Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2004
Η ευλάβεια και η Θεοσέβεια ως ειδικές αρετές που πρέπει να κοσμούν τον αγωνιζόμενο πιστό Χριστιανό
Κυρ. Μετά της Υψώσεως 2004
«Και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι».
Σήμερα χριστιανοί μου, ούτε τον Σταυρό μας σηκώνουμε, ούτε και τον Χριστόν με συνέπεια ακολουθούμε. Αυτό δηλώνει ότι και η πίστις μας είναι χλιαρή και νερόβραστη, και η ευλάβεια όπως και η θεοσέβειά μας είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Κάθε χριστιανός αδελφοί μου, και πρώτος εγώ ο ταλαίπωρος και ελεεινός, ή μπροστά πηγαίνουμε, ή προς τα πίσω. Στάσις δεν υπάρχει. Όταν λέμε στην εξομολόγησή μας και ομολογούμε ότι δεν προοδεύουμε σε τίποτα το πνευματικόν, αυτό σημαίνει ότι πάμε μόνον πίσω. Όταν δεν προοδεύουμε στις αρετές και γενικά στην πνευματική ζωή, συγχρόνως όμως δεν πέφτουμε και σε βαριές ή θανάσιμες αμαρτίες, πάλι πίσω πάμε και όχι μπροστά.
Γι’ αυτό οφείλουμε να καλλιεργήσουμε την πίστη μας, τον αγιασμένο φόβον προς τον Θεόν, την ευλάβειά μας και την θεοσέβεια, την μετάνοια και το ταπεινό φρόνημα, το πνεύμα της αγωνιστηκότητος και της θυσίας, το να μπορούμε να σηκώνουμε κάθε μέρα τον Σταυρό μας. Και ασφαλώς βέβαια να καλλιεργήσουμε και άλλες πολλές αρετές, που όλες μαζί συντελούν στη σωτηρία μας.
Και τώρα πιθανόν να με ρωτήσετε «και πως θα τις καλλιεργήσουμε αυτές; Πως θα πηγαίνομε μπροστά και όχι πίσω;»
Ασφαλώς, επαναλαμβάνω, με τον καθημερινό μας πνευματικό αγώνα, με την συμμετοχή μας στα πανάγια σωστικά μυστήρια, με την προσευχή, με την μελέτη των Αγίων Γραφών και των Πατέρων της Εκκλησίας, και με τόσα άλλα που τόσες πολλές φορές έχουμε τονίσει και επαναλάβει.
Τα χαρίσματα και οι δωρεές του Θεού που δίδονται στον κάθε χριστιανό αδελφοί μου, δεν κρύβονται. Όσο και να τις κρύψει ένας κεχαριτωμένος κληρικός, ή μοναχός, ή απλός αγωνιζόμενος εν τω κόσμω πιστός χριστιανός, αυτά τα χαρίσματα και αυτές τις δωρεές, τις αποκαλύπτει ο Θεός, τις κάμνει φανερές. Έτσι λοιπόν οι σημερινές χριστιανικές οικογένειες που ζούνε μέσα σ’ αυτόν τον κόσμον τον τραγελαφικόν, για να ωφελούνται πρέπει να ψάχνουν, και να το κάμουν αυτό με έμπονη προσευχή, το επαναλαμβάνω, έμπονη, με πόνο ψυχής, να ζητούν να βρουν οικογένειες, που να έχουν ζωντανή την πίστη και όχι νερόβραστη. Έμπρακτη την αγάπη και όχι μόνον λόγια και φιλολογία, να έχουν αληθινόν φόβον Θεού, και όχι ψευτοευσέβεια, που να είναι ευλαβείς, και όχι υποκριτές.
Η θεοσέβεια είναι σεβασμός προς τον Θεόν, και πρέπει αυτή να διακρίνει όλους μας, όπως ασφαλώς και η ευλάβεια. Η ευλάβεια μας λένε οι Πατέρες μοιάζει με το θυμίαμα, που όταν καίγεται, απλώνεται το άρωμά του παντού, και ο ευώδης καπνός ανέρχεται, ανεβαίνει ψηλά.
«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου, ως θυμίαμα ενώπιόν σου», ψάλλουμε κάθε μέρα στον Εσπερινό. «Κύριε και Θεέ μου, σαν θυμίαμα κατευθύνεται στον Ουράνιο Θρόνο Σου, η πονεμένη μου προσευχή».
Και η θεοσέβεια και η ευλάβεια, δεν κρύβονται. Τις αποκαλύπτει ο Θεός. Και έχει τους τρόπους Του. Γι’ αυτό και μεταδίδονται εύκολα, αρκεί εμείς, που θέλουμε να ωφεληθούμε απ’ αυτές τις θεοσεβείς χριστιανικές οικογένειες, και από κάποιους ευλαβείς κληρικούς, οφείλουμε να έχουμε κατά πρώτον λόγον καλή διάθεση, καλούς λογισμούς και ταπείνωση.
Το επαναλαμβάνω, όχι μόνο θα ψάξουμε για να τις βρούμε, αλλά και αν τις βρούμε για να συναναστραφούμε μ’ αυτές, θα πρέπει να έχουμε καλή διάθεση, καλούς λογισμούς και ταπείνωση.
Υπάρχει θεοσέβεια και ευλάβεια σε πολλές ψυχές μέσα στον κόσμο, που εμείς αγνοούμε, τον πνευματικό τους αγώνα, και την κρυφή τους εργασία. Και αν κάτι θελήσει ποτέ να μας αποκαλύψει ο Θεός απ’ αυτές ή απ’ αυτούς, εμείς τότε μέσα απ’ τη δική μας μικροπρέπεια, την κακομοιριά, τις αδυναμίες μας, τις κακίες μας, τις πονηρίες μας, όλα τα παρεξηγούμε και συνεχώς κατακρίνουμε και κουτσομπολεύουμε.
Οι κινήσεις και οι τρόποι του θεοσεβούς χριστιανού, η καλοσύνη του, η πραότητά του, το χαμόγελό του, - και όχι τα δικά μου κατεβασμένα φρύδια – και γενικά η όλη συμπεριφορά μαρτυρούν την ευλάβειά του. Η στάσις του μέσα στο σπίτι, και εις την οικογένεια, όπως και εις την εργασία του, την οποιαδήποτε εργασία του, είναι ακριβώς ίδια, όπως είναι και μέσα στο Ναό, όταν εκκλησιάζεται, και όταν κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων. Όχι εδώ κούκλος και στο σπίτι πανούκλος, εδώ ευσεβής, εδώ ευλαβής, ευλαβής και στο σπίτι του, θεοσεβής με το σύντροφο της ζωής του, με τα παιδιά του, στην εργασία του, στο δρόμο, στην κοινωνία.
Είσαι σύζυγος; Είσαι πατέρας; Μητέρα; Θυγατέρα; Γιός; Παππούς, γιαγιά, παπάς, είσαι παπάς; Δεσπότης, καλόγερος; Οφείλεις να είσαι ευλαβής! Θεοσεβής, ταπεινός, γεμάτος πίστη, αγάπη ενεργουμένη, ταπείνωση και θυσία. Δεν τάχεις αυτά; Όποιος και αν είσαι, είσαι ένα τίποτα. Είμαι ένα τίποτα. Και συ, και συ, και συ, τι είσαι; Επιθεωρητής, στρατηγός, στρατιώτης, καθηγητής, δάσκαλος, βουλευτής, υπουργός, εργάτης, υπάλληλος, αθλητής, μήπως ψάλτης, μήπως θεολόγος, ότι κι αν είσαι, αν δεν έχεις θεοσέβεια και ευλάβεια προς τον Θεόν, στην Παναγία και τους Αγίους, και προς τον συνάνθρωπόν σου που είναι κι αυτός εικόνα του Θεού, δεν είσαι τίποτα. Όχι ασφαλώς τους ξηρούς τύπους. Όχι πολύ περισσότερο στην ψευτοταπείνωση και στην ταπεινοσχημία. Όχι βεβαίως και στην θρησκοληψία, και όχι στην υποκρισία. Αλλά ναι, στην αληθινή ευσέβεια που λέγεται θεοσέβεια, και που έχει φόβον Θεού, μετάνοια, προσοχή, νίψη, αδιάλειπτη προσευχή, δάκρυα, αγώνα για τα πάθη, και αγώνα για την κατάκτηση των θεοαρετών.
