόπο.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 1993

Τά θαύματα τού Αγίου καί οι ημέρες μας



Αγίου Σπυρίδωνος 1993

«Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σε ιερότατε».
Σήμερα η Εκκλησία μας χριστιανοί μου, τιμά τη μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού.
Ο Άγιος γεννήθηκε στην Κύπρο, στα μέσα του τρίτου αιώνος μετά Χριστού. Ήταν φτωχός και αγράμματος. Το δε επάγγελμά του ήταν βοσκός, τσομπάνος, αλλά άγιος. Πολλοί βοσκοί ήσαν, ο Αβραάμ, ο Ιακώβ, ο μεγάλος νομοθέτης Μωυσής, ο προφητάναξ Δαυΐδ και πολλοί άλλοι άνδρες, μεγάλοι, της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά μήπως βοσκοί δεν ήσαν και κείνοι, που τη βραδιά των Χριστουγέννων στη Βηθλεέμ, άκουσαν τους αγγέλους ανεβοκατεβαίνοντας απ’ τον ουρανό στη σπηλιά να ψάλλουν το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»;
Ένας ταπεινός τσομπάνος που πιστεύει στο Χριστό, στην Εκκλησία και στα μυστήριά της, και ζει σύμφωνα με το άγιον θέλημά Του, αξίζει πολύ περισσότερο από έναν επιστήμονα, και από έναν δήθεν σοφό, που δεν ζει σύμφωνα με τις Ευαγγελικές εντολές και δεν πιστεύει σε τίποτα.
Ο Άγιος Σπυρίδων ήταν παντρεμένος και είχε μάλιστα μία κόρη, την Ειρήνη. Δεν πρόλαβε για δεύτερο παιδί γιατί ο Θεός παίρνει στους ουρανούς την ευσεβή σύζυγόν του. Έτσι χήρεψε πολύ πολύ νωρίς. Από τότε αφοσιώθηκε πιο πολύ στον Θεόν, με νηστεία, με προσευχή, με εγκράτεια, με Θεία Λατρεία, με ελεημοσύνη, με πολλή φιλανθρωπία. Το σπίτι του είχε γίνει όχι μόνον κατ’ οίκο Εκκλησία, αλλά και καταφύγιο των δυστυχισμένων και των φτωχών. Παρηγορώντας τους πάντας, και η προσευχή του ακόμα, αν και ήτο βοσκός έκανε θαύματα. Έτσι η φήμη του απλώθηκε παντού.
Μετά τον θάνατον του μητροπολίτου Τριμυθούντος Κύπρου, έμεινε κενή η μητροπολιτική αυτή θέση, και τότε κλήρος και λαός, άντρες γυναίκες και παιδιά, ζήτησαν όλοι μαζί και προπαντός οι πάσχοντες, για επίσκοπο τον Άγιο Σπυρίδωνα. Ύστερα λοιπόν απ’ αυτήν την πάνδημον απαίτησιν, κλήρου και λαού, η Εκκλησία απεφάσισε ομοφώνως και χειροτόνησε τον βοσκόν εκείνο τον Σπυρίδωνα, επίσκοπο.
Την πρώτη μέρα διάκονος, τη δεύτερη πρεσβύτερο ιερέα, και την τρίτην Δεσπότη. Και όπως οι μαθηταί και Απόστολοι του Χριστού, από κοινοί ψαράδες έγιναν αλιείς ανθρώπων, απλώνοντας τα δίχτυα τους σε ολόκληρον τον κόσμον, έτσι και ο Άγιος Σπυρίδων από κει που έβοσκε πρόβατα και γίδια, έγινε βοσκός λογικών προβάτων, ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού.
Σαν επίσκοπος ήταν ταπεινός, πράος, ειρηνικός, άνθρωπος των γονάτων και της προσευχής, της νηστείας και της εγκράτειας, της φιλανθρωπίας και των θαυμάτων. Πολλά τα θαύματα όσο ζούσε. Ας πούμε μερικά.

Κάποια χρονιά επεκράτησε φοβερή ανομβρία – όχι σαν τη δική μας, - και οι πηγές και τα πηγάδια στέρεψαν όλα, η γη έσκασε από την ξηρασία και οι άνθρωποι, τα ζώα πέθαιναν από τη δίψα, και οι άνθρωποι άρχισαν να υποφέρουν. Ο Άγιος κάνει λιτανεία και εκτενή προσευχή και ευθύς αμέσως βρέχει για δέκα συνεχείς ημέρες.

