Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2006
Η διαφορά λογικής και πνευματικής λατρείας ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος
193-β
Μου το διηγήθηκε χριστιανοί μου, κάποιος ιερεύς στο φετινό δίμηνο που ήμουνα στην Πάτρα για τον παππού του τον ιερέα που ήτο ευλαβής και φιλακόλουθος και με την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» που την είχε μάθει από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού». Την έλεγε πάντοτε με το στόμα του και ψιθυριστά από το 1957 και εντεύθεν. Το απόγευμα του Σαββάτου της Κυριακής των Μυροφόρων, 30 Απριλίου του 1960. Πήγε να κάνει τον εσπερινό μόνος του, γιατί στο χωριό που ήταν δεν ήτο δυνατόν τα απογευματινά να έρχεται ψάλτης. Στη διάρκεια των πληρωτικών του εκφωνήσεων (την εσπέραν πάσαν..., άγγελον ειρήνης..., και συγνώμην και άφεσιν των αμαρτιών), ξαφνικά σ’αυτή την αίτηση, βλέπει ένα ωραιότατο, ολόλαμπρο και πάλλευκο περιστέρι να έρχεται από το πουθενά και να στέκεται ανάλαφρο πάνω στο μικρό σταυρό του Αγίου αρτοφορίου που βρίσκεται στην Αγία τράπεζα. -Όλοι οι ναοί μας στην ορθόδοξη εκκλησία, έχουν άγιο αρτοφόριο και ειδικότερα οι ενοριακοί διότι τηρούν εκεί το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας από τη Μεγάλη Πέμπτη.- Καθήλωσε τον ξαφνιασμένο και αποσβολωμένο παπά-Σταύρο με τα λαμπερά του μάτια που το θαύμαζε με πολλή αγαλλίαση για αρκετή ώρα, μεταβάλλοντας τον θαυμασμό και το δέος σε μια πνευματική εσωτερική λατρεία της καρδιάς αφού την ένοιωθε να πάλλει και να χτυπά από ανεκλάλητη ευτυχία, σε κάθε χτύπο της και να διαλαλεί θριαμβευτικά «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Δεν έμοιαζε καθόλου με τη λογική λατρεία που πρόσφερε στο Θεό προηγουμένως με τον εσπερινό, αλλά ήταν κάτι άλλο που το βίωνε για πρώτη φορά.
Αυτό που έζησε ο παπά-Σταύρος ήταν πνευματική λατρεία, ήταν νοερά λατρεία. Αυτή τη λατρεία δεν την προσφέρει ο προσευχόμενος ιερεύς ή ο ασκητής ή ο μοναχός ή ο απλός χριστιανός με δική του πρωτοβουλία, αλλά το Πνεύμα το Άγιον, που χρησιμοποιεί την καρδιά του προσευχομένου χριστιανού και όχι το μυαλό του ή τη διάνοιά του, για να δοξολογήσει τον Τριαδικό Θεό. Δηλαδή, το Πνεύμα το Άγιον είναι αυτό που μεταφέρει τη λατρεία της Τριαδικής Θεότητος από τον εγκέφαλο, από το μυαλό, από το νου, στην καρδιά. Και τότε η καρδιά λαλεί λατρευτικά το όνομα του Ιησού Χριστού και η προσευχή γίνεται και λέγεται νοερά προσευχή.
Αυτό βίωσε για πρώτη φορά κατάπληκτος ο παπά-Σταύρος. Κι ενώ η καρδιά του φώναζε την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», για αρκετή ώρα απολαμβάνοντας εκστατικός αφ’ ενός μεν τη Θεία παρουσία της παραδόξου και ολόλαμπρης εκείνης περιστεράς κι αφετέρου την αγαλλίασιν από το γλυκύτατο όνομα του Ιησού, αυτός εντελώς αυθόρμητα κινήθηκε προς το πίσω μέρος της Αγίας τραπέζης κι άπλωσε τα χέρια του για να πιάσει το περιστέρι. Και τότε, ω του θαύματος ! Το περιστέρι χάθηκε από τα μάτια του και από το Άγιον αρτοφόριον υψώθηκε μια πύρινη στήλη θεϊκού φωτός που εν τω μεταξύ είχε τυλίξει και ολόκληρη την Αγία τράπεζα και άρχισε να υψώνεται προς τη στέγη του Ιερού Βήματος, να συνδιαπερνά και να εισέρχεται θριαμβευτικά στα ουράνια σκηνώματα της Βασιλείας του Θεού.
Σε λίγο άρχισε σιγά σιγά να συστέλλεται η ολόλαμπρη αυτή φωτοχυσία κι ο παπά-Σταύρος να παραμένει εκστατικός και γεμάτος θαυμασμό και απορία για όλα όσα συνέβησαν. Ακόμα και για την καρδιά του που εξακολουθούσε ρυθμικά και σταθερά χωρίς τη δική του θέληση και προαίρεση να λαλεί την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Δυστυχώς, επειδή δεν ήξερε πως να διατηρήσει αυτό το ειδικό και έκτακτο χάρισμα της νοεράς προσευχής, σε λίγο καιρό το έχασε.
