Κυριακή 9 Μαρτίου 2008
Ο πνευματικός αγώνας κάνει θαύματα
207-β
Κυρ.τής Τυρινής, 2008
Το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα ασχολήθηκε με τρία πράγματα.
Αφενός μεν, με το κατά πόσον αφήνουμε και συγχωρούμε εμείς τα ελαττώματα, τις αδυναμίες και τις κακίες του πλησίον μας. Εάν μη αφήτε τα παραπτώματα του πλησίον σας, ουδέ ο Πατήρ ημών ο Ουράνιος θα αφήσει, θα συγχωρήσει και τα δικά σας πταίσματα. Διότι και στην εξομολόγηση να ’ρθείτε, εάν δεν έχετε συγχωρήσει, δεν θα συγχωρηθείτε έστω και αν σας διαβάσουν δέκα ιερείς ευχές και δέκα δεσποτάδες. Πρέπει πρώτα να μάθετε να συγχωρείτε με όλη σας την καρδιά και έτσι θα είμεθα άξιοι να λάβουμε Σώμα και Αίμα Ιησού Χριστού.
Κατόπιν μίλησε για την νηστεία, για την οποίαν και ο Απόστολος Παύλος το τόνισε με πολύ αυστηρό τόνο, ότι δεν έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε κανέναν, ούτε αυτόν που νηστεύει, ούτε αυτόν που δεν νηστεύει. Δεν είμεθα εμείς οι κριταί των ανθρώπων. «Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον ικέτην», ερώτησε ο Απόστολος Παύλος. Πάσα κρίσις ανήκει στον δίκαιον Θεόν, αυτός θα κρίνει, δεν θα κρίνουμε εμείς. Και όταν νηστεύουμε δεν θα το γνωρίζει κανένας, ούτε και θα βγαίνουμε έξω να το διαλαλούμε. «Συ δε νηστεύων», λέει, «άλειψέ σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψε, ίνα μη φανείς νηστεύων τοις ανθρώποις». Κανένας δεν πρέπει να το γνωρίζει. Το κρατάς μόνον για τον εαυτόν σου. Δεν θα πεις, «δεν θα κάνομε ομολογία»; Μετά διακρίσεως θα γίνει και αυτή η ομολογία. Όχι μετά υπερηφανείας. Άλλωστε οι περισσότεροι σήμερα έχουμε τόσες πολλές αρρώστιες, και εκείνοι που θέλουν να νηστέψουν είναι συνήθως οι μεγάλοι, οι καϋμένοι, και αυτοί ταλαιπωρούνται από χίλια δυο βάσανα, βάσανα ασθενειών.
Το τρίτο πράγμα που ετονίσθη είναι η θησαύρισις των αγαθών. Ότι πρέπει να θησαυρίζουμε και να αποταμιεύουμε με τη ζωή μας ολόκληρη στον ουρανό και όχι στην γη.
Και χθες ετονίσθη ιδιαιτέρως το θέμα της προσευχής, κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μη γνωρίζει κανείς ότι προσεύχεσαι. Και ακόμα και δω μέσα στο ναό, το επαναλάβαμε πολλές φορές, που είναι δημόσια λατρεία, δημόσια προσευχή, γίνεται ταυτόχρονα και προσευχή καρδίας. Από μέσα σας δηλαδή και από μέσα μας, θα κράζουμε και θα φωνάζουμε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", και από μέσα μας θα συνοδεύουμε τις φωνές και τα ψαλσίματα μόνον των ιεροψαλτών και όχι των ιερέων, ποτέ των ιερέων, αυτό αποτελεί αμάρτημα.
Για να δείτε πώς εφαρμόζονται οι εντολές του Αγίου Θεού, θα σας αναφέρω μια ιστορία η οποία ανεγράφη και μοιράστηκε στην Αμερική.
Και μου έκανε βέβαια βαθειά εντύπωση, διότι την έχω ξανασυναντήσει πολλές φορές από αγίους, όπως από τον Άγιο Αβραάμιο και την ανιψιά του την Μαρία και από άλλους αγίους, και από εδώ παραδείγματα στη ζωή μας, εδώ.
Ζούσε στις Αθήνας κάποιος άνθρωπος ο οποίος ονομάζετο Νικόλαος. Ταπεινός, ευσεβής, με τη νηστεία του, την αγρυπνία του και με «καταστάσεις» όπως γράφει στις άγιες προσευχές του. Είχε δε επίσης και πολλή την ελεημοσύνη, κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μην την γνωρίζει κανείς.
Στα τριανταπέντε του χρόνια, εφόσον ετακτοποίησε τις άγαμες αδελφές του, απεφάσισε να έλθει εις γάμου κοινωνίαν, δηλαδή να παντρευτεί. Όπως ήταν φυσικό, θα έπρεπε να ψάξει, εφόσον ήτο και ευσεβής, μία κοπέλα μέσα από την Εκκλησία, και πιθανόν να πείτε και μέσα από τις αδελφότητες, και οπουδήποτε όπου υπήρχε ευλάβεια και ευσέβεια σε χώρους χριστιανικούς.
Αλλά όμως εκείνος διάλεξε κάτι άλλο.
Πήγε στην πλατεία Βάθης και πήγε σε ένα σπίτι της αμαρτίας. Και την πρώτη κοπέλα που τον υποδέχτηκε, της είπε :
«Σήκω και έλα μαζί μου. Έταξα στο Θεό να γλυτώσω μια ψυχή από τη λάσπη. Έλα να σε βγάλω από δω μέσα. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;»
Βέβαια κεραυνός να έπεφτε στο κεφάλι της κοπέλας, δεν θα ξαφνιάζονταν τόσο πολύ, όπως ξαφνιάστηκε εκείνη τη στιγμή. Την ευκαιρία βέβαια δεν την έχασε και έτσι δέχτηκε. Τη δέχτηκε με την προϋπόθεση ότι θα εξομολογείτο και θα άρχιζαν μία καινούργια ζωή, όπως και πράγματι έγινε.
Η πρώην άσωτη γυναίκα ήταν πλέον στο πλευρό του Νικόλα σαν αγνότατο ρόδο. Φρόνιμη και σιωπηλή με τα νεανικά της χρόνια φωτεινά πλέον, απ’ τη μετάνοια και την εξομολόγηση στο καθαρό της πρόσωπο.
Πέρασε αρκετός καιρός. Αλλά η αμαρτία όμως είναι δυνατή, και δεν παρατάει εύκολα τα πλάσματα που δουλέψανε γι’ αυτήν, και για το μεγάλο αφεντικό της αμαρτίας που λέγεται διάβολος.
Έτσι λοιπόν η γυναίκα του Νικόλα, κύλισε ξαφνικά στην παλιά αμαρτία, και έγινε τώρα πλέον μοιχαλίδα. Σαν να την έπιασε βέβαια ένα είδος τρέλας.
Της μίλησε ο Νικόλας, ο καλός εκείνος σύζυγος,
«Κοίταξε», της είπε, «δεν σου κρατάω καμιά κακία. Θα σ’ αφήσω όσα λεφτά έχω και το σπίτι ακόμα, και γω θα πάω στο Άγιον Όρος. Και αν με κρατήσουν θα γίνω μοναχός, αν όχι, θα γυρίσω πίσω, και θα δούμε τι θα κάνουμε.»
Και έφυγε.
Φτάνοντας ο Νικόλας στο Άγιον Όρος, έψαξε και έμαθε για έναν περίφημο και άγιον πνευματικό, ας τον πούμε παπα-Σάββα, και πήγε να τον συμβουλευτεί. Σαν τον άκουσε εκείνος, πήρε αυστηρή όψη και του είπε:
«Δεν έχεις καμιά δουλειά εδωπέρα. Αμαρτάνεις μόνον που το σκέπτεσαι. Έταξες να σώσεις την γυναίκα σου. Να πας πίσω να την ξαναπαρεις κοντά σου. Και προσπάθησε με τη ζωή σου, με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή και ελεημοσύνη να την σώσεις.»
Αποσβολώθηκε ο Νικόλας, κοντοστάθηκε, του φάνηκε πολύ βαρειά αυτή η εντολή του πνευματικού, κατάλαβε όμως ύστερα από προσευχή που έκαμε κατά την διάρκειαν της αγρυπνίας εκεί στο κελάκι του εκείνου αγιασμένου γέροντος και πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω.
Άνοιξε την αγκαλιά του, άνοιξε το σπιτικό του και την ξαναπήρε μέσα. Εκείνη ύστερα από την όλη αυτή διαδικασία, συγκινήθηκε, εξομολόγησε και έβαλε καινούργια αρχή.
Μα η αμαρτία είναι και γλυκιά και δυνατή και ισχυρή. Και η γυναίκα ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε.
Ο Νικόλας υπέμενε, καρτερούσε, αγρυπνούσε ώρες, γονατιστός προσευχόταν γι’ αυτήν, σιωπούσε και νήστευε, νήστευε εξαντλητικά.
Ερεθισμένη από αυτήν την ανοχή πρόσθεσε στην ντροπή και κάτι άλλο πλέον, την άσχημη συμπεριφορά της. Άρχισε να τον φωνάξει, να τον ξευτιλίζει, να τον βρίζει, να τον ματώνει καθημερινά με την θηριώδη εκείνη συμπεριφορά της, την διαβολική. Πόσο θα μπορούσε αλήθεια να βαστάξει ο ανεξίκακος εκείνος άγιος άνθρωπος του αιώνος μας;
Περνούσαν τα χρόνια και ο Σταυρός γινόταν όλο και πιο αβάσταχτος. Έδειχνε σιγά σιγά να λυγίζει.
Και ξημέρωνε ημέρα της Καθαράς Δευτέρας. Την πέρασε γονατιστός, λύγισε μπροστά στην σιωπή του Θεού που έδειχνε πως δεν νοιαζόταν πλέον για το πλάσμα του. Έπεσε μπροστά στο εικονοστάσι και με λυγμούς φώναξε:
«Θεέ μου ή φώτισέ την και δώσ’ της μετάνοια αληθινή, ή πάρε με. Δεν αντέχω άλλο τούτο το βάσανο δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια».
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια!
Η γυναίκα του που ήλθε απέξω από την αμαρτία, γιατί είπαμε ήτανε νύχτα και ξημέρωνε η Καθαρά Δευτέρα, ήταν μια τέτοια ημέρα, που τον βρήκε γονατιστό και άκουσε και τα λόγια που έλεγε κλαίγοντας τούτος ο άνθρωπος, τη συγκλόνισε κυριολεκτικά, την πήραν τα κλάματα, … κατάλαβε την άβυσσο των κριμάτων της, … ήταν «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», αλλά η μετανοημένη πλέον.
