Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2006
Η ζωή τού Μ. Βασιλείου περιληπτικά και το έθιμο τής Βασιλόπιττας
220-β
Kόψιμο Βασιλόπιττας, 2006
Θα πούμε πρώτα λίγα λόγια για τον Μέγα Βασίλειο, και ύστερα θα ακολουθήσει το έθιμο της Βασιλόπιττας.
Την Πρωτοχρονιά χριστιανοί μου, όπως όλοι μας το ζούμε, βασιλεύει και προβάλλεται και πρωτοστατεί η μορφή του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου.
Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Βασίλειος, και κατήγετο από την Νεοκαισάρεια του Πόντου της Μικράς Ασίας, ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Εμέλεια, ήτο και αυτή από την Καισάρεια.
Την άριστη χριστιανική ανατροφή, δεν την πήρε ο Μέγας Βασίλειος μόνον απ’ τους θεοσεβείς γονείς του, αλλά την πήρε και κυρίως και από την γιαγιά του την Μακρίνα. Χριστιανοί ήσαν.
Τα πρώτα γράμματα ασφαλώς, τα έμαθε και τα σπούδασε στην Καισάρεια. Έφηβος πλέον εστάλη στο Βυζάντιον, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη. Και μετά την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα όπου για τέσσερα χρόνια σπούδασε αρχαία Ελληνική γραμματεία, φιλοσοφία, ρητορική, αστρονομία και ιατρική. Εκεί συνεδέθη με μία αδιάσπαστη φιλία, με τον μετέπειτα Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Επίσης συμφοιτητής του τα τέσσερα εκείνα χρόνια στην Αθήνα, ήταν και ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που θέλησε να επαναφέρει ως γνωστόν την λατρεία των ειδώλων.
Όταν τελείωσε ο άγιος τις Πανεπιστημιακές του σπουδές, επέστρεψε στην Καισάρεια, και γρήγορα μαγνητίστηκε από την μυστική θεολογία και ζωή των ασκητών της ερήμου, γι’ αυτό και απεφάσισε να επισκεφθεί όλα τα ασκητήρια και τα μοναστήρια της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Συρίας, της Μεσοποταμίας, καθώς και τους Αγίους Τόπους, για να αποκτήσει βιωματικά πλέον τη μυστική γνώση και τη θεωρία των όντων.
Αφού γέμισε η ψυχή του από το φως της Θεογνωσίας, επέστρεψε στον Πόντο, και ασκήτευσε κοντά στο ησυχαστήριο εκείνο, που είχαν ιδρύσει η μητέρα του Εμέλεια, μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή του την Μακρίνα. Εκεί κοντά είχε ασκητέψει και ο αδελφός του Αυκράτιος, ο οποίος εκοιμήθη οσιακώς, μόλις στα εικοσιεπτά του χρόνια.
Στο κατά μόνας αυτό ασκητήριο έζησε ο Άγιος Βασίλειος σαν μοναχός, με άκρα νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη προσευχή, εγκράτεια, πολλή μελέτη, πολλή, πολλή μελέτη του λόγου του Θεού, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μέχρι τότε ό,τι κυκλοφορούσε, και ασφαλώς και από τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, από τον πρώτον αιώνα μέχρι τότε που έζησε ο Μέγας Βασίλειος. Έτσι στερεώθηκε με πολλή δύναμη στην Ορθόδοξη πίστη της Ευαγγελικής διδασκαλίας και της αλήθειας για την θεότητα και την θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού.
Επιστρέφοντας στην Καισάρεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος, από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Από πολύ νωρίς έδειξε στην πράξη τα μεγάλα χαρίσματα της αυταπαρνήσεως και της φιλανθρωπικής δραστηριότητος με πολύ ζωντανή πίστη.