Τότε μας τιμούν και οι άγγελοι. Αλλά μας μακαρίζει και ο ίδιος ο Θεός. «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν». Είσαι θεοσεβής; Αν ναι, έχεις και ευλάβεια και με ακρίβεια τηρείς τις εντολές. Και δεν είσαι μόνον λόγια όπως εγώ.
Η θεοσέβεια μαζί με την ευλάβεια, αποδεικνύονται από τον τρόπον με τον οποίον εκκλησιαζόμεθα, από τον τρόπον το πώς κοινωνούμε, μάλιστα, η ευσέβεια εκεί φαίνεται, από το πώς παίρνουμε το αντίδωρο στα χέρια μας, από το πώς αναχωρούμε από τον ναόν μετά το «Δι’ ευχών». Μερικές φορές υπάρχει τόση αταξία μέσα στους ναούς, που αμφιβάλλω αν είμεθα μέσα σε Ορθόδοξο ιερό Ναό ή σε χάβρα Ιουδαίων ή σε κανένα κοσμικό κέντρο.
«Άνω σχώμεν τας καρδίας», μας προτρέπει ο λειτουργός ιερεύς, και εμείς απαντάμε διά μέσου των ιεροψαλτών «έχομε προς τον Κύριον». Και όμως λέμε ψέματα. Δεν έχουμε την καρδιά μας στο Θεό. Ούτε ο νούς μας, ούτε η καρδιά μας είναι εκεί. Αλλού τρέχει ο νούς και αλλού βόσκει η καρδιά μας. Πιθανόν δε σε χίλιες δυο βιοτικές μέριμνες, και όχι στον Θρόνον του Θεού. Με το σώμα μέσα στον Ιερό Ναό, και με την καρδιά μας έξω δυστυχώς απ’ αυτόν.
Και όμως εδώ μέσα σφαγιάζεται ο Κύριος. Και με τη Θυσία Του μας προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του για να μας καθαρίσει από κάθε αμαρτία, όσο θανάσιμη και αν είναι αυτή.
Μας μεταγγίζει το Πανάγιόν Του Αίμα, μας θεραπεύει, μας φωτίζει, μας αγιάζει και μας τρέφει με το Σώμα του, και έτσι θέλει να μας θεοποιήσει και να μας καταστήσει κληρονόμους της Βασιλείας των Ουρανών.
Πόσοι ναοί σήμερα Κυριακή θα λειτουργήσουν στην Ελλάδα; Οχτώ χιλιάδες. Θα βάλουμε και άλλες δυο χιλιάδες και άλλες δέκα χιλιάδες, σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδιαιτέρως κατά χιλιάδες στην Ρωσία, την Ουκρανία, και σε όλες τις άλλες Ορθόδοξες χώρες, όπου σήμερα τελείται Κυριακή η Θεία Λειτουργία; Πόσα Άγια Ποτήρια προσφέρουμε, πόσα Άγια Ποτήρια θα βγουν να κοινωνήσουν τους χριστιανούς; Δέκα χιλιάδες, είκοσι χιλιάδες Άγια Ποτήρια… Το κάθε Άγιο Ποτήριον πόσα γραμμάρια κρασί έχει που έχει μεταβληθεί σε Αίμα; Να πούμε εκατό γραμμάρια, να πούμε εκατόν είκοσι, μέχρι εκατόν είκοσι είναι, Αίμα! Εκατόν είκοσι γραμμάρια, επί είκοσι χιλιάδες, διακόσια σαράντα κιλά Αίμα χύνεται σήμερα και προσφέρεται σε όλους μας, για τη σωτηρία μας, εις άφεσιν αμαρτιών, και μεις είμαστε αδιάφοροι, μέχρι σκληρόκαρδοι.
Άλλοι από μας κουβεντιάζουμε μέσα στον ναό, άλλοι κατακρίνουμε ο ένας τον άλλον, άλλοι πάλι κοιτάζουμε τι φοράει ο ένας και τι φοράει ο άλλος, και αλήθεια, τι κρίμα, που ενώ προσφέρεται η Θυσία Αινέσεως, και το Αίμα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, - έρευσε ποτάμι το Αίμα αυτό του Κυρίου - , το μυαλό το δικό μας ταξιδεύει, τα μάτια μας διαρκώς κατακρίνουν, όπως και το μυαλό και η γλώσσα ροκανίζει.
Που είναι η ευλάβειά μας; Πού είναι η θεοσέβειά μας; Πού είναι η προσοχή μας; Αλλά και εμείς οι ιερείς όμως, δεν τους εξαιρώ τους εαυτούς μας πολύ δε περισσότερο τον εαυτόν μου, τι κάνομε μέσα στο Άγιο Βήμα; Κουβεντολόγι … και «Άγιος ο Θεός». Έτσι όμως όλοι μας κολαζόμεθα, κληρικοί και λαϊκοί, και αν δεν υπάρξει μετάνοια και δάκρυα, και διόρθωση, κόλασις μας περιμένει εκεί όπου, «ο τριγμός και ο βρυγμός των οδόντων», εκεί όπου «ο σκώληξ ου τελευτά», εκεί όπου «το πύρ άσβεστον και το σκότος ψηλαφητόν». Αυτή είναι η αλήθεια και αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα.
Μετά όμως το Άγιον Βάπτισμα και το Άγιον Χρίσμα χριστιανοί μου, η ευλάβεια υπάρχει μέσα στον καθένα μας, ως φυσικό χάρισμα και ως δωρεά του Θεού, που θέλει όμως καλλιέργεια.
Άλλωστε γι’ αυτό είμεθα και μείς σήμερα όλοι εδώ μέσα. Εσείς και γω ο αμαρτωλός, για να μπολιαστούμε από τη Χάρη του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και Θεού ημών, και από το Αίμα Του. Να μας μεταγγίσει το Αίμα Του για να μεγαλώσει μέσα μας, το δένδρο εκείνο που έχει δύο κορμούς, τι θεοσέβεια και την ευλάβεια, που είθε να προσφέρουν πλήθος από σωτήριους καρπούς, και για την ψυχή μας αλλά και για τον πλησίον, και για κάθε χριστιανόν, και για κάθε άνθρωπον,
Αμήν.
Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2004
Η πίστης και η μετάνοια ως βασικές αρετές για την σωτηρία μας
Κυρ. Προ της Υψώσεως 2004
«Πας ο πιστεύων εις αυτόν, ου μη απόλειται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον».
Όποιος χριστιανοί μου πιστεύει στο Χριστό και στο κοσμοσωτήριο έργο Του, σώζεται.
Έτσι πιστεύει και εργάζεται τις αρετές, πιστεύει και τηρεί τις εντολές, πιστεύει και κάμει υπακοή στο πανάγιον θέλημά Του, πιστεύει αλλά με αγάπη ενεργουμένη, πιστεύει αλλά με έργα μετανοίας. Πιστεύει και συμμετέχει στα πανάγια μυστήρια, πιστεύει και προσεύχεται και νηστεύει και αγρυπνεί και εγκρατεύεται, πιστεύει και μελετάει τις Άγιες Γραφές και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Η πίστις στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, και στην Τριαδικότητα του ενός Θεού, αυτή και μόνον μας σώζει. Αυτή όμως η ενεργουμένη πίστις, αποδεικνύεται από τα έργα μας. «Δείξον την πίστην σου εκ των έργων σου». Συντηρείται από την προσευχή μας, τρέφεται από την Θεία Κοινωνία, και αυξάνει από την καθημερινή μας μετάνοια.
«Μετανοείται και πιστεύεται τω Ευαγγελίω», διεκήρυξε ο Κύριος. Άρα η πίστις και μετάνοια συνυπάρχουν στον ίδιο ορθόδοξο πιστό, αγωνιζόμενο χριστιανό, σε μια αδιαίρετη ενότητα. Πιστεύομε και ομολογούμε την πίστη, εν έργω και λόγω, με την τήρηση των εντολών και την καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών. Πιστεύομε στο έλεος του Θεού και στην άπειρη μακροθυμία του διότι είμεθα αμαρτωλοί.
Και είμεθα αμαρτωλοί αφού αμαρτάνομε κάθε μέρα. Είτε εκουσίως, θεληματικά, είτε αθέλητα, είτε με τους λογισμούς, είτε με τις αισθήσεις, είτε και με την φαντασία ακόμα, εκτός των έργων, των λόγων, επιθυμιών και τα λοιπά.
