Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2006
Η ζωή τού Μ. Βασιλείου περιληπτικά και το έθιμο τής Βασιλόπιττας
220-β
Kόψιμο Βασιλόπιττας, 2006
Θα πούμε πρώτα λίγα λόγια για τον Μέγα Βασίλειο, και ύστερα θα ακολουθήσει το έθιμο της Βασιλόπιττας.
Την Πρωτοχρονιά χριστιανοί μου, όπως όλοι μας το ζούμε, βασιλεύει και προβάλλεται και πρωτοστατεί η μορφή του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου.
Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Βασίλειος, και κατήγετο από την Νεοκαισάρεια του Πόντου της Μικράς Ασίας, ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Εμέλεια, ήτο και αυτή από την Καισάρεια.
Την άριστη χριστιανική ανατροφή, δεν την πήρε ο Μέγας Βασίλειος μόνον απ’ τους θεοσεβείς γονείς του, αλλά την πήρε και κυρίως και από την γιαγιά του την Μακρίνα. Χριστιανοί ήσαν.
Τα πρώτα γράμματα ασφαλώς, τα έμαθε και τα σπούδασε στην Καισάρεια. Έφηβος πλέον εστάλη στο Βυζάντιον, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη. Και μετά την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα όπου για τέσσερα χρόνια σπούδασε αρχαία Ελληνική γραμματεία, φιλοσοφία, ρητορική, αστρονομία και ιατρική. Εκεί συνεδέθη με μία αδιάσπαστη φιλία, με τον μετέπειτα Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Επίσης συμφοιτητής του τα τέσσερα εκείνα χρόνια στην Αθήνα, ήταν και ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που θέλησε να επαναφέρει ως γνωστόν την λατρεία των ειδώλων.
Όταν τελείωσε ο άγιος τις Πανεπιστημιακές του σπουδές, επέστρεψε στην Καισάρεια, και γρήγορα μαγνητίστηκε από την μυστική θεολογία και ζωή των ασκητών της ερήμου, γι’ αυτό και απεφάσισε να επισκεφθεί όλα τα ασκητήρια και τα μοναστήρια της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Συρίας, της Μεσοποταμίας, καθώς και τους Αγίους Τόπους, για να αποκτήσει βιωματικά πλέον τη μυστική γνώση και τη θεωρία των όντων.
Αφού γέμισε η ψυχή του από το φως της Θεογνωσίας, επέστρεψε στον Πόντο, και ασκήτευσε κοντά στο ησυχαστήριο εκείνο, που είχαν ιδρύσει η μητέρα του Εμέλεια, μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή του την Μακρίνα. Εκεί κοντά είχε ασκητέψει και ο αδελφός του Αυκράτιος, ο οποίος εκοιμήθη οσιακώς, μόλις στα εικοσιεπτά του χρόνια.
Στο κατά μόνας αυτό ασκητήριο έζησε ο Άγιος Βασίλειος σαν μοναχός, με άκρα νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη προσευχή, εγκράτεια, πολλή μελέτη, πολλή, πολλή μελέτη του λόγου του Θεού, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μέχρι τότε ό,τι κυκλοφορούσε, και ασφαλώς και από τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, από τον πρώτον αιώνα μέχρι τότε που έζησε ο Μέγας Βασίλειος. Έτσι στερεώθηκε με πολλή δύναμη στην Ορθόδοξη πίστη της Ευαγγελικής διδασκαλίας και της αλήθειας για την θεότητα και την θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού.
Επιστρέφοντας στην Καισάρεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος, από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Από πολύ νωρίς έδειξε στην πράξη τα μεγάλα χαρίσματα της αυταπαρνήσεως και της φιλανθρωπικής δραστηριότητος με πολύ ζωντανή πίστη.
Το 370 χειροτονείται επίσκοπος Καισαρείας, και το έργο του απλώνεται έμπρακτα στο να παρηγορεί τους δυστυχισμένους, στο να προστατεύει χήρες και ορφανά, στο να μάχεται με σθένος την αίρεση του Αρείου, τους αιρεσιάρχας, αλλά ακόμα και τους άρχοντας του κράτους, όταν αυτοί ήσαν πολέμιοι και εχθροί της Εκκλησίας. Κι ύστερα μας λένε οι σημερινοί πολιτικοί να μην ανακατεύονται οι διοικούντες στα της Εκκλησίας στα κακά κείμενα του κράτους. Θα ανακατεύονται, διότι το κράτος είμαστε εμείς οι χριστιανοί, είσαστε και σείς. Εάν κάτι κακώς χειρίζεται, αυτό θα το ελέγξουν.
Από την περιουσία που κληρονόμησε φρόντισε με πολύ ζήλο να κτιστούν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, ξενώνες για τους περαστικούς, ακόμα και πετροκαλύβια, πετρόσπιτα, με χώμα μαζί για όλους τους απόρους αστέγους της περιοχής του. Έτσι ιδρύθηκε η περίφημη Βασιλειάδα. Πρώτα με τα δικά του τα λεφτά.
Στα κηρύγματά του συγκεντρώνονταν χιλιάδες πιστοί, απ’ την Καισάρεια, την Καππαδοκία και τον Πόντο για να ακούσουν με ιερή κατάνυξη και ευλάβεια και δάκρυα τα λόγια του που ήσαν εμπνευσμένα με την βαθειά του πίστη και την πράξη της ασκητικής του ζωής. Από ό,τι ζούμε πρέπει να μιλάμε. Τα βιβλία είναι εύκολα να τα αποστηθίζουμε. Στην πράξη τι κάνουμε.
Έτσι δεν στήριζε μονάχα την πίστη των αδυνάτων, αλλά παρηγορούσε και διόρθωνε τους αμαρτωλούς που μετανοούσαν. Αλλά ήταν καταπέλτης και αυστηρότατος στους κανόνας για τους αμαρτάνοντας ασυστόλως, και αμετανοήτους αμαρτωλούς χριστιανούς, και ελεγκτικότατος και προς τους αυτοκράτορας και προς τους επάρχους όταν στήριζαν τον Αρειανισμό.
Γι’ αυτό και υπήρξε θαρραλέος και αμετακίνητος στις απειλές του επάρχου Μοδέστου, που ήλθε ως απεσταλμένος του αυτοκράτορος Ουάλη για να τον απειλήσει.
«Δεν με τρομάζουν έπαρχε», είπε ο Μέγας Βασίλειος, «ούτε η δήμευσις της περιουσίας μου, ούτε η εξορία, ούτε τα βασανιστήρια με τα οποία με απειλείτε εσείς οι αυτοκράτορες. Η περιουσία μου όλη και όλη είναι δυο παλιομπαλωμένα ράσα, σχεδόν άχρηστα και λίγα βιβλία. Η εξορία πάλι; Μα ευλογημένε», του λέει, «δεν ξέρεις ότι σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο είμαι και γω περαστικός διαβάτης όπως είσαι και συ; Όπου και να με στείλετε, τον Θεόν μου θα λατρεύω, επομένως δεν με φοβίζει και αυτό. Για το μαρτυρικό θάνατο αδιαφορώ τελείως. Είναι τόσο ασθενικό το σώμα μου από τις πολλές αρρώστιες, που με το πρώτο κτύπημα θα υποκύψει και έτσι γρήγορα θα βρεθεί η ψυχή μου με τον Χριστό. Θεωρώ λοιπόν σαν τον καλύτερο ευεργέτη μου τον θάνατο.»
Θαύμασε ο Μόδεστος το θάρρος και την πίστη του Μεγάλου Βασιλείου, και έφυγε ντροπιασμένος χωρίς να μπορέσει να ξαναμιλήσει.
Όλη τη σοφία τη διέθεσε στην ερμηνεία της εξαημέρου δημιουργίας του κόσμου και των όντων, και στην παρηγοριά των θλιβομένων. Έγραψε πλήθος επιστολών, έγραψε ρητορικούς λόγους και συγγράμματα δογματικά, ερμηνευτικά, παιδαγωγικά, ποιμαντικά, ηθικά και λειτουργικά, μεταξύ των οποίων και τη Θεία Λειτουργία με την οποία λειτουργούμε δέκα φορές το χρόνο.
Χριστιανοί μου, ο Μέγας Βασίλειος από τις πολλές και μεγάλες ασκήσεις, την αυτοθυσία για το ποίμνιό του, και την κοπιαστική του μέριμνα για την καλή λειτουργία της Βασιλειάδος, και από το πλήθος των ασθενειών που τον βασάνιζαν καθημερινά, και απ’ τους σκληρούς αγώνες που έδινε εναντίον των αιρετικών, και από την πλούσια συγγραφική του παραγωγή, λύγισε και εκοιμήθηκε οσιακώς, μόλις σαράντα εννιά με πενήντα ετών. Δικαίως λοιπόν η Εκκλησία, ύστερα από όλα αυτά τα κατορθώματά του, τον ονόμασε Μέγα. Υπήρξε Μέγας στον τρόπο της ασκητικής του ζωής, υπήρξε μέγας στην μέχρι αυτοθυσίας προσφορά του προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό του. Μέγας στην προάσπιση των θεμάτων της πίστεως από τους Αρειανούς. Μέγας στη ρητορική του δεινότητα. Μέγας και στο παράδειγμα, στο ήθος, στην εγκράτεια, στην αγνότητα, στον αγώνα κατά των παθών, μέγας και στην υπομονή του.
Για το πώς επεκράτησε το έθιμο της Βασιλόπιττας, νομίζω ότι το είπαμε και παλαιότερα. Σήμερα απλώς το επαναλαμβάνομε διότι μια φορά το είπαμε.
Κάποτε ένας σκληρός έπαρχος της Καισαρείας, επέβαλε βαρύτατους φόρους για να αγοραστούν πολεμικά εφόδια εκείνης της εποχής για την αυτοκρατορία. Είναι η μία εκδοχή. Η άλλη εκδοχή, επέβαλλε τους φόρους για να εξαγοραστούν αιχμάλωτοι πολέμου.
Μη έχοντας οι κάτοικοι να πληρώσουν, κατέφυγαν στον επίσκοπό τους. Τότε ο Άγιος τους προέτρεψε να μαζέψουν όλα τα κοσμήματα των γυναικών τους και να τα βάλλουν σε ένα κιβώτιο.