Κεραυνοχτυπημένη λοιπόν από την θεία φώτιση, σωριάστηκε στα πόδια του και φώναξε:
«Συγχώρεσέ με, δεν είμαι μόνο τιποτένια, αλλά για τελευταία φορά. Για τελευταία και μοναδική φορά συγχώρεσέ με».
Και κείνος τη συγχώρεσε.
Και ακολούθησαν μετά από κείνην την βραδιά που ξημέρωνε η Μεγάλη Σαρακοστή και η Καθαρά Δευτέρα, ακολούθησαν χρόνια ευτυχίας, και με παιδιά μέσα στην οικογένεια, δύο αγγελούδια που τους χάρισε ο Πανάγιος Θεός, και ευλογία ήλθε μια για πάντα σε αυτό το σπιτικό, χάρις στην αγία υπομονή, τη μεγάλη καρδιά και την συγχωρητικότητα αυτού του ανθρώπου του Νικολάου, χάρις στην προσευχή του, χάρις στην υπομονή του, την ματωμένη υπομονή του, την πολλή του προσευχή και τα πολλά του τα δάκρυα.
Τελικά έσωσε έναν άνθρωπο.
Τώρα εγώ και σεις, αν ήμασταν στη θέση του, τι θα κάναμε; Γιατί αυτός ο άνθρωπος, όταν αύριο μεθαύριο κοιμηθεί, θα μας κρίνει επάνω στην Βασιλεία των Ουρανών για το πόσο υπήρξαμε ανεκτικοί στα σφάλματα του πλησίον μας. Δε λέω του συντρόφου μας, του πλησίον μας, του οποιουδήποτε πλησίον μας. Και πόση προσευχή κάναμε γι’ αυτόν, και πόση νηστεία, και πόσα δάκρυα χύσαμε για να αλλάξει ζωή, για να αλλάξει διαγωγή.
Αυτή είναι η αληθινή ζωή του Ευαγγελίου. Αυτή είναι η πράξις των Πράξεων των Αποστόλων, των συμβουλών των Αποστόλων, των εντολών του Αγίου Θεού, αυτή είναι η πράξις, την οποία πρέπει να την δείχνουμε με την ζωή μας κάθε μέρα.
Βλέπω εδώ έναν Καναδέζο, και αυτός θα σας καταμαρτυρήσει για την ησυχία και την τάξη που υπάρχει κατά την διάρκειαν της Θείας Κοινωνίας, και μετά το Δι’ Ευχών, του Αντιδώρου, χωρίς να ακούγεται ούτε μία λέξη μέσα στο ναό. Γιατί υπάρχει σεβασμός και ευλάβεια προς τον παρόντα ζώντα Θεόν, που εξακολουθεί και ειδικότερα από σήμερα να υπάρχει ζωντανός στην Αγία Τράπεζα, για την τέλεση των Προηγιασμένων Θείων Λειτουργιών. Για να δούμε ως πότε θα εφαρμόζουμε και θα τους μοιάζουμε όλοι μας;
Πάντως εκείνο που θέλω να παρακαλέσω όλους σας, είναι να ενθυμούμεθα ότι την αρετήν θα την διαπράττουμε όσο το δυνατόν δύναται στα κρυφά, μέσα στο ταμείον της καρδιάς μας, όπου θα θησαυρίζουμε τις αρετές του Αγίου Θεού, για να ωφεληθούμε όχι μόνον εμείς προσωπικά, αλλά για να ωφεληθεί και ο σύντροφος της ζωής μας, να ωφεληθούν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, και να δημιουργήσουμε με την δική μας αγιασμένη ζωή, με τη δική μας ανεξικακία, με την δική μας συγχωρητικότητα, με τη δική μας ολόθερμη αγάπη, όχι την ψεύτικη, όχι την φαινομενική, όχι των χειλέων, την καρδιακή αγάπη, να δημιουργήσουμε μία ασπίδα, ένα προπέτασμα πως θα το πώ, μια ασφάλεια, γύρω από την οικογένειά μας, ούτως ώστε χάριν ημών και χάριν των προσωπικών μας αγώνων, και της αγάπης που θα έχομε προς τον Θεόν και τον πλησίον, όταν θα έρθουν οι δύσκολες ώρες, -και έρχονται, δεν καθορίζουμε είπαμε ημερομηνίες, αλλά έρχονται,- να μας ασφαλίσει ο Θεός. Να πιάνομε το σάπιο δένδρο και να ζωντανεύει, το ξερό και να βγάζει καρπούς, να σταυρώνουμε το άδειο μπουκάλι και να γεμίζει από λάδι. Θα το κάνει ο Θεός, αφού το έκανε και στον άπιστο τον αχάριστο εκείνον Ισραηλιτικό λαό, για σαράντα ολόκληρα χρόνια στην έρημο. Θα το κάνει και σε μας όταν έρθουν οι δύσκολες αυτές ώρες, αρκεί να είμεθα από σήμερα και από τούτη τη στιγμή κοντά εις τον Πανάγιον Θεόν.
Η αγάπη του Αγίου Θεού, εύχομαι νάναι πάντοτε μαζί σας,
καλή και ευλογημένη Σαρακοστή,
και να υποδεχτούμε με την χάριν, και την αγάπη και τη δύναμη του Αγίου Θεού
και το Άγιον Πάσχα,
Αμήν.
Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008
Η σωστή αξιοποίησις τών πρός ημάς χαρισμάτων τού Θεού
207-α
Κυρ. ΙΣΤ. Ματθαίου
Η σημερινή παραβολή των ταλάντων, χριστιανοί μου, που ακούσαμε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας, μας ομιλεί για τα χαρίσματα που διανέμει ο Θεός στον άνθρωπο χωριστά. Εμείς συνήθως λέμε ότι δεν έχουμε κανένα χάρισμα, δεν το βλέπουμε και δεν το διακρίνουμε.
Να σας πω ένα χάρισμα.
Το ότι γεννηθήκαμε από Ορθοδόξους γονείς και βαπτιστήκαμε εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι μέγα χάρισμα.
Το ότι μας κοινώνησαν, οι περισσότεροι εξ αυτών, έστω και μια φορά ή δύο, όταν ήμασταν μωρά είναι και αυτό μία Θεία Δωρεά.
Το ότι έχουμε μάτια και βλέπουμε, αυτιά και ακούμε, γλώσσα και ομιλούμε, χέρια που κινούμε, πόδια που περπατάμε, όλα αυτά δεν είναι μήπως δώρα του Θεού; Για σκεφτείτε αν ήμασταν, κουφοί, τυφλοί, βουβοί ή παράλυτοι; Προχτές που κατέβηκα στον Πειραιά συνάντησα μία κυρία να ζητά την βοήθεια των περαστικών επειδή δεν είχε πόδια. Και δόξασα τον Θεόν που σ’ αυτήν την ηλικία μπορούσα, είχα πόδια, και έχω πόδια και μπορούσα και περπατούσα.
Η υγεία του σώματος, η αντοχή στους κόπους, η υπομονή στις αρρώστιες, στους πόνους και στα βάσανα της ζωής, μήπως αυτά δεν είναι τάλαντα και χαρίσματα του Αγίου Θεού;
Το μυαλό, ο νους, η κρίσις, η μνήμη, μήπως δεν είναι από τις πλέον υψηλές δωρεές του Θεού;
Είναι! Για σκεφτείτε αυτόν που διασαλεύεται το μυαλό του και κλείνεται στο ψυχιατρείο; Για σκεφτείτε και όλους εκείνους που ταράζεται και χάνεται το μνημονικό τους, και αρχίζει η γεροντική άνοια και το αλσχάιμερ! Το πόσο ταλαιπωρούνται αυτοί που τους υπηρετούν, αυτοί και μόνον το γνωρίζουν! Γι’ αυτό και το μυαλό μας, όταν αξιώνεται από τον Θεόν να έχει γερή μνήμη, με την κατά Χριστόν επιμέλεια αυξάνονται οι διανοητικές ικανότητες, και αποκτά ευστροφία το μυαλό μας πνευματική.
Να λοιπόν πως αξιοποιείται σωστά και ξεχωριστά, αυτό το τάλαντο που λέγεται μνημονικό. Το μυαλό είναι όργανο του νου. Ο νους πάλι είναι το πνευματικό μέρος του όλου ανθρώπου. Άρα πνοή ζωής και φωτισμόν, δίδει ο Θεός στο νου, και ο νους το μεταφέρει στο μυαλό και αυτό με τη σειρά του το τακτοποιεί, το διανέμει, σε όλη την οργανική ζωή του ανθρώπου.
Μέγα λοιπόν χάρισμα το μυαλό μας, και πιστεύω πως απ’ αυτό έχουμε όλοι μας, Δόξα σοι ο Θεός. Γι’ αυτό κρίνω και βγάζω συμπεράσματα, όπως και σεις. Κρίνω και αποφασίζω. Κρίνω και τα θέτω αυτά που αποφάσισα σε εφαρμογή. Προβληματίζομαι σε διάφορες υποθέσεις, και κάνω τις επιλογές μου. Και όλα αυτά με τη δύναμη του μυαλού, της λογικής και της κριτικής ικανότητος. Λίγα είναι αυτά τα χαρίσματα;
Μας πλάθει ο Θεός κατ’ εικόνα αυτού και καθ’ ομοίωσιν. Ιδού η μεγίστη δωρεά! Το μέγιστον ευεργέτημα! Είμεθα εικόνες του Θεού, παιδιά του Θεού, θεοί κατά χάριν, με μυαλό! Με σκέψη. Με κρίση. Με θέληση. Με αισθήσεις και προαίρεση. Ιδού το μεγαλείον του Θεού.
Ιδού τα χαρίσματά του στον άνθρωπον. Το εφευρετικό μυαλό που προάγει τις επιστήμες για το καλό της ανθρωπότητος. Η καλλιτεχνική ευαισθησία, τα ηγετικά προσόντα. Η αξιοποίησις της εξουσίας για το καλό της κοινωνίας, και της πατρίδος μας. Και ο πλούτος με τα πολλά αγαθά για κείνους που τα κατέχουν, είναι όλα αυτά πολύτιμα τάλαντα όπως και κείνα που αναφέραμε, αν μ’ αυτά ευεργετήσουμε ή ευεργετήσουν τους φτωχούς, τους ανέργους, τους αστέγους, και γενικά ολόκληρο το έθνος κτίζοντας νοσοκομεία και ευαγή ιδρύματα.
