Ο υπομονετικός Σέρβουλος
Σήμερα θα αρχίσουμε την ομιλία μας με ένα αληθινό περιστατικό όπως μας το περιγράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος στον Ευεργετινό, Τόμος 1ος.
Αναφέρεται δε αυτό σε κάποιο χριστιανό ονόματι Σέρβουλο που έζησε μεταξύ του 550 και 600 μΧ. Ήτο πάμπτωχος, ζούσε με πολλές στερήσεις και υπερβολικές δυσκολίες μέσα σε μια στοά.
Από μια πολυχρόνια αρρώστεια είχε παραλύσει ολόκληρος.
Δεν μπορούσε να κινήσει ούτε τα πόδια, ούτε τα χέρια.
Η σωματική του κατάστασις, όπως καταλαβαίνετε, ήτο τραγική.
Η συμπαράστασις όμως των χριστιανών της εποχής του ήτο πολύ μεγάλη.
Να τον πλένουν, να τον καθαρίζουν από τις πληγές και τα κόπρανα, να τον ταϊζουν, να τον αλλάζουν, να τον περιποιούνται, να του συμπαραστέκονται με πολλούς, πάρα πολλούς τρόπους.
Παρά όμως την τραγική του κατάσταση ήτο πλούσιος στις αρετές της αγογγύστους υπομονής, της δοξολογίας προς το Θεό, της ευχαριστίας προς τους χριστιανούς - για ό,τι του έκαναν οι χριστιανοί, κάθε ευκολία που του πρόσφεραν και την πλέον μικρά ήταν με το ευχαριστώ στο στόμα - της μακροθυμίας, της αγάπης της καλοσύνης, της πνευματικής ανδρείας και ιδιαιτέρως ήταν πλούσιος
στον λόγο του Θεού.
Γιατί;
Γιατί παρακαλούσε πάντοτε τους χριστιανούς να του διαβάζουν από τα τότε που υπήρχαν χειρόγραφα την Αγία Γραφή και να του διηγούνται τα μαρτύρια των πρώτων χριστιανών.
Έτσι και αυτός με τη σειρά του κατόπιν απηύθυνο στους επισκέπτας του και σε αυτούς που τον περιποιούνταν λόγους παρακλητικούς, παρηγορητικούς, ενισχυτικούς, λόγους σωτηρίας για
την ψυχή.
Και έτσι αντί να τον παρηγορούν, όταν πήγαιναν οι χριστιανοί, αναχωρούσαν όλοι τους ωφελημένοι.
Μια τέτοια περίπτωση είχαμε στη Θεσσαλονίκη με μια επίσης παράλυτη κοπέλα, η οποία είχε κάνει περισσότερο από 20 εγχειρήσεις.
Με την πρεσβυτέρα την γνωρίσαμε.
Ήτο άνθρωπος της προσευχής και έτσι είχε την περιποίηση των χριστιανών και πολλοί χριστιανοί όταν πήγαιναν και την επισκέπτονταν δεν την παρηγορούσαν, παρηγορούντο οι ίδιοι και έφευγαν πολύ ωφελημένοι, ενισχυμένοι πνευματικά, και στην πίστη ενισχυμένοι.
Προσηύχετετο πολύ και κοινωνούσε τακτικά των Αχράντων Μυστηρίων.
Κάποτε έφτασε ο καιρός να ανταμοιφθεί για την ιώβειο υπομονή του στη βαριά του αρρώστεια, στις σωματικές κακώσεις, στους πόνους, στην κακοσμία του σώματος και των πληγών, στη θλίψη, στη φτώχεια.
Κατά πρώτον σταμάτησαν όλοι οι πόνοι και ξελάφρωσε όλο το σώμα.
Κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα του.
Παρακάλεσε τους παρευρισκομένους χριστιανούς να γονατίσουν και να ψάλλουν ύμνους προς τον Θεόν εν αναμονή της εξόδου της ψυχής του από το βασανισμένο του σώμα.
Ξαφνικά πλημμύρισε η φτωχή καλύβα από ουράνιους ύμνους.
Όλοι μέσα βουβάθηκαν.
Ο παράλυτος σήκωσε τα παράλυτα χέρια του, έκαμε το σημείον του Σταυρού και τα σταύρωσε στο στήθος ενώ συγχρόνως απελευθερώνετο η ψυχή του από το σώμα.
Με την έξοδο της ψυχής ο τόπος γέμισε από παράδοξη και γλυκύτατη ευωδία.
Το πρόσωπο του Σέρβουλου έλαμψε σαν το φως.
Ένας μοναχός που ήταν μάρτυρας όλων αυτών εδιηγείτο κατόπιν στον Αγιο Γρηγόριο με δάκρυα στα μάτια και γεμάτος συγκίνηση ότι μέχρι που ετάφη το σώμα του ευλογημένου εκείνου χριστιανού, του Σέρβουλου, η ακατάληπτη και ουράνια εκείνη ευωδία δεν είχε φύγει.
Να, λοιπόν, αδελφοί μου, μια μαρτυρία από τα γραπτά των Αγίων μας ότι την έξοδο της ψυχής που αποθνήσκει έτοιμη και εν μετανοία παραλαμβάνεται από ουράνιες Αγγελικές δυνάμεις και με σημείο φανερό την παρουσία της ευωδίας του Παναγίου Πνεύματος.
Η Αικατερίνη με το γάλα. Η ανηψιά και το ψάρι. Το ναυάγιο και η Θεία Λειτουργία.
Και θα αναφερθούμε σε κάποια παραδείγματα από το βιβλίο του αειμνήστου Παναγόπουλου "Ινα μη αδικώμεν τους νεκρούς μας".
Και το πρώτο που λέγεται "Η Αικατερίνη και το γάλα".
Μια κυρία ονομαζομένη Αικατερίνη, που όταν εγράφη αυτό ήτο σε ζωή, και είχε αδελφούς κεκοιμημένους εδιηγήθη στον αείμνηστο Παναγόπουλο τα εξής:
Είδε στον ύπνο του κάποιος τον αδελφό του τον Αντώνη που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια να κατεβαίνει χαρούμενος στο δρόμο του χωριού μας με μια κατσαρόλα στο χέρι.