Ύστερα από λίγες μέρες, ο Άγιος πήρε το κιβώτιο με τα κοσμήματα και πήγε στον έπαρχο για να τα παραδώσει. Ο έπαρχος όμως δεν τα πήρε, Η μία έκδοση λέει ότι ντράπηκε μπροστά στην αγιότητα και στην μεγάλη αυτή μορφή του Μεγάλου Βασιλείου, και η άλλη εκδοχή λέγει ότι δεν τα δέχτηκε επειδή εν τω μεταξύ είχαν απελευθερωθεί οι αιχμάλωτοι. Είτε το ένα ισχύει είτε το άλλο, πάντως τα κοσμήματα επεστράφησαν.
Ο Άγιος όμως θέλησε να επιστρέψει όλα αυτά τα κοσμήματα, αλλά πώς θα βρισκόταν ο κάτοχος του καθενός κοσμήματος; Τότε λοιπόν τους είπε ο Άγιος και ζύμωσαν μικρές πιττούλες. Και στην κάθε μια απ’ αυτές που του έφερναν, ωμή, έβαζε και ένα κόσμημα. Τους είπε να τις ψήσουν και να τις φέρουν πάλι όλες στο επισκοπείο. Έτσι και έγινε. Και κείνος άρχιζε να τις μοιράζει τις πίττες μία μία. Και ω του μέγα θαύματος! Όταν άνοιξαν τις πίττες ο καθένας και η καθεμιά βρήκαν όλοι τους το δικό τους κόσμημα. Από τότε καθιερώθηκε μέχρι και των ημερών μας, κάθε οικογένεια να κάμει του Αγίου Βασιλείου, τη δική της Βασιλόπιττα, μέσα στην οποίαν τοποθετούν κάποιο χρυσό νόμισμα ή ένα νόμισμα πιο πτωχό ανάλογα. Τώρα μεταξύ των χριστιανών επικρατεί να βάζουμε ένα σταυρουδάκι.
Σύμφωνα πάντοτε με την παράδοση όπως διάβασα, το πρώτο κομμάτι ανήκει στο Χριστό, το δεύτερο στην Παναγία, το τρίτο στον Άγιο Βασίλειο, το τέταρτο στον Άγιο του χωριού, λέει, ή θα λέγαμε της ενορίας μας, ή του Αγίου προστάτου μας. Το πέμπτο στο μπαμπά, το έκτο στη μαμά, ακολουθούν τα παιδιά, και οι παππούδες, οι γιαγιάδες και τα λοιπά, ή κάποια άλλη στροφή, μπορεί να προηγηθούν ο παππούς, η γιαγιά, και να ακολουθήσουν ο μπαμπάς και η μαμά, ανάλογα με τα ήθη και τα έθιμα που έχει κάθε οικογένεια. Υπάρχει επίσης το κομμάτι του πτωχού, ή το κομμάτι του ξένου, γιατί τότε η φιλοξενία ήταν ιερή και την επεδίωκαν οι χριστιανοί, ακόμα και οι πιο πτωχοί, να βρουν έναν περαστικό, να τον βάλουν στο σπίτι τους, να του πλένουν τα πόδια, να τον ταΐσουν να τον περιποιηθούν, να τον βάλουν να αναπαυθεί, για να ξεκινήσει … που τολμάς σήμερα να βάλλεις στο σπίτι σου άνθρωπο, μπορεί να σε σφάξει. Συγχωρέστε με, καταντήσαμε να μην θέλουμε άνθρωπο να ανοίξουμε την πόρτα, σε κάποιον που μας κτυπάει την πόρτα του σπιτιού μας. Φόβος και τρόμος μας έχει πιάσει. Έκοβαν κατόπιν ένα κομμάτι ιδίως στα χωριά, πίττα για τα γεννήματα, ή για τις στάνες, όποιοι είχαν αμπέλια, σιτηρά κτλ ελαιόδενδρα, κτηνοτροφία και τα λοιπά. Είναι έθιμο ειρηνικό, συγκεντρωτικό, και ενωτικό. Μαζεύει όλη την οικογένεια, τους μαζεύει όλους, όπως στις πρώτες χριστιανικές αγάπες.
Ο αγιοβασιλιάτικος αυτός άρτος, και η μετάδοσις των μερίδων που όλοι μας τρώμε από την ίδια πίττα, μας λένε κάποιοι νεότεροι άγιοι ότι αυτό εικονίζει την λειτουργία της κοινής αγάπης, δηλαδή της Θείας Κοινωνίας, από το ίδιο Άγιο Ποτήριο, από την ίδια Αγία Τράπεζα. Εικονίζει. Είναι εικόνα και σύμβολό της, και έχει μέσα της την αγάπη, και τη δύναμη του Χριστού. Τώρα κρατούμε μόνον τα έθιμα, δυστυχώς, χάσαμε την ουσία, χάσαμε το πνεύμα αυτό της παλιάς αγιοβασιλόπιττας, το χάσαμε. Τώρα μένομε σε μερικά τυπικά, πολύ τυπικά, βέβαια εκείνα πρώτα έδεναν την οικογένεια γύρω από τον Χριστό, διότι την άλλη ημέρα οι άνθρωποι δεν θα ξενυχτούσαν στο χαρτοπαίγνιον, στις διασκεδάσεις και στο ρεβεγιόν, αλλά αφού θα υποδέχονταν και την καινούργια χρονιά, θα φορούσαν τα καλά τους, σαν δώρα του Αγίου Βασιλείου υποτίθεται, λοιπόν, και θα πήγαιναν με αυτά να τα αγιάσουν στην εκκλησία. Πρωτοφορούσαμε τα παπούτσια για να τα πάμε πρώτα στην εκκλησία. Αυτό το θυμάμαι και σε μένα, μου έλεγε η μάνα μου «Κοίταξε, ύστερα από δέκα χρόνια αξιώθηκες να φορέσεις καινούργια παπούτσια, την πρώτη φορά, εκεί που θα τα πατήσεις, θα είναι η εκκλησία. Εκεί θα αγιαστούν τα παπούτσια σου, εκεί θα αγιαστεί το ρούχο σου το καινούργιο, το φουστάνι σου, το παντελόνι σου, και το σακάκι σου, ή η γραβάτα σου, ή η μαντήλα σου. Δυστυχώς τώρα ο καθένας παίρνει το δικό του δρόμο, το δρόμο της ύλης και της αμαρτίας. Αν κάνω λάθος, διορθώστε με.
Εκείνο που έκαμε πάντως βαθειά εντύπωση για πολλοστή φορά, αλλά νομίζω ότι δεν σας το ανέφερα, είναι ότι όταν εκοιμήθη ο Άγιος Βασίλειος και εκηδεύθη, την πρώτη Ιανουαρίου του 380 μΧ, συγκεντρώθηκαν τόσες χιλιάδες χριστιανοί, που από το μεγάλο συνωστισμό, όχι μόνον λέγει η βιογραφία, προσέξτε, η βιογραφία, εκατοντάδες λιποθύμισαν αλλά και πολλοί πέθαναν απ’ την ασφυξία. Φοβερό! Χιλιάδες χριστιανοί στην νεκρώσιμη ακολουθία και στην ταφή του αγίου σώματός του, και δεκάδες οι νεκροί από την ασφυξία του συνωστισμού. Πιστεύω πως όλους αυτούς που πέθαναν εκείνην την ημέρα, θα τους πήρε ο Άγιος Βασίλειος κοντά του, στον Παράδεισο. Αυτό, ως γεγονός είναι το μοναδικό σε ολόκληρη την εκκλησιαστική μας ιστορία, στην ιστορία των κοιμηθέντων αγίων, απ’ τον συνωστισμό να πεθάνουν άνθρωποι χριστιανοί. Πως λοιπόν να μην τον ονομάσει η Εκκλησία μας Μέγα και Άγιο;
Θέλω όμως και κάτι άλλο να προσθέσω, γιατί πολλές φορές μένουμε στα ωραία των αγίων. Αν ο Άγιος Βασίλειος όσο ζούσε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, και μάλιστα από τότε που έγινε, επίσκοπος Καισαρείας, η ζωή του ήταν κυριολεκτικώς μαρτυρική, υπήρξε πολυβασανισμένος όχι μόνον απ’ την αυστηρή ασκητική ζωή, που επέβαλε στον εαυτόν του, αλλά και από τις πολλές του ασθένειες, τις πολλές του μέριμνες, για τα ιδρύματα της Βασιλειάδος. Χωριστά οι αγώνες που έδιδε κάθε μέρα με τους εχθρούς της Εκκλησίας, τους αιρετικούς, τους αθέους και τους ειδωλολάτρες. Φαρμάκι και δηλητήριο τον πότιζαν καθημερινά, φθονεροί χριστιανοί, ακόμα και ρασοφόροι, με την κακία τους, και την πονηριά τους, και την μοχθηρία τους. Μέγας όμως και σ’ όλους αυτούς, ο Μέγας Βασίλειος, με την μεγαλοψυχία και την μακροθυμία του. Και μερικές φορές τα λόγια του, μέσα στο πλήθος των επιστολών του στάζουν τόση πικρία, που απορούμε εμείς στις ημέρες μας όταν τα μελετάμε, πως έναν τόσο Μεγάλο Άγιο τον τυραννούσαν και τον πότιζαν με τόσο πολύ δηλητήριο, άνθρωποι δαιμονόψυχοι, φθονεροί, άνθρωποι κληρικοί ρασοφόροι, χριστιανοί και άρχοντες!
Γι’ αυτό και γρήγορα έφυγε, μόλις πενήντα ετών.
Αυτά για τον Άγιο Βασίλειο …
Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2005
Ο λειτουργικός χρόνος, ο ερχόμενος Κύριος καί η δική μας πνευματική συμμετοχή
220-α
Κυριακή πρό Χριστουγέννων, 2005
Χριστός γεννάται, δοξάσατε!
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε!
Χριστός επί γης, υψώθητε!
Έτσι αρχίζει η πρώτη ωδή των καταβασιών των Χριστουγέννων.
Να το εξηγήσουμε, είναι απλό!
Ο Χριστός γεννιέται, δοξάστε Τον.
Ο Χριστός κατέρχεται, κατεβαίνει από τους ουρανούς, βγείτε να Τον προϋπαντήσετε.
Ο Χριστός φανερώνεται εδώ στη γη, υψωθείτε και σεις όλοι οι χριστιανοί από τα γήινα.
Το έργον της οικονομίας του Θεού, για τη σωτηρία του ανθρώπου, αδελφοί μου, αρχίζει από την ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού, και Θεού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Γι’ αυτό και τα Χριστούγεννα, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τα ονόμασε μητρόπολη πασών των εορτών. Το δε όνομα Χριστός, δηλώνει κυρίως τον Θεάνθρωπον, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Κύριος.
