Κυριακή 23 Μαρτίου 2003
Η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου για το άκτιστον φώς και οι δικές μας υποχρεώσεις
178-β
Κυρ. Β' Νηστειών
Σήμερα αδελφοί μου, Δευτέρα Κυριακή των Νηστειών, η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Οσίου πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Πατερική μορφή του δεκάτου τετάρτου αιώνος. Άγιος της Εκκλησίας μας. Μαχητής της Ορθοδόξου πίστεως και ακλόνητος στύλος των Ορθοδόξων δογμάτων. Αγωνιστής και ομολογητής, νους θεολογικότατος, ή μάλλον υψιπέτης της Θεολογίας.
Ήταν και είναι ο μέγας κήρυξ της Θείας Χάριτος. Είναι αυτός που απέδειξε έμπρακτα ότι το θείον φως της Τριαδικής Θεότητος είναι άκτιστο και όχι κτιστό όπως υπεστήριζε ο αιρετικός και λατινόφρων Βαρλαάμ. Καθοράται δε αυτό το φως από τα μάτια της ψυχής, διά μέσου των ακτίστων ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος. Και επιπλέον είναι αυτός που θεμελιώνει και τεκμηριώνει την άθληση της Νοεράς Προσευχής ή για την ακρίβεια της καρδιακής προσευχής, ή της λεγομένης καρδιακής ησυχίας, διότι κατά τον ίδιον Άγιον, ησυχία είναι η νοερή αίσθησις της θείας ουρανίου καλλονής, ή, η κατ’ αίσθησιν νοερά και απλανής ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μέσα από την διδασκαλία και την πράξη της καρδιακής προσευχής, με την επίκληση που γίνεται με το όνομα του Ιησού Χριστού "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", προσφέρει αυτόν τον ίδιον τον Χριστόν, μέσα στην καρδιά μας νοερά. Μη σας φαίνεται παράξενο, το βεβαιώνει και ο ίδιος ο Κύριος όταν ομιλεί εξ ονόματος της Αγίας Τριάδος και λέγει ότι «προς αυτόν τον προσευχόμενον νουν, την προσευχομένην και καθαράν καρδίαν, ελευσόμεθα και μονήν παρά αυτώ ποιήσομεν».
Και αλλού επισημαίνεται αγιογραφικά ότι «η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί».
Αλλά ο Χριστός προσφέρεται όχι μόνος του, αλλά πάντοτε μετά του Θεού Πατρός, και του Αγίου Πνεύματος, ως μία Θεότης, αδιαίρετος και ομοούσιος, εν τρισί προσώποις προσκυνουμένη. Ο Ιησούς Χριστός αδελφοί μου, έχει όνομα, «το υπέρ πάν όνομα, εις το οποίον κάμπτεται παν γόνυ, και επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων».
Από την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί ακτίστου φωτός και καρδιακής νοεράς προσευχής, αποδεχόμαστε ημείς οι Χριστιανοί, που ζούμε και αγωνιζόμαστε μέσα σ’ αυτόν τον κόσμον, τόσα, όσα χωράει η καρδιά μας.
Και πόσα χωράει η καρδιά μας; ίσως με ρωτήσετε.
Αυτό εξαρτάται από τον αγώνα που κάνουμε για να καθαριστούμε από τα πάθη μας τηρώντας τις Ευαγγελικές εντολές και συμμετέχοντες στα Πανάγια Μυστήρια. Και τα μεν μυστήρια, Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία και Ιερά Εξομολόγησις, ενεργούν ανάλογα προς την ενεργουμένη πίστη και τη θέληση που έχουμε γι’ αυτόν τον πνευματικόν αγώνα.
Άλλο να νομίζουμε ότι έχουμε την πίστη και κάνουμε αγώνα και άλλο να τον κάνουμε στην πραγματικότητα. Οι Ευαγγελικές πάλι εντολές προϋποθέτουν την ακριβή τήρησή τους. Αγαπάς τον Θεόν; Τότε και τις εντολές του τηρείς με ακρίβεια, και στα μυστήρια συμμετέχεις. Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε, μας βεβαιώνει και μας παρακαλεί ο ίδιος ο Κύριος.
Τα Πανάγια Μυστήρια και οι Ευαγγελικές εντολές όταν τηρούνται μας οδηγούν στην πίστη και στην αγάπη, στην μετάνοια και την ταπείνωση, στην κάθαρση από τα πάθη. Στο φωτισμό, στην τελείωση, στη θέωση, στον αγιασμό. Και αν αυτά μας φαίνονται αδύνατα και εξωπραγματικά, μερικοί λέει και εξωφρενικά, έρχεται η ζωή των αγίων, μα όλων των αγίων, από του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, μέχρι και του τελευταίου των ημερών μας και μας βεβαιώνει ότι «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει στην παντοδυναμία του Ιησού Χριστού, διότι «αυτός που πιστεύει μένει εν τω Χριστώ, ο Χριστός εν αυτώ, και ούτος φέρει καρπόν πολύν». Και ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί».
Όλα είναι δυνατά για τον κάθε χριστιανό, αρκεί να κάμει τον αγώνα εναντίον της αμαρτίας, προστρέχοντας κάθε μέρα στο έλεος και στην αγάπη του Αγίου Θεού, με πολλή προσευχή, με νηστεία των πέντε αισθήσεων και ιδιαιτέρως των ματιών και της γλώσσας, - η σωματική νηστεία εξαρτάται πολύ από την υγεία μας και τις οδηγίες του γιατρού και του εξομολόγου.
Με εγκράτεια πνευματική, με αγόγγυστη υπομονή, και με τόσα άλλα που κατά καιρούς αναλύσαμε και κηρύξαμε. Ο Ευαγγελικός λόγος, ή μάλλον ο λόγος του Θεού, όπως μας προσφέρεται μέσα από την Καινή Διαθήκη, ιδιαίτερα από την Καινή, αλλά και από την διδασκαλίαν των θεοφόρων Πατέρων ημών, και του σημερινού Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, δεν σχολιάζεται, αλλά τηρείται και εφαρμόζεται. Δεν κρίνεται η οδός του Χριστού αλλά ακολουθείται. Δεν γογγύζουμε κατά του Θεού λέγοντας ότι ο λόγος του δεν έχει εφαρμογή στις ημέρες μας και στην εποχή μας. Αλλά υποτασσόμεθα σ’ αυτόν τον λόγον, κάνομε απόλυτη υπακοή. Όπως εκείνος «εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού», εις τον ουράνιο Πατέρα, έτσι και μείς οφείλομε να κάνομε όλοι μας υπακοή στο λόγο Του, που είναι για μας, ο λόγος Του, η τροφή που μας χορταίνει, το φως που μας φωτίζει, ο δρόμος που μας οδηγεί, η ζωή που μας σώζει.
Ο δε σημερινός Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, θέλει όλους εμάς του χριστιανούς τελείους, αγίους, πεφωτισμένους, για να μπορούμε όπως γράφει να γευθούμε με αίσθηση ψυχής όλον τον προσφερόμενον και μεγαλόπρεπον πλούτον της Θείας Χάριτος. Μια δηλαδή θεϊκή αλλοίωση που περνά και στο κεκαθαρμένο σώμα ως ναόν του Θεού, κατ’ αναλογίαν της ψυχοσωματικής προκοπής του αγωνιζομένου αυτού Ορθοδόξου πιστού χριστιανού.
Αυτή η θεϊκή αλλοίωσις αδελφοί μου, της δεξιάς του Υψίστου, είναι μια ζωντανή πραγματικότητα, που εξάγεται από τον όλον άνθρωπον, ως ευωδία του Αγίου Πνεύματος. Ευωδία του Αγίου Πνεύματος.
Τέτοιον Άγιον εμείς οι ανάξιοι και αμαρτωλοί, και τον αγκίξαμε με τα χέρια μας, τον αγκαλιάσαμε, τον ασπαστήκαμε, εισπνεύσαμε την ευωδιασμένη αναπνοή του, και μας ευλόγησε με τα αγία του χεράκια. Όπως ο μακαριστός πατήρ Σωφρόνιος από το Έσσεξ, όπως ο μακαριστός πατήρ Ιάκωβος ο Τσαλίκης, απ’ τον Όσιο Δαβίδ, και εξακολουθούν να μας ευλογούν από τους ουρανούς.
Και δεν είναι μόνον ένας ή δύο ή τρείς ή πέντε ή δέκα. Υπάρχουν κι άλλοι σήμερα, και άλλοι, και άλλοι πολλοί, αφανείς όμως, άγνωστοι, απλοί, ταπεινοί αλλά μακάριοι.
Και όλοι τους αδελφοί μου είναι μια ζωντανή μαρτυρία, μια ζωντανή ομολογία, μια περιφερομένη ζωντανή αφανής ομολογία. Είναι δηλαδή μια απλανής υπόμνησις της αφθάρτου αιώνιας ζωής στη Βασιλεία του Θεού, πάνω στη γη, δηλαδή στον άνθρωπον.
Αυτά βιώνει ο αληθινός Ορθόδοξος χριστιανός, ο πιστός, ο ομολογητής, ο μάρτυρας, ο αγωνιστής. Και τέτοιους μας θέλει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η Υπεραγία Θεοτόκος, όλοι οι Άγιοι και ο Πανάγιος Θεός.
Είθε να ακολουθήσουμε πιστά τις άγιες συμβουλές του, το εύχομαι με όλη μου την καρδιά,
Αμην.
Κυριακή 2 Μαρτίου 2003
Δύο θαυμαστές ιστορίες που έχουν άμεση σχέσι με τον θάνατο και την κρίση του Αγίου Θεού
Κυρ. Απόκρεω
Μία από τις μεγάλες ημέρες της Χριστιανοσύνης είναι και η σημερινή Κυριακή, η Κυριακή των Απόκρεων.
Η Εκκλησία μας υπενθυμίζει σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, αλλά και σε κείνους οι οποίοι είναι μακράν της πίστεως, ότι θα έλθει η ημέρα της Κρίσεως για να ανταποδώσει ο Θεός την δικαιοσύνην εις τους ανθρώπους. Τους αγαθούς να τους αμείψει. Και τους αμετανοήτους αμαρτωλούς να τιμωρήσει.