Τον ρωτά:
- Πού πας Αντώνη;
- Πάω να πάρω, λέει, το γάλα που μας στέλνει η αδελφή μας η Αικατερίνη κάθε μέρα αλλά του μικρού μας αδελφού όμως δεν του στέλνει μερίδα γάλα.
Και πράγματι η ευσεβής αυτή κυρία που κάθε Σαββατοκύριακο πήγαινε πρόσφορα για τα αδέλφια
της και τους γονείς της τους κεκοιμένους, τα δύο νήπια δεν τα έγραφε για να μνημονευθούν με τη σκέψη ότι αυτά δεν έχουν ανάγκη.
Αυτά φύγαν αγγελούδια.
Ο Θεός όμως μέσα στην άπειρη αγάπη που διαθέτει για τα πλάσματά του εδίδαξε ότι πρέπει να
στέλνει και για αυτά μερίδα.
Δηλαδή να τα γράφει στο δίπτυχο για να τα μνημονεύει ο Ιερεύς στην Ιερά Πρόθεση.
Δεύτερον.
Απέθανε κάποτε μια ανηψιά ενός κυρίου ο οποίος ονομαζόταν Κωνσταντίνος.
Το απόγευμα μετά την κηδεία ένας ψαράς του έφερε ένα μεγάλο ψάρι.
Ο θείος Κώστας λοιπόν λυπημένος όπως ήταν από το θάνατο της ανηψιάς του δεν ήθελε να το κρατήσει το ψάρι.
Λέει:
- Τι να το κάνω τώρα;
Αλλά για να μην διώξει τον ψαρά, διότι τον είχε ανάγκη για άλλες φορές, πλήρωσε το ψάρι ενώ μέσα του έλεγε:
- Ας είναι. Θα το πάρω για την ψυχή της ανηψιάς μου.
Παρ' ότι δεν πίστευε σε αυτά και γενικότερα βέβαια δεν πίστευε στην πέρα του τάφου ζωή.
Την άλλη μέρα τον συναντάει ένας δικός του άνθρωπος, φίλος και συγγενής, και του λέει:
- Μου είπε η ανηψιά σου που ήλθε απόψε στον ύπνο μου να σου πω ότι το έλαβε το ψάρι, το πήρε
και σε ευχαριστεί.
Κόκκαλο ο θείος Κώστας.
Μέσα του το είπε αυτό που είπε "Ας είναι. Θα το πάρω για την ψυχή της ανηψιάς μου".
Στο πρώτο γεγονός έχουμε την ανάγκη της μνημονεύσεως των ονομάτων όλων ακόμα και των νηπίων και στο δεύτερο το καλό αποτέλεσμα της ελεημοσύνης υπέρ των κεκοιμημένων.
Τρίτον.
Ο Μέγας Γρηγόριος στους διαλόγους του λέγει ότι κάποτε ένα καράβι τσακίστηκε πάνω στα βράχια λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής και με τα πολλά μποφώρ και τους ανέμους που υπήρχαν επίστευαν ότι μάλλον δεν θα εσώθη κανείς.
Έτσι οι άνθρωποι της πόλεως βλέποντας από μακριά το γεγονός αυτό βέβαια λυπήθησαν και επένθησαν διότι οι περισσότεροι από τους ναυτικούς που βρίσκονταν μέσα σε αυτό το καράβι ήταν από την ίδια εκείνη πόλη.
Ένας Ιερεύς όμως έσπευσε αμέσως να κάνει Λειτουργία για την ψυχή του αδελφού του που ήτο μέλος του πληρώματος, εκείνη τη στιγμή.
Την άλλη μέρα λοιπόν βλέπει τον αδελφό του ζωντανό να πηγαίνει στο σπίτι.
Εξεπλάγησαν όλοι.
Και τον ρώτησαν λοιπόν πώς γλύτωσε ενώ όλοι οι άλλοι οπωσδήποτε θα είχαν πνιγεί.
Και αυτός λέγει:
- Οταν χτύπησε το πλοίο πάνω στα βράχια και έσπασε και διαλύθηκε και πέσαμε όλοι στη θάλασσα, εγώ άρπαξα μια σανίδα και όσο μπορούσα μαζί με το σανίδι πάλευα μέσα στα κύματα.
Από πολλές ώρες και είχε νυχτώσει κιόλας ατόνησα, κόντευα να λιγοθυμήσω και να πνιγώ.
Τότε βλέπω έναν ωραιότατο νέο να έρχεται δίπλα μου στο σανίδι μες στα κύματα της θαλάσσης και να μου δίνει ένα ψωμί πάρα πολύ ωραίο και να μου λέει να το φάω.
Και εγώ έφαγα το ψωμί και πήρα τόση δύναμη ώστε δεν αισθάνθηκα κανέναν κόπο, πάλεψα με τα κύματα και βρέθηκα στην ξηρά.
Να λοιπόν που η Θεία Λειτουργία εδώ έκαμε το θαύμα της.
Προτεστάντης πάστορας έναντι Ρώσσου Ιερέως
Κάποτε ένας προτεστάντης πάστορας βρήκε έναν Ρώσσο Ιερέα σεβάσμιο και ευλαβή και του λέει:
- Εμείς κάνουμε φιλανθρωπίες, κάνουμε γηροκομεία, κάνουμε ορφανοτροφεία, κάνουμε αίθουσες,
κάνουμε νοσοκομεία. Οργανώνουμε συναυλίες στα στάδια με μουσική ποπ και ροκ, πώς τα λένε αυτά, και μαζεύουμε χιλιάδες ανθρώπους, γεμίζουν τα στάδια από νέους και από κάθε ηλικίας ανθρώπους. Κάνουμε εκδρομές, ορειβασίες, αθλητισμό, έχουμε κατασκηνώσεις, έχουμε εκείνο, έχουμε αυτό...
Πόσα δεν είπε εκεί ότι κάνουν οι διάφορες προτεσταντικές αιρέσεις.
