Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2005

Η πνευματική θεραπεία επιτυγχάνεται διά της καθάρσεως εκ των παθών



190-β
Κυριακή Μετά τα Φώτα 9.1.2005

«Εγένετο Ιωάννης ο Πρόδρομος εν ερήμω».
«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».
«Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η Βασιλεία των Ουρανών».
Τα τρία αυτά Ευαγγελικά χωρία και αποσπάσματα χριστιανοί μου, έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους. Διότι όχι μόνον συνδέονται το ένα με το άλλο αλλά και αλληλοπεριχωρούνται.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος εκήρυξε βάπτισμα μετανοίας. Και τα δύο όμως, και το βάπτισμα και η μετάνοια είχαν εισαγωγικό χαρακτήρα, και όχι μυσταγωγικό, ή λατρευτικό ή ευχαριστηριακό ή καλύτερα να πούμε μυστηριακό, όπως το κήρυξε ο Θεός και το σφράγισε με τη Θυσία Του πάνω στον Τίμιο Σταυρό.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής δεν εγένετο μόνον Πρόδρομος στην έλευση του Χριστού, αλλά και Πρόδρομος της αγιασμένης ερημικής ζωής εν Χριστώ Ιησού.
Και την αρχή μετά τον Τίμιο Πρόδρομο την κάμει ο ίδιος ο Κύριος, με το να παραμείνει στο Σαραντάρειον όρος για σαράντα μέρες και νύχτες, με απόλυτη νηστεία χωρίς ψωμί και χωρίς σταγόνα νερό. Και από δω αρχίζει τρόπον τινά ο ασκητικός χαρακτήρας της Εκκλησίας του Χριστού, της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Και ασκητικός χαρακτήρας σημαίνει πνευματικό αγώνα με νηστεία, σωματική κατά δύναμη, διότι οι περισσότεροι από μας τουλάχιστον στις ημέρες μας έχουμε πολλών ειδών ασθένειες. Με αγρυπνία, στις αισθήσεις, αυτό μπορούμε να το κάνουμε, με εγκράτεια στις επιθυμίες, και αυτό είναι δυνατόν, με συνεχή προσευχή, ώσπου αυτή να καταστεί αυθόρμητη νοερά ενέργεια, και αυτό είναι δυνατόν, με προσοχή στους λογισμούς και στις σκέψεις, και αυτό με τη χάρη του Θεού είναι δυνατόν, με την ακριβή τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, με την αντίστοιχη καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών, και με την σωστή μας συμμετοχή στα Πανάγια σωστικά μυστήρια,
Πρώτον, στην μεν Θεία Ευχαριστία, μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, και
Δεύτερον στην Ιερά Εξομολόγηση με αληθινή μετάνοια, με συντριβή, με δάκρυα.
Αυτά συνιστούν τον ασκητικό χαρακτήρα της πίστεώς μας, που στην εφαρμογή τους, στην πιστή τους εφαρμογή, μας οδηγούν και ολοκληρώνουν, την κάθαρση από τα πάθη μας. Δηλαδή η κάθαρσις τελικά είναι ο κοινός σκοπός όλων μας, όλων των ανθρώπων, και ιδιαιτέρως των χριστιανών. Και για μας τους κληρικούς παντός βαθμού, επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, και για τους μοναχούς, κοινοβιάτας, ησυχαστάς, ερημίτας και λοιπά, και για μας που ζούμε μέσα στον κόσμο, είτε έχουμε οικογένεια είτε όχι. Ανεξάρτητα από το ποια είναι η εργασία μας, από το ποια είναι η μόρφωσίς μας, και από το ποια είναι η κοινωνική μας θέσις. Ως Ορθόδοξοι χριστιανοί, ένας θα είναι ο στόχος μας, η κάθαρσις από τα πάθη μας. Και όταν αυτό επιτυγχάνεται με τη βοήθεια του Θεού, τότε άρχεται, -σιγά σιγά βέβαια αυτό-, και με τον καιρό και με τα χρόνια που περνάνε, ο θείος φωτισμός, για να καταλήξει ο αγωνιζόμενος πιστός χριστιανός που ζει στον κόσμο, μαζί με την οικογένειά του, με τις τόσες στεναχώριες και τους πειρασμούς και τα προβλήματα που έχει, στη θέωση.

