Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Ο ιερεύς ως ποιμένας και λειτουργός του Υψίστου



"Εισήγηση του πρωτ. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου στο σεμινάριο κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλοακαρνανίας΄"
Τίτλος: "Ο ιερεύς ως ποιμένας και λειτουργός του Υψίστου"
Ημερομηνία: 1 Οκτωβρίου 2009

Άγιε Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Άγιε Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως,
σεβαστοί πατέρες και αδελφοί, ευλογείτε! Την ευχή σας.
Κάποτε ένας ιερεύς που ήτανε αγνός σαν το κρύσταλλο, - θα τονίζονται οι αρετές αυτών των παραδειγμάτων που θα σας αναφέρω, γιατί μέσα από αυτές θα βγαίνει ο λειτουργός του Υψίστου - Επαναλαμβάνω, ήταν αγνός σαν κρύσταλλο, καθαρός και αμίαντος από κάθε τι αισχρό, ρυπαρό και σαρκικό, βρέθηκε, ακούτε τώρα; βρέθηκε ο εν λόγω ιερεύς ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες στο κελί μιας συνοδείας στο Άγιον Όρος που του πρόσφερε ολοκάρδια φιλοξενία και αγάπη. Το πρώτο βράδυ αφού αγρύπνησε με πολλά πολλά δάκρυα, κατάκοπος και καταπονεμένος, ξάπλωσε για λίγο να αναπαυθεί γιατί ύστερα από λίγο θα έπρεπε να σηκωθεί με το τάλαντο για τη μετα-μεσονύχτια Θεία Λειτουργία. Εντελώς απροσδόκητα βλέπει μια τεράστια λευκή γάτα, από το πουθενά, να πηδάει και να γαντζώνεται στον ώμο του και να βυθίζει τα νύχια της στο λαιμό του και κυρίως στις καρωτίδες με σκοπό να τις ξεσχίσει. Του κόπηκε η αναπνοή και μόνο όταν φώναξε “Παναγία μου σώσε με”, απηλλάγη αυθόρμητα από τη σατανική της παρουσία. Το ανέφερε την επομένη στο Γέροντα της συνοδείας και κείνος με την μακρόχρονη πείρα του, του απάντησε ότι ο διάβολος ήθελε να τον εκδικηθεί, αφ’ ενός μεν γιατί διατηρούσε την ψυχοσωματική του αγνότητα και κατά δεύτερον διότι δεν γόγγυσε στις πολλαπλές θλίψεις, πειρασμούς και τους διωγμούς που είχε στη ζωή. Αυτό συνέβη επί τρεις-τέσσερις συνεχείς νύχτες αλλά λυτρώνονταν πάντοτε με τη βοήθεια της Παναγίας και μάλιστα της Φοβεράς Προστασίας την οποία επικαλείτο. - Φοβερά Προστασία είναι μια εικόνα η οποία υπάρχει στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. - Την τετάρτη νύχτα μετά τον πειρασμό εμφανίζεται μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως, ως φωτοδόχος λαμπάδα, μια υπέροχη γυναίκα, ψηλή, με βασιλική μεγαλοπρέπεια, ολόλαμπρη και με απερίγραπτο το κάλλος του προσώπου της. Και ευθύς αμέσως διεξήχθη ο εξής διάλογος:
-Του είπε -όπως καταλάβατε ήταν η Παναγία- “Μη φοβάσαι. Εγώ σε προστατεύω”
-Και ποια είσαι εσύ, άκουσε τον εαυτό του να ρωτάει, χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει εκ των υστέρων αν μιλούσε με το στόμα του ή με το νου του. Εγώ σχέσεις με γυναίκες δεν έχω, ούτε είχα και ποτέ, εσύ γυναίκα πώς βρέθηκες εδώ; Ήταν ακόμα ζαλισμένος απ’ το εκτυφλωτικό φως. Γι’ αυτό και μιλούσε σαν να ήταν μεθυσμένος.
-Εγώ είμαι αυτή που με καλείς κάθε βράδυ στην προσευχή σου. Είμαι η προστάτιδα αυτού του τόπου γι’ αυτό και το αποκαλώ περιβόλι μου. Και προσθέτει: Εγώ είμαι εκείνη που τους καταξιωμένους διακόνους, πρεσβυτέρους και επισκόπους ενδύω με θεοΰφαντα ιερατικά άμφια, τα οποία λαμβάνω από τον ουράνιον θρόνον του Υιού μου όταν πρόκειται αυτοί να λειτουργήσουν.
-Εξακολουθεί ο ιερεύς: Και το όνομά σου ποιό είναι;
-Αυτό που επικαλείσαι στις προσευχές σου κάθε μέρα.
Και χάθηκε η φωτοδόχος λαμπάδα, που έλαμψε ως θεϊκό όραμα πλημμυρίζοντας την ύπαρξή του και τον γύρω χώρο από χιλιάδες αρώματα και μύρο.
Όσο όμως μου τα διηγείτο αυτά ο εν λόγω ιερεύς, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτόν του από τους λυγμούς της συντριβής που ένοιωθε, τις ευχαριστίες και του φόβου προς τον Θεόν. Αυτή η συντριβή ήταν σε τέτοιο βαθμό που χωρίς κι εγώ να το καταλάβω, και τα δικά μου μάτια πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν του διδώναι κατά το μέτρον της δωρεάς Του τοιαύτα τοις ιερεύσι.