Όταν ύστερα από 20 χρόνια ο εγγονός του έγινε ιερεύς, του απεκάλυψε τη μοναδική αυτή διπλή εμπειρία από τη θεία αποκάλυψη που είχε από το Άγιον Πνεύμα. Κι ο εγγονός του ο ιερεύς, μου τη διηγήθηκε παίρνοντας αφορμή από το βιβλίο «Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία».
Είπα προηγουμένως για τον παπά-Σταύρο, ότι αυτό που έζησε η καρδιά του, δεν ήταν η λογική λατρεία του εσπερινού..., ήταν κάτι άλλο. Και ότι όλες οι ακολουθίες που διαβάζουμε ή ψάλλουμε μέσα στους ναούς ή και στα σπίτια μας ακόμη ή στις σπηλιές και στα ασκητήρια, στα μοναστήρια και στα ησυχαστήρια, είναι όλες μα όλες λογική λατρεία. Ακόμα και η Θεία Λειτουργία, όπως και κάθε άλλο μυστήριο, είναι λογική λατρεία. Αλλά και όλες οι ακολουθίες, οι τυπωμένες σε κείμενα, όπως ο όρθρος, ο εσπερινός, το μεσονυκτικόν, το απόδειπνο, οι χαιρετισμοί, οι παρακλήσεις και τόσες άλλες που βρίσκονται στα Μηναία, στην Παρακλητική, στο Τριώδιον και αλλού, είναι όλες λογική λατρεία.
Λογική λατρεία προσφέρουμε ακόμα όταν κατ’ ιδίαν μόνοι μας ή ομαδικά, προσευχόμεθα στο ταμείον μας, της κατ’ οίκον δηλαδή εκκλησίας στο προσευχητάριο. Λογική λατρεία προσφέρουμε όταν μελετάμε τον λόγον του Θεού, στο Ευαγγέλιον, στην Καινή και Παλαιά Διαθήκη. Λογική λατρεία προσφέρουμε επίσης όταν προσευχόμεθα στο όνομα του Ιησού Χριστού, όταν λέμε συνειδητα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» είτε προφορικά είτε με τον ενδιάθετο λόγο, αλλά έχουμε πλήρη τη συνείδηση, επαναλαμβάνω, ότι την ευχή τη λέμε εμείς. Στην λογική λατρεία την πρωτοβουλία και την προαίρεση την έχει ο προσευχόμενος άνθρωπος είτε αυτός είναι ιερεύς, είτε είναι μοναχός, είτε είναι χριστιανός απλός.
Στην πνευματική όμως λατρεία, τη νοερά, την πρωτοβουλία την έχει ο Θεός και μάλιστα το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Πνεύμα το Άγιον. Έτσι η νοερά προσευχή που γίνεται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, είναι πνευματική λατρεία. Αλλά και η εν Χριστώ Ιησού έκστασις και θεωρία του νοός στις αποκαλυπτόμενες θεοφάνειες, είναι πνευματική νοερά λατρεία. Η είσοδος της ψυχής του προσευχομένου απλανώς πιστού στις αποκαλύψεις των απορρήτων μυστηρίων του Θεού, είναι κι αυτή νοερά λατρεία. Οι ανασασμοί του Αγίου Πνεύματος, οι ανεκλάλητοι στεναγμοί Του από την καρδιά μας είναι κι αυτοί πνευματική λατρεία. Επαναλαμβάνω για να το καταλάβουμε καλά, ότι στη νοερά πνευματική λατρεία, την πρωτοβουλία την έχει μόνον ο Τριαδικός Θεός, πράγμα που το βεβαιώνει κι ο ίδιος ο Κύριος «και εμφανίσω εις αυτόν», εις τον χριστιανό δηλαδή, μέσα στην καρδιά αυτού του προσευχομένου απλανώς χριστιανού, «τον εαυτόν μου». Και σε άλλο σημείο τονίζει, εις πληθυντικόν αριθμόν για να αναφέρει την ενοίκηση της Αγίας Τριάδος “και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν (δηλαδή κατοικία και Θρόνο και Βασιλεία) ποιήσομεν παρ’ αυτώ”. Και τότε η καρδιά του προσευχομένου ορθοδόξου κληρικού, μοναχού ή και λαϊκού, καθίσταται ναός του Αγίου Πνεύματος. Και δια μέσου της καρδιά, ολόκληρος ο ψυχοσωματικός άνθρωπος.
Και τότε το σώμα μαζί με τις αισθήσεις, λαμπροφορείται και καθίσταται πάλλευκο, αγνόν, κεχαριτωμένο. «Ουκ οίδατε ότι ναός του Θεού εστέ, και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;», ρωτάει ο Λόγος του Θεού.