Και η τιμωρία θα είναι η Κόλασις αιώνιος, που σημαίνει στέρησις της αγάπης του Αγίου Θεού. Όχι στέρησις της πανταχού παρουσίας, ο Θεός θα είναι πανταχού παρών, ακόμα και σ’ αυτό το οποίον ονομάζεται «Κόλασις αιώνιος». Αλλά η παρουσία του Αγίου εκεί Θεού θα προκαλεί φρίκη και μίσος, του διαβόλου, των δαιμόνων και των ανθρώπων που αγάπησαν τη ζωή της αμαρτίας, ενώ από την άλλη πλευρά οι άνθρωποι, οι ψυχές των χριστιανών, θα ευφραίνονται από την Δόξαν Αυτού.
Όλως συμπτωματικά χτες το βράδυ βρήκα κάποιες σημειώσεις οι οποίες με πληροφόρησαν για το εξής γεγονός:
Πριν από χρόνια βρέθηκα σ’ ένα νοσοκομείο για να εξομολογήσω εκτάκτως έναν ετοιμοθάνατο από καρκίνο.
Και ήτο μόνος εις το θάλαμο, το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο, και έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας και μου εξομολογήθηκε τα εξής.
Είμαι εδώ περίπου ένα μήνα, και είχα στο διπλανό κρεβάτι για σύντροφο έναν αρκετά μεγάλον άνθρωπο, γύρω στα ογδόντα χρόνια. Εγώ είμαι σαράντα δύο ετών.
Εκείνος μέσα στους φρικτούς πόνους που είχε, έλεγε συνεχώς «Δόξα σοι ο Θεός, Δόξα σοι ο Θεός, Δόξα σοι ο Θεός», και έλεγε και διάφορες άλλες προσευχές και ανεπαύετο και ξεκουράζετο και γω δεν ξέρω με ποιόν τρόπον, αντιθέτως δε εγώ αγανακτούσα, όχι μόνον από τους πόνους τους φρικτούς που είχα, αλλά και γιατί έβλεπα αυτόν τον συνασθενή μου να δοξολογεί συνεχώς τον Θεόν.
Και του έλεγα «σκάσε επιτέλους να λές αυτό το «δόξα σοι ο Θεός», δε βλέπεις πως αυτός ο Θεός μας βασανίζει».
«Δεν μας βασανίζει». Απλώς μας καθαρίζει από την βρωμιά. Και αν ησχολήσω με καμία σκληρή δουλειά, όπου τα ρούχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς και θα εχρειάζεσο μία σκληρή βούρτσα για να καθαριστείς καλά, και συ και το σώμα σου και τα ρούχα σου, κατά τον ίδιον τρόπον λοιπόν και ο Θεός χρησιμοποιεί, την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάσει για την Βασιλεία των Ουρανών.»
«Δεν πιστεύω σε τίποτα, ούτε στον Θεόν, ούτε σ’ αυτά τα κολοκύθια που μου λές περί Βασιλείας του Θεού σου».
«Ε, τότε θα περιμένεις να δεις τον τρόπον με τον οποίον εγώ θα αποχωριστώ από το σώμα».
Και η ημέρα αυτή έφτασε. Και θέλησαν μέσα στο νοσοκομείο όπως ήταν και καθήκον τους να βάλλουν ένα παραβάν, - αλλά διαμαρτυρήθηκε ο εν λόγω κύριος του οποίου το όνομα αν δεν απατώμαι ήτο Ξενοφών, και είπε -
«όχι, δεν θέλω (το παραβάν), θέλω να δω πως αυτός ο άνθρωπος θα πεθάνει».
Και πράγματι λοιπόν έφτασε η στιγμή αυτή, την ώρα του θανάτου. Δοξολογούσε συνεχώς τον Θεόν, άρχισε να λέγει τους Χαιρετισμούς, είπε το «Θεοτόκε Παρθένε», σταύρωσε … εσταυρώνετο συνεχώς, έκαμε το σημείον του Σταυρού, σήκωσε για μια στιγμή τα χέρια ψηλά και είπε
«Καλώς τον άγγελόν μου, σε ευχαριστώ που ήρθες, με τόση λαμπρά συνοδεία να πάρεις και να παραλάβεις την ψυχή μου. Σε ευχαριστώ πολύ».
Έκαμε το σημείον του Σταυρού, σηκώθηκε ψηλά, σήκωσε τα χέρια του, ξάπλωσε, τα σταύρωσε και εκοιμήθη.
Και ξαφνικά το δωμάτιο, λέγει, μαρτυρώντας ο Ξενοφών ο ασθενής, ο άπιστος και ο άθεος και βλάσφημος, ότι το δωμάτιο έλαμψε περισσότερο από ότι αν το φώτιζε ένας μεσημεριάτικος ήλιος. Σαν να ήταν δέκα ήλιοι και περισσότερο. Τόσο πολύ φωτίστηκε το δωμάτιο. Για λίγο βέβαια, γιατί έσβησε το φως, ήρθε η φυσική κατάστασις, αλλά το δωμάτιο όμως εκείνο, επλημμύρισε από ευωδία, η οποία σκορπίστηκε σε όλο το διάδρομο, και έτρεχαν οι άλλοι ασθενείς να διαπιστώσουν από πού εξήρχετο αυτή η άρρητος ευωδία.
«Έτσι πάτερ μου επίστευσα, γι’ αυτό και σε φώναξα για να εξομολογηθώ. Αλλά το απόγευμα της ίδια μέρας, τάβαλα με τους δικούς μου, τάβαλα με τον πατέρα μου, με τη μάνα μου, με τα μεγαλύτερα τα αδέλφια μου, με τους συγγενείς και τους φίλους και τους φώναζα και τους έλεγα, γιατί δεν μου μιλήσατε για τον Θεόν. Ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος, και κάποτε αυτή η ψυχή θα χωριστεί από το σώμα για να δώσει το λόγο της, γιατί με οδηγούσατε εσείς με τις συμβουλές σας και με τους τρόπους σας, και με την ίδια σας την διαγωγή μέσα στους δρόμους της αμαρτίας, στα καπηλιά και στα κέντρα της διασκεδάσεως, μέσα στην αμαρτία, στην ανηθικότητα, στη βρωμιά, στην κλεψιά, στην απάτη, στο ψέμα, στη συκοφαντία, στην κακία, στην υπερηφάνεια, στην κενοδοξία, στον εγωισμό, στο πείσμα… Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή, γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη, γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Χριστό, γιατί;
Αλλά το έλεος του Θεού όμως ήτο μεγάλο. Ήτο μεγάλο.
Και η εξομολόγησή του ήτο ειλικρινής, και σε δυο τρείς μέρες που έφυγε από αυτόν εδώ τον κόσμο ο Ξενοφών, εδοξολογούσε και αυτός τον Θεόν και εκοιμήθη ησύχως.
Έτσι πιστεύω ότι και ο μεν και ο δε, μ’ έναν τρόπο ανερμήνευτον που ο Θεός ορίζει, αυτοί θα τύχουν της καλής απολογίας μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού για να ακούσουν τούτα τα λόγια τα οποία ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα. «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην Βασιλεία από καταβολής κόσμου, διότι σεις τηρήσατε τις εντολές μου».
Ο μεν ένας τις τηρούσε από μικρό παιδί, ο δε άλλος τήρησε έμπρακτα την εντολήν της μετανοίας. Διότι άλλωστε αυτό είναι και το κήρυγμα του Κυρίου. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών», και όλα τα ιερά γράμματα της σημερινής ημέρας, ενώ μας υπενθυμίζουν την φοβεράν ημέραν της Κρίσεως, από την άλλη πλευρά μας λένε ότι μοναδική σωτηρία είναι ο Χριστός. Αλλά εις τον Χριστόν ερχόμαστε διά της μετανοίας. Δια της πίστεως, και δια μέσου των Παναγίων Μυστηρίων, της Ιεράς Εξομολογήσεως, της Θείας Ευχαριστίας.
Είπε το Εωθινόν Ευαγγέλιον «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Αλλά αυτός που πιστεύει μετανοεί, ταπεινώνεται, αγαπά, προσέχει τον πλησίον, εκκλησιάζεται, εξομολογείται, τηρεί τις εντολές, καλλιεργεί τις αρετές, και κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να βρίσκεται πιο κοντά εις τον Χριστόν.
Να μην ξεχνάμε ποτέ και αυτό να γίνει διδασκαλία και στα παιδιά μας, καθημερινή διδασκαλία, μια μέρα θα πεθάνουμε, και θα δώσουμε λόγον για τα λόγια μας, για τα έργα μας, για τις σκέψεις μας, για τις επιθυμίες μας, για τις διαθέσεις μας, για τις προθέσεις μας, για αυτά που κρύβει ο νούς, και αυτά που έχει βαθιά μέσα στην καρδιά του ο κάθε άνθρωπος. Διότι Εκείνος βλέπει, είναι «ο τα πάντα ορά», εκείνος που τα βλεπει όλα, αυτός που ετάζει καρδίας και νεφρούς.
Και θυμάμαι και μία άλλη παρόμοια διήγηση την οποίαν ήκουσα πριν από δέκα περίπου ημέρες, όταν ήμουν στην Αριζόνα, από τον γέροντά μου.
Ήτο έτοιμη να κοιμηθεί μια αγία ψυχή, η οποία την τελευταία εβδομάδα πριν αναχωρήσει απ’ αυτόν τον κόσμον, έγινε μοναχή, ή έγγαμος γυνή, με καμιά δεκαριά παιδιά και με αγώνες εξαιρετικά πνευματικούς σε αυτήν εδώ τη ζωή.
Πολλά τα βάσανα, πολλές οι στεναχώριες, πολλές οι πίκρες και οι θλίψεις της ζωής, αλλά ποτέ δε βγήκε, κατά την ομολογίαν του πνευματικού μου, που την εξομολογούσε επί εικοσιτέσσερα χρόνια, κανένα παράπονο από τα χείλη της. Κανένα παράπονο, ποτέ. Και ποτέ δεν ήθελε να κρίνει άνθρωπον, και αυτό ακριβώς εδίδασκε στα παιδιά της και στα εγγόνια της.