Ιδού πληθώρα χαρισμάτων. Αλλά και συ που έγινες μητέρα, εσύ που έγινες πατέρας και παππούς όπως και ’γω, και όσοι γίναμε γονείς και σύζυγοι, είμεθα η μεγάλη δωρεά του Θεού, που απαιτεί αξιώσεις προσφοράς και θυσίας. Όπως η έγγαμη ζωή είναι μεγίστη δωρεά προς τον Θεόν, και από τον Θεόν προς εμάς, έτσι και η αγαμία είναι και αυτή χάρισμα. Το λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους Επιστολή του. «Έκαστος έχει ίδιον χάρισμα, ό μεν ούτος, ό δε ούτος».
Χριστιανοί μου, άνδρες και γυναίκες, άγαμοι και έγγαμοι, νέοι, γέροι και παιδιά, όλοι μας ως Ορθόδοξοι χριστιανοί, έχομε ένα ιδιαίτερο, ιδιαίτερο χάρισμα. Τη φωνή της συνειδήσεως. Και μόνον αυτή φτάνει, αν την εκμεταλλευτούμε σωστά να μας βάλλει στην Βασιλείαν του Θεού.
Επίσης έχουμε τη σωστική χάρη της Θείας Κοινωνίας, που απολαύσαμε προ ολίγου, και της Ιεράς Εξομολογήσεως, που είναι θείες δωρεές και τάλαντα που σώζουν.
Όταν προσεύχεσαι συ και συ κάθε βράδυ, όταν προσεύχεσαι με την ευχούλα "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", όταν εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή, όταν μελετάς κάθε μέρα το ιερόν Ευαγγέλιον, να λοιπόν πως αυξάνεις μέσα στην ψυχή σου τα πνευματικά χαρίσματα του Αγίου Θεού. Όταν πολεμάς τα πάθη σου, όταν καλλιεργείς τις Ευαγγελικές εντολές, όταν μάχεσαι εναντίον της κακίας του διαβόλου, όταν αντιστέκεσαι στις προσβολές και αυτού και της κακίας του κόσμου, ιδού πώς πολλαπλασιάζεις τις δωρεές και τα τάλαντα του Αγίου Θεού.
Όταν κάνουμε πολλή υπομονή, ευδόκιμη υπομονή, και προπαντός όταν συγχωρούμε με όλη μας την καρδιά χωρίς κακίες και κρατούμενα, τότε ανοίγουν οι ουρανοί και ακούμε τη φωνή του Θεού Πατρός να μας βεβαιώνει. «Ευ δούλε αγαθέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου».
Άρα είναι ανεκτίμητα τα χαρίσματα του Θεού, και τα υλικά, και τα διανοητικά, το μυαλό, η λογική, η μνήμη και λοιπά, και τα πνευματικά.
Στα ιδιαίτερα χαρίσματα ανήκουν επίσης η ρητορική ικανότητα, η χρυσή μελωδία στη φωνή, το συγγραφικό και ποιητικό ταλέντο, η μελοποίησις κειμένων, η εκμετάλευσις των ήχων, η αγιογραφία και άλλα πολλά. Τα πάντα, και αυτή η ζωή μας, τα εμπλουτίζει η Θεία Χάρις η οποία σε κάθε βήμα, αυτού του βίου μας, μας φωτίζει, μας καθοδηγεί, μας συμπαρίσταται, μας δυναμώνει και μας εμψυχώνει για να πράττουμε το καλό και το αγαθό και να αποφεύγουμε το κακό, το πονηρό, το αισχρό, το βλάσφημο.
Οι δύο διαχειριστές αυτής της παραβολής αυτό έκαναν. Παρέλαβαν τα τάλαντα, δηλαδή τα υλικά, τα διανοητικά και τα πνευματικά προσόντα, και αγαθά από τον Θεόν και τα πολλαπλασίασαν. Διότι αυτή ήταν η υποχρέωσή τους.
Τίποτα δεν ήταν δικό τους. Τίποτα δεν είχαν από τον εαυτόν τους. Όλα τα είχαν πάρει από τον Κύριο και Θεόν τους, με την εντολή να τα εργαστούν για να αποδώσουν καρπούς. Στην πρόθυμη εκτέλεση των καθηκόντων τους, στην προσπάθειά τους, και στην καλή τους προαίρεση, ήρχετο πάντοτε όπως και έρχεται η Θεία Χάρις, που τους δυνάμωνε τότε, καθοδηγούσε και φώτιζε.
Και πάλι δωρεές και πάλι χαρίσματα για την προθυμία και την εργατικότητά τους. Άρα όλα τα αγαθά και τα καλά είναι του Θεού και όλες οι κακίες και οι αμαρτίες είναι δικές μας, γι’ αυτό και ο τρίτος διαχειριστής τιμωρήθηκε. Δεν επεξεργάστηκε το αγαθόν, το τάλαντον που του προσφέρθηκε. Μικρό το ποσόν που δόθηκε θα πείτε. Ναι αλλά μικρότερος και ο κόπος όμως που έπρεπε να καταβάλλει για να το αξιοποιήσει. Εκείνος όχι μόνον δεν το αξιοποίησε αλλά και το αχρήστεψε θάπτοντάς το μέσα στη γη. Άρα ένοχος μπροστά στο Θεό, δεν είναι μόνον εκείνος που σπαταλά τις δωρεές του Θεού στην αμαρτία, αλλά και κείνος που τις αχρηστεύει με την αδιαφορία και την τεμπελιά του.
Αναφέραμε πλήθος αγαθών και χαρισμάτων που έχουμε απ’ αυτά. Μ’ αυτά πρέπει να δοξολογούμε και ευχαριστούμε το Θεό. Με αυτά πρέπει να εξυπηρετούμε τον πλησίον μας μέχρι αυτοθυσίας, μάλιστα. - Που θα το κάνουμε δηλαδή;
Και με τα ίδια αυτά αγαθά πρέπει να αγωνιζόμεθα για τη σωτηρία της ψυχής μας. Έτσι αξιοποιούνται τα τάλαντα και τα χαρίσματα του Θεού. Διαφορετικά, είτε με την αδιαφορία μας για το καλό και την αρετή, είτε με τις πράξεις της αμαρτίας σκορπίζουμε και δεν συνάγουμε καρπούς και οφέλη για την ψυχή μας.
Χριστιανοί μου και τέκνα εν Κυρίω, θα κλείσουμε με ένα τροπάριο που ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης στα απόστιχα. Είναι λίγο γρήγορο το τροπάριο, αλλά ακούστε όμως σειρά σειρά, με την σχετική του ανάλυση.
«Δεύτε πιστοί επεργασώμεθα προθύμως τω Δεσπότη». Ελάτε, μας λέει, πιστοί, ας καλλιεργήσουμε από αγάπη προς τον Δεσπότη Χριστό, τα χαρίσματα που λάβαμε από κείνον.
«Νέμει γαρ τοις δούλοις τον πλούτον». Διότι αυτός μοιράζει τον πλούτον των χαρισμάτων του.
«Και αναλόγως έκαστος πολυπλασιάσωμεν το της Χάριτος τάλαντον». Και ο καθένας, και όλοι μαζί, ανάλογα με αυτά που πήραμε ας προσπαθήσουμε να πολλαπλασιάσουμε τα δώρα που μας χάρισε ο Θεός και είπαμε πόσα είναι.
«Ο μεν σοφίαν κομιείτο δι έργων αγαθών». Αυτός που έλαβε σοφίαν, ας την μεταδώσει με πράξεις αγαθές.
«Ο δε λειτουργίαν λαμπρότητος επιτελείσθω». Και κάποιος άλλος ας προσφέρει λαμπρές υπηρεσίες προς ωφέλεια της κοινωνίας.
«Κοινωνείτο δε του λόγου πιστός τω αμυήτω». Και ο δυνατός στην πίστη ας την μεταδίδει με λόγια θεϊκά, και παρηγοριάς σε κείνον που βρίσκεται στην άγνοια.
«Και σκορπιζέτω τον πλούτον πένησι ο άλλος». Και ο άλλος ας σκορπίζει τα πλούτη του στους φτωχούς.
«Ούτω γαρ το δάνειον πολυπλασσιάσωμεν, και ως οικονόμοι πιστοί της Χάριτος, Δεσποτικής Χαράς αξιωθώμεν». Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο, τι χάρισμα λάβαμε σαν δάνειον από τον Θεόν, ας το αυξήσουμε για να αξιωθούμε επειδή φανήκαμε άξιοι διαχειρισταί των θείων χαρισμάτων, επειδή ακριβώς φανήκαμε άξιοι, να απολαύσουμε την ουράνια χαρά που δωρίζει ο κυρίαρχος Θεός. Και κλείνει το τροπάριο με τις λέξεις:
«Αυτής ημάς καταξίωσον Χριστέ ο Θεός ως φιλάνθρωπος».
Παρακαλώ ακούστε το τώρα το τροπάριον.
Δεῦτε πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ· νέμει γὰρ τοῖς δούλοις τὸν πλοῦτον, καὶ ἀναλόγως ἕκαστος, πολυπλασιάσωμεν, τὸ τῆς χάριτος τάλαντον. Ὁ μέν σοφίαν κομιείτω, δι' ἔργων ἀγαθῶν. Ὁ δὲ λειτουργίαν λαμπρότητος ἐπιτελείσθω, κοινωνείτω δὲ τοῦ λόγου, πιστος τῷ ἀμυήτῳ, καὶ σκορπιζέτω τὸν πλοῦτον, πένησιν ἄλλος· οὕτω γὰρ τὸ δάνειον πολυπλασιάσομεν, καὶ ὡς οἰκονόμοι πιστοὶ τῆς χάριτος, δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν, αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον, Χριστε ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος.
Είθε με τη Χάρη του Αγίου Θεού, να αξιοποιήσομε όλοι μας,
τα λίγα ή τα πολλά χαρίσματα που μας έδωσε ο Πανάγιος Θεός,
Αμήν.
Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008
Η αχαριστία πρός τόν ευεργέτην ανθρωπον καί τόν ευεργέτην Θεόν
206-δ
Χριστιανοί μου,
Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, ακούσαμε για την θεραπεία των δέκα λεπρών.
«Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς», φώναξαν παρακλητικά οι δέκα λεπροί.
Και ο γλυκύτατος και γεμάτος αγάπη Ιησούς, τους εθεράπευσε από την φοβερή, και αποκρουστική αρρώστια της λέπρας.
Δυστυχώς όμως, όπως ακούσατε, μόνον ένας γύρισε για να ευχαριστήσει τον Σωτήρα και Ευεργέτη του.
