Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2004

Το φώς του Χριστού είναι το μόνο που διαλύει τα σκοτάδια της ψυχής μας



181-α
Κυρ. μετά τα Φώτα

«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».

Αδελφοί μου για μας τους χριστιανούς, τους Ορθοδόξους χριστιανούς, αυτό το φως είναι πολλές φορές εμπειρία ζωής. Το βλέπομε με τα μάτια της ψυχής μας στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, όπως είναι τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνεια, ο Ευαγγελισμός, η Ανάστασις, η Ανάληψις, η Πεντηκοστή, η Μεταμόρφωσις, και για ορισμένες ψυχές μια ειδική κατάστασις εκστάσεως κατά την διάρκεια της προσευχής.

Φως που απολαμβάνει ο νους, φως που χαίρονται οι αισθήσεις, και οι πνευματικές και οι σωματικές, φως που καθορά ακαταλείπτως η ψυχή μας. Φως που αρπάζει το νου μας και τον εγκαθιστά στα πόδια του θρόνου του Θεού, γι’ αυτό και μερικές ψυχές από σας ψηλώνετε τόσο πολύ, τόσο μα τόσο πολύ, ώστε ο νους και η καρδιά σας στη Θεία Λειτουργία να αναλαμβάνονται στους ουρανούς. Γιατί εκεί είναι ο νους, γι’ αυτό και γεμίζει όλος ο άνθρωπος από αναστάσιμη χαρά και αγάπη. Άλλων όμως ο νους κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας όπως και η καρδιά, είναι στις διάφορες βιωτικές μέριμνες και έξω από το ναό και σε κάναν δυο κατεβαίνουν και στο υπόγειο.

Επιθυμώ λοιπόν σήμερα να σας γνωρίσω μια εμπειρία την οποίαν μας περιγράφει ο πατήρ Θεόκλητος ο Διονυσιάτης, που κυριολεκτικά τον είχε τότε συγκλονίσει. Κάπου λοιπόν γράφει :
«Θυμάμαι πριν από είκοσι ή εικοσιπέντε χρόνια πέρασα μια Χριστουγεννιάτικη αλησμόνητη λευκή νύχτα, ντυμένη στα άσπρα μαζί με κάποιους ησυχαστάς. Μέσα στην θεόκτιστη σπηλιά τους, την στολισμένη εξωτερικά με τα ραβδωτά βράχια της, που στις σχισμές τους πετάγονταν τούφες από άγρια βλάστηση, οι ερημίτες ανέπεμπαν δεήσεις και θερμές ικεσίες με πολλά πολλά ήρεμα δάκρυα προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, στο όνομα όλου του κόσμου και ιδιαιτέρως στο όνομα ημών των Ορθοδόξων Χριστιανών. Με αγάπη δε και πολλή ευχαριστία δοξολογούσαν την Θεία Σάρκωση και κένωση του Θεού Λόγου.
Τα πρόσωπά τους ήσαν πνευματοποιημένα, τα κομποσχοίνια πεπαλαιομένα από την πολλή χρήση της ευχής, τα στασίδια και αυτά τριμμένα, μάρτυρες για το πόσοι ερημίτες και ασκηταί έζησαν προσευχόμενοι μέσα σ’ αυτά».
Και ο πατήρ Θεόκλητος συνεχίζει.
«Μετά την Θεία Λειτουργία, που ετέλεσε ο σοφός και άγιος εκείνος ιερεύς και ησυχαστής, εξαϋλωμένος από τη βαθιά κατάνυξη και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος και από το Θείο Ανέσπερο Φως, βγήκε στην απέριττη Ωραία Πύλη και ‘‘μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης’’ μας εκάλεσε για να κοινωνήσουμε των Αχράντων Μυστηρίων. Δόξα στη δόξα Σου Χριστέ μου, δόξα στην ευσπλαχνία Σου, δόξα στην μακροθυμία Σου, δόξα στην φιλανθρωπία Σου, δόξα στην ακατανόητη συγκατάβασή Σου. Έγινες άνθρωπος Σύ ο Θεός ημών, για να θρέψεις εμάς τους αμαρτωλούς. Με το Σώμα Σου και με το Πανάγιον και το Τιμιον Αίμα Σου.
Και τις πρώτες εκείνες πρωινές ώρες, της καθαρότατης Χριστουγεννιάτικης και χιονισμένης ερημικής αυγής, αφού πήραμε ένα ασκητικό λιτό πρόγευμα, καθίσαμε όλοι σε ένα καθαρό αδιακόσμητο αλλά υποβλητικό κελλάκι που ζεσταίνετο από μια μικρή κτιστή θερμάστρα».
Φαντάζομαι – αυτό το λέω εγώ – πόση θα ήταν η χαρά διάχυτη στα πρόσωπα των ησυχαστών, και πόσο θα ήσαν ιλαρά και γαληνόμορφα. Πιστεύω ακόμη πως θα βασίλευε μια ακατάλειπτη και παράδοξη ησυχία και ειρήνη, και θα βασίλευε παντού αυτή η ειρήνη, και στην έρημο, και στα βράχια και στα βουνά τα χιονισμένα, και στις σπηλιές των ερημιτών, και στα κελλάκια των ησυχαστών και προπαντός όμως στις καρδιές τους, στο νου, και στο λογισμό και στην καρδιά.
«Ο Ιησούς», άρχισε με τη βαθιά και γλυκιά του γεροντική φωνή ο άγιος εκείνος γέροντας να λέει – όχι πολλά πράγματα σαν και μας, πούμαστε τόσο πολύ πολυλογάδες - , «ο Ιησούς ως Θεάνθρωπος, είναι η φανέρωσις και η αποκάλυψις της Θείας βουλής για τη σωτηρία των ανθρώπων. Αλλά συγχρόνως είναι και η εκπλήρωσις της προσωπικής μας καρδιακής αναζητήσεως για φως και λύτρωση από τα δεσμά της αμαρτίας. Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού βρήκε η ανθρωπότητα την ενότητά της, και προπαντός οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και ολόκληρη η Ιστορία το τέλος της. Δηλαδή βρήκε το σκοπό της, που είναι η μεταμόρφωσις του κόσμου, αλλά και η θέωσις του ανθρώπου». - Η θέωσις η δική σου, και η δική σου, και η δική σου, και η δική μου. - «Κι ο σοφός άγιος εκείνος ερημίτης εσιώπησε».

Και εδώ τελειώνει η μικρή αυτή περιγραφή.
Σ’ αυτή τη λιτή και απέριττη διήγηση υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος από πνευματικές εμπειρίες και ψυχικές χερουβικές καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να καταλάβουν τα δικά μας κοσμικά μυαλά. Η ερημική ζωή να δένεται και να αγκαλιάζει ολόκληρο τον κόσμο. Ο θείος έρωτας μαζί με την άκρα ταπείνωση, η θεία έλλαμψις μαζί με την συντριβή της καρδίας. Η θεία έκστασις μαζί με την αληθινή μετάνοια, και η αγάπη μαζί με την χαρμολύπη. Πολλά και άλλα πολλά που είναι νοερές καταστάσεις πολύ πολύ ακατανόητες από την σαρκοϋλιστική εποχή των ημερών μας.

Εμείς μένομε συνήθως στα Χριστούγεννα και σε κάθε άλλη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης στον εξωτερικό διάκοσμο, στα πολύχρωμα φωτάκια, στους φωτισμένους δρόμους, θα ξαναφωτιστούν πάλι τώρα το Τριώδιο και το Πάσχα, στις στολισμένες βιτρίνες και στο πλούσιο τραπέζι, δηλαδή μόνο στην επιφάνεια. Μόνον σ’ ό,τι λάμπει. Αλλά ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.
Μέσα μας είμεθα γυμνοί, πτωχοί, κούφιοι και άδειοι. Είμαστε πεινασμένοι και διψασμένοι από λόγον Θεού, από φως Θεού, από παρουσία Θεού, από τους ανασασμούς του Αγίου Πνεύματος.
Επομένως τι να δώσουμε στα παιδιά μας, και στις οικογένειές μας, αφού εμείς πρώτα πεινάμε, αφού εμείς πρώτα διψάμε, αφού εμείς είμαστε οι πεινασμένοι. Δεν έχουμε. Στερούμεθα τα πάντα. «Τι έχεις να λάβεις παρά του μη έχοντος», διερωτάται και αυτή η Αγία Γραφή;

Αλήθεια Χριστιανοί μου, γιατί μέσα μας και γύρω μας τόση άγνοια, τόση σύγχυσις, τόσο σκοτάδι, τόσος φόβος και δαιμονισμός; Και είναι τόσο φανερά γύρω μας στην καθημερινή μας ζωή. Και όλα αυτά γιατί μας λείπει η αληθινή μετάνοια και ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος.

Γι’ αυτό και ο Απόστολος Πέτρος μας λέγει δύο πράγματα, μας κάνει μια παρότρυνση, και μετά από αυτό μας βεβαιώνει. «Μετανοήσατε», μας καλεί. Και «επιστρέψατε στην αληθινή ζωή, στη ζωή του Χριστού και του Ευαγγελίου Του. Όπως αν έλθωσι καιροί αναψύξεως από προσώπου Κυρίου και τότε θα δείτε την χαρά του Ουρανού». Γιατί; Γιατί ο Θεός είναι φως, «φως μέγα για τους καθημένους στη χώρα και στη σκιά του θανάτου και της αμαρτίας», όπως το επιβεβαίωσε και το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα για να κλείσει με την προτροπήν του Κυρίου, «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών».

Φως ο Θεός και μεις διαλέγουμε τα σκοτάδια της αμαρτίας.
Φως ο Θεός και μας καλεί όλους να γίνουμε υιοί φωτός, παιδιά του φωτός.
Φως ο Θεός, φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως το Πανάγιον Πνεύμα, φως απρόσιτον, ως προς την ουσία του, αλλά και φως του κόσμου όπως ο ίδιος βεβαιώνει ότι «Εγώ ειμί το φως του κόσμου, και ο ακολουθών εμοί, ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής».
Φως που οδηγεί, φως που φωτίζει, φως που σώζει, και αυτό το φως μερικές φορές όταν, επαναλαμβάνω, όταν κατοικήσει στις καρδιές σας, είναι τόσο δυνατό που καταλάμπεται στα πρόσωπά σας όταν κοινωνείτε. Αλλά δυστυχώς όχι δυστυχώς όχι αυτό για μένα.

