Αρπαγή την ημέρα των Θεοφανείων
Μου διηγείτο μια αγωνιζόμενη ψυχή, βέβαια πάνε χρόνια, δεν θυμάμαι ούτε καν ποιος ήτο, ανήμερα των Θεοφανείων, μου είπε πως βρέθηκε με έκσταση του νου μπροστά στο θυσιαστήριο μιας κάποιας
ερημικής εκκλησίας.
Οταν έχουμε έκσταση του νου, έξοδο, αρπαγή όπως λέμε, δεν είναι αρπαγή του σώματος αλλά αρπαγή του νου.
Είναι έξοδος του νου αλλά και είσοδος συγχρόνως.
Εξοδος του νου από τις λειτουργίες του σώματος και εισέρχεται ο νους στο χώρο της καρδιάς, εκεί όπου η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί.
Και βρέθηκε λοιπόν δια της εκστάσεως, αυτής του νοός, στο θυσιαστήριο μιας κάποιας ερημικής εκκλησίας.
Και εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια του νου και ο νους βρισκόταν εν απορία, του προσφέρθησαν από την Αγία Τράπεζα, πώς του προσφέρθηκαν είναι άγνωστο, άρτοι ευωδέστατοι, ζυμωμένοι, το κατάλαβε αυτό, το ένιωσε, το πληροφορήθηκε η καρδιά ότι δεν ήταν με υλικά της γης
αυτής, του αιώνος τούτου.
Οχι με λάδια, δηλαδή, και με νερό και με αλεύρι γήινο, αλλά με υλικά υπερουράνια τα οποία πλημμύριζαν από ακατάληπτες ευωδίες και αρώματα.
Και πήρε λοιπόν και έφαγε, και έτρωγε.. και χόρταινε και ξαναέτρωγε και χόρταινε όμως από
θεία μακαριότητα και ευφροσύνη.
Και όσο έτρωγε τόσο και εκείνοι πλήθαιναν και μεγάλωναν αλλά και εκείνος και πάλι έτρωγε και
εκείνα πάλι πλήθαιναν.
Πόσο κράτησε τώρα αυτό, ώρες, μέρες δεν γνωρίζει.
Τι ήταν άραγε;
Πρόγευση της αιωνιότητος;
Της αθανασίας ήταν δείπνο ουράνιο;
Τι ήτο ουκ οίδεν.
Ο Θεός οίδεν.
Περιορίζει, μόνο ο Θεός ξέρει.
Συνέρχεται λοιπόν και ακούγεται το Απολυτίκιον.
Εν Ιορδάνου Βαπτιζομένου σου Κύριε και κάτω από το ράσο του νεωκόρου φεύγει ένα περιστέρι λευκό.
Και αυτός λοιπόν βλέπει έκπληκτος τότε ότι δεν ήταν ντυμένος με τα δικά του ρούχα, αλλά φορούσε κάποια άλλα και ήταν ντυμένος ψυχοσωματικά, νους, καρδιά, ψυχή και σώμα ήταν ντυμένα όλα αυτά με ένα ολόλευκο αλλά και ολοφώτεινο φόρεμα χιτών.
Ομοιος δεν υπάρχει τέτοιος στη γη, είπε, ούτε μπορεί να τον προσφέρει ο παρών αιών που είναι γεμάτος και ζυμωμένος με το κακόν και με το φυσικόν και με το ηθικόν κακόν.
Είπε: Τέτοιο χιτώνα δεν μπορούσαν να τον είχαν υφάνει ανθρώπινα χέρια ούτε καν αγγελικά, μόνο θεία.
Σε λίγο όλα χάθησαν και έμενε για πολλές ημέρες η θεία ευφροσύνη, η απορία, η έκπληξις, η κατάνυξις, η άπειρος ταπείνωσις.
Ποιος ήμουν εγώ που ήμουν ενδεδυμένος τοιούτον χιτώνα;
Πολλοί ασφαλώς άκουσαν την παρούσαν διήγησιν και εξενίστησαν, αμφέβαλαν, είχαν
δυσπιστήσει, δεν την κατάλαβαν.
Αλλοι πάλι και την κατάλαβαν και χάρηκαν και ευχαριστήθηκαν και μακάρισαν την ψυχή, τονώθηκαν πνευματικά και θέλησαν και προσπάθησαν περισσότερο να αγωνιστούν
σε αυτήν εδώ τη ζωή γιατί και κάποιοι άνθρωποι σαν και εμάς, όμοιοι με εμάς, όπως λέει για τον Προφήτην Ηλίαν, ομοιπαθής, όμοιος με εμάς, με τα ίδια ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αγωνίζονται
ζουν και βιώνουν.
Και έτσι όπως ακριβώς εκείνοι ευχαριστήθηκαν, με πολλή ευχαρίστηση και τέρψη τα διηγήθηκαν και στους άλλους.
Και κάποιοι τρίτοι εκλεκτοί το έζησαν το γεγονός όπως και εκείνος.
Το εβίωσαν εν αισθήσει ψυχής.
Γεύτηκαν και αυτοί τη θεία ευφροσύνη με τον ίδιο ή με τον άλλο τρόπο, δεν ξέρουμε.
Νους και καρδιά είχαν αιχμαλωτιστεί από την ίδια υπερουράνια θεία αιχμαλωσία.
