Περί αναξίου συμμετοχής στα Αχραντα Μυστήρια
Κάποτε μια νεαρά ψυχή εξομολογήθηκε.
Όμως ήταν τέτοια η κατάστασις της που δεν της επιτράπη η Θεία Κοινωνία.
Αυτή όμως νευρίασε, πληγώθηκε ο εγωισμός της φαίνεται και αντέδρασε.
Ήταν συγγενής του Επισκόπου, πήγε σε αυτόν και διαμαρτυρήθηκε.
Και ο Δεσπότης της είπε:
- Έλα την Κυριακή. Θα σε κοινωνήσω εγώ.
Στον τάδε ναό θα λειτουργούσε.
Πήγε λοιπόν η κοπέλα και την ώρα που έφτασε στο Αγιο Ποτήριο, κάνει ένα φοβερό εμετό με μαύρα υγρά.
Φυσικά δεν κοινώνησε γιατί της έπιασαν και σπασμοί στην κοιλιά και έμεινε βέβαια για την άλλη Κυριακή.
Έκανε τη νηστεία της, ξαναπήγε.
Πηγαίνοντας και φτάνοντας μπροστά στο Αγιο Ποτήριο το στόμα της δεν άνοιγε.
Ήταν κλειστό.
Μιά, δυό, τρείς προσπάθειες, καμμία.
Άρχιζε να μουγκρίζει.
Πετάχτηκαν τα μάτια της έξω και απομακρύνθηκε.
Θυμήθηκε τον Πνευματικό και ξαναπήγε.
Και ο Πνευματικός της είπε:
- Θα κοινωνήσεις τότε που σου προσδιόρισα. Ούτε μια μέρα λιγότερο και θα δεις τη Χάρι.
Περίμενε, κοινώνησε και αποκαταστάθη πλήρως η ειρήνη μέσα της.
Κάποτε, μου διηγείτο ο Πατήρ Ιάκωβος, ήρθε ένας χριστιανός, γνωστός λέει δημοσιογράφος, να κοινωνήσει στο μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ, χωρίς όμως τη σχετική προετοιμασία της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Μετανοίας.
Την ώρα που άπλωνε την Αγία Λαβίδα, έλεγε ο Πατήρ Ιάκωβος, είδα πως ήταν κατάμαυρος και ασφαλώς βέβαια από την εσωτερική του ακαταστασία, ήτο ανέτοιμος, όχι καθαρός ακάθαρτος.
Ακάθαρτος από την πνευματική του απλησιά και αυτή η απλησιά πολλές φορές φαίνεται στο πρόσωπό μας.
Χωριστά βέβαια το ότι είχε μπλέξει και με τη μαγεία.
Τώρα γιατί το είπε ο Πατήρ Ιάκωβος αυτό δεν ξέρω.
Πάντως φαίνεται θα το είχε δει.
Συγχρόνως, λέει, βλέπω, όταν έφτασε η Λαβίδα στο στόμα του- αυτά γίναν αστραπιαίως- μια χρυσή λάμψη σαν αστραπή να βγαίνει από την Αγία Λαβίδα, μέσα δηλαδή από το Σώμα και το Αίμα
του Κυρίου, όσο ήταν Εκείνο πάνω στην Αγία Λαβίδα, να περνάει πάνω από το κεφάλι μου και να χάνεται, να σβήνει πίσω στην Αγία Τράπεζα.
Έφυγε η Θεία Χάρις, το Αγιον Πνεύμα και όταν αυτό φεύγει τότε η Θεία Κοινωνία γίνεται στην ψυχή μας κρίμα και κατάκριμα.
Κάρβουνο που κατακαίει την καρδιά και όχι φως που φωτίζει, όχι Θεού δύναμις που ενδυναμώνει τον άνθρωπο και πολύ περισσότερο όχι χάρισμα του ενδύει την ψυχή με ουράνιες Τριαδικές δωρεές. Για αυτό και στις ευχές που διαβάζουμε της Θείας Μεταλήψεως παρακαλούμε η Θεία Κοινωνία μη γίνει σε εμάς μη εις κρίμα μη εις κατάκριμα, μη εις κόλασιν ψυχής και σώματος.
Μη φλέξεις με τη μετουσία, πυρ γαρ υπάρχεις τους αναξίους φλέγον και άλλα πολλά που όταν διαβάζονται με προσοχή οι ευχές τα διαπιστώνει κανένας.
