Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2004
Η προσβολή τών λειτουργικών κειμένων από τη δημοτική γλώσσα καί ο αγιασμός τών ποιμένων
188-β
Κυρ Γ' Λουκά 2004
«Εξεκομίζετο τεθνηκώς»
Τον καιρό εκείνο ο Ιησούς Χριστός εισήλθε στην πόλη που την λέγανε Ναϊν, και μαζί Του ήσαν αρκετοί μαθητές Του και πολύς κόσμος. Όταν πλησίασε στην πύλη της πόλεως, έβγαζαν έξω έναν νεκρό, πού ήταν το μονάκριβο παιδί της χήρας μάνας του και πολύ λαός απ’ την πόλη ήταν μαζί της.
Μόλις την είδε ο Κύριος την λυπήθηκε και της είπε «Μην κλαίς!»
Και αφού πλησίασε άγγιξε το φέρετρο και είπε «Νεανίσκε, σού λέγω, σήκω», και ο νεκρός αναστήθηκε!
Αυτά μας διηγήθηκε το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα με απλά λόγια, σε μετάφραση.
Κάλλιστα, ύστερα από τον θόρυβο που γίνεται εδώ και τόσες μέρες, ίσως οι περισσότεροι να μην έχουν αντιληφθεί τι ακριβώς γίνεται, θα μπορούσαμε το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, την ώρα που ο ιεροκήρυκας θα βγει να κάμει το λόγο του, να κάμει και τη μετάφραση, ή του Ευαγγελικού Αναγνώσματος, ή του Αποστολικού. Με απλά λόγια.
Δόξα σοι ο Θεός, μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης, - ολόκληρης -, υπάρχουν πολλές, και μάλιστα πολύ καλές. Έτσι ο καθένας από μας μπορεί να πληροφορηθεί και στην απλή γλώσσα τον λόγον του Θεού.
Αλλά όπως πιστεύω όμως, και όπως κατάλαβα και όπως σήμερα άκουσα, το ένα μεν το διαβάσαμε, το άλλο δε το ακούσαμε από τους ιεροψάλτες, αυτά τα οποία ακούσαμε ήσαν κατανοητά. Κατά ογδόντα με ενενήντα τοις εκατό (80-90%) γνωστά. Ελάχιστες ήσαν οι λέξεις εκείνες τις οποίες πιστεύω ότι εσείς δεν καταλάβατε. Θα μπορούσατε λοιπόν παίρνοντας την Φωνή Κυρίου, την οποίαν πετάμε κάτω με τόση περιφρόνηση, να διαβάσομε σε μετάφραση και ερμηνεία το Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα.
Το Ευαγγέλιο το σημερινό το έγραψε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, και το έγραψε στα Ελληνικά εκείνης της εποχής του, δηλαδή στα Αρχαία Ελληνικά, και έτσι διαβάζετο το Ευαγγέλιο εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, ακόμη μάλιστα και στα τετρακόσια χρόνια της Τούρκικης σκλαβιάς, που οι Έλληνες χρόνο με χρόνο ξεχνούσαν την γλώσσα τους. Κατάλοιπα έχουμε ακόμα και στις ημέρες μας από αυτήν την γλώσσα.
Και όμως οι σκλαβωμένοι Έλληνες το Ευαγγέλιο το καταλάβαιναν, γιατί τον λόγον του Θεού τον ρουφούσαν κυριολεκτικά με την ψυχή τους, και όσα δεν καταλάβαινε το μυαλό τα έπιανε με την πνευματική της αίσθηση η καρδιά. Αγράμματοι ήσαν, αλλά είχαν φόβον Θεού, αγράμματοι αλλά με πίστη δυνατή, αγράμματοι μεν αλλά έφταναν μέχρι ομολογίας και μαρτυρίου, ποτάμι το αίμα των Νεομαρτύρων χύθηκε στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς. Χωρίς ερμηνείες και μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης.
Αγράμματοι ήσαν αλλά ήσαν ευσεβείς, ευλαβείς, αγράμματοι αλλά πιστοί στις παραδόσεις και στις αξίες της χριστιανικής διδασκαλίας. Τα «γράμματα σπουδάματα, του Θεού τα πράματα» τα μάθαιναν στα κρυφά σχολειά με την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και τα Μηναία, τα οποία όλα είναι γραμμένα στα Αρχαία Ελληνικά, - ακόμα και σήμερα έτσι ακούγονται και έτσι ψάλλονται.
Τα κρυφά σχολειά ήσαν τότε τα μοναστήρια με τους καλογήρους και τους ρακένδυτους παπάδες. Και τα φανερά ήσαν μέσα στους ιερούς ναούς, με τους εσπερινούς, με τους όρθρους. Με τη Θεία Λειτουργία, όπως ακριβώς είναι και σήμερα και γίνεται και σήμερα. Και όμως μόνο με τα ακούσματα της Θείας Λειτουργίας, κράτησαν αναμμένη την φλόγα της πίστεως και την αγάπη για την πατρίδα μας, την Ελλάδα. Και οι βραδινές προσευχές των σκλαβωμένων Ελλήνων μπροστά στο εικονοστάσι με το αναμμένο κανδηλάκι, ήταν αυτές που διατήρησαν την ενότητα της πίστεως και την αγάπη για την ελευθερία, και την αγάπη μεταξύ τους.
Σήμερα, το δύο χιλιάδες τέσσερα (2004), - τελειώνει και αυτό - , η Ορθόδοξη πίστις μας είναι νερόβραστη, η αγάπη μας ανύπαρκτη, και το Ευαγγέλιο κλειστό. Αλλοπρόσαλλη η διαγωγή μας μέσα στα σπίτια. Τίποτα δεν μπορούμε να μεταδώσουμε στα παιδιά μας – γι’ αυτό είναι αναιμικά, δεν πάσχουν απ’ την αναιμία του αίματος, πάσχουν από την αναιμία της πίστεως, της Ορθοδόξου πίστεως, των ναμάτων της πίστεως, απ’ αυτήν την αναιμία πάσχουν σήμερα τα Ελληνόπουλα.
Όλα τα θέματα της πίστεως και δη των Παναγίων Μυστηρίων, είτε τα κοροϊδεύομε στις ημέρες μας, είτε τα περιφρονούμε. Άμα σκοτώσεις την γλώσσα ενός λαού, σκοτώνεις και τον λαό και έθνος. Αυτό επιθυμούν μερικοί κουλτουριάρηδες εδώ και χρόνια, παρασυρόμενοι από τους εχθρούς της πίστεως να σκοτώσουν την πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου, και μάλιστα την Λειτουργική. Γι’ αυτό θα ήταν καλό να σταματήσουν οι κάποιοι καινοτόμοι τα πειράματα με την γλώσσα της Εκκλησίας μας, και δη της Θείας Λειτουργίας. Απαρασάλευτα πρέπει να παραμείνουν τα Ιερά και τα όσια της Παραδόσεώς μας.
Ο Εβραιοσαταλόπληκτος Κίσινγκερ, ο άλλοτε υπουργός Εξωτερικών, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, είχε πει για μας: «Για να διαλύσουμε τους Έλληνες πρέπει να τους κτυπήσουμε σε δύο πράγματα, στη γλώσσα και στη θρησκεία». Έτσι, από τότε, η Ορθόδοξη χριστιανική πίστη μας, χτυπιέται εδώ και σαράντα χρόνια, αφενός μεν με τις εκατοντάδες προτεσταντικές αιρέσεις και τις Ινδουιστικές παραφυάδες και προπαγάνδες, που κατέκλεισαν την πατρίδα μας, και αφ’ ετέρου χτυπήθηκε και η γλώσσα μας. Και επισήμως, από κάποιους άθεους υπουργούς παιδείας, και συνεχίζεται και σήμερα, στο μήνα που πέρασε, να καταστρέφεται η ουράνια γλώσσα των Ελλήνων, όλως αυθαιρέτως, και μάλιστα στη Θεία μας Λατρεία, στη Θεία Λειτουργία και στο Ιερό Ευαγγέλιο. Και αυτό το κτύπημα είναι μέσα από τα σπλάχνα της Εκκλησίας, από κάποιους καινοτόμους και μάλιστα επισήμως.