«Μην κρίνετε κανέναν άνθρωπον, δεν ξέρετε τι κρύβει στην καρδιά του, να παρακαλείτε μόνο να φωτίζεται και κείνος και σεις. Να έχετε μεταξύ σας αγάπη, να κάμετε το καλόν και το παράδειγμα των γονιών σας και εμού να ακολουθείτε».
Που σημαίνει ότι εγώ ουδέποτε απουσίασα από την εκκλησία. Ουδέποτε έπαψα να προσεύχομαι, πρωί μεσημέρι και βράδυ, ενήστευα κατά το δυνατόν – όταν βέβαια αρρώστησα και αδιαθέτησα φρόντιζα να νηστεύω στις σκέψεις και στους λογισμούς, - και από το χεράκι μου δεν άφηνα ποτέ το κομποσχοινάκι, φωνάζοντας και εκλιπαρώντας το έλεος του Θεού, και λέγοντας "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Έτσι λοιπόν και αυτή όπως και ο προαναφερθείς κύριος που είπα προηγουμένως και αυτή εσηκώθη ολόκληρο το σώμα της, άνοιξε τα χέρια της, καλωσόρισε και αυτή με τη σειρά της τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον άγγελο φύλακα της ψυχής της, και τους άλλους αγγέλους και αγίους και παρέδωσε κατά τον ίδιον τρόπον την ψυχήν της.
Και ιδού το γεγονός ίδιο, όμοιο να επαναλαμβάνεται, όπως εγένετο πέρυσι το δύο χιλιάδες ένα, τη Μεγάλη Σαρακοστή, εις την Νέα Υόρκη σε ένα μοναστήρι έξω απ’ αυτήν, να επαναλαμβάνεται αυτό το γεγονός που επαναλήφθη πριν από είκοσι τόσα χρόνια στο νοσοκομείο του Μεταξά. Δηλαδή να φεύγει η ψυχή με προσευχή, να λάμπει ολόκληρο το πρόσωπο, να φωτίζεται το δωμάτιο παρόντων τόσων ανθρώπων, και μοναχών, και άλλων αδελφών, οικείων και συγγενών, και τέκνων και εγγονών, και να εξέρχεται κατόπιν από το στόμα της άρρητος ευωδία.
Αυτή είναι και η καλή και χρηστή απολογία μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού.
Είμαστε έτοιμοι να τη δώσουμε; Είμαστε έτοιμοι; Αν δεν είμαστε ας αρχίσουμε απ’ αυτή τη στιγμή, να λέμε «Χριστέ μου ελέησέ με, γιατί είμαι αμαρτωλός», και ο Θεός να είστε υπερβέβαιοι, θα μας σώσει. Και θα μας κατατάξει εις τα δεξιά Του και το εύχομαι με όλη μου την ψυχή σε όλους σας, και σεις να το εύχεστε σε μας τους ιερείς,
Αμήν.
Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2003
Περί Ιερωσύνης και Θείας Λειτουργίας, Κυριακή της Υπαπαντής 2003
177 γ
πρωϊνό κήρυγμα
Και συνεχίζουμε χριστιανοί μου με το δεύτερο μέρος της προηγούμενης ομιλίας, σήμερα Κυριακή, Υπαπαντή του Κυρίου, 2 Φεβρουαρίου 2003.
Για την Υπαπαντή του Κυρίου έχουμε μιλήσει πολλές φορές, και τονίσαμε ιδιαίτερα τον Άγιο Συμεών το Θεοδόχο, ο οποίος είχε την ειδική ευλογία και χάρη από τον Θεόν, να υποδεχτεί στην αγκαλιά του το Θείο Βρέφος, τότε, ως ιερεύς στο Ναό του Σολομώντος.
Εμάς, δεν μας ενδιαφέρει ο ιερεύς της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά ο ιερεύς της Νέας. Ιερέας και η ιεροσύνη της Νέας Διαθήκης. Ο σημερινός κληρικός παντός βαθμού. Μας ενδιαφέρει ο ιερεύς, που φέρει την ιεροσύνη του Χριστού και είναι διάδοχος των Αποστόλων. Χωρίς την ιεροσύνη, χωρίς τον φτωχό παπά με τα άγια μυστήρια, δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε ένα βήμα στην πνευματική μας ζωή.
Η αγία πείρα και οι μυστικές εμπειρίες αν υπάρχουν από έναν πνευματικό ιερέα ή έναν καταξιωμένο λειτουργό του Υψίστου, είναι αυτές που θα μας οδηγήσουν με ασφάλεια στο δρόμο της σωτηρίας εφόσον βέβαια και μεις κάνουμε υπακοή και εις τον ιερέα, τον πνευματικό, και εις το Άγιον Ευαγγέλιο.
Η ιεροσύνη από μόνη της είναι ένα θαύμα, είναι θαύμα θαυμάτων, που κάνει τον ιερέα φλογερό προφήτη, λειτουργό θεϊκού πυρός, μέσα σ’ έναν κόσμο διεστραμμένο, κακόβουλο, μοχθηρό και άπιστο.
Η Θεία Λειτουργία μεταβάλει τον παππούλη σε άγγελο της Αναστάσεως και ζωής, σε ελπίδα και βεβαιότητα Αναστάσεως μέσα σε αυτήν την φρικτή κοιλάδα του Ιωσαφάτ, των δακρύων και του πόνου, της αμαρτίας και του θανάτου.
Και επειδή τόνισα την λέξη «Ανάσταση», θυμήθηκα τον πατέρα Ιάκωβο, που ευρίσκετο στον Όσιο Δαβίδ Ευβοίας, που είχα την τιμή να γνωρίσω προσωπικά, όπως και ο ίδιος μας διηγείτο, παρουσία της πρεσβυτέρας, του πατρός Λουκά του μοναχού του Φιλοθεΐτου και άλλων επισκεπτών, μας έλεγε λοιπόν για ένα Αναστάσιμο βράδυ που πήγε στη σπηλιά του Αγίου Δαβίδ, για να ψάλει το «Χριστός Ανέστη» με αναμένη την αναστάσιμη λαμπάδα του. Μπήκε μέσα και αμέσως μαζεύτηκαν χιλιάδες σκορπιοί. Πρώτα πρώτα μαύρισαν τη βραχώδη οροφή και στη συνέχεια κάτω στο δάπεδο. Από πάνω έπεφταν κατά εκατοντάδες προς τα κάτω. Μαζεύονταν γύρω του απειλητικοί και παρόλο που ήτο όπως μας είπε λίγο δειλός, πήρε θάρρος, έγινε γίγαντας και διέταξε τους σκορπιούς να παραμερίσουν, να παραμένουν στις θέσεις τους ακίνητοι πλέον, και να θαυμάσουν και αυτοί ως κτίσματα που ήσαν του Αγίου Θεού διά του Λόγου, να θαυμάσουν το «Χριστός Ανέστη». Στην τρίτη φορά που έψαλε το «Χριστός Ανέστη», ανοίχτηκε δρόμος και έφυγε δοξάζοντας τον Θεόν, ενώ από το βάθος της χαράδρας ακούγονταν να απομακρύνονται τα λυσασμένα ουρλιαχτά των δαιμόνων. Είναι αυτός που πολλές φορές είδε τις αμαρτίες των χριστιανών, να βγαίνουν από τα στόματά τους με μορφή φιδιών κατά την διάρκειαν της Ιεράς Εξομολογήσεως. Αυτό το απαίσιο θέαμα το έχουν δει και άλλοι ιερείς καταξιωμένοι εξομολόγοι.
Στον ιερέα χριστιανοί μου ειπώθηκε από τον Απόστολο Παύλο, απευθυνόμενος στον Τιμόθεο «Κήρυξον τον λόγον, επίσθητι, κακοπάθησον, έργον ποίησον Ευαγγελιστού, την ιερατική σου διακονία πληροφόρησον», και άλλα. Σ' αυτόν είπε ο Θεός δια του προφήτου «υιέ ανθρώπου, ως σκοπόν και φύλακα σε κατάστησα επί τον οίκον μου.» Για να στέκεσαι άγρυπνος φύλακας και φρουρός στο λογικό μου ποίμνιο, όπως ο τσομπάνος στα πρόβατά του, και να μην επιτρέπεις ακόμα και με θυσία της ζωής σου, τους βαρείς λύκους να μπουν ανάμεσα στις λογικές ψυχές και καταξεσκίσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία ή με αιρέσεις, ή με κρατικούς νόμους αντιθρησκευτικούς και αντιδογματικούς.
Να αναφερθώ όμως και σε κάποιον άλλον καταξιωμένο κληρικό, άγιο.
Κάποτε μια γυναίκα πήγε να εξομολογηθεί στον πατέρα Γεώργιο Καρσλίδη από τη Σίψα Δράμας, ένα νεοφανή άγιο όπως πιστεύω, τον οποίον είχα την τιμή να γνωρίσω, την ώρα που εξομολογείτο και έλεγε διάφορα, κρατούσε όμως όπως διαπίστωσε απ' τους δισταγμούς της, τα πιο σοβαρά θανάσιμα αμαρτήματα. Γιατί έβλεπε κάποια φιδάκια να βγαίνουν απ' το στόμα της και εν συνεχεία να αποσύρονται πάλι προς τα μέσα. Εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε μέσα στο εξομολογητήριο μια ενοχλητική μυίγα. Της λέγει λοιπόν της κυρίας αυτής, η οποία ήτο μορφωμένη γυναίκα, και δασκάλα για κείνη την εποχή.
-«Σκότωσέ τη», είπε στη δασκάλα να σκοτώσει τη μυίγα.
Εκείνη πράγματι τη σκότωσε. Ύστερα της ξαναλέγει επιτακτικά.
-«Τώρα ξαναδώστης ζωή, και να την κάμεις να πετάξει».
-«Μα δε γίνεται αυτό παπά», απάντησε εκείνη, και έκπλήκτη μαζί, «αυτό είναι αδύνατο, τελείως αδύνατο, δε γίνεται πάτερ μου, τι μου λέτε τώρα».
Και ο πατήρ Γεώργιος απάντησε ως εξής.