Ορισμένες φορές όμως, ιδιαίτερα βέβαια στο Ευαγγέλιο, αλλά και στην Εκκλησιαστική μας υμνολογία, και στους λόγους των Πατέρων, ο Χριστός δηλώνει άλλοτε μόνον την Θεότητά Του, και άλλοτε μόνον την αναμάρτητη ανθρώπινη φύση Του, τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο – Θεάνθρωπο, με τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, όπως είναι η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο πόνος, ο ύπνος, τα δάκρυα και τόσα άλλα. Ο Χριστός όμως, ως Θεάνθρωπος Κύριος είναι Ένας, και σ’ Αυτόν τον ένα Χριστό, οι δύο φύσεις, η ανθρώπινη και η θεϊκή, παραμένουν για πάντα ενωμένες, αδιαιρέτως, ατρέπτως, ασυγχίτως, αμερίστως, αναλλοιώτως εις τους αιώνας των αιώνων, σύμφωνα με τους δογματικούς όρους που μας έδωσε η Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα.
Χριστός γεννάται και Χριστός επί γης. Εδώ το Χριστός έχει τη σημασία του Θεανθρώπου, επειδή Κύριος ο Θεός, ο Λόγος, γεννήθηκε εν Βηθλεέμ, από την Παρθένο Μαρία, Θεός και άνθρωπος μαζί. Όταν πάλι ψάλουμε «Χριστός εξ ουρανών», δηλώνει μόνον τον Θεόν, και όχι τον άνθρωπον, διότι ο Κύριος δεν κατέβηκε από τους ουρανούς, φορώντας την ανθρώπινη φύση από τον Ουρανό, όπως δίδασκαν εκείνες τις εποχές διάφοροι αιρετικοί, - και υπάρχουν και μέχρι σήμερα, - αλλά κατέβηκε ως Θεός και μόνον ως Θεός, και προσέλαβε εδωκάτω στη γη, από την Παρθένο Μαρία την ανθρώπινη φύση. Δηλαδή ο Θεός Λόγος άδειασε τους Ουρανούς, από τη Θεϊκή του Δόξα και τη Θεϊκή Του μεγαλοπρέπεια και κατέβηκε στη γη, και εισήλθε μέσα στην μήτρα της Παρθένου Μαρίας και φόρεσε την ταπεινή στολή της ανθρωπίνης φύσεως. Γι’ αυτό και η ταπείνωσις ονομάστηκε θεοΰφαντη στολή, όπως την αναλύσαμε την περασμένη μας Κυριακή.
Και τώρα ερχόμεθα στο ρήμα «γεννάται». Ψάλλουμε «Χριστός γεννάται», όχι «Χριστός εγεννήθη». Βεβαίως γεννήθηκε εν χρόνω ο Κύριος και αυτό το γιορτάζουμε κατ’ έτος. Στην προκειμένη όμως περίπτωση έχουμε έκφραση του λειτουργικού χρόνου. Τι θα πει αυτό; Όλα τα ιερά γεγονότα της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, τα προσεγγίζει η Εκκλησία μας σαν ένα συνεχές παρόν, ένα αδιάκοπο παρόν. Γιατί; Γιατί ο Θεός δεν έχει ούτε χτές, ούτε αύριον. Έχει μόνον παρόν. Όπως θα λέγαμε πιο απλά, έχει μόνον «σήμερα». Αυτό το συνεχές παρόν, λέγεται λειτουργικός χρόνος, γι’ αυτό και το ψάλλουμε, και το πιστεύουμε. Παραδείγματος χάριν:
-«Η Παρθένος σήμερον, τον Υπερούσιον τίκτει». Σήμερον τίκτει. Όχι χθές έτεκεν. Σήμερον τίκτει.
-«Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον». Σήμερον της ευδοκίας, όχι χθές, ψάλλουμε στα Εισόδια της Θεοτόκου.
-«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και ο Υιός του Θεού, Υιός του ανθρώπου γίνεται». Σήμερον γίνεται ο Υιός του Θεού, Υιός της Παρθένου. Σήμερον.
-«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», ψάλλουμε την Μεγάλη Παρασκευή. Σήμερον, όχι χθες και προχθές και πριν από χρόνια.
-«Πάσχα ιερόν σήμερον αναδέδεικται». Σήμερον αναδέδεικται το Πάσχα, σήμερον η Ανάστασις.
Και ακόμη και για τη σωτηρία μας, η σημερινή ημέρα παίζει τον σπουδαιότατον ρόλον, διότι λέγει η Αγία Γραφή, «Νυν καιρός ευπρόσδεκτος, νυν ημέρα σωτηρίας. Η σημερινή ημέρα είναι δική σου, για να την δουλέψεις. Και για να την εκμεταλευτείς για την σωτηρία σου. Το αύριον δεν το ορίζεις!.. Δεν το γνωρίζεις, δεν ξέρεις αν θα ζεις αύριο! – Δεν ξέρουμε αν θα ζούμε και το βράδυ, όχι αύριο. – Το σήμερα είναι δικό σου, μας λέγει το Ευαγγέλιον. Μόνον το σήμερα είναι δικό σου. Γι’ αυτό και σήμερα ζήτησε το έλεος του Θεού.
Άρα η Εκκλησία μας βιώνει τα πάντα μέσα σ’ ένα διαρκές παρόν, που λέγεται λειτουργικός χρόνος. Γι’ αυτό και ψάλλουμε στον ενεστώτα, σύμφωνα με τους θεολόγους και τους φιλολόγους, «σήμερον γεννάται».
Απ’ τον Εσπερινό, τον Όρθρο και κυρίως βέβαια από την Ιερά Προσκομιδή, και την Θεία Λειτουργία μέχρι το «Δι’ ευχών», η Εκκλησία μας, η πίστις μας, μας αναγάγει από τη Δημιουργία του Σύμπαντος κόσμου ορατού και αοράτου, υλικού και πνευματικού, με όλα τα ενδιάμεσα τα ιστορικά γεγονότα, τα γήινα της παρούσης αυτής ζωής, μας αναγάγει επαναλαμβάνω στα μέλλοντα, στα μέλλοντα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, της Αναστάσεως των νεκρών, της αδεκάστου Κρίσεως, ζώντων τε και τεθνεώτων, του Παραδείσου και της Κολάσεως, και τέλος της απείρου αιωνιότητος, μαζί με την αποκάλυψη των απορρήτων μυστηρίων του Θεού και του κάλους της Τριαδικής Δόξης. Γι’ αυτό και ανακράζουμε «Ω της απείρου μακροθυμίας Σου Κύριε! Ω της απείρου αγαθότητός Σου». Τα πάντα μας αποκαλύπτει υπερφυώς η αγάπη σου, ως παρόντα μέσα στη Θεία Λειτουργία, από το «Ευλογημένη η Βασιλεία» μέχρι το «Δι’ ευχών». Και ιδιαιτέρως αυτό, στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων, του Ευαγγελισμού, της Μεγάλης Εβδομάδος, του Πάσχα και της Πεντηκοστής.
Έτσι με την πρώτη ωδή των καταβασιών, μας καλεί η Εκκλησία μας μαζί με τους αγγέλους σε Δοξολογία για την Γέννηση του Θεανθρώπου Κυρίου, εν Βηθλεέμ τη πόλη και εν τη φάτνη των αλόγων ζώων. Όπως τότε, εκείνη τη νύκτα της Θείας Γεννήσεως, μυριάδες αγγέλων, δοξολογούσαν το Θεό με το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», το ίδιο καλούμεθα και μεις να γιορτάσουμε το υπερκόσμιο θαύμα ενωμένοι, αγαπημένοι, συγχωρούντες και αλληλοσυγχωρούμενοι, με ανεξικακία γεμάτοι ταπέινωση και καλοσύνη, χωρίς διαιρέσεις, πείσματα και μικροκαμώματα. Να γιορτάσουμε επαναλαμβάνω, το θαύμα της Γεννήσεως του Σωτήρος και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μέσα από την ψυχή μας, με τρόπους καθαρά πνευματικούς. Όχι μόνον με μια τυπική εξομολόγηση, ούτε με ένα κατάξερο εκκλησιασμό, και πολύ περισσότερο βέβαια, η προσέλευση στη Θεία Κοινωνία να μη γίνεται με σπρωξίματα και εκνευρισμούς όπως παρατηρείται στις μεγάλες γιορτές. Αλλά με ένα άνοιγμα της καρδιάς μας, διάπλατο και ολόθερμο, για να προϋπαντήσουμε και να υποδεχτούμε τον Χριστόν, μέσα μας.
Ώστε η καρδιά να νοιώσει, να βιώσει, αν είναι δυνατόν τα σκιρτήματα της νέας εν Χριστώ ζωής, δηλαδή την πνευματική μας αναγέννηση. Γιατί όσες από σας γενήκατε μητέρες, αντιληφθήκατε τα πρώτα σκιρτήματα της νέας ζωής, που φέρνατε μέσα στα σπλάχνα σας, έτσι λοιπόν και η νέα ζωή, η εν Χριστώ ζωή, η αναγέννησις της πνευματική ζωής, το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας, έχει μέσα σκιρτήματα στην καρδιά, τα σκιρτήματα της πνευματικής αναγεννήσεως.
Είναι λοιπόν, ο πάντοτε Ερχόμενος ο Κύριος, που μας αναγεννά, ο Ερχόμενος ο Κύριος.
Ερχόμενος στη Θεία Του Γεννηση, Ερχόμενος όταν διδάσκει και θαυματουργεί,
Ερχόμενος όταν θυσιάζεται επάνω στο Σταυρό,
Ερχόμενος με την Ανάστασή Του στις καρδιές όλων εκείνων των χριστιανών, που πιστεύουν σ’ αυτήν την Ανάστασιν. Εάν ο Χριστός ουκ εγείγερται εκ νεκρών, ματαία η πίστις ημών. Μάταιον και το κήρυγμα, ματαία και η πίστις, και το όλο έργο βέβαια της Θείας Οικονομίας.
Είναι ο Ερχόμενος, ο Ην, ο Ων, και ο Ερχόμενος κατά την Αποκάλυψη, όταν πάμε να Τον συναντήσουμε, βυθίζοντας όχι τα μάτια μας, αλλά την καρδιά μας μέσα στο Ευαγγέλιο.