Ω Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν.
Συγχώρεσέ μας όλους και χάριζέ μας δάκρυα μετανοίας κάθε μέρα. Δάκρυα μετανοίας για την πνευματική μας φτώχεια, για τα νεκρά μας έργα, για τις κούφιες μας συζητήσεις. Για τις εγωιστικές μας σκέψεις. Για τις ανόητες και αισχρές επιθυμίες.
Συγχώρεσέ μας Κύριε, γιατί δεν δίνουμε στα παιδιά μας το καλό παράδειγμα του εκκλησιασμού, της Θείας Κοινωνίας, της Ιεράς Εξομολογήσεως, των δακρύων και της συντριβής και ιδίως της των γονάτων νυκτερινής αγρυπνίας.
Συγχώρεσέ μας γιατί μέσα στην οικογένειά μας, δεν είμαστε οι άνθρωποι της αληθινής προσευχής, της κατά δύναμιν νηστείας και εγκρατείας, αλλά της αγαθής υπομονής, της μακροθυμίας και της μεγάλης καρδιάς, της μεγαλοψυχίας.
Συγχώρεσέ μας Κύριε γιατί το σπίτι μας δεν το κάναμε ακόμα κατ’ οίκον εκκλησία. Οι πάντες σχεδόν γύρω μας αθεΐζουν, απιστούν, χλευάζουν, βλασφημούν, αδιαφορούν, και πολεμάνε ανοικτά την Ορθόδοξη Εκκλησία. Βλέπετε τα χάλια μας και την κατάντια μας στην Ορθόδοξη πατρίδα μας. Υπάρχουν μερικοί ακόμα που θεομαχούν και πολεμάνε το Χριστό μέσα στις παιδικές καρδούλες. Σάρκες αυτοί, σαρκοποιούν τα πάντα γύρω τους.
Συγχώρεσέ μας Κύριε και μη μας συνερίζεσαι, δεν ξέρουμε τι θέλουμε, δεν ξέρουμε τι κάνουμε. Λυπήσου Πανάγαθε και Φιλάνθρωπε Κύριε τις ψυχές μας, και σώσε μας, και χάρισέ μας το φως Σου το αΐδιον, Συ που είσαι το φως του κόσμου, το φως της δικής σου ζωής, και της δικής σου ζωής, και της δικής μου ζωής, το φως όλων μας, όλου του κόσμου,

Αμήν.

Πώς ένας μοναχός σώζει την μητέρα του από την κόλαση και ποιά η δική μας οφειλομένη προετοιμασία μέσω της μετανοίας



Κήρυγμα στο κόψιμο της πίτας 15-1-2004

Όλοι μας έχομε χάσει ανθρώπους και έχουνε μεταβεί στην άλλη ζωή την αιώνια, προγευόμενοι άλλοι μεν απ’ αυτούς την Κόλαση, άλλοι δε τον Παράδεισο. Όλοι λέω έχομε χάσει ανθρώπους, και κάποια μέρα θα ’ρθει που θα φύγουμε και μείς απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Πρέπει λοιπόν να ενθυμούμεθα αυτούς οι οποίοι έφυγαν, και να τους ενθυμούμεθα τακτικά, με τους τρόπους εκείνους τους οποίους η Εκκλησία μας διδάσκει, και είναι δόγμα στην πίστη μας.

Θα αναφερθούμε βέβαια σε κάποια αληθινά περιστατικά, για να στεριώσουμε την διδασκαλία της Αγίας μας Εκκλησίας. Όλοι έχουμε την ανάγκη των προσευχών, και μείς οι ζωντανοί, - έχω εγώ ανάγκη από τις δικές σας προσευχές, έχω ανάγκη από τις προσευχές των άλλων αδελφών και συλλειτουργών, αλλά κυρίως βέβαια από όλους εσάς οι οποίοι, ας χρησιμοποιήσουμε τη λέξη, κρέμεστε στο πετραχήλι μου.

Αλλά και σεις όμως έχετε την ανάγκη των προσευχών της Εκκλησίας, οι οποίες αναπέμπονται ημέρα και νύκτα, καθ’ όλην την διάρκειαν του εικοσιτετραώρου, σε κάποιο μέρος της γης τελείται η Θεία Λειτουργία, διότι δεν έχομε σε όλα τα μέρη της γης την ίδια ώρα. Τώρα που εμείς έχουμε νύχτα, κάποιοι άλλοι έχουν μέρα, κάποιοι άλλοι έχουν μεσημέρι, κάποιοι άλλοι έχουν μεσάνυχτα και ούτω κάθε εξής. Έτσι λοιπόν ειδικότερα βέβαια στο Άγιον Όρος, ή στα μέρη της Παλαιστίνης, ή σε κάποια άλλα μέρη πλέον ακόμα, και στην μακρινή Αμερική, τελείται ολονύχτιος Θεία Αγρυπνία και εν συνεχεία Θεία Λειτουργία. Όλες αυτές οι προσευχές μετά της Θείας Λειτουργίας που είναι το κέντρον και το βάρος της Ορθοδόξου ημών πίστεως και το κεφάλαιον της σωτηρίας μας, διότι δια μέσου αυτής, προσφέρεται Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον, αυτές τελούνται και προσφέρονται για όλους εμάς ζωντανούς και κεκοιμημένους.

Ο επίσκοπος Κύπρου Θεοδώρητος ο οποίος έζησε τον πέμπτον αιώνα μετά Χριστόν και ευρίσκετο εις την Κύπρο, διηγείται πως μια φορά τον επισκέφτηκε ένας μοναχός που ερχότανε από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουραστεί και να φάγει. Καθώς λοιπόν τον είδε όταν έτρωγε, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνον το αριστερό του χέρι, και με αυτό τον χαιρέτισε, διότι το δεξί του το χέρι ήτο τυλιγμένο με ένα παλιόρασο. Ο επίσκοπος τον ρώτησε βέβαια, όχι από περιέργεια, αλλά από ενδιαφέρον όμως, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του, και μάλιστα με ένα παλιόρασο, τριμμένο και εφαίνετο από όλη την ενδυμασία ότι δεν ήτο μοναχός από τους ρακενδύτους. Και θέλησε να το τραβήξει το κομμάτι εκείνο για να δει, όπως υποψιαζόταν ότι θα πρέπει να υπήρχε κάποια πληγή πίσω από το χέρι, αλλά το τράβηξε όμως ο μοναχός, και το σκέπασε γρήγορα διότι άρχισε να βγαίνει μία δυσοσμία. Του λέει
- «Μα τόσο πολύ πύον και να βγάζει τόση πολύ βρώμα, η οποία να μην μπορεί να την σηκώσει άνθρωπος, τι σου συνέβη;»
Κι εκείνος άρχισε να διηγείται τα εξής:
-«Σεβασμιότατε εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πολύ ωραία, πάγκαλη στην ομορφιά, η οποία δυστυχώς από πολύ νωρίς, αφότου εχήρεψε, παρεσύρθη εις τον κακό τον δρόμο και έγινε πόρνη. Και λόγω της μεγάλης ωραιότητος που είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη πελατεία, και εξαιτίας της μεγάλης πελατείας έγινε και πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη. Βδελυσσόμενος όμως αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της, και πήγα σ’ ένα μοναστήρι. Επληροφορήθηκα λοιπόν εν συνεχεία ότι η μητέρα μου πέθανε. Και όλη η τεράστια εκείνη περιουσία την οποία είχε κάμει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περουσία αυτή, την εμοίρασα όλη μέχρι και της τελευταίας δραχμής στους φτωχούς και έφυγα για την έρημο ξανά, προσευχόμενος για την σωτηρία της μητέρας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου που όταν είχε κοιμηθεί, εγώ ήμουνα μωρό. Πάντα προσευχόμουνα όμως στο Θεό, σαν μοναχός που ήμουν, να με πληροφορήσει ο Θεός εάν η ελεημοσύνες αυτές που έκαμα μη κρατώντας ούτε μία δραχμή στα χέρια μου, αν αυτές οι ελεημοσύνες έπιασαν τόπο. Και μαζί μ’ αυτό βέβαια οι ελεημοσύνες αυτές στράφηκαν και προς όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να μπορέσουν όλα αυτά να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου, και να κάνουν πολλά πολλά σαρανταλείτουργα, ίσως περισσότερα από χίλια. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα μετά από ένα χρόνο, και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Εκείνος μου είπε ότι
-Πολύ καλά έκαμες βέβαια και μοίρασες όλην αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και μοίρασες επίσης έδωσες στα μοναστήρια και έδωσες πολύ περισσότερα πράγματα για να γίνονται λειτουργίες στο όνομά της. Αλλά για τις πληροφορίες όμως αυτές που μου ζητάς, για να μάθεις που βρίσκεται η ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σ’ απαντήσω. Αλλά ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός, που μπορεί να σε πληροφορήσει για ένα τόσο μεγάλο, για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου πήγα στις σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου. Εκεί», λέει, «πράγματι γνώρισα πατέρες και ασκητάς πολλούς, οι οποίοι όλοι μου υπέδειξαν έναν γέροντα ο οποίος ευρίσκετο πολύ βαθιά στην έρημο, πέρα από την Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά, πιο βαθιά ακόμα, και έτσι λοιπόν μ’ έναν τουρβά, με νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον γέροντα αυτόν. Είπαν ότι την πρώτη σπηλιά που θα συναντήσεις, εκεί θα τον βρεις. Και πράγματι ύστερα από μία οδοιπορία τριάντα ημερών, βρήκα τη σπηλιά και βρήκα τον Άγιο εκείνον άνθρωπο, ο οποίος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχτηκε. Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, του φίλησα τις άκρες των δακτύλων, και με δάκρυα στα μάτια ανέφερα όλο το γεγονός της ζωής της μητέρας μου, και κατόπιν βέβαια ποιες ήταν οι επόμενες ενέργειες με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα.
- Παιδί μου λέει αυτό που ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. Αλλά όμως για να κάνεις τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ημερών, για να φτάσεις μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δυο μαζί, για να μας λύσει την απορία και να μας πει που περίπου βρίσκεται η ψυχή της μητέρας σου.
Βγήκε λοιπόν έξω στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια κεραμίδα, και έκανε έναν κύκλο. Και τον είπε λοιπόν,
- Σ’ αυτόν τον κύκλον, έλα και στάσου εδώ όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος χωρίς να καθίσεις, επτά ημέρες. Ούτε θα φας, ούτε θα πιείς, ούτε θα κουνηθείς. Επτά μέρες και επτά νύκτες, όρθιος και ακίνητος. Και διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ο Θεός, να μας φωτίσει και να μας αποκαλύψει για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Και θα παρακαλείς τον Θεόν συνεχώς με δάκρυα, τα οποία κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάμω και γω ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.
Και πράγματι λοιπόν έγινε αυτό όπως ακριβώς το είπε ο άγιος εκείνος γέροντας και ασκητής, - ο φημισμένος για την εποχή του.
Όταν έφτασε λοιπόν η νύχτα της εβδόμης ημέρας, αρπάχτηκε ο νούς του εις τον ουρανό, και με έκσταση της ψυχής είδε λοιπόν τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Διότι ο Θεός είναι παρών και στην Κόλαση καις τον Παράδεισο. Στον Παράδεισο χαίρονται και στην Κόλαση πονούν.
Είδε λοιπόν ας πούμε στη αριστερή του πλευρά μία φοβερή λίμνη έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό πράγμα που κόχλαζε όμως, και έβραζε έτσι, και τι έβλεπε λοιπόν; Μέσα σ’ αυτήν την φοβερά λίμνη την καιομένη του πυρός, όπως μας αναφέρει η Αγία και Ιερά Αποκάλυψις, -το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης-, να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές, πότε να βυθίζονται μέσα και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο, σαν να παίρνουν μιαν αναπνοή, κα ξανά πάλι μέσα, και ξανά πάλι… Είχε μια αίσθηση όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβύθια και με το βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιον τρόπον έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις. Σε μια απ’ αυτές λοιπόν είδε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε τον γιό της που ευρίσκετο στην άκρη αυτής της λίμνης και εφώναξε:
-Παιδί μου έλεος, βοήθεια…
Και ξαναβυθίστηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε μέχρι τη μέση τώρα, και ξαναφωνάζει πάλι
-Έλεος
Και
-Βοήθεια παιδί μου, βοήθησέ με, βοήθησέ με, καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω
Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά, και τόσος ήταν ο πόνος μου,» λέει, «τόση ήταν η οδύνη μου, και τόση ήταν η λαχτάρα μου, που την ώρα που ξαναβυθιζόταν μέσα, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα απ’ τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω. Και δίπλα μου λοιπόν βλέπω, μία ωραιοτάτη χρυσή κολυμβήθρα, η οποία από κάποιο σημείο εκεί, από έναν βράχο που δεν ήταν και βράχος, και δεν ξέρομε τι ήταν, έτρεχε γάργαρο νερό, και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ, και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ’ αυτήν την κολυμβήθρα, και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν απ’ την κολυμβήθρα, και κει κάποιοι νέοι στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ’ αυτά, και εντάχτηκε και μπήκε μέσα σ’ αυτό τον χορόν των αγίων. Και κείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους νέους, τους ολόλαμπρους, που χαίρονταν μέσα στην χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι που ξανα-συνήλθα στον εαυτόν μου. Και βρέθηκα το πρωί που τελείωνε η εβδόμη ημέρα να είμαι έξω εκεί μέσ’ στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου, και βεβαίως ύστερα να Τον … να ευγνωμονώ τον Θεόν συνεχώς.
-Τι είδες» λέει, «πατέρα μου αυτό το βράδυ;
Και τότε διηγήθηκα όλα αυτά τα οποία αναφέραμε και προηγουμένως. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες, προς τον Θεό και Σωτήρα μας για την άπειρη ευσπλαχνία Του, που έβγαλε την ψυχή από τον Άδη. Το χέρι όμως που βούτηξε μέσα σ’ αυτήν την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη, και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήτανε όχι μόνον καμένο, διότι εκαίετο εκείνη η λίμνη, αλλά και βρωμούσε απαίσια.
-Πάτερ μου, του λέει, σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Και κείνος του είπε
-Όχι. Μέχρι που να πεθάνεις θα το δείχνεις, είναι η απόδειξις, το πόση δύναμη έχει η προσευχή της Θείας Λειτουργίας, τα μνημόσυνα και τα τρισάγια, οι προσευχές και το κομποσχοίνι, και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο.
Και σχίζει το ράσο του, ο μεγάλος εκείνος ασκητής και γέροντας, και του λέει τύλιξέ το, ο τόπος τώρα θα ευωδιάζει, και για κείνους που θα αμφιβάλλουν θα το ξετυλίγεις, για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.
-Σεβασμιότατε, λέει, το τραβήξατε λίγο, για δείτε το τώρα ολόκληρο…
και το ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι. Και ο Δεσπότης δεν άντεξε τη μυρωδιά και έφυγε απ’ το δωμάτιο. Τόση φοβερή ήταν η δυσοσμία. Το ράσο εκείνο του αγιασμένου γέροντα, ήτανε ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό είχε και τόση ευωδία. Ξανατύλιξε λοιπόν το χέρι του και αυτή είναι η ιστορία.