-«Μα τότε δυστυχισμένη, πώς σκότωσες, πώς σκότωσες εσύ, με τα ίδια σου τα χέρια δια μέσου των εκτρώσεων, τα ίδια σου τα σπλάχνα, μια δυο τρείς, επτά φορές; Μπορείς αυτά να τα ξαναδώσεις ζωή; Με ποιό δικαίωμα τη στέρησες αυτή τη ζωή, και με ποιό δικαίωμα στέρησες αυτά απ' το άγιον Βάτισμα;»
-«Μα δεν μπορούσα να τα ζήσω πάτερ», απάντησε εκείνη, συντετριμμένη και κλαίουσα με το κεφάλι προς τα κάτω.
-«Ε, τότε καλύτερα να τα έπαιρνε ο Θεός με το δικό του τρόπο, παρά που τα σκότωσες εσύ», απάντησε ο πατήρ Γεώργιος, ο Όσιος Γεώργιος και έπεσε βαρύς, πολύ βαρύς ο κανόνας.
Να μείνει ακοινώνητη για είκοσι χρόνια. Δεύτερον, να ντυθεί με κουρέλια, και να ζητιανεύει κάθε καλοκαίρι για δυό μήνες σε επτά χωριά, χωρίς να αφήσει πόρτα ακτύπητη. Και τα λεφτά που θα μαζέψει να τα δώσει στο γηροκομείο της Δράμας, το οποίο για κείνη την εποχή ήτο σε αθλία κατάσταση.
Δεν είναι εξωπραγματικά αυτά. Όποιος θέλει να δει την αγιότητα του αγίου αυτού ανδρός, αλλά και το πόσο αυστηρά εστέκετο, στη συγκεκριμμένη αμαρτία των εκτρώσεων, ή στην αμαρτία της μαγείας, δεν μπορείτε παρά να διαβάσετε το βιβλίο που αναφέρεται στο βίο του.
Σας αναφέρω επίσης άλλα δύο περιστατικά από την αγιότητά του, όπως μας τα περιγράφει η Ευθυμία Ανανιάδου. Και τα δυό αναφέρονται όταν τελούσε Θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι του. Στο πρώτο, όταν λειτουργούσε κάποια στιγμή, βγαίνει από το ιερό, από το Άγιον Βήμα, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, τον οποίον ο πατήρ Γεώργιος ευλαβείτο πολύ, και του οποίου το ιερό σκήνωμα όπως είναι γνωστόν, βρίσκεται στη Νέα Καρβάλη, έξω απ' την Καβάλα. Και άρχισε να θυμιατίζει το μικρό ναό, μέσα σε λάμψη πολλή, δορυφορούμενος από αγγέλους, οι οποίοι συνόδευαν και συνέψαλλαν, τις ψάλτριες, τις γυναικούλες εκείνες εκεί, την κυρία Ευγενία και κάποιες άλλες, τη μάνα Ευγενία όπως την έλεγε ο πατήρ Γεώργιος, που έψαλαν εκείνη τη στιγμή το «Άξιον Εστί», διότι το θυμιάτισμα του Γρηγορίου είχε αρχίσει μετά το «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου». Και έτσι συνόδευαν και συνέψαλλαν οι άγγελοι με τοις ουράνιες αγγελικές φωνούλες τους το «Άξιον Εστί». Τελειώνοντας ο ύμνος, τελείωσε και το θυμιάτισμα του Αγίου Γρηγορίου, έσβησε σιγά σιγά η ολόλαμπρη εκείνη φωτοχυσία, χάθηκαν οι άγγελοι, μπήκε μέσα στο Άγιον Βήμα ο Άγιος Γρηγόριος, και συνήλθε από την κατάπληξη, το θαυμασμό και το δέος, η κυρία Ευθυμία Ανανιάδου, από την φωνή του πατρός Γεωργίου που συνέχισε τις εκφωνήσεις.
Το δεύτερο γεγονός όπως μας το περιγράφει η ίδια, αναφέρεται στο πώς είδε κάποτε, και όχι μια φορά, λειτουργούντα τον πατέρα Γεώργιο λέγοντάς του.
Πάτερ μου ξέρεις τι λάμψη έχεις επάνω σου; Σαν τον ήλιο λάμπεις. Και έτσι φώτιζες και σ' ολόκληρη τη Θεία Λειτουργία.
Την φωτεινότητα και την λαμπρότητα του προσώπου του, την έβλεπαν όλοι οι εκκλησιαζόμενοι, έστω και αν ήσαν ελάχιστοι. Τότε αυτός απάντησε.
«Παιδί μου, εγώ δεν είμαι άξιος για τέτοια πράγματα. Απλώς στη Θεία Λειτουργία ευρίσκετο ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το Θείο Φώς του Κυρίου χτυπούσε πάνω μου, και αυτό στη συνέχεια ανταλακλούσε και σε σας».
Και πως μπορεί να μην ήταν παρών ο ίδιος ο Κύριος, αφού το ψωμί και το κρασί μεταβάλλεται σε Σώμα και Αίμα Του; Και προσφέρεται εις όλους μας, εις άφεσιν αμαρτιών, εις ζωήν αιώνιον;
Πράγματι χριστιανοί μου, το Θείο Φώς δεν διέφερε απ' το άκτιστον Θαβώρειον φως της Θείας Μεταμορφώσεως. Έτσι είναι μερικοί από τους λειτουργούς του Υψίστου. Όλοι φως. Ολόκληροι λάμπουν από φως. Άλλωστε υπάρχει και μια μαρτυρία ας το πούμε τρόπον τινά του Κυρίου και παρότρυνσις ταυτόχρονα, η οποία μας λέγει τα εξής. «Υμείς εστέ το φως του κόσμου, ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων». Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει τον κάθε ιερέα λύχνον της Εκκλησίας.
Αυτό το μεγαλείον του φωτεινού υπουργήματος της ιεροσύνης, και την ανυπέρβλητη αξία του ιερέως, μας την παρουσιάζει με κάποιες συγκρίσεις ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέγοντας. Αν συναντήσεις στο δρόμο σου έναν βασιλιά και έναν φτωχό παπά, που μπορεί και τα ράσα του να είναι μπαλωμένα, πρώτα θα τρέξεις και θα φιλήσεις το χέρι του παπά, κι ύστερα θα χαιρετήσεις τον βασιλιά. Κι αν συναντήσεις έναν ιερέα μαζί μ' έναν άγγελο, πρώτα θα φιλήσεις και θα ασπασθείς το χέρι του ιερέως, και ύστερα το του αγγέλου. Αυτό που κάνει ο ιερεύς, δεν το κάνουν όλοι οι άγγελοι μαζί. Εγώ αισθάνομαι την ανάγκη, συνεχίζει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, μα και το χρέος, σα συναντήσω κάποιον ιερέα, χωρίς να εξετάσω ποιός είναι, να σκύψω, να του φιλήσω και τα δυό του τα χέρια, και να τον παρακαλέσω να ικετεύσει το Θεό για τις αμαρτίες μου. Να τον παρακαλέσω ακόμα να με μνημονεύει σε κάθε Θεία Λειτουργία, διότι όλος ο κόσμος να υψώσει τα χέρια και να παρακαλέσει τον Θεόν, δεν μπορούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όσο άγιοι και αν είναι, να κάμουν μια Θεία Λειτουργία και να τελειώσουν τα Άχραντα Μυστήρια. Ενώ ένας ιερέας, ακόμα και ο πιό αμαρτωλός, μπορεί να τα τελειώσει πάντοτε, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που πήρε στη χειροτονία.
Αυτά μας είπε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, και νομίζω ότι τα τόνισα και γω, στην αρχή του πρώτου κηρύγματος.
Μπορεί ένας ιερεύς να είναι αμαρτωλός, αλλά αυτός συγχωρεί των ανθρώπων τις αμαρτίες, και «όσα ιερεύς κάποτε τελεί εκ των άνωθεν ο Θεός επικαιρεί», επισημαίνει ο Ιερός Χρυσόστομος. Έτσι αναβαπτίζει τους χριστιανούς στη μετάνοια, και τους εισάγει πάλι στον Παράδεισο. Είναι δούλος. Και δούλου μορφήν φέρει, αλλ’ ο Κύριος του ουρανούς και της γής, ο Κύριος ο Παντοκράτωρ, ο Θεός Λόγος, τον υπακούει στις αγιαστικές του πράξεις.
Το ακούσαμε καλά αυτό; Δηλαδή κάνει ο Θεός υπακοή στον ιερέα;
Ναι κάνει. Διότι όταν λέγει ο ιερεύς «Κύριε αγίασον το ύδωρ τούτο», Κύριος ο Θεός το αγιάζει. Και όταν του λέγει «κάμε αυτό το ψωμί Σώμα Σου, και αυτό τα κρασί Αίμα Σου», ο Κύριος το κάνει. Και όταν του λέγει «στεφάνωσον αυτόν τον άνδρα μ' αυτή τη γυναίκα», ο Κύριος κάνει υπακοή και τους στεφανώνει. Το ίδιο συμβαίνει και στα υπόλοιπα των αγίων μυστηρίων.