Η πίστις μαζί με την καθημερινή μετάνοια, την προσευχή, το μακάριο πένθος που έχει και τα δάκρυα της μετανοίας, με σώζουν, μας σώζουν, μας σώζουν, απ’ τον αιώνιο θάνατο της ψυχής, δηλαδή από την αιώνια κόλαση.
Η πίστις μας έχει αναφορά και στην Κόλαση και στον Παράδεισο, διότι ομολογήσαμε προηγουμένως στο Σύμβολον της Πίστεως «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος, αμήν».
Η πίστις μας είναι Ορθόδοξος τρόπος ζωής, ζωής ευλογημένης, ζωής αγιασμένης, ζωής αγγελικής, σύμφωνη δηλαδή με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας.
Όπως η Ορθόδοξος χριστιανική πίστις είναι τρόπος ζωής, έτσι και η μετά θάνατον αιώνιος ζωή, είναι τρόπος υποστατικής υπάρξεως του όλου ανθρώπου.
Χαρά και μακαριότητα στη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά και αφόρητη φρίκη και μίσος στην αιώνια κόλαση.
Αυτή είναι η πίστις μας, αλλά και η κράζουσα πραγματικότητα του μέλλοντος αιώνος διά στόματος Κυρίου. Επίσης έχουμε πίστη στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία, Ιερά Εξομολόγηση, Ιεροσύνη, Γάμο και Ευχέλαιο.
Το μυστήριο της μετανοίας είναι και το δεύτερο βάπτισμα, το λουτρό του βαπτίσματος, το λουτρό των δακρύων.
Ο αμαρτωλός που αμαρτεί για όσες αμαρτίες και εγκλήματα και αν έχει κάμει, εάν έχει αληθινή μετάνοια, συγχωρείται παντελώς, εξέρχεται από την Ιερά Εξομολόγηση, πιο λευκός και από το χιόνι, πιο φωτεινός και από τον ήλιο. «Ένα βαρύ εξωτερικό τραύμα στο σώμα μας», μας λέγει ο Άγιος Ιερός Χρυσόστομος, «αφήνει ένα σημάδι, μια ουλή». Όπως την αφήνει και μια εγχείρηση που τυχόν θα κάνουμε. «Αλλά μετά από την αληθινή σου μετάνοια», βροντοφωνάζει ο Ιερός Χρυσόστομος, «και μετά την Ιερά σου Εξομολόγηση, η αγάπη του Θεού, δεν αφήνει κανένα ίχνος, κανένα σημάδι, καμιά ουλή, ακόμα και για την πιο σου μεγάλη αμαρτία».
Η αμαρτία με τα πολλά μας πάθη, είναι φωτιά που κατακαίει την ψυχή μας και την κολάζει. Κολάζεται η ψυχή μας απ’ την αμαρτία. Με τι μέσον όμως σβήνουμε μια οποιαδήποτε φωτιά; Είτε γίνει στο σπίτι μας, είτε σ’ ένα δάσος, σ’ ένα εργοστάσιο, ή κάπου αλλού; Με νερό. Ε, και τη φωτιά που κατακαίει τα σπλάχνα μας, κατακαίει και κολάζει την ψυχή μας, αυτήν την φωτιά, θα την σβήσουν μονάχα τα δάκρυα της μετανοίας. Οι κρουνοί της μετανοίας, οι κρουνοί των δακρύων, όπως λέγει και ο δικός μου ο άγιος γέροντας. Και έρχονται ευθύς αμέσως, το έλεος του Θεού, μετά το σβήσιμο αυτής της φωτιάς, και ξανακτίζει το σπίτι της ψυχής μας. Και το κάνει παλάτι και το κάνει ανάκτορο του ουρανού.
«Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Άρχισε το κήρυγμά του ο Κύριος. Και πότε «ήγγικεν η Βασιλεία του Θεού»; Ήλθεν κατά πρώτον με την ενανθρώπιση του Θεού στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός, ο Θεάνθρωπος Κύριος και Σωτήρας του κόσμου. Έρχεται με τη Θεία Κοινωνία, έρχεται με την ενάρετη ζωή μας, έρχεται μέσα από την κεχαριτωμένη προσευχή μας, έρχεται και όταν πεθάνουμε. Άραγε είμεθα έτοιμοι να υποδεχτούμε τον Κύριο μετά πίστεως και μετανοίας;
Η πίστις στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, και στο κοσμοσωτήριο έργο του που έφθασε μέχρι θανάτου, θανάτου σε Σταυρού, μας σώζει μέσα από τις ηγιασμένες προϋποθέσεις που αναφέραμε.
Τα είπαμε κάπως σύντομα και επιγραμματικά, αλλά αυτή είναι η γενική εικόνα της Ορθοδόξου πίστεως. Η μεθαυριανή γιορτή του Τιμίου Σταυρού, είναι μία υπενθύμισις της Μεγάλης Παρασκευής, γι’ αυτό έχουμε και νηστεία, της υπερτάτης θυσίας του Θεανθρώπου Χριστού.
Αυτό θα πει το εξής: Κάθε φορά που μητέρα Εκκλησία, μας καλεί για να μας χαρίσει τη σωτηρία, δια μέσου του Σταυρωθέντος Ιησού Χριστού, και αναστάντος εκ νεκρών, μάς καλεί να περάσουμε μέσα από το μυστήριον του Σταυρού.
Σταυρός είναι να αρνούμεθα το αμαρτωλό θέλημά μας και να κάνομε υπακοή στο λόγο του Θεού. Το να πολεμούμε κάθε μέρα τα πάθη μας, και τις αδυναμίες μας είναι Σταυρός, είναι μαρτύριο. Το να αντιστεκόμεθα στις πονηριές του διαβόλου, και στις θανάσιμες προσβολές των λογισμών, είναι και αυτό μαρτύριο, αναίμακτο μαρτύριο της συνειδήσεως, βαρύς Σταυρός κάθε μέρα. Το να σηκώνουμε αγόγγυστα τις θλίψεις, τα βάσανα και τους πειρασμούς της ζωής, είναι βαρύς Σταυρός και γίνεται ακόμα πιο βαρύς όταν σηκώνουμε τις αδικίες και την αχαριστία του πλησίον μας και των δικών μας ανθρώπων. Το να μπορούμε με τη χάρη του Θεού, να συντρίβουμε κάθε λεπτό της ώρας, τον επάρατο εγωισμό μας, είναι κι αυτό ένας Σταυρός, βαρύς Σταυρός.
Ο Σταυρός όμως που μας οδηγεί στην ανάσταση, διότι «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται».
Αν δεν πιστεύομε στην Σταυρική θυσία, του Ιησού Χριστού και στην Ανάστασή Του, δεν μπορούμε να σωθούμε. Αυτή η πίστις μας οδηγεί στα μυστήρια, στην ενεργουμένη αγάπη και μετάνοια, όπως και στην τήρηση των Ευαγγελικών εντολών. Ελπίζουμε και πιστεύουμε, στο άπειρον έλεος του Αγίου Θεού, το οποίον θα φωτίσει το νου μας, θα δυναμώσει την θέλησή μας, θα προκαλέσει την μετάνοιά μας και τα δάκρυα της μετανοίας, θα χαρίσει τα χρέη των αμαρτιών μας, και θα μας σώσει. Και όχι μόνον θα μας σώσει, αλλά και παιδιά Του θα μας κάνει. Και κληρονόμους της Βασιλείας Του, όπως τον Άσωτον Υιόν, αρκεί να μετανοούμε κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή.
Είθε αυτό, δηλαδή το της μετανοίας χάρισμα, να μας το δίδει κάθε μέρα ο Πανάγιος Θεός,
Αμήν.
Κυριακή 27 Ιουνίου 2004
Ή δούλος του Χριστού απελεύθερος, ή δούλος τών παθών
Κυρ. Δ' Ματθαίου 2004
«Ελευθερωθέντες δε από της αμαρτίας εδουλώθητε τη δικαιοσύνη», από το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα.
Εδώ, ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, και στο έκτο κεφάλαιο, μας ομιλεί για την ελευθερία, που μας χάρισε ο Θεός μέσα από την πίστη μας, στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού και το προσφερόμενον έργο της σωτηρίας Του, και που εκδηλώθηκε έμπρακτα από εμάς μετά το Άγιον Βάπτισμα.