Λέγεται λοιπόν αυτό από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και είναι πίστις. Ότι η ψυχή υποφέρει, πονά, φεύγει απ’ αυτόν εδώ τον κόσμον και αλίμονον εάν φύγει απροετοίμαστη. Αλίμονον, αλίμονον. Βέβαια έχουμε την καλή έξοδο της ψυχής, έχουμε και την κακή έξοδο της ψυχής, έχουμε την ετοιμασία με την μετάνοια έστω και της τελευταίας στιγμής. Αλλά έχομε όμως και την δύναμη των προσευχών της Εκκλησίας και των αγίων ανθρώπων του Θεού.
Εμείς δεν είμαστε άγιοι, είμαστε αμαρτωλοί, και πρώτος εγώ. Και το βδέλυγμα της ερημώσεως που αναφέρει ο Προφήτης Δανιήλ, είναι πολύ μικρό εν σχέση με το δικό μου βδέλυγμα. Παρά ταύτα όμως, ο Θεός που ήλθε αμαρτωλούς σώσαι και όχι δικαίους, δέχεται τις προσευχές των αμαρτωλών και τους βάζει στον Παράδεισο αρκεί να δείξουν μετάνοια.

Ο ληστής ήταν κακούργος και φονιάς, και όμως πρώτος πήρε με ένα «Μνήσθητί μου Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου, όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», πήρε το κλειδί και άνοιξε πρώτος την πόρτα της Βασιλείας των Ουρανών, και πρώτος μπήκε μέσα στον Παράδεισο. «Αληθώς σοι λέγω, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω».

Και ο άλλος που κατασπατάλησε την ουσίαν αυτού, ζων ασώτως, και μάλιστα την κατασπατάλησε μετά πορνών, γύρισε στον Πατέρα, τον Θεόν Πατέρα, έπεσε στα πόδια, και είπε «Ήμαρτον εις τον Ουρανόν και ενώπιόν Σου. Ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός Σου». Και τον κατεφίλησε, «επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού», λέει. Τον κατεφίλησε, τον έβαλε στο σπίτι, τον έπλυνε, τον καθάρισε, του έβαλε σανδάλια στους πόδας, στην στολήν την πρώτην, δακτύλιον εις την χείρα, και έθυσε τον μόσχον τον σιτευτόν, διότι «ούτος απολωλός ήν και ευρέθη, νεκρός ην και ανέζησε».

Ο Θεός την μετάνοιά μας περιμένει. Δεν θέλει πολλά πράγματα. Θέλει κάθε μέρα να του φωνάζουμε «ήμαρτον». «Ήμαρτον», όλα όσα μας συμβαίνουν στη ζωή είναι για να έρθει η μετάνοια, να έρθει η συναίσθησις ότι είμεθα άχρειοι απέναντί Του.

Ο Μέγας Αντώνιος προσηύχετο πολύ, διά τον Άγιον Παύλον τον Θηβαίον, - τον οποίον γιορτάσαμε χτές, αν δεν με απατά η μνήμη προχτές, - για να του δώσει μάλλον όταν πήγαινε στον Άγιο Παύλο το Θηβαίο για να του δώσει μια ιερατική στολή του Μεγάλου Αθανασίου, κατόπιν προτροπής του, και ενώ πλησίαζε προς στο ασκητήριό του, - ήταν το πρωί, μόλις είχε ανατείλει ο ήλιος - , είδε με τα μάτια της ψυχής του ο Μέγας Αντώνιος, τάγματα αγγέλων, τις ομάδες των Αποστόλων, τους χορούς των προφητών, και τις αμέτρητες και ατέλειωτες, ατέλειωτες φάλαγγες των μαρτύρων, και στη μέση αυτής της αξιοθαύμαστης παρατάξεως την ψυχή του Οσίου Παύλου του Θηβαίου να λάμπει με υπερβολική θεϊκή λαμπρότητα και να ανέρχεται με πολύ ευφροσύνη στους ουρανούς περιστοιχισμένη από πλήθος αγγέλων και αγίων.

Επίσης ο Άγιος Βενέδικτος μας αναφέρει κάπου, ότι όπως καθόταν στο κελί του και επροσηύχετο, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, είδε την ψυχή της κατά σάρκα αδελφής του να ανέρχεται στα ουράνια σκηνώματα, σα μια ολόλαμπρη λευκή περιστερά, διότι υπήρχε μετάνοια.