Χριστιανοί μου, ο ιερεύς, δεν είναι ο νεκροθάφτης, που κουβαλά τους νεκρούς ανθρώπους και τους θάβει στη μητέρα γή, αλλά ο καλός Σαμαρείτης, ο παιδαγωγός εις Χριστόν, ο αναμορφωτής των ψυχών, ο προφήτης, ο Απόστολος, ο Ευαγγελιστής, ο Μέγας θεόπτης. Είναι εκείνος που οδηγεί ως καλός ποιμένας τα λογικά του πρόβατα στην ουράνια ποίμνη, βάζοντας σε κίνδυνο και την ψυχή του ακόμη, υπέρ των προβάτων. Είναι εκείνος που παίρνει τις ψυχές και δια μέσου των αγίων μυστηρίων τις εισάγει στην Βασιλεία των Ουρανών. Είθε να δώσει ο Πανάγιος Θεός διά μέσου των ευσεβών ιερέων, των λειτουργών του, που δεν λείπουν ακόμα και στις ημέρες μας, να αξιώνει όλους εμάς να μπούμε στον Παράδεισο και με την προσωπική μας μετάνοια, με τα έργα της μετανοίας μας, με τη συντριβή μας, με την υπακοή μας στο άγιον θέλημά Του, με τη φλογερή μας πίστη, και με την ελπίδα στη Σταυρική Του Θυσία
Αμήν
Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2003
Περί Ιεροσύνης και Θείας Λειτουργίας στην Αγία Βαρβάρα Αμφιάλης
177 β
Η Εκκλησία μας σήμερα τιμά χριστιανοί μου τον Άγιο Απόστολο Τιμόθεο, μαθητή του Αποστόλου Παύλου. Ως Απόστολος ο Άγιος Τιμόθεος ασφαλώς θα κατείχε και το υψηλό αξίωμα της ιεροσύνης. Επίσης με το αξίωμα της ιεροσύνης τιμάται σήμερα και ο Όσιος Ιωσήφ ο Σαμάκος. Τιμάται ακόμα και ο Άγιος Εμμανουήλ, Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως. Ήτο και αυτός επίσκοπος. Χθες εόρταζε ο Άγιος Ζώσιμος, επίσκοπος Συρακουσών. Αύριο η Εκκλησία μας εορτάζει τον Άγιο Κλήμεντα, επίσκοπο Αγκύρας. Και κάθε μέρα και κάποιος Άγιος, κάποιος ιερεύς, κάποιος επίσκοπος, κάποιος ιερωμένος.
Αν διαβάζουμε τακτικά τους Συναξαριστάς, θα διαπιστώσουμε χριστιανοί μου ότι κάθε μέρα τιμάται και κάποιος Άγιος, γνωστός ή άγνωστος, που κατείχε όμως αυτόν τον βαθμό όπως είπα, τον υψηλό βαθμό της ιεροσύνης. Απ’ τον Πρωτομάρτυρα και Αρχιδιάκονο Στέφανο, μέχρι τους τελευταίους ανακηρυχθέντες αγίους, τον Άγιο Νεκτάριο, τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά, τον Άγιο Σάββα εν Καλύμνω, αλλά και τους οσίους κοιμηθέντας πατέρας, τον πατέρα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη, τον πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο, τον πατέρα Ιάκωβο Τσαλίκη, τον πατέρα Γεώργιο Καρσλίδη, τον πατέρα Δημήτριο Γκαγκαστάθη, τον πατέρα Αμφιλόχιο Μακρή, και εκατομμύρια άλλους ανωνύμους αγίους, που συγκαταλέγονται στους Αγίους Πάντες, πολλοί εξ αυτών υπήρξαν κληρικοί παντός βαθμού, εκείνο που μας ενδιαφέρει βέβαια είναι οι ιερείς και οι επίσκοποι, και όλοι τους ασφαλώς πρόσφεραν την αναίμακτη θυσία της Θείας Λειτουργίας, υπέρ του κόσμου ζωής και σωτηρίας.
Επάνω στη γη λέγει, ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων. Και ο πλέον ταπεινός παπάς, αυτόν που δεν του δίνουμε σημασία, γιατί φοράει τσαρούχια στα πόδια και έχει λερωμένα και ξεσχισμένα τα ράσα του και τσαλακωμένα, με τη χάρη της ιεροσύνης που πήρε στη χειροτονία του, από τα χέρια του επισκόπου, τελεί όλα τα άγια μυστήρια, και μάλιστα τη Θεία Λειτουργία, όπου διά της επικλήσεως του Παναγίου Πνεύματος μεταβάλλεται το ψωμί και το κρασί σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Αληθινό Σώμα. Αληθινό Αίμα.
Οι ιερείς, συνεχίζει ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, πραγματοποιούν τους Αγίους, και αφθαρτοποιούν τους χριστιανούς. Αυτοί αγγελοποιούν τις ψυχές. Οι ιερείς γεμίζουν τον Παράδεισο και αδειάζουν την Κόλαση, οι ιερείς, όπου τελούν αυτό το φοβερότατο αναίμακτο μυστήριο. Ο λειτουργός ο ιερεύς και ο πιο αμαρτωλός, ανοίγει και κλείνει τις πύλες του ουρανού, και το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, όταν βέβαια λέγει εξ ονόματος του Αγίου Θεού, «έστω λελυμένος και συγκεχωρημένος, και εν τω νύν αιώνι και εν τω μέλλοντι». Αλίμονον όμως για κείνον που θα ακούσει «έστω δεδεμένος και εν τω ουρανώ και εν τη γή και εν τω νύν αιώνι και εν τω μέλλοντι». Έχει αυτήν την εξουσία, να ανοίγει και να κλείνει τις πόρτες του Ουρανού. Χιλιάδες και εκατομμύρια χριστιανοί, όλοι σας, εσείς, έστω και αν είστε άγιοι, μπορείτε να υψώσετε τα οσιακά σας χέρια στον ουρανό, παρά την ευλάβιά σας όμως, και την ζωντανή σας πίστη που μπορεί να κάνει ακόμα και θαύματα, και παρά την αγιότητά σας, την εμφανή ή την κεκρυμένη, δεν μπορείτε να ιερουργήσετε τα Άχραντα Μυστήρια. Διότι δεν έχετε ούτε το βάρος ούτε την δύναμιν, ούτε και την χάρη ενός και μόνου ιερέα.
Ο λειτουργός ιερεύς, ο άξιος και αγνός, συνεχίζει ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, είναι εκείνος, που φέρνει μέσα στην καρδιά του και πάνω στο κεφάλι του στα αγιασμένα χέρια του, και στα κεκαθαρμένα μέλη του το θείο πυρ, τη θεϊκή φωτιά και φλόγα, τη δική του πύρινη γλώσσα, όπως την δέχτηκε στην δική του προσωπική Πεντηκοστή την ημέρα της χειροτονίας του. Να πω πώς το διατυπώνει ο ίδιος ο Άγιος; Να σας το πώ. «Ώσπερ σίδηρος πυρί προσομιλήσας, ούτος, δηλαδή αυτός, γίνεται όλος πύρ Πεντηκοστής, όλος θείον φώς». Αυτό μας θυμίζει την πρώτη θυσία του Ααρών, αδελφού του προφήτου Μωυσέως, όταν έλαβε το αξίωμα του Αρχιερέως, πυρ εξήλθεν παρά Κυρίου, και κατέφαγε πάντα τα επί του θυσιαστηρίου. Αυτό όμως το πυρ είναι κτιστό. Και δεν έχει καμιά σχέση με τις γλώσσες του πυρός της Αγίας Πεντηκοστής, που είναι φλόγες ακτίστου φωτός.
Το ίδιο συνέβη και σε κάποια άλλα παραδείγματα που θα πούμε από την Παλιά Διαθήκη, για να εδραιωθεί μέσα μας, έτι περισσότερον και με φόβο ιερό μέσα στην καρδιά μας αυτό που γίνεται στη Θεία Λειτουργία.
Κάπου τόχουμε γράψει, αν τόχετε διαβάσει και τόχουμε ξαναπεί. Τι λένε οι ξένοι; Εμείς κάνουμε εράνους, εμείς κτίζουμε πτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία, έχουμε συσσίτια, έχουμε αυτήν την δραστηριότητα, έχουμε την άλλη δραστηριότητα, έχουμε χορωδίες, έχουμε μουσικές, έχουμε όργανα, έχουμε αυτό, έχουμε εκείνο, εσείς οι Ορθόδοξοι τι έχετε; Πάμε και μείς οι φουκαράδες τώρα τελευταία να τους μιμηθούμε. Αλλά εκείνος ο ευλαβέστατος ιερεύς, ξέρετε τι απάντησε; Εμείς έχουμε τη Θεία Λειτουργία. Και βγάζουμε ψυχές από την Κόλαση και τις βάζουμε στον Παράδεισο. Αυτό έχουμε. Τη Θεία Λειτουργία. Αυτό έχουμε.
Και όμως δεν συμμετέχουμε σ’ αυτήν όπως πρέπει. Συγχωρέστε με. Συγχωρέστε με. Ούτε εμείς σαν κληρικοί, και πρώτος εγώ βέβαια, ο θεοπάλαβος, ούτε και σεις ως εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί. Στα εγκαίνια του μεγάλου ναού του Σολομώντος, που χρειάστηκαν σαράντα περίπου χρόνια για να ανεγερθεί βλέπουμε το εξής φαινόμενο που είναι μάλλον διπλό. Πυρ κατέβη εκ του ουρανού και κατέφαγε τα ολοκαυτώματα και τας θυσίας. Εδώ πρόκειται περί κτιστής, υλικής φωτιάς - πώς να το πούμε αλλιώς. Και συμπληρώνει το κείμενο των Παραλειπομένων. «Και δόξα Κυρίου έπλησε άπαντα τον οίκον». Εδώ μας λένε οι πατέρες της Εκκλησίας μας, ότι πρόκειται περί θείας ελλάμψεως που όμως βέβαια δεν έχει σχέση με τις πύρινες γλώσσες, της Αγίας Πεντηκοστής.
Αλλά και στα χρόνια όμως του Κριτού Γεδεών που τα διαβάζουμε Αγία Γραφή, αυτά υποπίπτουν στην αντίληψή μας με την μελέτη που κάνουμε, συνέβη κάτι παρόμοιο με υλική φωτιά από κάποιον ξένον, που ήταν όμως στην πραγματικότητα άγγελος Κυρίου. Να πως μας το λέγει το κείμενο. «Και εξέτεινε ο άγγελος Κυρίου το άκρον της ράβδου, εκ της χειρός αυτού, και ευθύς αμέσως εξήλθον φλόγες πυρός και κατέφαγον τα επί της πέτρας προτεθέντα δέσματα».
Ονομαστή ακόμα είναι και η υλική φωτιά στη θυσία που επρόκειτο να προσφέρει ο προφήτης Ηλίας, ενώπιον των ειδωλολατρών ιερέων του Βάαλ. Και πύρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού επέπεσεν και κατέβαλε τα ολοκαυτώματα και τας _____. Όλες όμως αυτές οι αστραπές, οι φωτιές και οι φλόγες ήσαν κτιστές, υλικές, παρότι δημιουργήθηκαν από την παντοδυναμία του Αγίου Θεού.