Προσωπικά, ως πατήρ Στέφανος, είμαι αντίθετος σ’ αυτή την καινοτομία, και ο Θεός να μας φυλάξει από όλους τους εχθρούς της πίστεως, και τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς.
Οι νεωτερισμοί και οι καινοτομίες που δεν αποβλέπουν στον αγιασμό των χριστιανών, αντί να οικοδομούν γκρεμίζουν. Τις απόψεις μου εκφράζω. Και μάλιστα δημοκρατικά και με σεβασμό προς την Εκκλησιαστική μου αρχή. Ο σεβασμός όμως αυτός, δεν με εμποδίζει να διαμαρτύρομαι ήρεμα και πολιτισμένα.
Οι νέοι λοιπόν, θα έρθουν στην Εκκλησία όχι μέσα από τις κοσμικές καινοτομίες και παραδοξολογίες αλλά με τον αγιασμό των ποιμένων της. Νέοι γέροι και παιδιά, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι ελκύονται στην χριστιανική μας πίστη και Εκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αποκλειστικά και μόνον από την Χάρη του Θεού. Όταν οι ποιμένες της, οι κληρικοί παντός βαθμού, είναι ευλαβείς και χαριτωμένοι, και θεοσεβείς. Και το επαναλαμβάνω. Για να γεμίσουν οι ναοί μας από αληθινούς πιστούς χριστιανούς, έχομε ανάγκη από ιερείς και επισκόπους που να είναι ταπεινοί και όχι ψωροϋπερήφανοι. Πραότατοι, και όχι θυμώδεις και νευρικοί σαν και μένα. Φωτεινοί στο ήθος, και όχι σκοτεινοί στα έργα, ελεήμονες, και όχι φιλάργυροι, φιλόθεοι και όχι φιλόχρυσοι, ειρηνικοί και όχι αλαζόνες, ευλαβείς και όχι θεομπαίχτες. Να είναι ακόμα καταδεχτικοί και χαριτωμένοι, και θεόκλητοι εκ κοιλίας μητρός. Να διακρίνονται επίσης από ταπεινό φρόνημα, από ιεραποστολικό ζήλο και από πνεύμα αυτοθυσίας, να σέβονται και να κρατούν σταθερά τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας, τα ήθη και τα έθιμα της Ορθοδόξου πίστεως. Να διατηρούν ακεραία και αγνή την Ευαγγελική διδασκαλία της Εκκλησίας, και ανόθευτη τη Θεία μας Λατρεία, τη Θεία Λειτουργία. Να κατέχουν με πάσα ακρίβεια τα δόγματα και τους ιερούς κανόνας της Εκκλησίας, και ανόθευτα να τα προσφέρουν στον λαόν του Θεού, δηλαδή σε σας. Να είναι οι θεματοφύλακες της πίστεως, και να χύνουν το αίμα τους γι’ αυτήν. Και επιπλέον να αγαπούν με όλη τους την ψυχή, την μελέτην των Γραφών και των Πατέρων, την αδιάλειπτη εν μετανοία προσευχή, τη νηστεία, την αγρυπνία, την εγκράτεια. Τι άλλο να πω; Τι άλλο να πω;
Αν από μέσα μας δεν βγούνε, πηγαίως, οι ανεκλάλητοι στεναγμοί του Αγίου Πνεύματος, ούτε η πατρίδα μας θα σωθεί από τις σκοτεινές δυνάμεις, ούτε και τα λογικά πρόβατα της μάνδρας του Χριστού, που τα περισσότερα είναι ουσιαστικά χωρίς ποιμένα, θα σωθούν από τους προβατόσχημους λύκους που έχουν κατακλείσει την Ορθόδοξη Ελλάδα μας.
Παρά ταύτα, και πύλαι Άδου, ου κατισχύσουσιν αυτής, αυτής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι «ζει Κύριος ο Θεός», και υπάρχουν άγιοι, που πρεσβεύουν, που έχουν χέρια οσίων, και με τις πρεσβείες τους δημιουργούν προϋποθέσεις σωτηρίας. Και οι άγιοι δεν έχουν λείψει από καμιά εποχή και από κανέναν αιώνα. Και η εποχή μας έχει αγίους, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι αφανείς. Διότι οι αρετές δε βάζουν μπροστά στο στήθος ταμπέλες. Έχουμε και κληρικούς αγίους. Έχουμε και μοναχούς αγίους. Έχουμε και απλούς χριστιανούς που ζουν μέσα στον κόσμο αγίους. Ζουν ανάμεσά μας με ζωντανή την πίστη, με ενεργουμένη την αγάπη, με ολονύχτια την προσευχή, με την φωτιά του Αγίου Πνεύματος να κατακαίει τα σπλάχνα τους, τα στήθη τους, την καρδιά τους, την ψυχή τους, το είναι τους, σε μια ανύσταχτη αγωνία, για την σωτηρία των ψυχών της δικής των πρώτα, του συντρόφου κατόπιν, των παιδιών, των γονέων, των αδελφών, όλων των χριστιανών και σύμπαντος του κόσμου.
Ο πατήρ Ιωσήφ ο Ησυχαστής και παππούς και Όσιος, ο πατήρ Παϊσιος ο ασκητής, ο πατήρ Αμφιλόχιος ο Μακρής, ο πατήρ Φιλόθεος ο Ζερβάκος, ο πατήρ Ιάκωβος ο Τσαλίκης, ο πατήρ Γεώργιος ο Καρσλίδης, ο πατήρ Πορφύριος Μπαϊρακτάρης, ο πατήρ Δημήτριος Γκαγκαστάθης, για να μην αναφερθώ στους δέκα – δώδεκα που έχει ανακηρύξει η Εκκλησία μας ως Αγίους τον εικοστό αιώνα, όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί, πρεσβεύουν στον Πανάγιο Θεό και στον Ουράνιο Θρόνο Του, για να αποστείλει Αγίους εργάτας στον αμπελώνα Του. Και ο Θεός θα στείλει. Ήδη τους έχει στείλει, μόνον που δεν ήλθε ακόμα η ώρα της αποκαλύψεως και της δράσεώς των. Και έτσι μόνον θα σωθούμε. Το μόνο που μένει από μας, είναι να παραμείνουμε ακέραιοι και σωστοί, όσα σύννεφα και αν μαζευτούν γύρω μας απειλητικά, μέσα στην Κιβωτό, μέσα στην Εκκλησία, που είναι η Κιβωτός της Σωτηρίας.
Με δυνατή την πίστη. Με συμμετοχή στα δύο σωστικά μυστήρια, Ιεράς Εξομολογήσεως και Θείας Κοινωνίας, αλλά με συνέπεια στο ήθος και στην διαγωγή μέσα στο σπίτι και έξω στη ζωή και στην κοινωνία. Με ασκητικό πνεύμα και ζωή, με αληθινή μετάνοια και τέλος με φρόνημα ταπεινό.
Αδελφοί μου, «άνω σχώμεν τα ς καρδίας»,
και να η ελπίδα,
και ιδού η σωτηρία,
όλους μας περιμένει ο Παράδεισος,
είναι ανοικτός,
Αμήν.
Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2004
Η αίσθησις οτι είμεθα υιοί τού Υψίστου περνά μέσα από τήν πίστη, τά μυστήρια, τήν κάθαρσι, καί τήν ευχή
188-α
Κυρ. Β' Λουκά 2004
«Και έσεσθε υιοί του Υψίστου».
Χριστιανοί μου, πολλοί άνθρωποι ανεξαρτήτου φυλής, γλώσσης, θρησκεύματος, χρώματος, εθνικότητος, λευκός, μαύρος, άσπρος, κίτρινος, κοκκινωπός, μελαμψός, και τα λοιπά, είναι πρώτα παιδιά του Θεού, πλασμένα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, και ύστερα των φυσικών γονέων παιδιά. Ακόμα και τα νόθα, τα εξώγαμα, και τα αγνώστου πατρός τε και μητρός, όλοι και όλα, είναι πλασμένα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση.
Πλάστης και Δημιουργός Κύριος ο Θεός! Αυτός δίδει την αθάνατη αιώνια ζωή, τη λογική ψυχή, το κατ’ εικόνα. Η φυσικοί γονείς δίνουν μόνο το σώμα, και κληροδοτούν στον όλο άνθρωπο αφενός μεν το πρωπατορικόν αμάρτημα και τις συνέπειες, και αφετέρου τη ροπή προς την αμαρτία, την πονηριά, την κακία, τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, το πείσμα, τον θυμό, την διαστροφή, και τόσα πολλά άλλα που αυτός ο κατάλογος δεν τελειώνει, από κακίες και πάθη.