Δεύτερον. Σαν επίσκοπος, όπως είναι γνωστόν, είχε λάβει μέρος στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο που είχε συνέλθει στην Νίκαια της Μικράς Ασίας το 325 μ.Χ. Ήτο η μεγάλη εκείνη Σύνοδος που κατεδίκασε τον Άρειον ως αιρετικόν, γιατί διαλαλούσε ότι ο Χριστός μας ήταν κτίσμα και όχι Θεός. Έλεγε ότι ήτο ομοιούσιος τω Πατρί και όχι ομοούσιος. Μπήκε ένα γιώτα στη μέση, αλλά εκείνο το γιώτα έκαμε τον Θεόν κτίσμα. Οι θεοφόροι Πατέρες με πρώτον τον Μέγαν Αθανάσιο, απέδειξαν με επιχειρήματα παρμένα μέσα από την Αγίαν Γραφήν και τον ορθόν λόγον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ήτο και τέλειος Θεός. Ο Άγιος όμως Σπυρίδων έκανε και θαύμα μέσα στη μεγάλη πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Πήρε ένα κεραμίδι και το έσφιξε δυνατά, στην παλάμη του, στο χέρι του. Και ευθύς αμέσως από κάτω έτρεξε νερό, από πάνω ξεπήδησαν φλόγες, και στη χούφτα του παρέμεινε το χώμα. Μετά από αυτό το θαύμα, με αυτό το θαύμα μάλλον, δεν απέδειξε μόνον την ενότητα των δύο φύσεων στο πρόσωπον του Χριστού, αλλά και την ενότητα των τριών προσώπων, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στον Ένα Τριαδικόν Θεόν. Άρα ο Υιός και Λόγος του Θεού, που εγένετο σάρξ, δηλαδή άνθρωπος, και εσκήνωσεν εν ημίν, ήταν ομούσιος τω Πατρί. Της αυτής ουσίας με τον Πατέρα. Όχι όμοιος. Ομοούσιος. Έτσι ο βοσκός επίσκοπος της Κύπρου, αποστόμωσε τον περίφημο Άρειο που νόμιζε πως με τις φιλοσοφικές του θεωρίες θα μπορούσε να γκρεμίσει τον Χριστόν, από τον θρόνον της θεότητος.

Τρίτον. Κάποτε ένας φτωχός, πήγε και ζήτησε βοήθεια από τον Άγιον. Και για αυτόν, και για τα πεινασμένα παιδάκια του. Ο Άγιος Σπυριδων δεν είχε τίποτα να του δώσει, όλα τα είχε ήδη ξοδέψει στις πολλές ανάγκες των άλλων φτωχών. Ο δυστυχισμένος έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας. Ο Άγιος είδε την αλήθεια στα κλαμένα μάτια εκεινού του ανθρώπου. Και κείνη τη στιγμή βλέπει στα χορτάρια της αυλής του ένα φίδι να περνά. Το σταυρώνει στο όνομα του Χριστού και το φίδι μεταβάλλεται σε χρυσάφι. Ο Άγιος το πήρε και το έδωσε στον άνθρωπο για να καλύψει τις ανάγκες του.

