Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007

Περί ταπεινώσεως (Α' μερος)



140 β

Θα ήθελα να κάνουμε σήμερα λόγο για την ταπείνωση.
Βέβαια ξέρω ότι την έχουμε όλοι μας και δεν χρειάζεται να μιλάμε για πράγματα που έχουμε,… αλλά, έ, επειδή άλλος την έχει πολλή πολλή ας πούμε, και άλλος την έχει μέτρια, άλλος την έχει λίγο, έ, ας πούμε να δούμε πως την βλέπουν και την ταπείνωση οι πατέρες της Εκκλησίας μας. Και ειδικότερα μάλιστα όπως την εκφράζουν οι άγιοι ερημίτες και ησυχαστές. Γιατί σ’ εκείνους έδιδε πλήθος από αρετές, τους επλούτιζε από χαρίσματα, και όμως εκείνοι εφρόντιζαν με πολλή επιμέλεια να τις κρύβουν.
Να βλέπεις καμιά φορά, η καρδιά σου να βράζει από την ενεργουμένη μέσα σου προσευχή, και την νοερά ακόμα, και η επιμέλειά σου είναι τέτοια ώστε να μην μπορεί να την γνωρίζει κανένας, ούτε και να την καταλαβαίνει. Να το αντιλαμβάνεται πιθανόν ο πλησίον σου, ο συγγενής σου, ο φίλος σου, ο γείτονας, και συ να το αρνείσαι. Είναι αυτό ταπείνωσις!
Να αγαπάς τον πλησίον σου, ακόμα και τον εχθρόν σου και να τον ελεείς κρυφά, και το σπουδαιότερον να προσεύχεσαι γι’ αυτόν μέρα νύχτα, και να λες καλά λόγια γι’ αυτόν, να τον δικαιολογείς για τις πράξεις του, αυτό είναι ταπείνωσις.
Σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια κάνω κηρύγματα. Και πρωινά, και εσπερινά, και βραδινά, και στους ναούς και στις αίθουσες και σε σπίτια. Συμμετείχα σε περισσότερες από δέκα χιλιάδες Θείες Λειτουργίες, από ό,τι έχω υπολογίσει, και όλες βέβαια με αναξιότητα. Και εγράφησαν αυτά που εγράφησαν. Εάν πιστέψω ότι όλα αυτά είναι δικά μου, και περάσει και ψιλός λογισμός, τότε είμαι γεμάτος από υπερηφάνεια, κενοδοξία, εγωισμό και οίηση. Ταπείνωσις μηδέν. Έχουν γίνει με τη χάρη του Θεού και χιλιάδες εξομολογήσεις. Σας βεβαιώνω λοιπόν και άλλα πάρα πολλά τα οποία δεν χρειάζεται να αναφέρουμε, σας βεβαιώνω λοιπόν ότι τίποτε από αυτά δεν θα με σώσει. Τίποτα. Τα έργα δεν σώζουν τον άνθρωπο. Κανένα δεν σώζει. Δεν πιστεύουμε στην εργοσωτηρία όπως πιστεύουν οι αιρετικοί. Και οι προτεστάντες, και οι παπικοί. Η ταπείνωσις σώζει. Και αν τυχόν σωθώ, θα σωθώ μόνον από το έλεος του Θεού που απορρέει από τη Σταυρική Του Θυσία και όχι από τα δήθεν έργα. Μπορεί όμως να σωθώ και αν μου κάνετε λίγη προσευχή. Δεν αποκλείεται να με λυπηθεί ο Θεός.

Εκατοντάδες ιερείς και επίσκοποι, Μητροπολίτες και Πατριάρχες, ιεροκήρυκες, προϊστάμενοι εκκλησιαστικών οργανώσεων, ακόμα και γεροντάδες με συνοδείες, και πολλοί άλλοι ρασοφόροι, ακόμα και λαϊκοί θεολόγοι και μη, με πολλές πολλές δραστηριότητες, ποικίλες ποιμαντικές δραστηριότητες, και θαυμαστές και αξιέπαινες μέσα στον κόσμο, όλοι μαζί τότε θα παρουσιαστούμε στην κρίση του Θεού και θα του πούμε: «Κύριε ου τω Σω ονόματι προεφητεύσαμεν; Στο όνομά σου δεν κηρύξαμε τον λόγον, το λόγο Σου, δεν προφητεύσαμε;» Ακόμα και προορατικοί γινήκαμε! Μερικοί από μας γίναμε και διουρητικοί. «Ου τω Σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν;» Θα του πούμε; Δηλαδή με τις εξορκιστικές ευχές που διαβάσαμε, βγήκαν ακόμα και δαιμόνια! «Και τω Σω ονόματι πολλάς δυνάμεις εποιήσαμεν». Κάναμε δηλαδή και θαύματα. Όχι μόνο θεραπείες ασθενών ή ναρκομανών, αλλά και σώσαμε και ανθρώπους από το βούρκο της αμαρτίας ή μιας οιασδήποτε οικονομικής καταστροφής. Χτίσαμε ναούς και αίθουσες. Κάναμε.. κάναμε και ιεραποστολές, … και τι δεν κάναμε… Πολλά και θαυμαστά έργα! Και τότε θα γυρίσει ο Θεός και θα πει σε όλους εμάς, που καμαρώσαμε και αναφέραμε αυτά τα πράγματα που αναφέραμε στον Θεόν, «Ουδέποτε έγνων υμάς». Ποτέ δε σας εγνώρισα για δικούς μου μαθητάς. «Αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν». Φύγετε από μπροστά μου, διότι υπήρξατε εργάτες της ανομίας, δηλαδή χρησιμοποιήσατε τα χαρίσματα που σας έδωσα για δική σας ωφέλεια, για δική σας επίδειξη. Για να προβληθεί το όνομά σας, για να ικανοποιήσετε τον εγωισμό σας, τη ματαιοδοξία σας, την υπερηφάνειά σας, την εκμετάλλευση των αδυνάτων, την συγκομιδή αργυρίων και την ικανοποίηση πολλών πολλών πολλών πολλών άλλων παθών. Υπήρξατε ακόμα μερικοί από σας και θρησκειοκάπηλοι, η αμοιβή σας ποια είναι; Η καιομένη λίμνη πυρί και θείω. Αυτή να είναι η αμοιβή σας. «Εις το πύρ το αιώνιον, τω ητοιμασμένω τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού».
Εάν χριστιανοί μου δεν εξετάζομε και δεν ερευνούμε με αυτόν τον τρόπο την ζωή μας, τότε είμεθα γεμάτοι από υπερηφάνεια και δαιμονική αλαζονεία, ταπείνωσις μηδέν. Αυτά βέβαια που είπα αφορούν εμάς κατ’ εξοχήν τους κληρικούς και πρώτον εμένα. Διότι πράγματι θα παρουσιαστούμε και θα Του πούμε «ου τω Σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν και δαιμόνια εξεβάλλομεν». Και πράγματι θα ακούσουμε οι περισσότεροι από μας, «υπάγετε απ’ εμού κατηραμένοι, οι εργάτες της ανομίας».
Ο Απόστολος Παύλος εκφράζει κάποιον φόβον, που έχει μέσα του μια πολύ μεγάλη αλήθειαν. Λέγει «μήπως άλλοις στηρίξας, αυτός εγώ αδόκιμος γένομαι;» Δηλαδή υπάρχει κίνδυνος, μήπως ενώ έχω κηρύξει σε τόσα έθνη το Ευαγγέλιον της σωτηρίας του Χριστού, εγώ στο τέλος να αποδοκιμαστώ απ’ το Θεό, γι’ αυτό και ανέφερα σαράντα οκτώ χρόνια ηρύγματα. Σαράντα χρόνια ιερωσύνης, Θείας Λειτουργίας, Εξομολογήσεων, ευχών, ευχών, ευχών και δεν ξέρω τι άλλο… Μήπως λοιπόν στο τέλος αποδοκιμαστώ απ’ τον Θεόν; Διότι εργάστηκα για τον εαυτό μου, για το όνομά μου, για την καλοπέρασή μου, και δεν ξέρω για ποια άλλη ικανοποίηση ανομίμου πάθους.. Αν αυτό το ομολογεί ο Απόστολος Παύλος, εγώ τι πρέπει να ομολογώ στον εαυτόν μου; Αλλά και στον λαόν του Θεού, δηλαδή σε σας. Και ο Απόστολος Παύλος για να φυλαχθεί από όλα αυτά γράφει στον ίδιο στίχο, «Υποποιάζω το σώμα μου και το δουλαγωγώ». Καταταλαιπωρώ δηλαδή το σώμα μου και το υποβάλω σε σκληρή πειθαρχία. Με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, οδοιπορίες, ξευτελισμούς, ταπεινώσεις, και άλλα πολλά όσα ο ίδιος περιγράφει εκεί σε μια του επιστολή. Να η αληθινή ταπείνωσις. Εγώ τι κάνω; Τίποτα! Όσα έγιναν όμως ποιος τάκαμε; Ο Θεός! Ο Θεός κηρύσσει. Αυτή τη στιγμή με κράτησε στην υγεία, με έφερε απ’ το σπίτι εδώ και μου δίδει το λόγο για να μιλήσω. Αυτή τη στιγμή μπορεί να αγγίξει ένα κύτταρο από τον εγκέφαλό μου και να αρχίσω αυτήν την στιγμή να τραυλίζω. Αυτή τη στιγμή μπορεί να πέσω κάτω νεκρός. Αυτή τη στιγμή. Μη σας φαίνεται παράξενο. Ο Θεός έδωσε και δίδει και τη σοφία και τη δύναμη και το λόγο και τη γραφίδα, και όλα τα χαρίσματα. Δεν είναι ταπεινολογία. Είναι μία σκληρή πραγματικότητα. Τι έχω και δεν το έχω λάβει από τον Άγιον Θεό; Τι έχεις εσύ και δεν το πήρες απ’ το Θεό. Τι έχεις και συ και δεν το πήρες απ’ το Θεό; Τι έχουμε όλοι μας και δεν τάχουμε πάρει απ’ το Θεό; Τι είναι δικό μου και τι είναι δικό σου; Και γιατί υπερηφανεύομαι γι’ αυτό; Γιατί το επιδεικνύω; Που είναι η ταπείνωσίς μου;
«Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία. Τότε ευρίσετε ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών». Που είναι η πραότητα και που είναι η ταπείνωσις; Που είναι το πνεύμα του Αγίου Θεού; Που είναι ο νούς Χριστού;
«Τι έχεις ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών»; Το τονίζει βεβαιωτικά ο Απόστολος Παύλος, εκεί στην Πρώτη Προς Κορινθίους. Άρα καμμιά καύχησις και κανένας έπαινος. «Ο καυχόμενος εν Κυρίω καυχάσθω, εντέλλεται ο λόγος του Θεού, και πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις ανήκει μόνον στον Πατέρα, στον Υιόν και στο Πανάγιο Πνεύμα». Δεν αποδίδομε δόξα, τιμή και έπαινο στους ιερείς. Σε κανέναν. Η τιμή πρέπει και η δόξα να αποδίδεται μόνο εις τον Πανάγιον Θεόν, που τον φωτίζει και τον κάνει καλό υπηρέτη και διάκονό Του. Και ας μην ξεχνάμε ότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ του Πατρός των Φώτων». Το λ’εμε και εις την οπισθάμβωνο ευχή. Τελεία και παύλα. Μόνον αυτή η αναγνώρισις είναι ταπείνωσις. Ταπείνωσις. Ταπείνωσις. Και μόνη της αυτή μας σώζει.