Και μας λέγει ο Απόστολος Παύλος στο σημερινό του Ανάγνωσμα, ότι υπάρχουν χριστιανοί μου δύο ειδών δούλοι. Οι δούλοι της αμαρτίας και οι δούλοι της αρετής. Οι δούλοι της αμαρτίας είναι σκλάβοι στο διάβολο και σκλάβοι στα πάθη τους. Σκλάβος είναι αυτός που εξαρτάται από το πιοτό, αυτός που υποδουλώνεται στα ζάρια και στο χαρτοπαίγνιο, σκλάβος είναι και ο ναρκομανής, σκλάβος είναι και αυτός που δεν μπορεί να κόψει το τσιγάρο. Σκλάβος είναι και ο κοιλιόδουλος, είναι και ο λαίμαργος. Ο ένας σκλάβος είναι στο θυμό και στην οργή, και ο άλλος είναι στη ζήλεια και στο φθόνο, και έτσι θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σ’ όλα τα πάθη. Κάθε πάθος και ένας τύραννος, κάθε αδυναμία και μια σκλαβιά, και όλοι μαζί είμεθα σκλάβοι στον εγωισμό μας. Έτσι είμεθα οι πιο πολλοί από μας, δούλοι στην πλεονεξία και άλλοι στη φιλαργυρία, άλλοι πάλι στη μνησικακία, στη σκληροκαρδία, στον αυταρχισμό, στην αισχρολογία, στη βλασφημία των θείων, στη μικροπρέπεια, στο ψέμα, στην υποψία, - καθολικό φαινόμενο η υποψία,- στην υποκρισία, και σε χίλια δυο άλλα πάθη που δεν μπορώ να απαριθμήσω τώρα. Ο καθένας γνωρίζει τα δικά του πάθη και το πόσο υποφέρει και βασανίζεται απ’ αυτά.
Οι κοσμικοί άνθρωποι που ζούνε μακριά απ’ το Θεό, έστω και αν λέγονται πολιτισμένοι σήμερα, νομίζουν πως ελευθερία είναι να κάμουν ό,τι θέλουν. Συνήθως λένε «είμαι ελεύθερος να κάμω ό,τι θέλω, να βρίζω, να κτυπώ, να σπάζω βιτρίνες, να κλέβω, να απατώ, να παρανομώ, να κοροιδεύω, να συκοφαντώ, να κοραίνομαι με τις ηδονές και στη σαρκολατρία, να μη τιμώ κανέναν. Να λέω ό,τι θέλω, να κάμω ό,τι θέλω. Τι θα πει σεβασμός και τιμή στο γέρο και στη γριά ή στους γέροντες γονείς, άμα θέλω σηκώνομαι απ’ το κάθισμα του λεωφορείου, έστω και αν είμαι δεκαπέντε χρονών, άμα δεν θέλω δεν σηκώνομαι. Είμαι ελεύθερος να κάμω ό,τι θέλω». Αυτού του είδους όμως η ελευθερία, μετατρέπεται σε μικρό χρονικό διάστημα σε μια φρικτή σκλαβιά. Γιατί τότε σκοτίζεται ο νους, γιγαντώνονται οι κακές σκέψεις μέσα μας και οι πονηροί λογισμοί.
Η σκοτισμένη αυτή κατάστασις του νου μαζί με τις επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις της πονηρίας, εξασθενίζουν την θέληση και αχρηστεύουν τις εσωτερικές πνευματικές αντιστάσεις. Έτσι έρχεται η κυριαρχία των παθών, και η ψυχή υποδουλώνεται στην σκληρή τους τυραννία.
Να, πως ο άνθρωπος γίνεται σκλάβος και δούλος των παθών, δηλαδή της αμαρτίας. Ενώ η αληθινή ελευθερία βρίσκεται στο να γίνουμε όλοι μας δούλοι Χριστού. Και δούλος Χριστού είναι αυτός που τηρεί ελεύθερα, τις Ευαγγελικές εντολές, που ελεύθερα και από αγάπη κάνει υπακοή στο θέλημα του Θεού, και συμμετέχει στα σωστικά μυστήρια της Ορθοδόξου ημών πίστεως και Εκκλησίας.
Ο δούλος του Χριστού, δηλαδή ο δούλος του Θεού, με τον καθημερινό του πνευματικό αγώνα, δηλαδή με τη νηστεία στις αισθήσεις, - αυτό ονομάζεται από τους Πατέρας φυλακή των αισθήσεων –, με τον έλεγχο στη γλώσσα, με την προσοχή στους λογισμούς, με την εγκράτεια και την καθημερινή προσευχή, με την μελέτη των Γραφών, με το ταπεινό φρόνημα και την συντριβή, με την φλογερή πίστη – που δεν έχουμε – και την ενεργουμένη αγάπη, - και απ’ αυτήν δεν έχουμε – απαλλάσσεται ο δούλος του Θεού από την τυραννία των παθών, και εξουδετερώνει την σκοτεινή εξουσία του κόσμου και του διαβόλου. Και από δούλος των παθών, ο άνθρωπος ή ο χριστιανός, γίνεται δούλος της δικαιοσύνης, δούλος των θείων αρετών, δούλος Θεού, δηλαδή παιδί του Θεού. Υιός κατά χάριν και κληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών. Ο δούλος του Θεού είναι ο ελεύθερος εν Χριστώ Ιησού.
Όποιος όμως πάλι είναι δούλος των παθών, και των σκοτεινών προπαντός προλήψεων, γεμίζει από ντροπή, από στεναχώρια, αηδία, ταραχή, νεύρα, τύψεις … δεν τον χωράει ο τόπος, όλα του φταίνε, πότε πονάει εδώ, και πότε πονάει εκεί. Η φαντασία του στις σκοτεινές σκέψεις κοντεύει να τον τρελάνει. Πολλές φορές έχει παράξενους φόβους, είναι γεμάτος υποψίες και πολλά άλλα, όλα μαζί, δηλώνουν μια αξιοθρήνητη κατάσταση όπως μας την περιέγραψε προηγουμένως το Αποστολικόν Ανάγνωσμα.
Υπάρχουν όμως, όπως μας είπε ο Απόστολος Παύλος, και τα χειρότερα, και αυτά τα χειρότερα τα υπογραμμίζει δυό φορές. Το τέλος εκείνων, δηλαδή, των δούλων των παθών και του διαβόλου, θάνατος. Και πιο κάτω, «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος». Η λέξις «οψώνια» σημαίνει μισθός, πληρωμή, άρα η πληρωμή που δίνει η αμαρτία, σε όσους θέλουν να παραμείνουν πεισματικά δούλοι των παθών, είναι ο θάνατος. Όχι όμως ο σωματικός, -γιατί σωματικό θάνατο θα τον υποστούμε όλοι μας, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, σήμερα αύριο φεύγουμε, πόσο καιρό δεν ξέρω, αλλά θα φύγουμε, και οπωσδήποτε θα φύγουμε,- αλλά εδώ ομιλεί για τον πνευματικόν θάνατο, δηλαδή για την αιώνια κόλαση. Ο Θεός όμως δεν κολάζει κανέναν, -κανένα πλάσμα του δεν το κολάζει-, μόνος του ο άνθρωπος αυτοκαταστρέφεται, μόνος του διαλέγει το μίσος, την κακία και την πονηριά, μόνος του αυτοκολάζεται και πεθαίνοντας κουβαλάει μαζί του και την κόλαση της ψυχής του. Ο Θεός απλώς επισφραγίζει τις δικές μας επιλογές, και τις δικές μας αποφάσεις, -το επαναλαμβάνω-, δεν μας κολάζει ο Θεός και δεν μας κολάζει και ο πλησίον. Την κόλαση την έχουμε μέσα μας, και αν δεν την πετάξουμε και δεν την γεμίσουμε από φως, θα την κουβαλήσουμε μαζί μας, μετά τον θάνατόν μας, για να είναι η κακή κληρονομιά.
Χριστιανοί μου, αν η πληρωμή της αμετανόητης ζωής μας, δηλαδή της αμαρτίας, είναι ο θάνατος, ποια είναι η πληρωμή της αρετής; Η πληρωμή της αρετής ποια είναι; Καμία! Καμιά; Ναι, ναι, καμία. Διότι η υπακοή στο θέλημα του Θεού, και η εργασία των αρετών, δεν έχει πληρωμές, αλλά έχει χαρίσματα, έχει θείες δωρεές.