«Οι δε εννέα πού» ; ρωτάει με παράπονο ο Κύριος.
Αλλά η αχαριστία μας μερικές φορές, περνάει κάθε όριο λογικής.
Και ένα είναι το βέβαιον, ότι η αχαριστία είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο μεταξύ των ανθρώπων.
Θα τολμούσα να πω μάλιστα, ότι περισσότερες φορές συναντάμε την αχαριστία παρά την ευγνωμοσύνη.
Πολλοί συνάνθρωποί μας, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, γείτονες, συνάδελφοι, όταν βρεθούν σε κάποια μεγάλη ανάγκη, ζητούν την συμπαράστασή μας και την συμπαράσταση αυτών που γνωρίζουν.
Παρακαλούν επίμονα και με πολλούς τρόπους, για να βγουν από τις δυσκολίες εκείνες που τους πιέζουν.
Άλλοτε είναι υπερβολικές και άλλοτε όχι.
Ταπεινώνονται, δακρύζουν και υπόσχονται με όρκους, ότι δεν θα ξεχάσουν ποτέ την καλοσύνη και την γενναιοδωρία τους.
Και όταν πετύχουν να βγουν από τα τραγικά αδιέξοδα που τους έπνιγαν, και λυθούν τα προβλήματά τους, τότε ;
Ξεχνούν και την ευεργεσία, και τους ευεργέτες τους, α, όπως εγένετο με το Χριστό.
Δέκα θεράπευσε, ένας γύρισε, για να Τον ευχαριστήσει και δώσει δόξα στο Θεό.
Γρήγορα έτσι λοιπόν, λησμονούν τις υποσχέσεις τους οι περισσότεροι των ανθρώπων, και τα πολλά ευχαριστώ που προείπαν, και το χειρότερον είναι ότι αλλάζει τις περισσότερες φορές η συμπεριφορά τους, και γίνονται αδιάφοροι και ψυχροί.
Και ας μη σταθούμε μόνο στα τυχόν, λέμε στα τυχόντα δανεικά, διότι πολλές είναι οι ανάγκες τις οποίες, μπορούμε να βοηθήσομε και μάλιστα και ανωνύμως.
Παραδείγματος χάρη, να βοηθήσομε με κάποιους δικούς μας ανθρώπους, να βρει ένας άνεργος νέος δουλειά και μάλιστα στο Δημόσιο.
Να προλάβομε ένα διαζύγιο.
Να φροντίσομε για την αποφυλάκιση κάποιου φυλακισμένου.
Να βρεθεί ένα κρεβάτι για έναν άπορο σε ένα νοσοκομείο.
Να αναλάβουμε τις σπουδές ενός ορφανού ή υπερπολυτέκνου με δέκα αδελφάκια.
Να λυτρωθεί ένα παιδί από τα ναρκωτικά.
Και με τις τυχόν ισχυρές γνωριμίες που έχουμε, να αποτρέψομε έναν καταστρεπτικό πλειστηριασμό.
Και άλλα πολλά που μας τυχαίνουν στη ζωή, και στα οποία μπορούμε αποτελεσματικά και σωτήρια, να επέμβουμε όταν μας το ζητήσουν.
Και ο καθένας από σας, μπορεί να έχει μια κάποια άλλη περίπτωση, που την σώσατε χωρίς αυτή να έχει κατ’ ανάγκην σχέση με λεφτά.
Πάντως όλοι όσοι ζητούν βοήθεια, και λύσεις στα προβλήματά τους,
και πάρουν αυτή τη βοήθεια, οφείλουν να είναι πάντοτε ευγνώμονες, και όχι αχάριστοι.
Και κάτι άλλο.
Οι αχάριστοι φτάνουν μέχρι του σημείου, όχι μόνον να ξεχνούν, ότι ευεργετήθηκαν, αλλά αν σε δουν να βρίσκεσαι και συ, σαν άνθρωπος σε ανάγκη, και πνίγεσαι τρόπον τινά απ’ αυτές τις ανάγκες, αυτοί γυρίζουν αλλού το κεφάλι.
Και δεν σου δίνουν πλέον σημασία.
Και κάνουν ότι δε σε ξέρουν.
Και το χειρότερο απ’ όλα.
Γίνονται και εχθροί σου.
Γι’ αυτό και ο Δαυίδ στον τεσσαρακοστόν τέταρτον ψαλμόν του, βεβαιώνει «αντί το αγαθόν μοι ανταπέδωσαν πονηρά».
Όχι λοιπόν ξεχνούν την ευεργεσία, αλλά και σε διαβάλλουν, σε συκοφαντούν, σε αδικούν, σε προδίδουν, σε πολεμούν.
Το ίδιο δεν έκαμαν και στον Χριστό;
Αντί του μάνα χολήν.
Αντί του ύδατος όξος, ξύδι δηλαδή.
Δεν ήταν αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός που τους λεπρούς εκαθάρισε;
Τους παραλυτικούς ανόρθωσε;
Στους τυφλούς έδωσε φώς;
Τους δαιμονισμένους δεν είναι Αυτός που τους ελευθέρωσε από τα δαιμόνια;
Τους χωλούς δεν τους απεκατέστησε στην υγεία;
Στους κωφούς έδωσε ακοή!
Και στους βωβούς έδωσε λαλιά, ομιλία!
Ακόμα και νεκρούς ανάστησε.
Κι όμως αυτός ο αχάριστος λαός, των Ιουδαίων, Τον Σταύρωσε, φωνάζοντας «άρον άρον σταύρωσον αυτόν».
Όσο παραμένει η αχαριστία, ιδίως προς τους γονείς και τα αδέλφια, τόσο και η σκληροκαρδία μεγαλώνει, τόσο και η μετάνοια δεν τους αγγίζει.
Τα ευγενή αισθήματά τους φθείρονται, το χαμόγελο απ’ τα χείλη τους χάνεται, το μυαλό σκοτίζεται και οι τρόποι τους αλλάζουν.
Η επιθυμία τους είναι να απομακρυνθούν, όσο το δυνατόν μακρύτερα από τους ευεργέτες τους, και να μην τους βλέπουν στα μάτια διότι δεν μπορούν να τους βλέπουν.
Και μόνον η εικόνα και η σκέψις του ευεργέτου, τους ενοχλεί γι’ αυτό δεν θέλουν ούτε το όνομά τους να ακούσουν.
Βλέπεις την αχαριστία και πικραίνεσαι.
Και είναι φυσικόν και πότε πότε να παραπονείσαι, αφού ο ίδιος ο Κύριος εξέφρασε παράπονο.
Εμείς θα κάνομε το καλό, και θα το ρίξομε στο γιαλό, στο ποτάμι.
Όπως λέει ο λαός.
Το καλό και η ευεργεσία θα γίνεται, χωρίς να περιμένομε ποτέ, από κείνους οι οποίοι ευεργετούνται, ευγνωμοσύνη και ευχαριστώ.
Εμείς θα προσφέρομε το καλό.
Την διευκόλυνση και την έμπρακτη συμπαράσταση, γιατί το θέλει ο Θεός, και το επιβάλλει η αγάπη, τίποτε άλλο.
Δεν θα περιμένομε ποτέ ανταπόδοση.
Ο ευεργετούμενος όμως έχει υποχρέωση, να θυμάται την ευεργεσία.
Η ευεργεσία, μας λέει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, πρέπει να οδηγεί όσους ευεργετούνται σε ευγνωμοσύνη, τους δε ευεργέτας σε μεγαλύτερη, και μυστικότερη ευεργεσία και απλοχεριά.
Αν η αχαριστία απέναντι στους ανθρώπους, που μας ευεργετούν είναι κάτι δυσάρεστο και εξοργιστικό, τι να πούμε και πώς να χαρακτηρίσομε την αχαριστία μας απέναντι στο Θεό;
Γι αυτό και η αχαριστία απέναντί Του είναι πολύ βαρειά αμαρτία, και έχει ανυπολόγιστη ευθύνη.
Και μεγάλη μεγάλη ανοχή.
Ο Θεός είναι ο μέγιστος ευεργέτης όλων των ανθρώπων.
Διότι οι δωρεές Του προς αυτούς, όχι μόνον έχουν τεράστια αξία, αλλά και είναι και υπερβολικά ανεκτίμητες.
Δηλαδή ζούμε μέσα σε έναν απέραντο ωκεανό αγάπης, και θεϊκών ευεργεσιών.
Χρωστάμε τη ζωή μας στο Θεό.
Σ’ Αυτόν τη χρωστάμε.
Διότι Αυτός μας έπλασε.
Αυτός είναι ο Δημιουργός μας, Κύριος και ο Θεός μας.
Ο Πλάστης μας, που μας έπλασε κατ’ εικόνα Αυτού και καθ’ ομοίωση.
Μας έδωσε το μυαλό.
Μας έδωσε τη λογική.
Μας έδωσε το λόγο, μας έδωσε το νου.
Μας έδωσε μάτια για να βλέπουμε.
Αυτιά για να ακούμε.
Πόδια για να περπατάμε, χέρια για να πιάνομε.
Μας έδωσε καρδιά που ξέρει να κτυπά.
Είναι η ζωή μας.
Αίμα για να κυκλοφορεί.
Και πλήθος άλλων αγαθών οργάνων μέσα μας, δια των οποίων ο άνθρωπος ζει, κινείται, υπάρχει.
Σκέπτεται, αποφασίζει, κρίνει μεταξύ του καλού και του κακού, έχει θέληση, έχει προαίρεση, έχει και σοφία, αλλά και διάκριση.
Μπορεί να οικοδομεί, αλλά μπορεί και να γκρεμίζει.
Μπορεί να εργάζεται σωματικά και πνευματικά.
Μπορεί και να τεμπελιάζει.
Μπορεί να ευεργετεί, μπορεί να γίνει ακόμα και εφευρέτης της ανθρωπότητος.
Να λοιπόν μερικές δωρεές του Θεού, προς τον καθένα μας χωριστά, και προς όλους μας.