Ένας άνθρωπος ονόματι Σιλβανός, που ήτο προηγουμένως θεατρίνος, θέλησε να γίνει μοναχός στη μονή του Αγίου Παχωμίου. Έτσι αρνήθηκε τον κόσμο, και πήγε στον όσιο. Τα πρώτα πράγματα που τούπε ο όσιος είναι ότι «να προσέχεις, διότι η μοναχική ζωή εδώ απαιτεί και κόπους και θυσίες και έχει ανάγκη να αγρυπνάς συνεχώς, να έχεις υπομονή και υπακοή, φρόνιμες και συνετές σκέψεις, να προσέχεις τους λογισμούς σου, για να μπορέσεις έτσι με τη χάρη του Θεού να αντισταθείς στο διάβολο, ο οποίος διαρκώς μέρα νύχτα μας πιέζει, και σένα θα σε πιέζει ευκολότερα διότι έχεις δώσει δικαιώματα με τον προηγούμενο βίο. Ε, θεατρίνος ήσουν, διαρκώς μεσ’ την αμαρτία ζούσες».
Συμφώνησε ο Σιλβανός ότι θα τα εκτελεί όλα. Όσα διδάσκει, όχι μόνο ο μεγάλος Άγιος, αλλά και όσα εντέλλεται η μοναχική αγγελική πολιτεία. Αφού λοιπόν αγωνίστηκε για αρκετόν καιρό, άρχισε να παραμελεί την σωτηρία του, όπως κάνουμε και μεις, μας πιάνει ο πρώτος ενθουσιασμός, κάνουμε λίγα πράγματα τις πρώτες μέρες κι ύστερα τις υπόλοιπες τα ξεχνάμε, και να οι τούμπες η μία πίσω από την άλλη. Και άρχισε να λέει και διάφορα αστεία, σαν και αυτά που ήξερε τότε όταν ζούσε στα θέατρα. Τονε κάλεσε ο Άγιος και τον διέταξε να αποβάλει το μοναχικό του σχήμα. Μπρός στους αδελφούς, να φορέσει τα παλιά του κοσμικά ενδύματα και να επιστρέψει στον κόσμο. Ε βέβαια συνήλθε όπως καταλαβαίνετε, ο Σιλβανός, έπεσε στα πόδια του Αγίου, ζήτησε συγχώρεση, τον παρακάλεσε βέβαια να τον συγχωρέσει ακόμη μια φορά και τελευταία, και ότι από σήμερα θα βάλει μια καινούργια αρχή. Του έδωσε βέβαια τις απαραίτητες συμβουλές που χρειαζότανε, ο άγιος, και αφού έλαβε την διαβεβαίωση από τον Σιλβανό, ότι θα διορθώσει τον εαυτό του, τον κράτησε.
Αλλά ο Άγιος ζήτησε εγγυήσεις. «Για να παραμείνεις εδώ θέλω εγγυήσεις». Τότε ένας μοναχός, φιλάδελφος, ο Πετρώνιος, θαυμάσιος μοναχός, εδέχθη να εγγυηθεί, ότι ο Σιλβανός, -θα τον πάρει κοντά του βέβαια,- θα τηρήσει τις υποσχέσεις του, και έτσι ο άγιος, τον συγχώρησε και τον κράτησε κοντά του. Τον ευλόγησε βέβαια και τον παρέδωσε στον Πετρώνιο.
Ο Σιλβανός έλαβε την συγχώρηση και όταν την έλαβε από κείνη την ημέρα, τόσο πολύ εταπείνωσε τον εαυτόν του, ώστε έγινε τύπος και υπογραμμός για ολόκληρη την αδελφότητα, και ιδιαιτέρως για όλες τις αρετές που κατόρθωσε και προπαντός διότι καλλιέργησε τα κατά Θεόν δάκρυα. Τα δάκρυα του πένθους, της συντριβής και της μετανοίας. Τόσο πολύ τον διέκρινε η κατάνυξις, ώστε και όταν ακόμα έτρωγε, πολλές φορές τα δάκρυά του έτρεχαν σαν ποτάμι και γέμιζαν το πιάτο το λιτό, του φαγητού του, από τα δάκρυα. Και έτσι εφαρμόζονταν σ’ αυτόν, το ψαλμικόν που λέγει ότι «σπονδόν ωσεί άρτον έφαγον, και το πώμα μου μετά κλαυθμού εκίρνον». Δηλαδή και το νερό που έπινα το γέμιζα από τα δάκρυα της μετανοίας μου. Ο άρτος που έφαγα και που έτρωγα ήταν σαν στάχτη, η ερμηνεία του στίχου. Και το νερό το ανακάτευα με τα δάκρυά μου.
Βέβαια οι άλλοι μοναχοί που τον έβλεπαν να τρώει στο τραπέζι και να χύνει τόσα δάκρυα του είπαν ότι μήπως πρέπει να συγκρατείται, ειδικότερα όταν υπάρχουν και ξένοι στην τράπεζα, όπως συμβαίνει συνήθως, γιατί στα ανδρικά μοναστήρια, συνηθίζεται και δεν το είδαμε πουθενά αυτό να παραβιάζεται, στην τράπεζα των μοναχών να συγκεντρώνονται οι άρρενες προσκυνητές. Του ζητούσαν βέβαια με πολλή επιμονή να μάθουν γιατί έχει τόσα πολλά δάκρυα, και γιατί εμείς δεν μπορούμε; Να δακρύζουμε και να κλαίμε όπως ακριβώς εσύ.
«Πώς λοιπόν», τους απαντούσε εκείνος, «να μη χύνω δάκρυα μετανοίας, όταν βλέπω να με υπηρετούν άγιοι, των οποίων ακόμη και η σκόνη από τα πόδια τους έχει μεγάλη αξία. Ενώ εγώ δεν είμαι άξιος για τίποτα; Δεν πρέπει λοιπόν να πενθώ, να κλαίω; Πέστε μου, αξίζω εγώ ο θεατρίνος, να υπηρετούμαι από τέτοιους αγίους που με περιβάλλουν; Πενθώ λοιπόν αδελφοί μου, διότι φοβούμαι καθημερινώς, μήπως με καταπιεί η γη, και φοβούμαι διότι ενώ έχω γνωρίσει τόσα πράγματα, εν τούτοις αμελώ την ψυχική μου σωτηρία».
Αυτό αφορά όλους μας. Δεν αφορούσε μόνον τον Σιλβανό. Διότι ενώ έχουμε γνωρίσει του κόσμου τα πράγματα από την θεϊκή διδασκαλία του Κυρίου μας, είτε από το Ιερό Ευαγγέλιο, είτε μέσα από τα Ιερά Μυστήρια, και ειδικότερα από τη Θεία Κοινωνία, -πόσες χάρες μας έχει δώσει; Είτε μέσα από την ταπεινή μας προσευχή, την πρωινή, τη βραδινή, είτε από άλλα ψυχοφελή πνευματικά νηπτικά βιβλία, είτε μέσα στο ιερό εξομολογητήριο, εν τούτοις βλέπουμε ότι εξ αιτίας των παθών που μας πιέζουν, πολλές φορές αμελούμε την ψυχική μας σωτηρία, μη καλλιεργώντας καθημερινά τις Ευαγγελικές αρετές. Και κάνουμε το χειρότερο απ’ όλα. Βλέπομε τις καμπούρες των άλλων, βλέπομε τα ελαττώματα των άλλων, τις ελλείψεις των άλλων, τις αδυναμίες των άλλων, και παραβλέπομε τελείως τις δικές αδυναμίες, που είναι ασυγκρίτως περισσότερες από του διπλανού μας, και μάλιστα οι περισσότερες είναι και κρυφές, αν των άλλων είναι φανερές. Αυτό σημαίνει ότι όταν ασχολούμαι και ειδικότερα όταν κατακρίνω τις αδυναμίες των πλησίον, και μέσα στην οικογένεια ακόμα, γιατί ζούμε μέσα σε μια κοινωνία η οποία παραπαίει, στο πλήθος των ανομιών και της κακότητος και της πονηρίας, εάν λοιπόν προσέχουμε διαρκώς και κατακρίνουμε, τότε βλάπτομε την ψυχική μας σωτηρία και δεν καλλιεργούμε την ταπείνωση.
Μ’ αυτόν τον τρόπον περίπου, αγωνίζετο εκείνος ο Σιλβανός. Και οι θεατρίνοι, και ειδικότερα την παλιά εποχή, δεν είχαν καλή φήμη, όπως και σήμερα, να μην πω τι λέγονται και τι ακούγονται… Ο Θεός όμως δέχεται τους πάντας. Γιατί «ήλθε αμαρτωλούς σώσαι ων πρώτος ειμί εγώ», έλεγε ο Απόστολος Παύλος, και δέχεται όλους τους αμαρτωλούς μηδενός εξαιρουμένου. Και έχουμε τέτοιους τους οποίους πήρε ο Θεός μέσα από την πορνεία, και τους έκανε αγίους όπως την Μαρία την Αιγυπτία, την οσία Πελαγία, την οσία Ευγενία, την οσία Θεοδώρα και τόσες άλλες.
Επειδή λοιπόν αγωνίζετο κατ’ αυτόν τον τρόπον, μια μέρα στην τράπεζα ο Άγιος Παχώμιος είπε τα εξής σε όλους εκεί τους παρευρισκομένους μοναχούς, οι οποίοι δεν ήσαν λίγοι, - υπολογίζεται ότι πρέπει να ήσαν πεντακόσιοι τότε, λέει «αδελφοί μου διακηρύσσω ενώπιον του Αγίου Θεού ότι από τότε που ιδρύθηκε το μεγάλο αυτό κοινόβιο, δεν γνωρίζω κανέναν απ’ όλους τους αδελφούς που μένουν μαζί μου, απ’ όλους εσάς δηλαδή, να με εμιμήθη, εμένα», είπε ο Άγιος Παχώμιος, «εκτός από έναν».
Όταν το άκουσαν αυτό, βέβαια, όλοι οι μοναχοί εκεί, οι πεντακόσιοι, άλλοι νόμιζαν ότι εννοούσε τον μοναχό Θεόδωρο, άλλοι τον Πετρώνιο, και άλλοι τον Ορσίνιο. Αυτοί ήσαν διακεκριμένοι σε ολόκληρη την αδελφότητα. Έλεβε λοιπόν το θάρρος ένας απ’ αυτούς, ο Θεόδωρος, να ρωτήσει τον Μέγα Παχώμιο, ποιόν εννοεί. Ο μέγας Άγιος βέβαια δεν ήθελε να απαντήσει, επειδή όμως εν τω μεταξύ επέμεναν όχι μόνον οι τρείς αυτοί που αναφέραμε, αλλά και μεγάλο πλήθος από τους αδελφούς, ο Άγιος τους απάντησε ως εξής. «Εάν εγνώριζα ότι εκείνος για τον οποίο επρόκειτο να ομιλήσει, είναι ενδεχόμενο να υπερηφανευθεί όταν θα επαινεθεί, δεν θα το εφανέρωνα ποτέ. Αλλά επειδή γνωρίζω ότι όσο και αν επαινείται τόσο περισσότερον και ταπεινώνεται και εξευτελίζεται με τη χάρη του Θεού, γι’ αυτό για να μιμηθείτε και σεις τον τρόπο του, θα τον επαινέσω και γω ενώπιόν σας, χωρίς φόβο ότι θα πάθει τυχόν ζημιά. Συ λοιπόν αδελφέ μου Θεόδωρε, και Πετρώνιε και Ορσίνιε, και όσοι αγωνίζονται όπως εσύ, όπως εσείς, σ’ αυτό εδώ το κοινόβιο και τη μεγάλη σκήτη, δέσατε τον διάβολο και τον ρίξατε σαν σπουργίτι κάτω απ’ τα πόδια σας, και καθημερινώς με την χάρη του Χριστού τον πατάτε στο χώμα. Εάν όμως παραμελήσετε λίγο τους εαυτούς σας, υπάρχει άμεσος φόβος να σηκωθεί κάτω απ’ τα πόδια σας ο αιχμαλωτισμένος διάβολος και να ορμήσει πάλι εναντίον σας και να σας καταπιεί. Άρα λοιπόν και όταν τον πατάμε δεν είμαστε ασφαλείς. Θέλει κάτι πολύ περισσότερο ο Θεός από μας», όπως το τονίζει ο Μέγας Παχώμιος. Και συνεχίζει ο Άγιος. «Ο αδελφός όμως Σιλβανός, τον οποίον προ ολίγου χρόνου επρόκειτο να τον διώξουμε απ’ την σκήτη μας, λόγω της αμελείας του και των άλλων φανερών αδυναμιών του, αυτός τώρα υπέταξε τελείως τον διάβολο και τον εξαφάνισε, ώστε να μην μπορεί πλέον να φανεί πλησίον του, και στο τέλος με την υπερβολή της ταπεινώσεώς του, τον κατενίκησε και τον ξευτίλισε τελείως. Σεις μεν, επειδή έχετε πράξει έργα αρετής, στηρίζετε το θάρρος σας σε όσα μέχρι στιγμής πράξατε. Αυτός όμως όσο περισσότερον αγωνίζεται, τόσο και περισσότερο παρουσιάζει σε όλους σας τον εαυτόν του περισσότερον αρχάριο, σκεπτόμενο συνεχώς ότι είναι αχρείος, άχρειος δούλος, σύμφωνα με όσα διδάσκει και εντέλεται ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. «Όταν ποιήσετε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι άχρειοι εσμέν, ότι ό οφείλομεν ποιείσαι πεποιήκαμεν». Δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από αυτά που μας λέει το Ευαγγέλιο».
Άρα όταν τα φτιάξουμε όλα, - ποιος από σας τα κάνει όλα, εγώ δεν τα κάνω μάλλον, ούτε τα μισά, ούτε το εν τρίτο, ούτε καν έβαλα αρχή – θα λέμε ότι είμαστε και θα το πιστεύουμε, όχι θα το λέμε μονάχα, ότι είμαστε άχρειοι δούλοι. Γι’ αυτό το πρώτο πράγμα που λέμε στη Ιερά Εξομολόγηση είναι «είμαι αμαρτωλός, δεν κάνω τίποτα», αυτό λέμε, και ύστερα αρχίζουμε και αραδιάζουμε τις αδυναμίες μας, για να φανεί ότι πράγματι δεν κάνουμε τίποτα. Και να πονάμε γι’ αυτό. Τίποτα δεν αδυνατίζει και δεν εξασθενεί τον διάβολο όσο η έμπρακτη ταπείνωσις που ασκείται με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, και που πιστεύουμε ότι είμεθα αμαρτωλοί, γιατί μερικοί ενώ το ομολογούμε δεν το πιστεύουμε και λέμε «βρε αδελφέ έχω και μια αρετούλα τώρα, τέλος πάντων, ε, τον Παύλο τον συγχώρεσε, την κυρα Δέσποινα την στρίγκλα, της λέω καλημέρα, την πεθερά μου βέβαια δεν θέλω να τη δω στα μάτια», … τι λέτε!
Έτσι λοιπόν ο αδελφός Σιλβανός, μετά απ’ αυτήν την ομολογία, έζησε άλλα οκτώ χρόνια, και εκοιμήθη οσιακώς. Την αγιότητά του την διακήρυξε ο Άγιος Παχώμιος, ο οποίος είπε ότι την στιγμή εκείνη που παρέδιδε την ψυχή του στα χέρια του Θεού, είδε πράγματι πλήθος αγίων αγγέλων να την παραλαμβάνουν με χαρά και δοξολογίες και να ανέρχονται στον ουρανό, και να την προσφέρουν ως θυσίαν εκλεκτή στο Χριστό και Θεό ημών που θα είναι και ο κριτής μας κατά την Δευτέρα αυτού Παρουσία.
Για να δούμε τώρα, απ’ αυτή τη στιγμή και μετά, ποιός από μας πρώτος, θα μπορέσει, και γω βέβαια μαζί σας, να μιμηθεί τον απλό αυτόν μοναχό, τον λεγόμενο Σιλβανό.

Η Αγία Συγκλητική έλεγε ότι τόσο μεγάλη αρετή είναι η ταπείνωσις, ώστε ο διάβολος που μπορεί να μιμείται, σχεδόν όλες τις αρετές, και να εμφανίζεται ακόμα και ως άγγελος φωτός, αυτήν δεν την γνωρίζει καθόλου τι πράγμα είναι. Διότι αν ο διάβολος πει «ήμαρτον», πει «συγχώρεσέ με», πει «έλεος Θεέ μου», θα γίνει και πάλι άγγελος φωτός. Δεν το λέει..
Γι’ αυτό και ο Απόστολος Πέτρος επειδή γνωρίζει την ασφάλεια και την σταθερότητα αυτής της μεγάλης αρετής, μας προστάζει να την στερεώσουμε όσο είναι δυνατόν περισσότερο επάνω μας. Να την φορέσουμε σαν στολή, όπως αυτήν τη στολή φόρεσε ο Θεός και έγινε άνθρωπος. Και αυτή η στολή να είναι στολή ψυχική. Να γίνει ένα αναπόσπαστο μέρος με τον εαυτό μας και μέσω αυτής να συγκρατώνται και να συσφίγκονται όλες οι άλλες αρετές, και όλα τα χαρίσματα και όλες οι δωρεές που μας έχει δώσει ο Θεός και μας έχει προικίσει μ’ αυτές.Δηλαδή αυτή η αρετή είναι που θα τις συγκρατήσει και τις άλλες μέσα μας, και θα δώσει την δυνατότητα να καλλιεργηθούν έτι περισσότερον.
«Όπως είναι ακριβώς αδύνατον να κατασκευαστεί ένα πλοίο», λέγει η Αγία Συγκλητική, «χωρίς καρφιά, έτσι είναι αδύνατον και τελείως αδιανόητον να σωθεί ο άνθρωπος, ο χριστιανός, χωρίς τη μεγάλη αυτή αρετή».
Και επειδή ο Θεός θέλει πάντας σωθείναι, εάν λοιπόν δεν καταβάλλομε τρόπους θεληματικούς για να ταπεινούμεθα, ή να αυτομεμφώμεθα, να αυτοεξευτελιζόμεθα τουλάχιστον στην προσευχή μας, να ομολογούμε και στον διπλανό μας, βρέ αδελφέ, μη κοιτάζεις αυτό και εκείνο, και γω αμαρτωλός είμαι, ε, μ’ έδωσε ο Θεός μια δυνατότητα, την κάνω, αλλά την δυνατότητα την έδωσε ο Θεός. Τη φώτιση την έδωσε ο Θεός, δεν είναι από μένα τίποτα. Ό,τι κάνω, το κάνω με τη χάρη του Θεού, «ό ειμί, χάριτι Θεού ειμί». Έτσι κάπως, έτσι να τοποθετούμε τα πράγματα για να μπορέσουμε να σωθούμε.
Και συνεχίζοντας μας αναφέρει τους ύμνους των τριών παίδων, δηλαδή, ενώ μέσα στους ύμνους δεν ανέφεραν και πολύ τις άλλες αρετές, απαριθμούσαν μαζί με τους υμνούντας μόνον τους ταπεινούς. Χωρίς να αναφέρουν ούτε τους σώφρονας, ούτε τους εγκρατείς, ούτε τους νηστευτάς, ούτε άλλη κατηγορία ανθρώπων. Υμνούσαν και δοξολογούσαν εκείνους οι οποίοι είχαν το φρόνημα και τη θέληση να κρατούν στη ζωή τους το ταπεινό φρόνημα. Η αρχή λοιπόν και ο σκοπός όλων των αρετών ας είναι η ταπείνωσις.