Το 370 χειροτονείται επίσκοπος Καισαρείας, και το έργο του απλώνεται έμπρακτα στο να παρηγορεί τους δυστυχισμένους, στο να προστατεύει χήρες και ορφανά, στο να μάχεται με σθένος την αίρεση του Αρείου, τους αιρεσιάρχας, αλλά ακόμα και τους άρχοντας του κράτους, όταν αυτοί ήσαν πολέμιοι και εχθροί της Εκκλησίας. Κι ύστερα μας λένε οι σημερινοί πολιτικοί να μην ανακατεύονται οι διοικούντες στα της Εκκλησίας στα κακά κείμενα του κράτους. Θα ανακατεύονται, διότι το κράτος είμαστε εμείς οι χριστιανοί, είσαστε και σείς. Εάν κάτι κακώς χειρίζεται, αυτό θα το ελέγξουν.
Από την περιουσία που κληρονόμησε φρόντισε με πολύ ζήλο να κτιστούν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, ξενώνες για τους περαστικούς, ακόμα και πετροκαλύβια, πετρόσπιτα, με χώμα μαζί για όλους τους απόρους αστέγους της περιοχής του. Έτσι ιδρύθηκε η περίφημη Βασιλειάδα. Πρώτα με τα δικά του τα λεφτά.
Στα κηρύγματά του συγκεντρώνονταν χιλιάδες πιστοί, απ’ την Καισάρεια, την Καππαδοκία και τον Πόντο για να ακούσουν με ιερή κατάνυξη και ευλάβεια και δάκρυα τα λόγια του που ήσαν εμπνευσμένα με την βαθειά του πίστη και την πράξη της ασκητικής του ζωής. Από ό,τι ζούμε πρέπει να μιλάμε. Τα βιβλία είναι εύκολα να τα αποστηθίζουμε. Στην πράξη τι κάνουμε.
Έτσι δεν στήριζε μονάχα την πίστη των αδυνάτων, αλλά παρηγορούσε και διόρθωνε τους αμαρτωλούς που μετανοούσαν. Αλλά ήταν καταπέλτης και αυστηρότατος στους κανόνας για τους αμαρτάνοντας ασυστόλως, και αμετανοήτους αμαρτωλούς χριστιανούς, και ελεγκτικότατος και προς τους αυτοκράτορας και προς τους επάρχους όταν στήριζαν τον Αρειανισμό.
Γι’ αυτό και υπήρξε θαρραλέος και αμετακίνητος στις απειλές του επάρχου Μοδέστου, που ήλθε ως απεσταλμένος του αυτοκράτορος Ουάλη για να τον απειλήσει.
«Δεν με τρομάζουν έπαρχε», είπε ο Μέγας Βασίλειος, «ούτε η δήμευσις της περιουσίας μου, ούτε η εξορία, ούτε τα βασανιστήρια με τα οποία με απειλείτε εσείς οι αυτοκράτορες. Η περιουσία μου όλη και όλη είναι δυο παλιομπαλωμένα ράσα, σχεδόν άχρηστα και λίγα βιβλία. Η εξορία πάλι; Μα ευλογημένε», του λέει, «δεν ξέρεις ότι σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο είμαι και γω περαστικός διαβάτης όπως είσαι και συ; Όπου και να με στείλετε, τον Θεόν μου θα λατρεύω, επομένως δεν με φοβίζει και αυτό. Για το μαρτυρικό θάνατο αδιαφορώ τελείως. Είναι τόσο ασθενικό το σώμα μου από τις πολλές αρρώστιες, που με το πρώτο κτύπημα θα υποκύψει και έτσι γρήγορα θα βρεθεί η ψυχή μου με τον Χριστό. Θεωρώ λοιπόν σαν τον καλύτερο ευεργέτη μου τον θάνατο.»
Θαύμασε ο Μόδεστος το θάρρος και την πίστη του Μεγάλου Βασιλείου, και έφυγε ντροπιασμένος χωρίς να μπορέσει να ξαναμιλήσει.
Όλη τη σοφία τη διέθεσε στην ερμηνεία της εξαημέρου δημιουργίας του κόσμου και των όντων, και στην παρηγοριά των θλιβομένων. Έγραψε πλήθος επιστολών, έγραψε ρητορικούς λόγους και συγγράμματα δογματικά, ερμηνευτικά, παιδαγωγικά, ποιμαντικά, ηθικά και λειτουργικά, μεταξύ των οποίων και τη Θεία Λειτουργία με την οποία λειτουργούμε δέκα φορές το χρόνο.