Και σας ρωτώ : «Τον ευχαριστούμε για την χαρά της ζωής;»
Τον δοξάζομε γιατί μας χάρισε τη μέρα και τη νύκτα, τον ήλιο και το φεγγάρι;
Λέμε «δόξα σοι ο Θεός σήμερα, ευχαριστούμε σοι Χριστέ ο Θεός ημών, ότι ενέπλησας ημάς των επιγείων σου αγαθών»;
Το λέμε αυτό κάθε μέρα;
Όταν σηκωνόμαστε από το τραπέζι, ή τα ξεχνάμε όλα;
Τον ευχαριστούμε που ενώ ήτο Θεός, έγινε άνθρωπος, Θεάνθρωπος, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, για να μας σώσει από την αμαρτία, και από την κόλαση την αιωνία;
Τον ευχαριστούμε για το Άγιο Βάπτισμα, το ότι δηλαδή γεννηθήκαμε από ορθοδόξους γονείς;
Το ότι κάποτε, έστω και μωρά, μας πήραν απ’ το χέρι, και μας κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων;
Τον ευχαριστούμε γιατί εξακολουθεί να υπάρχει, Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία;
Δυστυχώς μόνο το πέντε τοις εκατό τον ευχαριστούν, και συμμετέχουν στο Ποτήριο της Ζωής, και στη Θεία Λειτουργία, ε, ας πούμε και με κατάλληλη προετοιμασία.
Κάθε μέρα ο Θεός κάνει θαύματα!
Από πολύ πολύ μικρά, μέχρι και μεγάλα. Για παράδειγμα:
Το ότι συγχωρεί στην Ιερά Εξομολόγηση, τον φονιά, τον κακούργο, τον ληστή, την πόρνη, την μοιχαλίδα γυναίκα, τη μάνα που γίνεται φόνισσα με τις εκτρώσεις.
Τον προδότη, που προδίδει την Πατρίδα του, τον καταχραστή, και τον συκοφάντη.
Τον άσπλαχνο και ανάλγητο εκείνο πατέρα που εγκαταλείπει παιδιά και σύζυγο.
Τη σκληρόκαρδη εκείνη μάνα που προχτές εγκατέλειψε τέσσερα παιδιά, για να ακολουθήσει ένα νταβατζή, συγχωρέστε με για τη λέξη, στα καταγώγια της πορνείας και της κολάσεως.
Τέσσερα παιδιά εγκατέλειψε.
Συγχωρεί και τον μέθυσο, και του εύχεται να συνέλθει.
Συγχωρεί και το ναρκομανή, και του εύχεται να συνέλθει.
Σ’ αυτό που μπλέκεται στο τζόγο, και σε άλλα μεγάλα πάθη.
Τον βλάσφημον των θείων, και τόσους αμαρτωλούς, αμαρτωλούς, αμαρτωλούς, όλης της γης, όλων των αιώνων.
Αυτός λοιπόν ο Θεός, που συγχωρεί, τους πάντες και τα πάντα, αρκεί να υπάρχει μετάνοια, σας ρωτώ,
Είναι μεγάλος, στις ευεργεσίες του ΝΑΙ ή ΟΧΙ ;
Ναι είναι, και είναι γεμάτος από αγάπη, είναι μακρόθυμος, και είναι και πολυέλαιος.
Αλλά πόση ευεργεσία, και ευχαριστία, και δοξολογία, οφείλομε να ανταποδίδομε στον Θεόν;
Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών;
Μέγας ο Θεός, αμαρτωλοί εμείς, όλοι μας.
Μηδενός εξαιρουμένου, και κατεβάστε τα κεφάλια σας.
Αγάπη ο Θεός, κακομοίρηδες εμείς.
Άγιος και Πανάγιος ο Θεός, βρωμιάρηδες εμείς.
Πανάγαθος ο Θεός, αχάριστοι εμείς.
Άγιος και πανάσπιλος ο Θεός, αισχροί εμείς.
Πλούσιο, ο Θεός, το έλεός Του, και μείς πάλι και πάλι και πάλι αχάριστοι απέναντί Του.
Δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε!
Δόξα στα ελέη και στους οικτιρμούς Σου,
και σ’ Αυτόν τον Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν,
τον Θεόν του ελέους της μακροθυμίας και της αγάπης,
ανήκει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις,
τώρα και πάντοτε,
και εις τους απεράντους αιώνας,
Αμήν.
Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008
Πώς διαλύεται τό σκοτάδι τής αμαρτίας από τό φώς τού Χριστού
206-γ
Συγκεντρωθήκαμε χριστιανοί μου εδώ στο ναό μας, για να τηρήσομε το πατροπαράδοτο έθιμο της Βασιλόπιττας, με τους «τυχερούς» της χρονιάς ας πούμε.
Όλοι είμαστε τυχεροί, γιατί γεννηθήκαμε από ορθόδοξους γονείς,
βαπτιστήκαμε, χρηστήκαμε, κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων,
και μέχρι σήμερα ευλογούμεθα από τον Θεόν με την Χάρη Του,
με πολλούς και διαφόρους τρόπους.
Αυτό το έθιμο της Βασιλόπιττας έχει βαθειές τις ρίζες, εδώ και χίλια εξακόσια πενήντα χρόνια περίπου, από την Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Για τη ζωή, την άσκηση και το μεγάλο έργο του μεγάλου αυτού Αγίου και ασκητού, του Μεγάλου Βασιλείου, εμιλήσαμε την περασμένη χρονιά και είναι γραμμένα αυτά και σε κασέτες και σε CD.
Ας δοξάσομε όμως χριστιανοί μου τον Θεό, που μας χάρισε ακόμα ένα χρόνο ΖΩΗΣ!
Ζωής και ευλογίας.
Ζήσαμε ένα χρόνο περισσότερο, το δύο χιλιάδες επτά (2007),
και συγχρόνως να Τον ευχαριστήσομε που μας προσφέρει και ένα καινούργιο έτος.
Τον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος Αυτού.
Από γεννήσεως Αυτού, 2008, για να μας δώσει πολλές ευκαιρίες,
για μια σωστή μετάνοια, μετάνοια αληθινή.
Μετάνοια που να παράγει καρπούς πίστεως και καρπούς Αγίου Πνεύματος.
Για να αλλάξει τη ζωή μας επί το ΧΡΗΣΤΟΤΕΡΟΝ.
Το αγαθότερον.
Πολλοί νομίζουν ότι μετανοούν, πολλοί ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι μετανοούν,
και λένε πάμε να εξομολογηθούμε γρήγορα γρήγορα.
Και πέντε δέκα φορές την εβδομάδα.
Και κει λέγονται πολλά πολλά παράπονα.
Που εκθέτουν τα λάθη των συζύγων, τις ανάρμοστες συμπεριφορές και επεμβάσεις της πεθεράς και της νύφης, τις πολλές ταλαιπωρίες από τα προβλήματα των παιδιών,
δίχως να παραλείπομε με πόση ευκολία προβάλλονται οι αρρώστιες και οι πόνοι μας,
και τα πολλά οικονομικά μας προβλήματα.
Αυτός ο τρόπος ΔΕΝ είναι εξομολόγησις.
Είναι έκθεσις γεγονότων.
Μετάνοια ΔΕΝ είναι.
Εκθέτουμε γεγονότα, αλλά μετάνοια δεν έχουμε.
Μετάνοια σημαίνει ότι ομολογώ εγώ ένα αμάρτημα που έχω κάνει,
και με το οποίο ελύπησα τον Θεόν.
Και αν με πάρει θα πάω στην Κόλαση.
Ομολογώ λοιπόν το πλήθος των αμαρτημάτων μου, και αν δεν μπορώ να τα βρω επειδή δεν ξέρω να ψάχνω, ή δεν θέλω να ψάχνω,
θα πω ότι είμαι αμαρτωλός αλλά θα το αισθάνομαι ότι είμαι αμαρτωλός.
Και άμα αισθάνομαι ότι είμαι αμαρτωλός, θα ΒΡΩ και που αμαρτάνω.
Και θα αναφέρω μόνο τις αμαρτίες μου, τα λάθη μου και τις πτώσεις μου.
Και εν συνεχεία ζητώ το έλεος του Θεού, δια μέσου του Πνευματικού ιερέως,
και μετά τη συγχωρητική ευχή, φεύγω ΘΕΡΑΠΕΥΜΕΝΟΣ.
Με ατράνταχτη την απόφαση ότι αλλάζω μυαλό.
Αλλάζω ΝΟΥ.
Έτσι απορρίπτω αμέσως, το δυτικό και κοσμικό τρόπο ζωής,
απομακρύνομαι τροπικά, τροπικά επαναλαμβάνω, όχι τοπικά, τροπικά,
με κάποιους τρόπους απομακρύνομαι από εκείνους που βλάπτουν την ψυχή μου.
Διορθώνω τη συμπεριφορά μου.
Στο σπίτι, στη δουλειά, στην κοινωνία.
Μαθαίνω να συγχωρώ και μαθαίνω να υπομένω.
Και αποφασίζω πλέον να ζήσω, όπως θέλει ο Θεός, και ΟΧΙ όπως θέλει ο κόσμος.
Αν αυτά γίνουν πράξη στη ζωή μας, αυτό δηλώνει, ότι στην εξομολόγησή μου,
δεν εξομολογήθηκα μόνον με πόνο, τις δικές μου αμαρτίες που ο πόνος,
ΦΑΙΝΕΤΑΙ στο πρόσωπό μας, μη νομίζετε ότι δεν φαίνεται, φαίνεται και πολύ καλά μάλιστα.
Αλλά και την φθορά της ανθρωπίνης φύσεώς μου.
Την αδυναμία της προαιρέσεώς μου, το σκοτισμό του νου,
την εύκολη δικαιολογία, την αδυναμία να σηκωθώ όρθιος,
-αυτά τα ομολογώ, - την ανημποριά στην πράξη των αρετών,
το ισχυρό πείσμα που βλέπω να έχω μέσα μου, και ξέρετε τι πείσμα έχω εγώ;
Α, πα να το γνωρίσετε !
Την απερίγραπτη αγάπη που έχω για τον εαυτό μου.
Γιατί ο καθένας από μας είναι ο ΕΑΥΤΟΥΛΗΣ μας.
Και μόνον ο εαυτούλης μας.
Το να θέλω πάντα τις ευκολίες μου και την ανάπαυσή μου.
Αλλά φθορά της ανθρωπίνης φύσης μου, είναι ακόμα και η διψυχία μου.
Θέλω δηλαδή, όχι μόνον εγώ, αλλά όλοι μας θέλουμε,
άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο.
Να τάχω καλά με τον Θεόν, όταν Τον έχω ΑΝΑΓΚΗ.
Όταν τον έχω ανάγκη.
Για να με βοηθάει στα οικονομικά, να με κάνει καλά όταν είμαι άρρωστος…
Πονάει το κεφάλι μου, και κάνω προσευχή και λέω
«Θεέ μου, πάρε μου τον πονοκέφαλο».
Και δεν μου τον παίρνει τον πονοκέφαλο.