Ειδική υιοθεσία, αποκτούν οι άνθρωποι όταν θέλουν και όταν αποφασίζουν να βαπτιστούν Ορθόδοξα στο όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, μέσα στην κολυμβήθρα, είτε είναι μικροί είτε είναι μεγάλοι.
Αυτή όμως η υιοθεσία, που επιτυγχάνεται δια του Αγίου Βαπτίσματος και του Χρίσματος, είναι η βασική προϋπόθεσις για να γίνουν οι άνθρωποι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, μέλη της στρατευομένης Ορθοδόξου Εκκλησίας. Προϋπόθεσις πάλι του Αγίου Βαπτίσματος, είναι η σωστή πίστις και η αληθινή μετάνοια. Δεν γνωρίζω πόσοι από μας, τους λεγομένους Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς, έχουν αυτές τις δυο βασικές προϋποθέσεις, όταν βαπτίζουμε τα παιδιά μας.
Στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, «υιοί του Υψίστου», παιδιά του Θεού, είναι όλοι εκείνοι αφενός μεν, που τηρούν με συνέπεια τις Ευαγγελικές εντολές, και αφετέρου συμμετέχουν μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, στα δύο σωστικά μυστήρια, Θείας Κοινωνίας και Ιεράς Εξομολογήσεως. Αυτό σημαίνει ότι μακάριοι δεν είναι αυτοί απλώς και μόνον, που ακούν τον λόγον του Θεού, αλλά οι φυλάσσοντες αυτόν. Δηλαδή αυτοί που τον τηρούν, τον εφαρμόζουν και τον κάνουν πράξη στη ζωή τους.
«Ου πας ο λέγων με ‘Κύριε Κύριε’ εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλά ο ποιών το θέλημά μου, το θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Αυτό το θέλημα του Ουρανίου Πατρός, το τήρησε πρώτος ο Υιός του Θεού, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, όστις «εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Έκανε υπακοή δηλαδή ο Χριστός ως Θεός εις τον Ουράνιο Πατέρα Του. Έκανε όμως και υπακοή και ως άνθρωπος, στην Παναγία Μητέρα Του, την Θεοτόκο Μαρία, και στο φυσικό προστάτη τον μνήστορα Ιωσήφ, όπως μας βεβαιώνει ο Ευαγγελικός λόγος που μας λέγει ότι «ην ο Χριστός υποτασσόμενος αυτοίς».
Ο Θεάνθρωπος όμως Κύριος έκανε και μια άλλη υπακοή. Τήρησε όλον τον Νόμον, τον τότε Νόμον, τον Μωσαϊκόν, και τις διατάξεις αυτού, όπως και τις ρήσεις των προφητών. Εμείς τι κάνουμε; Ούτε τις Ευαγγελικές εντολές τηρούμε, ούτε τις αντίστοιχες αρετές καλλιεργούμε, ούτε σωστά στα μυστήρια συμμετέχουμε όπως πρέπει, ούτε το θέλημα του Θεού εφαρμόζουμε, ούτε να λειτουργούμεθα δεν ξέρουμε. Ούτε πώς να πάρουμε αντίδωρο δεν γνωρίζουμε. Πάτε στην Ρωσσία να δείτε πως παίρνουν αντίδωρο και πως παίρνουν ευχή, το ένα χέρι κάτω απ’ τα’ άλλο, με ευλάβεια και σεβασμό, - όχι για τον παπά, ο παπάς είναι αμαρτωλός, και πρώτος είμαι εγώ, πάνω απ’ όλους – αλλά για την ιεροσύνη που φέρει, και η ιεροσύνη που φέρει είναι του Χριστού, το Χριστό προσκυνάτε. Όχι τον παπα-Γιώργη και τον παπα-Νικόλα και τον παπα-Στέφανο.
Λοιπόν δεν κάνομε απολύτως τίποτα, και πρώτος εγώ, και πρέπει να διορθωθούμε όλοι μας, αρχίζοντας βέβαια εγώ από σήμερα.
Άρα το προνόμιον της υιοθεσίας το έχουν αυτοί και μόνον, από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, που τηρούν τις Ευαγγελικές εντολές, με ζωντανή την πίστη, με ενεργουμένη την αγάπη, με αληθινή τη μετάνοια, με ταπεινό το φρόνημα. «Εάν αγαπάτε με», λέγει ο Κύριος, «τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε», αλλά και «αγαπάτε αλλήλους», τώρα αν αγαπάμε αλλήλους αυτό το ξέρει η κάθε καρδιά του καθενός. Προπαντός δε «αγαπάτε τους εχθρούς ημών», το τόνισε το Ευαγγέλιο, πάλι σήμερα, «καλώς ποιείτε τοις μισούσιν ημας», και «μακροθυμείτε προς πάντας» και «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», και «εν παντί ευχαριστείτε», και «ευλογείτε και μη καταράσθε», και «γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς ο Πατήρ ημών ο Ουράνιος οικτίρμων εστί». Και ο χρυσός κανόνας της χριστιανικής διδασκαλίας, «καθώς θέλετε να ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και πλήθος άλλων Ευαγγελικών εντολών, που αναφέρονται στην πράξη της πραγματικής αγάπης προς τον πλησίον και προς τον Θεόν.
Ολόκληρο το κοσμοσωτήριον έργο αδελφοί μου, της ενανθρωπίσεως του Θεού Λόγου στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, απέβλεπεν «ίνα την υιοθεσίαν απολάβομεν». «Ίνα την υιοθεσίαν απολάβομεν», να πάρομε την υιοθεσία, να γίνουμε δηλαδή παιδιά του Θεού και έτσι να καταστούμε κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών. Γι’ αυτό και μείς, γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος είπε σήμερα ότι «πάσαν χάριν περισσεύσειν εις ημάς», όλη την πλούσια χάρη του Αγίου Θεού διά μέσου των Αγίων Μυστηρίων, σας την έδωσε με κάθε περίσσευμα, - πως την εκμεταλεύεται; πως την εκμεταλεύεσθε; - μας λέει εμάς, κι εμένα, αυτό ανήκει στην προαίρεσή σας.
Η ανταρσία των Πρωτοπλάστων όμως, Αδάμ και Εύας, μας αποξένωσε από τον Θεό, ενώ η πίστις στην Τριαδικότητα του Θεού, στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού και στο όλον έργο που έφθασε μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού, στην Εκκλησία, στην θεϊκή της διδασκαλία, και στα μυστήριά της, μας ξαναεντάσσει στους κόλπους της Εκκλησίας κι είμεθα πλέον παιδιά του Θεού.
Κι όλα αυτά όμως, όχι χωρίς κόπους, χωρίς πόνους και χωρίς θυσίες… Αυτό σημαίνει καθημερινό αιματηρό αγώνα για την κάθαρσιν εκ των ψεκτών παθών της κακίας.
Πώς θα γίνει αυτό; Με την κατά δύναμη νηστεία, την πνευματική ιδίως γιατί στη σωματική δεν αντέχουμε, θα είμεθα οι περισσότεροι ασθενείς, με αγρυπνία στο νου, με προσευχή και εγκράτεια, με φυλακή των αισθήσεων, με τη νίψη, με τη μελέτη των Αγίων Γραφών, της Καινής Διαθήκης και του Ψαλτηρίου, με τα δάκρυα της μετανοίας, με συντριβή και με κατάνυξη, και με τη συμμετοχή όπως χιλιάδες φορές το τονίσαμε στα μυστήρια Θείας Ευχαριστίας και Ιεράς Εξομολογήσεως.