Χριστιανοί μου,
Κάθαρσις από τα πάθη σημαίνει θεραπεία, γιατρειά, σημαίνει φωτισμός αλλά και αγιασμός και τελείωσις και θέωσις. Ο Θεός αγαπάει όχι μόνο τους Αγίους ή τους δικαίους, αλλά και όλους τους αμαρτωλούς, αγαπάει και τους κολασμένους, αγαπάει και αυτόν τον διάβολο, και θέλει να τους θεραπεύσει και να τους σώσει όλους. Αλλά οι περισσότεροι δεν θέλουν να θεραπευτούν, όπως δε θέλει και ο διάβολος. Αν ο διάβολος ήθελε θεραπεία, ήθελε σωτηρία, και έλεγε «ήμαρτον», από διάβολος θα εγίνετο άγγελος.
Ο Θεός μας αγαπάει όλους, και θέλοντας να μας σώσει ζητάει την ελεύθερη συγκατάθεσή μας. Μας σέβεται ο Θεός, μας τιμά και μας αγαπά, έστω και αν εμείς Τον βρίζουμε και Τον Σταυρώνουμε. Εκείνος όμως δεν μας εκβιάζει, απλώς μας προτρέπει, μας παρακαλεί και μας λέγει «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν», «όστις θέλει», όποιος θέλει. Ο Θεός δεν σώζει κανέναν με το ζόρι διότι δεν παραβιάζει επαναλαμβάνω το αυτεξούσιον, την θέλησή μας. Θεραπεύει και σώζει αυτούς που θέλουν να σωθούν, και που κάνουν τον πνευματικόν τους αγώνα, ακολουθώντας την αγωγή που δίδει η Εκκλησία.
Φυσιολογικά κάθε άνθρωπος που αρρωσταίνει, και έχει και τα λογικά του, έχει τα μυαλά του στη θέση του, ασφαλώς, μόνος του αναζητά τον καλύτερο γιατρό για να θεραπευθεί, να βρει την υγειά του, να σωθεί. Κατ’ αναλογίαν λοιπόν, το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με τον κάθε αγωνιζόμενο χριστιανό. Χωρίς καταναγκασμούς, χωρίς καταπιέσεις, χωρίς βία και εντελώς ελεύθερα, πρέπει από μόνος του ο χριστιανός να προσέλθει στην εκκλησία και στα μυστήριά της και κει να βρει τον κατάλληλο φωτισμένο ιερέα και πνευματικό, και κάνοντάς του υπακοή στις οδηγίες της Ορθοδόξου Παραδόσεως, να βρει την θεραπεία του, την ψυχοσωματική του ισορροπία, να απαλλαγεί από τις ενοχές και τα βάρη των αμαρτιών του και να σωθεί.
Και όταν ο χριστιανός θεραπευτεί από τα πάθη του, γίνεται χρήσιμος και ωφέλιμος, πρώτα βέβαια για τον εαυτόν του, κατόπιν για την οικογένειάν του, και ύστερα σε κάθε χώρο ολοκλήρου της κοινωνίας.
Στις πρώτες χριστιανικές ομάδων ανθρώπων, ο κάθε χριστιανός ήτο μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, και όχι σαν τους σημερινούς, όπως είμεθα εμείς παπάδες και σεις χριστιανοί νερόβραστοι, όλοι μας είμαστε νερόβραστοι, έχουμε τα χάλια μας.
Καθαρισμένος λοιπόν ο τότε χριστιανός από τα πάθη και ιδιοτέλειες, εδέχετο πλήρη τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος, και επορεύετο ή μάλλον, εβίωνε εν θεοπτίαις τον Θεόν μέσα στην καρδιά του. Τι θα πει αυτό; Έβλεπε τον Θεόν μέσα του! Αυτό θα πει «βίωνε εν θεοπτίαις τον Θεόν». Έβλεπε τον Θεόν μέσα του. Έβλεπε το Πανάγιον Πνεύμα, και το έβλεπε δια των ακτίστων αυτού ενεργειών το οποίον Πανάγιον Πνεύμα μέσα του φώναζε, μέσα του έκραζε, μέσα του διαλαλούσε, μέσα του θριαμβολογούσε «Αββά ο Πατήρ». Γι’ αυτό με πολύ ευκολία ο τότε χριστιανός εγένετο ομολογητής και μάρτυρας.
Ως θεόπτης όμως εγίνετο και άξιος θεραπευτής στον πλησίον, χειραγωγός στην καταπολέμηση των παθών και στην κατάκτηση των αρετών. Εξασκούσε ιεραποστολή ο τότε χριστιανός. Ιεραποστολή σωτηρίας, χωρίς να είναι ο ειδικός, είτε ως απόστολος, είτε ως επίσκοπος, είτε ως πρεσβύτερος, είτε ως μοναχός, ήταν ένας απλός χριστιανός με το άλφα ή το βήτα επάγγελμα, και με το θεομένο παράδειγμά του εξασκούσε ιεραποστολή, και ψάρευε ψυχές ανθρώπων προς σωτηρίαν. Επομένως ήταν ωφέλιμος, όχι μόνο για την οικογένειά του αλλά και για ολόκληρη την τοπική κοινωνία που ζούσε.
Ιδού λοιπόν χριστιανοί μου που μας οδηγεί η αληθινή μετάνοια. Μας οδηγεί στο φως που φωτίζει και χαρίζει ζωή και στην έρημο, με τους οσίους αναχωρητάς, ερημίτας και μοναχούς, και μέσα στον κόσμο, οδηγώντας τους αγωνιζομένους πιστούς και θεοσεβείς χριστιανούς στην κάθαρση των παθών. Και από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στον αγιασμό.
Σήμερα; Δεν μπορούμε να ωφελήσουμε τα παιδιά μας, δεν μπορούμε να τα καθαρίσουμε από τα πάθη, δεν μπορούμε να τα βάλουμε στον ίσιο δρόμο, γιατί; Γιατί εμείς δεν έχουμε καθαριστεί απ’ τα πάθη. Γιατί εμείς δεν είμαστε σωστοί χριστιανοί. Είναι απλό.
Μετανοείτε! Ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών! Έχουμε μετανοήσει; Αν ναι, είμεθα μέσα στον ναό της καθάρσεως. Είμεθα θεραπευμένοι. Πώς όμως μπορούμε να συντελέσουμε εμείς με το παράδειγμά μας και στην θεραπεία των άλλων; Πόσο θεραπεύουμε τον σύντροφό μας, το παιδί μας, τον κάθε πλησίον; Πόσο; Πού είναι η πίστις μας; Πού είναι η θυσιαζομένη αγάπη μας; Πού και πότε η ενεργουμένη δια της προσευχής αγρυπνία μας; Πού είναι το πένθος γα τις αμαρτίες μας; Πού και πότε εκδηλώνουμε την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη μας προς τον Πανάγιον Θεόν; Πού είναι η μακροθυμία και η ανοχή μας απέναντι στην τόση και τόση αδικία; Πού η πραότης; Πού η ελπίδα; Πού η υπομονή; Πού η ταπείνωσις;
Ζει Κύριος –όμως- ο Θεός! Ο Θεός είναι ο Σωτήρας! Και αυτό διότι όλοι εμείς που είμεθα σήμερα μέσα σ’ αυτόν τον μικρόν Ιερό Ναό, είμεθα αυτοί που θέλουμε να θεραπευτούμε, που θέλουμε να σωθούμε. Και ο Θεός, ο μέγας ιατρός των ψυχών και των σωμάτων θα μας σώσει. Και θα μας σώσει με την μετάνοια και την Θεία Κοινωνία. Ναι θα μας σώσει! Σας το διαβεβαιώνω αυτό, αρκεί να το πιστεύουμε με όλη μας την καρδιά! Αρκεί να μετανοούμε κάθε μέρα με όλη μας την ψυχή και να Του το ζητάμε αυτό! Κάθε στιγμή και κάθε ώρα της ημέρας και κείνος ως φιλάνθρωπος και πανάγαθος και πολυεύσπλαχνος και παντελεήμων θα βρει τρόπους και θα μας σώσει όλους. Και θα σώσει πρώτους όλους εσάς και ύστερα εμένα τον ανάξιο και ταλαίπωρο.

Αμήν, Γένοιτο!