Τι θα κάνω τότε, θα γογγύζω κατά του Θεού, και θα λέω δεν μ’ άκουσε,
δεν είναι καλός, δεν είναι έτσι, δεν είναι εκείνο…
Να ΠΟΝΑΣ παπα-Στέφανε, μέχρι που να πεθάνεις!
Έτσι θέλω εγώ, ο Κύριος, ο Πλάστης σου, και ο Δημιουργός σου.
Και εγώ πρέπει να πώ
«Νάναι ευλογημένο»!
Και να κάνω το Σταυρό μου,
Και να πώ «Γεννηθήτω το θέλημά Σου»!
Έτσι κάνουμε;
Τον αγαπώ το Θεό, όταν μου λύνει τα δράματα, των παιδιών μου και της οικογενείας μου,
Τον αγαπώ το Θεό όταν έχω και καλή υγεία.
Όταν ο Θεός όμως με προτρέψει, με προτρέπει συνεχώς,
να κόψω τις κακές μου συνήθειες, να αγωνισθώ εναντίον των παθών μου,
να καλλιεργώ κάθε μέρα τις αρετές της αγάπης, της πίστεως, της υπομονής,
της μετανοίας, του ταπεινού φρονήματος,
το ότι αντί του Θεού, προτιμώ το κοσμικό πνεύμα,
ή μάλλον εκείνα στα οποία με σπρώχνει ο κόσμος και ο Διάβολος.
Πότε – πότε ΠΟΛΥ πιο συχνά ο διάβολος.
Αλλά σε δυο κυρίους δεν μπορούμε να δουλεύομε.
«Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν.
Ου δύνασθαι Θεώ δουλεύειν και Μαμωνά».
Είναι η διαβεβαίωσις ου Κυρίου μας από την επί του όρους ομιλία Του.
Θα προτιμήσομε ΕΝΑ απ’ τα δυο.
Ή τον Θεό ή τον Διάβολο.
Ή τον Θεό ή τον κόσμο.
Και τα δυο δε γίνεται.
Αν νομίζουμε ότι καταφέρνουμε να είμεθα και με τους δυο, γελιόμεθα.
Γιατί τότε είμεθα ΜΟΝΟΝ με τον Διάβολο.
Και με τα δικά του χατίρια.
Και χειρότερο σκοτάδι απ’ αυτό δεν υπάρχει.
Γι’ αυτό το σκοτάδι μας μίλησε χθες το Ευαγγελικό ανάγνωσμα, και πως αυτό διαλύθηκε.
Και έγινε ΦΩΣ.
Ο λαός, μας είπε χθες το Ευαγγελικό ανάγνωσμα, ο καθήμενος εν σκότει, είδε φως μέγα.
Άραγε ποιος να ήταν αυτός ο λαός, που ζούσε στο σκοτάδι, και είδε το μέγα φως, το φως το αληθινόν;
Ήταν ο λαός όλων των εθνών.
Που πίστευε και λάτρευε τα είδωλα.
Ο ειδωλολατρικός κόσμος, αλλά δεν είναι μόνον αυτός, είναι και όλοι εκείνοι που ζούσαν και ζουν στο σκοτάδι, της άγνοιας και της αμαρτίας.
Είναι και όλοι εκείνοι που δε θέλουν να μάθουν,
τις αλήθειες της Ορθοδόξου πίστεως γιατί έχουν ΖΟΡΙ στην πράξη τους.
Κι έτσι επίτηδες εθελοτυφλούν, και ζουν στο σκοτάδι της ικανοποιήσεως των διαφόρων παθών τους.
Σ’ αυτούς δυστυχώς ανήκουν και οι περισσότεροι από τους σημερινούς νεοέλληνες ορθοδόξους χριστιανούς.
-Κάτι θα καταλάβουν και αυτά τα μικρά. -
Γι’ αυτό και η τόση κατηφόρα που πήραμε και ως έθνος,
και ως κοινωνία, και ως οικογένεια και ως άτομα.
Σε αυτόν τον κατήφορο παρασέρνουμε και τα παιδιά μας.
Παρασέρνουμε και τα εγγόνια μας.
Ένα σημάδι της παρουσίας του Θεού, μια φοβερή θεϊκή λάμψη από το φώς του Χριστού,
φάνηκε λάμψη από το φώς του Χριστού φάνηκε την περασμένη Κυριακή,
ανήμερα των Θεοφανείων.
Στις επτά και δεκατέσσερις το πρωί.
Ένας σεισμολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου, ο κύριος Σταυρακάκης δήλωσε μετά παρρησίας και σιγουριάς,
ότι ο Θεός της Ελλάδος φύλαξε και πάλι την πατρίδα μας.
Γιατί; Διότι αν ο σεισμός ήταν επιφανειακός, τα βούλιαζε όλη η Ελλάδα.
Και θα θρηνούσαμε χιλιάδες χιλιάδων θύματα.
Έτσι επιβεβαιώνεται ο λόγος του Θεού που ακούγεται σε κάθε εσπερινό,
με τον προοιμιακό ψαλμό.
Άπτεται των ορέων Κύριος ο Θεός και καπνίζονται.
Να τα ηφαίστεια! Και είναι “ο επιβλέπων επί την γην, και ποιών αυτήν τρέμειν!” Να οι σεισμοί!
Παρά ταύτα δε βάζουμε μυαλό!
Γι’ αυτό και εξακολουθούμε να ζούμε στο σκοτάδι της αμαρτίας.
Να σας πω το παράδειγμα;
Όλοι οι Έλληνες και μάλιστα οι χριστιανοί ορθόδοξοι, εκείνο το πρωινό μόλις πέρασαν οι πρώτες εντυπώσεις, το ’ριξαν πάλι στον ύπνο.
Θα ’πρεπε να είχαν πλημμυρίσει όχι μόνο οι εκκλησίες, αλλά και όλοι οι δρόμοι γύρω από τις εκκλησίες,
που να ’ταν αδιαχώρητο σα να γινόταν συλλαλητήριο.
Συλλαλητήριο έπρεπε να γίνει ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν.
Αλλά δεν έγινε τίποτα.
Και η αδιαφορία για τη σωτηρία μας, και για τον Θεόν της πίστεώς μας είναι σκοτάδι.
Δεν έχει ΦΩΣ αυτό το σκοτάδι, δεν έχει ελπίδα.
Δεν έχει σωτηρία.
Η αδιαφορία μας οδηγεί τελικά μακριά από τον Θεόν της αγάπης.
Και κατ’ ανάγκην μας σπρώχνει στον άλλο δρόμο, το δρόμο της απωλείας, το δρόμο της καταστροφής.
Τι θα μας σώσει; Η κιβωτός της σωτηρίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία!
Μόνο σ’ αυτήν θα ξεπλυθούμε από το πλήθος των ανομιών μας και των αμαρτημάτων μας.
Δηλαδή μέσα στην κολυμβήθρα της μετανοίας και των δακρύων,
στην κολυμβήθρα της ιεράς εξομολογήσεως,
για να ακολουθήσει η ΠΡΑΞΙΣ των εντολών,
η καλλιέργεια των αρετών και ΥΣΤΕΡΑ η Θεία Κοινωνία.
Όποιος όμως αμαρτάνει με τη θέλησή του,
είτε με μικρές παραβάσεις είτε με μεγάλες,
είτε υποκύπτοντας σε μικρές αδυναμίες, ή σε μεγάλα πάθη,
αυτός εκπίπτει της Θείας Χάριτος, και της Θείας Δικαιοσύνης.
Ιδού πως το τονίζει ο Εκκλησιαστής:
«Ο αμαρτάνων απολέσει αγαθοσύνην πολλήν»,
όποιος αμαρτάνει μας λέγει εδώ η Αγία Γραφή,
χάνει όχι μόνον την Θείαν αγαθότητα μέσα του,
αλλά χάνεται και ο ίδιος μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας,
συντρίβοντας ό, τι βρίσκεται μπροστά του,
και κυρίως μέσα στην καρδιά του.
Δηλαδή εγκαταλείπομε την αγάπη του Θεού,
εγκαταλείπομε την δόξα Του και την μεγαλοπρέπειά Του.
Υψώνουμε με την αμαρτία μας ένα φράγμα, ένα τείχος, μπροστά στη χάρη του Θεού,
και κλείνουμε τα μάτια μας σε ό, τι σκορπίζει φως η Θεία Χάρις.
Εκτοπίζοντας όμως τη Θεία Χάρη,
και απωθώντας την αγάπη του Θεού από τις καρδιές μας,
αφενός μεν καταστρέφουμε τον εαυτόν μας,
και αφετέρου γινόμεθα το κακό παράδειγμα στον πλησίον μας, στην οικογένειά μας.
Το επαναλαμβάνω για χιλιοστή φορά, το κακό παράδειγμα στα παιδιά μας,
και σε όλο το κοινωνικό περιβάλλον.
Αλλά κάθε πάθος, ως ενεργουμένη αμαρτία, έχει πολύ πολύ κακές επιπτώσεις,
σε όλους εκείνους που είναι γύρω μας.
Είμεθα οι χαλαστάδες, είμεθα αυτοί που γκρεμίζουνε, και όχι αυτοί που οικοδομούμε ψυχές,
γιατί έχουμε υποχρέωση,
και σεις έχετε υποχρέωση σαν μανάδες και σαν γιαγιάδες,
και σεις έχετε υποχρέωση σαν πατεράδες και σαν παππούδες
να οικοδομήσετε τις ψυχές των παιδιών σας…
Είμεθα οι φωτοσβέστες, αυτοί που σβήνουμε το λίγο φως που πάει να ανάψει
μέσα στις καρδιές των παιδιών μας ή του οιονδήποτε πλησίον.
Και δεν είμεθα οι σωτήριοι φωτοδότες, αυτοί δηλαδή που θα μεταδώσουμε,
το φως της ελπίδος και το φως της πίστεως.
Έτσι αν είμεθα εμείς λίγο φωτισμένοι, λίγο, λίγο φωτισμένοι απ’ τη χάρη του Θεού,
έ, να είστε βέβαιοι ότι αυτό το σωτήριο φώς, θα μεταδώσουμε και στα παιδιά μας.
Από το πιάτο της καρδιάς μας, η καρδιά μας έχει ένα πιάτο, ξέρετε,
δίνουμε και στο διπλανό μας,
Αν είναι μουχλιασμένο αυτό το πνευματικό φαγητό, μούχλα θα μεταδώσουμε.
Αν είναι σκουληκιασμένο, σκουλήκια θα μεταδώσουμε.
Θα ΠΕΘΑΝΟΥΝ τα παιδιά μας!