Ένας άλλος Άγιος που έσωσε την ανιψιά του από το πορνείο, και την πήρε μαζί του, κατόπιν εν συνεχεία- διότι εκείνη δεν θέλησε να ξαναμείνει μέσα – και βγήκε όπως ήταν έτσι ξυπόλητη, και τον ακολούθησε πέρα από την πόλη πλέον, στην έρημο και στα κατσάβραχα, και στο δρόμο εκείνον που δεν είχε τίποτα που να ήτο στρωμένο καλώς, γεμάτο αγκάθια και πέτρες μυτερές, για να την πάει σε έναν ασκητή ιερέα, για εξομολόγηση και σωτηρία. Το βράδυ την έβαλε κάπου να ξαπλώσει και κείνος πήγε πενήντα μέτρα πιο μακριά προσευχόμενος, και το βράδυ όπως ξύπνησε για λίγο είδε άγγελοι να ανεβάζουν μια ψυχή στον ουρανό. Έκαμε το σημείον του Σταυρού, εδόξασε τον Θεόν, και είπε «Άραγε ποια να είναι αυτή η μακαρία ψυχή που εσυνοδεύετο από αγγέλους στην Βασιλεία του Θεού;» Και όταν πήγε το πρωί να ξυπνήσει την ανιψιά του για να τον ακολουθήσει και πάλι στο δύσκολο εκείνο μονοπάτι για να βρούνε τον ασκητή ιερέα για την εξομολόγηση, την βρήκε πεθαμένη. Και τότε αναρωτήθηκε «Πώς χωρίς εξομολόγηση αν ήταν εκείνο το βράδυ το όραμα που είδε, την έκσταση που είχε, αν ήταν η ψυχή της, πως ήταν δυνατόν χωρίς την Ιερά Εξομολόγηση να βρεθεί στην Βασιλεία του Θεού; Βέβαια φρόντισε να την θάψει, να βάλει ένα Σταυρό εκεί ξύλινο, να πάει στους πατέρες και να τους παρακαλέσει να κάνουν προσευχή για να έχουν μία απάντηση. Είπαν λοιπόν οι πατέρες ότι ο δρόμος που ακολούθησε ξυπόλητη εμάτωσε τα πόδια της, προκάλεσε τέτοια αιμορραγία, και το αίμα της εκείνο που έχυνε όλη τη νύχτα και που συνετέλεσε στο θάνατό της, ήτανε αίμα μαρτυρικό. Ήταν αίμα μετανοίας. Αυτό το αίμα του μαρτυρίου, και το αίμα της μετανοίας και του μαρτυρίου, αυτό το αίμα, ήταν αυτό που καθάρισε την ψυχή της και την κατέστησε ολόλευκη και την κατέστησε ολόλευκη ώστε να βρίσκεται και αυτή στα σκηνώματα πλέον των Αγίων. Άρα εκείνο που μετράει πάνω απ’ όλα είναι η μετάνοια, τίποτε άλλο. Η μετάνοια.

Οι δαίμονες δεν έχουν δικαιώματα να πειράζουν, όχι μόνο τους αγίους, αλλά και κάθε χριστιανό που προετοιμάζεται από πριν με δάκρυα κάθε μέρα στα μάτια, και αν δεν έχει δάκρυα να έχει έναν στεναγμό εσωτερικό, και να παρακαλά τον Θεόν γι’ αυτήν την ώρα. Γιατί κάποτε θάρθει. Εγώ την περιμένω τώρα πια, κάθε μέρα. Η ηλικία πέρασε. Σήμερα αύριο μεθαύριο, ο Κύριος εγγύς. Και το βήμα του Θεού φοβερόν, - και η απολογία; Γι’ αυτό πρέπει λοιπόν να είμεθα έτοιμοι, και όταν είμεθα έτοιμοι, τότε τα δικαιώματα των δαιμόνων φιμώνονται. Δένονται. Απομακρύνονται. Και έχει, η ψυχή αποκτά την δική της παρρησία, και άλλοι να δέχονται προφήτες, άλλοι να δέχονται αγγέλους, άλλοι να δέχονται αγίους και να τους αναγνωρίζουν, έχω μαρτυρίες πολλές, τότε που υπηρετούσα στο νοσοκομείο του Μεταξά, μία φορά το μήνα, κάθε εβδομάδα, να βλέπω πολλούς ετοιμοθανάτους οι οποίοι να αναγνωρίζουν αγγέλους και αγίους με τα ονόματά τους, όταν έρχονταν να παραλάβουν την ψυχή τους. Να φεύγουν άνθρωποι με το «Άξιον εστίν ως αληθώς», με το «Θεοτόκε Παρθένε χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία», με το «Πάτερ ημών εν τοις Ουρανοίς», με το «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία σου», με το Σημείον του Σταυρού και με τόσα άλλα και τόσα άλλα κεχαριτωμένα, κεχαριτωμένες στιγμές, για να φύγουν για την Βασιλεία των Ουρανών.

Επομένως μην διστάζετε να ομιλείτε για την Ιερά Εξομολόγηση σε όσους αρρωσταίνουν. Και έχει κατόπιν ο Θεός. Και όταν οι ψυχές θα φύγουν, να τις θυμάστε. Και κάθε βράδυ «ανάπαυσον Κύριε, τους κεκοιμημένους δούλους σου, τον πατέρα μου, τη μάνα μου, τον αδελφό μου, την αδελφή μου, το γιό μου, την κόρη μου, τον άλφα συγγενή, τον βήτα, τον κακό εκείνο γείτονα, και ούτω κάθε εξής. Και τα ονόματά τους στη Θεία Λειτουργία, και αν έχομε κάποια δυνατότητα άλφα ή βήτα να δίνουμε και να κάνουμε και ένα σαρανταλείτουργο. Και για τους κεκοιμημένους και για μας τους ζωντανούς, για να φωτιζόμαστε. Γιατί οι περισσότεροι είμαστε αφώτιστοι, σκοτισμένοι απ’ τα πάθη και τις αμαρτίες, και βουλιάζει το έθνος μας, βουλιάζει η πατρίδα μας, διότι κανένας δεν ενδιαφέρεται για την Εκκλησία και την σωτηρία της ψυχής, κανένας νόμος για να σταματήσει το κακό. Μόνον πως θα πολλαπλασιαστεί η αμαρτία. Μόνον γι’ αυτό ενδιαφέρονται. Μικροί και μεγάλοι. Άρχοντες και αρχόμενοι, πλούσιοι και πτωχοί, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, τι κάνουμε;

Μπροστά σε ένα χαζοκούτι όλη μέρα και όλη νύχτα. Αλλά δεν είναι χαζοκούτι. Είναι και διαβολοκούτι. Αυτό θα κρατάμε στη μασχάλη μας όταν θάρθει η ώρα να χωριστεί η ψυχή από το σώμα. Και τι θα πούμε στο Θεό τότε; Πάρε αυτό το μεγάλο δώρο! Αυτό είχα, γι’ αυτό φρόντιζα σε όλη μου τη ζωή, ε, αυτό έχω να σου δώσω. Και Αυτός θα μας πει τότε «Υπάγετε απ’ εμού κατηραμένοι, εις το πυρ το αιώνιον, το ετοιμασμένο τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού».

Αλλά σεις βέβαια, που ήρθατε σήμερα με τη χάρη του Αγίου Θεού εδώ, - και πιστεύω όχι μόνον για να πάρετε ένα κομμάτι απ’ τη βασιλόπιττα -, ήρθατε για τον λόγον του Θεού. Και ο λόγος του Θεού χορταίνει τον άνθρωπον όταν πεινά, και τον ξεδιψά όταν διψά. Τον ξεσκοτίζει όταν είναι σκοτισμένος, τον δυναμώνει, όταν είναι αδύνατος, του χαρίζει ζωή όταν κοντεύει να πέσει κάτω, από τα πολλά κτυπήματα των παθών και της αμαρτίας και των πτώσεων που έχουμε.

Ο Θεός είναι φως και μας χαρίζει φως και μας δίδει ζωή, και μας δίδει υγεία, και μας δίδει και μας χαρίζει ακόμα και αυτήν την αιωνιότητα. Τον Θεόν λοιπόν να αγκαλιάζομε, τον Θεόν να αγαπούμε, εις Αυτόν να είμαστε αφοσιωμένοι, πρωί και βράδυ προσευχή, και μελέτη της Καινής Διαθήκης κάθε μέρα, και ενός καλού βιβλίου. Στη Θεία Λειτουργία μετά φόβου Θεού και πίστεως ενεργουμένης, με συντριβή και ταπείνωση για να τύχουμε του ελέους του Θεού. Που είναι οι πατέρες μας, που είναι οι παπούδες μας, που είναι οι γιαγιάδες μας, που είναι οι προγιαγιάδες; Που είναι οι προ, οι προ, οι προ, οι προ, οι προ, ποιος έμεινε; Κανένας! Όλοι μας είμαστε περαστικοί, είμαστε νοικάρηδες σε αυτό εδώ τον κόσμο. Έχουμε νοικιάσει ένα μικρό σπιτάκι, καθόμαστε, και σε λίγο θα φύγουμε. Ποιος από σας κατάλαβε πότε πέρασαν, άλλος τα είκοσι χρόνια, άλλος τα τριάντα, άλλος τα σαράντα, άλλος τα εβδομήντα, άλλος τα ογδόντα. Πότε πέρασαν; Ήταν σαν χθές. Έρχεται λοιπόν αυτή η ώρα. Αν εμείς την ετοιμάζουμε σιγά σιγά, αυτήν την ώρα, θα είναι γλυκειά και ωραία. Θα είναι ανώδυνη, ανεπαίσχυντη, ειρηνική. Κι αν θα παρακαλούμε τον Θεόν για τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής μας, θα μας δώσει λοιπόν και αυτήν τη στιγμή, την τελευταία, να είναι και αυτή όπως είπα ειρηνική, ανώδυνη και ανεπαίσχυντη, για να έχομε και την καλή απολογία μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού μας.

Την ελπίδα μας να μη χάσουμε,
σε απελπισία και σε απόγνωση να μην πέσουμε,
αμαρτωλοί είμεθα, αλλά όλες οι αμαρτίες σβήνουν μπροστά στην αγάπη του Θεού αρκεί να πούμε «ήμαρτον».
Και πιστεύω ότι όλοι μας, λέμε «ήμαρτον». Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος αυτή τη στιγμή εδώ μέσα, που να μην λέει «ήμαρτον εις τον Θεόν, είμαι αμαρτωλός Θεέ μου συγχώρεσέ με». Εφόσον λοιπόν το λέμε, θα σωθούμε. Αλλά να μην ξεχνάμε όμως και κείνους οι οποίοι έφυγαν. Και έτσι να τηρούμε τις εντολές, και να καλλιεργούμε τις αρετές, την ανεξικακία προπαντός, την μακροθυμία, την συγχωτητικότητα, να έχουμε αγάπη μέσα μας πολλή, να συγχωρούμε τους πάντες και τα πάντα, και να καλλιεργούμε την ταπείνωση και τη μετάνοια κάθε μέρα.
Και τα σπλάχνα του Αγίου Θεού είναι άπειρα. Και μας περιμένουν να μας σφίξουν στην αγκαλιά τους αυτά τα σπλάχνα, να μας βάλουν μέσα τους, και να μας πούνε στον καθέναν από μας, «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου».