Έτσι καθαρίζονται τα πάθη και φωτίζεται ο νους. Μόνον τότε φωτίζεται ο νους. Και όταν ο φωτισμένος νους, βοηθηθεί και από το γλυκύτατον, από το παμπόθητον όνομα του Ιησού Χριστού, από την ευχούλα, από το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», τότε κατέρχεται ο νους στο βάθος της καρδιάς, και τότε θα νοιώσετε τον Ουρανόν μέσα σας, τότε θα δείτε την καρδιά σας να γίνεται Ουράνιο Θυσιαστήριο, όπου θα θυσιάζεται με πολλή συντριβή και κατάνυξη ο νούς. Και τότε η καρδιά, ελεύθερη πλέον από τα σκοτάδια της αμαρτίας, και απ’ την τυραννίαν του διαβόλου, δια του Παναγίου Πνεύματος, θα αρχίζει να φωνάζει, να κραυγάζει και να διαλαλεί, να διαλαλεί θριαμβευτικά «Αββά ο Πατήρ»! Είμαι ο υιός σου, είσαι ο Πατέρας μου, είναι ο Πατέρας όλων μας, είναι ο «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς».
Ιδού χριστιανοί μου, πώς λαμβάνουμε πνεύμα υιοθεσίας, και καθιστάμεθα υιοί κατά χάριν, και υιοί του Υψίστου, και κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Ιησού Χριστού.
Η αίσθησις και το βίωμα ότι είμεθα υιοί του Υψίστου, λαμβάνεται μέσα από την πνευματική πορεία που αναφέραμε προηγουμένως. Την κάθαρση δηλαδή και τον φωτισμό και κυρίως με την νοερά καρδιακή προσευχή.
Βέβαια εμείς μέσα στον κόσμο, δεν μπορούμε να καταφέρουμε και πολλά πράγματα, αλλά τίποτα δεν μας εμποδίζει από το να λέμε την ευχούλα, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», με το στόμα, με τα χείλη ψιθυριστά και ιδιαίτερα με το νου. Παντού, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, και ειδικότερα εδώ, στη Θεία Λειτουργία. Να λέμε συνεχώς και να φωνάζουμε από μέσα μας, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Και τότε πολύ το όφελος, πολύ το πνευματικό κέρδος. Τότε θα δείτε άμεση τη βοήθεια του Αγίου Θεού και την συμπαράστασή Του. Και τότε θα καταλαγιάσει και το άγχος, και η ταραχή και η ανησυχία, και θα φύγουν οι βρώμικοι λογισμοί και όλος ο άνθρωπος θα ειρηνεύσει. Γι’ αυτό λοιπόν, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Και αν τυχόν αδελφοί μου, δεν έχομε άμεσα τα αποτελέσματα αυτής της νοεράς εργασίας, κάπου φαίνεται ότι φταίμε και μείς, και φταίει κυρίως ο εγωισμός μας. Ύστερα είναι η ολιγωρία, η αναβολή, η ακηδία, η αμέλεια, ο διάβολος, οι κακές συνήθειες του παρελθόντος, οι αδυναμίες και τα πάθη μας.
Αλλά είμεθα υιοί του Υψίστου, παιδιά του Θεού.
Και η Χάρις του Θεού, δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ.
Άπειρον το θείον έλεος, άπειρη και η φιλανθρωπία Του, η μακροθυμία Του, η ευσπλαχνία Του.
Ο Χριστός η ελπίδα μας, ο Χριστός η σωτηρία μας.
Είμεθα όλοι μας αμαρτωλοί, ναι είμεθα όλοι μας αμαρτωλοί, να το διαλαλούμε, να το ομολογούμε, να το φωνάζουμε, και πρώτος εγώ.
Αλλά ο Χριστός αμαρτωλούς ήλθε να σώσει.
Και μας σώζει με τη Σταυρική Του Θυσία και την Ανάστασή Του.
Τον πιστεύουμε; Να τηρήσουμε τις εντολές.
Τον πιστεύουμε; Να καλλιεργήσουμε τις αρετές όσο μπορούμε.
Τον πιστεύουμε; Να συμμετέχουμε σωστά στα Θεία Μυστήρια.
Τον πιστεύουμε; Τότε να ελπίζουμε στο Πανάγιον έλεός Του.
Γι’ αυτό ας Τον φωνάζουμε και ας Τον εκλιπαρούμε συνεχώς για έλεος, για έλεος, για έλεος.
Και κείνος δια της μετανοίας μας, θα μας σώσει όλους.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον πάντας ημάς,
Αμήν.
Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2004
Η ευλάβεια και η Θεοσέβεια ως ειδικές αρετές που πρέπει να κοσμούν τον αγωνιζόμενο πιστό Χριστιανό
Κυρ. Μετά της Υψώσεως 2004
«Και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι».
Σήμερα χριστιανοί μου, ούτε τον Σταυρό μας σηκώνουμε, ούτε και τον Χριστόν με συνέπεια ακολουθούμε. Αυτό δηλώνει ότι και η πίστις μας είναι χλιαρή και νερόβραστη, και η ευλάβεια όπως και η θεοσέβειά μας είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Κάθε χριστιανός αδελφοί μου, και πρώτος εγώ ο ταλαίπωρος και ελεεινός, ή μπροστά πηγαίνουμε, ή προς τα πίσω. Στάσις δεν υπάρχει. Όταν λέμε στην εξομολόγησή μας και ομολογούμε ότι δεν προοδεύουμε σε τίποτα το πνευματικόν, αυτό σημαίνει ότι πάμε μόνον πίσω. Όταν δεν προοδεύουμε στις αρετές και γενικά στην πνευματική ζωή, συγχρόνως όμως δεν πέφτουμε και σε βαριές ή θανάσιμες αμαρτίες, πάλι πίσω πάμε και όχι μπροστά.
Γι’ αυτό οφείλουμε να καλλιεργήσουμε την πίστη μας, τον αγιασμένο φόβον προς τον Θεόν, την ευλάβειά μας και την θεοσέβεια, την μετάνοια και το ταπεινό φρόνημα, το πνεύμα της αγωνιστηκότητος και της θυσίας, το να μπορούμε να σηκώνουμε κάθε μέρα τον Σταυρό μας. Και ασφαλώς βέβαια να καλλιεργήσουμε και άλλες πολλές αρετές, που όλες μαζί συντελούν στη σωτηρία μας.
Και τώρα πιθανόν να με ρωτήσετε «και πως θα τις καλλιεργήσουμε αυτές; Πως θα πηγαίνομε μπροστά και όχι πίσω;»
Ασφαλώς, επαναλαμβάνω, με τον καθημερινό μας πνευματικό αγώνα, με την συμμετοχή μας στα πανάγια σωστικά μυστήρια, με την προσευχή, με την μελέτη των Αγίων Γραφών και των Πατέρων της Εκκλησίας, και με τόσα άλλα που τόσες πολλές φορές έχουμε τονίσει και επαναλάβει.
Τα χαρίσματα και οι δωρεές του Θεού που δίδονται στον κάθε χριστιανό αδελφοί μου, δεν κρύβονται. Όσο και να τις κρύψει ένας κεχαριτωμένος κληρικός, ή μοναχός, ή απλός αγωνιζόμενος εν τω κόσμω πιστός χριστιανός, αυτά τα χαρίσματα και αυτές τις δωρεές, τις αποκαλύπτει ο Θεός, τις κάμνει φανερές. Έτσι λοιπόν οι σημερινές χριστιανικές οικογένειες που ζούνε μέσα σ’ αυτόν τον κόσμον τον τραγελαφικόν, για να ωφελούνται πρέπει να ψάχνουν, και να το κάμουν αυτό με έμπονη προσευχή, το επαναλαμβάνω, έμπονη, με πόνο ψυχής, να ζητούν να βρουν οικογένειες, που να έχουν ζωντανή την πίστη και όχι νερόβραστη. Έμπρακτη την αγάπη και όχι μόνον λόγια και φιλολογία, να έχουν αληθινόν φόβον Θεού, και όχι ψευτοευσέβεια, που να είναι ευλαβείς, και όχι υποκριτές.
Η θεοσέβεια είναι σεβασμός προς τον Θεόν, και πρέπει αυτή να διακρίνει όλους μας, όπως ασφαλώς και η ευλάβεια. Η ευλάβεια μας λένε οι Πατέρες μοιάζει με το θυμίαμα, που όταν καίγεται, απλώνεται το άρωμά του παντού, και ο ευώδης καπνός ανέρχεται, ανεβαίνει ψηλά.
«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου, ως θυμίαμα ενώπιόν σου», ψάλλουμε κάθε μέρα στον Εσπερινό. «Κύριε και Θεέ μου, σαν θυμίαμα κατευθύνεται στον Ουράνιο Θρόνο Σου, η πονεμένη μου προσευχή».