Κάτι ανάλογο με ουράνια άμφια, αναφέρει και ο ανώνυμος ησυχαστής στο βιβλίο του “Νηπτική Θεωρία” σελίς 205.
Κάποια φορά μετά τον καιρό που πήρε, είδε τα ουράνια να ανοίγουν κι ένα πλήθος αγγέλων να κατεβαίνει κρατώντας έναν παραδοξότατο δίσκον -κατά λέξη το λέει αυτό- με ιερατικά ουράνια άμφια, με τα οποία οι άγγελοι τον έντυσαν θεοϋφάντως. Τον έντυσαν! Όταν βέβαια αργότερα συνήλθε και συνήλθε πηγαίνοντας προς την προσκομιδή, διαπίστωσε ότι φορούσε τα δικά του άμφια.

Αδελφοί και πατέρες, μ’ αυτήν την εισήγηση, συγχωρέστε με, δεν θέλω να κάνω τον δάσκαλο. Είμαι διάκονος Χριστού, όπως κι εσείς, όπως και όλοι μας. Απλά θα σας μεταφέρω κατά πρώτον ολίγες βιωματικές σκέψεις από τη διδασκαλία των πατέρων και κατά δεύτερον λόγον ελάχιστες εμπειρίες τρίτων από όσες είδα και άκουσα στην πενηντάχρονη ιερατική μου διακονία στον αμπελώνα του Κυρίου.

Το έργο του ιερέως, θα αρχίσω από τον πατέρα Σωφρόνιο του Έσεξ, τον οποίο είχα την τιμή να γνωρίσω από κοντά. Το έργο του ιερέως, του ποιμένος, είναι άκρως σοβαρό και συνάμα φοβερόν, γιατί σ’ αυτόν προσέρχονται οι χριστιανοί περιμένοντας ν’ ακούσουν απ’ αυτόν τον λόγον του Θεού αλλά και το θέλημά του Θεού. Η εποχή μας, συνεχίζει ο πατήρ Σωφρόνιος, που είναι εποχή μαζικής αποστασίας από τον χριστιανισμό, η ορθόδοξη ιερατική διακονία γίνεται όλο και περισσότερο πιο δύσκολη και πιο δυσχερής γιατί λείπει η καθαρότητα του ιερέως, το πνεύμα της θυσίας, η ταπείνωσις, η πραότητα, η υπομονή, το ορθόδοξο φρόνιμα, η μετάνοια, η λειτουργική προσευχή, η ζέουσα πίστις, η ενεργουμένη αγάπη και άλλα πολλά.