Είναι ο Ερχόμενος στις καρδιές μας, όταν η προσευχή μας είναι καθαρή, νοερά, αφάνταστη, αμεταιώριστη και καρδιακή.
Είναι Ερχόμενος όταν προσέρχεται και μας προσφέρεται ολοσώματος μέσα από το Άγιον Ποτήριον της Θείας Κοινωνίας.
Είναι ο Ερχόμενος ακόμα και μέσα στις θλίψεις και στις πίκρες της ζωής.
Είναι Ερχόμενος και στον θάνατόν μας, και μάλιστα όταν αυτόν τον περιμένουμε με λαχτάρα και τα χείλη μας ψιθυρίζουν το της Αποκαλύψεως στο εικοστό δεύτερο κεφάλαιο. «Αμήν, ναι έρχου Κύριε Ιησού». Παράλαβε την ψυχή μου στα χέρια σου.
Είναι ο πάντοτε Ερχόμενος, ίνα κρίνει ζώντας και νεκρούς.
Είναι ερχόμενος και στα φετινά Χριστούγεννα, όχι με στολισμούς και φωταμψίες, όχι με δώρα χωματένια και περίσσιο φαγοπότι, και πολύ περισσότερο όχι μέσα από αμαρτωλές διασκεδάσεις και ρεβεγιόν. Βέβαια και οι φωτισμοί χρειάζονται, και τα στολίσματα χρειάζονται, και τα δώρα είναι απαραίτητα στα παιδιά, και στους μικρούς και στους μεγάλους, αλλά δεν βρίσκονται εκεί τα Χριστούγεννα. Πρέπει σε όλους να το δώσουμε αυτό να το καταλάβουν, αλλά να το καταλάβουμε και μείς. Τα Χριστούγεννα βρίσκονται στον Άρτο της Ζωής! Που κατέρχεται εξ ουρανού, και ο τρώγων τον Άρτον τούτον δεν θα πεινάσει ποτέ, και δεν θα διψήσει ποτέ! Και κατέρχεται με άκρα ταπείνωση και άπειρη αγάπη.
Αυτή είναι η αλήθεια και μόνον αυτή. Ο Θεός κατέρχεται και ταπεινώνεται γενόμενος άνθρωπος στο πρόσωπον του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, σ’ ένα στάβλο της Βηθλεέμ, για να ανυψώσει όλους εμάς στους ουρανούς. Κατέβηκε Εκείνος στη γη, για να μας μεταβιβάσει εμάς στον Ουρανό. Εκείνος ο Λόγος του Θεού, ο Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός, έγινε άνθρωπος - Θεάνθρωπος για να γίνουμε εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι, οι βρωμεροί και τρισάθλιοι, μέσα από τα Πανάγια σωστικά Μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της Θείας Κοινωνίας, της Ιεράς Εξομολογήσεως, και το Ευαγγέλιον, κατά χάριν θεοί, - το θήτα μικρό.
Δυστυχώς οι περισσότεροι από τους Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς θα γιορτάσουν Χριστούγεννα χωρίς Χριστόν. Ασφαλώς και το πιστεύουμε αυτό, και ήθη και έθιμα και παραδόσεις θα τηρηθούν σε πολλά διαμερίσματα της πατρίδος μας, της Ελλάδος μας, της Ορθοδόξου Ελλάδος μας. Αλλά τι κρίμα όμως όταν θα λείπει ο Χριστός απ’ τις καρδιές μας;
Χριστός γεννάται, δοξάσατε. Όλοι μας οφείλουμε να Τον δοξάσουμε. Θα Τον διξάσουμε όμως; Θα τον δοξολογήσουμε; Θα Τον ευχαριστήσουμε με τη μετάνοιά μας;
Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε! Θα βγούμε να Τον προϋπαντήσουμε; Πού; Πώς; Και ποιόν; Και σε ποιόν τόπο; Και με ποιο τρόπο; Θα βγούμε να Τον προϋπαντήσουμε στο πρόσωπο του πλησίον που αδικήσαμε, που στενοχωρήσαμε, που τον πικράναμε! Θα συγχωρεθούμε; Θα δώσουμε φίλημα αγάπης; Θα γεμίσουν τα μάτια μας από δάκρυα συγγνώμης; - Εδώ έξω από την εκκλησία βγαίνουμε και δεν λέει ο ένας καλημέρα στον άλλον!
Χριστός επί γης, υψώθητε! Υψωθήκαμε άραγε πιο πάνω απ’ τα πάθη μας; Κάναμε κάποιον έστω και μικρόν αγώνα, για να λίγο να τα περιορίσουμε; Υψωθήκαμε πάνω από τις πίκρες, τις τόσες πολλές με τις οποίες μας έχουν ποτίσει τόσοι και τόσοι συνάνθρωποί μας; Πήγαμε εμείς πρώτοι να βρούμε αυτόν τον αντίδικο για να τον συγχωρέσουμε;
Αν ναι, σε όλα αυτά τα ερωτηματικά που έθεσα, η απάντηση της καρδιάς μας είναι «ναι», τότε όντως θα γιορτάσουμε
Χριστούγεννα αληθινά.
Χριστούγεννα μαζί με τον Χριστόν,
Χριστούγεννα μαζί με την Παναγία Μητέρα Του,
Χριστούγεννα μαζί με τους αγίους, μαζί με τους προφήτας που προφήτευσαν την έλευσή του, και ολόκληρο το έργον της Θείας Οικονομίας επί της γης, θα γιορτάσουμε
Χριστούγεννα μαζί με τους βοσκούς που πρώτοι προσκύνησαν τον νεογέννητο Χριστό,
Χριστούγεννα μαζί με τους μαγους,
Χριστούγεννα μαζί με τους αγγέλους,…
Αυτά είναι τα αληθινά Χριστούγεννα και ιδιαιτέρως,
Χριστούγεννα μ’ αυτούς που μας αδίκησαν.
Η αγάπη του Αγίου Θεού είθε να είναι πάντοτε μαζί σας.
Αμήν
Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2005
Τό επίσημο ένδυμα στό Βασιλικό Δείπνο είναι τό τής ταπεινώσεως
219-γ
Κυρ. ΙΑ' Λουκά
Χριστιανοί μου σε λίγες μέρες έρχονται τα Χριστούγεννα. Και εύχομαι από το βάθος της καρδιάς μου, η Θεία Γέννησις του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, να χαρίσει σε όλους μας την αναγέννηση της ψυχής μας. Να μας πλουτίσει όχι σε υλικά αγαθά, αλλά σε ολοκληρωμένη καθαρότητα ψυχής και σώματος.
Να μας φωτίσει κατά τέτοιον τρόπον, ώστε με πολλή πνευματική επιμέλεια να ενδυθούμε την πανέμορφη θεοΰφαντη στολή της ταπεινοφροσύνης, την χιλιοστολισμένη με όλες τις χάριτες του ουρανού. Αυτή τη στολή φόρεσε ο Θεός Λόγος, και έγινε άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου.
Και μας πρωτοεμφανίζει αυτή τη στολή, όταν γεννήθηκε σε ένα στάβλο, σε ένα αχούρι, περιτριγυρισμένος από πρόβατα και βόδια, και όλος ταπείνωση να τοποθετείται από την Παναγία μητέρα Του στη φάτνη των αλόγων ζώων, για να διδάξει έμπρακτα σε ολόκληρη την ανθρωπότητα για το πόσο σωτήρια είναι αυτή η τρισευλογημένη αρετή της ταπεινώσεως. Απ’ αυτήν το λοιπόν, την τόση τεταπεινωμένη γέννησή Του εν Βηθλεέμ τη πόλη, αρχίζει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τη θεία Του πρόσκληση για το Μεγάλο Δείπνο της σωτηρίας του ανθρώπου. Του Δείπνου της Βασιλείας των Ουρανών.
Και μας καλεί όλους, και μείς αρνούμεθα. Μας καλεί και μείς προβάλουμε προφάσεις, ανόητες δικαιολογίες, και έτσι χάνουμε μια για πάντα την ευκαιρία για τη σωτηρία της ψυχής μας. Το είδαμε αυτό και στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε. Οι δικαιολογίες ήσαν ασήμαντες. Ο πρώτος γιατί αγόρασε κάποιο κτήμα και πήγε να το δει, ο δεύτερος γιατί είχε αγοράσει πέντε ζεύγη βοδιών και πήγε να τα δοκιμάσει, και ο τρίτος επειδή ήτο νιόπαντρος.
Οι προβαλλόμενες αυτές δικαιολογίες και προφάσεις, που είπε ο Κύριος και τις χώρισε σε τρείς κατηγορίες, ασφαλώς είναι πολύ λίγες μπροστά στις άλλες, τις απειράριθμες, τις οποίες θα μπορούσε να μας αναφέρει.
Χριστιανοί μου, η πρόσκλησις αυτή εξακολουθεί και συνεχίζεται να γίνεται κάθε μέρα, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Έτσι κάθε Κυριακή και κάθε μεγάλη γιορτή, που λειτουργούν οι Ορθόδοξοι ναοί μας, οι εκκλησίες μας, γίνεται αυτή η πρόσκληση για συμμετοχή στο Μέγα Δείπνο, της Θείας Ευχαριστίας, για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Την προπερασμένη Κυριακή, όπως θα ενθυμείστε όσοι ήσασταν εδώ, ότι κάναμε λόγο για κάποιον πνευματικό γάμο, μέσα στο μυστήριο της Θείας Λειτουργίας. Αυτό δηλώνει πως όλοι ως Ορθόδοξοι χριστιανοί, είμαστε καλεσμένοι σε μια υπερκόσμια ένωση και συμμετοχή μετά του Νυμφίου Ιησού Χριστού. Νύμφη η ψυχή μας, Νυμφίος ο Χριστός, συνδετικός κρίκος τα τέσσερα σωστικά μυστήρια, Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία και Ιερά Εξομολόγηση.
Ο Κύριος μας αναφέρει και μια άλλη παραβολή μέσα από την οποίαν βλέπουμε πάλι μια πρόσκληση προς τον άνθρωπον και θα λέγαμε στις ημέρες μας τον χριστιανόν, που τον καλεί ο Βασιλιάς κάποιας χώρας ως επίσημον προσκεκλημένον στους βασιλικούς γάμους του υιού του.