Στην πνευματική λατρεία και ειδικότερα στη νοερά προσευχή, η διάνοιά μας παρακολουθεί την εσωτερική αυτή προσευχή χωρίς να συμμετέχει με λογικά σχήματα, με εικόνες, με ιδέες και λοιπά, απλά και μόνον ο χριστιανός, ο προσευχόμενος χριστιανός, παρακολουθεί την ευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του. Ταυτόχρονα όμως μπορεί, αν θέλει, να ομιλεί, να ψάλλει, να λέγει ευχές της εκκλησίας, να τρώγει, να εργάζεται, χωρίς να διακόπτεται η ενέργεια της ευχής από το Άγιον Πνεύμα και να την ακούει από πολύ πολύ βαθιά μέσα του, αργά, ρυθμικά και καθαρά. Λογικά, ο προσευχόμενος νοερά γίνεται ακροατής των λόγων που λαλεί το Άγιον Πνεύμα, όταν Αυτό κράζει «αββά ο Πατήρ», είσαι ο Πατέρας μου, είσαι ο Σωτήρας μου, ο Λυτρωτής μου, ο Θεός μου, ελέησόν με.
Και ας μη μας φανεί παράξενο και αδύνατο, πως η καρδιά με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος λαλεί θριαμβευτικά το όνομα του Ιησού και την φωνήν Αυτού ακούει ο νοερά απλανώς προσευχόμενος διότι μας το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος στο λόγο Του «το Πνεύμα το Άγιον όπου θέλει πνεί και την φωνήν Αυτού ακούεις», «...και την φωνήν Αυτού ακούεις». Πού; Μέσα στην καρδιά σου. Γι’ αυτό επειδή η καρδιά λαλεί με την χάριν του Αγίου Πνεύματος το γλυκύτατον όνομα και πράγμα του Ιησού, για αυτό και γίνεται πότε ψάλτης και πότε παπάς για να προσφέρει θυσία αυτό το όνομα το υπέρ παν όνομα, βιώνοντας ο προσευχόμενος τη μυστική και πνευματική ιεροσύνη στο ναό του όλου ψυχοσωματικού του είναι, αφού το σώμα του μαζί με τις αισθήσεις διαφωτίζεται από την χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Έξω από τις προσευχές των Πατέρων και των ιερών ακολουθιών της Εκκλησίας είναι επικίνδυνο να χρησιμοποιούμε αυτοσχέδιες προσευχές, όπως οι προτεστάντες, αν αυτές δεν είναι απλανές απαύγασμα του Αγίου Πνεύματος. Διότι μόνον το Άγιον Πνεύμα γνωρίζει να προσεύχεται σωστά και αληθινά. Κι Αυτό είναι που διδάσκει όλους μας το πώς πρέπει να προσευχόμεθα αληθώς. «τὸ γὰρ τί προσευξώμεθα καθ' ὃ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ' αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις». Αυτή είναι και η πλέον σαφής διαβεβαίωσις του λόγου του Θεού δια στόματος του Αποστόλου Παύλου από τον όγδοον κεφάλαιον της προς Ρωμαίους επιστολής, στίχος 26. Αυτό αποδεικνύει ότι το ίδιο το Άγιον Πνεύμα για λογαριασμό μας, Αυτό δοξολογεί, Αυτό ευχαριστεί, Αυτό εκφράζει και τα προς σωτηρίαν αιτήματά μας. Βέβαια τον πόνο και τις ανάγκες της ψυχής μας, θα τις φωνάξουμε, αλλά και πάλι θα είναι και τότε, …αλλά καλόν θα είναι και τότε να αφήνουμε το Άγιον Πνεύμα να κατευθύνει Αυτό τις πονεμένες αυτές κραυγές μας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, η ορθόδοξος πίστις μας, δια των Αγίων Πατέρων μας έδωσε τη μονολόγιστη ευχή των πέντε λέξεων «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», που καλύπτει όλες τις ανάγκες μας, και τις ψυχικές και τις πνευματικές και τις υλικές και τις υλικές. Έτσι, δεν καλύπτονται μόνον όλα τα αιτήματά μας και τα οποία γνωρίζει ο Θεός αλλά και η δοξολογία και η ευχαριστία. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Είθε χριστιανοί μου να μας ελεεί, να μας ελεήσει ο Πανάγιος Θεός και να μας χαρίσει χρόνον μετανοίας, αληθινής μετανοίας και συντριβής. Ναι τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, και εν Χριστώ αδελφέ, και σεις όλοι είθε να μας χαρίσει ο Θεός καιρό μετανοίας για να βάλουμε καινούρια αρχή. Πρώτος εγώ, κι ύστερα εσύ, κι ύστερα εσύ, κι ύστερα όλοι μας. Να το δώσει ο Θεός.
Αμήν.