Και η θεοσέβεια και η ευλάβεια, δεν κρύβονται. Τις αποκαλύπτει ο Θεός. Και έχει τους τρόπους Του. Γι’ αυτό και μεταδίδονται εύκολα, αρκεί εμείς, που θέλουμε να ωφεληθούμε απ’ αυτές τις θεοσεβείς χριστιανικές οικογένειες, και από κάποιους ευλαβείς κληρικούς, οφείλουμε να έχουμε κατά πρώτον λόγον καλή διάθεση, καλούς λογισμούς και ταπείνωση.
Το επαναλαμβάνω, όχι μόνο θα ψάξουμε για να τις βρούμε, αλλά και αν τις βρούμε για να συναναστραφούμε μ’ αυτές, θα πρέπει να έχουμε καλή διάθεση, καλούς λογισμούς και ταπείνωση.
Υπάρχει θεοσέβεια και ευλάβεια σε πολλές ψυχές μέσα στον κόσμο, που εμείς αγνοούμε, τον πνευματικό τους αγώνα, και την κρυφή τους εργασία. Και αν κάτι θελήσει ποτέ να μας αποκαλύψει ο Θεός απ’ αυτές ή απ’ αυτούς, εμείς τότε μέσα απ’ τη δική μας μικροπρέπεια, την κακομοιριά, τις αδυναμίες μας, τις κακίες μας, τις πονηρίες μας, όλα τα παρεξηγούμε και συνεχώς κατακρίνουμε και κουτσομπολεύουμε.
Οι κινήσεις και οι τρόποι του θεοσεβούς χριστιανού, η καλοσύνη του, η πραότητά του, το χαμόγελό του, - και όχι τα δικά μου κατεβασμένα φρύδια – και γενικά η όλη συμπεριφορά μαρτυρούν την ευλάβειά του. Η στάσις του μέσα στο σπίτι, και εις την οικογένεια, όπως και εις την εργασία του, την οποιαδήποτε εργασία του, είναι ακριβώς ίδια, όπως είναι και μέσα στο Ναό, όταν εκκλησιάζεται, και όταν κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων. Όχι εδώ κούκλος και στο σπίτι πανούκλος, εδώ ευσεβής, εδώ ευλαβής, ευλαβής και στο σπίτι του, θεοσεβής με το σύντροφο της ζωής του, με τα παιδιά του, στην εργασία του, στο δρόμο, στην κοινωνία.
Είσαι σύζυγος; Είσαι πατέρας; Μητέρα; Θυγατέρα; Γιός; Παππούς, γιαγιά, παπάς, είσαι παπάς; Δεσπότης, καλόγερος; Οφείλεις να είσαι ευλαβής! Θεοσεβής, ταπεινός, γεμάτος πίστη, αγάπη ενεργουμένη, ταπείνωση και θυσία. Δεν τάχεις αυτά; Όποιος και αν είσαι, είσαι ένα τίποτα. Είμαι ένα τίποτα. Και συ, και συ, και συ, τι είσαι; Επιθεωρητής, στρατηγός, στρατιώτης, καθηγητής, δάσκαλος, βουλευτής, υπουργός, εργάτης, υπάλληλος, αθλητής, μήπως ψάλτης, μήπως θεολόγος, ότι κι αν είσαι, αν δεν έχεις θεοσέβεια και ευλάβεια προς τον Θεόν, στην Παναγία και τους Αγίους, και προς τον συνάνθρωπόν σου που είναι κι αυτός εικόνα του Θεού, δεν είσαι τίποτα. Όχι ασφαλώς τους ξηρούς τύπους. Όχι πολύ περισσότερο στην ψευτοταπείνωση και στην ταπεινοσχημία. Όχι βεβαίως και στην θρησκοληψία, και όχι στην υποκρισία. Αλλά ναι, στην αληθινή ευσέβεια που λέγεται θεοσέβεια, και που έχει φόβον Θεού, μετάνοια, προσοχή, νίψη, αδιάλειπτη προσευχή, δάκρυα, αγώνα για τα πάθη, και αγώνα για την κατάκτηση των θεοαρετών.
Τότε μας τιμούν και οι άγγελοι. Αλλά μας μακαρίζει και ο ίδιος ο Θεός. «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν». Είσαι θεοσεβής; Αν ναι, έχεις και ευλάβεια και με ακρίβεια τηρείς τις εντολές. Και δεν είσαι μόνον λόγια όπως εγώ.
Η θεοσέβεια μαζί με την ευλάβεια, αποδεικνύονται από τον τρόπον με τον οποίον εκκλησιαζόμεθα, από τον τρόπον το πώς κοινωνούμε, μάλιστα, η ευσέβεια εκεί φαίνεται, από το πώς παίρνουμε το αντίδωρο στα χέρια μας, από το πώς αναχωρούμε από τον ναόν μετά το «Δι’ ευχών». Μερικές φορές υπάρχει τόση αταξία μέσα στους ναούς, που αμφιβάλλω αν είμεθα μέσα σε Ορθόδοξο ιερό Ναό ή σε χάβρα Ιουδαίων ή σε κανένα κοσμικό κέντρο.
«Άνω σχώμεν τας καρδίας», μας προτρέπει ο λειτουργός ιερεύς, και εμείς απαντάμε διά μέσου των ιεροψαλτών «έχομε προς τον Κύριον». Και όμως λέμε ψέματα. Δεν έχουμε την καρδιά μας στο Θεό. Ούτε ο νούς μας, ούτε η καρδιά μας είναι εκεί. Αλλού τρέχει ο νούς και αλλού βόσκει η καρδιά μας. Πιθανόν δε σε χίλιες δυο βιοτικές μέριμνες, και όχι στον Θρόνον του Θεού. Με το σώμα μέσα στον Ιερό Ναό, και με την καρδιά μας έξω δυστυχώς απ’ αυτόν.
Και όμως εδώ μέσα σφαγιάζεται ο Κύριος. Και με τη Θυσία Του μας προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του για να μας καθαρίσει από κάθε αμαρτία, όσο θανάσιμη και αν είναι αυτή.
Μας μεταγγίζει το Πανάγιόν Του Αίμα, μας θεραπεύει, μας φωτίζει, μας αγιάζει και μας τρέφει με το Σώμα του, και έτσι θέλει να μας θεοποιήσει και να μας καταστήσει κληρονόμους της Βασιλείας των Ουρανών.
Πόσοι ναοί σήμερα Κυριακή θα λειτουργήσουν στην Ελλάδα; Οχτώ χιλιάδες. Θα βάλουμε και άλλες δυο χιλιάδες και άλλες δέκα χιλιάδες, σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδιαιτέρως κατά χιλιάδες στην Ρωσία, την Ουκρανία, και σε όλες τις άλλες Ορθόδοξες χώρες, όπου σήμερα τελείται Κυριακή η Θεία Λειτουργία; Πόσα Άγια Ποτήρια προσφέρουμε, πόσα Άγια Ποτήρια θα βγουν να κοινωνήσουν τους χριστιανούς; Δέκα χιλιάδες, είκοσι χιλιάδες Άγια Ποτήρια… Το κάθε Άγιο Ποτήριον πόσα γραμμάρια κρασί έχει που έχει μεταβληθεί σε Αίμα; Να πούμε εκατό γραμμάρια, να πούμε εκατόν είκοσι, μέχρι εκατόν είκοσι είναι, Αίμα! Εκατόν είκοσι γραμμάρια, επί είκοσι χιλιάδες, διακόσια σαράντα κιλά Αίμα χύνεται σήμερα και προσφέρεται σε όλους μας, για τη σωτηρία μας, εις άφεσιν αμαρτιών, και μεις είμαστε αδιάφοροι, μέχρι σκληρόκαρδοι.
Άλλοι από μας κουβεντιάζουμε μέσα στον ναό, άλλοι κατακρίνουμε ο ένας τον άλλον, άλλοι πάλι κοιτάζουμε τι φοράει ο ένας και τι φοράει ο άλλος, και αλήθεια, τι κρίμα, που ενώ προσφέρεται η Θυσία Αινέσεως, και το Αίμα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, - έρευσε ποτάμι το Αίμα αυτό του Κυρίου - , το μυαλό το δικό μας ταξιδεύει, τα μάτια μας διαρκώς κατακρίνουν, όπως και το μυαλό και η γλώσσα ροκανίζει.