Δυστυχώς και στην παραβολή αυτή υπάρχει άρνησις, αδιαφορία, και προφάσεις εν αμαρτίαις, και το χειρότερο, κακοποιήσεις μέχρι θανάτων των απεσταλμένων υπηρετών του βασιλέως. Είναι οι κατά καιρούς πολέμιοι και εχθροί της Εκκλησίας, που έφθαναν μέχρι διωγμών, φυλακίσεων, βασανιστηρίων, και φρικτών θανάτων.
Και σήμερα υπάρχουν αυτοί οι πολέμιοι, αλλά με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Μέσα από την φθορά που μας προσφέρουν, όλα αυτά τα μέσα ενημερώσεως.
Υπάρχει όμως και ένας προσκεκλημένος στους γάμους που προσήλθε, στους βασιλικούς γάμους, χωρίς όμως να έχει το κατάλληλο ένδυμα γάμου. Και όπως θα δούμε αυτό το ένδυμα είναι η ταπείνωσις, μαζί με τις άλλες αρετές, της πίστεως, της αγάπης, της μετανοίας, της ψυχοσωματικής καθαρότητος, του φόβου του Θεού και άλλες.
Αυτή όμως η πρόσκλησις του Ουρανίου Βασιλέως, συνεχίζεται και σήμερα, και μάλιστα είναι επίσημη. Άρα και η προετοιμασία η δική μας πρέπει να είναι ανάλογη, δηλαδή πρέπει να είναι καθαρώς πνευματική. Το πρώτο επίσημο ένδυμα που πρέπει να ενδυθούμε είναι εκείνο που φόρεσε ο Θεός Λόγος, όταν άδειασε τους Ουρανούς, από τη Θεϊκή του Δόξα και μεγαλοπρέπεια, και έγινε άνθρωπος στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Και το ένδυμα αυτό είναι η θεοΰφαντη στολή της ταπεινώσεως. Γι’ αυτό και μας βεβαιώνει η Γραφή ότι εταπείνωσεν εαυτόν. Ποιος; Ο Θεός! Ο Λόγος και Υιός, γενόμενος δια της ταπεινώσεως υπήκοος εις τον Θεόν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού. Εταπείνωσεν Εαυτόν. Εταπείνωσεν Εαυτόν. Τη φόρεσε αυτή τη στολή. Αυτή τη στολή καλούμεθα και μείς ως επίσημοι καλεσμένοι σ’ αυτούς τους Βασιλικούς γάμους της Βασιλείας των Ουρανών, να φορέσουμε, να ενδυθούμε. Για μας που βρισκόμαστε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμον και ζούμε ακόμα, και όλοι εμείς που σήμερα εκκλησιαστήκαμε και εκκλησιαζόμεθα στον μικρόν τούτον ναόν, το ράψιμο αυτής της στολής και της προετοιμασίας αρχίζει από την συναίσθηση της αμαρτωλότητος. Να αισθανθούμε ότι είμεθα αμαρτωλοί, και να το αισθανθούμε μέχρι τα κόκαλά μας και κατόπιν να το ομολογήσομε. Και να το ομολογούμε σε κάθε συνάνθρωπό μας ότι είμεθα αμαρτωλοί, και την αναφορά των αμαρτιών μας θα την κάνομε στον πνευματικό.
Ναι είμαι αμαρτωλός και το ομολογώ, θα πούμε στον πνευματικό. Είμαι εγωιστής και πεισματάρης, είμαι ζηλιάρης και φθονερός, είμαι άπληστος και τσιγκούνης, είμαι λαίμαργος, είμαι αδηφάγος, είμαι κενόδοξος, κατακρίνω τους πάντες και τα πάντα, είμαι ψεύτης και κλέφτης, είμαι θυμώδης, είμαι όργιλος, είμαι γκρινιάρης, διαβολοστέλνω και καταριέμαι, βλασφημώ ακόμη και τα θεία, γογγύζω καθημερινά κατά του Αγίου Θεού, άσε που έχω κάνει και πέντε εκτρώσεις… Πώς λοιπόν να μην είμαι αμαρτωλός; Πως λοιπόν να μην είμαι αμαρτωλή; Και επιπλέον δεν αγαπώ κανέναν παρά μόνον τον εαυτόν μου. Είμαι, ή δεν είμαι αμαρτωλός ύστερα απ’ αυτά; Είμαι! Και το χειρότερο είναι ότι δεν τηρώ τις εντολές του Θεού, και δεν καλλιεργώ τις αρετές αλλά και τις δωρεές που μου χάρισε ο Πανάγιος Θεός! Άρα είμαι αμαρτωλός!
Το σημερινό Ανάγνωσμα, το Αποστολικό, είπε ότι, «νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακή και την πλεονεξία η οποία είναι ειδωλολατρεία, και παρακάτω, αποθέστε, πετάξτε από πάνω σας κάθε οργή, θυμό, κακία, βλασφημία, αισχρολογία εκ του στόματος υμών, και μη ψεύδεσθε εις αλλήλους. Θα μπορούσαμε βέβαια εκτός απ’ αυτά που μας τα τόνισε ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλα πολλά, πολλές δηλαδή ακόμα αδυναμίες, κακίες, πονηρίες και πάθη, αλλά αρκούμεθα όμως σ’ αυτή μας την ομολογία, ΑΝ την πιστεύουμε βέβαια.
Με τη συναίσθηση και την ομολογία των πτώσεών μας, σιγά σιγά καλλιεργείται η μετάνοια και ο φόβος του Θεού. Επίσης καλλιεργείται η ενεργουμένη αγάπη, η ζέουσα πίστις, η βεβαιωμένη ελπίδα, ο ανυπόκριτος λόγος, ο φόβος του Θεού, και η αγία συστολή, - πού είναι σήμερα η συστολή, πού είναι σήμερα η ντροπή, πού είναι σήμερα το κοκκίνισμα του προσώπου; ξεδιαντροφθήκαμε όλοι μας, - καλλιεργείται ακόμα η πνευματική βία και υπομονή, και πολλές άλλες αρετές, με βάση πάντοτε την ταπείνωση.
Ας δούμε τώρα τι μας διδάσκει ο Άγιος Βαρσανούφιος σε κάποιον που καυχήθηκε ότι είναι ταπεινόφρων, μάλιστα και το έλεγε μπροστά σε άλλον. «Παιδί μου», του λέγει, «θα μου επιτρέψεις να σε ελέγξω; Διότι ενώ διαλαλείς ότι κατέχεις την ταπείνωση, εντούτοις με τα καθημερινά σου παράπονα για τους συνανθρώπους σου, την οικογένειά σου, τους γείτονές σου, το επαγγελματικό και το κοινωνικό σου περιβάλλον, τους γείτονές σου, αποδεικνύεις το αντίθετο. Σε κακολογούν, σε περιφρονούν, και συ επαναστατείς. Σε επαινούν και σε κολακεύουν και συ χαίρεσαι και καμαρώνεις! Άλλοι προοδεύουν και συ ζηλεύεις! Βρε ευλογημένε πώς πιστεύεις ότι έχεις ταπείνωση, με τέτοια καμώματα; Αυτός παιδί μου», συνεχίζει ο Άγιος Βαρσανούφιος, «που πιστεύει πραγματικά στην αμαρτωλότητά του, αυτός είναι και ο αληθινά ταπεινός, διότι δεν αντιλέγει, δεν οργίζεται, δεν μνησικακεί, δεν κατακρίνει κανέναν, δεν ζηλεύει, δεν προβάλλεται, δεν αντιμάχεται, δεν πεισμώνει, δεν θυμώνει, δεν ψεύδεται, δεν γογγύζει και τέλος δεν κενοδοξεί. Αλλά θεωρεί όλους τους άλλους καλυτέρους από τον εαυτόν του». Και καταλήγει ο Άγιος, «πρόσεξε παιδί μου, γιατί η αιτία του κάθε κακού δεν είναι ούτε οι άνθρωποι που σε περιβάλλουν, ούτε οι δαίμονες, αλλά μόνον ο κακός σου εαυτός».
Αυτά κατά τον Άγιο Βαρσανούφιο. Και όπως καταλάβατε αυτός ο χριστιανός κάθε άλλο παρά ταπείνωση έχει.
Υπάρχει και μια προσευχή αδελφοί μου, που λέγεται προσευχή του ταπεινού, την οποία σας την είχα μοιράσει πριν από αρκετά χρόνια, σ’ ένα βραδινό μας κήρυγμα. Ας την ξαναδιαβάσουμε. Ακούστε την.
Χριστέ μου συ ο ταπεινός τη καρδία,
απάλλαξέ με από την επιθυμία να με εκτιμούν,
από την επιθυμία να είμαι περιζήτητος,
από την επιθυμία να με λυπούνται,
από την επιθυμία να με κολακεύουν,
από την επιθυμία να κυριαρχώ,
δηλαδή, απάλλαξέ με από τον εγωισμό και την υπερηφάνεια.
Χριστέ μου,
απάλλαξέ με από τον φόβον της καταφρονήσεως,
από τον φόβον της υποψίας,
από τον φόβον μην τυχόν με αδικήσουν,
από τον φόβον μη τυχόν με προσβάλλουν,
από τον φόβον του να λησμονηθώ,
από τον φόβον μη τυχόν και με γελοιοποιήσουν,
δηλαδή, απάλλαξέ με από τον εγωισμό και την υπερηφάνεια.
Χριστέ μου,
άλλοι ας αγαπιούνται περισσότερο από μένα,
- άλλοι! ποιος μπορεί να το πει αυτό, όλοι άλλοι να αγαπιούνται και μένα ας με καταφρονούν.-
Άλλοι ας προοδεύουν,
και άλλοι ας ανέρχονται σε τιμές και αξιώματα, και γω ας σμικρύνομαι,
ας με παραγκωνίζουν,
ας με πετάν στην άκρη,
ας μη με δίνουν σημασία.
Άλλοι ας χρησιμοποιούνται και γω ας παραγκωνίζομαι,
τους άλλους να επαινούν και μένα ας με ξεχνούν,
τους άλλους ας βραβεύουν και πάντοτε εμένα να με περιφρονούν,
δηλαδή, Χριστέ μου απάλλαξέ με από τον εγωισμό και την υπερηφάνεια.
Αμήν.