- Επεμβαίνουμε ακόμα και στην πολιτική ζωή του τόπου και των εθνών μας. Είμαστε γεμάτοι από
ζωή και από δραστηριότητες. Εσείς τι κάνετε;
Θα μπορούσε βέβαια να απαντήσει και ο Ρώσσος ευλαβής Ιερεύς ότι και η Εκκλησία έχει φιλανθρωπικές και κοινωνικές δραστηριότητες αρχίζοντας από την Βασιλειάδα μέχρι τα πόσα έργα επιτελεί κάθε Μητρόπολις αφανώς.
Αλλά δεν απάντησε έτσι.
Και με το "εσείς τι κάνετε" απάντησε αλλιώς.
- Εμείς τι κάνουμε; Εμείς κάνουμε Θεία Λειτουργία και η Θεία Λατρεία γεμίζει δωρεάν τον Παράδεισο και αδειάζει την Κόλαση. Αυτό κάνουμε εμείς, Θεία Λειτουργία.
Για τον ετοιμοθάνατο στο Μεταξά
Εχω προσωπική πικρή εμπειρία στο διαγνωστικό του Μεταξά, στην δεκαετία 70-80, με πολλούς ετοιμοθανάτους.
Μάλιστα κάποιος εξ αυτών ήταν μεγάλος στο όνομα, με εξουσία κοσμική δύναμη και πλούτο πολύ.
Πήγαινα να τον κοινωνήσω ένα πρωί κατόπιν βέβαια παρακλήσεως των δικών του.
Παρακάλεσα τους οικείους να μας αφήσουν μόνους.
Ήταν στον τελευταίο όροφο, σε μονόκλινο δωμάτιο πολυτελείας βέβαια.
Και τους παρακάλεσα να βγουν έξω έστω και την τελευταία στιγμή μήπως μπορέσω και προκαλέσω κάποια εξομολόγηση και πάρω μια μικρή εξαγόρευση όσο μπορούσε βέβαια να ομιλήσει εκείνη τη στιγμή.
Μόλις λοιπόν του έκανα την πρώτη ερώτηση:
- "Μήπως κάνατε αυτό;" δεν μου απάντησε αλλά άρχισε να φωνάζει τρομαγμένος να διώξω τους μαύρους δαίμονες από το δωμάτιο.
Αρχισε να τρέμει, κιτρίνησε, μαύρισε.
Τα μάτια του γουρλωμένα από τον τρόμο.
Με έπιασε από τα ράσα, άρχισε να με τραβάει.
Ευτυχώς που η Θεία Κοινωνία ήταν κλειστή.
- Δεν τα θέλω, λέει, αυτά που μου έφερες. Παρ'τα από εδώ, πάρ'τα. Σώσε με μονάχα, σώσε με, σώσε με. Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια.
Άρχιζε να στριφογυρίζει στο κρεββάτι.
Τρόμος, φόβος.
Ο πανικός ήταν διάχυτος.
Έκλεινε το πρόσωπό του, φαινόταν φαίνεται.
Ποιός ξέρει τι έβλεπε!
Έκανα συνέχεια προσευχή.
Μου είχε σηκωθεί και εμένα η τρίχα.
Φοβερό πράγμα.
Προσπαθούσα να τον καθησυχάσω εις μάτην.
Κι ενώ με τραβούσε από τα ράσα άρχισε να ζητά προθεσμία ζωής.
Αυτό ήταν το πλέον τραγικό.
Τα βρήκα σε αυτές τις σημειώσεις που έχω κρατήσει.
- Αφήστε με να ζήσω μια ημέρα, μια ώρα, μια ώρα.
Γιατί ζητούσε μια ώρα ζωή;
Γιατί;
- Για να χορτάσω τη ζωή. Μια ώρα για να τη χορτάσω. Να τη χορτάσω, να τη χορτάσω, να τη
χορτάσω...
Και ύστερα κοίταξε τα χέρια του και φώναξε:
- Μια ώρα, μια ώρα.
Φοβερό, τι να σας πω.
Από τις φωνές έτρεξαν οι δικοί του, τρέξαν και οι γιατροί, τραβήχτηκα σε μια άκρη κι
έκανα όση προσευχή μπορούσα ο φουκαράς.
Εκείνος εξακολούθησε να φωνάζει συνέχεια.
Σιγά σιγά λιγόστευε η φωνή του, λιγόστευε η φωνή του.
- Βοήθεια, βοήθεια, μια ώρα να τη χορτάσω, να τη χορτάσω...
Και σε λίγο άρχισε ο ρόγχος.
Ούτε να τον κοινωνήσω δεν πρόλαβα.
Δεν πρόλαβα να τον κοινωνήσω.
Σε δυο ώρες πέθανε.
Είδατε;
Δεν ζήτησε μια ώρα ζωής για μετάνοια.
Και είπε:
"Παρ' τα αυτά από εδώ".
Αλλά για να χορτάσει τη ζωή.
Αν τη ζητούσε για μετάνοια πιστεύω, είμαι βέβαιος μέσα μου από την καρδιά μου πως ο φιλάνθρωπος Θεός θα του την έδινε αυτή τη μια μέρα ζωής που ζητούσε.
Αλλά για μετάνοια, για να πει τις πέντε λέξεις αυτές που έπρεπε να πει, να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και να φύγει.
Για μέρες αυτό δεν μπορούσε να μου φύγει από το μυαλό αυτή η τραγική εικόνα.
Συνεχώς τον εμνημόνευα.
Θυμάμαι εκεί στον Αγιο Βασίλειο και έλεγα και στους Πατέρες να κάνουν το ίδιο.
Όλοι μας ως χριστιανοί πρέπει να μάθουμε, να διδαχθούμε, να φοβηθούμε επί τέλους και να διορθωθούμε.
Μας περιμένει ο θάνατος.
Πριν να είναι πολύ αργά να μάθουμε.
Όχι να μάθουμε αφού πεθάνουμε.
Τότε δεν θα μάθουμε.
"Νυν καιρός ευπρόσδεκτος, νυν ημέρα σωτηρίας".
Η μετάνοια καλλιεργείται από τώρα και κάθε μέρα και κάθε στιγμή.
Πρέπει να ταυτίζεται με την αναπνοή μας.