Παρά ταύτα, σαν μικρός και ανάξιος που είμαι, - είμαι, και εξακολουθώ να είμαι, - είδα πρίν από πολλά χρόνια έναν πραγματικόν άνθρωπον του Θεού, αυτό δε το’ χομε γράψει στα βιβλία, θα το βάλουμε τώρα, έναν καταξιωμένον λειτουργόν του Υψίστου ο οποίος αφού μετά τη Θεία Λειτουργία μας προσέφερε στο απέριττο και φτωχότατό του εκεί αρχονταρίκι, το καθιερωμένο κερασματάκι με το λουκουμάκι, τον καφέ ή το τσάι, άρχισε να μας ομιλεί εκεί με λόγους παρακλητικούς. Μας έλεγε λόγια Θεού. Σε λίγο καθ’ όν χρόνον ομιλούσε, άρχισαν να εξέρχονται από το στόμα του φλόγες, φωτιές. Φωτιές θεϊκού πυρός, φωτιές. Συνέβησαν και ταυτόχρονα δύο πράγματα. Αφενός μεν οι θεϊκές αυτές ελλάμψεις τον περιέβαλαν ολόκληρον, και αφετέρου, ως δέσμες θεϊκού φωτός, εκπέμποντο προς το σύνολον των παρευρισκομένων - διότι είμασταν αρκετοί. Αυτόπτες μάρτυρες του ακαταλήπτου αυτού γεγονότος ήσαν τέσσερεις άνδρες, ένα παιδάκι έξι ετών και εγώ ο ταλαίπωρος. Οι υπόλοιποι εκ των είκοσι δεν αντελήφθησαν τίποτα. Άρα δεν επρόκειτο για πλάνη, παραισθήσεις και φαντασιώσεις αφού η μετέπειτα ψυχοσωματική μας αλλοίωση ήταν πρωτόγνωρη, ειρηνόδωρη, εκστατική, και μπήκε κάτω από την παρατήρηση εμπείρων γερόντων.
Τέτοιοι καταξιωμένοι υπάρχουν δόξα τω Θεώ αρκετοί, αλλά αφανείς στο πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, διότι τέτοιου είδους πράγματα δεν διατυμπανίζονται ποτέ. Μη κοιτάζετε που το είπα εγώ τώρα ύστερα από τριάντα χρόνια..
Επαναλαμβάνω για να τονίσω ότι η θεϊκή αυτή φλόγα της νέας χάριτος είναι πυρ του ουρανού, πυρ από το υπερουράνιο θυσιαστήριο, που διαπερνά κάθε αγιασμένη ιερατική καρδιά και δια της οποίας θερμαίνει τις παγωμένες ψυχές των χριστιανών, φωτίζει τον σκοτισμένο νου μας, και καθαρίζει τη λερωμένη και βρώμικη από την αμαρτία διάνοιαν.
Πάλι ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων μας διδάσκει τα εξής. Χρειάζεται ο λειτουργός ιερεύς, να έχει θεϊκή τη φωτιά μέσα στην καρδιά του, για να φωτίζει πρώτα πρώτα το νου του. Για να χαριτώνει δεύτερον τις αισθήσεις του. Τρίτον για να φλογίζει την πίστη του. Τέταρτον για να καταφλέγει τους δαίμονες που κακοποιούν τα πλάσματα του Θεού. Πέμπτον για να καταστρέφει τα φρύγανα της ατιμίας. Και έκτον για να πυρπολεί τους αχυρώδεις λογισμούς των αισχρών, πονηρών, και βλαστήμων φαντασιών. Και τη θεϊκή αυτή φωτιά την παίρνει ο κάθε ιερεύς όπως είπα και προηγουμένως στην προσωπική του Πεντηκοστή, δηλαδή στη χειροτονία. Υποχρέωσή του είναι να την κρατάει πάντοτε φλεγομένη και πάντοτε ζωντανή. Πάντοτε ζωντανή.
Ο δε Όσιος Θεόγνωστος στο δεύτερο τόμο της φιλοκαλίας, μας λέγει ότι ο λειτουργός ιερεύς στη Θεία Λατρεία παρουσιάζεται πάντοτε ως υπουργός του υπερουσίου πυρός και θύματος. Η ιερή και πανάμωμη εστία από την οποίαν παίρνουν οι ιερείς το δικό τους θεϊκό πύρ, είναι Κύριος ο Θεός, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται. Αυτός ο οποίος ώφθη εν πυρί φλογός στην κατακαιομένη και μη καταφλεγομένη βάτο. Είναι Αυτός που κατέρχεται εν πυρί και είναι πύρ καταναλίσκον. Ο Θεός είναι πύρ καταναλίσκον. Αλήθεια πόση καθαρότητα και αγιότητα πρέπει να έχει ο λειτουργός ιερεύς, όταν μελίζει το πανάγιον Σώμα, Θεϊκό Σώμα του Κυρίου, στο «μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού», γι’ αυτό σας παρακαλώ πάρα πολύ, στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και όταν ακούτε το «πρόσχωμεν τα άγια τοις αγίοις», να λέτε μέσα σας «να με λυπηθεί και να με ελεήσει και μένα ο Θεός». Κανένας δεν είναι βέβαιος για τη σωτηρία του. Είθε μέχρι το τέλος να μας ελεεί ο Θεός, μέχρι την τελευταία στιγμή, εκείνη που βγαίνει η τελευταία πνοή της ζωής μας. Να μας ελεεί ο Θεός.
Και πόση παρρησία ρωτά πάλι ο Όσιος Θεόγνωστος, αφού γίνεται μεσίτης Θεού και ανθρώπων, και παίρνει συμπρεσβευτές μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, όλες τις υπερουράνιες δυνάμεις Αγγέλων και Αρχαγγέλων, τους Αποστόλους, τους μάρτυρας, τους ιεράρχας, τους οσίους και όλους τους Αγίους και δικαίους από αρχής κόσμου; Εγώ πιστεύω, συνεχίζει ο Άγιος, ότι όπως οφείλει, ο κάθε ιερεύς να έχει αρχαγγελική την αξία της ψυχής του, άλλο τόσο και περισσότερο πρέπει να έχει και την οικειότητα της αγάπης του με τον εν Τριάδι Θεό. Και μείς δεν αγαπούμε το Θεό. Δεν τον αγαπούμε. Εδώ δεν αγαπούμε τον άνθρωπό μας, τον άντρα μας, τη γυναίκα μας, τα παιδιά μας, δεν τα αγαπάμε. Πιστεύετε κάτι εσείς ότι αγαπάμε; Πού είναι η θυσία προς το σύντροφο της ζωής; Που είναι ο καλός λόγος; Πού είναι η υπομονή σας; Και η υπομονή μου, που είναι; Πού είναι η προσευχή σας και η προσευχή μου, πού είναι η συντριβή και τα δάκρυα; Πού είναι;
Όλα αυτά μου θυμίζουν κάτι που είχα γράψει το 1974 πάνω σε μια σημείωση ενός γεγονότος - λειτουργικού βιώματος, ενός αγίου εφημερίου.
Πρώτα συναντάς τον Θεό στο ταμείον σου, εις το δωμάτιό σου δηλαδή, κρυφά, εκεί συναντάς πρώτα τον Θεόν, πρώτα άπτεσαι των θείων εκεί στο ταμείον σου, πρώτα πάσχεις τα θεία και ύστερα λειτουργείς και λειτουργείς.
Χριστιανοί μου, ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς λειτουργούσε κάθε μέρα, με πολύωρες μνημονεύσεις ονομάτων, υπάρχει η βιογραφία του, μπορείτε να τη διαβάσετε, και πολύ θα ωφεληθείτε. Ονομάτων ζώντων τε και τεθνεώτων, με δυο δισάκια που τα είχε στους ώμους του και έλεγε ότι είναι τα συμβόλαιά του. Υπερίπτατο του εδάφους όταν λειτουργούσε. Μάλιστα όταν ένας αρχιερεύς, ο Πατρών που τον υπηρετούσε ως παπαδάκι μέσα στο Ιερό Βήμα, μας καταμαρτύρησε πολλά από την αγιότητα του οσίου Νικολάου του Πλανά. Ελάμπετο αυτός από το θείον Τριαδικό φώς. Τι ευδοκία μια φορά όπως απεκαλύφθη, ελλείψει προσφόρου για την τέλεση της αναιμάκτου θυσίας, δέχτηκε πάνω στην Αγία Τράπεζαν ουράνιον άρτον. Μια λειτουργιά, ένα πρόσφορο. Του τόστειλε ο Θεός, αφού δεν είχαν φέρει οι χριστιανοί. Και έτσι προχώρησε στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας, διότι όταν είδε ότι δεν έχει πρόσφορο, άρχισε να κλαίει. Και μεις ξερετε τι θα λέγαμε, α, δεν έχουμε πρόσφορο, ευκαιρία να μη λειτουργήσουμε. Χάλια έχουμε, θα πάμε στην Κόλαση. Πλήθος και καταπληκτικές οι πληροφορίες, για τον τρόπον με τον οποίον λειτουργούσε ολονυκτίως με την βοήθεια ολίγων αλλά θεοσεβών αφιερωμένων χριστιανών. Άρχισε ο βράδυ και τελείωνε την άλλη μέρα το μεσημέρι. Την άλλη μέρα το μεσημέρι τελείωνε, όχι το πρωί, το μεσημέρι.