Αυτή είναι αδελφοί μου η προσευχή ενός πραγματικού, ταπεινού χριστιανού. Τέτοια στολή πρέπει να φορέσουμε και μείς όλοι, για να μας δεχθεί ο ουράνιος Βασιλεύς τους βασιλικούς γάμους της Βασιλείας των Ουρανών, και για να μπορέσουμε εμείς με αυτή τη στολή, να κάνουμε φάτνη την καρδιά μας, μέσα στην οποίαν να ανακληθεί ο νεογέννητος Χριστός τα Χριστούγεννα, είτε με την Θεία Κοινωνία, είτε με την απλωμένη Θεία Χάρη μέσα στους ναούς, αν δεν κοινωνήσουμε.
Δύσκολα θα μου πείτε τα πράγματα. Δύσκολα, αδύνατα και ακατόρθωτα θα πουν όμως και μερικοί άλλοι. Ο Θεός όμως που «υπερηφανοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», είναι αυτός που μας βεβαιώνει και μας λέγει ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί».
Αδελφοί μου, όσοι πιστοί προσέλθετε στο βασιλικό Δείπνο του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού, μετά πάσης συντριβής και ταπεινώσεως, μετανοίας, πίστεως και αγάπης, διότι σε αυτόν τον Θεόν, και Σωτήρα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ανήκει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, τώρα και πάντοτε, και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2005
Η προσευχή ώς πνευματική καί λειτουργική λατρεία
219 β
Κυρ. ΙΓ' Λουκά, 2005
Στην πνευματική λατρεία αδελφοί μου, «τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστί».
Όταν ο ιερεύς χριστιανοί μου εισέρχεται στο ναό, εις το Άγιον Βήμα, λέγει μυστικά, από μέσα του ή ψιθυριστά, «εισελεύσομαι Κύριε εις τον οίκον Σου» ή «εις το Άγιον Βήμα, και προσκυνήσω εν αυτώ τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, τη μία εν Τριάδι θεότητι, τον φόβο Σου». Και τότε αν είναι έτοιμος, αγνός και καθαρός, και το θέλει και ο Θεός, πληρούται από την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Ουδέποτε όμως αυτή η κατάστασις, αποκαλύπτεται και φανερούται στον πλησίον. Είναι μία εσωτερική υπόθεσις της ψυχής του μέλλοντος ιερέως να λειτουργήσει ή να τελέσει μία άλφα ακολουθία.
Και σείς όμως όλοι, όταν εισέρχεσθε στον ιερό ναό, όταν παρακολουθείτε το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας με προσοχή και προσευχή και όταν τέλος αρχίζει η Θεία Κοινωνία των πιστών, είτε εσείς κοινωνήσετε είτε όχι, πρέπει μέσα στην καρδιά σας να στήνεται ουράνιο πανηγύρι, ουράνιο λαμπρό πανηγύρι θείας ευφροσύνης. Πρέπει και σείς να βιώνετε την Θεία Χάρη. Με ένα παράδοξο άνοιγμα της ψυχής σας, που να αγκαλιάζει όλο το πλήρωμα του εκκλησιάσματος. Όλα γύρω σας και μέσα σας, οφείλουν να λάμπουν δια Πνεύματος Αγίου από φώς ουράνιο. Να είναι δηλαδή τρόπον τινά γιορτινά, λαμπροφόρα, χαρούμενα, Αναστάσιμα, Πασχαλινά, - είναι όμως;
Δυστυχώς μέσα μας τα πάντα είναι ζαρωμένα και αδιάφορα. Μας διακρίνει μιζέρια, κακομοιριά και αφηρημάδες πολλές. Και τις περισσότερες φορές στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, πολλοί από μας χαζεύουν, άλλοι κάνουν παράπονα, άλλοι μιλούν, και άλλοι κατακρίνουν. Αλλά και να όμως, που υπάρχουν οι ευλογημένες εξαιρέσεις όπου μερικές ψυχές είτε από σας είτε από άλλους ναούς, αισθάνονται την ευλογία του Θεού να πλημμυρίζουν τα διανοήματά τους, τις σκέψεις τους, τις αισθήσεις τους, και να τους χαριτώνει αυτή η ευλογία ψυχοσωματικά.
Και για όσες ψυχές κεκοιμημένων, τυχόν, προσευχήθηκαν πριν από λίγο στο «Άξιον Εστί», τις αισθάνονται κοντά τους, δίπλα τους, μέσα τους, και όταν προσέρχονται στη Θεία Κοινωνία, στη Θεία Μετάληψη, στη Θεία Μεταλαβιά, να το πούμε απλά, ενώνονται πνευματικά μαζί τους, και όχι μόνον με τους κεκοιμημένους, αλλά και με όλο το εκκλησίασμα και με όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς του σύμπαντος κόσμου, γνωστούς και αγνώστους, φίλους και εχθρούς, συγγενείς και γείτονες, για να τραφούν όλοι, και μείς μαζί τους, και γω μαζί σας, απ’ τον Άρτον της Ζωής, από τον Ιησούν Χριστόν ΜΕ τον Χριστόν!.. Είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος, ο θύτης και το θύμα, το Εσφαγμένον Αρνίον, ο Σωτήρ ημών, ο Ιησούς Χριστός. Είναι αυτός που είπε και διαβεβαίωσε στο σημερινό του Ευαγγελικό Ανάγνωσμα ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί».
Λίγο πρίν, στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, έγινε ένας γάμος λαμπρός και ουράνιος. Κρίμα αν δεν τον αντιληφθήκαμε. Και πιο πολύ κρίμα αν δεν τον πήραμε είδηση. Και μεγαλύτερο ακόμα το κρίμα αν δεν το είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας. Και όμως έγινε, μέσα από την αναίμακτη θυσία, μέσα από τη Θεία Προσφορά, το Πανάγιον Πνεύμα, μας ένωσε μαζί με τον Χριστό. Δηλαδή η ψυχή μας, ως άλλη νύμφη ενώθηκε μέσα, στη νυφική παστάδα της κεκαθαρμένης και τεταπεινωμένης καρδίας μας, μετά του Νυμφίου Ιησού Χριστού. Και να, η μυστική ένωσις, και να ο πνευματικός γάμος, και να το λαμπρό πανηγύρι, το ουράνιο, το γεμάτο φώς.
Και τώρα βέβαια πολύ δικαιολογημένα, όλοι εμείς που είμεθα αμαρτωλοί και λογοκρατούμενοι, θα ρωτήσουμε «μα είναι δυνατόν να γίνονται αυτά τα πράγματα σήμερα και σε κάθε Θεία Λειτουργία»;
Σας απαντώ, με τα λόγια του Κυρίου. «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω θεώ εστί».
Για κείνον τον χριστιανό αδελφοί μου, που αγαπά το Θεόν εξ όλης ψυχής, και καρδίας και ισχύος και διανοίας είναι όλα δυνατά. Και η αγάπη μας αυτή, εξ όλης ψυχής και καρδίας και ισχύος, και διανοίας αποδεικνύεται
- πρώτον, από τις θυσίες που κάνουμε για να κόψουμε το αμαρτωλό θέλημά μας, κάνοντας υπακοή στις Ευαγγελικές προτροπές και εντολές του Κυρίου,
- δεύτερον φανερώνεται από την απόλυτη πίστη που έχουμε προς Αυτόν, αφού πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. Και αν έχουμε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, τότε μετακινούμε όρη, δηλαδή μετακινούμε τα βουνά των παθών μας, και να το θαύμα, και
- τρίτον αποκαλύπτεται από την προσευχή που κάνουμε, από την ποιότητα της προσευχής που έχουμε, από το είδος της πνευματικής μας λατρείας στη Θεία Λειτουργία, από τη λαχτάρα μας για τη Θεία Κοινωνία, από τη δίψα μας για μελέτη του λόγου του Θεού και ιδιαιτέρως της Καινής Διαθήκης.
Πότε θα έλθει η Κυριακή για να κοινωνήσω; Πότε θάρθει; Πότε και πώς θα κλέψω σήμερα μια ώρα για να διαβάσω το Ευαγγέλιο; Αχ, να μην τελείωνε αυτό το βράδυ η προσευχή! Να μην τελείωνε _._._._.
Διψά η ψυχή μου Χριστέ για το όνομά Σου. Πεινά η καρδούλα μου για την ευχούλα, για το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», διότι έτσι μόνον έχουμε αίσθηση της ζωντανής παρουσίας του Θεού και μέσα μας, και γύρω μας και σε όλη την φύση.
Η πνευματική προσευχή είναι δώρο, δώρο που μας εδόθη από το έλεος και την αγάπη του Θεού, και οφείλομε αυτό το δώρο να το φυλάξουμε, να το αξιοποιήσουμε, να το καλλιεργήσουμε. Αυτό το δώρο μας ενώνει με τον Θεόν, φωτίζει αυτό το δώρο τον σκοτισμένο μας νου. Δυναμώνει την ασθενική μας θέληση, δώρο που κάνει θαύματα. Δεν θα το περιφρονήσουμε αυτό το δώρο. Δεν θα το κρύψουμε στη γη. Δεν θα το πετάξουμε πολύ περισσότερο στη λάσπη της αμαρτίας.
Η αληθινή προσευχή χριστιανοί μου, είναι πνευματική λατρεία μας, μέσα από την οποία αποκαλύπτεται η σχέσις μας με τον Θεόν. Με εχθρικό τρόπο σχετίζεται ο άνθρωπος προς τον Θεόν, που είναι πολέμιος και βλάσφημος της Εκκλησίας μας. Με αλλοπρόσαλλο επίσης τρόπο, σχετίζεται προς τον Θεόν ο χριστιανός εκείνος, που είναι αδιάφορος για την σωτηρία του. Και με απαράδεκτο πάλι τρόπο, σχετίζεται προς τον Θεόν εκείνος ο χριστιανός που θέλει να έχει σχέσεις μαζί του, με ένα είδος συναλλαγής καθαρά εμπορικές.
«Έκανα σήμερα κάποιο καλό; Αντάμειψέ με! Είπα ένα «Πάτερ ημών»; Λύσε μου τα προβλήματα. Πέταξα μια ελεημοσύνη, έτσι, και μάλιστα φανερά, στρώσε τις δουλειές μου, τι Θεός είσαι; Μέρα νύχτα κάθε μέρα σε παρακαλώ, ανάβω κεριά, κάνω παρακλήσεις, και σύ είσαι κουφός, ε, δεν ξαναπάω, ούτε στην Εκκλησία ούτε πουθενά».
Αυτή είναι η στάσις των περισσοτέρων των χριστιανών. Ναι, ο Θεός αμείβει και την προσφοράν, ποτηρίου ψυχρού ύδατος, ενός ποτηριού δροσερού νερού, αλλά όταν αυτό γίνεται ανοιχτόκαρδα, διότι «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός».