Που είναι η ευλάβειά μας; Πού είναι η θεοσέβειά μας; Πού είναι η προσοχή μας; Αλλά και εμείς οι ιερείς όμως, δεν τους εξαιρώ τους εαυτούς μας πολύ δε περισσότερο τον εαυτόν μου, τι κάνομε μέσα στο Άγιο Βήμα; Κουβεντολόγι … και «Άγιος ο Θεός». Έτσι όμως όλοι μας κολαζόμεθα, κληρικοί και λαϊκοί, και αν δεν υπάρξει μετάνοια και δάκρυα, και διόρθωση, κόλασις μας περιμένει εκεί όπου, «ο τριγμός και ο βρυγμός των οδόντων», εκεί όπου «ο σκώληξ ου τελευτά», εκεί όπου «το πύρ άσβεστον και το σκότος ψηλαφητόν». Αυτή είναι η αλήθεια και αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα.
Μετά όμως το Άγιον Βάπτισμα και το Άγιον Χρίσμα χριστιανοί μου, η ευλάβεια υπάρχει μέσα στον καθένα μας, ως φυσικό χάρισμα και ως δωρεά του Θεού, που θέλει όμως καλλιέργεια.
Άλλωστε γι’ αυτό είμεθα και μείς σήμερα όλοι εδώ μέσα. Εσείς και γω ο αμαρτωλός, για να μπολιαστούμε από τη Χάρη του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και Θεού ημών, και από το Αίμα Του. Να μας μεταγγίσει το Αίμα Του για να μεγαλώσει μέσα μας, το δένδρο εκείνο που έχει δύο κορμούς, τι θεοσέβεια και την ευλάβεια, που είθε να προσφέρουν πλήθος από σωτήριους καρπούς, και για την ψυχή μας αλλά και για τον πλησίον, και για κάθε χριστιανόν, και για κάθε άνθρωπον,
Αμήν.
Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2004
Η πίστης και η μετάνοια ως βασικές αρετές για την σωτηρία μας
Κυρ. Προ της Υψώσεως 2004
«Πας ο πιστεύων εις αυτόν, ου μη απόλειται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον».
Όποιος χριστιανοί μου πιστεύει στο Χριστό και στο κοσμοσωτήριο έργο Του, σώζεται.
Έτσι πιστεύει και εργάζεται τις αρετές, πιστεύει και τηρεί τις εντολές, πιστεύει και κάμει υπακοή στο πανάγιον θέλημά Του, πιστεύει αλλά με αγάπη ενεργουμένη, πιστεύει αλλά με έργα μετανοίας. Πιστεύει και συμμετέχει στα πανάγια μυστήρια, πιστεύει και προσεύχεται και νηστεύει και αγρυπνεί και εγκρατεύεται, πιστεύει και μελετάει τις Άγιες Γραφές και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Η πίστις στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, και στην Τριαδικότητα του ενός Θεού, αυτή και μόνον μας σώζει. Αυτή όμως η ενεργουμένη πίστις, αποδεικνύεται από τα έργα μας. «Δείξον την πίστην σου εκ των έργων σου». Συντηρείται από την προσευχή μας, τρέφεται από την Θεία Κοινωνία, και αυξάνει από την καθημερινή μας μετάνοια.
«Μετανοείται και πιστεύεται τω Ευαγγελίω», διεκήρυξε ο Κύριος. Άρα η πίστις και μετάνοια συνυπάρχουν στον ίδιο ορθόδοξο πιστό, αγωνιζόμενο χριστιανό, σε μια αδιαίρετη ενότητα. Πιστεύομε και ομολογούμε την πίστη, εν έργω και λόγω, με την τήρηση των εντολών και την καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών. Πιστεύομε στο έλεος του Θεού και στην άπειρη μακροθυμία του διότι είμεθα αμαρτωλοί.
Και είμεθα αμαρτωλοί αφού αμαρτάνομε κάθε μέρα. Είτε εκουσίως, θεληματικά, είτε αθέλητα, είτε με τους λογισμούς, είτε με τις αισθήσεις, είτε και με την φαντασία ακόμα, εκτός των έργων, των λόγων, επιθυμιών και τα λοιπά.
Η πίστις μαζί με την καθημερινή μετάνοια, την προσευχή, το μακάριο πένθος που έχει και τα δάκρυα της μετανοίας, με σώζουν, μας σώζουν, μας σώζουν, απ’ τον αιώνιο θάνατο της ψυχής, δηλαδή από την αιώνια κόλαση.
Η πίστις μας έχει αναφορά και στην Κόλαση και στον Παράδεισο, διότι ομολογήσαμε προηγουμένως στο Σύμβολον της Πίστεως «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος, αμήν».
Η πίστις μας είναι Ορθόδοξος τρόπος ζωής, ζωής ευλογημένης, ζωής αγιασμένης, ζωής αγγελικής, σύμφωνη δηλαδή με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας.
Όπως η Ορθόδοξος χριστιανική πίστις είναι τρόπος ζωής, έτσι και η μετά θάνατον αιώνιος ζωή, είναι τρόπος υποστατικής υπάρξεως του όλου ανθρώπου.
Χαρά και μακαριότητα στη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά και αφόρητη φρίκη και μίσος στην αιώνια κόλαση.
Αυτή είναι η πίστις μας, αλλά και η κράζουσα πραγματικότητα του μέλλοντος αιώνος διά στόματος Κυρίου. Επίσης έχουμε πίστη στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία, Ιερά Εξομολόγηση, Ιεροσύνη, Γάμο και Ευχέλαιο.
Το μυστήριο της μετανοίας είναι και το δεύτερο βάπτισμα, το λουτρό του βαπτίσματος, το λουτρό των δακρύων.
Ο αμαρτωλός που αμαρτεί για όσες αμαρτίες και εγκλήματα και αν έχει κάμει, εάν έχει αληθινή μετάνοια, συγχωρείται παντελώς, εξέρχεται από την Ιερά Εξομολόγηση, πιο λευκός και από το χιόνι, πιο φωτεινός και από τον ήλιο. «Ένα βαρύ εξωτερικό τραύμα στο σώμα μας», μας λέγει ο Άγιος Ιερός Χρυσόστομος, «αφήνει ένα σημάδι, μια ουλή». Όπως την αφήνει και μια εγχείρηση που τυχόν θα κάνουμε. «Αλλά μετά από την αληθινή σου μετάνοια», βροντοφωνάζει ο Ιερός Χρυσόστομος, «και μετά την Ιερά σου Εξομολόγηση, η αγάπη του Θεού, δεν αφήνει κανένα ίχνος, κανένα σημάδι, καμιά ουλή, ακόμα και για την πιο σου μεγάλη αμαρτία».
Η αμαρτία με τα πολλά μας πάθη, είναι φωτιά που κατακαίει την ψυχή μας και την κολάζει. Κολάζεται η ψυχή μας απ’ την αμαρτία. Με τι μέσον όμως σβήνουμε μια οποιαδήποτε φωτιά; Είτε γίνει στο σπίτι μας, είτε σ’ ένα δάσος, σ’ ένα εργοστάσιο, ή κάπου αλλού; Με νερό. Ε, και τη φωτιά που κατακαίει τα σπλάχνα μας, κατακαίει και κολάζει την ψυχή μας, αυτήν την φωτιά, θα την σβήσουν μονάχα τα δάκρυα της μετανοίας. Οι κρουνοί της μετανοίας, οι κρουνοί των δακρύων, όπως λέγει και ο δικός μου ο άγιος γέροντας. Και έρχονται ευθύς αμέσως, το έλεος του Θεού, μετά το σβήσιμο αυτής της φωτιάς, και ξανακτίζει το σπίτι της ψυχής μας. Και το κάνει παλάτι και το κάνει ανάκτορο του ουρανού.
«Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Άρχισε το κήρυγμά του ο Κύριος. Και πότε «ήγγικεν η Βασιλεία του Θεού»; Ήλθεν κατά πρώτον με την ενανθρώπιση του Θεού στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός, ο Θεάνθρωπος Κύριος και Σωτήρας του κόσμου. Έρχεται με τη Θεία Κοινωνία, έρχεται με την ενάρετη ζωή μας, έρχεται μέσα από την κεχαριτωμένη προσευχή μας, έρχεται και όταν πεθάνουμε. Άραγε είμεθα έτοιμοι να υποδεχτούμε τον Κύριο μετά πίστεως και μετανοίας;
Η πίστις στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, και στο κοσμοσωτήριο έργο του που έφθασε μέχρι θανάτου, θανάτου σε Σταυρού, μας σώζει μέσα από τις ηγιασμένες προϋποθέσεις που αναφέραμε.
Τα είπαμε κάπως σύντομα και επιγραμματικά, αλλά αυτή είναι η γενική εικόνα της Ορθοδόξου πίστεως. Η μεθαυριανή γιορτή του Τιμίου Σταυρού, είναι μία υπενθύμισις της Μεγάλης Παρασκευής, γι’ αυτό έχουμε και νηστεία, της υπερτάτης θυσίας του Θεανθρώπου Χριστού.
Αυτό θα πει το εξής: Κάθε φορά που μητέρα Εκκλησία, μας καλεί για να μας χαρίσει τη σωτηρία, δια μέσου του Σταυρωθέντος Ιησού Χριστού, και αναστάντος εκ νεκρών, μάς καλεί να περάσουμε μέσα από το μυστήριον του Σταυρού.
Σταυρός είναι να αρνούμεθα το αμαρτωλό θέλημά μας και να κάνομε υπακοή στο λόγο του Θεού. Το να πολεμούμε κάθε μέρα τα πάθη μας, και τις αδυναμίες μας είναι Σταυρός, είναι μαρτύριο. Το να αντιστεκόμεθα στις πονηριές του διαβόλου, και στις θανάσιμες προσβολές των λογισμών, είναι και αυτό μαρτύριο, αναίμακτο μαρτύριο της συνειδήσεως, βαρύς Σταυρός κάθε μέρα. Το να σηκώνουμε αγόγγυστα τις θλίψεις, τα βάσανα και τους πειρασμούς της ζωής, είναι βαρύς Σταυρός και γίνεται ακόμα πιο βαρύς όταν σηκώνουμε τις αδικίες και την αχαριστία του πλησίον μας και των δικών μας ανθρώπων. Το να μπορούμε με τη χάρη του Θεού, να συντρίβουμε κάθε λεπτό της ώρας, τον επάρατο εγωισμό μας, είναι κι αυτό ένας Σταυρός, βαρύς Σταυρός.
Ο Σταυρός όμως που μας οδηγεί στην ανάσταση, διότι «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται».
Αν δεν πιστεύομε στην Σταυρική θυσία, του Ιησού Χριστού και στην Ανάστασή Του, δεν μπορούμε να σωθούμε. Αυτή η πίστις μας οδηγεί στα μυστήρια, στην ενεργουμένη αγάπη και μετάνοια, όπως και στην τήρηση των Ευαγγελικών εντολών. Ελπίζουμε και πιστεύουμε, στο άπειρον έλεος του Αγίου Θεού, το οποίον θα φωτίσει το νου μας, θα δυναμώσει την θέλησή μας, θα προκαλέσει την μετάνοιά μας και τα δάκρυα της μετανοίας, θα χαρίσει τα χρέη των αμαρτιών μας, και θα μας σώσει. Και όχι μόνον θα μας σώσει, αλλά και παιδιά Του θα μας κάνει. Και κληρονόμους της Βασιλείας Του, όπως τον Άσωτον Υιόν, αρκεί να μετανοούμε κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή.
Είθε αυτό, δηλαδή το της μετανοίας χάρισμα, να μας το δίδει κάθε μέρα ο Πανάγιος Θεός,
Αμήν.
Κυριακή 27 Ιουνίου 2004
Ή δούλος του Χριστού απελεύθερος, ή δούλος τών παθών
Κυρ. Δ' Ματθαίου 2004
«Ελευθερωθέντες δε από της αμαρτίας εδουλώθητε τη δικαιοσύνη», από το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα.
Εδώ, ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, και στο έκτο κεφάλαιο, μας ομιλεί για την ελευθερία, που μας χάρισε ο Θεός μέσα από την πίστη μας, στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού και το προσφερόμενον έργο της σωτηρίας Του, και που εκδηλώθηκε έμπρακτα από εμάς μετά το Άγιον Βάπτισμα.
Και μας λέγει ο Απόστολος Παύλος στο σημερινό του Ανάγνωσμα, ότι υπάρχουν χριστιανοί μου δύο ειδών δούλοι. Οι δούλοι της αμαρτίας και οι δούλοι της αρετής. Οι δούλοι της αμαρτίας είναι σκλάβοι στο διάβολο και σκλάβοι στα πάθη τους. Σκλάβος είναι αυτός που εξαρτάται από το πιοτό, αυτός που υποδουλώνεται στα ζάρια και στο χαρτοπαίγνιο, σκλάβος είναι και ο ναρκομανής, σκλάβος είναι και αυτός που δεν μπορεί να κόψει το τσιγάρο. Σκλάβος είναι και ο κοιλιόδουλος, είναι και ο λαίμαργος. Ο ένας σκλάβος είναι στο θυμό και στην οργή, και ο άλλος είναι στη ζήλεια και στο φθόνο, και έτσι θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σ’ όλα τα πάθη. Κάθε πάθος και ένας τύραννος, κάθε αδυναμία και μια σκλαβιά, και όλοι μαζί είμεθα σκλάβοι στον εγωισμό μας. Έτσι είμεθα οι πιο πολλοί από μας, δούλοι στην πλεονεξία και άλλοι στη φιλαργυρία, άλλοι πάλι στη μνησικακία, στη σκληροκαρδία, στον αυταρχισμό, στην αισχρολογία, στη βλασφημία των θείων, στη μικροπρέπεια, στο ψέμα, στην υποψία, - καθολικό φαινόμενο η υποψία,- στην υποκρισία, και σε χίλια δυο άλλα πάθη που δεν μπορώ να απαριθμήσω τώρα. Ο καθένας γνωρίζει τα δικά του πάθη και το πόσο υποφέρει και βασανίζεται απ’ αυτά.
Οι κοσμικοί άνθρωποι που ζούνε μακριά απ’ το Θεό, έστω και αν λέγονται πολιτισμένοι σήμερα, νομίζουν πως ελευθερία είναι να κάμουν ό,τι θέλουν. Συνήθως λένε «είμαι ελεύθερος να κάμω ό,τι θέλω, να βρίζω, να κτυπώ, να σπάζω βιτρίνες, να κλέβω, να απατώ, να παρανομώ, να κοροιδεύω, να συκοφαντώ, να κοραίνομαι με τις ηδονές και στη σαρκολατρία, να μη τιμώ κανέναν. Να λέω ό,τι θέλω, να κάμω ό,τι θέλω. Τι θα πει σεβασμός και τιμή στο γέρο και στη γριά ή στους γέροντες γονείς, άμα θέλω σηκώνομαι απ’ το κάθισμα του λεωφορείου, έστω και αν είμαι δεκαπέντε χρονών, άμα δεν θέλω δεν σηκώνομαι. Είμαι ελεύθερος να κάμω ό,τι θέλω». Αυτού του είδους όμως η ελευθερία, μετατρέπεται σε μικρό χρονικό διάστημα σε μια φρικτή σκλαβιά. Γιατί τότε σκοτίζεται ο νους, γιγαντώνονται οι κακές σκέψεις μέσα μας και οι πονηροί λογισμοί.
Η σκοτισμένη αυτή κατάστασις του νου μαζί με τις επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις της πονηρίας, εξασθενίζουν την θέληση και αχρηστεύουν τις εσωτερικές πνευματικές αντιστάσεις. Έτσι έρχεται η κυριαρχία των παθών, και η ψυχή υποδουλώνεται στην σκληρή τους τυραννία.
Να, πως ο άνθρωπος γίνεται σκλάβος και δούλος των παθών, δηλαδή της αμαρτίας. Ενώ η αληθινή ελευθερία βρίσκεται στο να γίνουμε όλοι μας δούλοι Χριστού. Και δούλος Χριστού είναι αυτός που τηρεί ελεύθερα, τις Ευαγγελικές εντολές, που ελεύθερα και από αγάπη κάνει υπακοή στο θέλημα του Θεού, και συμμετέχει στα σωστικά μυστήρια της Ορθοδόξου ημών πίστεως και Εκκλησίας.