Αν είναι πεντανόστιμο και πως το λένε και ποτισμένο, με το αλατοπίπερο της Θείας Χάριτος,
με το Αλάτι της Θείας Χάριτος, ε,
αυτό που έχει η καρδιά μας, αυτό και προσφέρομε.
Θυμάστε τον Απόστολο Πέτρο, τι είπε στον παράλυτο εκεί έξω από το Ναό όταν ζήτησε βοήθεια,
πόσοι ζητιάνοι βγαίνουν έξω από τους ναούς και ζητάνε, τι είπε εκείνος;
Λεφτά δεν έχω να σου δώσω, αυτό που έχω θα στο δώσω, αυτό που έχω θα στο δώσω, τι έχω, Χάριν Χριστού.
Εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, έγειρε και περιπάτει.
Και ο παράλυτος σηκώθηκε!
Ό,τι έχουμε αυτό δίδουμε.
Έχουμε αγάπη; Αγάπη θα δώσουμε!
Έχουμε καλοσύνη; Καλοσύνη θα προσφέρουμε!
Έχουμε συμπόνια; Άμα έχουμε συμπόνια, μ’ αυτήν θα παρηγορήσουμε, με τι;
Αν όμως έχουμε φθόνο μέσα μας, ζήλεια μίσος, μνησικακία, εγωισμό, περηφάνεια, κενοδοξία, σκληροκαρδία,
ε, πρώτα πρώτα θα δηλητηριάσουμε τον εαυτόν μας, και ύστερα σκορπάμε την κακία και την πονηριά μας στους γύρω μας.
Οι αρετές του Ευαγγελίου όταν αυτές καλλιεργούνται, είναι αυτές που μας στολίζουν με ουράνια ενδύματα, γι’ αυτό κι αυτές τις αρετές, τις μακαρίζει ο Θεός.
Τις διαβάζετε καμιά φορά;
Μακάριοι οι ταπεινοί τη καρδία, ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι την χάριν.
Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται.
Μακάριοι οι κλαίοντες, δίνωσι κλαίν τώρα για τις αμαρτίες τους.
Αυτοί θα γελάν εις τους αιώνες των αιώνων.
Μακάριοι οι πραείς.
Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται.
Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην.
Αυτοί χορτασθήσονται.
Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία.
Όσοι έχουν καθαρή καρδιά είναι μακάριοι, αυτοί βλέπουν το Θεό μέσα τους, βλέπουν τη Χάρη, βλέπουν το φώς.
Και η εκκλησία μας δε λέει τζάμπα «είδωμεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον»,
ΕΙΔΩΜΕΝ, Είδαμε το φως, Αν η καρδιά μας είναι καθαρή τότε είδαμε το φως,
αν δεν είναι, δεν είδαμε τίποτα…
Μακάριοι οι ειρηνοποιοί.
Ααα, μεγάλο πράγμα να είσαι ειρηνοποιός.
Και όχι διχοστάτης, όχι να σκορπάς διχόνοια…
Ανάμεσα στο αντρόγυνο, ανάμεσα στην πεθερά και στη νύφη, και λοιπά…
Ειρηνοποιός να είσαι να τους δένεις, να τους μονιάζεις, τον έναν με τον άλλον,
και μακάριοι όσοι διώκονται χάριν αρετής και χάριν Χριστού, και χάριν δικαιοσύνης.
Όπως βλέπετε μακαρίζονται όλοι εκείνοι από τους χριστιανούς,
που στολίζονται από τέτοιες ουράνιες αρετές, και δεν είναι μόνον αυτές,
είναι πολλές και άπειρες οι αρετές, διότι άπειρος και υπερτέλειος είναι και ο Πανάγιος Θεός.
Τα πάθη όμως και οι κακίες, μας δημιουργούν μολυσματικές ασθένειες,
και πληγές, και έτσι όποιος μας πλησιάζει,
αισθάνεται πολύ γρήγορα την δυσοσμία της κακίας,
και γενικά της αμαρτίας που έχομε μέσα μας,
κι αν είναι λίγο φωτισμένος, φεύγει γρήγορα.
Δυστυχώς με τα πάθη και τις κακίες και τις πονηριές,
μολύνουμε ο ένας τον άλλον.
Και το κακό ξαπλώνεται από οικογένεια σε οικογένεια, από άνθρωπο σε άνθρωπο,
από χωριό σε χωριό, από κοινωνία σε κοινωνία,
έτσι εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο.
Για να σωθούμε μας χρειάζεται το μεγάλο θεραπευτήριον,
που λέγεται Ορθόδοξος Εκκλησία, που είναι και η κιβωτός της σωτηρίας.
Με τα Άγια σωστικά μυστήρια, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, την Ιερά Εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, και την καλλιέργεια των αντιστοίχων αρετών, ο άνθρωπος και θεραπεύεται και σώζεται.
Αναγεννάται, δικαιώνεται.
Και έτσι αποκτώντας την υιοθεσία, γίνεται και πάλι παιδί του Θεού,
και κληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών.
Για να γίνει όμως αυτό θα απαρνηθούμε, τον παλιό μας αμαρτωλό άνθρωπο, τον παλιό μας κακό εαυτό.
Και θα ενδυθούμε τον νέον με τις αρετές που μας χαρίζει ο Κύριος.
Τις αρετές όμως για να τις αποκτήσουμε, πρέπει και να παλέψουμε και να αγωνιστούμε.
Άλλο τι έχουμε φυσικά, με τι φυσικά μας έχει ενδύσει ο Θεός.
Σημασία έχει να αποκτήσουμε αρετές με αγώνα.
Βέβαια και η απόκτησις αυτή γίνεται πάντοτε με τη συνδρομή της Θείας Χάριτος.
Όταν κατακτηθούν οι αρετές τότε καλλιεργούνται, και για να αποδώσουν και αποδίδουν καρπούς τριάκοντα εξήκοντα εκατό.
Αν καλλιεργούμε ως χριστιανοί κάθε μέρα, και το εν δέκατο μιας αρετής,
και αν τηρήσουμε από αγάπη μια Ευαγγελική εντολή του Αγίου Θεού,
τότε να είστε υπερβέβαιοι ότι το πρόσωπον λάμπει.
Λάμπει από ιλαρότητα, και ακτινοβολεί από ουράνια χαρά.
Χαρά έχει μέσα του; Χαρά ακτινοβολεί.
Αγάπη έχει μέσα του; Αγάπη ακτινοβολεί.
Φως και Χάρη Θεού έχει; Φως ακτινοβολεί.
Γεμίζουμε ολόκληροι από Χριστό.
Γινόμεθα ΝΟΥΣ Χριστού.
Περπατούμε μαζί με τον Χριστό.
Και όποιος προσεύχεται νοερά, και λέει «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και βαδίζει, βαδίζει μαζί με το Χριστό στον Παράδεισο.
Το καταλάβατε καμιά φορά αυτό;
Ο Χριστός είναι όχι μόνον το φως του κόσμου, αλλά και το φώς του καθενός από μας.
Όταν όμως αμαρτήσουμε εκουσίως και με πείσμα, χάνουμε την κοινωνία μας με το Χριστό, και εκπίπτουμε της Θείας Χάριτος.
Το βεβαιώνουν και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας που μας λένε,
«Νους εκστάς του Θεού, ή δαιμονιώδης καθίσταται ή κτηνώδης»
ή δαιμονίζεται ο άνθρωπος ή κτηνοποιείται.
Βαρειές είναι αυτές οι βεβαιωμένες δηλώσεις των Πατέρων μας και όλων των Αγίων,
αλλά είναι αληθινές.
Με την αμαρτία ο χριστιανός σκοτίζεται και έτσι δεν έχει τίποτα μέσα του,
ούτε αγάπη έχει, ούτε καλοσύνη έχει, ούτε έλεος έχει μέσα του, ούτε φιλανθρωπία έχει,
τίποτα δεν έχει.
Ούτε νήψη, ούτε προσοχή, ούτε προσευχή, ούτε φως, τίποτα δεν έχει μέσα του.
Μόνο σκοτάδι, πάθη και αμαρτίες.
Είναι έρημος ο άνθρωπος της αμαρτίας.
Γιατί είναι χωρισμένος απ’ τον Θεόν.
Είναι μόνος.
Γιατί αισθάνεται ότι στερείται της παρουσίας του Θεού μέσα του.
Είναι διψασμένος, τρέχει από δω, τρέχει από κει, για να ξεδιψάσει λίγο αυτή τη δίψα,
που λαχταράει η ψυχή του.
Κι όπου και αν πάει στο τέλος είναι κενός.
Δεν έχει ξεδιψάσει.
Τον ξεδιψά μόνον η Χάρις του Θεού.
Να!, όταν βγαίνει εδώ το Άγιο Ποτήριο.
Και είναι και στο τέλος ρακένδυτος, αφού τον ερήμωσαν τα πάθη.
Τι θα μας σώσει χριστιανοί μου;
Η μετάνοια, η εξομολόγηση, η Θεία Κοινωνία,
η αλλαγή ζωής, η αλλαγή νοοτροπίας,
μακριά από το κοσμικό πνεύμα, ο φωτισμός του νου.
Πολλές φορές έχομε κάνει προειδοποιήσεις για τα δεινά που έρχονται.
Δεν τα λαμβάνουμε υπόψην μας.
Να παρακαλούμε το Θεόν από τώρα,
όταν έρθει αυτή η στιγμή, ο Θεός να μη μας εγκαταλείψει.
Να στείλει τον άγγελό του και φρούπ,
να μας αρπάξει από κει που βρισκόμαστε,
και να μας στείλει στο Τσοτίλι, αν το μέρος αυτό σωθεί.
Ανέφερα έτσι ένα χωριό τώρα.
Μεγάλη ευλογία ο νους μας να είναι φωτισμένος, αγνός, καθαρός, αμόλυντος,
και γεμάτος από η Θεία Χάρη.
Αλλά κάθε φωτισμένος νους λούζεται, και κάθε μέρα από τα δάκρυα της μετανοίας.
Ένα βρε να ρίχνομε, ένα…
Ένα διαμαντάκι.
Θα το πάρει ο άγγελος και θα το πάει στο θρόνο του Θεού.
Και έτσι θα μας ελευθερώσει.
Από κάθε δεσμό και από κάθε σκλαβιά.
Και ας μη ξεχνάμε ότι μόνον στον φωτισμένο νου,
λάμπει ο ήλιος Χριστός,
που προσφέρει πλούσιο το φως της πίστεως.