Από μικρό παιδί είχα την ευλογία να γνωρίσω αγιασμένους ιερείς από τις χαμένες πατρίδες του Πόντου, της Καισάρειας, της Σμύρνης, του Ικονίου και γενικά της Μικράς Ασίας, που μετά την καταστροφή της όπως ήταν, ως μετανάστες, ήλθαν εδώ στην πατρίδα την Ελλάδα μας και μεταξύ αυτών, κατώκησαν πολλοί και μέσα στη Δράμα και στα περίχωρά της. Μεταξύ αυτών γνώρισα και τον ήδη ανακηρυχθέντα Άγιον, από το Νοέμβριο του 2008, πατέρα Γεώργιο Καρσλίδη, με την επωνυμία όπως ονομάζεται και τώρα “ο Όσιος Γεώργιος ο Ομολογητής, εξ Αργυρουπόλεως Πόντου”. Ο Όσιος Γέροντας ήταν αυστηρός και γλυκύς και τόνιζε σε μας τους νέους, που ως μαθηταί τότε του Γυμνασίου πηγαίναμε κοντά του, την διαφύλαξη της αγνότητος ψυχής και σώματος. Σκεφτείτε τα αυτά ότι λέγονταν το 1949, να διαφυλάττουμε την αγνότητα της ψυχής και του σώματος, να είμαστε παιδιά της προσευχής, ν’ αγαπούμε τη νηστεία, την εγκράτεια, τον εκκλησιασμό, ν’ αγοράσουμε όλοι μας από ένα τετραυάγγελο…τότε αυτά κυκλοφορούσαν, να εξομολογούμεθα, να μετανοούμε. Κι όλα αυτά να τα καλλιεργούμε με πνεύμα ασκητικό και μαρτυρικό σύμφωνο πάντοτε προς την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Άλλοτε πάλι, απευθυνόμενος σε μένα προσωπικά, μου τόνιζε αυστηρά ότι το πλέον ειδικό γνώρισμα του ιερέως, του παπά, είναι ο προσωπικός του αγιασμός, που συνεπάγεται την απόλυτη καθαρότητα ψυχής και σώματος. Αγιασμός είναι η ατέλευτος πνευματική τελείωσις -έτσι λένε οι πατέρες- μαζί με τη βαθειά συναίσθηση, επίγνωση της αμαρτωλότητος όχι μόνον της δικής του, αλλά γενικά της ανθρωπίνης φύσεως. Αναγνωρίζοντας λοιπόν ο ιερεύς ότι το παν στην ιερατική του ζωή και διακονία είναι χάρις, είναι χάρισμα, δωρεά δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, μπορεί και ίσταται ενώπιον του Θεού και δέεται ταπεινώς, όχι μόνον για τον εαυτόν του αλλά και για τα λογικά πρόβατα που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία του Χριστού, καθώς και για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Επομένως, ο ιερεύς αγωνίζεται καθημερινά για τη νέκρωση τω παθών του. Πώς; Με την αντίστοιχη καλλιέργεια των αρετών. Τηρώντας με ακρίβεια τις εντολές. Κι έτσι καθίσταται, με την αγιασμένη βιωτή του, τύπος και παράδειγμα μπροστά στα μάτια των ενοριτών του, και ιδιαιτέρως των εκκλησιαζομένων πιστών. Έτσι, ο λειτουργός του Υψίστου αρχίζει σιγά σιγά με το πέρασμα των ετών να κοσμείται από ψυχοσωματικές αγιοπνευματικές αλλοιώσεις, δηλαδή από καρδιακή καθαρότητα που να αντανακλάται στις σκέψεις, στους λογισμούς, στο μυαλό, στις αισθήσεις μας τις πέντε, και στη γλώσσα μας ιδιαιτέρως, και στο νου. Από αδιάλειπτη πονεμένη προσευχή, νήψη και προσοχή, από ταπείνωση που να είναι πάντοτε συζευγμένη με την πραότητα, από μετάνοια με συνεχή δάκρυα, από αγόγγυστη υπομονή και φιλάνθρωπη κρίση, από πνεύμα διαρκούς θυσίας και άλλα πολλά. Μάλιστα, οι ειδικές αυτές δωρεές, συγχωρέστε με, συγχωρέστε με, προσδίδονται και στο πρόσωπό του, όπου διακρίνεται η διακονία του, είναι καθρέφτης. Το πρόσωπο θάλλει και θάλλει ως πατήρ αγάπης, ως πατήρ διακρίσεως, ως εχέμυθος, ενάρετος και πιστός, ως φωτισμένος διδάσκαλος και συνετός οδηγός, σώφρων και αγνός, ως πρώτος ιεραπόστολος στον ευαγγελισμό των ψυχών της ενορίας του, αφού προηγηθεί ο αγιασμός και το καλό παράδειγμα στην οικογένεια και στη συνέχεια ως πρώτος βοηθός της όλης εκκλησιαστικής δράσεως του Επισκόπου του.