Αν μας διακρίνει δηλαδή η αναβολή και η χλιαρότης, τότε την ώρα και τη στιγμή του θανάτου μπορεί να μην μπορέσουμε να μετανοήσουμε γιατί υπάρχει και ο ξαφνικός θάνατος.
Υπάρχουν και τα αυτοκινιτιστικά ατυχήματα.
Καθόλου απίθανο να μην έχουμε ούτε τη θέληση ούτε και τη διάθεση για να μετανοήσουμε.
Για τον παππούλη με τον ιδρώτα αγωνίας
Θα αναφερθούμε σε ένα γεγονός που μου ανέφερε ένας εγγονός ενός Ιερέως περίπου το 1975.
Ήλθε κάποιος κύριος να εξομολογηθεί ο οποίος ήτο περίπου 40 ετών και κάτι.
Ητο εγγονός Ιερέως.
Όταν, λέει, ήμουν 5-6 χρονών περίπου σε κάποιο χωριό της Μακεδονίας ο παππούς μου που ήτο Ιερεύς πέθανε.
Τον κήδεψαν κανονικά και την τρίτη ημέρα έπρεπε να διαβαστούν τα κόλυβα πάνω στον τάφο.
Ξεκίνησαν όλοι από το σπίτι.
Ο Ιερεύς ήτο πολύτεκνος, είχε πολλά παιδιά 7-9, δεν θυμάμαι τώρα πέρασαν τα χρόνια όπως βλέπετε, και πήγαν όλοι μαζί στο νεκροταφείο.
Έμειναν εκεί δυο άλλοι συγγενείς να ετοιμάσουν καφέδες και κεράσματα όταν θα γύριζαν να προσφέρουν στους συγγενείς και έμεινε και τούτος εδώ ο μικρός, ο οποίος ήτο εκεί σε αυτήν την ηλικία περίπου των 5 ετών.
Ξαφνικά λοιπόν χτύπησε η πόρτα, η κάτω πόρτα.
Τα σπίτια ήταν διώροφα με πατώματα ξύλινα κτλ.
Και του λέει εκεί μια θεία:
- Κατέβα, αγοράκι μου, να ανοίξεις την πόρτα να δεις ποιος είναι, ποιός χτυπάει κάτω.
Λοιπόν κατεβαίνει ο μικρός και ανοίγοντας την πόρτα ποιον βλέπει;
Τον παπά.
Τον παππού του βλέπει ολοζώντανον.
- Α, λέει, παππού. Εξω η μέρα ηλιόλουστη, απόγευμα. Ούτε συννεφάκι δεν είχε.
- Μπα, παππού. Πώς βρέθηκες εδώ; Καλά εσύ δεν πέθανες; λέει ο μικρός με όλη την αφέλεια που είχε την παιδική τότε για εκείνη την εποχή.
- Καλά, λέει, και πώς έγινες μούσκεμα έτσι;
Από πάνω από το καλλιμαύκι μέχρι κάτω σαν να είχε βγει από το νερό, τόσο μούσκεμα ήταν.
Αφού στάζαν τα νερά και τρέχαν και πέφταν κάτω στο πάτωμα.
- Πω, πω, πω, πώς έγινες μούσκεμα; Καλά έξω δεν βρέχει, εσύ πώς έγινες μούσκεμα;
- Άκουσε εδώ, λέει, να δεις, αγοράκι μου. Αυτά δεν είναι νερά από βροχή, αγοράκι μου. Αυτά είναι ιδρώτας αγωνίας. Ιδρώτας αγωνίας. Είναι τώρα μόλις τρεις ημέρες που περνούσα να πεις στους θείους και στις θείες, στον μπαμπά και στη μαμά και σε όλους τους άλλους και στη γιαγιά ότι τρεις ημέρες περνούσα τελώνια. Από την αγωνία μου είναι αυτά. Από την αγωνία μου. Τώρα λυτρώθηκα. Τώρα γλύτωσα. Τώρα, αγοράκι μου, σώθηκα. Και όταν θα γυρίσουν θα τους πεις να σκύψουν και να γλύψουν τα νερά αυτά εδώ που έμειναν κάτω, αυτόν τον ιδρώτα όλοι τους για να πειστούν ότι ήλθα, ότι σου μίλησα.
Και ανοίγοντας την πόρτα την ξανάκλεισε και έφυγε και εξαφανίστηκε.
Ξανανοίγει ο μικρός την πόρτα να κοιτάξει πού είναι ο παππούς, πού πήγε.
Δεν υπήρχε.
Έρχονται οι δικοί του και πράγματι λοιπόν υπήρχε μία λίμνη από νερά κάτω, όπως έτρεχαν από τα ράσα του, από τα γένεια του, από παντού, από τα ενδύματά του, ό,τι του είχαν βάλει.
Μου φαίνεται και το πετραχείλι του, γιατί ήταν μαζί με πετραχείλι.
Έτσι θάβομε τους Ιερείς μαζί με το πετραχείλι και το Ευαγγέλιο.
Ήρθαν οι δικοί του, τα διηγήθηκε ο μικρός, δεν τον πίστεψαν αλλά όλοι όμως έσκυψαν και έγλειψαν τα νερά.
Ήταν αλμυρά γιατί και ο ιδρώτας είναι αλμυρός.
Λοιπόν, τέκνα εν Κυρίω, προσευχή, πολλή προσευχή και για μας και για τους κεκοιμημένους.
Και προσευχή για μένα.
Μνημονεύσεις στη Θεία Λειτουργία, ελεημοσύνες.
Όταν μπορούμε Σαρανταλείτουργο στο Άγιον Όρος, τρισάγια, μνημόσυνα, νηστείες, αγρυπνίες, στρωτές μετάνοιες όταν μπορείτε και έχετε υγεία, κομποσχοίνια, προσευχές.
Είναι όσο είναι καιρός.
Αύριο μπορεί να είναι αργά.
Σήμερα είναι η μέρα της σωτηρίας.
Σήμερα είναι η ευκαιρία να προσευχηθούμε και για μας, και για τους άλλους και για τους νεκρούς και λίγο για τον Πνευματικό σας που τόσο ανάξια προσφέρει αυτό που προσφέρει.