Προσοχή λοιπόν.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία και με τη Θεία Λατρεία δεν παίζουμε.
Οι ιερείς του Βάαλ
Αν ο Τριαδικός Θεός δεν είναι Παρών, Ζωντανός, Αληθινός μέσα μας, γύρω μας, πάνω στο θυσιαστήριο, αν δεν είναι λοιπόν πανταχού Παρών και ειδικότερα να τονίσουμε στο Ναό, τότε η Θεία Λατρεία μας θα ήσαν χαμένες και κούφιες φωνές στον αέρα σαν εκείνες των ιερέων του Βάαλ, που φώναζαν από το πρωί μέχρι το βράδυ μπροστά στον Προφήτη Ηλία και στους βασιλείς, ειδικότερα βέβαια στη βασίλισσα Ιεζάβελ, για να πάρουν φωτιά τα ξύλα μιας ειδωλολατρικής θυσίας και επί λέξει λέγει "Και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις".
Και έμεινε αυτό το "Ουκ ην ακρόασις".
Κανένας δεν άκουε και κανένας δεν απαντούσε.
Το θυμάστε αυτό, μπροστά σε 300 ιερείς τους Βάαλ, ο Προφήτης Ηλίας θέλησε να αποδείξει και στους ιερείς και στους Ιουδαίους και στους βασιλείς, αυτούς τους ασεβείς, ειδικότερα στη βασίλισσα που τον κατεδίωκε και προσπαθούσε να σπείρει στο λαό των Ιουδαίων, του Ισραήλ εκεί, τη λατρεία του Βάαλ, και είπε λοιπόν ο Προφήτης Ηλίας:
Θέλησε να αποδείξει ποιος είναι ο αληθινός Θεός.
- Θα μαζέψουμε ξύλα για θα κάνουμε θυσία. Εσείς μαζέφτε τα εδώ και κάντε τις προσευχές
σας και εγώ θα τα μαζέψω εδώ. Πράγματι λοιπόν, από το πρωί μέχρι το βράδυ αυτοί φώναζαν και τα ξύλα δεν πήραν φωτιά μόνα τους. Είπε να πάρουν από μόνα τους τα ξύλα φωτιά.
Ο Προφήτης Ηλίας όμως μάζεψε ξύλα τα οποία έβρεξε με πολύ νερό και μάλιστα γύρω από τα ξύλα, λέει, έκανε και ένα αυλάκι με νερό.
Σήκωσε μια φορά τα χέρια του και πριν προλάβει να τα κατεβάσει κάτω, ο ουρανός ήταν καταγάλανος, αστραπή φοβερή έπεσε πάνω στα ξύλα και τα έδωσε φωτιά.
Αύξηση, βέβαια, τότε έγινε η σφαγή των 300 ιερέων εκείνων του Βάαλ, των ειδωλολατρών, η μήνι της Ιεζάβελ τότε ήταν φοβερή, κατεδίωξε τον Προφήτη, κατέφυγε εκείνος στα βουνά και είναι γνωστή η στάσις του Προφήτου Ηλία στην προσευχή, όταν το κεφάλι το έθεσε ανάμεσα στα γόνατα και είναι η στάσις η οποία λέγεται ότι αφορά τους ησυχαστάς και τους εργάτας της νοεράς προσευχής.
Παρουσία Αγγέλων στη Μικρά Είσοδο
Ο δε Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι γνώρισε κάποιον αξιοσέβαστο Ιερέα που είχε το χάρισμα να δέχεται αποκαλύψεις.
Δεν ξέρω βέβαια αν έλεγε για τον εαυτόν του.
Πάντως έτσι το τοποθετεί.
Κάποτε αξιώθηκε, λέγει, αυτός ο Ιερεύς να δει πλήθος από Αγγέλους, ντυμένες με λαμπρές, αστραφτερές σαν τον ήλιο στολές, να μαζεύονται γύρω του και να τον συνοδεύουν στη Μικρά
Είσοδο, κάτι πιο φοβερώτερο, να τον σηκώνουν στα χέρια και να τον βοηθούν να κάμει την Είσοδο και εν συνεχεία, λέγει, να κυκλώνουν την Αγία Τράπεζα, να έχουν χαμηλωμένο το κεφάλι τους
με πολύ σεβασμό και άλλοτε να στέκονται σιωπηλοί και άλλοτε να ψέλνουν τους λειτουργικούς ύμνους μαζί με τους ιεροψάλτες, συνοδεύοντάς τους.