Κατά τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγον, αποστολή του ιερέως είναι “πτερώσαι ψυχή, αρπάσαι του κόσμου και δούναι Θεώ”. Το δε κατ’ εικόνα, στον κάθε άνθρωπο και στον εαυτόν του ή μένον τηρείσαι, - όπως ακριβώς βγήκε και καθαρίστηκε από το Άγιον Βάπτισμα - ή κινδυνεύον χειραγωγείσαι, - άμα κινδυνέψει, να βάλουμε τα δυνατά μας για να το χειραγωγήσουμε προς το δρόμο το σωστό- ή διαραέν, δηλαδή άμα διαρραγεί ή μολυνθεί, να το σώσουμε, ανασώσας.

Κάποτε γνώρισα έναν εφημέριο σε κάποιο χωριό της πατρίδος μας, που υπηρετούσε σε ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Και παρόλο που εφημέρευε για πολλά χρόνια σε χωριό με σχετικά λίγους κατοίκους, εκατό διακόσους δεν θυμούμαι, αυτό δεν σμίκρυνε βέβαια την χάρη της ιεροσύνης και την ευλάβειά του ώστε με φόβο και τρόμο να υψώνει τα ροζιασμένα από τις γεωργικές εργασίες χέρια του και να προσφέρει θυσία άμωμη στο Θεό. Αυτός λοιπόν ο ιερεύς, μου διηγήθηκε το εξής γεγονός.
Μια Κυριακή που έβρεχε καταρρακτωδώς είχαν έρθει ελάχιστοι στην εκκλησία. Μαζί με τον ψάλτη, ας ήτανε πέντε. Την ώρα λοιπόν που ήμουν έτοιμος να πω -ο ίδιος διηγείται- “μεταβαλλών το Πνεύματί Σου τω Αγίω” κι ενώ ο ουρανός ήτανε κατάμαυρος από την έντονη βροχή και τις βροντές, ξαφνικά έλαμψε ένας ήλιος μέσα στο Άγιον Βήμα. Και φώναξα “Παναγία μου σώσε με. Τι ’ναι αυτό πάλι;”. Εγώ δεν καταλαβαίνω απ’ αυτά παπά-Στέφανε μου είπε, εσύ μήπως καταλαβαίνεις; Του απάντησα… πριν προσπαθήσω να του απαντήσω μου λέει “A…να σου πω και κάτι άλλο…μετά απλώθηκε σε όλο το ναό μια μυρουδιά σαν κι αυτή που ευωδιάζει απ’ το μυροδοχείο όταν σταυροειδώς σφραγίζουμε το νεοβαπτισθέντα. Η παράξενη αυτή ευωδία κράτησε σχεδόν μέχρι την ώρα της Θείας Κοινωνίας. Κι αυτό πάλι τι ήταν;”
Βέβαια έμεινα άφωνος αλλά προσπάθησα να μη δείξω την έκπληξή μου. Μπορεί - του ’πα κείνη τη στιγμή - να άνοιξαν οι ουρανοί και από κάποιο παράθυρο να μπήκε ο ήλιος.. – είπα - ας τον προφυλάξουμε τον ιερέα και πώς μπορούμε να γνωρίζουμε αν είναι εκ δεξιών ή εξ αριστερών;
Μα δεν ήταν δέσμη από το παράθυρο, ήταν εκτυφλωτικό φως σε όλο το ιερό. Λέω, μήπως ήτανε από τις ηλεκτρικές λάμπες… μπα όχι αυτές είχαν σβήσει από διακοπή του ρεύματος. Ε..τότε, του είπα από αστραπή θα ήτανε. Εμ μου λέει βρε πάτερ, αστραπή και να κρατάει τρία λεπτά και πέντε γίνεται;”
Κι έμεινε με την απορία. Σε κάποια άλλη στιγμή όμως, μου είπε με παράπονο “Ε.. πάτερ Στέφανε, πολλοί από τους συναδέλφους μου, με κοροϊδεύουν”. “Έλα όμως, του απάντησα που η Παναγία μας την οποία υπηρετείς τόσα χρόνια εδώ στο ναό της, σε αναγνωρίζει για παιδί της και σου απεκάλυψε μια ακτίνα από την αγάπη της. Από τώρα και στο εξής θα της χρωστάς όχι μόνον ευγνωμοσύνη, αλλά και θα την παρακαλάς να έρθει Αυτή να σε παραλάβει την ώρα του θανάτου σου.
Ο παππούλης αυτός, αφού κουβεντιάσαμε αρκετά, ήταν αγνός και καθαρός σαν τον πεντακάθαρο γαλάζιο ουρανό με εγκράτεια και προσευχή, με νηστεία πνευματική και σωματική, φιλακόλουθος, πρωί και βράδυ και στο σπίτι, φιλομαθής, μελετούσε κάθε μέρα την Αγία Γραφή και την Παλιά, που ανέφερε ο Άγιος Γόρτυνος, και την Καινή. Κάθε μέρα από ένα-δυο κεφάλαια, χωριστά αυτά που διάβαζε στις ακολουθίες του όρθρου, το Αποστολικόν Ανάγνωσμα και το Ευαγγέλιο. Συναξάρι, Γεροντικά και άλλα πνευματικά βιβλία και παρά την απλότητά του είχε νουν Χριστού.