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2004

Κήρυγμα για τα Χριστούγεννα



190-α
(Μισό) Κήρυγμα για τα Χριστούγεννα . 19.12.2004

Και είναι πολύ φυσικό ο χριστιανός να δοξάζει τον Τριαδικό Θεό ως Πλάστη και Δημιουργό και Πατέρα του και να αντιδοξάζεται απ’ Αυτόν γιατί ενεργεί και συμπεριφέρεται όχι ως άνθρωπος του κόσμου αλλά ως παιδί του φωτός, ως παιδί του Θεού, αντάξιο της θείας του καταγωγής.
Τον λατρεύει, Τον αγαπά, Τον υπηρετεί, γίνεται κοινωνός θεότητος, γι’ αυτό και αξίως συμμετέχει στο τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας. Αγωνίζεται θανατώνοντας την σάρκα του συν τοις παθήμασι αυτής. Περιφέρει νύχτα και μέρα, την δόξα του μεταμορφωμένου εν τω Θαβώρ Σώμα του Κυρίου Ιησού στο δικό του σώμα, γιατί κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων.
Πεινά και διψά όχι μόνον για δικαιοσύνη και την αλήθεια του Θεού, αλλά κυρίως όμως διψά για να δοξασθεί ο Πανάγιος Θεός και το Ευαγγέλιό Του.
Γυμνητεύει, διώκεται, μαρτυρεί αναιμάκτως, θλίβεται, πονά, κάθε μέραν αποθνήσκει για την αγάπη του Ιησού Χριστού.
Ναι χριστιανοί μου, για να φθάσει ο χριστιανός, σ’ αυτήν την δεδοξασμένη και θεία φωτοφόρα αυθυπέρβαση, χρειάζονται να περάσουν πολλά χρόνια. Να δοθούν σκληροί αλλά και νόμιμοι κατά Θεόν αγώνες, να προηγηθεί η κάθαρσις και ο αγιασμός ψυχής και σώματος, να συντριβεί το θεριομένο Εγώ μέσα του, να ταπεινώσει τους λογισμούς του, να νεκρώσει τις καλοθρεμένες αισθήσεις του, να μεταλλάξει τα πάθη του σε αρετές, με τις πολλαπλές ενέργειες του Παναγίου Πνεύματος.
Σ’ αυτόν και μόνον τον τρόπον ζωής βρίσκει ο χριστιανός την ειρήνη του, βρίσκει την ανάπαυσή του, την ελευθερία του, την ψυχοσωματική του ισορροπία, βρίσκει τον εαυτόν του, τον χριστοποιημένον εαυτόν του. Και έχει αποδειχτεί μέσα από τους βίους των αγίων, τα γεροντικά που τα διαβάζουμε τόσο τακτικά στις ημέρες μας και τα συναξάρια, ότι μόνον οι συντετριμμένη και η τεταπεινωμένη καρδία η απλή και άδολος δηλαδή καρδιά, αυτή και μόνον αληθινά μπορεί να λατρεύσει τον Θεόν, να δοξάσει τον Θεόν και να αντιδοξασθεί απ’ αυτόν. Μόνον οι απλές και ταπεινές ψυχούλες μπορούν να δεχτούν ότι ο σκοπός της ζωής τους δε βρίσκεται στο δικό τους θέλημα, στα δικό τους εγώ, αλλά μόνον στο Θεό.
Όταν λοιπόν ο καθένας από μας παρασυρθεί από τον διάβολο και τον εγωισμό του, αρνείται τον Θεόν, και περιφρονεί την δόξαν του. Δεν Τον ευχαριστεί, δεν Τον ευγνωμονεί, δεν Τον δοξολογεί. Είναι σα να φοβόμαστε όλοι μας, μήπως η δόξα του Θεού, αφαιρέσει τη δική μας δόξα. Γι’ αυτό και θέλομε να τρεφόμαστε διαρκώς από τις κολακείες, και τους επαίνους των συνανθρώπων μας. Όλοι θέλουμε να μας λένε μπράβο. Και αντί για φιλόθεοι, γινόμαστε φιλόσαρκοι, φιλόδοξοι, φίλαυτοι. Φτιάχνομε όλοι μας μια δική μας ηθική, κάνομε όλοι μας ένα δικό μας Ευαγγέλιο. Για ρωτήστε έξω τους χριστιανούς, και ρωτήστε τους τι πιστεύουν για το Ευαγγέλιο; Έχουν δικό τους Ευαγγέλιο. Κάνουν ένα δικό τους χριστιανισμό, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Στα μέτρα της φιλαυτίας και της φιλοδοξίας. Όλα για τη δόξα μας και μακριά ο Θεός και το Ευαγγέλιό Του. Εδώ βασίζεται ο λεγόμενος ουμανισμός. Αυτοδοξαζόμενος ο άνθρωπος αυτοθαυμάζεται, αυτοδοξάζεται, αυτολατρεύεται, αυτοθεώνεται. Αλλά να που ο άνθρωπος φεύγει, ως άνθος μαραίνεται, και ως όναρ παρέρχεται και μένει μόνος, έρημος, χωρίς στήριγμα, χωρίς ελπίδα και ιδιαίτερα όταν θα έλθει η στιγμή του θανάτου. Τότε είμεθα μόνοι μας! Μόνον αν δοξάζουμε με τη ζωή μας μπορούμε να μην είμεθα μόνοι μας. Διότι τότε θάχουμε για παρηγοριά τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους, την ίδια την Υπεραγία Θεοτόκο, και γιατί όχι, και Αυτόν που με τη ζωή μας μέχρι εκείνη τη στιγμή δοξάζαμε, δηλαδή τον Χριστόν.
Βυθισμένος λοιπόν ο άνθρωπος ο σημερινός, ο Νεοέλληνας Ορθόδοξος Χριστιανός, βυθισμένος στο σκοτάδι της αυτονομίας του, γρήγορα και εύκολα η αυτολατρεία του μεταβάλλεται σε ειδωλολατρία. Ώρα καλή τώρα, ο σημερινός παγανισμός και το Δωδεκάθεο, και να καταλήξει μετά απ’ αυτό και σε δαιμονολατρία.
Έτσι ο σημερινός άνθρωπος που αρνείται να λατρεύσει και να προσκυνήσει τον Θεόν μέσα από τα Πανάγια Μυστήρια, και την Σταυρωμένη Του Εκκλησία, γρήγορα υποδουλώνεται στα χείριστα των παθών, που είναι πιο ανελέητα από τους τυράννους και στο τέλος προσκυνά και τον ίδιο τον διάβολο.
Αφήσαμε τον Θεόν και λατρεύουμε τα κτίσματα. Περιφρονούμε τον Χριστόν και την Εκκλησία Του και λατρεύουμε τα είδωλα. Εγκαταλείπουμε την Τριαδική Χάρη και τους Αγίους και προσκυνάμε τους δαίμονες.
Πιστεύω όμως πως όλοι μας που σήμερα βρισκόμεθα σ’ αυτόν εδώ το Ναό, και εκκλησιαζόμαστε όπως και πολλοί άλλοι Ορθόδοξοι χριστιανοί, δοξάζομε καθημερινά το Θεό με τον εκκλησιασμό μας και τη Θεία Κοινωνία, με την μετάνοια και την Ιερά Εξομολόγηση, με την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, με την προσευχή και τη Θεία Λατρεία, με την πίστη στη Τριαδικότητα του Αγίου Θεού και στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, με την τιμή μας προς τις άγιες και ιερές εικόνες και την πίστη στα θαύματα των Αγίων, με την καλλιέργεια του ταπεινού φρονήματος και των άλλων αρετών, με την υπακοή μας στο θέλημα του Θεού, με το καντηλάκι μας στο σπίτι και το θυμιατό, με το κεράκι και το εικονοστάσι μας, με τον Τίμιο Σταυρό που κάνομε και την ευχούλα που λέμε, με τον μικρό και τον μεγάλο αγιασμό, όλα αυτά μαζί είναι δόξα και ευχαριστία προς τον Θεόν. Είναι όμως συγχρόνως και η αληθινή η αδιάκοπη Παράδοσή μας, είναι η Ορθοδοξία μας. Η ορθή δόξα – πίστις για τον Τριαδικό Θεό και τον σαρκωθέντα Υιό και Λόγο. Και η ορθή σωστή δοξολογία του Θεού είναι και η μέλλουσα αιώνια δόξα του ανθρώπου της οποίας η πρόγευσις αρχίζει από δω, από σήμερα, από τούτη τη στιγμή.
Η ομορφιά λοιπόν και τα κάλλη του Παραδείσου, η ξένη και νοερά έλλαμψις, και κάθε τι ουράνιο, όλα τα μακάρια και τα θεία πάθη, είναι πρόγευσις αθανασίας και της μελλούσης αιωνίου ζωής επαναλαμβάνω από σήμερα, από τώρα.