Χριστιανοί μου, ο Μέγας Βασίλειος από τις πολλές και μεγάλες ασκήσεις, την αυτοθυσία για το ποίμνιό του, και την κοπιαστική του μέριμνα για την καλή λειτουργία της Βασιλειάδος, και από το πλήθος των ασθενειών που τον βασάνιζαν καθημερινά, και απ’ τους σκληρούς αγώνες που έδινε εναντίον των αιρετικών, και από την πλούσια συγγραφική του παραγωγή, λύγισε και εκοιμήθηκε οσιακώς, μόλις σαράντα εννιά με πενήντα ετών. Δικαίως λοιπόν η Εκκλησία, ύστερα από όλα αυτά τα κατορθώματά του, τον ονόμασε Μέγα. Υπήρξε Μέγας στον τρόπο της ασκητικής του ζωής, υπήρξε μέγας στην μέχρι αυτοθυσίας προσφορά του προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό του. Μέγας στην προάσπιση των θεμάτων της πίστεως από τους Αρειανούς. Μέγας στη ρητορική του δεινότητα. Μέγας και στο παράδειγμα, στο ήθος, στην εγκράτεια, στην αγνότητα, στον αγώνα κατά των παθών, μέγας και στην υπομονή του.
Για το πώς επεκράτησε το έθιμο της Βασιλόπιττας, νομίζω ότι το είπαμε και παλαιότερα. Σήμερα απλώς το επαναλαμβάνομε διότι μια φορά το είπαμε.
Κάποτε ένας σκληρός έπαρχος της Καισαρείας, επέβαλε βαρύτατους φόρους για να αγοραστούν πολεμικά εφόδια εκείνης της εποχής για την αυτοκρατορία. Είναι η μία εκδοχή. Η άλλη εκδοχή, επέβαλλε τους φόρους για να εξαγοραστούν αιχμάλωτοι πολέμου.
Μη έχοντας οι κάτοικοι να πληρώσουν, κατέφυγαν στον επίσκοπό τους. Τότε ο Άγιος τους προέτρεψε να μαζέψουν όλα τα κοσμήματα των γυναικών τους και να τα βάλλουν σε ένα κιβώτιο.
Ύστερα από λίγες μέρες, ο Άγιος πήρε το κιβώτιο με τα κοσμήματα και πήγε στον έπαρχο για να τα παραδώσει. Ο έπαρχος όμως δεν τα πήρε, Η μία έκδοση λέει ότι ντράπηκε μπροστά στην αγιότητα και στην μεγάλη αυτή μορφή του Μεγάλου Βασιλείου, και η άλλη εκδοχή λέγει ότι δεν τα δέχτηκε επειδή εν τω μεταξύ είχαν απελευθερωθεί οι αιχμάλωτοι. Είτε το ένα ισχύει είτε το άλλο, πάντως τα κοσμήματα επεστράφησαν.
Ο Άγιος όμως θέλησε να επιστρέψει όλα αυτά τα κοσμήματα, αλλά πώς θα βρισκόταν ο κάτοχος του καθενός κοσμήματος; Τότε λοιπόν τους είπε ο Άγιος και ζύμωσαν μικρές πιττούλες. Και στην κάθε μια απ’ αυτές που του έφερναν, ωμή, έβαζε και ένα κόσμημα. Τους είπε να τις ψήσουν και να τις φέρουν πάλι όλες στο επισκοπείο. Έτσι και έγινε. Και κείνος άρχιζε να τις μοιράζει τις πίττες μία μία. Και ω του μέγα θαύματος! Όταν άνοιξαν τις πίττες ο καθένας και η καθεμιά βρήκαν όλοι τους το δικό τους κόσμημα. Από τότε καθιερώθηκε μέχρι και των ημερών μας, κάθε οικογένεια να κάμει του Αγίου Βασιλείου, τη δική της Βασιλόπιττα, μέσα στην οποίαν τοποθετούν κάποιο χρυσό νόμισμα ή ένα νόμισμα πιο πτωχό ανάλογα. Τώρα μεταξύ των χριστιανών επικρατεί να βάζουμε ένα σταυρουδάκι.