Σήμερα θα αρχίσουμε την ομιλία μας με ένα αληθινό περιστατικό όπως μας το περιγράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος στον Ευεργετινό, Τόμος 1ος.
Αναφέρεται δε αυτό σε κάποιο χριστιανό ονόματι Σέρβουλο που έζησε μεταξύ του 550 και 600 μΧ. Ήτο πάμπτωχος, ζούσε με πολλές στερήσεις και υπερβολικές δυσκολίες μέσα σε μια στοά.
Από μια πολυχρόνια αρρώστεια είχε παραλύσει ολόκληρος.
Δεν μπορούσε να κινήσει ούτε τα πόδια, ούτε τα χέρια.
Η σωματική του κατάστασις, όπως καταλαβαίνετε, ήτο τραγική.
Η συμπαράστασις όμως των χριστιανών της εποχής του ήτο πολύ μεγάλη.
Να τον πλένουν, να τον καθαρίζουν από τις πληγές και τα κόπρανα, να τον ταϊζουν, να τον αλλάζουν, να τον περιποιούνται, να του συμπαραστέκονται με πολλούς, πάρα πολλούς τρόπους.
Παρά όμως την τραγική του κατάσταση ήτο πλούσιος στις αρετές της αγογγύστους υπομονής, της δοξολογίας προς το Θεό, της ευχαριστίας προς τους χριστιανούς - για ό,τι του έκαναν οι χριστιανοί, κάθε ευκολία που του πρόσφεραν και την πλέον μικρά ήταν με το ευχαριστώ στο στόμα - της μακροθυμίας, της αγάπης της καλοσύνης, της πνευματικής ανδρείας και ιδιαιτέρως ήταν πλούσιος
στον λόγο του Θεού.
Γιατί;
Γιατί παρακαλούσε πάντοτε τους χριστιανούς να του διαβάζουν από τα τότε που υπήρχαν χειρόγραφα την Αγία Γραφή και να του διηγούνται τα μαρτύρια των πρώτων χριστιανών.
Έτσι και αυτός με τη σειρά του κατόπιν απηύθυνο στους επισκέπτας του και σε αυτούς που τον περιποιούνταν λόγους παρακλητικούς, παρηγορητικούς, ενισχυτικούς, λόγους σωτηρίας για
την ψυχή.
Και έτσι αντί να τον παρηγορούν, όταν πήγαιναν οι χριστιανοί, αναχωρούσαν όλοι τους ωφελημένοι.
Μια τέτοια περίπτωση είχαμε στη Θεσσαλονίκη με μια επίσης παράλυτη κοπέλα, η οποία είχε κάνει περισσότερο από 20 εγχειρήσεις.
Με την πρεσβυτέρα την γνωρίσαμε.
Ήτο άνθρωπος της προσευχής και έτσι είχε την περιποίηση των χριστιανών και πολλοί χριστιανοί όταν πήγαιναν και την επισκέπτονταν δεν την παρηγορούσαν, παρηγορούντο οι ίδιοι και έφευγαν πολύ ωφελημένοι, ενισχυμένοι πνευματικά, και στην πίστη ενισχυμένοι.
Προσηύχετετο πολύ και κοινωνούσε τακτικά των Αχράντων Μυστηρίων.
Κάποτε έφτασε ο καιρός να ανταμοιφθεί για την ιώβειο υπομονή του στη βαριά του αρρώστεια, στις σωματικές κακώσεις, στους πόνους, στην κακοσμία του σώματος και των πληγών, στη θλίψη, στη φτώχεια.
Κατά πρώτον σταμάτησαν όλοι οι πόνοι και ξελάφρωσε όλο το σώμα.
Κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα του.
Παρακάλεσε τους παρευρισκομένους χριστιανούς να γονατίσουν και να ψάλλουν ύμνους προς τον Θεόν εν αναμονή της εξόδου της ψυχής του από το βασανισμένο του σώμα.
Ξαφνικά πλημμύρισε η φτωχή καλύβα από ουράνιους ύμνους.
Όλοι μέσα βουβάθηκαν.
Ο παράλυτος σήκωσε τα παράλυτα χέρια του, έκαμε το σημείον του Σταυρού και τα σταύρωσε στο στήθος ενώ συγχρόνως απελευθερώνετο η ψυχή του από το σώμα.
Με την έξοδο της ψυχής ο τόπος γέμισε από παράδοξη και γλυκύτατη ευωδία.
Το πρόσωπο του Σέρβουλου έλαμψε σαν το φως.
Ένας μοναχός που ήταν μάρτυρας όλων αυτών εδιηγείτο κατόπιν στον Αγιο Γρηγόριο με δάκρυα στα μάτια και γεμάτος συγκίνηση ότι μέχρι που ετάφη το σώμα του ευλογημένου εκείνου χριστιανού, του Σέρβουλου, η ακατάληπτη και ουράνια εκείνη ευωδία δεν είχε φύγει.
Να, λοιπόν, αδελφοί μου, μια μαρτυρία από τα γραπτά των Αγίων μας ότι την έξοδο της ψυχής που αποθνήσκει έτοιμη και εν μετανοία παραλαμβάνεται από ουράνιες Αγγελικές δυνάμεις και με σημείο φανερό την παρουσία της ευωδίας του Παναγίου Πνεύματος.
Η Αικατερίνη με το γάλα. Η ανηψιά και το ψάρι. Το ναυάγιο και η Θεία Λειτουργία.
Και θα αναφερθούμε σε κάποια παραδείγματα από το βιβλίο του αειμνήστου Παναγόπουλου "Ινα μη αδικώμεν τους νεκρούς μας".
Και το πρώτο που λέγεται "Η Αικατερίνη και το γάλα".
Μια κυρία ονομαζομένη Αικατερίνη, που όταν εγράφη αυτό ήτο σε ζωή, και είχε αδελφούς κεκοιμημένους εδιηγήθη στον αείμνηστο Παναγόπουλο τα εξής:
Είδε στον ύπνο του κάποιος τον αδελφό του τον Αντώνη που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια να κατεβαίνει χαρούμενος στο δρόμο του χωριού μας με μια κατσαρόλα στο χέρι.