Βέβαια τους εκάλυπταν για αυτόν τον Ιερέα ή για άλλους Ιερείς.
Ο Ιερεύς εκείνος κυριολεκτικά διελύετο.
Κάποτε άκουσε ότι κάποιος Ιερεύς σε μια τέτοια κατάσταση είχε λιποθυμήσει.
Ο Αγιος Μαρκιανός
Ο Αγιος Μαρκιανός, πηγαίνοντας για την Εκκλησία του ένα πρωινό, γιατί είναι προ του 7ου αιώνος, συνάντησε, ήταν χειμώνας πρωί, έναν κουρελιάρη ο οποίος έτρεμε κυριολεκτικά από το κρύο.
Του λέει:
- Δος μου κανένα φόρεμα, Πάτερ.
Δεν είχε ο καημένος τίποτα.
Αυτά που είχε τα έβγαλε και του τα έδωσε.
Και έμεινε γυμνός.
Έτρεξε γρήγορα στην Εκκλησία για να μην κρυώσει, ντύθηκε τα Αμφιά του και περίμενε τον Πατριάρχη για Θεία Λειτουργία.
Ήρθαν και άλλοι Ιερείς εν τω μεταξύ, ντύθηκαν και εκείνοι.
Έτσι άρχισε η Θεία Λειτουργία παρόντος του Επισκόπου.
Περίμεναν στην Είσοδο, ερχόταν ο Αρχιερεύς ή ο Πατριάρχης, έπαιρναν το Ιερόν Ευαγγέλιον και επραγματοποιείτο η Μικρά Είσοδος, η πρώτη.
Καθ' όλην τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας όλοι οι πιστοί και οι παριστάμενοι εκεί συλλειτουργούντες Ιερείς και άλλοι βοηθοί Επίσκοποι έβλεπαν κάτι και ολονών τα μάτια ήταν στραμμένα στον Αγιο Μαρκιανό.
Φορούσε μία στολή χίλιες φορές πιο αστραφτερή από αυτήν που είχε ο Πατριάρχης.
Άρχισαν τα μουρμουρητά των αδελφών και συλλειτουργών και των άλλων Αρχιερέων:
- Πώς είναι δυνατόν ένας παπαδάκος τώρα να έχει πιο λαμπρή στολή από τον Πατριάρχη;
Μην κοιτάζετε εσείς που μου κάματε εμένα καλές στολές.
Από μέσα η καρδιά είναι μυλωνά.
Λοιπόν, αυτουνού ήταν πραγματική όμως.
Επειδή τα παράπονα μεταφέρθηκαν στον Πατριάρχη, ο Πατριάρχης, επειδή άρχισε, το έβλεπε και ο ίδιος, στο τέλος τον καλεί λοιπόν και του λέει:
- Έλα εδώ, Μαρκιανέ. Τι ντροπή είναι αυτή! Τι στολή είναι αυτή που έβαλες; Επιτρέπεται εσύ να έχεις τέτοια στολή;
- Τι στολή έχω, λέει, Δέσποτά μου, Παναγιώτατε;
- Να, τόσο λαμπρά που είναι.
- Μα, λέει, με πειράζετε;
- Εσύ, λέει, με κοροϊδεύεις; λέει ο Πατριάρχης.
Αστράφτει αυτό εδώ πέρα.
Ούτε κεριά χρειάζονται, ούτε τίποτα.
Όλος ο Ναός φωτίζεται.
- Παναγιώτατε, λέει, αυτό που φοράω, είναι αυτό που μου δώσατε όταν με χειροτονήσατε και με κάματε Ιερέα.
Και όπως έκανε έτσι και σήκωσε το ένδυμα, για να το δείξει δηλαδή ότι αυτό ήταν, φάνηκε ότι από μέσα ήταν γυμνός.
Και πέφτει, φεύγει η λάμψις και μένει η στολή η πρώτη.
Φωτίζεται ο Πατριάρχης από μέσα του και καταλαβαίνει ότι ήταν γυμνός από μέσα γιατί κάπου τα είχε δώσει τα ρούχα.
Έτσι στολίζονταν στη Θεία Λειτουργία οι παλιοί Ιερείς.
Εμείς για να καλύψουμε τα χάλια μας φοράμε ωραία τώρα.