Και ζωογονεί και αυξάνει τους καρπούς του Παναγίου Πνεύματος,
της αγάπης της χαράς,
της ειρήνης, της ελπίδος, της υπομονής, της πίστεως,
της εγκρατείας, της μακροθυμίας, της ακακίας,
της συγχωρητικότητος, της πραότητος, της ταπεινοφροσύνης,
και πολλούς πολλούς άλλους.
Ρώτησαν έναν άγιο σημερινό
«Ποια αρετή πρωτεύει;» και λέει η «η ακακία».
Άλλοι λένε αγάπη.
Άλλοι λένε ταπείνωση.
Το ίδιο πράγμα είναι.
Ο φωτισμένος νους πολλαπλασιάζει όλες τις ανεκτίμητες δωρεές του Θεού,
σταθεροποιώντας τον αγωνιζόμενο πιστό χριστιανό, στον δρόμο των αρετών και της Θεοκοινωνίας.
Μιας ζωντανής κινητής Θεοφορίας.
Με τα πάθη είμαστε κινητή νεκροφόρα.
Η νεκροφόρα τι έχει μέσα, Το αυτοκίνητο;
Της νεκροφόρας, και τα παλιά κάρα και οι αραμπάδες;
Τι είχαν; Ένα νεκρό.
Άμα λοιπόν η ψυχή μας είναι πεθαμένη από τα πάθη, κινητή νεκροφόρα είναι.
Άμα όμως έχει μέσα της φως, γίνεται κινητή Θεοφορία.
Αυτή τη λοιπόν την ζώσα φωτισμένη Θεοφορία,
και την εν Χριστώ ζωή, την εύχομαι ως ταπεινός πνευματικός σας,
σε σας, και σεις να την εύχεστε σε μας τους ιερείς,
όλους τους ιερείς, τους Ορθοδόξους εν Χριστώ,
κλήρο, διακόνους, πρεσβυτέρους, και επισκόπους,
για να ποιμαίνουμε σωστά την Εκκλησία του Χριστού,
νάμαστε δηλαδή σωστοί τσομπάνηδες,
και τα πρόβατα που μας εμπιστεύτηκε ο Θεός,
να τα διαποιμάνουμε σωστά, και να τα οδηγούμε εις νομάς σωτηρίας,
και στο μαντρί, όπου φυλάγεται εις τους αιώνας των αιώνων,
απολαμβάνοντας εκεί την ασφάλεια και όλες τις δωρεές του Ουρανού.
Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2008
Ο Ιησούς Χριστός φώς.
206-β
Ιωάννου τού Προδρόμου
Σας έλεγα και χθες χριστιανοί μου, ότι αυτός που πρώτος κατέστη θεόπτης,
και μάλιστα θεόπτης της Αγίας Τριάδος, ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Ήταν αυτός που πρώτος, δεικνύοντας τον Χριστόν, είπε εις τους δύο μαθητάς,
τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και τον Πρωτόκλητον Ανδρέα,
«Ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Θεόπτες του Θεού υπήρξαν, όπως σας είπα και χθες,
όλοι οι μεγάλοι προφήτες, όπως ο Μωυσής, ο Ησαϊας, ο Ιεζεκιήλ, ο προφήτης Ηλίας,
και τόσοι άλλοι.
Αποκαλυπτικός μάρτυρας λοιπόν της φανερώσεως της Αγίας Τριάδος,
τελευταίος και πρώτος μαζί, υπήρξε Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Θεόπτες όμως της θεανθρωπότητος του Ιησού Χριστού,
υπήρξαν όλοι οι άγιοι διά μέσου των αιώνων μέχρι των ημερών μας.
Έχουμε ακόμα και αγίους τον εικοστό αιώνα.
Δεν τους ενθυμούμαι όλους όσους έχει επισήμως αναγνωρίσει η Αγία μας Εκκλησία,
δια του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως αγίους,
αναφέρω μόνο τον Παναγή τον Μπασιά, τον Ιωακείμ τον Ιθακήσιο,
τον Νικόλαο τον Πλανά, τον Άγιο Σάββα εν Καλύμνω,
και τον γνωστό μας, πολύ γνωστό θαυματουργό και λίαν θαυματουργό,
Άγιο Νεκτάριο Αιγίνης και τα λοιπά, υπάρχουν και άλλοι τους οποίους δεν ενθυμούμαι.
Αλλά και πολλοί αγιασμένοι ερημίτες μοναχοί και κατά κόσμον καταξιωμένοι ιερωμένοι,
υπήρξαν και αυτοί μάρτυρες, των αποκαλύψεων του Χριστού και θεόπτες,
όπως ο περίφημος Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης,
ο πατήρ Γαβριήλ ο Διονυσιάτης, τον οποίο γνώρισα από κοντά,
ο πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης επίσης, ο πατήρ Φιλόθεος ο Ζερβάκος,
ο πατήρ Αμφιλόχιος Μακρής, ο πατήρ Γεώργιος Καρσλίδης,
και αυτόν τον εγνώρισα και περιμένουμε την επίσημη ανακήρυξή του ως Αγίου.
Ο πατήρ Ιάκωβος ο Τσαλίκης που πολλοί από σας να τον γνωρίζετε,
να τον γνωρίσατε, ήτανε στην Εύβοια,
ο πατήρ Βησσαρίων, η αποκάλυψη αυτή του αιώνος, στην Μονή του Αγάθωνος.
Ο πατήρ Παϊσιος ο γνωστός με τα τόσα πληθωρικά του βιβλία, ο ασκητής της Παναγούδας,
ο πατήρ Πορφύριος ο Μπαϊρακτάρης, ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης,
και άλλοι πολλοί και άλλοι.
Όλοι είδαν με τα μάτια της ψυχής τους και τη δόξα και το φως της Τρισηλίου Θεότητος της Αγίας Τριάδος,
και περπάτησαν στην χώρα του Παραδείσου μαζί με τον Χριστόν.
Και έτσι βίωσαν την ουράνια γλυκύτητα και ευτυχία,
από τη θέα του προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Το επαναλαμβάνω, από τη θέα του προσώπου.
Αυτός ήταν η τροφή τους και το νερό και το ψωμί.
Αυτός το φως και η ζωή τους,
Αυτός η ελπίδα τους,
Αυτός η χαρά τους,
Αυτός το πάν.
Κάθε πόρος του σώματος ανέπνεε Χριστόν και μόνον Αυτόν.
Τώρα τι αναπνέουν οι δικοί μας οι πόροι, αυτό δεν το γνωρίζω.
Γι αυτό χριστιανέ μου, προσπάθησε και συ,
-κάποιος μεγάλος πατέρας της εκκλησίας το συνιστά αυτό,-
να ζήσεις την παρουσία του Χριστού μέσα στην καρδιά σου από τώρα.
Από σήμερα, από τούτη τη ζωή.
Αν δεν Τον ζήσεις από τώρα, δεν θα Τον ζήσεις ποτέ.
Προσεύχεσαι χριστιανέ μου, και συ προσεύχεσαι, και ’γω προσεύχομαι και όλοι προσευχόμεθα.
Νοιώθουμε όμως την ώρα που κάνουμε προσευχή, ότι ο Κύριος είναι μπροστά μας;
Ή μήπως εμείς τα λέμε και εμείς τα ακούμε;
Πρέπει να είναι, λέει ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ,
τόση ζωντανή η παρουσία του Κυρίου μας,
όσο ζωντανή ήτανε και μπροστά στον Τίμιο Πρόδρομο,
όταν εγένετο η Βάπτισίς Του, και η αποκάλυψις της Παναγίας Τριάδος,
το Πανάγιον Πνεύμα με μορφή περιστεράς στο κεφάλι του Κυρίου,
και η φωνή του Θείου Πατρός που ηκούσθη εξ ουρανού.
Αλλά κατά την διάρκειαν όμως της προσευχής, της μικρής ή της μεγάλης,
της πτωχής ή της εξηραμένης, έρχεται κάποια στιγμή και γεμίζομε από κατάνυξη,
γεμίζομε από συντριβή, γεμίζομε από δάκρυα.
Και τότε μας πληροφορεί το Άγιον Πνεύμα,
ότι να, τώρα αυτή τη στιγμή, είναι μπροστά σου ο Χριστός.
Και έτσι γεμίζουμε και από Χριστό, δηλαδή από απέραντη ευγνωμοσύνη.
Από μια απέραντη, απέραντη, απέραντη, απέραντη αγάπη
προς όλους και όλα.
Και από μια ανεξήγητη χαρά την οποία θέλουμε να την μεταδώσουμε σε όλους.
Ήλθε ο Χριστός, και πλουτίσαμε πνευματικά, γίναμε πλούσιοι.
Γίναμε πάμπλουτοι από θεία αγαθά.
Από το άπειρον πλήθος των καρπών του Παναγίου Πνεύματος.
Γι’ αυτό και στην εκκλησία, μέσα δηλαδή στο ναό, πρέπει να προσευχόμεθα, χωρίς μιλιά.
Γιατί κουβεντιάζουμε δυστυχώς, κι εκεί πίσω, εκεί στο νάρθηκα, μπουρ, μπουρ, μπουρ, μπουρ…
Χωρίς κινήσεις, χωρίς ματιές γύρω γύρω,
χωρίς περισπασμούς των σκέψεων και των λογισμών.
Μόνον ο Χριστός μέσα μας, ΜΟΝΟΝ ο Χριστός!
Σε λίγο θα προβάλλει και όπως και πρόβαλλε, με το Άγιον Ποτήριον,
και γίνεται η διακήρυξις όπως το τόνισα και χθες,
«ίδωμεν το φώς το αληθινόν».
Είδομεν, το βεβαιώνουμε δηλαδή εκείνη τη στιγμή,
ότι είδαμε το φώς το αληθινόν.
Και αν δεν κοινωνήσαμε, δεν βλέπομε τους άλλους που κοινωνούν;
Δεν βλέπομε εδώ στο κέντρο τον ιερέα,
πώς βγάζει την Αγία Λαβίδα απ’ το Άγιο Ποτήριο,
πώς υπάρχει επάνω το Σώμα και το Αίμα μέσα σ’ αυτό;
Που πολλές φορές το είδαν άνθρωποι με τα θνητά τους μάτια να λάμπει ως αστραπή!
Και να φωτίζει και να χορταίνει, και να λαμπροφορεί τον κοινωνούντα,
και να του αλλοιώνει όχι μόνο το πρόσωπο αλλά και ολόκληρον τον άνθρωπον.
Χριστιανοί μου είναι καιρός λίγο να συνέλθουμε, γιατί δεν πάμε καλά.
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.
Δια πρεσβειών του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου,
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με,
Αμήν
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)