Ένας απ’ τους πατέρες της ερήμου, διηγήθηκε ότι κάποιος φιλόπονος γέροντας σε ένα από τα κελιά που υπήρχε γύρω στη σκήτη, φορούσε για ένδυμα ένα πράμα που ήταν κατασκευασμένο από ψάθα. Το είχε μπαλώσει από δω, το είχε μπαλώσει από κει, του είχε κάνει και κάτι τρύπες και το φορούσε. Κάποτε επισκεύθηκε και το μεγάλο αββά Αμωνά. Μόλις τον είδε ο αββά του είπε : «Τι το φοράς αυτό; Δε σε ωδελεί σε τίποτα!» Και κείνος πάλι, αντί να ταπεινωθεί, να κατεβάσει το κεφάλι, του είπε : «Πάτερ και αββά Αμωνά, με ενοχλούν τρείς λογισμοί». Ε, τι να τον κάνει τώρα. Αφού τούπε ότι δεν σε ωφελεί αυτό, ε, ρώτησε «Ποιοί λογισμοί;» «Πρώτον λέει, να γυρίζω στην έρημο; Μόνος, έτσι. Να φύγω σε έναν άλλο ξένο τόπο, που δεν θα με γνωρίζει κανένας. Ή να κλειστώ σε ένα κελλί. Όχι να παραμείνω μάλλον έγκλειστος. Ε, και όποιος με λυπάται να μου ρίχνει κανένα ξεροκόμματο από το παραθυράκι όπου θα είμαι έγκλειστος. Ποιόν απ’ τους τρείς τρόπους να διαλέξω»;
Εσείς λέτε ποιόν τον είπε; Έτσι με τον λογισμό σας; Τούπε «κανέναν δρόμο. Γιατί κανένας δεν σε συμφέρει και κανένας δεν θα σε οικοδομήσει. Προτιμότερον λοιπόν είναι, αν θέλεις να μ’ ακούσεις, διότι αυτή η ψάθα που φοράς δεν σε ωφελεί σε τίποτα, αυτό είναι ταπεινοσχημία και δεν είναι ταπείνωσις. Τα άλλα ήταν ταπεινολογία και δεν ήταν ταπείνωσις. Να καθίσεις στο κελάκι σου, να τρώγεις κάθε μέρα αυτό που προσφέρει το κοινόβιο, και να έχει διά παντός μέσα στην καρδιά σου τον λόγο του τελώνου «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Και να χτυπάς το στήθος σου κάθε μέρα, διότι όντως είσαι αμαρτωλός, όπως το έκανε και ο τελώνης.»

Οι πατέρες της Εκκλησίας μας, διαβάζομε ακόμη και στον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, - βέβαια έλεγε εκείνος το «μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» - ότι περισσότερες φορές πρέπει να ενθυμείσαι τον Θεόν από όσο αναπνέεις. Γι’ αυτό και οι πατέρες φρόντισαν να καλλιεργούν την μονολόγιστη προσευχή, κατ’ αρχάς το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν» και ύστερα να το κάνουν πέντε λέξεις, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», άλλο τι κάνει η προσευχή ύστερα από χρόνια όταν από μόνη της εσωτερικά λέγεται. Άλλο εκείνο. Πάντως, καλλιεργούσαν αυτού του είδους τις προσευχές, τις τελωνικές, όπως είναι το «ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», ή όπως είναι το «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου», ή τις κραυγές εκείνες τις οποίες έβγαζαν, έβγαλε μια φορά, η Χαναναία, «Ιησού Υιέ Δαβιδ, ελέησόν με, ότι η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». - Για όσα τραβάει το σπίτι μου, και τα παιδιά μου, ή το παιδί μου, ο άντρας μου ή η γυναίκα μου, και όσα δεινά και ταλαιπωρίες και γρουσουζιές έχουμε μέσα στο σπίτι μας, εγώ φταίω, εμένα ελέησέ με, ελέησόν με ότι η θυγάτηρ μου, δηλαδή η θυγατέρα μου δαιμονίστηκε εξαιτίας μου, άρα εμένα να ελεήσεις. Το παιδί μου έμπλεξε με ναρκωτικά, ελέησέ με Κύριε. Ο άντρας μου έμπλεξε με το τζόγο, ελέησόν με Κύριε. Γίνεται εκείνη η αμαρτία. Έρχεται αυτό το κακό. Υπάρχει αυτό το δεινό, εκείνη η αρρώστια. Ελέησόν με Κύριε. Διότι άμα δεν θέλουμε να ταπεινωθούμε από μόνοι μας, πούθελα να το πω προηγουμένως και μου ξέφυγε, μας ταπεινώνει ο Θεός με αρρώστιες. Όχι Αρχιεπίσκοπος νασαι και Πατριάρχης, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο να είσαι, ο Θεός ξέρει να σε ταπεινώνει με την αρρώστια, … σε συντρίβει. Σε ταπεινώνει εκεί, για να ζητήσεις το έλεος, να πεις συγγνώμην, πεθαίνω τώρα, ποιος είμαι; Ποιός θα με σώσει; Οι επιστήμονες; Τα λεφτά; Τα πλούτη; Ποιος θα με σώσει; Η δόξα, οι τιμές, οι έπαινοι, ο στρατός, τα όπλα, η εξουσία; Μόνο Κύριος ο Θεός σώζει. «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς», φώναζαν οι δέκα λεπροί. «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», φώναζε ο τυφλός, ο Βαρτιμαίος. Αυτή είναι η ταπείνωσις.
Είμαι τυφλός Κύριε, ελέησέ με. Είμαι στραβός, ελέησέ με. Δεν έχω μυαλό, ελέησέ με. Όλα μου παν ανάποδα, ελέησόν με. Εγώ φταίω. Δεν φταίνε οι άλλοι. Δεν φταίνε οι περιστάσεις. Δεν φταίνε οι συνάδελφοι. Δεν φταίει ο συνέταιρος. Δεν φταίει ο αποπάνω. Δεν φταίει ο αποκάτω. Εγώ φταίω. Αν εγώ ήμουν καλός, και οι γύρω μου θάταν καλοί. Εγώ να διορθωθώ. Και να πιστεύω ότι η αυτοδιόρθωσις είναι και των όλων διόρθωσις. Είμαστε ένα κομμάτι μιας ολόκληρης κοινωνίας. Άμα το κύτταρο αυτό είναι υγιές, θα αντισταθεί στην αρρώστια που χτυπάει τους γύρω. Μπορεί να βρεθεί και ένα άλλο υγιές ύστερα, και ένα άλλο υγιές, και ένα άλλο υγιές, και να γίνει μια μονάδα, ισχυρή μέσα σ’ αυτόν τον οργανισμό ολοκλήρου της κοινωνίας, που μπορεί να αποκαταστήσει και την υγεία σ’ ολόκληρο το σώμα. Αν υποφέρει λοιπόν το σώμα είναι γιατί είναι άρρωστα τα κύτταρα. Για την κατάντια της κοινωνίας εμείς φταίμε, και ο καθένας μας χωριστά, μη βγάζουμε την ουρά μας απέξω. Εμείς φταίμε, και άμα καλλιεργήσουμε το «εμείς φταίμε» και το «εγώ φταίω», θα γίνει καλύτερος και ο κόσμος, και θα έχουμε ειρήνη στην ψυχή, και να που θα έλθει η ταπείνωσις.

Ένας αδελφός πήγε κάποτε στο όρος της Θέρμης, σ’ ένα μεγάλο γέροντα και τον ρώτησε : «Γέροντα, έχω ένα βάρος. Αβά τι να κάνω, - γιατί χάνεται η ψυχή μου;». «Γιατί τέκνον μου», τον ρώτησε εκείνος.
«Να», λέει, «όταν ήμουνα στον κόσμο, νήστευα ευχαρίστως, έκανα και αγρυπνίες, είχα και εγκράτεια, είχα και πολλή κατάνυξη, είχα και δάκρυα, είχα και θερμό ζήλο, έκανα και ελεημοσύνες, έλεγα και κανέναν καλό λόγο στον διπλανό μου … Τώρα, δεν έχω τίποτα κανένα αγαθό στην ψυχή μου. Κανένα καλό δεν βλέπω».
Και η απάντησις : «Τέκνον, πίστεψε ένα πράγμα, ότι όλα όσα έκανες όταν ήσουνα μέσα στον κόσμο, δεν τα εδέχετο ο Θεός, διότι τα έκανες από κενοδοξία, τα έκανες για τον έπαινο των ανθρώπων, τα έκανες ίνα φανώσι τοις ανθρώποις, για να φαίνεσαι, γι’ αυτό και δεν σε πολεμούσε ο διάβολος. Δεν τον ένοιαζε αυτόν να κόψει την προθυμία σου, επειδή και να τα έφτιαχνες δεν είχες καμιά ωφέλεια, αφού υπήρχε στη μέση κενοδοξία, υπήρχε και το μπράβο των ανθρώπων, … τώρα όμως επειδή σε βλέπει, ότι κλήθηκες από τον Χριστό, για να γίνεις ένας σωστός στρατιώτης, και μαθητής και απόστολος, και με αυτόν τον τρόπον πλέον τον πολεμάς, κρατώντας στο χέρι και το κομποσχοίνι, και λέγοντας μέρα νύχτα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», τώρα λοιπόν, ο διάβολος εστράφη εναντίον σου. Γι’ αυτό να θυμάσαι ότι στον Θεό είναι αρεστός ένας ψαλμός και μόνον, και μια ευχή που θα κάνεις και την οποίαν θα επαναλαμβάνεις, παρά τους χίλιους ψαλμούς που έλεγες στον κόσμον. Εδώ ο Θεός δέχεται την λίγη νηστεία που κάνεις, με πολλή ευχαρίστηση, παρά τη νηστεία που έκανες και την έδειχνες, των πολλών εβδομάδων στον κόσμο. Ααα.. Εγώ νηστέυω, από Δευτέρα έως Παρασκευή, Δεν τρώω τίποτα εγώ, Σαββατοκύριακο λίγο λαδάκι». Και το λες και σ’ όλους… Τι, δε νηστεύεις … Α παπαπαπα, θα σε κάψει ο Θεός, - δεν τον ρωτάς ο άλλος αν αντέχει… Μπορεί νάχει ζάχαρο, μπορεί νάχει χίλιες δυό αρρώστιες, Τι κοκορεύεσαι ότι νηστεύεις από Δευτέρα έως Παρασκευή, νήστεψε και μην το λες, πλένε το πρόσωπό σου, και άμα σε ρωτήσουν «νηστεύσεις;», δυστυχώς δεν νηστεύω. Και να νηστέψω καμιά φορά δε νηστεύουν τα μάτια, δε νηστεύουν τα αυτιά, δεν νηστεύει η γλώσσα, δε νηστεύει ο νους μου, πες τα έτσι.. να ταπείνωση! Τι μου κοκορεύεσαι και λες ότι νηστεύω. Εγώ πάτερ μου, λέει, το πρώτο πράγμα που μπήκε να μου πει ένας να εξομολογηθεί, εγώ ξέρεις κρατώ όλες τις νηστείες, και τη μεγάλη Σαρακοστή, όχι μόνον αλάδωτη αλλά με ξερό ψωμί, Ε τι να του πεις τώρα. Μα τώρα λέει, δε νηστεύω καθόλου, απάντησε εκείνος. Τάχασα όλα τα αγαθά πούχα στον κόσμο…. Το λίγο είναι προτιμότερον απ’ το πολύ. Όταν μάλιστα γίνεται κρυφά και με πολλή υπομονή. Γιατί τότε είσαι ευάρεστος στον Θεόν. Ε, αυτός εξακολουθούσε να επιμένει και να λέει «μα εγώ εδώ βλέπω να κάνετε.. η ψυχή μου εκεί, πήγαιναν όλα καλά, μέλι γάλα».
«Κοίταξε να δεις» του λέει, «δεν ήθελα να σε προσβάλω. Αλλά μια και το θέλεις θα στα πω λοιπόν χύμα και τσουβαλάτα. Επειδή βλέπω ότι ο διάβολος δεν σε έχει ρίξει μόνον στην αμέλεια, στην ακηδεία, στη ραθυμία και στη λήθη, αλλά και στην απελπισία. Γι’ αυτό λοιπόν σου λέω τα εξής. Πιστεύεις λοιπόν ότι όταν ήσουνα στον κόσμο, έκαμες καλοσύνες, νηστείες, ελεημοσύνες, προσευχές και αγρυπνίες και νόμιζες ότι ήσουν ευάρεστος στο Θεό; Λοιπόν, κοκομοίρη μου, όλα αυτά τάκανες από υπερηφάνεια, και ήταν υπερηφάνεια, και είναι υπερηφάνεια. Έτσι νόμιζε και ο Φαρισαίος. Ο οποίος είχε και καύχηση για αυτά που έκανε. Νηστεύω δις του Σαββάτου, νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα, έτσι; Όπως συνήθως γίνεται όλο το χρόνο εκτός από τις Σαρακοστές. Άλλοι θέλουν να νηστεύουν και τη Δευτέρα. Με γειά τους με χαρά τους. Αποδεκατώ όσα κτώμαι. Πόσα βγάζω μισθό; Χίλια ευρώ; Τα εκατό τα δίνω για ελεημοσύνη. Τα ομολογούσε αυτά, φανερά. Και έλεγε, δεν είμαι τέτοιος, δεν είμαι απαυτός, δεν είμαι από κείνους, και δεν είμαι σαν κι αυτόν, τον Τελώνη, εδώ, αρχικλέφταρος. Το να νομίζεις λοιπόν, στην παρούσα φάση, της ζωής σου, ότι δε κάμνεις κανένα καλό, αυτό είναι υπέρ αρκετό για να σωθείς, διότι αυτό λέγεται ταπείνωσις. Μέσα από την ταπείνωση, και μέσα από αυτήν την ελεηνολογία του εαυτού σου, έτσι μόνον θα σωθείς, όπως σώθηκε και ο Τελώνης.