Αυτά είναι.
Κάποτε μια νεαρά ψυχή εξομολογήθηκε.
Όμως ήταν τέτοια η κατάστασις της που δεν της επιτράπη η Θεία Κοινωνία.
Αυτή όμως νευρίασε, πληγώθηκε ο εγωισμός της φαίνεται και αντέδρασε.
Ήταν συγγενής του Επισκόπου, πήγε σε αυτόν και διαμαρτυρήθηκε.
Και ο Δεσπότης της είπε:
- Έλα την Κυριακή. Θα σε κοινωνήσω εγώ.
Στον τάδε ναό θα λειτουργούσε.
Πήγε λοιπόν η κοπέλα και την ώρα που έφτασε στο Αγιο Ποτήριο, κάνει ένα φοβερό εμετό με μαύρα υγρά.
Φυσικά δεν κοινώνησε γιατί της έπιασαν και σπασμοί στην κοιλιά και έμεινε βέβαια για την άλλη Κυριακή.
Έκανε τη νηστεία της, ξαναπήγε.
Πηγαίνοντας και φτάνοντας μπροστά στο Αγιο Ποτήριο το στόμα της δεν άνοιγε.
Ήταν κλειστό.
Μιά, δυό, τρείς προσπάθειες, καμμία.
Άρχιζε να μουγκρίζει.
Πετάχτηκαν τα μάτια της έξω και απομακρύνθηκε.
Θυμήθηκε τον Πνευματικό και ξαναπήγε.
Και ο Πνευματικός της είπε:
- Θα κοινωνήσεις τότε που σου προσδιόρισα. Ούτε μια μέρα λιγότερο και θα δεις τη Χάρι.
Περίμενε, κοινώνησε και αποκαταστάθη πλήρως η ειρήνη μέσα της.
Κάποτε, μου διηγείτο ο Πατήρ Ιάκωβος, ήρθε ένας χριστιανός, γνωστός λέει δημοσιογράφος, να κοινωνήσει στο μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ, χωρίς όμως τη σχετική προετοιμασία της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Μετανοίας.
Την ώρα που άπλωνε την Αγία Λαβίδα, έλεγε ο Πατήρ Ιάκωβος, είδα πως ήταν κατάμαυρος και ασφαλώς βέβαια από την εσωτερική του ακαταστασία, ήτο ανέτοιμος, όχι καθαρός ακάθαρτος.
Ακάθαρτος από την πνευματική του απλησιά και αυτή η απλησιά πολλές φορές φαίνεται στο πρόσωπό μας.
Χωριστά βέβαια το ότι είχε μπλέξει και με τη μαγεία.
Τώρα γιατί το είπε ο Πατήρ Ιάκωβος αυτό δεν ξέρω.
Πάντως φαίνεται θα το είχε δει.
Συγχρόνως, λέει, βλέπω, όταν έφτασε η Λαβίδα στο στόμα του- αυτά γίναν αστραπιαίως- μια χρυσή λάμψη σαν αστραπή να βγαίνει από την Αγία Λαβίδα, μέσα δηλαδή από το Σώμα και το Αίμα
του Κυρίου, όσο ήταν Εκείνο πάνω στην Αγία Λαβίδα, να περνάει πάνω από το κεφάλι μου και να χάνεται, να σβήνει πίσω στην Αγία Τράπεζα.
Έφυγε η Θεία Χάρις, το Αγιον Πνεύμα και όταν αυτό φεύγει τότε η Θεία Κοινωνία γίνεται στην ψυχή μας κρίμα και κατάκριμα.
Κάρβουνο που κατακαίει την καρδιά και όχι φως που φωτίζει, όχι Θεού δύναμις που ενδυναμώνει τον άνθρωπο και πολύ περισσότερο όχι χάρισμα του ενδύει την ψυχή με ουράνιες Τριαδικές δωρεές. Για αυτό και στις ευχές που διαβάζουμε της Θείας Μεταλήψεως παρακαλούμε η Θεία Κοινωνία μη γίνει σε εμάς μη εις κρίμα μη εις κατάκριμα, μη εις κόλασιν ψυχής και σώματος.
Μη φλέξεις με τη μετουσία, πυρ γαρ υπάρχεις τους αναξίους φλέγον και άλλα πολλά που όταν διαβάζονται με προσοχή οι ευχές τα διαπιστώνει κανένας.