Τέταρτον. Μια Κυριακή ο Άγιος λειτουργούσε μόνος του. Όλο το εκκλησίασμα έψαλλε. Μετά το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αμέτρητες αγγελικές φωνές άρχισαν να ψάλλουν. Οι πάντες βουβάθηκαν. Και από την έκπληξη, και από το θαυμασμό, και από το δέος, και από τον φόβο. Και όταν ο Άγιος Σπυρίδων είπε προς τον λαόν «Ειρήνη πάσι», άγγελοι και αρχάγγελοι, Σεραφείμ και Χερουβείμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Εξουσίες, Δυνάμεις, όλες οι ουράνιες δυνάμεις, με μια φωνή απάντησαν: «Και τω Πνεύματί Σου». Έτσι οι πιστοί εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, εκείνη την αξέχαστη Κυριακή, έζησαν την ουράνια λατρεία της θριαμβεύουσας Εκκλησίας να ενώνεται με την επί γης Στρατευομένη Εκκλησία. Τη μια Εκκλησία, με τον Έναν ποιμένα, τον Χριστόν. Είναι αυτό που ζούσε ο παπα-Τύχων ο Αγιορείτης ασκητής, στο Χερουβικό ύμνο . Τόχουμε ξαναπεί. Να το ξαναπούμε. Άγγελοι τον άρπαζαν στον ουρανό, για μισή ώρα περίπου. Και κει πάνω ζούσε, βίωνε, την ουράνια Λατρεία της Βασιλείας του Θεού. Όταν συνήρχετο μονολογούσε θαμπωμένος, από τα Μεγαλεία του Θεού, Πω πώωω, παράδεισος. Πωπώωω, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Χαρά Θεού. Δόξα Θεού, πλούτος Θεού, άγγελος με ανεβάζει, άγγελος με κατεβάζει. Τι πλούτος, τι μεγαλείον Θεού. Ο παπα-Τύχονας είναι ένας από τους νεοτέρους οσίους λειτουργούς, και ασκητάς Αγιορείτας των ημερών μας, και εκοιμήθη οσιακώς μόλις το 1968. Αλλά μήπως το ίδιο δε συνέβαινε και με τον Άγιο Νεκτάριο, όταν ελούζετο στον Χερουβικό ύμνο και στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων από ανέσπερο, ολόλαμπρο, ολόλευκο, άκτιστο φως, μέσα σε αγγελικές ψαλμωδίες; Και ο πατήρ Γεώργιος Καρσλίδης ζούσε, όταν ζούσε στο μοναστηράκι έξω από τη Δράμα, ζούσε λειτουργικά με αγγέλους και αρχαγγέλους. Τα Λειτουργικά Πνεύματα πολλές φορές εθεάθησαν να θυμιάζουν την Μεγάλη Είσοδο ευλαβών ιερέων. Και άλλα πάλι να συνωστίζονται στο Άγιον Βήμα δια τα τελούμενα. Πολλές οι παρόμοιες αγγελικές και Χερουβικές συλλειτουργίες από ιερείς ασκητάς του Αγίου Όρους.

Χριστιανοί μου, ζωντανή η πίστις μας, η θριαμβεύουσα Εκκλησία παρούσα και στη σημερινή μας, δική μας Θεία Λατρεία, τη λατρεία της στρατευομένης Εκκλησίας. Αλλά ο λόγος μας όμως δεν είναι αυτός, αλλά ο Άγιος Σπυρίδων.

Πέμπτο θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος. Κάποτε ήρθε μία γυναίκα, και τον παρακαλούσε να της επιστρέψει πίσω κάτι πολύτιμο που το είχε δώσει στην κόρη του για να το φυλάξει. Όμως η μονάκριβη θυγατέρα του, η Ειρήνη είχε πεθάνει κι έτσι ο Άγιος δεν ήξερε που το είχε βάλλει η κόρη του. Πήγε λοιπόν ο Άγιος Σπυρίδων στον τάφο της κόρης του, και την ρώτησε που είχε κρυμμένο το ξένο αυτό πολύτιμο πράγμα; Και μέσα από τον τάφο μίλησε η Ειρηνούλα και είπε που το είχε κρύψει. Ο Άγιος πήγε, έψαξε, το βρήκε, και το επέστρεψε στη γυναίκα που το ζητούσε και το είχε ανάγκη. Ο Άγιος ξαναγύρισε στον τάφο της θυγατέρας του και αφού την ευχαρίστησε της είπε: «Κοιμήσου τώρα παιδί μου μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου».

Από τα πέντε αυτά θαύματα, τα τέσσερα τονίζονται πολύ επιγραμματικά στο απολυτίκιον του Αγίου. Πώς αρχίζει το απολυτίκιον του Αγίου;
«Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος», αυτό αναφέρεται στο θαύμα με το κεραμίδι.
«Διό νεκρά συ εν τάφω προσφωνείς», αυτό αναφέρεται στο διάλογο που είχε με τη νεκρή θυγατέραν του.
«Και όφιν εις χρυσούν μετέβαλλες», αυτό μας περιγράφει το θαύμα της μεταβολής του φιδιού σε χρυσάφι για να καλυφθούν οι ανάγκες του φτωχού οικογενειάρχου.
«Και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι, ιερότατε». Αυτό, με όσα σχετικά είπαμε με τη Θεία Λειτουργία του Αγίου, όπου συνέψαλλον μαζί του τα πλήθη των αγγελικών ταγμάτων. Και δεν είναι μόνον αυτά τα θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος. Τα τονίσαμε επειδή αναφέρονται και στο απολυτίκιό του.