Και κάτι άλλο. Ο δρόμος του Θεού και του Ευαγγελίου είναι δύσκολος. Αφού «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την Βασιλείαν του Θεού».
Και κάτι άλλο ακόμα πιο βαρύ. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, αράτω τον Σταυρόν αυτού καθημέραν και ακολουθήτω μοι. Θα σηκώσεις το Σταυρό σου, όποιος και αν είναι και μάλιστα κάθε μέρα. Γι’ αυτό και οι σχέσεις μας προς τον Θεόν και τον πλησίον, πρέπει να είναι σχέσεις αγάπης και πνευματικής λατρείας μέσα από την αδιάλειπτη προσευχή, τα σωστικά μυστήρια και την τήρηση των εντολών.
Και ας μην ξεχνάτε, «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν Πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». Εάν λέμε ότι αγαπάμε τον Θεόν, πνευματικά Τον προσκυνούμε και να θυμηθούμε και κάτι άλλο που μας λέγει, «Εάν αγαπάτε με τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Και τότε, «ο μένων εν εμοί, καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν». Έτσι λοιπόν, έχουμε αίσθηση της ζωντανής παρουσίας του Θεού μέσα στην καρδιά μας, και αυτή η αίσθησις είναι πνευματική λατρεία, είναι προσευχή αληθινή, είναι πίστη ζωντανή, είναι ταπείνωσις και συντριβή, είναι ελπίδα βεβαιωμένη, είναι δύναμις Θεού που ποιεί τα πάντα.
Ναι αδελφοί μου, «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί», όταν Αυτόν Τον πιστεύεις και Τον αγαπάς αληθινά. Η δική μας πνευματική λατρεία είναι αναιμική, γι’ αυτό και προσευχή μας είναι πτωχή και ρακένδυτη.
Μετανοείς αληθινά; Προσεύχεσαι και αληθινά.
Πιστεύεις ολόθερμα; Τότε και η προσευχή σου δια του Θεού κάνει θαύματα.
Έχουμε ταπεινό φρόνημα; Έχουμε ταπείνωση και συντριβή; - Πούντην, να την βρούμε καμιά φορά…Έχουμε κατάνυξη; Έχουμε δάκρυα παρακλητικά; Αν ναί, τότε η προσευχή μας ανεβαίνει στον ουρανό και στο θείο θρόνο, όλη σαν φωτιά.
Προσευχή χωρίς πνευματική και λειτουργική λατρεία προς τον Θεόν της αγάπης, είναι σκέτος παραλογισμός, πολυλογία χωρίς ουσία. Αλλά και συμμετοχή στη λειτουργική και μυστηριακή λατρεία χωρίς αληθινή καρδιακή προσευχή, είναι στείρα και άγονη στους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Ψυχρή και αδιάφορη, ανωφελής και σκοτισμένη. Και δυστυχώς σ’ αυτήν την στείρα και άγονη κατηγορία ανήκουμε οι περισσότεροι από τους εκκλησιαζομένους χριστιανούς. Και δικαιολογούμαστε, - η δικαιολογία είναι ο δικηγόρος του διαβόλου-, ότι δεν μπορούμε, ότι αυτά δεν είναι για την εποχή μας, ότι δεν είναι για τα μέτρα μας. Όχι, λέμε ψέματα στον εαυτό μας.
Δεν μπορούμε; Γιατί δεν θέλουμε, γιατί δεν καταβάλουμε κάποιες μικρές πνευματικές προσπάθειες για τη σωτηρία μας. Γιατί δεν χρησιμοποιούμε βία στον εαυτό μας για να καταπολεμήσουμε τα πάθη μας και γιατί δεν πιέζουμε τον εαυτούλη μας τον καλοπερασάκια να μάθει να ζορίζεται για να προσεύχεται αληθινά και να μελετά.
Η ζωή βέβαια έχει τις δυσκολίες της, και τα προβλήματα της οικογένειας με τα παιδιά είναι πολλά και ποικίλα. Υπάρχουν βάσανα, δυστυχίες, ορφάνια, διαζύγια, αρρώστιες μεγάλες και μικρές, ανεργία, χρέη, μίση, έχθρες, αλληλοφαγώματα, άγρια εκμετάλλευσις και πολλά άλλα δεινά και κακά. Αυτά και άλλα κατατρέχουν καθημερινά τη ζωή μας. Και έτσι αδυνατεί η αμαρτωλή και διεφθαρμένη ανθρώπινη φύση μας να προσφέρει στον Θεό δια της προσευχής την πνευματική της λατρεία. Γι’ αυτό και είναι τόσο αδύνατη και σχεδόν ανύπαρκτη η απόλυτη εμπιστοσύνη μας στον Χριστό και στη Θεία Του Πρόνοια. Αλλά «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί».
Χριστιανοί μου, ένα είναι το βασικό συμπέρασμα από τα λίγα πνευματικά πράγματα που είπαμε σήμερα.
Οι πνευματικές και ουράνιες αποκαλύψεις της Θείας Χάριτος, -όπου δωρεάν προσφέρονται,- είτε στην πνευματική μας λατρεία, μέσα στη Θεία Λειτουργία όπως έγινε σήμερα, είτε στη Θεία μας Κοινωνία την μυστηριακή που θα ακολουθήσει ύστερα από λίγο, είτε στην πνευματική μας κατά μόνας προσευχή, μέσα στο ταμείο μας, στο κλειστό μας δωμάτιο, όσο και αν μας φαίνονται αυτά που είπαμε, για τις αποκαλύψεις εννοώ τις πνευματικές μέσα στην καρδιά, όσο και αν μας φαίνονται αδύνατες και εξωπραγματικές, είναι δυνατές, είναι κατορθωτές, πραγματικές, ολοζώντανες, και βιωματικές κατά χάριν εν Χριστώ Ιησού, διότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί». Η σωτήρια αυτή βεβαίωσις είναι δική Του, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις τώρα και πάντοτε, και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2005
Η ζωή καί τό έργο τού αγ. Γρηγορίου τού Δεκαπολίτου
219 α
Κυρ. Θ' Λουκά, 2005
Σήμερον δήμος συν ημίν ασκητών και οσίων ευφραίνεται, Πατριαρχών, προφητών και μαρτύρων, επί τη μνήμη Γρηγορίου του Δεκαπολίτου.
Αυτά είναι λόγια από το σημερινό συναξάρι του εορταζομένου Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου. Ο βίος του είναι καταπληκτικός, αν κανείς τον διαβάσει ολόκληρο, όπως είναι γραμμένος. Θα πούμε λίγα πράγματα πολύ περιληπτικά.
Ο Άγιος γεννήθηκε το 837 μ.Χ. στη Δεκάπολη της Ισαυρίας της Μικράς Ασίας, την Ειρηνόπολη, από γονείς εναρέτους και ευσεβείς. Έτσι έλαβε άριστη χριστιανική ανατροφή, και σε ατμόσφαιρα καθαρώς ευαγγελική. Και μάλιστα από τη μητέρα του, τη Μαρία. Η συμμετοχή στα Άχραντα Μυστήρια ήταν πυκνή, και η μελέτη της Αγίας Γραφής και των τότε Πατερικών κειμένων καθημερινή. Έτσι το ήθος της οικογένειας του τότε Γρηγορίου ήταν όχι μόνον καθαρό και ακέραιο αλλά και ανθώδες. Δυστυχώς εκείνη την εποχή τα χρόνια ήσαν πάρα πολύ δύσκολα, εξαιτίας των διωγμών και των σκληρών προπηλακισμών από μέρους των εικονομάχων. Έτσι όταν έγινε έφηβος ο Γρηγόριος, άρχισε περιοδείες σε σκήτες και μοναστήρια, για να δυναμώνει η πίστις του, και να κατατοπίζεται ορθόδοξα στα δόγματα και στους κανόνες της Εκκλησίας.
Πράγμα που εμείς στις ημέρες μας ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και μάλιστα Νεοέλληνες δεν το φροντίζουμε. Και παρόλο που το Ευαγγέλιο και η Αγία γραφή είναι στη διάθεσή μας και μάλιστα και σε μετάφραση, εμείς δεν μελετάμε τον λόγο του Θεού, και έτσι δεν γνωρίζουμε και δεν φωτιζόμεθα για το τι ακριβώς πιστεύουμε για τον Θεόν. Αναλύσεις στο Σύμβολο της Πίστεως υπάρχουν αρκετές, αλλά την Ορθοδοξία μας δεν την γνωρίζουμε. Μας διακρίνει μια γενική αδιαφορία και αμέλεια. Και το πλέον οδυνηρό είναι ότι δεν κάνουμε συχνές πνευματικές συζητήσεις για να οικοδομήσουμε ιδιαίτερα τις ψυχές των παιδιών μας. Ακόμα και τώρα, σας βεβαιώνω, όπως συμβαίνει και κάθε Κυριακή όταν βγαίνουμε έξω από την εκκλησία, θα φλυαρήσουμε, θα κουτσομπολεύσουμε, θα κατακρίνουμε ο ένας τον άλλον, και όχι για το πόσο ωφεληθήκαμε από τον εκκλησιασμό και από κάποιο ωραιότατο πνευματικό βιβλίο, που τυχόν διαβάσαμε την περασμένην εβδομάδα. Ασφαλώς και οι απλές συζητήσεις είναι απαραίτητες, και το ενδιαφέρον μας θα δείξουμε για την υγεία των πλησίον μας όταν κάποιος είναι ασθενής, και την συμπαράστασή μας θα προσφέρουμε όπου υπάρχει ανάγκη, αλλά πρέπει πάνω από όλα να προέχει η πνευματική οικοδομή της ψυχής μας.
Ας επανέλθουμε όμως από τον Άγιο Γρηγόριο, από τον οποίον δύο τρία όντως γεγονότα ήταν συνταρακτικά. Πηγή δυνάμεως για τον νεαρόν Γρηγόριο υπήρξε η προσκύνησις των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Έτσι και μεις όταν πάμε να προσκυνήσουμε σε ένα μοναστήρι τίμια λείψανα, πρέπει να απορροφάμε από κει μέσα την χάρη τους και τη δύναμή τους. Αλλιώς για ποιο λόγο πηγαίνουμε; Πήγαινε τότε από τόπο σε τόπο και από προσκύνημα σε άλλο προσκύνημα, για να θησαυρίζει στην καρδιά του την δύναμη της πίστεως των Αγίων μαρτύρων αλλά και το πλήθος των αρετών τους.