Προσοχή λοιπόν.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία και με τη Θεία Λατρεία δεν παίζουμε.
Οι ιερείς του Βάαλ
Αν ο Τριαδικός Θεός δεν είναι Παρών, Ζωντανός, Αληθινός μέσα μας, γύρω μας, πάνω στο θυσιαστήριο, αν δεν είναι λοιπόν πανταχού Παρών και ειδικότερα να τονίσουμε στο Ναό, τότε η Θεία Λατρεία μας θα ήσαν χαμένες και κούφιες φωνές στον αέρα σαν εκείνες των ιερέων του Βάαλ, που φώναζαν από το πρωί μέχρι το βράδυ μπροστά στον Προφήτη Ηλία και στους βασιλείς, ειδικότερα βέβαια στη βασίλισσα Ιεζάβελ, για να πάρουν φωτιά τα ξύλα μιας ειδωλολατρικής θυσίας και επί λέξει λέγει "Και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις".
Και έμεινε αυτό το "Ουκ ην ακρόασις".
Κανένας δεν άκουε και κανένας δεν απαντούσε.
Το θυμάστε αυτό, μπροστά σε 300 ιερείς τους Βάαλ, ο Προφήτης Ηλίας θέλησε να αποδείξει και στους ιερείς και στους Ιουδαίους και στους βασιλείς, αυτούς τους ασεβείς, ειδικότερα στη βασίλισσα που τον κατεδίωκε και προσπαθούσε να σπείρει στο λαό των Ιουδαίων, του Ισραήλ εκεί, τη λατρεία του Βάαλ, και είπε λοιπόν ο Προφήτης Ηλίας:
Θέλησε να αποδείξει ποιος είναι ο αληθινός Θεός.
- Θα μαζέψουμε ξύλα για θα κάνουμε θυσία. Εσείς μαζέφτε τα εδώ και κάντε τις προσευχές
σας και εγώ θα τα μαζέψω εδώ. Πράγματι λοιπόν, από το πρωί μέχρι το βράδυ αυτοί φώναζαν και τα ξύλα δεν πήραν φωτιά μόνα τους. Είπε να πάρουν από μόνα τους τα ξύλα φωτιά.
Ο Προφήτης Ηλίας όμως μάζεψε ξύλα τα οποία έβρεξε με πολύ νερό και μάλιστα γύρω από τα ξύλα, λέει, έκανε και ένα αυλάκι με νερό.
Σήκωσε μια φορά τα χέρια του και πριν προλάβει να τα κατεβάσει κάτω, ο ουρανός ήταν καταγάλανος, αστραπή φοβερή έπεσε πάνω στα ξύλα και τα έδωσε φωτιά.
Αύξηση, βέβαια, τότε έγινε η σφαγή των 300 ιερέων εκείνων του Βάαλ, των ειδωλολατρών, η μήνι της Ιεζάβελ τότε ήταν φοβερή, κατεδίωξε τον Προφήτη, κατέφυγε εκείνος στα βουνά και είναι γνωστή η στάσις του Προφήτου Ηλία στην προσευχή, όταν το κεφάλι το έθεσε ανάμεσα στα γόνατα και είναι η στάσις η οποία λέγεται ότι αφορά τους ησυχαστάς και τους εργάτας της νοεράς προσευχής.
Παρουσία Αγγέλων στη Μικρά Είσοδο
Ο δε Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι γνώρισε κάποιον αξιοσέβαστο Ιερέα που είχε το χάρισμα να δέχεται αποκαλύψεις.
Δεν ξέρω βέβαια αν έλεγε για τον εαυτόν του.
Πάντως έτσι το τοποθετεί.
Κάποτε αξιώθηκε, λέγει, αυτός ο Ιερεύς να δει πλήθος από Αγγέλους, ντυμένες με λαμπρές, αστραφτερές σαν τον ήλιο στολές, να μαζεύονται γύρω του και να τον συνοδεύουν στη Μικρά
Είσοδο, κάτι πιο φοβερώτερο, να τον σηκώνουν στα χέρια και να τον βοηθούν να κάμει την Είσοδο και εν συνεχεία, λέγει, να κυκλώνουν την Αγία Τράπεζα, να έχουν χαμηλωμένο το κεφάλι τους
με πολύ σεβασμό και άλλοτε να στέκονται σιωπηλοί και άλλοτε να ψέλνουν τους λειτουργικούς ύμνους μαζί με τους ιεροψάλτες, συνοδεύοντάς τους.