Και θέλω να σας πω κάτι το οποίον βέβαια θα το επαναλάβω και άλλη φορά. Είναι προτιμότερον το διάβολο να τον έχουμε απέναντί μας, παρά στο σβέρκο μας. Στο σβέρκο μας τον έχομε όταν κάνουμε τα θελήματά του. Όταν υποκύπτουμε στις αδυναμίες μας και στα πάθη μας. Όταν κάνουμε το θέλημα του διαβόλου και όχι του Θεού. Αντιθέτως, τότε δεν μας πολεμάει, γιατί είναι ήδη στο σβέρκο μας, γιατί να μας πολεμάει; Αφού οι ίδιοι είμαστε θύματα και δούλοι και υποχείριοι των παθών μας, γιατί να μας πολεμήσει; Όταν όμως θα μπούμε στο δρόμο του Θεού, θα αρχίζουμε από την μετάνοια, την Εξομολόγηση, τον εκκλησιασμό, την μελέτη, την προσευχή, τη Θεία Κοινωνία και όλα όσα εντέλλεται το Ευαγγέλιο, και αρχίζουμε και διορθώνουμε τις αδυναμίες μας και τα πάθη μας, και καλλιεργούμε τις αρετές, διορθώνουμε και περιορίζουμε τις αισθήσεις μας, και διορθώνουμε και περιορίζουμε τους λογισμούς και τις σκέψεις μας, τότε ο διάβολος μπαίνει απέναντί μας, φεύγει απ’ το σβέρκο μας και πάει απέναντι. Ε, είναι προτιμότερον απέναντι. Να τον έχουμε αντίπαλο από απέναντι. Ευκολότερα τον πολεμούμε. Για σκεφτείτε το λιγάκι να δείτε .. Ότι ευκολότερα πολεμείται ο αντίπαλος που είναι απέναντί σου, παρά αυτός που είναι στο σβέρκο σου.

Αυτό ήθελα να σας πω, και μ’ αυτό ήθελα να κλείσω την σημερινή μας ομιλία.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Η παρακοή καί ο θάνατος.Ο φόβος τού θανάτου καί η λύτρωσις.



204-α
7.10.2007 Κυρ. Γ΄Λουκά

Το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αναφέρεται στην Ανάσταση ενός νεκρού.
Νεαρού στην ηλικία, γιος μιας χήρας μάνας, απ’ την πόλη της Ναίν.
Μπροστά στο θάνατο βρεθήκαμε κάποτε όλοι μας, είτε με το θάνατο των γονέων μας, είτε των αδελφών μας, είτε των παιδιών μας, - μερικές φορές και σε νεαρά ηλικία – είτε συγγενών, είτε φίλων, είτε και αγνώστων σε μας.
Άλλωστε πολλούς θανάτους βλέπομε από τις ειδήσεις των τηλεοράσεων.
Κάποτε όμως θα έλθει και ο δικός μας θάνατος, αφού ο Κύριος εγγύς.
Α, το ερώτημα είναι πώς θάρθει.
Τις περισσότερες φορές έρχεται μέσα από αρρώστιες και μάλιστα οδυνηρές.
Άλλοτε εντελώς ξαφνικά, είτε από αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, ή από σεισμούς, πλημμύρες και πυρκαγιές, είτε από ανακοπές της καρδιάς και πνευμονικά οιδήματα, είτε από εγκεφαλικά επεισόδια και τόσα άλλα.
Λίγες φορές είναι από καθαρά γεράματα και ακόμα λιγότερες είναι ειρηνικός ο θάνατος και μάλιστα οσιακός.
Κανένας όμως θάνατος δεν προσδιορίζει την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.
Υπάρχουν εγκληματίες μεγάλοι που πέθαναν σε βαθειά γεράματα, και οσιακές υπάρξεις που πέθαναν ξαφνικά και μάλιστα από δυστυχήματα.
Θα σας φέρω ένα παράδειγμα, ο Μέγας Αθανάσιος ο Αθωνίτης, σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα τοίχο του μοναστηριού, της Αγίας Λαύρας στο Άγιον Όρος, όταν το μοναστήρι το έχτιζαν.
Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε σαράντα εννιά ετών από οδυνηρές ασθένειες, και άφησε πίσω του ένα έργο χωρίς διάδοχο, και ο Άγιος Χαράλαμπος πέθανε μαρτυρικά, όταν τον έγδαραν ζωντανό, σε ηλικία εκατόν δέκα τεσσάρων ετών.
Τον Άγιο Κήρυκο, σε ηλικία τριών ετών, του συνέτριψαν οι τύραννοι οι ειδωλολάτρες το κεφαλάκι του, και χιλιάδες άλλα παιδάκια, όπως και στην πατρίδα μας, από δύο έως πέντε ετών, πεθαίνουν κάθε χρόνο από λευχαιμία ή από όγκους στο κεφάλι.
Άβυσσος λοιπόν είναι τα κρίματα του Αγίου Θεού.
Πάντως ο Θεός, δεν είναι Αυτός που προκάλεσε τον θάνατο.
Τον θάνατο τον γέννησε η αμαρτία της παρακοής των πρωτοπλάστων.
Η Αγία Γραφή στη Σοφία Σολομώντος, λέγει ότι ο Θεός δημιούργησε τον Άνθρωπον επ’ αφθαρσία, άφθαρτον, με σκοπόν δηλαδή να μην πεθάνει.
Γι’ αυτό και τον έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του.
Από τον φθόνο όμως του Διαβόλου, παρασύρθηκαν -με τη θέλησή τους βεβαίως- οι πρωτόπλαστοι, παρασύρθηκαν από τα ψεύδη και τις συκοφαντίες του Διαβόλου, έπεσαν στην παρακοή, κέρδισαν τον θάνατον, και τον κληρονόμησαν και σε μας.
Ο Θεός φύσει αγαθός, γεννά μόνον το καλό.
Μόνον το αγαθόν.
Γεννά μόνον την αγάπη.
Γι’ αυτό και ξαναλέμε ότι τον θάνατο, και κάθε κακό, και κάθε τι που είναι διεστραμμένο, το γεννά η αμαρτία, ή το γέννησε κατά πρώτον η αμαρτία της παρακοής των πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας.
Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος θεόπνευστα μας βεβαιώνει «δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε, και δια της αμαρτίας ο θάνατος. Και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθε». Είναι απ’ το πέμπτο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους Επιστολής.
Έτσι κληρονόμησε ολόκληρη η ανθρωπότητα τον θάνατον, και όχι μόνον τον θάνατον αλλά και τον κόπον, και το μόχθον, και τον πόνο, και την αρρώστια και τη φθορά και τα γηρατειά και την ποικιλόμορφη ή και πνευματική αναπηρία και τέλος τον θάνατον.
Θάνατος που χωρίζει την ψυχήν από το σώμα.
Το σώμα στον τάφο και η ψυχή μπροστά στην Κρίση του Θεού.
Κληρονομήσαμε όμως και τη ροπή προς το κακόν και γεμίσαμε από πάθη.
Να σας πω καμιά εικοσαριά για να μη νομίζουμε τους εαυτούς μας ότι δεν έχομε και τίποτα και ότι είμαστε και άγιοι…
Γεμίσαμε λοιπόν από εγωισμό, υπερηφάνεια, κενοδοξία, πλεονεξία, φιλαργυρία, σκληροκαρδία, μίσος, έχθρα, φιλονικία, νεύρα, ψεύδη, κακίες, πονηρίες, θυμούς, οργή, φθόνο, ζήλεια, φιληδονία, σαρκολατρεία, λαγνεία, ακηδεία, αδιαφορία και χιλιάδες άλλα κακά, μαζί με τη διχόνοια, - να μην το ξεχνάμε κι αυτό.
Έτσι λοιπόν γεμίσαμε πάθη και κακίες, πάθη και πονηρίες, πάθη και εγωισμοί, όπου κι αν πας εγωισμό βλέπεις…εγωισμό, εγωισμό, εγωισμό, τίποτα άλλο από εγωισμό.
Η αμαρτία λοιπόν γέννησε τον θάνατον, και γεννά συνεχώς την δυστυχία σε ολόκληρο τον κόσμο.
Γι’ αυτό και ο άνθρωπος χωρίς Χριστόν είναι δυστυχισμένος.
Χωρίς Χριστόν, χωρίς τα πανάγια σωστικά μυστήρια βάπτισμα, χρίσμα, Θεία Κοινωνία, εξομολόγηση, μετάνοια, οι οικογένειες, -και στην πατρίδα μας δυστυχώς,- είναι χωρίς ειρήνη, χωρίς ομόνοια, χωρίς αγάπη, χωρίς αλληλοκατανόηση, χωρίς αλληλοσεβασμό…
Τα νέα ανδρόγυνα υπό διάλυσιν, τα παιδιά επαναστατημένα, -τα βλέπετε πως είναι τα παιδιά μας,- και σε μια διαρκή ταραχή και αμφισβήτηση των πάντων, ειδικότερα στην εφηβεία.
Έτσι κάθε οικογένεια, περνά και το δικό της δράμα, σηκώνει το δικό της Σταυρό, έχει τη δική της δυστυχία, το δικό της πόνο, που μεγαλώνει και πληθαίνει, όσο οι χριστιανοί μας απομακρύνονται από την πίστη και την αγάπη προς τον Θεό.
Παντού επικρατεί ο φόβος και η ανασφάλεια, η καχυποψία και ο φθόνος, η αρπαγή και το ψεύδος, η κακία και η πονηρία, η απελπισία και η απόγνωση, και προπαντός ο φόβος του θανάτου.
Και όμως ο θάνατος χριστιανοί μου, που θεωρείται ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, - έσχατος εχθρός σημαίνει τελευταίος εχθρός άρα προηγούνται κάποιοι άλλοι, και αυτοί οι άλλοι είναι τρείς,- είναι η σάρκα μας με τις αισθήσεις, είναι ο κόσμος της κακίας που μας περιβάλλει και είναι και ο Διάβολος με τις πονηριές του.
Αυτός λοιπόν ο εχθρός θάνατος, νικήθηκε από τον θάνατον και την Ανάστασιν του Χριστού.
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Έτσι ο θάνατος από τιμωρία, με την Ανάσταση του Χριστού, απέβη ευεργεσία αφού μας άνοιξε και πάλι τις πύλες του ουρανού.
Ευεργεσία, ευεργεσία που μας αποκαλύπτει την φιλανθρωπία του Θεού, το έλεος του Θεού, την μακροθυμία και την αγάπη του Θεού.
Γι’ αυτό και θριαμβευτικά ανακράζει η Αγία Γραφή «Ω βάθος πλούτου, σοφίας και φιλανθρωπίας Θεού».
Ο Θεός λοιπόν έγινε άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, για να μας προσφέρει λύτρωση και σωτηρία.
Λύτρωση από τα δεσμά της αμαρτίας, λύτρωση από την τυραννία του Διαβόλου, λύτρωση από τα πάθη μας, τις αδυναμίες μας, και τα πονηρά κουσουράκια μας.
Λύτρωση απ’ τον κόσμο της κακίας, λύτρωση απ’ τον αιώνιο θάνατο δηλαδή την Κόλαση, τον αιώνιο χωρισμό της ψυχής μας απ’ το Θεό.
Γι’ αυτό χριστιανέ μου να ελεείς, -και υλικά και πνευματικά,- αν θέλεις να ελεηθείς.
Πρόσφερε αγάπη και καλοσύνη, αν θέλεις να την βρείς υπερπλουσίως από τον Πανάγιο Θεό.
Να μακροθυμείς και να συγχωρείς κάθε μέρα τον διπλανό σου, αν θέλεις και συ να συγχωρηθείς.
Να προσεύχεσαι, να μελετάς την Αγία Γραφή, και πάλι να προσεύχεσαι για να αναγεννηθείς εν Χριστώ.
Να μετανοείς με όλη σου την καρδιά και μόνον τότε θα δικαιώνεσαι ενώπιον του Αγίου Θεού.
Όλα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα χριστιανοί μου, μαζί με την ενεργουμένη πίστη και αγάπη, θα πετάξουν έξω τον φόβον του θανάτου, «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον του θανάτου».
«Που σου θάνατε το κέντρον, που σου Άδη το νίκος;», διακηρύσσουμε θριαμβευτικά το βράδυ της Αναστάσεως.
Παρόλα αυτά όλοι μας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, φοβούμεθα το θάνατο – γιατί φοβούμεθα;
Γιατί δεν γνωρίζουμε τι είναι πέραν του τάφου; Όχι…
Φοβούμεθα τον θάνατον γιατί έχομε ενοχές, γιατί έχομε βάρος, εδώ, εδώ, βάρος!
Βράχος εδώ, βράχια…
Έχουμε τύψεις, έχουμε ταραχές, έχουμε πιέσεις, έχουμε κενά, ανασφάλειες…
Μία η λύτρωσις, η μετάνοια, ένα το φως, ο Χριστός, μία η ζωή, το Ευαγγέλιο, μία η τροφή, η Θεία Κοινωνία, ένα το οξυγόνο, η προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» σε κάθε αναπνοή μας.
Μία η ανακάλυψις: «η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί».
Ένα το κλειδί, η κραυγή του ληστού, «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου».
Ή η κραυγή του Τελώνου, «ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Ή η κραυγή και φωνή του Ασώτου «ήμαρτον εις τον Ουρανόν και ενώπιόν Σου».
Και μη ξεχνάμε και τα καυτά δάκρυα μετανοίας και αγάπης της πόρνης γυναικός του Ευαγγελίου, που άλειψε με μύρο τα Πανάχραντα πόδια του Κυρίου.
Ο μακαρισμός του Χριστού γι’ αυτή την πόρνη γυναίκα, έμεινε και θα μείνει εις τους αιώνας, που για μας είναι κλειδί σωτηρίας.
Αυτό αποδεικνύει χριστιανοί μου, ότι όποιος κρατάει ένα τέτοιο κλειδί, δε φοβάται τον θάνατον, διότι μπορεί και επαναλαμβάνει με απόλυτη βεβαιότητα μαζί με τον Απόστολο Παύλο το «εμοί το ζήν Χριστός, αλλά το αποθανείν κέρδος».
Είθε και μεις αδελφοί μου, έτσι να το βιώνουμε για να μπορούμε στο τέλος αυτής της πρόσκαιρης ζωής, να μπορούμε να επαναλάβουμε και πάλι το του Αποστόλου Παύλου, «τον καλόν αγώνα ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν, απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει Κύριος ο Θεός, ο Δίκαιος Κριτής, την μεγάλη εκείνη ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας, όχι μόνο σε μένα,» λέγει ο Απόστολος Παύλος, «αλλά και σε όλους εκείνους που αγαπούν τον Θεόν, τη Θεία Του Θεοφάνεια», όπως ιδιαιτέρως το τονίζει, «και τηρούν το θέλημά Του».
Χριστιανοί μου, είθε όλα όσα είπαμε να γίνουν πράξη στη ζωή μας, με χριστιανά τα τέλη της ζωής μας, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, και καλήν απολογίαν, μπροστά στο φοβερό Του βήμα,
Αμήν.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Η οργή τού Θεού καί οί αμαρτίες μας.