Το πότε έγινε μοναχός δεν το γνωρίζουμε. Εκείνο που διαπιστώνουμε μελετώντας την πνευματική του ζωή είναι οι σκληροί αγώνες που έδωσε για την εγκράτεια, την ψυχοσωματική καθαρότητα και την αγνότητα στους λογισμούς και στις αισθήσεις. Οι κινήσεις των παθών, όπως είναι γνωστόν, και το έχουμε πει πολλάκις και πολλάκις και πολλάκις, σκοτίζουν το νου μας, αφαιρούν από μέσα το θείο φωτισμό και τη διάκριση, προκαλώντας συνεχώς σύγχυση, ταραχή και αταξία και εσωτερική και εξωτερική. Γι’ αυτό και οι ασκητικοί του αγώνες ήσαν ανελέητοι και σκληροί απέναντι στον εαυτόν του, δαμάζοντας αφενός μεν όλες τις άτακτες κινήσεις ψυχής και σώματος, και αφετέρου τους πολέμους που του έκαμαν οι αόρατες δυνάμεις των ακαθάρτων πνευμάτων.
Και ο Θεός τον βράβευσε. Και τον βράβευσε ενδύοντάς τον, και χαριτώνοντάς τον, μέσα βέβαια από μια υπερφυσική αποκάλυψη όπως θα δούμε, και κατά χάριν με την χιλιομακαρισμένη αρετή, την απάθεια. Τι έγινε δηλαδή; Σε μια από τις ολονύχτιες και αιματοβαμμένες προσευχές του, παρουσιάστηκε, εμφανίστηκε μπροστά του ένας άγγελος που του παρέδωσε πύρινη ρομφαία στο χέρι. Και του υπέδειξε τι θα κάνει. Και κείνος με τρόπο ουράνιο, πνευματικό και ακατάληπτο, απέκοψε και κατέκαψε όλες τις ρίζες των παθών, ψυχικών και σωματικών. Ενώ ταυτόχρονα και υπερφυώς ένοιωθε το πώς το άϋλον πύρ της θεότητος τον καθάριζε από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, και κατόπιν το πώς ενδύετο από το ίδιο θεϊκό άϋλο, και ολόλαμπρο πύρ, στολήν θεϊκής δόξης, την αρρήτως φωτίζουσαν, όπως επιγραμματικώς τονίζει το κείμενο. Διπλή ήταν η αποκάλυψις, διπλή και η ερμηνεία.
Πιστεύω, έτσι πιστεύω, ο λογισμός μου αυτό μου λέγει, ότι η φλογίνη ρομφαία με την οποίαν κατέκαψεν τις ρίζες όλων των ψεκτών παθών, εικονίζει τα προσωπικά του σκληρά παλαίσματα με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και εγκράτεια, δια μέσου των οποίων έλαβε το ουράνιο αυτό χάρισμα της απαθείας. Ενώ η στολή της Θεϊκής Δόξης του θείου πυρός εικονίζει το ουράνιο βραβείο της άνωθεν δωρεάς, που του πρόσφερε ο Κύριος και Θεός ημών ο Ιησούς Χριστός.
Από τότε λοιπόν καταλαμπόμενος από το Θεϊκό Τριαδικό αυτό φως, περιήρχετο με ιεραποστολικό ζήλο, πεζοπορώντας συνεχώς, όλες τις πόλεις και τα χωριά του τότε Βυζαντινού κράτους. Φωτίζοντας και καταρτίζοντας τους χριστιανούς στα σωστά δόγματα της Εκκλησίας. Νουθετώντας και στηρίζοντας τις αδύνατες στην πίστη ψυχούλες, και θεραπεύοντας θαυματουργικά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, κάθε αρρώστεια, όλων των χριστιανών που προσήρχονταν κοντά του, να σηκώνει τους παραλύτους, να χαρίζει το φως στους τυφλούς, να καθαρίζει την λέπρα, να θεραπεύει τον καρκίνο, την φυματίωση, να δίδει ομιλία στους βωβούς, ακοή στους κωφούς, και να βγάζει ακόμα και δαιμόνια. Οδηγώντας και με αυτόν τον τρόπον τους πάντες εις νομάς σωτηρίας. Εκτός από την υπερφυσικήν αποκάλυψη της πυρίνης ρομφαίας και την στολήν της Θεϊκής Δόξης, ηξιώνετο ο Άγιος Γρηγόριος πολύ συχνά κατά την διάρκειαν των πνευματικών του αγώνων, και δη της προσευχής, να ακούει κατά χάριν και κατά δύναμιν, τους αγγέλους και αρχαγγέλους, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, τους Θρόνους και τις Κυριότητες, να ψάλλουν, να υμνούν και να δοξολογούν τον Τριαδικόν Θεόν. Τι είδους ακοή ήταν αυτή;
Εμείς οι σημερινοί χλιαροί και νερόβραστοι χριστιανοί, ακόμα και χλιαροί ιερείς, δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Και με τα χάλια που έχουμε, αδυνατούμε ακόμα και να τα πιστέψουμε. Και όμως είναι όλα αυτά αλήθεια, διότι στους αγγέλους, στους αγίους, δεν λειτουργούν οι σωματικές αισθήσεις, αλλά οι πνευματικές, γι’ αυτό και μας τονίζει ο ιερός υμνογράφος, «θεοειδής και φωταυγής εγνωρίσθης, αφού αγγελικοίς ακήκοας υμνωδίαις Γρηγόριε».
Οι δικές μας αισθήσεις χριστιανοί μου, οι τόσον μολυσμένες, από την αμαρτία και τα πάθη, είναι δυστυχώς ανήμπορες να γευθούν γεύσιν αθανασίας και γεύσιν ουράνιον. Να δουν πνευματικά τα κάλη του Παραδείσου και να ακούσουν άρρητα ρήματα ή και να δεχτούν, γιατί όχι, ακόμα και αποκαλύψεις. Φτωχοί οι αγώνες μας, φτωχά και τα αποτελέσματά μας και σχεδόν μηδαμινά. Λιγοστές και ισχνές οι προσπάθειες που κάνουμε για να καταπολεμήσουμε τα πάθη μας, ελάχιστες τότε και οι δωρεές και τα χαρίσματα του Αγίου Θεού. Και αν τυχόν είναι ανύπαρκτη η σπορά του Θεού Λόγου στην καρδιά μας, τότε, από πού θα φυτρώσουν οι καρποί του Αγίου Πνεύματος; Από πού; Αλλ’ ώ του θαύματος, η καλή μας προαίρεσις κάνει θαύματα. Τεμαχίζει τα πάθη. Εξουδετερώνει δαίμονες, σώζει ψυχές. Η καλή μας ενεργουμένη θέλησις, - και υπάρχει πιστεύω αυτή, - η καθημερινή μας μετάνοια, η πονεμένη προσευχή μας, υπαρχει και αυτή. Η λίγη υπομονή μας, - και αυτή την έχουμε, - αλλά ανοιχτόκαρδη η καλοσύνη μας, η πίστη μας που δεν αμφιβάλλει, - γι’ αυτό είστε και σήμερα στο ναό. Η κρυφή μας ελεημοσύνη, η ελπίδα μας στο ζώντα Θεόν, η συγχωρητικότητα και η μακροθυμία που δείχνουμε προς τον σφάλλοντα αδελφό, ο εκκλησιασμός και η Θεία Κοινωνία μας, το σωστό δόγμα και οι μικροί μας αγώνες θα κάνουν το μεγάλο θαύμα, με το έλεος του Θεού να σωθεί και η δική μας ψυχή. Απελπισία και απόγνωσις δεν χρειάζονται γιατί δηλώνουν εγωισμό και υπερηφάνεια.
Επανερχόμεθα όμως στον Άγιο Γρηγόριο Δεκαπολίτη, για να πούμε ότι έδρασε ιεραποστολικώς, καταπλήσσοντας τα πλήθη με τη διδασκαλία του και τα θαύματά του σ’ όλο το Βυζάντιο, την Ασία, την Ελλάδα, έφτασε δε μέχρι και τη Ρώμη. Ένα διάστημα ασκήτεψε στον Όλυμπο, τον δικό μας Όλυμπο, και για δύο χρόνια περίπου έδρασε και στη Θεσσαλονίκη. Επιστρέφοντας στο Βυζάντιο, ζήτησε και έψαξε και βρήκε, και συνάντησε τον μάρτυρα και ομολογητή των Αγίων Εικόνων, Συμεών τον Νέον και θαυματουργόν, τον οποίον προσκύνησε στην φυλακή που ήτανε δέσμιος και πήρε την ευλογία του, την ευχή του, και προσέξτε τι άλλο πήρε, και την ειδική χάριν των χαρισμάτων του για να συνεχιστεί το έργο της διαφωτίσεως του λαού του Θεού, για την αλήθεια της τιμητικής προσκυνήσεως των ιερών εικόνων, και των ασπασμών αυτών των εικόνων της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας.
Τελικά κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη όπου εκοιμήθη οσιακώς ύστερα από βαριά ασθένεια και σε βαθύ γήρας. Βέβαια δεν τον αξίωσε ο Θεός να χύσει το αίμα του όπως τόσα εκατομμύρια μάρτυρες. Το έχυνε όμως καθημερινά με τους ασκητικούς του αγώνες, με τα δάκρυα της καρδιάς του, με τον πόνον της ψυχής του για την καταταλαιπωρημένην Ορθοδοξην Εκκλησίαν από τους εικονομάχους, μέχρι βέβαια … παρά την οριστικήν καταδίκην της και με την ιεραποστολικήν του δράση. Υπήρξε μάρτυς στη συνείδησή του, ιεραπόστολος, θαυματουργός, ομολογητής μετά παρρησίας, θεόπτης και άγιος.
Αυτή ήταν χριστιανοί μου η ζωή του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου με πολύ πολύ λίγα λόγια.
Εύχομαι όμως όπως ένα από το πλήθος των χαρισμάτων, και μόνον ένα, να αποκτήσουμε και μεις όλοι, διά μέσου της καλής μας προαιρέσεως και θελήσεως, και δια πρεσβειών του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου, και να μας κάνει αυτήν την χάρη ο Πανάγιος Θεός, να μας δώσει ένα απ’ αυτά τα χαρίσματά του, και ό,τι άλλο εκείνος νομίζει για τη σωτηρίας μας.
Αμήν
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)