Αυτή τη χαρά την εύχομαι με όλη μου την καρδιά σε όλους σας,
Αλλά όμως και σεις να την εύχεστε σε μένα.
Θα την εύχεστε;
- Μάλιστα !
Μμμμ όχι με το στόμα, με την καρδιά να το εύχεστε!
Όπως σας εύχομαι και γω ταπεινά και ανάξια.
Ταπεινά και ανάξια.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2003

Πώς θα γιορτάσουμε πνευματικώ τώ τρόπω τα Χριστούγεννα



180-δ
Κυρ.Προ Χριστουγέννων 2003

Σε τρείς τέσσερεις ημέρες αδελφοί μου, θα γιορτάσουμε Χριστούγεννα. Έτσι το σημερινό μας κήρυγμα θα το αρχίσουμε με μερικές ερωτήσεις.

Ασφαλώς όλοι σας βάλατε στα σπίτια σας Χριστουγεννιάτικο δένδρο και το στολίσατε και καλώς κάματε. Τον Χριστό όμως Τον γνωρίσατε;
Πολλοί από σας στολίσατε και τα μπαλκόνια και τις ταράτσες, ακόμα και τα φυσικά δένδρα που πιθανόν να είχατε στις μικρές αυλές σας ή στις μεγάλες, τα στολίσατε με πλήθος από φώτα και λαμπάκια και καλώς κάνατε. Τον Χριστό όμως Τον γνωρίσατε;
Και δένδρα και δώρα ψωνίσατε και τρόφιμα πολλά, και με γαλοπούλα και με κοτόπουλο και με αρνάκι και γλυκά για ένα πλούσιο γιορταστικό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Καλώς κάνατε, και μείς στο σπίτι μας το ίδιο κάναμε. Τον Χριστό όμως Τον γνωρίσαμε;
Αγαπάμε τον Χριστό, την Παναγία μητέρα Του και τους Αγίους;
Είμεθα έτοιμοι να δώσουμε και το αίμα μας για την αγάπη του Ιησού Χριστού; Αυτό το πιστεύουμε, ναι ή όχι;
Λέμε ότι λατρεύουμε τον Χριστό, σαν αληθινό Θεό και Σωτήρα μας. Αν το πιστεύουμε αυτό το πράγμα, μπορούμε να το αποδείξουμε με έργα και πράξεις που ιδιαιτέρως έχουμε τονίσει επανειλημμένως και τα ζητάει ο Θεός ο ίδιος δια της Αγίας Γραφής;
Δηλαδή έρχεσαι στην εκκλησία κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή;
Μελετάς κάθε μέρα το Ευαγγέλιο και την Καινή Διαθήκη;
Έχεις αληθινή πίστη στην Τριαδικότητα του Αγίου Θεού και στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού;
Προσεύχεσαι το πρωί με την εωθινή προσευχή και το βράδυ με το Απόδειπνο και τους Χαιρετισμούς;
Εξομολογείσαι με απόλυτη ειλικρίνεια στον πνευματικό σου και μόνον τις δικές σου αμαρτίες;
Προσέχεις τις αισθήσεις σου και ιδιαιτέρως τα μάτια σου και τη γλώσσα σου, που κόκαλα δεν έχει αλλά κόκαλα τσακίζεις;
Κάνεις στο κατά δύναμιν τον πνευματικόν σου αγώνα με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και εγκράτεια; Τον κάνεις αυτό τον αγώνα;
Συγχωρείς τους εχθρούς σου, τους συγγενείς σου, τους φίλους σου, τους γείτονάς σου που σου έκαμαν κακό; Σε πείραξαν;
Πολεμάς τα πάθη σου, ή τα τρέφεις με οποιοδήποτε τρόπο κάθε μέρα;
Θυμώνουμε ποτέ εναντίον των κακών, των πονηρών, των αισχρών, και των βλασφήμων λογισμών που σπέρνει ο διάβολος μέσα στο νου μας κάθε μέρα;
Στενοχωρούμεθα για τα λάθη μας, για τις πτώσεις μας και για τις αμαρτίες μας που διαπράττουμε κάθε στιγμή;
Κοινωνούμε των Αχράντων με προσοχή, με συστολή και φόβο, μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης;
Μήπως γογγύζουμε για τα βάσανα, τους πόνους, τις αρρώστιες και τις θλίψεις της ζωής;
Εξετάζεις κάθε βράδυ τη συνείδησή σου, είναι ήσυχη; Μήπως δεν τήρησες όπως έπρεπε τις άγιες εντολές του Θεού, γι’ αυτό και είσαι ανήσυχος, νευρικός και γκρινιάρης;
Μιλάς για το Χριστό, και την αλήθεια του Ευαγγελίου; Τον ομολογείς; Ή μήπως ντρέπεσαι στον οποιοδήποτε συνάνθρωπό σου μπροστά;

Σ’ αυτές τις είκοσι περίπου ερωτήσεις χριστιανοί μου, η φωνή της συνειδήσεώς μας, η φωνή της καρδιάς μας μπορεί να απαντήσει μ’ ένα ολοκάθαρο «ναι»; Αν απαντήσουμε «ναι μεν αλλά…», «και ναι και όχι», «και ίσως», «και πιθανόν», «και ξέρεις», «και αυτό μου συμβαίνει», «και το άλλο μου γίνεται», όλα αυτά είναι διάφορες δικαιολογίες και οι δικαιολογίες είναι ο δικηγόρος του διαβόλου.

Τα καλύτερα Χριστούγεννα είναι εκείνα τα Χριστούγεννα που τα κάνουμε με τον Χριστό μαζί. Τι θα πει Χριστούγεννα άλλωστε; Να ζήσουμε τον Χριστό εκείνην την ημέρα μέσα στην καρδιά μας. Να Τον κλείσουμε μέσα στην καρδιά μας, με τη Θεία Κοινωνία και την όλη Εκκλησιαστική ακολουθία, και ιερά υμνολογία, ολόκληρο το νεογέννητο Χριστό μέσα στην καρδιά μας. Να γίνει δηλαδή η καρδιά μας φάτνη και λίκνον αιώνιας ζωής.
Τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι μαζί με τους κτύπους της δικής σου καρδιάς, και της δικής μου βέβαια, να νοιώσεις και να νοιώσω, να αισθανθείς και να αισθανθώ, να βιώσεις και να βιώσω, και τους κτύπους της Θεανθρώπινης καρδιάς του βρέφους Ιησού.
Να νοιώσεις δηλαδή τους νοερούς παλμούς της αιωνιότητος, τους παλμούς της Βασιλείας των Ουρανών, τους παλμούς της αθανασίας, τους παλμούς της Βασιλείας του Θεού. Και έτσι να καταστείς και συ και ’γω, όπως μας λέγει ο Απόστολος Πέτρος «κοινωνός θείας φύσεως».
Πρώτα πρώτα νοιώθεις ότι είσαι αληθινός άνθρωπος. Άνθρωπος πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού. Άνθρωπος πνευματικός. Άνθρωπος μεν με σάρκα και οστά, με σώμα και ύλη, αλλά ταυτόχρονα και άνθρωπος ουράνιος. Και αυτό διότι μετέχεις της Θεότητος. Αφθαρτοποιείσαι. Πνευματοφορείς το Βρέφος Ιησούς μέσα στην καρδιά σου, ειδικά εκείνη την ημέρα, όταν προσέρχεσαι στην Εκκλησία, και όταν κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων.
Τότε γίνεσαι ουράνια φάτνη, πνευματικόν λίκνον, πνευματική Βηθλεέμ. Μέσα και έξω όλα λάμπουν, όλα λάμπουν. Εξ ανατολών ανατέλλει στον ουρανό της καρδιάς σου ολόκληρος ο Ήλιος Χριστός. «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί»; Θα ψάλουμε εκείνο το πρωινό, με τα ωραιότατα εκείνα τα τρία καθίσματα του όρθρου των Χριστουγέννων. Ναι, «ο αχώρητος όμως παντί», πως εχωρήθη εν τη καρδία σου ως Θείος Μαργαρίτης; Το σκέφτηκες αυτό ποτέ; Πώς γίνεται η καρδιά σου χώρος για να χωρέσει «ο αχώρητος παντί» με τον Θείο Μαργαρίτη;
Και όταν δεις με τα μάτια της ψυχής σου τον Χριστό μέσα στην καρδιά σου, μετά την πρωινή Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία και Θεία Κοινωνία, ω τότε! ω τότε! θα το πω και θα το φωνάξω. Άγγελοι και Αρχάγγελοι θα ζητωκραυγάζουν πανηγυρικά μέσα σου όμως, μέσα στο είναι σου, μέσα στις αισθήσεις σου, μέσα στην ψυχή σου, μέσα στην καρδιά σου, το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Μη σας φαίνεται παράξενο, δεν είναι αυτά μόνο λόγια, δεν είναι ξεροί λόγοι, ουτοπία και χίμαιρα. Όταν σας λέω και σας βεβαιώνω ότι η καρδιά σας θα γίνει φάτνη, μπορεί να γίνει μία αγιοπνευματική κατοικία, εντός της οποίας θα ανακληθεί ο Ιησούς Χριστός, δια της Θείας Κοινωνίας, διότι όλα αυτά για μας είναι πίστις, είναι πίστις αληθινή, είναι πίστις ζωντανή, είναι πίστις πραγματική, και «δια της τοιαύτης πίστεως κατοικείσαι τον Χριστόν εν ταις καρδίαις ημών», μας βεβαιώνει η Αγία Γραφή με το στόμα του Αποστόλου Παύλου.

Θέλεις να ζήσεις αληθινά Χριστούγεννα; Και ποιος δε θέλει; Όμως πρώτα απ’ όλα πρέπει να πιστέψεις, και ν’ αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης καρδίας και ψυχής και διανοίας και ισχύος, και να έχεις ήδη εξομολογηθεί. Πρέπει να έχεις μισήσει και να μισείς την αμαρτία. Πρέπει να εκκλησιαστείς από τις πέντε ει δυνατόν το πρωί. Και τέλος να κοινωνήσεις των Αχράντων Μυστηρίων. Και αν για τον άλφα βήτα λόγο, δεν μπορέσεις ή δε σου επιτρέπεται να κοινωνήσεις, μπορείς να κοινωνήσεις τη Θεία Χάρη, το Άγιον Πνεύμα, τον Θείον πνευματικόν Μαργαρίτην. Αν ζήσουμε τα φετινά Χριστούγεννα μαζί με τον Χριστόν, τότε όλα γύρω μας και μέσα μας, θα πανηγυρίζουν, θα λαμπροφορούν, θα γιορτάζουν.
Οι περισσότεροι όμως δυστυχώς, από μας τους Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς, θα γιορτάσουν, ή μάλλον θα περάσουν Χριστούγεννα χωρίς Χριστόν. Θα ’ναι γι’ αυτούς μία κοινή ημέρα κοινής αργίας, ένα ευχάριστο πρωινό για ύπνο. Όταν όμως ξυπνήσουν, όλα γύρω τους και όλα μέσα τους θα είναι έρημα, θα είναι μαύρα, θα είναι σκοτεινά. Ήδη άρχισαν να ζούνε από τώρα την Κόλαση. Δεν τους σώζουν τα λαμπάκια και οι φωταψίες, το γλέντι και ο χορός, η κραιπάλη και η μέθη ή το τυχόν πλούσιο τραπέζι.