Χριστιανοί μου,
τα Χριστούγεννα που μας έρχονται σε πέντε μέρες, μας παρέχουν και πάλι την ευκαιρία, να δοξάσουμε οικογενειακώς, μαζί με τον σύντροφο της ζωής μας, τη γυναίκα μας ή τον άνδρα μας, τους γονείς μας και τα παιδιά μας, να δοξάσουμε την ενανθρώπηση του Θεού και Λόγου. Ο ανακλινόμενος και σαρκωθείς Θεός εν τη φάτνη της καρδίας ημών θα δώσει την ουράνια χαρά, να απολαύσουμε την θεϊκή του ειρήνη, και την Τριαδική Του ευδοκία.
Έτσι μας λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Και αυτό επαναλαμβάνω θα γίνει μονάχα, όταν με κατάλληλες σκέψεις και καλούς συλλογισμούς, με την μελέτη και την προσευχή, με την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, κάνομε όλη μας την καρδιά φάτνη εντός της οποίας είθε να ανακλιθεί ο νεογεννηθείς Χριστός μέσα σ’ αυτήν, δηλαδή μέσα στην καρδιά μας,

Αμήν.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2004

Η επτάριθμη πνευματική είσοδος του Χριστιανού και η πνευματική της καλλιέργεια



189-δ
Τα Εισόδεια της Θεοτόκου 2004

Σήμερα η Εκκλησία μας χριστιανοί μου, τιμά και εορτάζει την Είσοδο της Παναγίας μας εις τα Άγια των Αγίων.

Γι’ αυτήν την γιορτή και τη μεγάλη σημασία της έχομε μιλήσει αρκετές φορές στο παρελθόν. Το χίλια εννιακόσια ενενήντα εννιά (1999) είχαμε τονίσει, ότι στα Άγια των Αγίων εισήρχετο μία φορά το χρόνο ο Αρχιερεύς των Ιουδαίων, στο Ναό του Σολομώντος. Με την είσοδό Της όμως η Παρθένος Μαριάμ στο Ναόν του Θεού, εκεί στα ενδότερα του καταπετάσματος, κατέστη κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η ίδια τα Άγια των Αγίων, διότι μέσα στα σπλάχνα της και στην πάναγνη μήτρα της, διά Πνεύματος Αγίου, μία και μόνον φορά, άπαξ των αιώνων εισήλθε ο μοναδικός και αιώνιος Αρχιερεύς, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Χριστός.
Εκεί μέσα στο Ναό για δώδεκα ολόκληρα χρόνια υπηρετείτο η Παναγία από αγγέλους που την τροφοδοτούσαν με ουράνια τροφή. Τροφή που ήταν ανώτερη από το πολυθρύλητον μάννα, και από εκείνην με την οποία ετρέφετο ο Προφήτης Ηλίας, ή από εκείνην που κατά καιρούς ετρέφοντο όσιοι αναχωρητές, ησυχαστές και ερημίτες.

Επίσης τονίσαμε και την δική μας είσοδο στα Άγια των Αγίων, που πραγματοποιείται
πρώτον με την είσοδό μας κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή στους ιερούς ναούς, για εκκλησιασμό, για Θεία Λατρεία, για Θεία Κοινωνία.
Δεύτερον, με την πνευματική μας είσοδο στην κολυμβήθρα των δακρύων, στο λουτρό δηλαδή της Ιεράς Εξομολογήσεως και μετανοίας.
Τρίτον στη μυστική μας είσοδο στο ταμείον του δωματίου μας, για τις δικές μας ατομικές προσευχές, του Αποδείπνου και των Χαιρετισμών, του Μεσονυχτικού, των Παρακλήσεων, των κομποσχοινίων, των μετανοιών και άλλων προσευχών.
Τέταρτον, στην Ευαγγελική μας είσοδο για μελέτη της Αγίας Γραφής, των βίων των αγίων, των γεροντικών και άλλων πνευματικών βιβλίων.
Πέμπτον, στην πλέον ωφέλιμη είσοδο του νοός, στον πνευματικό χώρο της καρδιάς μαζί με την ευχούλα, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Έκτον, στην απρόσκοπτη και υπερφυά προσωπική μας είσοδο, στην χώρα των πτωχών τω πνεύματι, και των καθαρών τη καρδία, εκεί που αντικρύζουμε εκστατικοί με τα μάτια της ψυχής μας και εν Χριστώ Ιησού, το φως το αληθινόν, το εράσμιον και ανέσπερον και τούτο «καθώς εστί».
Και τέλος τον έβδομον τρόπον εισόδου, που δεν είναι άλλος από την πράξιν και την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών και την αντίστοιχη καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών.

Έτσι λοιπόν χριστιανοί μου, βλέπουμε ότι δεν μπορούμε, πρώτον, να περιφρονούμε την Θεία Λειτουργία της Κυριακής και κάθε μεγάλης γιορτής, εμείς, πού είμαστε Ορθόδοξοι χριστιανοί, Νεοέλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί, και δι’ αυτής την Θείαν Κοινωνίαν, αφού ο Κύριος μας βεβαιώνει, ότι «ο τρώγων μου την Σάρκαν και πίνων μου το Αίμα, εν εμοί μένει και γω εν αυτώ. Ούτος ζει αιωνίως, έχει ζωήν αιώνιον, και ούτος φέρει καρπόν πολύν».

Δεν μπορούμε, δεύτερον, να περιφρονούμε, την κολυμβήθρα των δακρύων, διότι είναι πηγή σωτηρίας, μέσα από το μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως. «Μετανοείτε», ήταν τα πρώτα λόγια του Κυρίου μας, όταν έκαμε την έξοδο ή την είσοδό Του εις τον κόσμον.
«Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», και η εντολή του εις τους Αποστόλους, και δια των Αποστόλων εις τους διαδόχους, και εις τους διαδόχους των διαδόχων, μέχρι και σήμερα και εις τους αιώνας, το «αν τινών αφείτε τας αμαρτίας αυτών, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε, κεκράτεινται».

Τρίτον, δεν μπορεί να περιφρονήσεις εσύ, που είσαι Ορθόδοξος Χριστιανός, την καθημερινή σου ατομικήν προσευχή, δηλαδή την πνευματική σου κοινωνία μετά του Αγίου Θεού, διότι η εντολή του Αγίου Θεού είναι «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», και όταν θέλεις να προσευχηθείς, είσελθε εις το ταμείον σου, και κει να προσευχηθείς, και ο Θεός, «ο βλέπων σοι εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ». Άλλωστε, «αιτείτε δια της προσευχής, και δοθησεται ημίν, κρούετε και ανοιγήσεται»,

Τέταρτον, δεν μπορούμε να περιφρονήσουμε, την Αγία Μελέτη του Λόγου του Θεού, διότι μέσα στο Ευαγγέλιο υπάρχει η αλήθεια της Θείας Αποκαλύψεως, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι το φως το αληθινόν. «Εγώ ειμί το φως του κόσμου», διεκήρυξεν ο ίδιος, και την Σαμαρείτιδα την διαβεβαιώνει ότι «εγώ ειμί ο λαλών σοι», δηλαδή ο Μεσίας, ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου.
Ναι αδελφοί μου και τέκνα εν Κυρίω, το Ευαγγέλιο μας αποκαλύπτει την διπλή φύση του Χριστού, το ομοούσιον με τον Πατέρα Του, τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, μας φανερώνει δηλαδή και μας αποκαλύπτει, και εκεί μέσα γνωρίζουμε, εν Πνεύματι Αγίω, την Τριαδικότητα του Θεού, ότι ο Θεός, είναι ένας αλλά Τριαδικός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.
Τα λόγια του Θεού χριστιανοί μου, στην Καινή Διαθήκη είναι «ρήματα αιωνίου ζωής».