Βέβαια τους εκάλυπταν για αυτόν τον Ιερέα ή για άλλους Ιερείς.
Ο Ιερεύς εκείνος κυριολεκτικά διελύετο.
Κάποτε άκουσε ότι κάποιος Ιερεύς σε μια τέτοια κατάσταση είχε λιποθυμήσει.
Ο Αγιος Μαρκιανός
Ο Αγιος Μαρκιανός, πηγαίνοντας για την Εκκλησία του ένα πρωινό, γιατί είναι προ του 7ου αιώνος, συνάντησε, ήταν χειμώνας πρωί, έναν κουρελιάρη ο οποίος έτρεμε κυριολεκτικά από το κρύο.
Του λέει:
- Δος μου κανένα φόρεμα, Πάτερ.
Δεν είχε ο καημένος τίποτα.
Αυτά που είχε τα έβγαλε και του τα έδωσε.
Και έμεινε γυμνός.
Έτρεξε γρήγορα στην Εκκλησία για να μην κρυώσει, ντύθηκε τα Αμφιά του και περίμενε τον Πατριάρχη για Θεία Λειτουργία.
Ήρθαν και άλλοι Ιερείς εν τω μεταξύ, ντύθηκαν και εκείνοι.
Έτσι άρχισε η Θεία Λειτουργία παρόντος του Επισκόπου.
Περίμεναν στην Είσοδο, ερχόταν ο Αρχιερεύς ή ο Πατριάρχης, έπαιρναν το Ιερόν Ευαγγέλιον και επραγματοποιείτο η Μικρά Είσοδος, η πρώτη.
Καθ' όλην τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας όλοι οι πιστοί και οι παριστάμενοι εκεί συλλειτουργούντες Ιερείς και άλλοι βοηθοί Επίσκοποι έβλεπαν κάτι και ολονών τα μάτια ήταν στραμμένα στον Αγιο Μαρκιανό.
Φορούσε μία στολή χίλιες φορές πιο αστραφτερή από αυτήν που είχε ο Πατριάρχης.
Άρχισαν τα μουρμουρητά των αδελφών και συλλειτουργών και των άλλων Αρχιερέων:
- Πώς είναι δυνατόν ένας παπαδάκος τώρα να έχει πιο λαμπρή στολή από τον Πατριάρχη;
Μην κοιτάζετε εσείς που μου κάματε εμένα καλές στολές.
Από μέσα η καρδιά είναι μυλωνά.
Λοιπόν, αυτουνού ήταν πραγματική όμως.
Επειδή τα παράπονα μεταφέρθηκαν στον Πατριάρχη, ο Πατριάρχης, επειδή άρχισε, το έβλεπε και ο ίδιος, στο τέλος τον καλεί λοιπόν και του λέει:
- Έλα εδώ, Μαρκιανέ. Τι ντροπή είναι αυτή! Τι στολή είναι αυτή που έβαλες; Επιτρέπεται εσύ να έχεις τέτοια στολή;
- Τι στολή έχω, λέει, Δέσποτά μου, Παναγιώτατε;
- Να, τόσο λαμπρά που είναι.
- Μα, λέει, με πειράζετε;
- Εσύ, λέει, με κοροϊδεύεις; λέει ο Πατριάρχης.
Αστράφτει αυτό εδώ πέρα.
Ούτε κεριά χρειάζονται, ούτε τίποτα.
Όλος ο Ναός φωτίζεται.
- Παναγιώτατε, λέει, αυτό που φοράω, είναι αυτό που μου δώσατε όταν με χειροτονήσατε και με κάματε Ιερέα.
Και όπως έκανε έτσι και σήκωσε το ένδυμα, για να το δείξει δηλαδή ότι αυτό ήταν, φάνηκε ότι από μέσα ήταν γυμνός.
Και πέφτει, φεύγει η λάμψις και μένει η στολή η πρώτη.
Φωτίζεται ο Πατριάρχης από μέσα του και καταλαβαίνει ότι ήταν γυμνός από μέσα γιατί κάπου τα είχε δώσει τα ρούχα.
Έτσι στολίζονταν στη Θεία Λειτουργία οι παλιοί Ιερείς.
Εμείς για να καλύψουμε τα χάλια μας φοράμε ωραία τώρα.
Αυτά είναι.