Τον ρωτά:
- Πού πας Αντώνη;
- Πάω να πάρω, λέει, το γάλα που μας στέλνει η αδελφή μας η Αικατερίνη κάθε μέρα αλλά του μικρού μας αδελφού όμως δεν του στέλνει μερίδα γάλα.
Και πράγματι η ευσεβής αυτή κυρία που κάθε Σαββατοκύριακο πήγαινε πρόσφορα για τα αδέλφια
της και τους γονείς της τους κεκοιμένους, τα δύο νήπια δεν τα έγραφε για να μνημονευθούν με τη σκέψη ότι αυτά δεν έχουν ανάγκη.
Αυτά φύγαν αγγελούδια.
Ο Θεός όμως μέσα στην άπειρη αγάπη που διαθέτει για τα πλάσματά του εδίδαξε ότι πρέπει να
στέλνει και για αυτά μερίδα.
Δηλαδή να τα γράφει στο δίπτυχο για να τα μνημονεύει ο Ιερεύς στην Ιερά Πρόθεση.
Δεύτερον.
Απέθανε κάποτε μια ανηψιά ενός κυρίου ο οποίος ονομαζόταν Κωνσταντίνος.
Το απόγευμα μετά την κηδεία ένας ψαράς του έφερε ένα μεγάλο ψάρι.
Ο θείος Κώστας λοιπόν λυπημένος όπως ήταν από το θάνατο της ανηψιάς του δεν ήθελε να το κρατήσει το ψάρι.
Λέει:
- Τι να το κάνω τώρα;
Αλλά για να μην διώξει τον ψαρά, διότι τον είχε ανάγκη για άλλες φορές, πλήρωσε το ψάρι ενώ μέσα του έλεγε:
- Ας είναι. Θα το πάρω για την ψυχή της ανηψιάς μου.
Παρ' ότι δεν πίστευε σε αυτά και γενικότερα βέβαια δεν πίστευε στην πέρα του τάφου ζωή.
Την άλλη μέρα τον συναντάει ένας δικός του άνθρωπος, φίλος και συγγενής, και του λέει:
- Μου είπε η ανηψιά σου που ήλθε απόψε στον ύπνο μου να σου πω ότι το έλαβε το ψάρι, το πήρε
και σε ευχαριστεί.
Κόκκαλο ο θείος Κώστας.
Μέσα του το είπε αυτό που είπε "Ας είναι. Θα το πάρω για την ψυχή της ανηψιάς μου".
Στο πρώτο γεγονός έχουμε την ανάγκη της μνημονεύσεως των ονομάτων όλων ακόμα και των νηπίων και στο δεύτερο το καλό αποτέλεσμα της ελεημοσύνης υπέρ των κεκοιμημένων.
Τρίτον.
Ο Μέγας Γρηγόριος στους διαλόγους του λέγει ότι κάποτε ένα καράβι τσακίστηκε πάνω στα βράχια λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής και με τα πολλά μποφώρ και τους ανέμους που υπήρχαν επίστευαν ότι μάλλον δεν θα εσώθη κανείς.
Έτσι οι άνθρωποι της πόλεως βλέποντας από μακριά το γεγονός αυτό βέβαια λυπήθησαν και επένθησαν διότι οι περισσότεροι από τους ναυτικούς που βρίσκονταν μέσα σε αυτό το καράβι ήταν από την ίδια εκείνη πόλη.
Ένας Ιερεύς όμως έσπευσε αμέσως να κάνει Λειτουργία για την ψυχή του αδελφού του που ήτο μέλος του πληρώματος, εκείνη τη στιγμή.
Την άλλη μέρα λοιπόν βλέπει τον αδελφό του ζωντανό να πηγαίνει στο σπίτι.
Εξεπλάγησαν όλοι.
Και τον ρώτησαν λοιπόν πώς γλύτωσε ενώ όλοι οι άλλοι οπωσδήποτε θα είχαν πνιγεί.
Και αυτός λέγει:
- Οταν χτύπησε το πλοίο πάνω στα βράχια και έσπασε και διαλύθηκε και πέσαμε όλοι στη θάλασσα, εγώ άρπαξα μια σανίδα και όσο μπορούσα μαζί με το σανίδι πάλευα μέσα στα κύματα.
Από πολλές ώρες και είχε νυχτώσει κιόλας ατόνησα, κόντευα να λιγοθυμήσω και να πνιγώ.
Τότε βλέπω έναν ωραιότατο νέο να έρχεται δίπλα μου στο σανίδι μες στα κύματα της θαλάσσης και να μου δίνει ένα ψωμί πάρα πολύ ωραίο και να μου λέει να το φάω.
Και εγώ έφαγα το ψωμί και πήρα τόση δύναμη ώστε δεν αισθάνθηκα κανέναν κόπο, πάλεψα με τα κύματα και βρέθηκα στην ξηρά.
Να λοιπόν που η Θεία Λειτουργία εδώ έκαμε το θαύμα της.
Προτεστάντης πάστορας έναντι Ρώσσου Ιερέως
Κάποτε ένας προτεστάντης πάστορας βρήκε έναν Ρώσσο Ιερέα σεβάσμιο και ευλαβή και του λέει:
- Εμείς κάνουμε φιλανθρωπίες, κάνουμε γηροκομεία, κάνουμε ορφανοτροφεία, κάνουμε αίθουσες,
κάνουμε νοσοκομεία. Οργανώνουμε συναυλίες στα στάδια με μουσική ποπ και ροκ, πώς τα λένε αυτά, και μαζεύουμε χιλιάδες ανθρώπους, γεμίζουν τα στάδια από νέους και από κάθε ηλικίας ανθρώπους. Κάνουμε εκδρομές, ορειβασίες, αθλητισμό, έχουμε κατασκηνώσεις, έχουμε εκείνο, έχουμε αυτό...
Πόσα δεν είπε εκεί ότι κάνουν οι διάφορες προτεσταντικές αιρέσεις.