Σύμφωνα πάντοτε με την παράδοση όπως διάβασα, το πρώτο κομμάτι ανήκει στο Χριστό, το δεύτερο στην Παναγία, το τρίτο στον Άγιο Βασίλειο, το τέταρτο στον Άγιο του χωριού, λέει, ή θα λέγαμε της ενορίας μας, ή του Αγίου προστάτου μας. Το πέμπτο στο μπαμπά, το έκτο στη μαμά, ακολουθούν τα παιδιά, και οι παππούδες, οι γιαγιάδες και τα λοιπά, ή κάποια άλλη στροφή, μπορεί να προηγηθούν ο παππούς, η γιαγιά, και να ακολουθήσουν ο μπαμπάς και η μαμά, ανάλογα με τα ήθη και τα έθιμα που έχει κάθε οικογένεια. Υπάρχει επίσης το κομμάτι του πτωχού, ή το κομμάτι του ξένου, γιατί τότε η φιλοξενία ήταν ιερή και την επεδίωκαν οι χριστιανοί, ακόμα και οι πιο πτωχοί, να βρουν έναν περαστικό, να τον βάλουν στο σπίτι τους, να του πλένουν τα πόδια, να τον ταΐσουν να τον περιποιηθούν, να τον βάλουν να αναπαυθεί, για να ξεκινήσει … που τολμάς σήμερα να βάλλεις στο σπίτι σου άνθρωπο, μπορεί να σε σφάξει. Συγχωρέστε με, καταντήσαμε να μην θέλουμε άνθρωπο να ανοίξουμε την πόρτα, σε κάποιον που μας κτυπάει την πόρτα του σπιτιού μας. Φόβος και τρόμος μας έχει πιάσει. Έκοβαν κατόπιν ένα κομμάτι ιδίως στα χωριά, πίττα για τα γεννήματα, ή για τις στάνες, όποιοι είχαν αμπέλια, σιτηρά κτλ ελαιόδενδρα, κτηνοτροφία και τα λοιπά. Είναι έθιμο ειρηνικό, συγκεντρωτικό, και ενωτικό. Μαζεύει όλη την οικογένεια, τους μαζεύει όλους, όπως στις πρώτες χριστιανικές αγάπες.
Ο αγιοβασιλιάτικος αυτός άρτος, και η μετάδοσις των μερίδων που όλοι μας τρώμε από την ίδια πίττα, μας λένε κάποιοι νεότεροι άγιοι ότι αυτό εικονίζει την λειτουργία της κοινής αγάπης, δηλαδή της Θείας Κοινωνίας, από το ίδιο Άγιο Ποτήριο, από την ίδια Αγία Τράπεζα. Εικονίζει. Είναι εικόνα και σύμβολό της, και έχει μέσα της την αγάπη, και τη δύναμη του Χριστού. Τώρα κρατούμε μόνον τα έθιμα, δυστυχώς, χάσαμε την ουσία, χάσαμε το πνεύμα αυτό της παλιάς αγιοβασιλόπιττας, το χάσαμε. Τώρα μένομε σε μερικά τυπικά, πολύ τυπικά, βέβαια εκείνα πρώτα έδεναν την οικογένεια γύρω από τον Χριστό, διότι την άλλη ημέρα οι άνθρωποι δεν θα ξενυχτούσαν στο χαρτοπαίγνιον, στις διασκεδάσεις και στο ρεβεγιόν, αλλά αφού θα υποδέχονταν και την καινούργια χρονιά, θα φορούσαν τα καλά τους, σαν δώρα του Αγίου Βασιλείου υποτίθεται, λοιπόν, και θα πήγαιναν με αυτά να τα αγιάσουν στην εκκλησία. Πρωτοφορούσαμε τα παπούτσια για να τα πάμε πρώτα στην εκκλησία. Αυτό το θυμάμαι και σε μένα, μου έλεγε η μάνα μου «Κοίταξε, ύστερα από δέκα χρόνια αξιώθηκες να φορέσεις καινούργια παπούτσια, την πρώτη φορά, εκεί που θα τα πατήσεις, θα είναι η εκκλησία. Εκεί θα αγιαστούν τα παπούτσια σου, εκεί θα αγιαστεί το ρούχο σου το καινούργιο, το φουστάνι σου, το παντελόνι σου, και το σακάκι σου, ή η γραβάτα σου, ή η μαντήλα σου. Δυστυχώς τώρα ο καθένας παίρνει το δικό του δρόμο, το δρόμο της ύλης και της αμαρτίας. Αν κάνω λάθος, διορθώστε με.