Χριστούγεννα χωρίς Χριστό, δεν είναι Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα τα γιορτάζουμε μόνον με τον Χριστόν, διότι ο Χριστός σώζει. Αυτός χαρίζει το φως, τη ζωή, τη χαρά, την ευτυχία, την ειρήνη, και την γαλήνη της ψυχής. Αυτός χαρίζει και τα αληθινά Χριστούγεννα.

Μαζί Του να τα ζήσουμε, μαζί Του,
Αμήν.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2003

Η πίστις, τα έργα και το δείπνον της Θείας αγάπης



Η σημερινή Ευαγγελική περικοπή αδελφοί μου αναφέρεται στη γνωστή παραβολή του Μεγάλου Δείπνου. Ένας άρχοντας καλεί σε δείπνο πολλούς και διαφόρους.

Μερικοί αρνούνται την πρόσκληση προφασιζόμενοι το «αγρόν ηγόρασα». Τις δουλειές, την εργασία και γενικά την αγωνία και τις υποχρεώσεις για τα οικονομικά.
Άλλοι πάλι με την πρόφαση «γυναίκα έγημα», με τις οικογενειακές δηλαδή μέριμνες για τη γυναίκα και τα παιδιά, αρνήθηκαν και αυτοί την πρόσκληση.
Και κάποιοι είπαν το «έχε με παραιτημένο» διότι αγόρασαν πέντε ζευγάρια ζώα και θέλησαν να τα δοκιμάσουν.
Οι προφάσεις αυτές διά μέσου των οποίων και οι τρίτοι αρνήθηκαν την πρόσκληση στο μεγάλο δείπνο, είναι οι φιλήδονες και αμαρτωλές ικανοποιήσεις των πέντε αισθήσεων του ανθρώπου.
Μ’ αυτές τις τρεις κατηγορίες των ανθρώπων είχαμε ασχοληθεί και σε παλαιότερα κηρύγματα. Επίσης είχαμε τονίσει το χίλια εννιακόσα ενενήντα έξη, τι μας προαναγγέλλει ο Χριστός με την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου.

Προαναγγέλλει λοιπόν ο Κύριος το Ευχαριστηριακό Δείπνο της Θείας Λατρείας.
Δεύτερον το Δείπνον της Θείας Χάριτος.
Τρίτον το Μεγάλο Δείπνο της Άνω Ιερουσαλήμ, και
Τέταρτον το Δείπνο της μεγάλης Κρίσεως του Αγίου Θεού.

Χριστιανοί μου, για να αποδεχτούμε εμείς οι σημερινοί Νεοέλληνες Χριστιανοί, και όσοι βρισκόμαστε εδώ μέσα αυτή τη στιγμή, την πρόσκληση του Χριστού, στο Μεγάλο Δείπνο, είτε της Θείας Ευχαριστίας, είτε της Θείας Χάριτος, είτε της Άνω Ιερουσαλήμ, απαιτείται πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα πίστις. Πίστις ζωντανή, πίστις φλογερή, πίστις αληθινή, πίστις ενεργουμένη.

Τι είναι όμως πίστις; «Έστι πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» μας λέγει ο Απόστολος Παύλος. Αυτός όμως είναι ένας γενικός ορισμός.
Πίστις πρακτικά σημαίνει ο λόγος να γίνεται έργον, όπως «ο Θεός είπε και εγεννήθησαν» έτσι και μείς να μπορούμε να λέμε έναν λόγο, και ο λόγος μας αυτός να γίνεται έργον. Όταν ο λόγος μας γίνεται έργον κατά Θεόν, αυτό είναι πίστις. Να λέμε παραδείγματος χάριν σε κάποιον «σήκω επάνω, είσαι καλά, είσαι υγιής» και να το λέμε με τόση δυνατή και ζωντανή πίστη ώστε μέσα από το δικό μας λόγο να καταδέχεται να περνάει η παντοδυναμία του Αγίου Θεού και εκείνος στον οποίο λέμε «είσαι καλά» να σηκώνεται. Αυτό είναι πίστις.
Πίστις είναι ακόμα να δεχόμεθα ως απολύτως σωστά και αληθινά όσα πρεσβεύει η Εκκλησία μας.
Πίστις είναι να τηρούμε τις εντολές και να καλλιεργούμε τις αρετές και να απέχομε από το κακόν όπως μας τα είπε προηγουμένως το Αποστολικόν Ανάγνωσμα από την Κολασσαείς Επιστολή από το τρίτο κεφάλαιο, λέγοντας «νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και πλεονεξίαν ήτις εστί ειδωλολατρεία. Απόθεσθε τα παντα, και την οργήν και τον θυμόν και την κακίαν και την βλασφημίαν και την αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών και μη ψεύδεσθε εις αλλήλους» και άλλα πολλά όσα περιλαμβάνει η Καινή μας Διαθήκη. Η εφαρμογή αυτών θέλει πίστη.

Όταν μας λέγει όμως η Αγία μας Εκκλησία το άλφα ή το βήτα, αυτό δεν θα τεθεί υπό τη δική μας έρευνα; Και ασφαλώς. Αλλά θα τα ερευνήσομε όμως μέσα από τη δική μας προσωπική χριστιανική ζωή. Πρώτα θα αποδεχτούμε τον όρον της πίστεως και στη συνέχεια θα τον θέσουμε σε εφαρμογή. Θα αποδεχτούμε τον λόγον της Εκκλησίας με πίστη και θα τον κάνουμε έργο. Θα βάλουμε δηλαδή να δουλέψει αυτό το έργο μέσα μας, μέσα στην καρδιά μας. Και από την εργασία που θα κάνομε για να τηρήσουμε τις εντολές και το πανάγιον θέλημα του Θεού, θα φανεί το πόσο η πίστις μας είναι θερμή και είναι ζωντανή. Από τα έργα μας, τα κατά Χριστόν έργα, όχι τα του κόσμου έργα, και από το είδος του πνευματικού αγώνος που κάνομε, εύκολα θα αποδειχθεί, τι πίστη έχομε μέσα μας.
Γι’ αυτό χρειάζονται τα έργα τα κατά Χριστόν, διότι «πίστις άνευ τοιούτων έργων νεκρά εστί». «Και δείξον μου την πίστιν σου εκ των έργων σου», των κατά Χριστόν έργων σου, μας λέγει η Αγία Γραφή.
Χωρίς ενεργουμένη πίστη δεν μπορούμε να παρακαθίσουμε στον Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας. Χωρίς πίστη δεν μπορούμε να βγούμε εδώ μπροστά στο Άγιον Ποτήριον. Διότι θα σας προσκαλέσει η Εκκλησία στο «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Χωρίς ζωντανή πίστη πώς θα παρακαθίσουμε και στο άλλο Δείπνο, το Δείπνο της Θείας Χάριτος, που μας παρέχει τόσο πλουσιοπάροχα ο Ουράνιος Οικοδεσπότης;
Και χωρίς φλογερή πίστη με πλήρη ομολογία μέχρι θυσίας και μαρτυρίου και θανάτου ακόμα, πως θα καταστούμε ουράνιοι συνδαιτυμόνες στο ακατάληπτο δείπνο της Άνω Ιερουσαλήμ εις τους αιώνας των αιώνων;

Τώρα όμως ας ανέβουμε ακόμα ένα σκαλοπάτι ακόμα ψηλότερα. Το απαιτούν οι γιορτινές μας ημέρες. Πίστις κατά τον Άγιο Διάδοχο Φωτικής, ως ακρότατος όρος της εν Χριστό ζωής, είναι έννοια περί του Θεού απαθής. Αυτού σημαίνει ότι η έννοια που έχουμε για το Θεό μέσα στην καρδιά μας, να μην δημιουργείται από τις δικές μας πεπερασμένες φτωχές γνώσεις, ή από ανθρωπομορφικές εκφράσεις, ή και πολύ περισσότερο – δυστυχία μας – να προσωποποιείται εξ αιτίας των παθών μας, με τόσες και τόσες σαπουνόφουσκες που ακούμε κατά καιρούς, ιδιαίτερα μέσα απ’ την τηλεόραση γι’ αυτά που μας λένε για την πίστη και τον Θεόν. Επίσης η έννοια του Θεού δεν μπορεί να είναι περιγραπτή, δεν μπορούμε να την περιγράψομε με λόγια, διότι αυτό είναι τελείως αδύνατο.

Με ρώτησε κάποιος προχτές στην εξομολόγηση «Ποιος είναι ο Θεός;» Είναι ο Ων! Ο Υπάρχων. Ο πάντοτε Υπάρχων. Ο προαιωνίως Υπάρχων, και τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Ποιος είναι ο Θεός; Είναι ο Ων, είναι ο Ην, είναι ο Ερχόμενος! Αυτός που ήλθε εν χρόνω στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Είναι αυτός που μας αποκάλυψε τον Τριαδικόν Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Είναι Αυτός που είπε «Εγώ ειμί ο λαλών σοι», «εγώ είμαι το φως του κόσμου». Είναι Αυτός που ήλθε και που έρχεται στις καρδιές μας με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου, ορατού και αοράτου, είναι ο προσωπικός μας Δημιουργός που μας έπλασε κατ’ εικόνα Αυτού και καθ΄ομοίωση.