Στη μακρόχρονη ιερατική μου πορεία, αν και είμαι άχρειος δούλος, αυτά δεν είναι ταπεινολογίες τώρα και ταπεινοσχημίες, ξέρομε ο καθένας μας τι είναι στο πολύ πολύ βάθος μέσα εδώ, ή εδώ μέσα, με αξίωσε ο Θεός…δεν ξέρω για ποιο λόγο!!!...για να είμαι υπεύθυνος, να ακούσω πολλές τέτοιες ιστορίες και από παιδί μάλιστα! Εγγάμους και αγάμους από τους εν τω κόσμω ταπεινούς λευίτας ή και αγιορείτας πατέρας, γιατί από πολύ νωρίς κι από κοσμικός επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος και ειδικότερα την έρημο, όπου υπήρχαν ασκηταί, αναχωρηταί και ερημίτες. Και όλοι τους είχαν διατηρήσει την ψυχοσωματική τους αγνότητα και καθαρότητα και αποτελούσαν αληθινό αλλά αφανές κόσμημα για την ενορία τους, για το χωριό, για τη μητρόπολη ή για τη μονή ή τη σκήτη αν ήσαν αγιορείτες. Όλοι αυτοί είχανε το ταπεινό φρόνημα και όλα όσα είχα πει προηγουμένως που τα ανέφερε και ο πατήρ Σωφρόνιος από το Έσεξ.

Γνώριζα έναν άλλο ιερέα, σ’ ένα χωριό με πεντακοσίους κατοίκους, που πήγαινε μόλις βραδιάσει στο νεκροταφείο, δυο φορές την εβδομάδα, και διάβαζε τρισάγια σε κάθε τάφο χωριστά τη νύχτα μετά τις 11 το βράδυ, όταν το επέτρεπε ο καιρός. Πρώτα τους μισούς τη μια βραδιά και τους άλλους μισούς την άλλη.