Εκείνο που έκαμε πάντως βαθειά εντύπωση για πολλοστή φορά, αλλά νομίζω ότι δεν σας το ανέφερα, είναι ότι όταν εκοιμήθη ο Άγιος Βασίλειος και εκηδεύθη, την πρώτη Ιανουαρίου του 380 μΧ, συγκεντρώθηκαν τόσες χιλιάδες χριστιανοί, που από το μεγάλο συνωστισμό, όχι μόνον λέγει η βιογραφία, προσέξτε, η βιογραφία, εκατοντάδες λιποθύμισαν αλλά και πολλοί πέθαναν απ’ την ασφυξία. Φοβερό! Χιλιάδες χριστιανοί στην νεκρώσιμη ακολουθία και στην ταφή του αγίου σώματός του, και δεκάδες οι νεκροί από την ασφυξία του συνωστισμού. Πιστεύω πως όλους αυτούς που πέθαναν εκείνην την ημέρα, θα τους πήρε ο Άγιος Βασίλειος κοντά του, στον Παράδεισο. Αυτό, ως γεγονός είναι το μοναδικό σε ολόκληρη την εκκλησιαστική μας ιστορία, στην ιστορία των κοιμηθέντων αγίων, απ’ τον συνωστισμό να πεθάνουν άνθρωποι χριστιανοί. Πως λοιπόν να μην τον ονομάσει η Εκκλησία μας Μέγα και Άγιο;
Θέλω όμως και κάτι άλλο να προσθέσω, γιατί πολλές φορές μένουμε στα ωραία των αγίων. Αν ο Άγιος Βασίλειος όσο ζούσε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, και μάλιστα από τότε που έγινε, επίσκοπος Καισαρείας, η ζωή του ήταν κυριολεκτικώς μαρτυρική, υπήρξε πολυβασανισμένος όχι μόνον απ’ την αυστηρή ασκητική ζωή, που επέβαλε στον εαυτόν του, αλλά και από τις πολλές του ασθένειες, τις πολλές του μέριμνες, για τα ιδρύματα της Βασιλειάδος. Χωριστά οι αγώνες που έδιδε κάθε μέρα με τους εχθρούς της Εκκλησίας, τους αιρετικούς, τους αθέους και τους ειδωλολάτρες. Φαρμάκι και δηλητήριο τον πότιζαν καθημερινά, φθονεροί χριστιανοί, ακόμα και ρασοφόροι, με την κακία τους, και την πονηριά τους, και την μοχθηρία τους. Μέγας όμως και σ’ όλους αυτούς, ο Μέγας Βασίλειος, με την μεγαλοψυχία και την μακροθυμία του. Και μερικές φορές τα λόγια του, μέσα στο πλήθος των επιστολών του στάζουν τόση πικρία, που απορούμε εμείς στις ημέρες μας όταν τα μελετάμε, πως έναν τόσο Μεγάλο Άγιο τον τυραννούσαν και τον πότιζαν με τόσο πολύ δηλητήριο, άνθρωποι δαιμονόψυχοι, φθονεροί, άνθρωποι κληρικοί ρασοφόροι, χριστιανοί και άρχοντες!
Γι’ αυτό και γρήγορα έφυγε, μόλις πενήντα ετών.
Αυτά για τον Άγιο Βασίλειο …