Πέμπτον, ούτε πάλι μπορούμε να περιφρονήσουμε ή να ειρωνευθούμε την νοερά προσευχή, την καρδιακή νοερά προσευχή που λέγεται με τις πέντε εκείνες λεξούλες, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», διότι εντός της καρδίας η Βασιλεία του Θεού. Διαβεβαίωσις του ιδίου του Κυρίου ότι η Βασιλεία του Θεού ότι η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί. Μέσα δηλαδή στην καρδιά μας είναι η Βασιλεία του Θεού, και όποιος έχει καθαρό και αμόλυντο το νου, εύκολα την βρίσκει. Πρώτα την αναζητά, την ψάχνει εναγωνίως, με τον ισχυρό τηλεφακό της ευχούλας, δηλαδή με το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», την ανακαλύπτει, και ύστερα θρονιάζεται πάνω σ’ αυτήν. Και λέγω θρονιάζεται, γιατί θρόνος του Θεού είναι η καρδιά μας, ως κέντρον υπερφυσικόν. Δηλαδή ο ενδιάθετος λόγος λέγει από μέσα του την ευχή, και ο νους χωρίς πλέον φαντασίες και μετεωρισμούς, χωρίς ιδέες και εικόνες, χωρίς λογισμούς και σκέψεις εναγκαλίζεται και αφομοιώνει την ευχή που λέγεται με πόνο, με κόπο, με βία πνευματική, και πληρούμενος ο καθαρός νους, από το εράσμιο φως της θείας χάριτος σε μία ενιαία και αδιαίρετη Τριαδική ενότητα, θρονιάζεται στην καρδιά. Και τότε η καρδιά από μόνη της φωνάζει και λαλεί με πολύ φυσικό τρόπο εκείνη την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».

Έκτον, δεν μπορούμε και ως Ορθόδοξοι χριστιανοί, να περιφρονούμε την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών αφού η προτροπή του Κυρίου είναι «τήρησον τας εντολάς». «Εάν αγαπάτε Με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Και πρώτη μεγάλη εντολή είναι «αγαπήσεις Κύριον τον θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» και δευτέρα εντολή ομοία της πρώτης, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Όχι τον καλόν συνάνθρωπόν σου, όχι τον καλόν φίλον και γείτονα και συγγενή, αλλά τον εχθρόν σου, διότι «αγαπάτε τους εχθρούς ημών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς», «ευλογείτε και μη καταράσθε, κι αν ο εχθρός σου πεινά ψώμιζε αυτόν, και αν διψά πότιζε αυτόν, και πολλές άλλες εντολές αγάπης.
Επίσης δεν μπορούμε να περιφρονούμε τις πράξεις των εντολών του Θεού, διότι δια των αγαθών μας έργων, και δη των έργων της μετανοίας, αποδεικνύουμε την πίστην μας.
Τα έργα μας ως εφαρμογή των εντολών της αγάπης, είναι απόδειξις της πίστεώς μας στον ένα Τριαδικό Θεό. «Πίστις άνευ έργων νεκρά εστί, ομολογεί η Αγία Γραφή». Τα δε έργα φιλανθρωπίας που είναι τόσα πολλά ιδίως τον καιρό της μεγάλης Τεσσαρακοστής και των Απόκρεω, τα έργα αυτά που γίνονται χωρίς την Ορθόδοξη πίστη, είναι έργα κενοδοξίας και σκέτης υποκρισίας. Μα θα μου πείτε, δεν λέγει ο Θεός, «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται»; Ναι, σωστά, και το λέγει και είναι η εντολή του Θεού. Αλλά ο ελεήμων πρέπει να έχει αγάπη και Ορθόδοξη πίστη. Και η προσφορά της ελεημοσύνης του να γίνεται εν τω κρυπτώ, και «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» και η καρδιά σου και η καρδιά του να είναι γεμάτη από καλοσύνη διότι «ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός». Και όταν λέμε «Ορθόδοξη πίστη πρέπει να έχει αυτός που ελεεί», εννοούμε πίστη στην Τριαδικότητα του ενός Θεού, πίστη στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, πίστη στο κοσμοσωτήριον έργο Του, πίστη στην Παναγία μας ως Θεοτόκον, ως Θεομήτορα, και ως Αειπάρθενον, πίστη εις την Ανάσταση του Χριστού, στην ανάσταση των νεκρών, στην Δευτέρα Του Παρουσία και στη δικαία Του Κρίση. Στον Παράδεισο και στην αιώνια Κόλαση. Πίστη στα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας, πίστη στους Αγίους και στα θαύματα, πίστις εδώ, πίστις εκεί, πίστις παντού.

Και τέλος έβδομον, δεν μπορούμε να καταφρονήσουμε, την ισόβιο καλλιέργεια του ταπεινού φρονήματος, διότι «Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι την χάριν και πας ο ταπεινών εαυτόν εκείνος υψωθήσεται και εκείνος σωθήσεται». Μόνο με τη ταπείνωση και χωρίς κανένα έργο ο άνθρωπος σώζεται και μάλιστα δωρεάν. Η ταπείνωσις χαρίζει και προσφέρει όλες τις δωρεές του Θεού και όλα τα αγαθά του Θεού όλα τα ουράνια αγαθά, διότι φορά τη στολή της θεότητος, δηλαδή τον Χριστόν. Μας σώζει η ταπείνωσις και η καθαρή καρδιά μας και όχι τα έργα μας, διότι δεν πιστεύουμε στην εργοσωτηρία, αλλά στην θυσία του Χριστού που μας θεώνει.

Χριστιανοί μου,
αν καταφέρνουμε κάθε μέρα, να πραγματοποιούμε, με την βοήθεια και την Χάρη του Χριστού μας, την επτάριθμον αυτήν είσοδο, τότε ασφαλώς, θα πραγματοποιηθεί και η τελευταία μεγάλη είσοδός μας, μαζί με τον Χριστόν, όπως μας το τόνισε το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα, δηλαδή την είσοδό μας στα Άγια των Αγίων, της Άνω Ιερουσαλήμ, στην αιώνια πόλη της Τρισηλίου θεότητος, στην Βασιλεία των Ουρανών, αυτή μας περιμένει, αυτήν σας εύχομαι, αυτή να εύχεσθε και σε μας τους ιερείς,

Αμήν.

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2004

Πώς η αγάπη οδηγεί στη μετάνοια, στη κάθαρση, στό φώς και στη σωτηρία.