203-δ
Α' Λουκα. 23.9.2007

Λέγαμε την περασμένη Κυριακή χριστιανοί μου, για τη διαφορά μεταξύ αγάπης και δικαιοσύνης.
Υπερτονίζουμε συνήθως την αγάπη και την μακροθυμία του Θεού, και ξεχνάμε τη δικαιοσύνη Του, - η Εκκλησία βέβαια δεν την ξεχνά, την αναφέρει συχνά στις αιτήσεις, όπως θα το δούμε παρακάτω.
Άλλο αγάπη και άλλο αλήθεια.
Και αυτή τη διαφορά την τοποθετούμε πάντοτε μεταξύ ημών και των αιρετικών.
Μπορεί να μας συνδέει η αγάπη, αλλά μας χωρίζει οπωσδήποτε η αλήθεια.
Έτσι η ένωσις των Εκκλησιών είναι ένα αξεπέραστο εμπόδιο, εάν τα έτερα μέλη, οι χριστιανικές λεγόμενες ομολογίες, δεν αποδεχθούν πλήρως τους όρους των επτά Οικουμενικών Συνόδων, που συγκροτήθηκαν τότε από την Οικουμενική Εκκλησία, στους δέκα πρώτους αιώνες.
Ο Θεός αγάπη εστί, αλλά και είναι και η Αλήθεια. Εγώ είμαι η Αλήθεια.
Εγώ είμαι το φώς, εγώ είμαι Ζωή, εγώ είμαι Ανάστασις.
Ο Θεός είναι Αγάπη, αλλά είναι και Δίκαιος.
Δίκαιος Κριτής και Δίκαιος Νομοθέτης.
Η Αγία Γραφή ρητά και αμετάκλητα μας προειδοποιεί ότι έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας.
Άρα ο Θεός κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και συνθήκες επιτρέπει και παραχωρεί πληγές μικρές ή μεγάλες, συγγενείς ανθρώπων εξαιτίας της αμαρτίας των της μεγάλης και της αποστασίας με τελικό σκοπό την μετάνοια όλων.
Οι δέκα γνωστές πληγές του Φαραώ παραχωρήθησαν από τον Θεόν για να φωτιστεί εκείνος ο σκληρόκαρδος βασιλεύς, και ελευθερώσει τον σκλαβωμένο λαό των Ιουδαίων.
Και επειδή δεν συνετίζει τον Φαραώ, γι’ αυτό ο Θεός του έφερε τη μία πληγή μετά την άλλη, το ένα δραματικό δηλαδή γεγονός μετά το άλλο, το ένα χειρότερο απ’ τ’ άλλο, μέχρις ότου βάλλει τελικά μυαλό.
Το καλοκαίρι που πέρασε, είδατε και ζήσαμε, δεν πρέπει αυτά να σβηστούν απ’ τη μνήμη μας, και τις ζήσαμε δυστυχώς απ’ τις οθόνες των τηλεοράσεων, τις καταστρεπτικότερες πυρκαγιές που γνώρισε ποτέ η πατρίδα μας.
Μέσα σε λίγες μέρες εκδηλώθηκαν χίλιες επτακόσιες πυρκαγιές περίπου, και είχαμε πάνω από εβδομήντα νεκρούς.
Δάση πανέμορφα, χωριά, σπίτια, ζώα, ελαιώνες, περιουσίες, χάθηκαν μια για πάντα.
Οι οικολογικές καταστροφές είναι ανυπολόγιστες, με συνέπεια να αλλοιωθεί το κλίμα εδώ της Αττικής, και θα αρχίσομε να έχουμε πολλές τις δύσπνοιες, ειδικά βέβαια στα μικρά παιδιά, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα - θα τα δείτε αυτά ύστερα από ένα δυο τρία χρόνια.
Όλοι ψάχνουν να βρούν τις αιτίες και τους φταίκτες – δεν λέμε ότι δεν υπάρχουν φταίχτες και δεν υπάρχουν ένοχοι, ασφαλώς και υπάρχουν και αν υπάρχουν ας τους βρούν.
Τα βαθύτερα όμως αίτια δεν τα ερεύνησαν ούτε οι δημοσιογράφοι των τηλεοράσεων ούτε οι εφημερίδες ούτε σχεδόν κανείς.
Γιατί οι βαθύτερες αιτίες είναι οι αμαρτίες μας οι πολλές.
Και εξαιτίας αυτών των αμαρτιών έγιναν αυτές οι καταστροφές.
Συνήθως σας αναφέρω τέσσερεις κατηγορίες, απλώς θα τις επαναλάβω, τις έχομε πει πολλές φορές, ίσως βρίσκονται ένας δυό τρείς εδώ που δεν τις έχουν ακούσει, ας τις ακούσουν.
Πρώτα πρώτα είναι οι ύβρεις και οι βλασφημίες των θείων. Είδαμε την ώρα που κάποιος έσβηνε τη φωτιά, - τη φωτιά γύρω από το σπίτι του, - συγχρόνως να βρίζει και τα θεία. Εμ πώς θα τον βοηθήσει ο Θεός; Αν κρατούσε εκείνη τη στιγμή με το ένα χέρι το λάστιχο και με το άλλο χέρι την εικόνα της Παναγιάς, θα τον βοηθούσε ο Θεός. Αλλά είχε στο στόμα του την ύβρη των θείων. Καλά μας έκανε ο Θεός.
Διακόσες πενήντα χιλιάδες εκτρώσεις κάθε χρόνο!
Ο πανσεξουαλισμός και η διαστροφή των φύλων, ο σοδομιτισμός και τόσα άλλα… Καλά μας κάνει ο Θεός.
Και το τέταρτον η τελεία αδιαφορία για θέματα πίστεως και σωτηρίας.
Στην Αποκάλυψη του Ευαγγελιστού Ιωάννου, στο τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, όσοι διαβάζουν την Καινή Διαθήκη κάποτε φτάνουν στην Αποκάλυψη. Ε, διαβάζοντάς την πιστεύω να θυμηθούν αυτό που θα τους πώ.
Προφητεύονται μεγάλες καταστροφές και φοβερά γεγονότα που θα πλήξουν ολόκληρο τον κόσμο.
Ένα από αυτά είναι και η εκτεταμένη καταστροφή του πρασίνου της γής κατά το έν τρίτον.
Στο όγδοο κεφάλαιο και στον έβδομο στίχο μας προφητεύονται τα εξής, για ακούστε τα παρακαλώ.
Λέγει ότι κάποιοι άγγελοι επτά τον αριθμό, θα σαλπίζουν, και με το σάλπισμα θα προκαλείται αμέσως μετά μεγάλες καταστροφές πάνω στη γή.
Σάλπισε λέει ο πρώτος άγγελος, και μόλις σάλπισε εγένετο χάλαζα και πύρ μεμειγμένα εν αίματι. Έπεσε χαλάζι και φωτιά μαζί, το οποίο ήτο αναμεμειγμένο με αίμα. Σημαίνει δηλαδή ότι αρκετοί άνθρωποι ασφαλώς θα εκαίγοντο, θα σκοτώνονταν. Και το βλέπομε αυτό στην πράξη. Όλο αυτό λέει εβλήθη εις την γήν. Και το αποτέλεσμα το τρίτον της γής κατεκάει. Και το τρίτον των δένδρων κατεκάει. Και πάς χόρτος χλωρός κατεκάει. Τρείς φορές λέει, τρείς φορές το λέει το κατεκάει. Φωτιά δηλαδή μπήκε, φωτιά. Δεν έχει σημασία αν υπάρχουν μερικοί εμπρηστές που τα βάζουν. Σημασία έχει πως ο άνεμος θα εξαπλώνει με τέτοια ταχύτητα ώστε να δημιουργεί αυτού του είδους τις καταστροφές, που εκατό αεροπλάνα να είχαμε πάλι δεν θα γινόταν τίποτα.
Να μην πέσει η οργή του Θεού πάνω μας, αν πέσει, δεν μας γλυτώνει κανένας.
Κατεκάει λοιπόν το εν τρίτον της γης, και των δένδρων και του χλωρού χόρτου.
Αυτές οι προφητείες λέγονται σαν τετελεσμένα γεγονότα, όχι πιθανόν να γίνουν.
Θα γίνουν οπωσδήποτε, και όλα όσα περιγράφει η Ιερά Αποκάλυψις θα γίνουν.
Είναι το τελευταίο βιβλίο είπαμε της Αγίας Γραφής και μας προφητεύει τα μέλλοντα, μέχρι και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Τα μέλλοντα εκείνα που πρόκειται να συμβούν κατά πρώτον, στην Εκκλησία του Χριστού, δηλαδή και στην δική μας Εκκλησία την Ορθόδοξη, θα αναφέρονται οι αγώνες και τα μαρτύριά της, αλλά αναφέρεται και το τέλος της, που είναι ο θρίαμβος της Εκκλησίας του Χριστού.
Προφητικά όμως προαναγγέλονται σαν τετελεσμένα γεγονότα, και όσα θα συμβούν όχι μόνο στον Χριστιανικό κόσμο, και στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας, αλλά και σε ολόκληρον τον κόσμον μέχρι επαναλαμβάνω της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας.
Έτσι προαναγγέλονται πόλεμοι, πείνα, ξηρασία, επιδημίες ασθενειών, σεισμοί κατά τόπους, καταποντισμοί, εμφύλιοι πόλεμοι και αλληλοσπαραγμοί, θεομηνίες και καταστροφές και στην ξηρά και στην θάλασσα, θυμηθείτε τα τσουνάμια και τα παλιρροιακά κύματα. Κοινωνικές καταστροφές, ανατροπές και επαναστάσεις. Φόβος τρόμος και απελπισία των ανθρώπων μέχρι θανάτου. Και άλλα πολλά, αφενός μεν για να τιμωρηθούν οι αμετανόητοι, οι βλάσφημοι και οι πορωμένοι, και αφετέρου αυτά ως παιδαγωγικά μέσα να φέρουν μετάνοια και σωτηρία, διόρθωση της ζωής.
Τα περισσότερα όμως από αυτά που μας περιγράφει η Αποκάλυψις, τα περισσότερα οφείλονται σε μας τους ανθρώπους, είτε έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα όπως είναι οι πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Δεύτερος Παγκόσμιος… ποιος τα προκάλεσε, ο Θεός τα προκάλεσε, τους πολέμους αυτούς; Οι άνθρωποι τους προκάλεσαν.
Η μόλυνση του περιβάλλοντος, η ραδιενέργεια από τις πυρηνικές δοκιμές, τα πυρηνικά εργοστάσια, τις πυρηνικές βόμβες, αυτά ποιος τα έφερε; Ο Θεός τα έφερε; Εμείς τα φέραμε, οι άνθρωποι. Η παγκόσμια εξάπλωση των ναρκωτικών, ποιος την έφερε; Ο Θεός την έφερε; Οι άνθρωποι την έφεραν. Έχουμε και γεγονότα εθνικού χαρακτήρα ή τοπικού όπως είναι ο εμφύλιος πόλεμος, ποιος τον προκαλεί;
Οι πυρκαγιές, οι σεισμοί, η ξηρασία, η ανομβρία, οι εμπρησμοί, οι προδοσίες και τα λοιπά, έχουμε και γεγονότα οικογενειακά ή προσωπικά, όπως είναι οι αιμομιξίες, μην μου πείτε ότι για την αιμομιξία φταίει ο Θεός…Οι φόνοι μεταξύ μας, η ατομική χρήσις των ναρκωτικών, ο τζόγος, η χαρτοπαιξία, τα ποτά και η μέθη, οι αναπηρίες και τα ατυχήματα που προκαλούμε εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας, και τόσα άλλα…
Όλα λοιπόν αυτά έχουν σκοπό να μας συνετίσουν. Είπαμε και τα επιτρέπει ο Θεός, και τα παραχωρεί ο Θεός, για να σωφρονιστούμε πρώτα εμείς οι ίδιοι και ύστερα όλος ο κόσμος. Γι’ αυτό και η δικαιοσύνη του Θεού συλλειτουργεί και συνυπάρχει μαζί με την αγάπη και την φιλανθρωπία.
Ο Θεός που «πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Μέχρι που να πεθάνει ο άνθρωπος δεν θέλει τον αιώνιον θάνατόν του.
Η αμαρτία όμως είναι καθολική σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. «Άπαντες γαρ πταίομεν και άπαντες είμεθα αμαρτωλοί». Η δε αποστασία απ’ τον αληθινόν Θεόν είναι γενική. Και μάλιστα σε όλα τα πολιτισμένα έθνη, και δυστυχώς και στην πατρίδα μας.
Εμείς στην ορθόδοξη Λειτουργία μας, και στον Εσπερινό και στον Όρθρο, και σε περιστατικές ακολουθίες, και στα υπόλοιπα των μυστηρίων, έχουμε την εξής αίτηση την οποία την είπαμε και σήμερα.
«Υπέρ του ρυσθείναι ημάς», - παρακαλούμε τον Θεόν να μας λυτρώσει - , «από πάσης θλίψεως», - από κάθε θλίψη-, «και οργής», - λέει και οργής-, και ύστερα λέει «κινδύνου και ανάγκης» και λέμε «του Κυρίου δεηθώμεν», και απαντάει ο λαός δια των ιεροψαλτών, «Κύριε ελέησον». Δηλαδή ζητούμε και παρακαλούμε Κύριον τον Θεόν ημών, όπως μας λυτρώσει εκτός των άλλων και από την δικαία Του οργή, η οποία έρχεται επί τους υιούς της απειθείας.
Επίσης έχουμε και μια μακρά αίτηση, που ακούγεται βέβαια και σε άλλες περιπτώσεις, αλλά ακούγεται ιδιαίτερα στην αρτοκλασία. «Έτι δεώμεθα», λέμε, «υπέρ του διαφυλαχθείναι την Αγίαν Εκκλησίαν», να διαφυλάξει Κύριος ο Θεός, την Αγία Του Εκκλησία, «αυτή την πόλη, και κάθε πόλη και χώρα και τα σπίτια μας» από τι;
«Από οργής», - αρχίζει απ’ την οργή-, από οργής, «λιμού, λοιμού, σεισμού, κατάποντισμού, πυρός, μαχαίρας, επιδρομής αλλοφίλων, εμφυλίου πολέμου, και αιφνιδίου, και αιφνιδίου θανάτου». Από όλα αυτά να μας φυλάξει ο Θεός.
Βλέπετε πόσα πράγματα… τα λέμε συνήθως κάπως βιαστικά εμείς οι ιερείς, και φεύγουν και περνούν έτσι, και απ’ το δικό μας το μυαλό και απ’ το μυαλό το δικό σας.
Δεν στεκόμεθα να δούμε πόσο φοβερά είναι αυτά για τα οποία παρακαλεί η Εκκλησία μας να μας λυτρώσει Κύριος ο Θεός.
Και λίγο πιο κάτω λέει, «και υπέρ του αποστρέψαι και διασκεδάσαι, πάσαν οργήν», πάλι, στην ίδια αίτηση είναι αυτό, την οργή την επαναλαμβάνει δυό φορές, «πάσαν οργήν και νόσον, την καθ’ ημών κινουμένην», που κινείται εναντίον μας, «και ρύσασθαι εκ της επικειμένης», και να μας λυτρώσει Κύριος ο Θεός, ποια; από τι να μας λυτρώσει; «Εκ της δικαίας Αυτού απειλής»! Να λυτρωθούμε και να σωθούμε από τη δικαία του απειλή. Και να μας ελεήσει. «Και ελεήσαι ημάς».
Και βέβαια χριστιανοί μου πρέπει να ζητούμε τη λύτρωσή μας, από τη δικαία του οργή και την απειλή, διότι στις έσχατες ημέρες που ζούμε, εμείς οι ογδοϊτες, είμεθα ακριβώς, όπως μας περιγράφει ο Απόστολος Παύλος σε μια του επιστολή προς τον Τιμόθεον:
«Και τούτο γινώσκετε», και αυτό να γνωρίζετε, «ότι εν ταις εσχάταις ημέραις», στις τελευταίες ημέρες, «έσονται γαρ οι άνθρωποι», θα είναι οι άνθρωποι, τι θα είναι οι άνθρωποι, «φίλαυτοι», - είναι κανένας από μας που δεν είναι φίλαυτος; - φίλαυτοι είμαστε όλοι μας, φίλαυτοι.
Και έχει έναν φοβερό κατάλογο, είναι από την Δευτέρα προς Τιμόθεον Επιστολή, κεφάλαιον γ, στίχοι 1 έως 8.
Διαβάζομε τους τέσσερεις πρώτους.
«Έσονται οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσι απειθείς», δεν ακούμε τους γονείς μας, ούτε τα πεθερικά μας βέβαια, πολύ περισσότερο,
«αχάριστοι», η αχαριστία βασιλεύει στον κοσμο, και ιδίως πόσο αχάριστοι παρουσιάζονται τα παιδιά προς τους γονείς, γι’ αυτό είναι και απειθείς,
«ανόσιοι» λέει παρά κάτω, τι θα πεί, δεν έχουμε ούτε ιερό ούτε όσιο μέσα μας,
«άστοργοι», μας λείπει η στοργή προς τον άλλον, στον συνάνθρωπό μας, στον σύντροφό μας στο παιδί μας, στον άρρωστο, στον πονεμένο, στον ανάπηρο, μας λείπει η στοργή,
«άσπονδοι», είμαστε αδιάλλακτοι στις σχέσεις μας με τους άλλους, λέμε, αυτός είναι άσπονδος εχθρός, ε,
«διάβολοι», ώστε διαβολοποιηθήκαμε κιόλας,
«συκοφάντες, ακρατείς», χωρίς εγκράτεια, και κάτι άλλο πάλι, αμέσως η επομένη λέξη,
«ανήμεροι», τι θα πει ανήμερος, αυτός που δεν είναι ήμερος, - δηλαδή; - άγρια θηρία είμαστε, άγρια θηρία, ανήμερα…
«αφιλάγαθοι», δεν έχουμε αγαθότητα,
«προδόται, προπετείς», αυθάδεις δηλαδή,
«φονείς, τετυφωμένοι», σκοτισμένοι είμαστε στο μυαλό, από την οίηση, την υπερηφάνεια, τον εγωισμό, απ’ την αμαρτία γενικά, και τελειώνει με τη φράση,
«και φιλήδονοι», αρχίσαμε από το «φίλαυτοι», και τελειώνει στο φιλήδονοι, ακούσατέ το, διαβάστε το κιόλας.
Και στο στίχο οκτώ λέει το εξής «θα είναι επίσης κατευθαρμένοι τον νούν», ντίπ για ντίπ σκοτισμένοι δηλαδή, και «αδόκιμοι περί την πίστην», και αποτυχημένοι γύρω από τα θέματα πίστεως και σωτηρίας.
Η Εκκλησία μας χριστιανοί μου έχει πολλές ικεσίες, πολλές παρακλήσεις, αιτήσεις και εκτενείς δεήσεις.
Και τις έχει για να μπορούμε εμείς οι αμαρτωλοί να ζητάμε την λυτρωτική επέμβαση της φιλανθρωπίας, και της αγαθότητος του Αγίου Θεού.
Άλλωστε για μας σταυρώθηκε ο Θεός, αφού έγινε πρώτα άνθρωπος στο Πρόσωπον του Ιησού Χριστού για να μας σώσει, για να μας δώσει την ευκαιρία να ξαναγίνομε παιδιά Του, να ξαναγίνομε κληρονόμοι Του.
Έτσι μας φωτίζει, και έτσι μας οδηγεί στη μετάνοια.
Μας κοινωνεί με το Σώμα Του και με το Αίμα Του, και από δώ έρχεται η σωτηρία διότι δίδεται «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».
Γι’ αυτό και εμείς όλοι ως αμαρτωλοί, «ων πρώτος ειμί εγώ», τον εκληπαρούμε όπως τα τέλη της ζωής μας, έστω και αν περάσομε μέσα από πολλούς πολλούς πολλούς πειρασμούς, να είναι τα τέλη της ζωής μας «ανώδυνα, ανεπαίσχηντα, ειρηνικά» και με μετάνοια.
Και το κυριότερο και το σπουδαιότερο, να έχομε «καλήν την απολογίαν» μπροστά στο φοβερό Του βήμα κατά την Δευτέρα Αυτού Παρουσία.
Είθε να μας τα χαρίσει, διότι δεν τα αξίζομε, να μας τα δωρίσει ο Θεός, δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου, του Τιμίου Προδρόμου, και πάντων των Αγίων,
Αμήν.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