Τι είναι ο Θεός; Είναι Πνεύμα. «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». Και ποιος μπορεί να περιγράψει τον Άπειρον Θεόν ως Πνεύμα; Κανένας! Κανένας! Και όμως μολονότι ο Θεός δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με λόγια εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε. Γι’ αυτό και ήλθαμε σήμερα στους ναούς, γι’ αυτό ήρθαμε με τα παιδιά μας, γι’ αυτό τα κρατάμε στην αγκαλιά μας, γι’ αυτό εκκλησιαστήκαμε, γι’ αυτό θα κοινωνήσουμε, επειδή πιστεύουμε. Έχουμε, πιστεύουμε στον Θεόν, και έχουμε ζωντανή την αίσθηση της υπάρξεως του Θεού. Έχουμε ζωντανή την αίσθηση ότι ο Θεός έχει ουσία. Ο Θεός έχει ενέργειες, ο Θεός έχει έργα, και τα έργα των χειρών Του εισίν οι ουρανοί, είναι ο ουρανός και η γη. Έργα των χειρών Του είναι τα ορατά και τα αόρατα. Ο κόσμος της Βασιλείας του Θεού και ο κόσμος εδώ κάτω στη γη και το αστρικόν σύμπαν.

«Πιστεύω εις έναν Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα Ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων», ομολογήσαμε λίγο πριν, στο Σύμβολον της Πίστεως, και το ομολογούμε κάθε μέρα.

Πίστις σημαίνει ακόμα ότι αποδεχόμεθα την αποκάλυψη του Θεού μέσα από τις Άγιες Γραφές. Μέσα από τους Ευαγγελικούς λόγους της Καινής Διαθήκης. Μέσα από τους βίους των μυριάδων αγίων, μέσα από τις εμπειρίες και τα βιώματα των Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας, μέσα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας και δη της Θείας Ευχαριστίας. Μέσα από την τήρηση του Θείου θελήματος και τέλος μέσα από τα έργα πίστεως. «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι τω Θεώ». Δηλαδή χωρίς την ενεργουμένη πίστη, δεν είναι δυνατόν να ευαρεστήσει κανείς τον Θεόν. Ολόκληρο το ενδέκατο κεφάλαιο της Προς Εβραίους Επιστολής είναι ένας ύμνος της πίστεως προς τον Θεόν, ένας ύμνος στα έργα της πίστεως. Διαβάστε το.

Εσύ πιστεύεις; Εκεί κάτω εσύ πιστεύεις; Εσύ; Εσείς εδώ; Εγώ; Όλοι μας πιστεύουμε! Καλώς κάνουμε. Αλλά όμως έλα που και τα δαιμόνια πιστεύουν; Και πιστεύουν και φρίττουν. Εμείς πιστεύουμε. Φρίττουμε; Έχουμε συστολή; Έχουμε σεβασμό; Τηρούμε τις εντολές; Καλλιεργούμε τις αρετές; Απέχουμε από τις προαναφερθείσες αμαρτίες από την Προς Κολασσαείς Επιστολή του Παύλου; Τι δεν έχουν οι δαίμονες; Έργα πίστεως και μετάνοια. Έργα πίστεως και αγάπης προς τον πλησίον και τον εχθρόν μας εμείς έχουμε; Έργα μετανοίας, έργα που αλλάζουν τη ζωή μας, την καρδιά μας, την ψυχή μας, τις αισθήσεις μας, τις σκέψεις μας, και ολόκληρη τη διαγωγή μας, έχουμε τέτοια πίστη;
Τα έργα πίστεως, μετανοίας και αγάπης εν Χριστώ αυτά και μόνα μπορούν να ανοίξουν τις καρδιές μας. Αυτά μας φωτίζουν διά της Θείας Χάριτος και των Παναχράντων Μυστηρίων.
Και όλα μαζί καθαρίζουν το δοχείον της ψυχής μας για να δεχτεί κατά δύναμιν και κατά χάριν τους ανασασμούς του Παναγίου Πνεύματος. Τι είναι ανασασμοί; Είναι αυτό που βεβαιώνεται η ψυχή ότι έχει αποδείξεις! Ότι έχει βιώματα. Ότι ζεί Κύριος ο Θεός μέσα μας. Μέσα μας, ζεί ο Χριστός μέσα μας; Ζεί! Ζεί μεσα σας; Έχει αίσθηση της υπάρξεως του Θεού. Άλλωστε η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί.

Είναι Πνεύμα διότι Πνεύμα ο Θεός. Είναι φως! Είναι δόξα, είναι ζωή. Ο Θεός χριστιανοί μου με την ενανθρώπισή Του, στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, μας φανερώνει ακόμα ότι είναι η αλήθεια, η οδός και η ανάστασις. Είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Είναι ο Σωτήρας σου, αλλά και Σωτήρας μου. Μας αποκαλύπτεται και έτσι Τον γνωρίζει τόσο, όσο χωράει η καρδιά μας. Και τότε έχουμε πανηγύρι. Έχουμε χαρά. Έχουμε ευτυχία. Έχουμε μακαριότητα. Γιατί; Διότι συμμετέχουμε διαρκώς και αδιαλείπτως, σε Δείπνο ουράνιο, σε Δείπνο Θείας ευφροσύνης, σε Δείπνο αγγελικής λατρείας.
Κι όταν μετέχεις σε ένα τέτοιο Δείπνο, τότε αδελφοί μου πεθαίνεις! Πεθαίνεις από Θεϊκή αγάπη. Να το επαναλάβω; Όποιος μετέχει στο Δείπνο της Θείας Χάριτος, στο Δείπνο της Θείας ευφροσύνης, στο Δείπνο της Άνω Ιερουσαλήμ, πεθαίνει από Θεϊκή αγάπη.

Αμήν.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2003

Η καμπούρα της ψυχής και η αληθινή ταπείνωσης που γεννάται εκ της αγάπης προς τον Θεόν



Κυρ.Ι' Λουκά 2003

Την έδεσε ο Σατανάς εδώ δέκα και οκτώ έτη.
Το θαύμα χριστιανοί μου είναι γνωστό, ο Κύριος πηγαίνει σε μια συναγωγή την ημέρα του Σαββάτου. Ημέρα αργίας. Για μας τους χριστιανούς όμως ημέρα αργίας είναι η Κυριακή. Είναι η πρώτη μετά το Σάββατο. Είναι ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου.
Την ώρα λοιπόν που ο Κύριος εδίδασκε μέσα στην συναγωγή, το σπλαχνικό Του μάτι έπεσε πάνω σε μια καμπουριασμένη γυναίκα, συγκύπτουσα όπως την αποκαλεί το Ιερό Ευαγγέλιο. Και μάλιστα σ’ αυτή την κατάσταση, ήταν κυρτωμένη για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια. Έτσι την είχε καταντήσει η ενέργεια του Σατανά. Την έδυσεν ο Σατανάς. Ποιος ξέρει κάτω από ποιες τραγικές συνθήκες είχε αυτήν την δαιμονική κατοχή και ενέργεια χωρίς όμως να πειραχτεί η ψυχή της.
Μόλις όμως ο Κύριος την άγγιξε με τα θεϊκά Του χέρια, αμέσως την έλυσε από τα δεσμά του διαβόλου, και της ξαναέδωσε πλήρως την υγεία της, ανορθώθηκε η δυστυχισμένη εκείνη ύπαρξη. Ταπείνωσε και ξευτέλισε ο Θεός τον διάβολο αλλά και κάθε υπηρέτη του διαβόλου όπως ήταν ο αρχισυνάγωγος.

Αλλά και ο χριστιανός όμως με τη χάρη του Θεού, μπορεί να ταπεινώνει και να εξευτελίζει τον διάβολο, και τοις αγγέλοις αυτού και όσους τον υπηρετούν. Πότε όμως;
Όταν πολεμάει σωστά τα πάθη του.
Όταν τηρεί με συνέπεια τις Ευαγγελικές εντολές.
Όταν καλλιεργεί εν Αγίω Πνεύματι όλες τις θεοαρετές και ειδικότερα όταν καλλιεργεί καθημερινά το ταπεινό φρόνημα και την μετάνοια.
Όταν συμμετέχει στα Άχραντα Μυστήρια με πολύ κατά Θεόν φόβον. Σε λίγο η Εκκλησία μας θα σας καλέσει όπως «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
Και τέλος βέβαια με την ταπείνωσή του ο κάθε χριστιανός.

Και τίθεται τώρα ένα μεγάλο ερώτημα. Εμείς οι χριστιανοί, ειδικότερα εμείς οι σήμερα εκκλησιαζόμενοι έχουμε ταπείνωση; Έχουμε την αληθινή ταπείνωση; Εγώ πάντως δεν την έχω και δεν ξέρω αν θα την αποκτήσω ποτέ. Δε γνωρίζω αν κάποιος από σας την έχει, και αν την έχει, εύγε του.
Πολλοί χριστιανοί νομίζουν ότι έχουν ταπείνωση. Νομίζουν έχουν αυτήν την αρετήν. Έστω και αν κάπως κάπως την εργάζονται. Αλλά νομίζω ότι κάνουν λάθη. Είναι τολμηρό να ομιλεί κανείς για την ταπείνωση. Αυτό το «είναι τολμηρό να ομιλεί κανένας για την ταπείνωση», δεν είναι δικός μου λόγος. Αλλά είναι λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας. Διότι η ταπείνωσις είναι η στολή της Θεότητος. Αυτήν φόρεσε ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Θεός όταν έγινε άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Έτσι όποιος χριστιανός ή χριστιανή φορέσει αυτήν την στολή, θεοφορείται και γίνεται εν Αγίω Πνεύματι όμοιος με Αυτόν τον Υιόν του Θεού, που άδειασε τους ουρανούς και σκέπασε την άκτιστη Τριαδική Του Δόξα και ολόκληρη την Θεϊκή Του μεγαλοπρέπεια, για να μην καταθλιφθεί το γένος των ανθρώπων και ολόκληρος η κτίσις, όλη η δημιουργία του Σύμπαντος κόσμου.
Τι μας λέγει η Αγία Γραφή; Εταπείνωσεν εαυτόν ο Θεός γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού, ο Υιός προς τον Πατέρα, εταπείνωσεν εαυτόν. Η φύσις του προσώπου του Θεού, η φύσις της Τριαδικής Θεότητος, η ουσία της Τριαδικής Θεότητος, είναι απρόσιτη για κάθε κτίσμα, ουράνιο και επίγειο.
«Θεόν ουδείς εώρακε πόποτε». Ο μονογενής Υιός, ο Ων εν τοις κόλποις του Πατρός, αυτός εξηγήσεται. Μόνον Αυτός μπορεί να μας πει, Αυτός που φόρεσε την χοϊκή στολή, την οποία Θεοποίησε, γι’ αυτό και λέγεται Στολή Θεότητος. Όποιος λοιπόν ενδύεται αυτήν την Στολήν της Θεότητος, αυτός Χριστοφορείται.
Για προσέξτε τι μας λένε οι Πατέρες. Άλλη είναι η ταπείνωσις που προέρχεται από τον φόβον προς τον Θεόν, και άλλη αυτή που γεννάται από απέραντη αγάπη προς τον Θεόν εξ’ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος και διανοίας. Η πρώτη που γεννάται από τον φόβον, εξακολουθεί καθημερινά να παλεύει με το τριπλό κακό, με τα πάθη, με τη σάρκα, με τον διάβολο, με τον κόσμον της κακίας που μας περιβάλλει, και τα συντρίβει πάντα ταύτα καθημερινά δια Ιησού Χριστού, αποκτά ειρήνη σε όλα τα μέλη του σώματός του, αποκτά ευταξία στις αισθήσεις του, και ησυχία στους λογισμούς. Ενώ η άλλη ταπείνωσις, που προέρχεται αποκλειστικά και μόνον από την αγάπη προς τον Θεόν, αποκτά η ψυχή το ενέχυρον της Αγίας Τριάδος. Θέλετε να το επαναλάβω; Αποκτά η ψυχή το ενέχυρον της Αγίας Τριάδος. Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι όσον ο Θεός αγαπά το σύνολον των αγγέλων και των Αρχαγγέλων, το σύνολον των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, των Θρόνων και των Κυριοτήτων και πασών των επουρανίων δυνάμεων, που κοσμούν την Βασιλεία του Θεού και την θριαμβεύουσα Εκκλησία, όλο αυτό το σύνολο όσο το αγαπάει ο Θεός, άλλο τόσο και εξίσου αγαπά αυτήν την τεταπεινωμένην καρδίαν.