Να πως μας το βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος. «Το χάρισμα του Θεού, ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού, τω Κυρίω ημών». Άλλο πληρωμή, άλλο μισθός, άλλο χάρισμα, άλλο ουράνιος δωρεά. Και η αλλαγή αυτή των λέξεων από τον Απόστολο Παύλο δεν είναι τυχαία. Είναι σαν να μας λέγει ο Παύλος, «Αδελφοί μου, σεις που καθημερινά κάνετε τον πνευματικό σας αιματηρό αγώνα, για να καταπολεμήσετε τα πάθη σας, με την τήρηση κατά δύναμιν, των Ευαγγελικών εντολών, μην περιμένετε πληρωμές και μισθούς. Αν πρόκειται να πληρωθείτε για τα έργα σας, ο μισθός θαναι τρύπιες δεκάρες, διότι τόσα ήταν και τα έργα σας. Άλλωστε και αυτά τα έργα, όσα έγιναν, έγιναν με τη βοήθεια του Θεού, αφού «άνευ αυτού, ου δύνασθε ποιείν ουδέν», όπως το τονίζει ο Κύριος, «άνευ εμού, ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Σώζεσθε λοιπόν δωρεάν και κατά χάριν και όχι για τα έργα σας. Η θυσία του Χριστού σας σώζει και όχι τα έργα σας. Τα έργα σας οφείλουν να είναι καρπός της πίστεως, και της αγάπης σας προς τον Χριστό. Γι’ αυτό και σας χαρίζει κάτι το αφάνταστο. Κάτι το άπιαστο και το ασύλληπτο για τα μυαλά μας. Κάτι που δεν μπορεί να το συλλάβει ούτε η πιο τολμηρή φαντασία, κάτι το μοναδικό, το μεγαλειώδες, το μεγαλοπρεπέστατο. Σας χαρίζει αιώνια ζωή εν Χριστώ Ιησού». Αυτά περίπου θα μας έλεγε ο Παύλος.
Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι ο Θεός μας παίρνει κοντά Του. Μας δικαιώνει. Μας ξανακάνει παιδιά Του. Και συγκληρονόμους του Χριστού, του Υιού και Θεού, στη Βασιλεία των Ουρανών. Μας χαρίζει όχι μόνον τα ουράνια αγαθά, όλα τα υπερουράνια αγαθά, - δεν μας χαρίζει μόνο αυτά – αλλά μας χαρίζει και τον ίδιο τον εαυτόν Του. Θα τον βλέπουμε και θα χορταίνουμε εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτό είναι το χάρισμα. Αυτή είναι η δωρεά. Αυτή είναι η δόξα. Μπορεί να κοπιάσαμε κατά Χριστόν, άλλοι από μας πενήντα χρόνια, άλλοι είκοσι, άλλος δέκα, άλλος πέντε, άλλος ένα χρόνο. Άλλος να έχει κοπιάσει μόνον έξι μήνες. Άλλος ένα μήνα. Άλλος μια βδομάδα, άλλος μια ημέρα και άλλος μια ώρα. Και άλλος την τελευταία στιγμή, όπως ο ληστής πάνω στο Σταυρό. «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», και ανοίγει με τη μετάνοια της τελευταίας στιγμής, με το κλειδί της μετανοίας, την πόρτα του Παραδείσου και μπαίνει πρώτος μέσα.
Η αληθινή λοιπόν μετάνοια, είναι το μέγα, το μεγαλύτερο θαύμα της σωτηρίας μας. Είναι αυτή που μας χαρίζει την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό θα μπορούσα και γω να φωνάξω, και να πω «Κύριε και Θεέ μου, θυμήσου κει όλους εμάς εδώ, όλους εμάς που βρισκόμαστε εδώ, να μας θυμηθείς όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου, και τελευταίο να θυμηθείς εμένα τον αμαρτωλό, και ανάξιο λειτουργό Σου»,
Αμήν
Κυριακή 23 Μαΐου 2004
Η αποκάλυψις του ονόματος του Θεού, δηλ. της φύσεώς Του
Κυρ. Αγ. Πατέρων 2004
«Εφανέρωσά Σου το όνομα τοις ανθρώποις, ους δέδωκάς μοι εκ του κόσμου, Σοι ήσαν και εμοι αυτούς δέδωκας και τον λόγον σου τετηρήκασιν», από την Αρχιερατική Προσευχή του Κυρίου μας, που ακούσαμε ως Ευαγγελικό Ανάγνωσμα σήμερα.
Ολόκληρη η προσευχή αυτή αναφέρεται στο δέκατο έβδομο κεφάλαιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.
Αυτός ο στίχος, έξι, τι μας λέγει; «Εφανέρωσα το όνομά Σου στους ανθρώπους, τους οποίους Συ πήρες από τον κόσμο και μου τους έδωσες ως μαθητάς μου. Ήσαν δικοί σου, σύμφωνα με την αγαθή διάθεση και προαίρεση που είχαν, και Συ μου τους έδωσες σε μένα και αυτοί ετήρησαν τον λόγον Σου».
«Εφανέρωσά Σου το όνομα», έκαμα φανερό το όνομά Σου, απεκάλυψα το όνομά Σου.
Πουθενά όμως μέσα στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται ο Θεός να έχει όνομα. Ο Θεός είναι ανονόμαστος. Και όταν ακόμα ο Μωυσής στην φλεγομένη βάτο ρώτησε τον Θεόν «και όταν με ρωτήσουν ποιος Σε απέστειλε, ποιος σε κατέστησε αρχηγό και εκπρόσωπο όλων των σκλαβωμένων συμπατριωτών σου στην Αίγυπτο, τι θα τους απαντήσω»; Και ο Θεός λέγει στο Μωυσή: «θα τους πείς ότι ο Ων με απέστειλε».
Τι θα πεί «ο Ων»; Ο πάντοτε Υπάρχων. Δεν είπεν ο Θεός όνομα, αλλά απεκάλυψε την φύση Του όταν είπε «ο Ων», ο πάντοτε Υπάρχων, ο προαιώνιος Θεός απεκάλυψε την φύση Του, είναι ο πάντοτε Υπάρχων. Στην Εβραϊκή γλώσσα αποδίδεται στο κείμενο με την λέξη Γιαχβέ. Αλλά το Γιαχβέ όμως είναι μετοχή του ρήματος «χαγιά» που σημαίνει «ειμί». Όπως η μετοχή του Ελληνικού ρήματος ειμί είναι το ων, έτσι και η μετοχή στην Εβραϊκή γλώσσα του ρήματος «χαγιά» είναι το «γιαχβέ». Αυτό το Εβραϊκό «Γιαχβέ», το Ελληνοποίησαν οι αρχηγοί των Χιλιαστών, με πρώτον τον Κάρολο Ρόσελ, το 1872, και το έκαμαν Ιεχωβά, και οι οπαδοί του από τότε ονομάστηκαν Ιεχωβάδες.
Η επίσημος μετάφρασις του Εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης, που εγένετο από εβδομήντα Έλληνες σοφούς Πατέρας, - και ήσαν άριστοι γνώστες, όχι μόνον της Εβραϊκής γλώσσης αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης,- η επίσημος αυτή μετάφρασις αποδίδει σωστά και με ακρίβεια τη λέξη «Γιαχβέ», με την αντίστοιχη Ελληνική λέξη «ο Ων», ο Πάντοτε Υπάρχων.
Αυτό κάμνει και ο Χριστός στην Αρχιερατική Του προσευχή. Μας αποκαλύπτει την φύση του Θεού, μας αποκαλύπτει τον Θεόν Πατέρα. Ολόκληρη η Καινή Διαθήκη και ειδικότερα τα τέσσερα Ευαγγέλια και ακόμα πιο ειδικά το κατά Ιωάννην, μας αποκαλύπτουν την σχέση που έχει ο Χριστός, ως Υιός του Θεού με τον Θεόν Πατέρα. «Εγώ και ο Πατήρ έν εσμέν, ο εωρακώς εμέ εώρακε και τον Πατέρα», και πλήθος άλλα χωρία. Έτσι ο Χριστός μας αποκαλύπτει, και μας φανερώνει ότι είναι ομοούσιος τω Πατρί, έχει δηλαδή την αυτή ουσία, την αυτή φύση, την αυτή ενέργεια και την αυτή θέληση, ο Υιός με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με τον Υιόν.