Η αναίμακτη σταύρωσί μας καί ό πόλεμος τού διαβόλου.



203-γ
Κυρ. ΜΕΤΑ τήν Υψωσι 16.9.2007

Σταυρός ο φύλαξ της οικουμένης, Σταυρός η ωραιότης της Εκκλησίας, Σταυρός των αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα.
Αυτό το εξαποστειλάριο, το ψάλαμε προχτές στη γιορτή της παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, το ψάλαμε και σήμερα.
Ο Σταυρός χριστιανοί μου είναι πανίσχυρον όπλο της Εκκλησίας. Κάνομε μία φορά το Σταυρό μας και αμέσως η δύναμη του Αγίου Θεού, - Σταυρός χωρίς Εσταυρωμένο δεν εννοείται,- περνάει μέσα στην ψυχή μας, στην καρδιά μας, και μας δίνει τις απαραίτητες δυνάμεις, για να μπορέσομε και μείς φτωχικά να προσφέρομε τον οβολό μας για να νικηθεί το κακό.
Είναι πανίσχυρο το όπλο. Γι’ αυτό λέμε ότι διά του Τιμίου Σταυρού και της Σταυρικής Θυσίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Σωτήρας μας εξέβαλε έξω, τον άρχοντα του σκότους του αιώνος τούτου του απατεώνος, τουτέστιν τον Διάβολον.
Με το άγιον Βάπτισμα, το Άγιον Χρίσμα και τη Θεία Κοινωνία, μας αποσπά ο Χριστός από τον θάνατον και τυραννίαν των δαιμόνων και μας καθιστά κληρονόμους της Βασιλείας των Ουρανών δηλαδή και πάλι παιδιά Του.
Και είναι αλήθεια ότι είμεθα σώμα Χριστού και «μέλη εκ μέρους».
Και ο καθένας από μας μπορεί να βιώσει, αν βέβαια το θέλει, και αν καταβάλει και κάποιον κόπον, να βιώσει την άφθαρτη και αιώνια ζωή του Χριστού.
Έτσι προγεύεται και γεύεται, την αθανασία και την αιωνιότητα της Βασιλείας του Θεού μέσα του, στο είναι του, σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του.
Η νίκη του Σταυρού και της Σταυρικής Θυσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, για να γίνει και δική μας νίκη, πρέπει να αγωνιστούμε
πρώτον κατά των παθών μας, και έχουμε πολλά πάθη και πολλές αδυναμίες και πολλά κουσούρια και πολλά τερτίπια,
δεύτερον εναντίον της κακίας του κόσμου της αμαρτίας,
και τρίτον εναντίον των μοχθηρών δαιμόνων.
Ο Διάβολος όμως για να συλήσει την ψυχή μας, και να την καταστρέψει, μας πειράζει κατά πρώτον, με το φοβερότερον όπλο που διαθέτει, μέσω των λογισμών, μέσω των σκέψεών μας.
Έτσι λοιπόν μας βάζει σκέψεις πονηρές, σκέψεις κακές, σκέψεις αισχρές, σκέψεις βλάσφημες, σκέψεις απιστίας και γογγυσμού κατά του Αγίου Θεού και κατά του πλησίον.
Δεύτερον εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες μας, εκμεταλλεύεται ακόμα και τα απλά συναισθήματα που έχομε ως άνθρωποι, εκμεταλλεύεται ακόμα και τις καλές μας επιθυμίες τις οποίες διαστρέφει, εκμεταλλεύεται την φαντασία μας ιδιαιτέρως, διότι θεωρείται γέφυρα των δαιμόνων και προπαντός τα πάθη.
Τρίτον διαστρέφει το λογικό μας, το μυαλό μας, αυτό το διαστρέφει και έτσι προκαλεί αμφιβολίες, ολιγοπιστία, απιστία, για να καταλήξομε στον γογγυσμό κατά του Θεού και την άρνησή Του.
Τέταρτον εκμεταλλεύεται τις θλίψεις, τις αρρώστιες και τις στεναχώριες της ζωής για να μας ρίχνει στην απελπισία.
Και πέμπτον προκαλεί ακόμα και διωγμούς, είτε γιατί είμεθα ευσεβείς, είτε γιατί στείλαμε ένα παιδί στον μοναχισμό, ή τον κάναμε κληρικό, είτε γιατί εμείς προσευχόμεθα και νηστεύουμε, είτε γιατί εκκλησιαζόμεθα και συμμετέχουμε στα πανάγια σωστικά μυστήρια της εκκλησίας μας,
έχομε διωγμούς απ’ τους οικείους μας, τους γονείς μας, τα αδέλφια μας, τους συγγενείς μας, τους φίλους μας,
διωγμούς από την κοινωνία αυτή τη σάπια και τη βρώμικη,
διωγμούς και από το περιβάλλον, ακόμα και το επαγγελματικό,
διωγμούς από το κράτος και από κάθε είδος κοσμικής εξουσίας.
Οι πόλεμοι και οι πειρασμοί των λογισμών, το ξέρουν περισσότερο αυτό το πράγμα όσοι αγωνίζονται εναντίον των λογισμών, και ειδικότερα όταν προσπαθούν για πέντε λεπτά, για δέκα λεπτά, για ένα τέταρτο, για μισή ώρα, να πούνε την ευχή, εισπνέοντας και εκπνέοντας το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και βλέπουν εκεί πόσο βασανιστικό γίνεται αυτό το μαρτύριο της συνειδήσεως για να μπορούμε να φρενάρομε και να περιφρονήσομε και να αποδιώξομε - ει δυνατόν-, τους λογισμούς με τους οποίους μας προσβάλλει ο Διάβολος.
Αυτό το ονόμασα, έτσι εντελώς ξαφνικά, αναίμακτη Σταύρωση, και είναι Σταύρωση. Από την προσωπική μου πείρα, αλλά και ως πνευματικός που έχω με όλους εκείνους οι οποίοι ασχολούνται πολύ λίγο εδώ στον κόσμο, γιατί το πολύ ανήκει στην έρημο, στους ησυχαστάς και εις τους ερημίτες, πράγματι είναι ένα σταύρωμα το να θέλεις να κάνεις ευχή μέσα στον κόσμο.
Άρα απαιτείται αντίστασις, άρα απαιτείται προσευχή, άρα απαιτείται έμπονη, το επαναλαμβάνω το έμπονη, με πόνο και κόπο ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Στα πάθη πάλι και στις αδυναμίες, όπως και στις θλίψεις της ζωής, απαιτείται μεγάλη υπομονή, ευδόκιμη υπομονή, χαριτωμένη υπομονή που αντλείται μόνο από το Χριστό, την Εκκλησία Του και τα μυστήριά της.
Αυτό σημαίνει τήρηση των Ευαγγελικών εντολών του Θεού και υπακοή στο θέλημά Του. Δεν είμαστε σε συνοδεία μοναχική για να κάνομε υπακοή στο γέροντά μας, ή στη γερόντισσά μας, αλλά θα κάνομε οπωσδήποτε υπακοή στο θέλημα του Αγίου Θεού, όπως το εκφράζει το Ευαγγέλιο και όπως μετά πάσης διακρίσεως, μας το προσφέρει και ο πνευματικός.
Για να κάνομε όμως υπακοή στο θέλημα του Θεού πρέπει να απαρνηθούμε το δικό μας το θέλημα. Τις οποίες τις περισσότερες φορές είναι αμαρτωλό. Γιατί είναι αμαρτωλό το θέλημά μας; Γιατί έχει μέσα εγωισμό, έχει υπερηφάνεια, έχει κενοδοξία, έχει φιλοδοξία, έχει φιληδονία, έχει αλαζονεία, έχει σαρκολατρεία, έχει πλεονεξία, έχει φιλαργυρία, έχει θυμό, οργή, βλασφημία, μνησικακία, φθόνο, ζήλεια, ασπλαχνία, συμφεροντολογία, ακηδία, αμέλεια, θα σας πω και άλλα … χιλιάδες είναι, αρκούν αυτά τα δεκαέντε πού ’παμε.
Όλα αυτά και άλλα πολλά τα εκμεταλλεύεται ο Διάβολος με τόσους πολλούς τρόπους, ώστε, είτε τα τρέφει τα πάθη και τις αδυναμίες μας, για να τα γιγαντώσει ακόμα περισσότερον, για νάναι περισσότερη εξασφαλισμένη από μέρους του η δική μας Κόλασις, αφού μας έχει αλυσοδεμένους, είτε για να προκαλέσει απελπισία, σύγχυση, ταραχή, γογγυσμό, απόγνωση.
Το τέλος είναι το ίδιο. Η καταστροφή της αθάνατης ψυχής μας και η κόλασίς της.
Όταν χριστιανοί μου αποτύχει ο Διάβολος να μας κολάσει με τις αδυναμίες και τα πάθη, και όταν αποτύχει ακόμα και από τους λογισμούς, επειδή αντιστεκόμεθα διά της προσευχής και των μυστηρίων, τότε εκμεταλλεύεται τις διάφορες δυσκολίες της ζωής μας, πού ’ναι πολλές, απρόβλεπτες καμιά φορά, αλλά καθημερινές.
Και αν εδώ αποτύχει, τότε χρησιμοποιεί τους διωγμούς, που στις μέρες μας βέβαια δεν έχουν την αιματηρή κατάσταση με τα άγρια θηρία, τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις, ακρωτηριασμούς και τόσα άλλα πού ’χανε οι ημέρες των διωγμών των μαρτύρων, όχι, αλλά έχει την αναίμακτη όπως είπα Σταύρωση.
Σταυρώνεσαι και μαρτυρείς, για να σταθείς αγνός, στην πρόκληση της ανηθικότητος των ημερών μας.
Να τηρήσεις προπαντός αγνά τα μάτια σου, και εν συνεχεία αγνές και καθαρές τις σκέψεις σου και τους λογισμούς σου.
Σταυρώνεσαι για να ομολογείς ότι είσαι χριστιανός, ότι κοινωνείς, ότι εκκλησιάζεσαι, ότι εξομολογείσαι, ότι νηστεύεις, ότι εγκρατεύεσαι, ότι αγρυπνάς και προσεύχεσαι.
Σταυρώνεσαι όταν κάνεις το Σταυρό σου, περνώντας μπροστά από Εκκλησία, και όταν είσαι μάλιστα με παρέα.
Τι θα πουν καλέ οι άνθρωποι;
Και μπορεί να τον κάνομε το Σταυρό μας κάτω απ’ το πουκάμισο ή το σακάκι.
Σταυρώνεσαι όταν κάνεις πολλά παιδιά, και όχι εκτρώσεις.
Και τα μεγαλώνεις με στερήσεις και φτώχεια.
Σταυρώνεσαι όταν δε λες ψέματα ποτέ, και μόνον την αλήθεια.
Σταυρώνεσαι όταν προσπαθείς να ζήσεις όπως θέλει ο Θεός, και όχι όπως θέλει η υλιστική, η πονηρή και η ανήθικη χρησιμοθηρική εποχή μας.
Γι’ αυτό και θα μας καταστρέψει ο Θεός.
Θυμάστε, σας το είπα την πρώτη Ιουλίου, θα μας καταστρέψει ο Θεός.
Δυστυχώς, αν δεν διορθωθούμε, θα ακολουθήσουν και άλλα δεινά στη δύστυχη πατρίδα μας, την Ορθόδοξη Ελλάδα μας.
Γιατί; Γιατί βλασφημούμε τα θεία, γιατί έχομε τριακόσιες χιλιάδες εκτρώσεις το χρόνο.
Γιατί βασιλεύει η αδιαφορία και η ανηθικότητα.
Πολλοί ομιλούν για την αγάπη του Θεού και ξεχνούν την δικαιοσύνη Του.
Αγάπη ο Θεός και Αγάπη ο Θεός, αλλά είναι και Δίκαιος.
Αλλά για την διαφορά μεταξύ αγαπολογίας, επαναλαμβάνω τη λέξη, - πολλή αγαπολογία έχομε τώρα τελευταία, κυρίως όταν θέλομε να συνάψομε σχέσεις με τους αιρετικούς, με τον Πάπα και τους προτεστάντας. Πολλή αγαπολογία.-
Άλλο αγαπολογία και άλλο δικαιοσύνη του Θεού, αλλά θα τα πούμε σε ένα επόμενο κήρυγμα, διότι είναι αρκετά μεγάλο το θέμα.
Για να νικηθεί χριστιανοί μου το κακόν, δηλαδή η κακία και η πονηριά του κόσμου, όπως και η μοχθηρία με την κακία των πονηρών πνευμάτων, χρειάζεται ο Σταυρός. Ποιος Σταυρός; Αυτός ο οποίος κρύβεται στα λόγια του Κυρίου.
«Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» η ακολουθείν, όπως το είπε το Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα, «απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον Σταυρόν αυτού», -κάθε μέρα συμπληρώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «και ακολουθήτω μοι».
Το είπε το σημερινόν Ευαγγελικό Ανάγνωσμα.
Το να απαρνηθούμε τον εαυτό μας, σημαίνει καταπολέμηση των παθών, και των κακών εγωιστικών θελημάτων μας.
Το να σηκώνουμε το Σταυρό μας σημαίνει, σηκώνουμε τις θλίψεις, τις ανημποριές, τις ατυχίες, τις αρρώστιες και τα βάσανα αυτής της ζωής με υπομονή.
Υπομονής γαρ χρείαν έχετε, με πίστη, με ελπίδα, με αγάπη και προσευχή πολλή.
Το δε «ακολουθήτω μοι» δηλώνει, ακολουθώ το Χριστό, την Ορθόδοξη πίστη με το ακέραιον ορθόδοξον δόγμα και την Εκκλησία Του με όλη μου την καρδιά.
Γι’ αυτό λέει «και αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος και διανοίας».
Έτσι κατατροπώνεται ο Διάβολος, με όλα τα σατανικά σχέδιά του.
Αλλά Χριστός χωρίς τον Τίμιον Σταυρόν δεν εννοείται.
Γι’ αυτό όπου Σταυρός εκεί και ο Χριστός.
Όπου Σταυρός εκεί και η Σταυρική Θυσία.
Όπου Σταυρός εκεί και η Ανάστασις.
Όπου Σταυρός εκεί και η Σωτηρία, εκεί και των δαιμόνων το τραύμα,
Αμήν.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007