189-γ
Κυριακή Η Λουκά 2004

Σήμερα αδελφοί μου ακούσαμε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα την παραβολή του καλού Σαμαρείτου.
Είχαμε και την ευκαιρία στα πολλά χρόνια που είμαστε εδώ μαζί, πολλές φορές να αναφερθούμε σ’ αυτήν. Εδώ βλέπουμε στην πλήρη εφαρμογή της, την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον. Τον οποιονδήποτε πλησίον. Ακόμα και τον εχθρόν μας. Ακόμα και στον αλλόθρησκο, ή το λαθρομετανάστη.
Η αγάπη του Θεού δεν έχει όρια και στρέφεται με την ίδια στοργή προς όλους τους ανθρώπους. Και προς τους πονηρούς και προς τους αγαθούς. Και στους καλούς και στους κακούς. Και στους δικαίους και εις τους αδίκους. Και στους άσπρους και στους μαύρους.
Ζητά όμως και μιαν άλλην αγάπη. Που στρέφεται όχι μόνον προς τη γυναίκα σου, ούτε προς τον άνδρα σου, ούτε προς τους γονείς, ούτε προς τα πεθερικά, ούτε προς τα παιδιά τα κατά σάρκαν τέκνα, ούτε προς τους κατά σάρκαν αδελφούς, και τους λοιπούς οικείους και συγγενείς, ούτε προς στους γείτονας και στους φίλους, αλλά κυρίως αυτή η αγάπη στρέφεται προς την ψυχήν σου.
Διότι αυτή είναι πληγωμένη και θέλει γιατρό και θεραπεία. Αυτήν κατατραυμάτισαν οι ληστές των παθών, και τώρα αποζητά βοήθεια, γιατρειά και φάρμακα. Αιμορραγεί η ψυχή σου, δεν την βλέπεις, κρυώνει, πεινάει, διψάει, και συ αδιαφορείς; Γιατί δεν αρπάζεις την κατατραυματισμένη και χιλιοκουρελιασμένη ψυχή σου, για να τρέξεις για εισαγωγή στο μεγάλο θεραπευτήριο της Εκκλησίας και εκεί να σωθεί; Να γιατρευτεί, να ορθοποδήσει, να αποκτήσει φτερά ουράνια, για να βρεθεί αιώνια ασφαλής στην μεγάλη αγκαλιά του Θεού Πατρός;
Χριστιανοί μου,
όλοι μας είμεθα αμαρτωλοί και πρώτος εγώ. Αμαρτωλοί και σκλάβοι των παθών μας, αμαρτωλοί και ασθενείς, από τις κακίες μας, τις πολλές κακίες, και τις πολλές πονηριές μας. Αμαρτωλοί και αξιολύπητοι, αφού δεν θέλουμε να βρούμε την γιατρειά μας, την υγεία της ψυχής μας.
Και το μεγαλύτερο κακό για τον χριστιανό, τον Ορθόδοξο χριστιανό, είναι στο να μην συνειδητοποιεί ότι είναι αμαρτωλός, πολύ αμαρτωλός. Η σωστή συναίσθησις της αμαρτωλότητος οδηγεί τον χριστιανό στην μετάνοια, και η αληθινή μετάνοια είναι αυτή που χαρίζει την υγεία της ψυχής.
Κατόπιν την ψυχούλα μας την τρέφουμε με το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού, και την συντηρούμε με την Θεία Λατρεία, την Ιερά Εξομολόγηση, την προσευχή, την μελέτη των Γραφών, τους βίους των Αγίων και τα Γεροντικά. Την συντηρούμε την ψυχή μας, με την εγκράτεια, με την νίψη και την προσοχή – που δεν διαθέτουμε – με την τήρηση των εντολών που παραμελούμε και την υπομονή στους πειρασμούς της ζωής που δεν έχουμε. Και με πλήθος άλλων ασφαλώς ιερών πολλών υποχρεώσεων.
Αυτό σημαίνει ότι όταν η μετάνοιά μας γίνει το καθημερινό ένδυμα της ψυχής, - μας λένε οι Πατέρες – και πολυκαιρίζει η καθαρά προσευχή, τότε σιγά σιγά φωτίζεται ο νούς, και οι ακτίνες θεϊκής ελλάμψεως εισέρχονται στην καρδιά, και εκεί την φωτίζουν ολόκληρη. Όλος ο άνθρωπος μέσα και έξω γίνεται φώς.
Και όσο καταπολεμούμε τα πάθη, τηρώντας τις Ευαγγελικές εντολές, και επιμένουμε στην καθημερινή προσευχή με πολλή μετάνοια, και όσο μεγαλώνουν οι κόποι και αυξάνουν τα δάκρυα, τόσο και πιο πολύ λαμπροφορείται η καρδιά μας.
Και όσο περισσότερο καθαρό φαίνεται το πανένδοξο και σωτήριο όνομα του Ιησού Χριστού μέσα στην καρδιά μας, τόσο και καθαρότερο φαίνεται, και όσο πιο καθαρό φαίνεται, τόσο και πιο πολύ αγαπιέται.
Γι’ αυτό το θείον φως μέσα στην καρδιά μας που κατέρχεται και καταλαμβάνει την καρδιά, είναι το πρώτο φως του Αγίου Βαπτίσματος που έχουμε μιλήσει και άλλη φορά.
Δεύτερο φως καταλαμβάνεται από την αγάπη προς την Εκκλησία και τον πνευματικό πατέρα,
και τρίτον το φώς του Χριστού, με το πανάγιον όνομά Του χαραγμένο πάνω στην καρδιά.
Και όσο αυξάνεται η αγάπη, τόσο και μεγαλώνει αποτελεσματικά η κάθαρσις από τα πάθη, και από τα ποικίλα μολύσματα της βλακώδους κενοδοξίας.
Και όσο ο ψυχοσωματικός άνθρωπος καθαρίζεται από τις κακίες, τις πονηριές, τις αδικίες και από το πύον της αμαρτίας και από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος και ιδιαίτερα από τους βλάσφημους λογισμούς και από τις αισχρές φαντασιώσεις, τόσο και φωτίζεται ο νους και διδάσκεται απλανώς στο να μπορεί να διακρίνει το καλό από το κακό, το δίκαιο απ’ το άδικο, το ψέμα απ’ την αλήθεια, το φως απ’ το σκοτάδι.
Τραγική όμως η αλήθεια, αλλά κατορθωτή.
Χρειάζεται κόπος πολύς, και έτσι θα ματώσουμε για να ξεριζώσουμε ένα πάθος, μια αδυναμία, ένα ελάττωμα, ένα κουσουράκι, ναι ένα κουσουράκι, θα ματώσουμε για να το βγάλουμε κι αυτό, μια ιδιοτροπία για να την εξαλείψουμε, - και γι’ αυτήν θα ματώσουμε – πρέπει να σκύβουμε το κεφάλι με ταπείνωση και υπακοή πολλή.