Δεύτερον. Μας απεκάλυψε ότι ο ενανθρωπίσας Υιός και Λόγος του Θεού, είναι ο Χριστός, εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Μας αποκαλύπτει και μας ομολογεί ότι είναι ο Μεσσίας. «Εγώ είμαι ο λαλών σοι», διαβεβαίωσε στη Σαμαρείτιδα, ότι είναι το φως το αληθινόν. «Εγώ είμαι το φως του κόσμου, ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής».
Μας αποκαλύπτει ακόμα ότι είναι ο Σωτήρας του κόσμου, αφού «ουκ ήλθε ίνα κρίνει τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσει τον κόσμον». Είναι Υιός του Θεού αλλά και Υιός ανθρώπου. Είναι δε συγχρόνως και Δημιουργός, του σύμπαντος κόσμου, αφού «δι’ Αυτού τα πάντα εγένετο», και «χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν».
Και τρίτον μας αποκαλύπτει και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος.
«Εφανέρωσά Σου το όνομα τοις ανθρώποις». Εφανέρωσα και απεκάλυψα το όνομά Σου στους μαθητάς και αποστόλους, τους οποίου Συ μου έδωσες, τους φανέρωσα τη Θεία Σου φύση, «Τους φανέρωσα ότι είσαι Σύ ο Θεός Πατήρ, τους εφανέρωσα ότι ο Ένας Θεός, είναι και Τριαδικός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.
Ναι χριστιανοί μου, ένας Θεός Τριαδικός, Ένας Θεός που διακρίνεται σε τρία πρόσωπα–υποστάσεις, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Άμα Μονάς, άμα και Τριάς, Τριάς εν Μονάδι και Μονάς εν Τριάδι.
Χριστιανοί μου, αρχίζοντας την μεγάλη Αρχιερατική Του προσευχή, είπεν ο Κύριος, «Εγώ σε εδόξασα επί της γής, και το έργο ετελείωσα ο δέδωκάς μοι», ιδού ποιο είναι το έργον του Χριστού, να μας φανερώσει το όνομα του Θεού, δηλαδή την φύσιν του Θεού, την Τριαδικότητα του Θεού, να μας φανερώσει και τον Πατέρα, και το Πανάγιον Πνεύμα, και να μας αποκαλύψει και ποιος είναι Αυτός ως πρόσωπο, και ποιο είναι το έργον Του. Γι’ αυτό και λέγει, «εγώ με τη ζωή και το έργο μου, σε εδόξασα επί της γης, έκαμα γνωστό το όνομά Σου, γνωστό το όνομά Σου στους ανθρώπους ότι είσαι Θεός Πατέρας, Θεός αληθινός και με τη Σταυρική μου θυσία που θα προσφέρω εκουσίως σε λίγη ώρα ετελείωσα το έργο που μου έδωσες να πραγματοποιήσω. Και τώρα, δόξασέ με Σύ Πάτερ, τώρα που ετελείωσε η επί γης αποστολή μου, δόξασέ με. Δόξασέ με και ως Υιόν ανθρώπων, δόξασε την ανθρωπίνη φύση μου, που σε λίγο θα ατιμάζεται, και θα Σταυρώνεται», και δω σ’ αυτά τα λόγια του Κυρίου που τα’ ακούσαμε και πριν από το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, βλέπουμε να παρακαλεί τον Θεόν Πατέρα, και με την ιδιότητά του, ως μεσίτου μεταξύ Θεού και ανθρώπου, να Τον παρακαλεί να Τον δοξάσει με την ίδια δόξα που απολάμβανε ως ομοούσιος με τον Πατέρα, στους Ουρανούς εις τους αιώνας των αιώνων, αειδίως, πάντοτε.
Εδώ ο Κύριος απαιτεί κατά κάποιον τρόπον, ως Υιός Θεού, και ομοούσιος με τον Πατέρα, την δική Του ουράνια και αιώνια Δόξα, να την έχει αδιαίρετα ενωμένη μαζί του, μαζί με την ανθρώπινη φύση Του, μαζί με το ανθρώπινο σώμα Του, μαζί με την σάρκα Του, αναστημένην εκ νεκρών και αναληφθείσα εν δόξη στους Ουρανούς.
Όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα χριστιανοί μου, είναι από τα μεγάλα θαύματα της Ορθοδόξου πίστεώς μας, βεβαιωμένα από την Αγία Γραφή, και κατοχυρωμένα από το δόγμα, από τους κανόνες και από τις αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων, και δη της πρώτης, της οποίας τους τριακοσίους δέκα οκτώ (318) θεοφόρους Πατέρας και Συνέδρους αυτής, σήμερα τιμώμε και εορτάζομε. Αυτοί είπαν το δόγμα και τον κανόνα και καθιέρωσαν ότι ο Υιός, ο Χριστός, είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού.
Χριστιανοί μου, για να γνωρίσουμε όμως την αποκάλυψη του ονόματος του Θεού, - «εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις», - είμαστε και μείς ανάμεσα σ’ αυτούς. Δηλαδή για να μας φανερώσει και να μας αποκαλύψει, την φύσιν του Θεού ως Θεό Πατέρα και ως Τριαδικόν Θεόν, πρέπει να γνωρίσουμε τον Χριστό. Η γνώσις όμως του Ιησού Χριστού του Θεανθρώπου και Κυρίου, του Σωτήρος και Λυτρωτού, είναι κυρίως βιωματική αποκάλυψις μέσα στην καρδιά μας. Είναι κοινωνία με τον Χριστόν, είναι ένωσις με τον Χριστόν, είναι προσωπική συνάντησις με τον Χριστόν. Αυτή τη στιγμή έχουμε μεταξύ μας μία προσωπική συνάντηση, εγώ με σας και σεις με μένα και σεις μεταξύ σας, η συνάντησις είναι απολύτως προσωπική, πρόσωπο με πρόσωπο, - αυτό επιτυγχάνεται μέσα στο χώρο της καρδιάς του πιστεύοντος χριστιανού.
Για μας λοιπόν τους Ορθοδόξους χριστιανούς, τους ήδη βαπτισθέντας στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, η προσωπική συνάντησις και ένωσις με τον Χριστόν, επιτυγχάνεται και δρομολογείται
κυρίως διά μέσου των σωστικών μυστηρίων, Θείας Κοινωνίας και Ιεράς Εξομολογήσεως.
Δεύτερον, με τα έργα της πίστεως. Πιστεύεις; Δείξον μου την πίστιν σου εκ των έργων σου.
Τρίτον, με την ενεργουμένην αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, και μάλιστα προς τους εχθρούς.
Τέταρτον, με την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών,
Πέμπτον, με την καλλιέργεια των αντιστοίχων αρετών,
Έκτον, με το ταπεινό φρόνημα,
Έβδομον, με την αληθινή μετάνοια,
Όγδοον, με την ομολογίαν του ονόματός του, εν παντί καιρώ και τόπω,
Ένατον, με την συνεχή προσευχή,
Δέκατον, με την μελέτη των Αγίων Γραφών,
Ενδέκατον, με την καταπολέμηση των παθών,
Δωδέκατον με την καθαρότητα στους λογισμούς και την αγνότητα στας αισθήσεις,
και με δυο λόγια με τους πνευματικούς καθημερινούς αγώνες.
Μόνον με αυτούς τους τρόπους και με την χάριν και βοήθειαν του Ιησού Χριστού, θα μας γνωρίζεται και μας αποκαλύπτεται, ο ίδιος ο Χριστός στις καρδιές μας. Διότι Εκείνος μας διαβεβαίωσε ότι ιδού ίσταμαι επί την θύραν και κρούω, χτυπάω την πόρτα της καρδιάς σας, είμαι μπροστά, έξω από την πόρτα αυτή και την χτυπάω, εάν μου ανοίξετε θα εισέλθω και θα δειπνήσω μαζί σας, το Δείπνον της Βασιλείας των Ουρανών. Μου την ανοίγετε; Ας απαντήστε.
Η εν Αγίω Πνεύματι Θεϊκή παρουσία του Χριστού μέσα μας είναι ζωντανή, γι’ αυτό και πλημμυρίζει ο νους από φως, από φως αληθινόν. Ψυχοσωματικά γεμίζουμε από ανυπέρβλητη ειρήνη. Και τότε αυτό που ζούμε και αυτό που βιώνουμε το μεταδίδουμε μυστικά και φανερά σε όλους που είναι γύρω μας.
Είναι η λαμπρότητα του προσώπου,
είναι η καθαρότητα των ματιών,
είναι η αγνότητα του σώματος και των αισθήσεων,
είναι η ηρεμία των μελών.