Ανάλυσις τών αρχικών γραμμάτων τής λέξεως ΘΕΟΜΗΤΩΡ.



203-β
Κυρ. ΠΡΟ τής Υψώσεως. 9.9.2007

Εξακολουθεί να υπάρχει η εορτή της Παναγίας μας, και όπως το αναφέραμε χτες στο μικρό μας κήρυγμα, είπαμε ότι η Υπεραγία Θεοτόκος, ονομάζεται Θεοτόκος σύμφωνα με εκείνα τα οποία εδογμάτισε η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος, δεν την είπε μόνον Θεοτόκο, αλλά και την είπε και Θεομήτορα.
Θα μπορούσαμε αν θέλουμε, -αν θέλουμε βέβαια-, να πάρουμε ένα ένα τα γράμματα της λέξεως ΘΕΟΜΗΤΩΡ, Θήτα, Εψιλον, Όμικρον, Μι, Ητα και τα λοιπά, και στο καθένα από αυτό να κάνουμε μια μικτή ανάλυση.
Δεν θάθελα βέβαια να σας κουράσω διότι μόνον το πρώτο γράμμα, μας αναφέρεται σε αυτό το οποίον πιστεύουμε, δηλαδή εις Κύριον τον Θεόν, τον Έναν αλλά Τριαδικόν Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, αυτή είναι η πίστις μας.
Πιστεύομε εις έναν Θεόν, Τριαδικόν, Τρισυπόστατον, δηλαδή εις τρείς υποστάσεις.
Κάθε πρόσωπο είναι και τέλειος Θεός.
Όλος Θεός ο Πατήρ, όλος Θεός ο Υιός, όλος Θεός το Άγιον Πνεύμα.
Ένας και ο αυτός Θεός, εις τρία πρόσωπα. Γι’ αυτό και εις το σύμβολο της Πίστεως, είπαμε ότι ο Χριστός που απαγγείλαμε προηγουμένως, είναι ομοούσιος τω Πατρί.
Δηλαδή τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, έχουν την αυτήν ουσίαν.
Έχουν την αυτήν φύσιν, έχουν την αυτήν ενέργεια, έχουν μία και την αυτήν θέλησιν.
Δεν θέλει άλλα ο Υιός, άλλα ο Πατήρ, άλλα το Άγιον Πνεύμα, έχουν μία θέληση, γιατί είναι ένας Θεός που διακρίνεται εις τρία πρόσωπα.
Αυτή είναι και η διαφορά που λέγονται και υποστατικά ιδιώματα.
Τώρα θα μου πείτε γιατί να πούμε και αυτά τα ολίγα περί της Θεότητος του Ιησού Χριστού, πρέπει να τα γνωρίζουμε, γιατί δεν μπορούμε να συζητήσουμε ούτε με κανέναν άθεο, και πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να συζητήσουμε με αιρετικούς, γιατί δεν μπορούμε να τους αποστομώσομε, όταν αυτοί παρουσιάζουν Αγιογραφικά Χωρία παραποιημένα όμως, γι’ αυτό έχουμε και αιρέσεις, έχουμε και πλάνη.
Ότι λέμε, θα πρέπει να το στηρίζουμε στην Αγία Γραφή, και στην Καινή Διαθήκη, και στην Παλαιά Διαθήκη.
Και μέσα στην Καινή Διαθήκη θα βρούμε ότι ο Πατήρ είναι αγέννητος. Υποστατικό ιδίωμα αυτό, ο Υιός γεννητός, το Άγιον Πνεύμα εκπορευτόν, εκ μόνου του Πατρός, που στέλνεται, πέμπεται δια του Υιού, εις τον κόσμον ως Παράκλητος.
Να λοιπόν και οι μεγάλες διαφορές, που έχουμε με τους αιρετικούς και ακόμα δε και με αυτούς τους παπικούς.
Ο μητροπολίτης μας ο Πειραιώς έκανε μία πολύ μεγάλη αναφορά που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, και χαρακτηρίζει τον παπισμόν, αίρεση, που δεν έχει τίποτα που να είναι όρθιο και σωστό από δογματικής πλευράς και από πλευράς πίστεως.
Ο Υιός πάλι γεννάται από τον Πατέρα αϊδίως, δεν είναι σαν την γέννηση που κάνει μια μάνα, σε κάποια χρονική στιγμή, γεννάει το παιδί της. Εδώ η γέννησις είναι αϊδια, είναι παντοτινή, γι’ αυτό είναι και άχρονη, είναι και ανερμήνευτη, δεν μπορούν να την καταλάβουν τα δικά μας τα κοσμικά και πεπερασμένα μυαλά.
Και το Άγιον Πνεύμα όπως είπαμε είναι εκπορευτόν, από μόνον από τον Πατέρα, μόνον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον.
Τρία πρόσωπα ένας Θεός, άναρχος ο Πατήρ, συνάναρχος ο Υιός, και Συνάναρχον το Πανάγιον Πνεύμα.
Γι’ αυτό λέμε Άγιος ο Θεός, ο Πατήρ ο Άναρχος, Άγιος Ισχυρός ο Υιός ο Συνάναρχος, Άγιος Αθάνατος, το Πανάγιον Πνεύμα, το Συνάναρχον, Τριάς Αγία Δόξα σοι.
Ο Τριαδικός Θεός έχει πάρα πολλά ιδιώματα, άπειρα ιδιώματα, επειδή και άπειρος είναι ο Πανάγιος Θεός, είναι αυθύπαρκτος, είναι Άχρονος, διότι δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, γι’ αυτό είναι και Θεός, δεν έχει αρχή ύπαρξής Του, είναι αναίτιος και αυθύπαρκτος, είναι ο μόνος Ων, ο πάντοτε Υπάρχων.
Είναι Άπειρος, δεν περικλείεται σε περιορισμένα όρια, Αυτός περικλείει τα πάντα, και ολόκληρο το αστρικό σύμπαν, που θεωρείται σήμερα άπειρον, κάπου πρέπει λένε οι επιστήμονες να έχει ένα τέλος. Μετά τι είναι; Μερικοί απαντούν χάος. Λάθος, παντού υπάρχει Θεός.
Ένας Θεός που διακρίνεται σε τρία πρόσωπα και που περικλείει ολόκληρο το σύμπαν, αλλά και που έχει και τη δυνατότητα όμως, νάναι εδώ, νάναι μέσα στο Άγιο Ποτήριο, νάναι πάνω στην Αγία Λαβίδα, να μπεί στον καθένα που κοινώνησε μέσα του, και να μπαίνει και τώρα με την Θείαν Χάριν μέσα από τον λόγον που βγάζει ο Πανάγιος Θεός, δεν τον βγάζω εγώ, ο Θεός τον βγάζει.
Είναι Αναίτιος, γι’ αυτό και αυθύπαρκτος.
Είναι Τέλειος και είναι και Υπερτέλειος.
Ο Θεός είναι φώς. Εγώ είμαι το φώς του κόσμου, διακήρυξε ο ίδιος, φως άκτιστον και νοερόν, φως εράσμιον και αδιάδοχον, φως αϊδιον και παμφαεινόν, φως το υπέρφατον φάος. Φως ανέσπερον και υποστατικόν και τα λοιπά.
Επίσης ο Θεός είναι Παντοκράτωρ, Παντοδύναμος, Πανταχού Παρών, είναι Παντογνώστης, Αυτός ετάζει καρδίας και νεφρούς, είναι μέσα στην καρδιά σου, και αυτή τη στιγμή τι σκέφτεσαι το ξέρει. Και που πήγε το μυαλό σου λίγο πριν από ένα λεφτό, και αυτό γνωρίζει.
Όπως γνωρίζει και τα δικά μου, του κάθε ανθρώπου τα γνωρίζει. Τα πάντα γνωρίζει, δεν υπάρχει κάτι που να Του είναι γι’ Αυτόν άγνωστο.
Ο Θεός είναι Δίκαιος, αλλά δίκαιος νομοθέτης είναι και δίκαιος Κριτής, όχι σαν τις ανθρώπινες δικαιοσύνες Παναγία μου Χριστέ μου.
Είναι Πανάγαθος, είναι ακόμα πιστός και αληθινός, όλος Δόξα, φως, και θεία μακαριότητα, ο Θεός είναι Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου, και αυτόν ιδιαιτέρως του ανθρώπου, τον οποίον έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν.
Γι’ αυτό όταν ο άνθρωπος έπεσε εις την αμαρτία, θέλησε να τον σώσει και ο Θεός γίνεται άνθρωπος στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, της Μαριάμ, Μαριάμ λεγόταν τότε, της Θεοτόκου και Θεομήτορος και αειπαρθένου.
Αυτό είχαμε πει και άλλη φορά, το αειπάρθενο συμβολίζεται από τα τρία αστέρια που υπάρχουν στο μέτωπο της Παναγίας, δεξιά και αριστερά, όλες οι εικόνες, μηδεμιάς εξαιρουμένης αυτά τα τρία αστέρια τα έχουν διότι φανερώνουν την παρθενίαν της Παναγίας, Παρθένος προ του τόκου, Παρθένος κατά τον τόκον και Παρθένος μετά τον τόκον δηλαδή αειπάρθενος.
Έτσι με λίγα λόγια για το γράμμα Θήτα.