- Επεμβαίνουμε ακόμα και στην πολιτική ζωή του τόπου και των εθνών μας. Είμαστε γεμάτοι από
ζωή και από δραστηριότητες. Εσείς τι κάνετε;
Θα μπορούσε βέβαια να απαντήσει και ο Ρώσσος ευλαβής Ιερεύς ότι και η Εκκλησία έχει φιλανθρωπικές και κοινωνικές δραστηριότητες αρχίζοντας από την Βασιλειάδα μέχρι τα πόσα έργα επιτελεί κάθε Μητρόπολις αφανώς.
Αλλά δεν απάντησε έτσι.
Και με το "εσείς τι κάνετε" απάντησε αλλιώς.
- Εμείς τι κάνουμε; Εμείς κάνουμε Θεία Λειτουργία και η Θεία Λατρεία γεμίζει δωρεάν τον Παράδεισο και αδειάζει την Κόλαση. Αυτό κάνουμε εμείς, Θεία Λειτουργία.
Για τον ετοιμοθάνατο στο Μεταξά
Εχω προσωπική πικρή εμπειρία στο διαγνωστικό του Μεταξά, στην δεκαετία 70-80, με πολλούς ετοιμοθανάτους.
Μάλιστα κάποιος εξ αυτών ήταν μεγάλος στο όνομα, με εξουσία κοσμική δύναμη και πλούτο πολύ.
Πήγαινα να τον κοινωνήσω ένα πρωί κατόπιν βέβαια παρακλήσεως των δικών του.
Παρακάλεσα τους οικείους να μας αφήσουν μόνους.
Ήταν στον τελευταίο όροφο, σε μονόκλινο δωμάτιο πολυτελείας βέβαια.
Και τους παρακάλεσα να βγουν έξω έστω και την τελευταία στιγμή μήπως μπορέσω και προκαλέσω κάποια εξομολόγηση και πάρω μια μικρή εξαγόρευση όσο μπορούσε βέβαια να ομιλήσει εκείνη τη στιγμή.
Μόλις λοιπόν του έκανα την πρώτη ερώτηση:
- "Μήπως κάνατε αυτό;" δεν μου απάντησε αλλά άρχισε να φωνάζει τρομαγμένος να διώξω τους μαύρους δαίμονες από το δωμάτιο.
Αρχισε να τρέμει, κιτρίνησε, μαύρισε.
Τα μάτια του γουρλωμένα από τον τρόμο.
Με έπιασε από τα ράσα, άρχισε να με τραβάει.
Ευτυχώς που η Θεία Κοινωνία ήταν κλειστή.
- Δεν τα θέλω, λέει, αυτά που μου έφερες. Παρ'τα από εδώ, πάρ'τα. Σώσε με μονάχα, σώσε με, σώσε με. Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια.
Άρχιζε να στριφογυρίζει στο κρεββάτι.
Τρόμος, φόβος.
Ο πανικός ήταν διάχυτος.
Έκλεινε το πρόσωπό του, φαινόταν φαίνεται.
Ποιός ξέρει τι έβλεπε!
Έκανα συνέχεια προσευχή.
Μου είχε σηκωθεί και εμένα η τρίχα.
Φοβερό πράγμα.
Προσπαθούσα να τον καθησυχάσω εις μάτην.
Κι ενώ με τραβούσε από τα ράσα άρχισε να ζητά προθεσμία ζωής.
Αυτό ήταν το πλέον τραγικό.
Τα βρήκα σε αυτές τις σημειώσεις που έχω κρατήσει.
- Αφήστε με να ζήσω μια ημέρα, μια ώρα, μια ώρα.
Γιατί ζητούσε μια ώρα ζωή;
Γιατί;
- Για να χορτάσω τη ζωή. Μια ώρα για να τη χορτάσω. Να τη χορτάσω, να τη χορτάσω, να τη
χορτάσω...
Και ύστερα κοίταξε τα χέρια του και φώναξε:
- Μια ώρα, μια ώρα.
Φοβερό, τι να σας πω.
Από τις φωνές έτρεξαν οι δικοί του, τρέξαν και οι γιατροί, τραβήχτηκα σε μια άκρη κι
έκανα όση προσευχή μπορούσα ο φουκαράς.
Εκείνος εξακολούθησε να φωνάζει συνέχεια.
Σιγά σιγά λιγόστευε η φωνή του, λιγόστευε η φωνή του.
- Βοήθεια, βοήθεια, μια ώρα να τη χορτάσω, να τη χορτάσω...
Και σε λίγο άρχισε ο ρόγχος.
Ούτε να τον κοινωνήσω δεν πρόλαβα.
Δεν πρόλαβα να τον κοινωνήσω.
Σε δυο ώρες πέθανε.
Είδατε;
Δεν ζήτησε μια ώρα ζωής για μετάνοια.
Και είπε:
"Παρ' τα αυτά από εδώ".
Αλλά για να χορτάσει τη ζωή.
Αν τη ζητούσε για μετάνοια πιστεύω, είμαι βέβαιος μέσα μου από την καρδιά μου πως ο φιλάνθρωπος Θεός θα του την έδινε αυτή τη μια μέρα ζωής που ζητούσε.
Αλλά για μετάνοια, για να πει τις πέντε λέξεις αυτές που έπρεπε να πει, να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και να φύγει.
Για μέρες αυτό δεν μπορούσε να μου φύγει από το μυαλό αυτή η τραγική εικόνα.
Συνεχώς τον εμνημόνευα.
Θυμάμαι εκεί στον Αγιο Βασίλειο και έλεγα και στους Πατέρες να κάνουν το ίδιο.
Όλοι μας ως χριστιανοί πρέπει να μάθουμε, να διδαχθούμε, να φοβηθούμε επί τέλους και να διορθωθούμε.
Μας περιμένει ο θάνατος.
Πριν να είναι πολύ αργά να μάθουμε.
Όχι να μάθουμε αφού πεθάνουμε.
Τότε δεν θα μάθουμε.
"Νυν καιρός ευπρόσδεκτος, νυν ημέρα σωτηρίας".
Η μετάνοια καλλιεργείται από τώρα και κάθε μέρα και κάθε στιγμή.
Πρέπει να ταυτίζεται με την αναπνοή μας.