Όλα πάνω σ’ αυτόν τον ευλογημένον χριστιανόν, όλα μα όλα ομιλούν, όλα βεβαιώνουν και όλα κηρύσσουν, Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον, τον Αναστάντα εκ νεκρών και αναληφθέντα εις τους Ουρανούς.
Είναι ο πιστός χριστιανός, που ομιλεί για τον Χριστόν και μόνον με την παρουσίαν του.
Είναι ο πιστός χριστιανός που διακρίνεται απο την απόλυτη υπακοή του στο θέλημα του Αγίου Θεού.
Είναι ένας από τους κατά πρόθεσιν κλητούς.
Είναι ένας από κείνους τους χριστιανούς, τους εκλεκτούς χριστιανούς, που τον λόγον Αυτού τετήρηκεν.
Είναι προβατάκι του Χριστού, αλλά μέσα στη μάντρα Του ασφαλισμένο.
Είναι ο πάσχων αμαρτωλός, αλλά κι ο πάσχων τα θεία.
Είθε χριστιανοί μου να γίνουμε και μείς και ο καθένας μας χωριστά, ο σωζόμενος αμαρτωλός, ο εκλεκτός του Θεού, ο κληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών,
τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.
Κυριακή 16 Μαΐου 2004
Οι σχέσεις των σωματικών μετά των πνευματικών αισθήσεων της ψυχής
Κυριακή του Τυφλού 2004
Το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα χριστιανοί μου είναι αφιερωμένο στο θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού.
Γύρω μας αρκετές φορές συναντάμε στη ζωή μας τυφλούς σωματικά, είτε αυτοί εγεννήθηκαν τυφλοί, είτε τυφλώθηκαν από ατυχήματα ή από διάφορες αρρώστιες. Έτσι όλοι αυτοί στερούνται το πολυτιμότατο αγαθό της οράσεως και του φωτός. Γι’ αυτό γλυκύ το φως και «αγαθόν τοις οφθαλμοίς του βλέπειν, συν τον ήλιον» βεβαιώνει η σοφία της Αγίας Γραφής μέσα από τον Εκκλησιαστή, που σημαίνει ότι το πιο γλυκό πράγμα της ζωής μας, το πιο ωραίο πράγμα για τα μάτια μας, είναι να μπορούν να βλέπουν και να απολαμβάνουν το φως της ημέρας και το φως του ηλίου, να μπορούν να απολαμβάνουν όλα τα αγαθά του Θεού.
Μου έλεγε μια ψυχή προχτές εξομολογουμένη, ότι κάθε φορά που ανοίγει τα μάτια του και βλέπει το φως της ημέρας, απολαμβάνει σε κάθε δημιούργημα, σε κάθε δένδρο, σε κάθε πέτρα, σε κάθε λουλούδι, σε κάθε … οτιδήποτε και αν υπάρχει κτιστό γύρω του, την ανάσα του Θεού, το θαύμα του Θεού. Πολυτιμότατον λοιπόν αγαθόν η όρασις.
Το Άγιον Πνεύμα μας πληροφορεί μέσα στην Αγία Γραφή ότι «γεννιέμαι», σημαίνει «βλέπω το φως της ημέρας, βλέπω τον ήλιο, βλέπω τα αγαθά του Θεού».
Πέρα όμως από τους σωματικά τυφλούς, έχουμε και αυτούς που είναι πνευματικά τυφλοί και αυτοί δυστυχώς είναι και οι περισσότεροι. Το πνευματικό σκοτάδι που προκαλεί η τύφλωση, η πνευματική τύφλωση της ψυχής μας, είναι ασυγκρίτως φοβερότερη και καταστρεπτικότερη διότι μας οδηγεί στον αιώνιο θάνατο της ψυχής. Πνευματική τύφλωση έχουμε όλοι εμείς που δεν θέλουμε να δούμε το φως του Θεού, τις ευεργεσίες του Θεού, το φως του Ευαγγελίου, το φως της διδασκαλίας του Χριστού, το φως της Αναστάσεως.
Και αν παραμείνουμε σε αυτή μας την αρνητική στάση τότε μέσα μας έχουμε και ζούμε ένα κενό, μια πικρή γεύση του αιωνίου θανάτου που θα κληρονομήσει η ψυχή μας στους αιώνες των αιώνων. Αυτό σημαίνει ότι όσοι από μας αμαρτάνουμε θεληματικά, με τη θέλησή μας, ετύφλωσαν τους οφθαλμούς εαυτών, κατά την Αγία Γραφή, αυτοτυφλώνονται. Βγάζουν με τα ίδια τους τα χέρια τα μάτια τους. Βγάζουν τα μάτια της ψυχής των. Γιατί όπως τονίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, η «σκοτία», δηλαδή η αμαρτία, «ετύφλωσεν τους οφθαλμούς αυτών».
Είναι δηλαδή όλοι εκείνοι οι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί που καλλιεργούν και τρέφουν συνεχώς τα πάθη τους χωρίς συναίσθηση και χωρίς μετάνοια. Και τα πάθη αποδυναμώνουν τις πνευματικές αισθήσεις, και εκουσίως τραυματίζουν και τυφλώνουν τον νουν, που είναι το μάτι της ψυχής.
Και μια τυφλή ψυχή, τι μπορεί να δει; Τίποτα! Ακόμα και μέσα της, και ιδιαίτερα μέσα της δεν μπορεί να δει τίποτα. Και αυτό είναι και λέγεται σκοτισμός της ψυχής. Στο αρχαιοπρεπές είναι σκοτασμός της ψυχής. Είναι ο σκοτισμένος άνθρωπος, που έχει σκοτισμένο νου, που είναι τυφλωμένος από τα πάθη. Τα πάθη τυφλώνουν την ψυχή μας, τυφλώνουν τον νουν.
Από όσα είπαμε φαίνεται ότι πέρα από τις σωματικές αισθήσεις, υπάρχουν και κάποιες άλλες, πολύ πνευματικές, οι οποίες είναι οι αισθήσεις της ψυχής. Αν πάψουν να λειτουργούν οι πρώτες, δηλαδή οι σωματικές, ο τυφλός δε βλέπει. Ο κουφός δεν ακούει. Ο μουγκός δεν μιλάει. Ο ένας χάνει τελείως την όσφρησή του και κάποιος άλλος την αφή του.
Όταν όμως με τις αμαρτίες μας καταστρέφομε τις πνευματικές μας αισθήσεις, τότε είμαστε κουφοί και στο λόγο του Θεού. Κουφοί. Δεν ακούμε. Μιλάει ο ιεροκήρυκας, μιλάει ο λόγος του Θεού, φωνάζει ο λόγος του Θεού, αλλά εμείς δεν ακούμε. Κάνουμε πως δεν ακούμε. Και δεν ακούμε διότι δεν το φτιάχνουμε πράξη. Είμεθα τυφλοί. Είμεθα τυφλοί πνευματικά και πρώτος εγώ. Διότι δεν βλέπουμε τα θαύματα μέσα στη ζωή ούτε και πιστεύουμε στο θαύμα. Δεν βλέπουμε ποτέ μπροστά μας τον Άγιο, τον ταπεινό, τον πράο. Είμεθα τυφλοί μπροστά στο φως της αλήθειας του Χριστού. Η Θεία Λειτουργία, η Θεία Λατρεία, πολλές φορές μας είναι κουραστική, με τα μάτια μου το έχω δει ότι πολλοί κοιτάζουν κάθε τόσο την ώρα τους. Η Αγία Γραφή, η Καινή Διαθήκη, το Ιερό Ευαγγέλιο, οι Συναξαριστές, τα γεροντικά, και τα τόσα άλλα όταν θα θελήσουμε να τα διαβάσουμε, είναι για μας κινέζικα. Ακαταλαβίστικα, και τότε τα λέμε οπισθοδρομικά, ή λέμε ότι είναι αυτά μιας άλλης εποχής, ή είναι μόνο για τις γιαγιούλες.