Όταν για δύο χρόνια είχα υπηρετήσει στην Αγνούσα της Χίου, είχα ακούσει για κάποιον απλοϊκόν έγγαμον, χήρον ιερέα, όπου στα απρόσιτα κατσάβραχα της Χίου, εξυπηρετούσε ως εφημέριος ένα μικρό ησυχαστήριο. Ζούσε σχεδόν ως σαλός εν Χριστώ. Έτσι πληροφορήθηκα. Όταν ιερουργούσε των Αχράντων Μυστηρίων, η Αγία Τράπεζα έπαιρνε ολόκληρη φωτιά. Χωρίς να καταφλέγεται. Ενώ συγχρόνως εξήρχετο από αυτήν μία άρρητος ευωδία. Τίποτα δεν έβλεπαν και τίποτα δεν άκουγαν. Πολλές φορές δε μετά τον καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων, χόχλαζε το Πανάγιον Αίμα του Κυρίου μας πάνω στην Αγία Τράπεζα. Ώστε βέβαια να ξεχειλίζει αυτό πάνω στο άγιον αντιμήνσιον. Πολλά έλέγοντο γι’ αυτόν και από τις σπάνιες μαρτυρίες βέβαια στα είκοσι χρόνια, δεν ήταν ποτέ τα ίδια πρόσωπα, άλλοτε ένας, άλλοτε άλλος, και δεν μπορούσαν να αντέξουν αυτά που έβλεπαν, από τον απλούστατον εκείνον παπά τον ξυπόλητο και έπεφταν λιπόθυμοι. Λιποθυμούσαν οι άνθρωποι. Το θείον δεν αντέχεται από την ανθρώπινη σάρκα. Δεν αντέχεται. Εις αυτά τα ακατανόητα και τα υπερακατάληπτα φρικτά θεάματα, όπως είπα προηγουμένως, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, ένας εκ των οποίων βέβαια μου τα διηγήθηκε τότε, πριν από τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Δεν σας είχα μιλήσει άλλη φορά γι’ αυτόν. Τώρα σας λέγω.
Κάποτε ένας έγγαμος ιερεύς, κρατώντας απ’ το χεράκι ένα πεντάχρονο αγοράκι, το δικό του παιδί, πήγαινε στην εκκλησία για εσπερινό. Ο μικρός καθώς βάδιζαν, όλο και κάτι έλεγε, ώσπου στο τέλος του έκαμε και την εξής ερώτηση.
«Γιατί μπαμπά στη Θεία Λειτουργία όταν πρόκειται να αγιάσεις τη Θεία Κοινωνία όλο κλαίς; Και κλαίς; Ύστερα ανεβαίνεις πετώντας στον ουρανό, και ύστερα κατεβαίνεις κρατώντας πολλή φωτιά στα χέρια σου; Και γιατί πρώτα τη βάζεις πάνω στο ψωμάκι, και ύστερα πάνω στο Άγιο Ποτήριο με το κρασάκι; Και γιατί δεν καίγεσαι; Εγώ τα χεράκια σου δεν τα είδα ποτέ καμένα..»
Ο παππούλης σταμάτησε άφωνος από την έκπληξη και ύστερα έντρομος, ρώτησε το παιδί του.
«Πότε τα είδες όλα αυτά παιδάκι μου;»
«Να, προχτές, που ήταν Κυριακή».
Και τότε λέγει του παιδιού του πολύ σοβαρά.
«Πρόσεξε να μην τα πείς αυτά παιδάκι μου σε κανέναν, μέχρι να πεθάνω. Ακούς; Σε κανέναν».
«Καλά μπαμπά. Να, φυλάω και Σταυρό».
Κι έκαμε έτσι... Το παιδάκι.
Αυτά μου τα διηγήθηκε το ίδιο το παιδάκι, που ήταν πενηντάρης πλέον άνδρας για τον ιερέα πατέρα του, γύρω στο 1930 που συνέβη αυτό το γεγονός, τότε που το παιδί, το 30 δηλαδή, ήταν 5-6 ετών. Που μου το διηγήθηκε. Στον Άγιο Βασίλειο. Όταν ήμουν εφημέριος εκεί. Γι’ αυτό η αληθινή αυτή ιστορία έχει την πνευματική της βαρύτητα, για την οποίαν και σας την είπα, όταν ήμουν εφημέριος όπως είπα στον Άγιο Βασίλειο, στη δεκαετία 70-80. Μόλις τελείωσε ο παπα-γιός την ιστορία με τον πατέρα του, πρόσθεσε τα εξής :
«Αυτές της ημέρες πάτερ μου, κατέκρινα συγκεκριμένα, δύο ιερείς για κάποιες κακές τους πράξεις, όπως μου τις μετέφεραν. Ξέρετε τώρα τελευταία… Κανά δυο μέρες στην τηλεόραση ασχολούνται πολύ με τους αρχιερείς. Και κουτσομπολιά, άλλο πράμα. Και μέσα μου, τους κατέκρινα. Τους έβρισα. Και τους συνέκρινα με το ήθος του αγίου πατέρα μου, του παπα-Γιώργη». Ο πατέρας του άγιος ήταν, από το γεγονός αυτό φάνηκε ότι ήταν άγιος. «Κι όμως ήρθε χθές το βράδυ στον ύπνο μου, ο πατέρας μου, και ήταν ολόλαμπρος σαν τον ήλιο, με κοίταξε σοβαρά και μου είπε: «Δεν ξέρεις ότι στα πρόσωπα εκείνων των ιερέων, κατέκρινες εμένα τον πατέρα σου;»
Ακούτε τι του είπε; Κατέκρινες τον ξένον ιερέα, όμως κατέκρινες εμένα. Κι όταν κρίνεις και κατακρίνεις τον οποιονδήποτε ιερέα, στο είπα πολλές φορές, κρίνεις τον Θεό που τον έκανε ιερέα. Κι ο γιός του αγίου εκείνου ιερέως, άρχισε να κλαίει. Κι εγώ βέβαια έμεινα άφωνος από την έκπληξή μου, κατόπιν ζήτησα την άδεια να μπορώ να διηγούμαι αυτήν την ιστορία, το φοβερότατο αυτό λειτουργικό βίωμα, ανωνύμως ασφαλώς, πήρα την άδειά του, και την διηγήθηκα για δεύτερη φορά. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που την λέω. Η πρώτη ήταν στην Πάτρα, κι η δεύτερη είναι τώρα.
Αλήθεια χριστιανοί μου, εμείς που καθημερινά κατακουτσομπολεύουμε τους παπάδες, τους ιερείς και τους επισκόπους, τους κρίνουμε και τους κατακρίνουμε, στεναχωρεθήκαμε καμιά φορά; Απ’ τ’ αυτί θα μας πιάσει ο Θεός, απ’ τ’ αυτί. Η ιεροσύνη είναι κάρβουνο. Ή καίγεσαι, ή μουτζουρώνεσαι. Διαλέγεις και παίρνεις. Ανέπαφος δεν πρόκειται να μείνεις. Ή θα μουτζουρωθείς, ή θα καείς.
Ύστερα από όσα είπαμε χριστιανοί μου, τα πολύ λίγα και τα πλέον ελάχιστα, βγαίνει το συμπέρασμα, ότι όλοι μας, κληρικοί και λαϊκοί, πρέπει να αποκτήσουμε ουσιαστικότερη συμμετοχή στο μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας για τη σωτηρία μας. Με τέτοιες εμπειρίες και τέτοιες ιστορίες είχα αρχίσει πριν από πολλά χρόνια, από 10 χρόνια, την ανάλυση της Θείας Λειτουργίας. Και σε κάθε κήρυγμα αν ενθυμείστε και όσοι ενθυμείστε, λέγαμε και 3-4 τέτοιες ιστορίες που είχαν και που έχουν άμεση σχέση με τη Θεία Λειτουργία και την ιεροσύνη. Πρόσεξα λοιπόν ότι όταν σας έλεγα ιστορίες το ενδιαφέρον σας ζωντάνευε. Τα αληθινά αυτά γεγονότα εσφράγιζαν αυτά που στην πραγματικότητα συμβαίνουν. Για ό,τι λέμε για τη Θεία Λειτουργία. Την ίδια τακτική χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί και ο δικός μου πνευματικός, να ομιλεί πάντοτε με παραδείγματα και γεγονότα, ακόμα και στην Ιερά Εξομολόγηση, πολύ περισσότερον στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του και στις απλές συμβουλές του. Ή σε κάποια πιο επίσημη ομιλία. Πρώτος βέβαια σε αυτού του είδους της προφορικής διδασκαλίας υπήρξεν ο Χριστός. Ο ίδιος ο Κύριός μας, σχεδόν ομιλούσε πάντοτε με παραβολές. Παραβολές ανυπέρβλητες σε αξία και τιμή. Γιατί; Γιατί διδάσκουν και οδηγούν, διδάσκουν και φωτίζουν, οι παραβολές διδάσκουν και σώζουν. Η Αγία Γραφή είναι η ζωή. Το Ευαγγέλιο είναι ο Χριστός. Και μείς δεν καταδεχόμαστε να το ανοίγουμε, να το διαβάζουμε και να το μελετάμε. Το Χριστό διαβάζουμε. Άμα το ανοίγεις με προσοχή, έτσι, εκεί, και το μελετάς, και ρουφάς τα λόγια αυτά που δεν καταλαβαίνεις, μπαίνει ο Χριστός μέσα σου, και συ Τον περιφρονείς, όπως και γώ. Το πρόσεξα όμως αυτό, στα 43 χρόνια που έχω ιερεύς, σε διακριτικούς και διακεκριμένους αλλά κεκαθαρμένους μοναχούς και πνευματικούς εξομολόγους στο Άγιον Όρος και δω στον κόσμο, ότι χρησιμοποιούσαν πάντοτε στο λόγο τους παραδείγματα από τους βίους των αγίων, παραδείγματα από τους Συναξαριστάς, τα διάφορα γεροντικά, τον Ευεργετινό, και ιδιαιτέρως αληθινές ιστορίες από τη ζωή τους, είτε από αυτά που είδαν, είτε από αυτά που άκουσαν. Και λοιπόν βλέποντας αυτήν την μεγίστη ωφέλεια, έκαμα και γώ αυτό το ταπεινό πράγμα, χωρίς να λέει αυτό τίποτα, γι’ αυτό πρέπει να μελετάμε πολύ τακτικά, όσοι πήρατε το βιβλίο της Ερμηνείας της Θείας Λειτουργίας, να το μελετάμε, για να μπορούμε να συμμετέχουμε ουσιαστικότερα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και αυτό θα μας σώσει. Εγώ προσωπικά δεν διαθέτω, ούτε ικανότητα, ούτε προσόντα, ούτε αρετές έχω, ούτε τίποτα δεν έχω, όλο ελαττώματα είμαι και κακίες, και αδυναμίες. Τίποτα δεν έχω. Ό,τι έχω του Θεού είναι. Ό,τι έχω, αν έχω, του Θεού είναι. Δικό μου, τίποτα. Τα άλλα του Θεού. Α, δικά μου, ξέρετε ποια είναι; Οι αμαρτίες μου.