Μου διηγείτο μια αγωνιζόμενη ψυχή, βέβαια πάνε χρόνια, δεν θυμάμαι ούτε καν ποιος ήτο, ανήμερα των Θεοφανείων, μου είπε πως βρέθηκε με έκσταση του νου μπροστά στο θυσιαστήριο μιας κάποιας
ερημικής εκκλησίας.
Οταν έχουμε έκσταση του νου, έξοδο, αρπαγή όπως λέμε, δεν είναι αρπαγή του σώματος αλλά αρπαγή του νου.
Είναι έξοδος του νου αλλά και είσοδος συγχρόνως.
Εξοδος του νου από τις λειτουργίες του σώματος και εισέρχεται ο νους στο χώρο της καρδιάς, εκεί όπου η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί.
Και βρέθηκε λοιπόν δια της εκστάσεως, αυτής του νοός, στο θυσιαστήριο μιας κάποιας ερημικής εκκλησίας.
Και εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια του νου και ο νους βρισκόταν εν απορία, του προσφέρθησαν από την Αγία Τράπεζα, πώς του προσφέρθηκαν είναι άγνωστο, άρτοι ευωδέστατοι, ζυμωμένοι, το κατάλαβε αυτό, το ένιωσε, το πληροφορήθηκε η καρδιά ότι δεν ήταν με υλικά της γης
αυτής, του αιώνος τούτου.
Οχι με λάδια, δηλαδή, και με νερό και με αλεύρι γήινο, αλλά με υλικά υπερουράνια τα οποία πλημμύριζαν από ακατάληπτες ευωδίες και αρώματα.
Και πήρε λοιπόν και έφαγε, και έτρωγε.. και χόρταινε και ξαναέτρωγε και χόρταινε όμως από
θεία μακαριότητα και ευφροσύνη.
Και όσο έτρωγε τόσο και εκείνοι πλήθαιναν και μεγάλωναν αλλά και εκείνος και πάλι έτρωγε και
εκείνα πάλι πλήθαιναν.
Πόσο κράτησε τώρα αυτό, ώρες, μέρες δεν γνωρίζει.
Τι ήταν άραγε;
Πρόγευση της αιωνιότητος;
Της αθανασίας ήταν δείπνο ουράνιο;
Τι ήτο ουκ οίδεν.
Ο Θεός οίδεν.
Περιορίζει, μόνο ο Θεός ξέρει.
Συνέρχεται λοιπόν και ακούγεται το Απολυτίκιον.
Εν Ιορδάνου Βαπτιζομένου σου Κύριε και κάτω από το ράσο του νεωκόρου φεύγει ένα περιστέρι λευκό.
Και αυτός λοιπόν βλέπει έκπληκτος τότε ότι δεν ήταν ντυμένος με τα δικά του ρούχα, αλλά φορούσε κάποια άλλα και ήταν ντυμένος ψυχοσωματικά, νους, καρδιά, ψυχή και σώμα ήταν ντυμένα όλα αυτά με ένα ολόλευκο αλλά και ολοφώτεινο φόρεμα χιτών.
Ομοιος δεν υπάρχει τέτοιος στη γη, είπε, ούτε μπορεί να τον προσφέρει ο παρών αιών που είναι γεμάτος και ζυμωμένος με το κακόν και με το φυσικόν και με το ηθικόν κακόν.
Είπε: Τέτοιο χιτώνα δεν μπορούσαν να τον είχαν υφάνει ανθρώπινα χέρια ούτε καν αγγελικά, μόνο θεία.
Σε λίγο όλα χάθησαν και έμενε για πολλές ημέρες η θεία ευφροσύνη, η απορία, η έκπληξις, η κατάνυξις, η άπειρος ταπείνωσις.
Ποιος ήμουν εγώ που ήμουν ενδεδυμένος τοιούτον χιτώνα;
Πολλοί ασφαλώς άκουσαν την παρούσαν διήγησιν και εξενίστησαν, αμφέβαλαν, είχαν
δυσπιστήσει, δεν την κατάλαβαν.
Αλλοι πάλι και την κατάλαβαν και χάρηκαν και ευχαριστήθηκαν και μακάρισαν την ψυχή, τονώθηκαν πνευματικά και θέλησαν και προσπάθησαν περισσότερο να αγωνιστούν
σε αυτήν εδώ τη ζωή γιατί και κάποιοι άνθρωποι σαν και εμάς, όμοιοι με εμάς, όπως λέει για τον Προφήτην Ηλίαν, ομοιπαθής, όμοιος με εμάς, με τα ίδια ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αγωνίζονται
ζουν και βιώνουν.
Και έτσι όπως ακριβώς εκείνοι ευχαριστήθηκαν, με πολλή ευχαρίστηση και τέρψη τα διηγήθηκαν και στους άλλους.
Και κάποιοι τρίτοι εκλεκτοί το έζησαν το γεγονός όπως και εκείνος.
Το εβίωσαν εν αισθήσει ψυχής.
Γεύτηκαν και αυτοί τη θεία ευφροσύνη με τον ίδιο ή με τον άλλο τρόπο, δεν ξέρουμε.
Νους και καρδιά είχαν αιχμαλωτιστεί από την ίδια υπερουράνια θεία αιχμαλωσία.