Και κάτι άλλο που είναι φοβερότερο. Δεν βιώνουμε πνευματικά και ουράνια την Θεία Κοινωνία. Τη βηχάτε, θέλετε να το επαναλάβω; Δεν βιώνουμε πνευματικά και ουράνια τη Θεία Κοινωνία και τις πιο πολλές φορές όταν κάνουμε προσευχή είμαστε κουρασμένοι, για να μην πω και αδιάφοροι τελείως. Δεν νοιώθουμε την ανάγκη της Εξομολογήσεως ως λουτρόν της ψυχής, αυτό το παίρνω ως παράδειγμα όχι μόνο απ’ τον εαυτό μου που είμαι αμαρτωλός, αλλά και από όλους εκείνους που εξομολογούνται. Σπανιώτατα το αντιμετωπίζουν ως λουτρόν, ως λουτρό, σαν αναγέννηση, σαν ανάσταση, σαν σεισμό, που θανατώνει τον παλιόν άνθρωπο και αναγεννά τον νέο, που τον ξεπλένει απ’ την βρωμιά, γι’ αυτό και φεύγει ξαλαφρωμένος και πετά… - Πέταξα Θεέ μου, πέταξα πάτερ μου, πετούσα, πετούσα, πετούσα, σαν να μην είχα πόδια, σαν να μην είχα χέρια, έτσι τόσο ανάλαφρα αισθανόμουν μετά την Ιερά Εξομολόγηση.
Αν δεν τα αισθανόμαστε δεν έχουμε μετάνοια και μάλιστα αληθινή. Έτσι δεν ζούμε με αίσθηση ψυχής, ούτε την κατάνυξη, ούτε την συντετριμμένη καρδία, ούτε και τα δάκρυα της χαρμολύπης. Είμαστε χριστιανοί της δεκάρας. Με τις πνευματικές αισθήσεις νεκρές και ανενέργητες, παύει νάχει την ανυπέρβλητη αξία του ο γάμος ως μυστήριον, που μαζί με το Άγιον Βάπτισμα έχουν ξεπέσει σε κοινωνικές απλές εκδηλώσεις. Πάτε σε ένα γάμο, σε μια βάπτιση και τα βλέπετε, δυστυχώς. Με σκοτισμένο το νου αμφισβητούμε ακόμα και την ιερότητα των Αγίων Λειψάνων, τα θαύματα των ιερών εικόνων, και των σκηνωμάτων των οσίων, όπως και την δύναμιν του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.
Επιπλέον χάνουν την αξία τους στα μάτια μας τα τυφλά, το κερί και το λιβάνι, το κανδήλι το αναμμένο στο εικονοστάσι και το θυμιατό, ακόμα και οι καμπάνες μας ενοχλούν. Ναι χριστιανοί μου, πολλές φορές με κακία εθελοτυφλούμε για όλους και για όλα. Ό,τι έχει σχέση με τη σωτηρία της ψυχής, καμιά φορά το μισούμε, και το απεχθανόμαστε, γιατί; Γιατί μέσα μας βασιλεύει το σκοτάδι της κακίας, της πονηρίας, της αδικίας, της αρπαγής, της υπερηφάνειας, της σαρκολατρείας, και γενικά το σκοτάδι της αμαρτίας.
Το βεβαιώνει και ο λόγος του Θεού. «Πάς ο τα φαύλα πράσσων μισεί το φως, το φως του Χριστού και το φως του Ευαγγελίου και ουκ έρχεται προς το φως». Και μισεί το φως γιατί το φοβάται. Φοβάται πως το θείον φως θα φανερώσει και θα αποκαλύψει τα έργα του, τα πονηρά του έργα και τις παράνομες επιθυμίες του. Το φως θα φέρει στο φως τις διεστραμμένες ορέξεις του, τις κρυφές του κακές σκέψεις και τόσα άλλα γι’ αυτό και «ουκ έρχεται προς το φως».
Υπάρχουν όμως και άλλοι εθελοτυφλούντες, όπως είναι οι νεοπαγανιστές, οι διάφοροι αιρετικοί και άπιστοι και πολέμιοι και θεομάχοι της Εκκλησίας, για τους οποίους ο Απόστολος Παύλος είπε κατηγορηματικά όταν λέγει «Κύριος Παντοκράτωρ, ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων». Για όλους αυτούς που εθελοτυφλούν και δεν θέλουν δια της μετανοίας και Ιεράς Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας να θεραπευτούν, ο τόπος της ζωής των είναι από τώρα ο Άδης, είναι ο τρόπος του ψηλαφητού σκότους και της αιωνίου κολάσεως.
Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία τυφλών πνευματικά, με καθολικό τον σκοτισμό του νου τους, εξαιτίας της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας που όντως τυφλοί καθίστανται τυφλοί οδηγών. Και όταν ο τυφλός στην ψυχή γίνεται με διάφορους τρόπους οδηγός, στους πνευματικά τυφλούς, τότε όλοι μαζί εις βόθινον εμπεσούνται, όπως μας λέγει ο Κύριος.
Οδηγοί τυφλών είναι όλοι οι αιρετικοί και ιδιαιτέρως οι χιλιαστές. Σκοτισμένοι και τυφλοί από το σκοτάδι της αγνωσίας και της διαστροφής των Αγίων Γραφών, καταστρέφουν κατά εκατομμύρια ψυχούλες που αγνοούν τη σωτήρια διδασκαλία του Χριστού και τα δόγματα της Ορθοδόξου πίστεως.
Οι οδηγοί τυφλών είναι και το καινούργιο φρούτο, οι δωδεκαθεϊστές, στους οποίους ανήκουν μορφωμένοι και επιστήμονες και καθηγηταί που διαστρέφουν την Ελληνική Ιστορία, και στρέφονται προς τα είδωλα των παθών τους, - στα είδωλα στρέφονται, - αυτογκρεμίζοντας μέσα στο αιώνιο βόθρο της κολάσεως και τους εαυτούς των και τους άλλους που παρασύρουν μαζί τους. Οδηγοί τυφλών είναι όλοι οι αρχηγοί των παραθρησκευτικών οργανώσεων.
Οδηγοί τυφλών είναι όλοι εκείνοι που είναι εγκλωβισμένοι στα πάθη τους και θέλουν να καθίστανται διδάσκαλοι της αρετής.
Αν αρχίζουμε να λέμε πόσοι είναι οδηγοί τυφλών, μέχρι το βράδυ δεν θα τελειώσουμε. Πάντως πρέπει να προσέχουμε, και να προσέχουμε πολύ.
Μερικούς από αυτούς ο Χριστός τους ονομάζει και τους καταδικάζει ως υποκριτάς, γι’ αυτό και τους αποκαλεί πολλές φορές μέσα στο Ευαγγέλιον «μωρούς και τυφλούς», και πιο κάτω «γεννήματα εχιδνών», παιδιά δηλαδή που τα γέννησαν τα φίδια, αυτοί είναι οι οδηγοί τυφλών.
Είναι όλοι αυτοί που ενώ έχουν μάτια δεν βλέπουν, που ενώ έχουν αυτιά δεν ακούν, και ενώ έχουν μυαλά δεν καταλαβαίνουν.
Δυστυχώς είναι εκατομμύρια αυτοί οι εθελοτυφλούντες άνθρωποι, στους οποίους συγκαταλέγονται και πολλοί από τους Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς. Προχθές ο γέροντάς μου, πούναι γεμάτος φως, και είναι οδηγός σε χιλιάδες χιλιάδων, ίσως και εκατομμύρια ψυχών ανά τον κόσμον, με διαβεβαίωνε τηλεφωνικά ότι «εγώ παπά μου είμαι για την κόλαση». Όντως άγιος και γεμάτος φως, ομολογούσε με ειλικρίνεια και το πίστευε, ότι είναι για την κόλαση. Τότε εγώ ο πνευματικός του γιός, και σεις τα πνευματικά εγγόνια του, για πού είμεθα; Πρώτος εγώ ασφαλώς για τα κατάβαθα της κολάσεως. Βέβαια αυτά ελέχθησαν για μετάνοια και για ταπείνωση. Η μετάνοια όμως όταν είναι αληθινή, γεννά τα δάκρυα της λύπης και της συντριβής, και αυτά με τη σειρά τους, φέρνουν και κατεβάζουν, το ουράνιο κολλύριο που θα γιατρέψει τα μάτια της ψυχής μας, που θα δουν το φως, το φως το αληθινόν, το φως του Θεού, το φως του Ευαγγελίου, το φως του Παραδείσου, το φως της Αναστάσεως. Γι’ αυτό το θεϊκό φως ζητωκραυγάζουμε σε κάθε Λειτουργία φωνάζοντας και λέγοντες «ίδωμεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Είθε αυτό το φως χριστιανοί μου, να ξεστραβώσει και τα δικά μας σκοτισμένα μάτια και μυαλά, και πρώτα τα δικά μου,
Αμήν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)