Αν μας διακρίνει δηλαδή η αναβολή και η χλιαρότης, τότε την ώρα και τη στιγμή του θανάτου μπορεί να μην μπορέσουμε να μετανοήσουμε γιατί υπάρχει και ο ξαφνικός θάνατος.
Υπάρχουν και τα αυτοκινιτιστικά ατυχήματα.
Καθόλου απίθανο να μην έχουμε ούτε τη θέληση ούτε και τη διάθεση για να μετανοήσουμε.
Για τον παππούλη με τον ιδρώτα αγωνίας
Θα αναφερθούμε σε ένα γεγονός που μου ανέφερε ένας εγγονός ενός Ιερέως περίπου το 1975.
Ήλθε κάποιος κύριος να εξομολογηθεί ο οποίος ήτο περίπου 40 ετών και κάτι.
Ητο εγγονός Ιερέως.
Όταν, λέει, ήμουν 5-6 χρονών περίπου σε κάποιο χωριό της Μακεδονίας ο παππούς μου που ήτο Ιερεύς πέθανε.
Τον κήδεψαν κανονικά και την τρίτη ημέρα έπρεπε να διαβαστούν τα κόλυβα πάνω στον τάφο.
Ξεκίνησαν όλοι από το σπίτι.
Ο Ιερεύς ήτο πολύτεκνος, είχε πολλά παιδιά 7-9, δεν θυμάμαι τώρα πέρασαν τα χρόνια όπως βλέπετε, και πήγαν όλοι μαζί στο νεκροταφείο.
Έμειναν εκεί δυο άλλοι συγγενείς να ετοιμάσουν καφέδες και κεράσματα όταν θα γύριζαν να προσφέρουν στους συγγενείς και έμεινε και τούτος εδώ ο μικρός, ο οποίος ήτο εκεί σε αυτήν την ηλικία περίπου των 5 ετών.
Ξαφνικά λοιπόν χτύπησε η πόρτα, η κάτω πόρτα.
Τα σπίτια ήταν διώροφα με πατώματα ξύλινα κτλ.
Και του λέει εκεί μια θεία:
- Κατέβα, αγοράκι μου, να ανοίξεις την πόρτα να δεις ποιος είναι, ποιός χτυπάει κάτω.
Λοιπόν κατεβαίνει ο μικρός και ανοίγοντας την πόρτα ποιον βλέπει;
Τον παπά.
Τον παππού του βλέπει ολοζώντανον.
- Α, λέει, παππού. Εξω η μέρα ηλιόλουστη, απόγευμα. Ούτε συννεφάκι δεν είχε.
- Μπα, παππού. Πώς βρέθηκες εδώ; Καλά εσύ δεν πέθανες; λέει ο μικρός με όλη την αφέλεια που είχε την παιδική τότε για εκείνη την εποχή.
- Καλά, λέει, και πώς έγινες μούσκεμα έτσι;
Από πάνω από το καλλιμαύκι μέχρι κάτω σαν να είχε βγει από το νερό, τόσο μούσκεμα ήταν.
Αφού στάζαν τα νερά και τρέχαν και πέφταν κάτω στο πάτωμα.
- Πω, πω, πω, πώς έγινες μούσκεμα; Καλά έξω δεν βρέχει, εσύ πώς έγινες μούσκεμα;
- Άκουσε εδώ, λέει, να δεις, αγοράκι μου. Αυτά δεν είναι νερά από βροχή, αγοράκι μου. Αυτά είναι ιδρώτας αγωνίας. Ιδρώτας αγωνίας. Είναι τώρα μόλις τρεις ημέρες που περνούσα να πεις στους θείους και στις θείες, στον μπαμπά και στη μαμά και σε όλους τους άλλους και στη γιαγιά ότι τρεις ημέρες περνούσα τελώνια. Από την αγωνία μου είναι αυτά. Από την αγωνία μου. Τώρα λυτρώθηκα. Τώρα γλύτωσα. Τώρα, αγοράκι μου, σώθηκα. Και όταν θα γυρίσουν θα τους πεις να σκύψουν και να γλύψουν τα νερά αυτά εδώ που έμειναν κάτω, αυτόν τον ιδρώτα όλοι τους για να πειστούν ότι ήλθα, ότι σου μίλησα.
Και ανοίγοντας την πόρτα την ξανάκλεισε και έφυγε και εξαφανίστηκε.
Ξανανοίγει ο μικρός την πόρτα να κοιτάξει πού είναι ο παππούς, πού πήγε.
Δεν υπήρχε.
Έρχονται οι δικοί του και πράγματι λοιπόν υπήρχε μία λίμνη από νερά κάτω, όπως έτρεχαν από τα ράσα του, από τα γένεια του, από παντού, από τα ενδύματά του, ό,τι του είχαν βάλει.
Μου φαίνεται και το πετραχείλι του, γιατί ήταν μαζί με πετραχείλι.
Έτσι θάβομε τους Ιερείς μαζί με το πετραχείλι και το Ευαγγέλιο.
Ήρθαν οι δικοί του, τα διηγήθηκε ο μικρός, δεν τον πίστεψαν αλλά όλοι όμως έσκυψαν και έγλειψαν τα νερά.
Ήταν αλμυρά γιατί και ο ιδρώτας είναι αλμυρός.
Λοιπόν, τέκνα εν Κυρίω, προσευχή, πολλή προσευχή και για μας και για τους κεκοιμημένους.
Και προσευχή για μένα.
Μνημονεύσεις στη Θεία Λειτουργία, ελεημοσύνες.
Όταν μπορούμε Σαρανταλείτουργο στο Άγιον Όρος, τρισάγια, μνημόσυνα, νηστείες, αγρυπνίες, στρωτές μετάνοιες όταν μπορείτε και έχετε υγεία, κομποσχοίνια, προσευχές.
Είναι όσο είναι καιρός.
Αύριο μπορεί να είναι αργά.
Σήμερα είναι η μέρα της σωτηρίας.
Σήμερα είναι η ευκαιρία να προσευχηθούμε και για μας, και για τους άλλους και για τους νεκρούς και λίγο για τον Πνευματικό σας που τόσο ανάξια προσφέρει αυτό που προσφέρει.