Μετά έρχεται το γράμμα Έψιλον. Αυτό αντιπροσωπεύει την ελπίδα και ελπίδα γεννιέται από την πίστη. Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων. Χωρίς ελπίδα στο έλεος του Θεού, ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν σώζεται. Και όποιος ελπίζει στο Θεό, ο Θεός δεν τον ντροπιάζει, ο Θεός ου καταισχύνει ουδένα, τον σώζει εκ του ασφαλούς, η ελπίδα είναι αυτή που θα ξανατονώσει μέσα μας την χλιαρή μας πίστη, την αδύνατη πίστη. Πίστη δεν έχω Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία, δυνάμωσέ μου την πίστη. Θα στερεώσει μέσα μας την υπομονή, -που δεν την έχουμε-, θα ζωντανέψει μέσα μας την αγάπη, την αληθινή αγάπη, ούτε και αυτή την έχουμε.
Αγάπη προς τον Θεόν εννοώ, εξ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος, διανοίας, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν που σημαίνει ότι πρέπει να θυσιαζόμαστε για τον πλησίον, ε, και αυτό δεν το πολυβλέπω.
Η ελπίδα με τη μετάνοια, η ελπίδα θα μας οδηγήσει στη μετάνοια, και οι δυο μαζί είναι το κλειδί που θα μας ανοίξει τον Παράδεισο.

Μετά το Θήτα, το Έψιλον, ακολουθεί το Όμικρον.
Το όμικρον θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει με το μηδέν.
Αλλά εκ του μηδενός εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτή.
Πάντα δι’ αυτού του Θεού του Υιού και Λόγου εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν, ο γέγονεν, επισφραγίζει ο λόγος της Αγίας Γραφής, στον τρίτο στίχο του Ευαγγελιστού Ιωάννου του πρώτου κεφαλαίου.
Σεις χριστιανοί μου ανοίγετε καμιά φορά την Καινή Διαθήκη, να διαβάζεται λίγο πότε πότε, έτσι κανένα στίχο, καμιά σελίδα απ’ την Καινή Διαθήκη, για να μάθετε τι πιστεύετε;
Τι είναι πέντε λεπτά; Μια σελίδα δεν κρατάει πάνω από πέντε λεπτά, άντε λοιπόν να μας κάνετε τη χάρη, τη χάρη του Θεού να κάνετε, όχι τη δική μου. Και να διαβάζετε. Άρα λοιπόν ο Θεός τα πάντα εποίησε από το μηδέν.

Το γράμμα Μι, ΘΕΟΜΗΤΩΡ, ύστερα ακολουθεί το μι.
Το μι αντιπροσωπεύει τον αριθμό σαράντα, σαράντα μέρες στο όρος Σινά παρέμεινεν ο Μωυσής, μέχρι που να παραλαύει τις πλάκες του Νόμου με τις Δέκα Εντολές, εισερχόμενος στο γνόφο του Θεού. Άλλωστε και ο προορισμός ο βαθύτερος και ο τελικός σκοπός της νοεράς καρδιακής προσευχής, είναι να εισέλθει κανείς εις τον γνόφον του Θεού, δια θεωρίας και εκστάσεως.
Σαράντα μέρες ο Κύριος παρέμεινε στο Σαραντάρειον Όρος. Πριν εξέλθει στην δημόσια Ευαγγελική Του δράση, με νηστεία απόλυτη, αγρυπνία και προσευχή, με νηστεία, χωρίς νερό και χωρίς ψωμί. Και κει την τεσσαρακοστήν ημέρα, νίκησε τον Διάβολον κατά κράτος, όταν εμφανίστηκε μπροστά του στους τρείς μεγάλους πειρασμούς.
Ο πρώτος πειρασμός ήταν της σωματικής απολαύσεως των υλικών αγαθών και αναγκών. Όταν Του είπε ο Διάβολος, Αν είσαι Υιός του Θεού κάνε αυτές τις πέτρες ψωμιά για να χωρτάσεις την πείνα σου, επειδή πείνασες. Και κείνος του απήντησε με τον φοβερόν εκείνον λόγον, ότι ουκ επ’ άρτον ζήσεται μόνον άνθρωπος, αλλά επί παντί ρήματι εκπορευομένου δια στόματος Θεού.
Δεύτερον. Της φιλοδοξίας και της υπερηφάνειας. Αυτόν τον πειρασμόν τον κατετρόπωσε, όταν αρνήθηκε να πέσει απ’ το πτερύγιον του Ναού του Σολομώντος.
Και τρίτον της φιλαργυρίας και της πλεονεξίας όταν Του έδειξε όλου του κόσμου τα αγαθά, όλους τους θησαυρούς της γης και του είπε : «Θα είναι δικά σου, αν πέσεις να με προσκυνήσεις.» Και Κείνος του απάντησε ότι μόνον Κύριον τον Θεόν, αυτόν και μόνον, προσκυνήσομεν και αυτόν μόνον λατρεύσομεν.
Σαράντα μέρες ο Κύριος παρέμεινε κοντά στους μαθητάς Του, από την ημέρα της Αναστάσεώς Του μέχρι και την ημέρα της Αναλήψεως, ευαγγελιζόμενος αυτούς, και μεταβιβάζοντας σ’ αυτούς το τριπλόν αξίωμά Του,
το Αρχιερατικόν, με το οποίον τους κατέστησε Αποστόλους και διαδόχους Του,
το Προφητικόν, δηλαδή τους κατέστησε διδασκάλους της Οικουμένης και ερμηνευτάς του λόγου του Θεού, κηρύσσοντας τη νέα πίστη, βαπτίζοντας στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και θαυματουργούντες, μέχρι και αναστάσεως νεκρών,
και τρίτον τους παρέδωσε και το Βασιλικόν αξίωμα με το οποίον οργάνωναν τις τοπικές εκκλησίες και κατόπιν τις διοικούσαν.
Αλλά και σαράντα χρόνια όμως ταλαιπωρήθηκε ο λαός του Ισραήλ, ο λαός των Ιουδαίων, εξαιτίας των αμαρτιών του, μέχρι που να φτάσουν στη γη Χαναάν.

ΘΕΟΜΗΤΩΡ. Μετά το μι ακολουθεί το ήτα. Με το γράμμα ήτα, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην Ηρεμία των λογισμών, και στην ησυχία της καρδιάς, και να αναπτύξουμε αν θέλουμε ή την τέχνην των λογισμών και τα προβλήματα που προκαλούνται και ακολουθούν από τον πόλεμο, τον αόρατο πόλεμο, ή τον ορατό πόλεμο, των δαιμόνων και των εχθρών της πίστεως, ή για το μεγάλο κεφάλαιο της νοεράς καρδιακής προσευχής, που λέγεται και καρδιακή ησυχία.
Αντιπροσωπεύει όμως το ήτα και τον αριθμό οκτώ, και στην Εκκλησία μας, οκτώ ήχοι ψάλονται. Μέσα σ’ αυτούς τους ήχους, ενυπάρχει ολόκληρη η Εκκλησιαστική μας υμνολογία. Ολόκληρον το κοσμοσωτήριον έργον του Χριστού, όλες οι εκκλησιαστικές ακολουθίες της κάθε γιορτής χωριστά. Να, οι ψαλτάδες μας τα ξέρουν, από τον Ευαγγελισμό, τη Γέννηση, τα Πάθη, την Ανάσταση, την Ανάληψη και την Πεντηκοστή, επίσης όλες οι ακολουθίες των γνωστών Αγίων, μαρτύρων, οσίων, δικαίων, προφητών, πατέρων, ιεραρχών και λοιπά. Τα περίφημα δογματικά Θεοτοκία, τα Θεοτοκάρια, οι Παρακλήσεις, δηλαδή όσα ψάλλονται από την πρώτη Σεπτεμβρίου μέχρι και την τριακοστήν πρώτην Αυγούστου, μαζί με τα νεκρώσιμα και πλήθος άλλων ακολουθιών, τα πάντα ψάλλονται μέσα από αυτούς τους οκτώ ήχους.

Στο γράμμα ταύ μου φαίνεται θα σταματήσω.
Μας υπενθυμίζει όχι μόνο τους τύπους για να τονίσουμε τη διαφορά μεταξί των τύπων και της ουσίας, αλλά και κυρίως μας υπενθυμίζει και την τυραννίαν των τύψεων.
Η τυραννία των τύψεων θα μας οδηγήσει στο πετραχήλι του πνευματικού, και δια του πετραχηλίου στο ποτήριον της ζωής, στη Θεία Κοινωνία, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Το γράμμα όμως ταύ, μας υπενθυμίζει και την πιο μεγάλη αρετή. Την ταπείνωση.
Όποιος έχει αληθινή ταπείνωση, και αληθινό ταπεινό φρόνημα, κερδίζει τον Παράδεισο τζάμπα. Δωρεάν. Χωρίς άλλες διαδικασίες.
Και αυτό διότι ο Θεός στους ταπεινούς δίνει τη χάρη Του. Δίνει τις ευλογίες Του. Και δεν τη δίνει στους εγωιστάς, και στους υπερηφάνους, τους οποίους τελείως αποστρέφεται.
Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι την χάριν. Και αλλού μας διαβεβαιώνει ότι την αγαθή Του ματιά και την ιδιαίτερη φροντίδα για την σωτηρία της ψυχής ενός χριστιανού, την προσφέρει σ’ εκείνον ο οποίος είναι ταπεινός.
Και λέγει «επί τίνα επιβλέψω»; Τάδε λέγει Κύριος ο Παντοκράτωρ. «Αλί, παρά μόνον επί τον ταπεινόν. Και τον ησύχιον». Μάλιστα. Σ’ αυτόν επιβλέπει. Σ’ αυτόν στρέφει την φροντίδα Του. Σ’ αυτόν δίδει την χάρη Του. Σ’ αυτόν δίδει την ευλογία Του. Στον ταπεινό, και τον ήσυχο, τον πράο, τον ήρεμο, τον άκακο, τον καλοσυνάτο.
Και μάλιστα στον πεντηκοστό ψαλμό της μετανοίας επιβεβαιώνεται το καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει. Δεν θα αφήσει ο Θεός ούτε τον Διάβολον, ούτε τους κακούς ανθρώπους να εξουθενώσουν και να απελπίσουν τον ταπεινόφρονα άνθρωπο… με την ταπείνωση θα εξουδετερωθούν και οι δαίμονες και οι κακίες των φθονερών ανθρώπων.
Με μόνον την ταπείνωση, άμα έχουμε ταπείνωση, έχουμε και πίστη, -ποιος ταπεινώνεται νάχει πίστη,- έχομε και πραότητα, έχουμε και αγάπη, ο ταπεινός όλους τους αγαπάει, δεν κάνει διακρίσεις, είναι μακρόθυμος, είναι εγκρατής, έχει αγαθοσύνη μέσα του, ο ταπεινός καλλιεργεί κάθε μέρα τη μετάνοια και ό,τι βλέπει ότι είναι γή και σποδός, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία και πάσα αρετή ως κάθαρμα την λογίζει, ως ράκος αποκαθημένη.
Αυτή είναι η αρετή του και η δικαιοσύνη του, άρα λοιπόν να που φθάνει ο ταπεινός.
Ταπεινός χωρίς υπομονή γίνεται; Να λοιπόν που ο ταπεινός έχει υπομονή. Να που έχει ειρήνη στην καρδιά του, ειρήνη και ησυχία στη συνείδησή του. Και διατρέφει την ελπίδα και έχει το σύνολον των αρετών.
Η ταπείνωσις είναι ο βράχος, είναι ο θεμέλιος λίθος, είναι το αγκωνάρι πάνω στο οποίο στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της σωτηρίας της ψυχής μας.

Το όμικρον και το ρο θα μας πάρουν άλλα δέκα λεπτά, θα διακόψομε εδώ.
Η Χάρις του Αγίου Θεού, βλέπομε ότι αν ασχολούμεθα λίγο περισσότερο, με την Αγία Γραφή, με την μελέτη της Καινής Διαθήκης, και στεκόμαστε πότε πότε σε κανένα στίχο που μας κάνει εντύπωση, θα μας δώσει πλούσια τα νοήματα και κατευθύνσεις και γραμμές σωτηρίας. Γι’ αυτό λοιπόν να μελετάμε την Γραφή, γι’ αυτό να εκκλησιαζόμεθα, γι’ αυτό να εξομολογούμεθα, γι’ αυτό και να κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων, γι’ αυτό και να προσευχόμεθα μέρα νύχτα, και ει δυνατόν με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Σ’ αυτό θα μας βοηθήσει η Υπεραγία Θεοτόκος διότι και αυτήν επικαλούμεθα, είπαμε και γράψαμε και στα βιβλία ότι ζητάει η Παναγία, «να με φωνάζετε» λέει, «να με φωνάζετε, γιατί δεν με φωνάζετε»; Γιατί δεν με παρακαλείτε; Γιατί; Γιατί δεν την παρακαλώ και γω;
Ε, αμα δεν την φωνάζομε, αν δεν την παρακαλούμεθα, δεν θα έχομε την τροφήν του ουρανού και δεν θάχουμε την λύσιν των προβλημάτων μας.

Αμήν.