Ο Θεός στους ταπεινούς δίδει όλη τη Χάρη, όλη τη Χάρη. Γι’ αυτό και τον (τον ταπεινό) προσκυνά όλη η Κτίσις. Τον ευλαβούνται οι άνθρωποι και Τον υπηρετούν και τα θηρία. Όταν ομιλεί ο ταπεινός τη καρδία από αγάπη προς τον Θεόν, σιωπούν οι σοφοί, βουβαίνονται. Βουβαίνονται και οι διδάσκαλοι και οι ρήτορες και οι λεγόμενοι θεολόγοι και θεολολόγοι τούτου του κόσμου. Τον σέβονται όλοι ακόμη και τα ερπετά. Και μάλιστα τα άλογα ζώα κάνουν περισσότερη υπακοή από τους λογικούς ανθρώπους.

Παράδειγμα ο πατήρ Παΐσιος, ο μοναχός που εκοιμήθη πριν δέκα χρόνια. Μπροστά στον τότε ιερομόναχον πατέρα Αμφιλόχιο και νυν επίσκοπον Σερβίας, την ώρα που έτρωγαν, ήρθε ένας μεγάλος βάτραχος στον οποίο είχε δώσει και ένα όνομα, - το λησμονώ αυτή τη στιγμή – και έκανε μία φορά κοάξ, και ζήτησε τροφή, την οποίαν και έδωσε ο πατήρ Παΐσιος. Κατόπιν του είπε «Πήγαινε στη φωλιά σου και στις έξι η ώρα θα βγεις για να πά να κάνεις εσπερινό». Έμεινε με ανοικτό το στόμα ο πατήρ Αμφιλόχιος. Που να φάγει το υπόλοιπον φαγητό του; Τον έπιασε αδημονία και ανησυχία και αγωνία μέχρι που να έρθει έξι η ώρα, και βημάτιζε στο προαύλιον του ησυχαστηρίου της Παναγούδας, περιμένοντας πότε θα έρθει η έκτη ώρα. Και πράγματι στις έξι ακριβώς, ούτε παρά ένα λεπτό ούτε και ένα, εβγήκε ο βάτραχος από τη φωλιά του, πέρασε στο απέναντι άκρο της αυλής όπου υπήρχε ένας μεγάλος Σταυρός, στάθηκε μπροστά, σηκώθηκε στα μπροστινά του τα πόδια, και άρχισε να κράζει κουάξ, κουάξ, κουάξ, επί δέκα ακριβώς λεπτά. Με αυτόν τον τρόπον, ύμνησε ο βάτραχος τον Θεόν, κάνοντας απόλυτη υπακοή στον πατέρα Παΐσιο. Γιατί; Γιατί στο πρόσωπό του ανεγνώριζε την αληθινή Στολή της Θεότητος που φορούσε. Τη Στολή του Χριστού. Το χρυσοστόλημα ένδυμα της ταπεινώσεως.

Αυτό το ένδυμα εσύ το φοράς; Εσύ, εσύ, εσύ; Εγώ δεν το φοράω. Αυτός που έχει αληθινή την ταπείνωση, πιστεύει για τον εαυτόν του ότι είναι ο μεγαλύτερος των αμαρτωλών, ο πρώτος των αμαρτωλών, το πιστεύει αυτό, και γι’ αυτό τον τιμά και ο Θεός. Το επιβεβαιώνουν και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όταν μας λένε ότι η αληθινή ταπείνωση έχει εκείνος που ενώ κοσμείται από τον Θεόν από τα πολλαπλά χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος, και από ουράνιες δωρεές, παρά ταύτα θεωρεί τον εαυτόν του ελεηνό, τρισάθλιο και ανάξιο. Και αυτό το πιστεύει. Έτσι πίστις θερμή ζωντανή και ταπεινή αληθινή κάνουν θαύματα πολλά που όμως δεν διαφημίζονται, και το κυριότερον αποδίδονται στην αγάπη, στην παντοδυναμία και στο θέλημα του Αγίου Θεού.

Τίποτα αδελφοί μου δεν είναι δικό μας. Όλα είναι του Αγίου Θεού. Μερικοί πιστεύουν για τον εαυτόν τους, το πιστεύουν μερικοί, επειδή έχουν λίγη συστολή και λίγη ντροπαλότητα ότι έχουν και ταπείνωση. Δεν έχουν. Ταπείνωση δεν έχουμε προπαντός όταν ταπεινολογούμε - σαν και μένα. Ούτε τότε έχουμε. Ούτε η ταπεινοσχημία είναι ταπείνωσις. Εμείς που νομίζουμε ότι πιστεύουμε, αν μας πει ένας στο δρόμο «είσαι βλάκας, είσαι χαζός», και αν μας πει κάτι χειρότερο, ότι «είσαι γουρούνι», δεν θα αισθανθούμε προσβολή; Μη μου πείτε ότι δεν θα αισθανθούμε προσβολή… Μη μου πείτε ότι δεν θα νευριάσουμε και δεν θα θυμώσουμε… Εμ τότε τι ταπείνωση έχουμε;
Άλλο πράγμα λοιπόν η συντριβή της καρδιάς, άλλο η θεοΰφαντη Στολή της Θεότητος που φορούμε και είναι της ταπεινώσεως, και άλλο πράγμα η ταπεινολογία και η ταπεινοσχημία.
Προσεύχεται ο ταπεινός και να το θαύμα της θεραπείας του καρκίνου.
Προσεύχεται ο ταπεινός και να το θαύμα της ομόνοιας στο αντρόγυνο.
Προσεύχεται ο ταπεινός και να το θαύμα της ειρήνης μέσα στην οικογένεια.
Ο ταπεινός όταν προσεύχεται εκδιώκει δαιμόνια.
Διορθώνει τα πάθη, ημερεύει τα θηρία.
Προσεύχεται ο ταπεινός και λογικεύεται και ο τρελλός.
Με τις προσευχές των ταπεινών, των αφανών δηλαδή αγίων, σώζεται ο κόσμος, σώζεσαι και συ, σώζεσαι και συ, σώζεσαι και συ, σώζομαι και γω, σωζόμεθα όλοι μας.

Θέλετε να φύγει η καμπούρα των παθών μας, και των αδυναμιών μας, και των κακιών μας, και των πονηριών που έχουμε μέσα στην ψυχή μας και που σχηματίζουν μια τεράστια καμπούρα και δεν τη βλέπουμε;
Να ταπεινωθούμε! Πώς;

Θέλετε να σας πω μερικούς τρόπους; Απλούς θα σας πω. Απλούς. Να σας τους πω για να έλθουμε στο πρακτικό μέρος.
Σε ξέχασαν; Δεν σε πήραν ούτε ένα τηλέφωνο; Δεν πειράζει. Και προπαντός μη παραπονείσαι.
Σε αδίκησαν; Ξέχασέ το.
Σε περιφρόνησαν; Να χαίρεσαι.
Σε κατηγορούν; Μην αντιλέγεις.
Σε κοροϊδεύουν; Μην απαντάς.
Σε βρίζουν; Σιωπή και προσευχή.
Σου αφαιρούν το λόγο; Σε διακόπτουν; Μη λυπάσαι.
Σε κακολογούν; Μην αντιμάχεσαι.
Σου μεταδίδουν ευθύνες τα παιδιά σου; Οι συγγενείς σου, οι δικοί σου οι άνθρωποι; Μη διαμαρτύρεσαι.
Θυμώνουν μαζί σου; Να παραμένεις ήρεμος.
Σου κλέβουν φανερά; Κάνε τον τυφλό.
Σε ειρωνεύονται; Να μακροθυμείς.
Δεν ακούνε τις συμβουλές σου; Ιδίως δεν ακούνε τις συμβουλές σου τα παιδιά σου; Πέσε στα γόνατα και κάνε προσευχή.
Εκνευρισμός στο αντρόγυνο; Εσύ φταίς. Και συ φταίς. Όχι ο άλλος.
Έφταιξες; Ζήτησε συγγνώμη.
Δεν έφταιξες; Πάλι ζήτησε συγγνώμη.
Έχεις υγεία; Δόξαζε τον Θεόν.
Έχεις αρρώστια, έχεις καρκίνο, ταλαιπωρείσαι, υποφέρεις, βασανίζεσαι, πονάς; Δόξαζε τον Θεόν.
Γκρίνια, ανεργία, φτώχεια μέσα στο σπίτι; Νήστευσε. Αγρύπνησε. Κάνε προσευχή.
Για όλους και για όλα προσευχή. Πολύ προσευχή. Πολύ προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι «τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή».

Είθε αδελφοί μου, να ακολουθήσουμε όλοι μας και πρώτος εγώ, τις ταπεινές αυτές συμβουλές, και να είστε βέβαιοι ότι θα σωθούμε.
Το εύχομαι με όλη μου την καρδιά,

Αμήν.