Ναι αδελφοί μου,
θα ματώσουμε για να ξεριζωθούν ο εγωισμός, η υπερηφάνεια, η φιλαυτία και κάθε αμαρτωλή απρέπεια και ανυπακοή.
Είναι όμως πολύ μεγάλο και αξιοθαύμαστο γεγονός, μέσα στην ασέληνη νύχτα και στο βαθύ σκοτάδι των παθών μας, να δεχτούμε ελλάμψεις θείου φωτός, - γιατί κι αυτές για μας είναι.
Τότε θα πλημμυρίσουμε από ποταμούς δακρύων, και θα γεμίσουμε από κατάνυξη και συντριβή. Και μόνον τότε θα στεριώσει η πίστις, θα θερμανθεί η αγάπη, θα βεβαιωθεί η ελπίδα της σωτηρίας, θα βασιλεύσει η ειρήνη στην καρδιά. Και θα γεμίσει η ψυχή σου, και η ψυχή σου, και η ψυχή σου, και η ψυχή μου, και η ψυχές όλων μας από ανέκφραστη θεϊκή ευχαριστία και δοξολογία.
Μόνον φρόντισε να μην χορτάσεις ποτέ από τα δάκρυα της μετανοίας. Αυτά σου φέρνουν πάντοτε τα δώρα του ουρανού, αυτά που λέγονται χαρίσματα και Τριαδικές δωρεές. Από κει η ταπείνωσις, από κει το πένθος, από κει η πραότητα και η αγνότητα, και η υπομονή και η καθαρότητα, από κει η ενεργουμένη αγάπη, και η κρυφή ελεημοσύνη και η καθαρά νοερά καρδιακή προσευχή.
Μόνον σε παρακαλώ να μετανοείς κάθε μέρα και να πενθείς, για τις μικρές ή και για τις μεγάλες αμαρτίες, για τις ασήμαντες – που τις θεωρείς ασήμαντες – ή ακόμα και τις πιο βαριές. Για τις θανάσιμες και τις συγγνωστές. Έτσι ευδοκιμεί, καταδέχεται και έρχεται η Θεία Χάρις, και σε σένα έρχεται η Θεία Χάρις, και σε σένα έρχεται, και ήλθε, και σε σένα που είσαι ο μικρός αμαρτωλός, αλλά και σε μένα που είμαι ο μεγάλος αμαρτωλός, ο σερνάμενος σκώληκας, το χαμένο τούβλο.
Αλλά η Θεία Χάρις όμως είναι για όλους μας και έρχεται γεμάτη έλεος και φως, και μας γεμίζει από ελπίδα και κατάνυξη, συντριβή και ταπείνωση, συγγνώμη και υπακοή.
Όταν ο νους μας χριστιανοί μου, χαριτωθεί από αληθινή μετάνοια, τα μυστήρια και τις εντολές, τότε βλέπει εν αισθήση ψυχής το φως της Θεϊκής ζωής. Αλήθεια, δεν το είδατε ποτέ;
Λαμπρυνόμενος ο νους ανέρχεται αναβάσεις, προς τα κεκρυμμένα μυστήρια του Αγίου Θεού, γι αυτό ζεις και ζω και ζούμε, γι’ αυτήν την θεϊκήν αποκάλυψην. Για να αποκτήσει ο νους μας θεογνωσία, και διάκριση πνευμάτων και λογισμών και καταστάσεων καρδίας, ακόμα δε και νοημάτων, δηλαδή, η πνευματική όρασις του νου να βλέπει το φως της ζωής, το φως του ουρανού. Η ακοή η πνευματική αποκτά τότε σύνεση προς όλα τα πράγματα της ζωής, και ακούει, στήνει αυτί, με πολλή υπομονή, στα βάσανα τα πολλά της κάθε πονεμένης ψυχής.
Η πνευματική αφή πάλι της καρδιάς, συγκρατεί τον θυμό, κυριαρχεί στο λογικό και χαλιναγωγεί την επιθυμία. Σώμα και αισθήσεις είναι πλέον απαθείς.
Ιδού χριστιανοί μου το τελικό στάδιο των πνευματικών αγώνων μας, και ο τελικός σκοπός της ζωής μας, ο φωτισμός του νου, η κάθαρσις από τα πάθη, ο αγιασμός των αισθήσεων, η βεβαιωμένη ελπίδα της σωτηρίας, η ενθρόνισις της Αγίας Τριάδος στην καρδιά μας.
Δεν ήρθαμε εδώ και δεν γίναμε χριστιανοί για να γίνομε καλοί άνθρωποι, ούτε να γίνουμε καλοί χριστιανοί, αλλά για να θεωθούμε, για να βιώσουμε, την ενθρόνιση της Αγίας Τριάδος στην καρδιά μας, διότι Αυτός το διαβεβαίωσε, ο Κύριος, όταν έλεγε προς αυτόν «πορευόμεθα και ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν», - θα κάνομε την καρδιά του χριστιανού κατοικία και παλάτι της Βασιλείας των Ουρανών.
Ώστε λοιπόν σκοπός μας είναι το φως του Θεού, η τελείωσις, η θέωσις, ο αγιασμός, η σωτηρία μας εν Χριστώ Ιησού,

Αμήν.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2004

Η ζωή της Αγίας Μάρθας Λαυρεντίευνας και παραινέσεις της



189-β

Ήταν μια πολύ φτωχή κοπέλα η Μάρθα Λαυρεντίεβνα, που γεννήθηκε γύρω στο χίλια οκτακόσια πενήντα, (1850). Στο σπίτι του πατέρα της σπάνια χόρταινε έστω και μια φέτα ψωμί. Και δούλευε από μικρό παιδί, από τα χαράματα μέχρι που να βραδιάσει.
Δώδεκα χρονών μπήκε μαθητευομένη εργάτρια για ένα κομμάτι ψωμί, στα τότε γνωστά εργοστάσια. Δούλευε σκληρά, με υπομονή και με πολλή ταπείνωση, δείχνοντας προς όλους, αθέους και υλιστάς την πολλή της καλοσύνη.
Όταν μεγάλωσε άρεσε σε πολλούς και ήθελαν να την πάρουν ως υπόδειγμα καλής συζύγου, για να κάμουν μιαν άριστη οικογένεια. Αλλά η Μάρθα όμως δεν έψαχνε για γαμπρό.
Με τις φτωχές της οικονομίες έτρεχε στα προσκυνήματα. Πολύ γρήγορα το αντελήφθησαν, ακόμα και οι άθεοι προϊστάμενοί της, και της έδιναν διπλή την άδεια και κρυφά χρηματικά ποσά για να τα μοιράζει στους φτωχούς και σε όσους είχαν ανάγκη – και πόσοι εκείνη την εποχή δεν είχαν ανάγκη. Επίσης δε, να βοηθεί όσο ήτο δυνατόν, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια.
Ήταν παροιμιώδης η καλοσύνη της, και με καλοσύνη και πίστη στο Θεό, είχε δε άμετρη την υπομονή της, σε όλες τις πικρίες, τις θλίψεις, τους πειρασμούς και τα βάσανα της ζωής. Και επειδή ακριβώς μαζί μ’ αυτά, εσυνοδεύετο η ζωή της από ολονύκτια προσευχή μετά πολλών δακρύων, και πολλή τη μετάνοια, ο Θεός της έδωσε χαρίσματα, και ένα μάλιστα από τα πιο μεγάλα, να θεραπεύει ασθένειες. Και της χάρισε ακόμα και κάτι άλλο, τη διάκριση, που χαρίζει σε μεγάλους ασκητάς και αναχωρητάς, που ύστερα από πολλά χρόνια και ματωμένον αγώνα, αποκτούν την πρώτην και μεγίστην των αρετών, που λέγεται διάκριση.