Ο δούλος του Χριστού, δηλαδή ο δούλος του Θεού, με τον καθημερινό του πνευματικό αγώνα, δηλαδή με τη νηστεία στις αισθήσεις, - αυτό ονομάζεται από τους Πατέρας φυλακή των αισθήσεων –, με τον έλεγχο στη γλώσσα, με την προσοχή στους λογισμούς, με την εγκράτεια και την καθημερινή προσευχή, με την μελέτη των Γραφών, με το ταπεινό φρόνημα και την συντριβή, με την φλογερή πίστη – που δεν έχουμε – και την ενεργουμένη αγάπη, - και απ’ αυτήν δεν έχουμε – απαλλάσσεται ο δούλος του Θεού από την τυραννία των παθών, και εξουδετερώνει την σκοτεινή εξουσία του κόσμου και του διαβόλου. Και από δούλος των παθών, ο άνθρωπος ή ο χριστιανός, γίνεται δούλος της δικαιοσύνης, δούλος των θείων αρετών, δούλος Θεού, δηλαδή παιδί του Θεού. Υιός κατά χάριν και κληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών. Ο δούλος του Θεού είναι ο ελεύθερος εν Χριστώ Ιησού.
Όποιος όμως πάλι είναι δούλος των παθών, και των σκοτεινών προπαντός προλήψεων, γεμίζει από ντροπή, από στεναχώρια, αηδία, ταραχή, νεύρα, τύψεις … δεν τον χωράει ο τόπος, όλα του φταίνε, πότε πονάει εδώ, και πότε πονάει εκεί. Η φαντασία του στις σκοτεινές σκέψεις κοντεύει να τον τρελάνει. Πολλές φορές έχει παράξενους φόβους, είναι γεμάτος υποψίες και πολλά άλλα, όλα μαζί, δηλώνουν μια αξιοθρήνητη κατάσταση όπως μας την περιέγραψε προηγουμένως το Αποστολικόν Ανάγνωσμα.
Υπάρχουν όμως, όπως μας είπε ο Απόστολος Παύλος, και τα χειρότερα, και αυτά τα χειρότερα τα υπογραμμίζει δυό φορές. Το τέλος εκείνων, δηλαδή, των δούλων των παθών και του διαβόλου, θάνατος. Και πιο κάτω, «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος». Η λέξις «οψώνια» σημαίνει μισθός, πληρωμή, άρα η πληρωμή που δίνει η αμαρτία, σε όσους θέλουν να παραμείνουν πεισματικά δούλοι των παθών, είναι ο θάνατος. Όχι όμως ο σωματικός, -γιατί σωματικό θάνατο θα τον υποστούμε όλοι μας, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, σήμερα αύριο φεύγουμε, πόσο καιρό δεν ξέρω, αλλά θα φύγουμε, και οπωσδήποτε θα φύγουμε,- αλλά εδώ ομιλεί για τον πνευματικόν θάνατο, δηλαδή για την αιώνια κόλαση. Ο Θεός όμως δεν κολάζει κανέναν, -κανένα πλάσμα του δεν το κολάζει-, μόνος του ο άνθρωπος αυτοκαταστρέφεται, μόνος του διαλέγει το μίσος, την κακία και την πονηριά, μόνος του αυτοκολάζεται και πεθαίνοντας κουβαλάει μαζί του και την κόλαση της ψυχής του. Ο Θεός απλώς επισφραγίζει τις δικές μας επιλογές, και τις δικές μας αποφάσεις, -το επαναλαμβάνω-, δεν μας κολάζει ο Θεός και δεν μας κολάζει και ο πλησίον. Την κόλαση την έχουμε μέσα μας, και αν δεν την πετάξουμε και δεν την γεμίσουμε από φως, θα την κουβαλήσουμε μαζί μας, μετά τον θάνατόν μας, για να είναι η κακή κληρονομιά.
Χριστιανοί μου, αν η πληρωμή της αμετανόητης ζωής μας, δηλαδή της αμαρτίας, είναι ο θάνατος, ποια είναι η πληρωμή της αρετής; Η πληρωμή της αρετής ποια είναι; Καμία! Καμιά; Ναι, ναι, καμία. Διότι η υπακοή στο θέλημα του Θεού, και η εργασία των αρετών, δεν έχει πληρωμές, αλλά έχει χαρίσματα, έχει θείες δωρεές.
Να πως μας το βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος. «Το χάρισμα του Θεού, ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού, τω Κυρίω ημών». Άλλο πληρωμή, άλλο μισθός, άλλο χάρισμα, άλλο ουράνιος δωρεά. Και η αλλαγή αυτή των λέξεων από τον Απόστολο Παύλο δεν είναι τυχαία. Είναι σαν να μας λέγει ο Παύλος, «Αδελφοί μου, σεις που καθημερινά κάνετε τον πνευματικό σας αιματηρό αγώνα, για να καταπολεμήσετε τα πάθη σας, με την τήρηση κατά δύναμιν, των Ευαγγελικών εντολών, μην περιμένετε πληρωμές και μισθούς. Αν πρόκειται να πληρωθείτε για τα έργα σας, ο μισθός θαναι τρύπιες δεκάρες, διότι τόσα ήταν και τα έργα σας. Άλλωστε και αυτά τα έργα, όσα έγιναν, έγιναν με τη βοήθεια του Θεού, αφού «άνευ αυτού, ου δύνασθε ποιείν ουδέν», όπως το τονίζει ο Κύριος, «άνευ εμού, ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Σώζεσθε λοιπόν δωρεάν και κατά χάριν και όχι για τα έργα σας. Η θυσία του Χριστού σας σώζει και όχι τα έργα σας. Τα έργα σας οφείλουν να είναι καρπός της πίστεως, και της αγάπης σας προς τον Χριστό. Γι’ αυτό και σας χαρίζει κάτι το αφάνταστο. Κάτι το άπιαστο και το ασύλληπτο για τα μυαλά μας. Κάτι που δεν μπορεί να το συλλάβει ούτε η πιο τολμηρή φαντασία, κάτι το μοναδικό, το μεγαλειώδες, το μεγαλοπρεπέστατο. Σας χαρίζει αιώνια ζωή εν Χριστώ Ιησού». Αυτά περίπου θα μας έλεγε ο Παύλος.
Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι ο Θεός μας παίρνει κοντά Του. Μας δικαιώνει. Μας ξανακάνει παιδιά Του. Και συγκληρονόμους του Χριστού, του Υιού και Θεού, στη Βασιλεία των Ουρανών. Μας χαρίζει όχι μόνον τα ουράνια αγαθά, όλα τα υπερουράνια αγαθά, - δεν μας χαρίζει μόνο αυτά – αλλά μας χαρίζει και τον ίδιο τον εαυτόν Του. Θα τον βλέπουμε και θα χορταίνουμε εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτό είναι το χάρισμα. Αυτή είναι η δωρεά. Αυτή είναι η δόξα. Μπορεί να κοπιάσαμε κατά Χριστόν, άλλοι από μας πενήντα χρόνια, άλλοι είκοσι, άλλος δέκα, άλλος πέντε, άλλος ένα χρόνο. Άλλος να έχει κοπιάσει μόνον έξι μήνες. Άλλος ένα μήνα. Άλλος μια βδομάδα, άλλος μια ημέρα και άλλος μια ώρα. Και άλλος την τελευταία στιγμή, όπως ο ληστής πάνω στο Σταυρό. «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», και ανοίγει με τη μετάνοια της τελευταίας στιγμής, με το κλειδί της μετανοίας, την πόρτα του Παραδείσου και μπαίνει πρώτος μέσα.
Η αληθινή λοιπόν μετάνοια, είναι το μέγα, το μεγαλύτερο θαύμα της σωτηρίας μας. Είναι αυτή που μας χαρίζει την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό θα μπορούσα και γω να φωνάξω, και να πω «Κύριε και Θεέ μου, θυμήσου κει όλους εμάς εδώ, όλους εμάς που βρισκόμαστε εδώ, να μας θυμηθείς όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου, και τελευταίο να θυμηθείς εμένα τον αμαρτωλό, και ανάξιο λειτουργό Σου»,
Αμήν
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)