Εξακολουθεί και σήμερα να θαυματουργεί ο Άγιος Σπυρίδων, σε όσους τον επικαλούνται με πίστη.
Θαυματουργός ο ¨Αγιος Σπυρίδων, θαυματουργοί και όλοι οι Άγιοι.
Θαυματουργοί και μάρτυρες.
Θαυματουργοί και ομολογητές.
Θαυματουργοί και όσιοι.
Θαυματουργοί και ανάργυροι.
Θαυματουργοί και μυροβλήτες. Άγιοι και θαυματουργοί. Τα θαύματα ακολουθούν τους αγίους και μετά το θάνατό τους.
Θαυματουργούν τα οσιακά σκηνώματά τους.
Θαυματουργούν τα μαρτυρικά λείψανά τους.
Θαυματουργούν ακόμα και αυτοί οι τάφοι τους.
Θαυματουργούν τα οστά τους τα τίμια.
Θαυματουργούν τα ενδύματά τους.
Θαυματουργούν οι άγιες εικόνες τους.
Κάνομε μια παράκληση στην Παναγία, στον Άγιο Σπυρίδωνα, στον Άγιο Νικόλαο, στον Άγιο Μηνά, στον Άγιο Γεώργιο, στον Άγιο Δημήτριο, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Βαρβάρα, στην Αγία Αικατερίνη, στην Αγία Μαρίνα, στην Αγία Ειρήνη τη Χρυσοβαλάντου, σε όλους τους Αγίους και το θαύμα πραγματοποιείται. Όμως, όμως, κάθε θαύμα προϋποθέτει πίστη και μετάνοια. Πίστη και ήθος. Πίστη και έργα. Πίστη στον Χριστό και στον έργον Του. Πίστη στο Χριστό και στο Ευαγγέλιόν Του. Πίστη στα θαύματά Του, στη Σταύρωσή Του, στην εκ νεκρών Ανάστασή του, στην Αγία Του Ανάληψη. Πίστη στη Δόξα και στη Βασιλεία των Ουρανών. Πίστη στη Δευτέρα Του Παρουσία και στα θαύματά Του. Αν δεν πιστεύουμε στο Χριστό και στα θαύματά Του, πως θα πιστέψωμε στα θαύματα των Αγίων; Πως θα πιστέψωμε στα θαύματα των Παναγίων Μυστηρίων; Ή πιστεύομε στο Χριστό, ή δεν πιστεύουμε! Μέσος δρόμος αμφιβολίας, χλιαρότητος και ολιγοπιστίας δεν χωράει. Ή πιστεύεις ή δεν πιστεύεις! Και όποιος δεν πιστεύει είναι τυφλός, ζει στα σκοτάδια.
Εκείνος όμως που πιστεύει στο Χριστό, στο Ευαγγέλιό Του, στην Εκκλησία Του, στα Μυστήριά της, αυτός είναι ανοιχτομάτης, βλέπει καθαρά και σωστά και δεν αμφιβάλλει τον λόγο που είπε ο Κύριος : «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα ά εγώ ποιώ και κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει». Ιωάννου ΙΔ 14. Όποιος δηλαδή πιστεύει σε μένα, λέγει ο Κύριος, όχι μόνον αυτά τα υπερφυσικά έργα που έκανα εγώ, θα τα κάμει και αυτός, αλλά και ακόμα περισσότερα και ακόμα μεγαλύτερα, πάντοτε με την δική μου δύναμη.
Άπιστοι, ω άπιστοι που είστε, να δείτε το πιο μεγάλο θαύμα πάνω στην Αγία Τράπεζα! Ναι άπιστοι, για όλους εμάς ο Χριστός να το φωνάξτε, είναι ζωντανός Θεός, είναι ο ζωντανός ο αληθινός Θεός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Είναι ο Ων, είναι ο Ην, είναι ο Ερχόμενος, είναι ο Κύριος, είναι ο Παντοκράτωρ. Ο Χριστός βασιλεύει εις τους αιώνας των αιώνων. Γι’ αυτό και πάντοτε διά μέσου των Αγίων, έκανε, κάνει και θα κάνει πάντοτε θαύματα, ας γονατίσουμε, ας παρακαλέσουμε, ας κλάψουμε ας ικετεύσουμε και αν είναι για το συμφέρον μας, αυτός θα το κάμει. Ζητείτε και δοθήσεται ημίν.

Δόξα λοιπόν στο Σωτήρα μας Χριστόν. Γι’ αυτό και τα περισσότερα απολυτίκια θαυματουργών Αγίων, όπως και του σημερινού εορταζομένου Αγίου Σπυρίδωνος, τελειώνουν με την Δόξαν προς τον Κύριον, και Θεόν ημών, τον Ιησούν Χριστόν.
Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, Δόξα τω σε στεφανώσαντι, Δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Αυτώ η Δόξα και το κράτος και η τιμή
εις τους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.