Κάποια φορά, πήγε στην Μάρθα μια χωρική από ένα γειτονικό χωριό. Της είπε ότι το ένα της παιδί είχε ένα φοβερό κακό, πολύ κακό δερματικό νόσημα. Και η ίδια έδωσε και την εξήγηση, την ερμηνεία.
«Γι’ αυτό το κακό που συμβαίνει στο παιδί μου ο άντρας μου φταίει. Διότι γυρίζει πέρα δώθε. Αλητεύει, μπεκρουλιάζει, και πίνει κάθε μέρα. Γι’ αυτό, και ο Θεός μας τιμώρησε και αρρώστησε το παιδί μου τόσο βαριά».
Άνοιξε δε το στόματό της, και άρχισε να βρίζει τον άντρα της με κακία και χυδαιότητα.
Η Μάρθα στεναχωρέθηκε. Την διέκοψε και της είπε:
«Γιατί βρίζεις τον άντρα σου; Γιατί τα φορτώνεις όλα σ’ εκείνον; Δεν φταίει εκείνος, εσύ φταις! Κι αν θέλεις να γίνεις καλά το παιδί σου, θα πάς στο μύλο του χωριού. Και ενώ το νερό γυρίζει στην ρόδα, εσύ θα βάλεις έναν κουβά να γεμίσει από τις σταγόνες που πετάει η ρόδα μακριά. Με το νερό αυτό θα πλύνεις το γιό σου, και θα γίνει αμέσως καλά».
Υπήκουσε η πονεμένη μητέρα, έστω και αν ήταν τόσο αγριεμένη και επιθετική. Και πήγε, και είδε να πετάγονται οι σταγόνες σαν ελάχιστα αστεράκια, σε απίθανο βαθμό, -μικρές μικρές ήταν αυτές οι σταγονίτσες-, πετιώντουσαν στον αέρα, ήσαν πολλές, κι όμως μ’ αυτές σιγά σιγά εγέμισε ο κουβάς της. Πήγε στο σπίτι, έπλυνε το παιδί της, και αυτό γιατρεύτηκε. Και έμαθε η γυναίκα αυτή να βλέπει τις δικές της αμαρτίες, και να μη κατηγορεί από τότε και εις το εξής ποτέ τον άνδρα της και από κει και πέρα ζήσαν ειρηνικά και με αγάπη πολλή.
Τις ίδιες συστάσεις όμως έκαμε και εις τους άντρες, που έκαναν διαρκώς παράπονο για τις γυναίκες τους, που τους παραμελούσαν, ή που διαρκώς γκρίνιαζαν και φώναζαν και αγανακτούσαν και τόσα άλλα μαζί με τα παιδιά που δεν διορθώνουνταν με τίποτα.
«Εσείς φταίτε», απαντούσε και εδώ η Αγία Μάρθα. «Σεις που μεθάτε, χαρτοπαίζετε, βρίζετε, τεμπελιάζετε όλη την ημέρα, σεις φταίτε, γιατί είστε χωρίς Εκκλησία, χωρίς Εξομολόγηση, χωρίς Θεία Κοινωνία, σεις φταίτε για όλα, γιατί πρώτοι δίνετε το κακό παράδειγμα».

Στο τέλος της ζωής της η Μάρθα αρρώστησε βαριά. Και έμεινε για είκοσι δύο χρόνια κατάκοιτη και παράλυτη. Όμως και από κει ήταν η παρηγοριά όλων εκείνων των ανθρώπων της Ρωσικής απεράντου γης που περνούσαν από κοντά της. Αντί να παρηγορούν, επαρηγορούντο. Αντί να δυναμώνουν την ασθενούσα, εκείνοι εδυναμώνοντο απ’ την πίστη της, απ’ την αγία της υπομονή.
Κι όμως εκείνη φοβόταν, φοβόταν μην αμαρτήσει. Μην λυγίσει, μην γογγύσει κάτω από το βάρος της ασθένειας. Και ικέτευε τότε τον πνευματικό της που την επισκέπτετο συχνά.
«Να παρακαλάς τον Κύριο να μου δίνει κάθε μέρα και κάθε ώρα δύναμη για να μη λυγίσω. Να μη χάσω την πίστη μου. Γι’ αυτό να με κοινωνείς με τα Άχραντα Μυστήρια, αν είναι δυνατόν και κάθε μέρα».
Και κείνος το υποσχέθηκε και το έπραξε. Και κάθε φορά της έλεγε:
«Υπομονή σαν τον Ιώβ, και προσευχή,
υπομονή σαν την Αγία Συγκλιτική, και προσευχή,
υπομονή σαν τους Αγίους Μάρτυρες, και προσευχή,
υπομονή, υπομονή, αγία υπομονή».

Στο κρεβάτι του πόνου, η Μάρθα προσεύχεται από τώρα και στο εξής πιο θερμά, πιο ταπεινά, με περισσότερη πίστη, κουράγιο και αγάπη. Προσευχομένη αισθάνεται τον Κύριο δίπλα της, και το δωμάτιό της να γεμίζει από αγγέλους. Κλαίει, στενάζει η Αγία Μάρθα και λέγει προς τον Κύριο:
«Κύριε εγώ είμαι αμαρτωλή, μεγάλη αμαρτωλή, δεν είμαι άξια να έχω τέτοια ειρήνη και χαρά. Γιατί Χριστέ μου, άφησες τα ενενήντα εννιά άγια πρόβατά Σου, και ήρθες να ασχοληθείς με μένα το απολωλός; Και με κρατάς με τόση στοργή στην αγκαλιά Σου; Δεν είμαι Κύριε άξια, δεν είμαι άξια, δεν είμαι άξια».
Και ανελύετο σε λυγμούς ευγνωμοσύνης και θείας ευφροσύνης.

Έφυγε από τον κόσμο αυτόν στις πέντε (5) Απριλίου του χίλια ενιακόσια είκοσι επτά (1927). Το σύνθημα της ζωής της ήταν ένα και μόνον, «Μην κρίνεις ποτέ κανέναν, ιδιαιτέρως τον άνδρα σου ή τη γυναίκα σου, ή τα πεθερικά σου, τους οικείους, τους γείτονας, και ειδικότερα αυτούς που σε αδικούν. Μην κρατάς ποτέ κακία σε κανέναν, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις αν εκείνον που εσύ κατακρίνεις, αυτόν ο Θεός τον δέχεται με αγάπη, του χαρίζει μετάνοια, τον παίρνει στην αγκαλιά Του, και τον βάζει στην Βασιλεία των Ουρανών. Ποιος είσαι εσύ, που κρίνεις τον έτερον, τον αδελφόν σου;» -

Από το «Ρωσικό συναξάρι», μετάφρασις ο Νικοπόλεως Μελέτιος.

Είθε όλοι μας, άνδρες και γυναίκες να μιμηθούμε την Αγία Μάρθα,

Αμήν