Πρίν από 15-20 μέρες, εκεί στις γιορτές γύρω, προς τα Θεοφάνεια, δεν ξέρω αν είναι εδώ, είχαν πάει οικογενειακώς στην Αριζόνα και είχαν δεί τον πνευματικό μου και γέροντά μου και δικό σας παππού, και το μικρό τους το παιδάκι, δεν ξέρω αν είναι τριών ετών, μπορείτε να ρωτήσετε, είναι αληθινό, θα σας το πούν, του είπε «γέροντα κάνεις θαύματα, ε; - Τέντωσε τα αυτιά σου να ακούς. - Κάνεις θαύματα. - Άμα φωνάζει, η φωνή μου αγριεύει, και αυτό δεν είναι για φωνή, είναι για κλάματα. - Και απάντησε «εγώ παιδάκι μου, μόνο αμαρτίες κάνω». Μία ομολογία μπροστά σε ένα παιδάκι τριών ετών. «Εγώ μόνον αμαρτίες κάνω». Και εγώ, μόνον αμαρτίες κάνω. Ό,τι από του Θεού είναι, και ό,τι σας λέω, είναι του Θεού.
Εδώ τώρα και για μένα έκπληξη, και για σας βέβαια, θα διαβάσω εδώ το εξής: «Την Κυριακή 18/1/2003, στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Ψειρή στην Αθήνα, χοροστάτησε κατά την Θεία Λειτουργία ο προσφάτως παραιτηθείς Μητροπόλεως, Θήρας, κύριος Παντελεήμων, ο οποίος στο κήρυγμά του είπε περίπου τα εξής: «Προ 40 ετών, ο Παντελεήμων, υπηρετούσε στο Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Ψειρή ως διάκονος, και η Κυριακή 19 πρώτου, ήταν η πρώτη φορά όπως είπε, που ξαναβρέθηκε στον ίδιο ναό, μετά από 40 έτη. Και θυμήθηκε τα εξής: Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και το «Δι’ ευχών», ο λειτουργός ιερεύς του έδωσε εντολή να καταλύσει εκείνος τη Θεία Κοινωνία, πλησιάζοντας ο νέος διάκονος την Αγία Πρόθεση και παίρνοντας στα χέρια του το Άγιο Ποτήριο, με έκπληξη και φόβο αντίκρυσε μέσα σ’ αυτό, ανάμεσα στις μερίδες του Σώματος του Κυρίου ένα μικρό φιδάκι. Μιλήσαμε γι’ αυτά. Δυο φορές. Μια με τον πατέρα Γερβάσιο Παρασκευόπουλο και μια στο νησί των Ψαρών. Για το φίδι που κατέλυσαν οι ιερείς. Με αγωνία και καταϊδρωμένος το έδειξε στον ιερέα. «Και τώρα»; Ρωτησε ο διάκονος. Η Θεία Κοινωνία είναι πιο δυνατή και απ’ το φίδι και απ’ το δηλητήριό του, και από κάθε τι, απάντησε ο ιερεύς. Ο διάκονος, κατάλαβε, έκαμε το Σταυρό του και σιγά σιγά κατέλυσε την Θεία Κοινωνία μαζί με το φιδάκι. Αναφέραμε δύο τέτοια γεγονότα και αυτό είναι το τρίτο για να πιστοποιήσει ό,τι και τα άλλα δύο που μας αναφέρουν γραπτώς καταξιωμένοι κληρικοί, είναι πέρα για πέρα αληθινά.
Το κήρυγμα αυτό χριστιανοί μου, παρουσιάστηκε ενώπιον του Μητροπολίτου Πατρών και πλήθους κληρικών της ιδίας μητροπόλεως στο Μητροπολιτικό Ναό στις 15 Δεκεμβρίου του 2002, για να γίνει και η παρουσίασις του βιβλίου «Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία». Με τέτοιες ιστορίες και βιώματα πλαισιώθηκε αυτό το βιβλίο. Που είναι η γραπτή και η συμπυκνωμένη απόδοσις των 52 βραδινών ομιλιών κηρυγμάτων, μιας ώρας και πλέον, με κύριο θέμα την ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Από την ελάχιστη πείρα που είχα, παρατήρησα ότι οι ομιλίες και τα κηρύγματα αυτά, η μελέτη και η ανάλυσις των πατερικών κειμένων σε κύκλους ανδρών, εμπεδώνονται καλύτερα και πρόσφεραν μεγαλύτερη ωφέλεια στους χριστιανούς, όταν συνοδεύοντο από αληθινά γεγονότα που είχαν άμεση σχέση με το θέμα. Και όπως είπα προηγουμένως, την ίδια τακτική, χρησιμοποίησε όπως και χρησιμοποιεί, ο πνευματικός μου πατέρας και γέροντας πατήρ Εφραίμ, όπως και άλλοι έμπειροι και διακριτικοί Αγιορείτες πνευματικοί, εξομολόγοι, όπως επίσης και πολλοί που χειρίζονται, άριστα τον λόγον, ιεροκήρυκες, επίσκοποι, και λοιπά.
Εκείνο, εν καταλήξει, που θέλω να σας πω, ή μάλλον να σας παρακαλέσω όλους σας, όσοι με βλέπετε και με ακούετε αυτήν την στιγμή, είναι να σας παρακαλέσω να προσεύχεσθε για μένα. Να εύχεσθε. Και να εύχεσθε και να προσεύχεσθε πολύ, για να με ελεήσει ο Θεός, γιατί θα δώσω βαρύτατον τον λόγον για όσα μέχρι σήμερα στα 43 μου χρόνια έχω πει, και για όσα όλως αναξίως έγραψα σ’ αυτό το βιβλιαράκι. Διότι «ο γνούς και γράψας και μη ποιήσας, δαρήσεται πολλάς».
Εύχεσθε, προσεύχεσθε,
παρακαλώ, προσεύχεσθε πολύ,
Αμήν.
Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2002
Περί Ιερωσύνης και Θείας Λειτουργίας, Πάτρα 15.12.2002
177 α
Και μια ιστορία επιπλέον πολύ ωφέλιμη. Ένα γεγονός αληθινό.
Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, - αυτό το βρήκα μέσα στις σημειώσεις μου, - γνώρισα μέσα στο μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως έναν χριστιανό θεοσεβή. Παρατήρησα όμως ότι παρόλον που του είχα συστήσει να κοινωνάει τακτικά, εκείνος είχε αραιώσει κατά πολύ τη Θεία Κοινωνία.
Στην πρώτη ευκαιρία και στην κατάλληλη ώρα τον ρώτησα:
- «Γιατί δεν κοινωνάς χριστιανέ μου; Κωλύματα δεν έχεις. Από όσο τουλάχιστον εξομολογείσαι, τον ιδιαίτερο κανόνα σου τον κάνεις με συνέπεια και η Εκκλησία που συνιστά, και σε καλεί για Θεία Κοινωνία. Εσύ γιατί δεν κοινωνάς; Τι συμβαίνει;»
-«Α,παπαπαπαπα, τι λές πάτερ μου, να πάρω εγώ αυτή τη φωτιά που βλέπω και να καώ;»
-«Φωτιά; Τι φωτιά; Βλέπεις δηλαδή φωτιά; Και τι είδους φωτιά είναι αυτή που βλέπεις»;
-«Και βέβαια βλέπω. Από το Άγιο Ποτήριο πάτερ μου, που βγάζετε και λέτε «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» βγαίνει φωτιά! Αληθινές φλόγες, που καμιά φορά γίνονται πολύ φωτεινές, πολύ φωτεινές, ολόλαμπρες. Και επειδή φοβήθηκα πήγα και σ’ άλλους ναούς, στην Παναγία των Βλαχερνών που είναι δίπλα μας, στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Υπαπαντή, στον Άγιο Δημήτριο Ταμπουρίων, στην Αγία Τριάδα και αλλού. Παντού το ίδιο πράγμα. Όταν όμως δεν βγάζει φωτιές το Άγιο Ποτήριο, τότε πάω και κοινωνάω. Τι να κάνω πάτερ μου; Πώς να κοινωνήσω με τέτοιες φωτιές;»
Αν και ήμουν, όπως και είμαι τελείως αδαής, και με πείρα μηδαμινή του είπα:
-«Να παρακαλείς κάθε μέρα το Χριστό να πάρει τις φωτιές για να μπορείς έτσι να κοινωνείς πλέον άφοβα. Και αν το κάνεις αυτό με συντριβή, με δάκρυα και με ταπείνωση και με όλη σου την καρδιά, ο Θεός θα σ’ ακούσει και θα πάρει αυτές τις παράδοξες φλόγες».
-«Αλήθεια; Θα το κάμει αυτό ο Χριστός μας;», με ρώτησε.
-«Και βεβαίως θα το κάμει.», του απάντησα.
Ύστερα από λίγον καιρό τον είδα να προσέρχεται στην Θεία Κοινωνία με το πρόσωπό του να λάμπει από χαρά. Αργότερα με διαβεβαίωσε καταχαρούμενος ότι δεν υπήρχαν πια φωτιές και λάμψεις και όλα ήσαν φυσικά.
Ήταν πλάνη; Ήταν φαντασία; Ήταν κεχαριτωμένη αποκάλυψη; Ποιος ξέρει; Επειδή όμως τα παιχνίδια του διαβόλου με τις φαντασιώσεις και τις πλάνες είναι πολύ συχνά, γι’ αυτό και ήταν αυτή η σύστασις για να φυλαχτεί η καρδιά μας από οποιαδήποτε παγίδα. Αν ήταν πάλι μια αποκάλυψη του Αγίου Θεού, ποιος μπορεί αυτό να το γνωρίζει; Και καλώς επράξαμεν σύμφωνα και με τη σύσταση και την πείρα άλλων καταξιωμένων γερόντων και πατέρων.
Ευχαριστώ πάρα πολύ,
ο Θεός και η Παναγία νάναι πάντοτε μαζί μας
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)