Στις 21 Αυγούστου του παρόντος έτους, δηλαδή πριν από ενάμισι μήνα, έλαβα μιαν επιστολή από ένα πνευματικοπαίδι μου που ζει στο Μπέρμινχαμ της Αγγλίας και εξασκεί το επάγγελμα οδηγού ταξί, εδώ και 15-20 χρόνια. Μεταξύ των άλλων, σ’ αυτή την επιστολή μου γράφει “εύχομαι στην πορεία αυτής της ζωής, να σ’ αξιώσει ο Κύριος να Τον βρεις στην αλήθεια, στα αλήθεια να Τον βρεις, και να αποκτήσεις το μυαλό του Χριστού». Αυτά είναι τα μεγάλα πανηγύρια! Πώς δεν έπεσε το χαρτί απ’ το χέρι μου! Αποσβολώθηκα! Ένας λαϊκός έγινε το στόμα του Θεού. Ή αν θέλετε το στόμα του Αποστόλου Παύλου που βεβαιώνει ότι «ημείς νουν Χριστού έχομεν». Α’ Κορινθίους, να μην λέμε … Δηλαδή, καθαρόν και αμόλυντον. Αν αυτή η βεβαιωμένη προτροπή του Αποστόλου Παύλου έγινε στους απλούς χριστιανούς της Κορίνθου, πόσο περισσότερο αυτό ισχύει για όλους εμάς τους κληρικούς παντός βαθμού. Για να είναι όμως ο νους καθαρός και αγνός και αμόλυντος και αμίαντος θα πρέπει στο κατά δύναμιν, το επαναλαμβάνω, στο κατά δύναμιν, να μη δεχόμαστε και να μην συγκατατιθέμεθα σε λογισμούς και σκέψεις και διανοήματα πονηρά, βλάσφημα και ιδιαιτέρως αισχρά.
Ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει ότι η ψυχή του ιερέως πρέπει να είναι καθαρότερη κι απ’ αυτές τις ηλιακές ακτίνες. «Και γαρ των ακτίνων αυτών καθαροτέραν τω ιερί την ψυχήν είναι δει».
Και ο Όσιος Θεόγνωστος που είναι πολύ αυστηρός, σε μας, σε μένα πρώτα (Φιλοκαλία, τόμος 2ος) «αγγελικής δεί τε τάξεως και καθάρσεως ο ιερεύς». Και συνεχίζει,... «διαφορετικά ανακατώνοντας το σκοτάδι με το φως και τη δυσωδία με το μύρο, πρόκειται σίγουρα να κληρονομήσουμε το ουαί. Δηλαδή, τον αιώνιο θρήνο και την απώλεια της ψυχής μας ως ιερόσυλοι». Και συνεχίζει: «πόσο αμόλυντα πρέπει να είναι τα χέρια που διακονούν τα Πανάγια μυστήρια; Και πόσο καθαρή πρέπει να είναι η γλώσσα από την οποία ξεχειλίζουν τα θεία λόγια του Κυρίου»;

Ένας ασκητής μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, περπατώντας στα ερείπια της πόλεως, έφτασε μπροστά σε έναν κατεστραμμένο ναό και είδε ένα ακατανόμαστο θέαμα. Μια γουρούνα με τα νεογνά της πάνω στην Αγία Πρόθεση. Άρχισε να κλαίει και να οδύρεται για τη βεβήλωση του ιερού χώρου. Τότε ενεφανίσθη άγγελος Κυρίου και του λέγει «Αββά τι κλαις; Γνωρίζεις ότι αυτό που είδες είναι πιο ευάρεστο στο Θεό από την αναξιότητα των ιερέων που λειτουργούσαν κάποτε εδώ;» Και εξαφανίστηκε ο Άγγελος.
Αυτή την ιστορία μου την είπε ο μακαριστός πατήρ Θεόκλητος ο Διονυσιάτης.


Ο Άγιος Θεόγνωστος συνεχίζοντας τους λόγους του περί ιεροσύνης, μας λέγει ακόμα τα εξής «αν δεν σου αποκαλύφθηκε από το Άγιο Πνεύμα ότι είναι δεκτός, συ ο ιερεύς σαν μεσίτης Θεού και ανθρώπων, σαν ισάγγελος στην ψυχή και το σώμα, ολοκάθαρος και λαμπερός, μην τολμάς να τελείς τόσο ριψοκίνδυνα και άφοβα τη φρικτή ιεροτελεστία των Θείων Μυστηρίων την οποία και οι Άγγελοι σέβονται και πολλοί από τους Αγίους την απέφυγαν σαν πανάχραντη από μεγάλη ευλάβεια».

Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος τονίζει: «άνευ κόπων και πόνων πολλών και ιδρώτων, βίας τε και στενοχωρίας και θλίψεως, ουδείς διήλθε τον σκοτασμόν της ιδίας αυτού ψυχής ουδέ το φως του Παναγίου Πνεύματος εθεάσατο». Πολύ περισσότερον όταν ο ιερεύς καλείται στην ενορία του να άρχει ψυχών οδηγώντας αυτές με ασφάλεια στη μάνδρα του Χριστού, στην Κιβωτό της σωτηρίας, αφού ως γνωστόν, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο «το άρχειν ψυχών επιπονότερον πάντων εστί».

Πριν λίγα χρόνια, ένας Άγιος λειτουργός του Υψίστου, λίγο πριν από την κοίμησή του, ρωτήθηκε από έναν αδελφό ιερέα: «Γιατί πάτερ μου αργούσες τόσο πολύ να πάρεις καιρό και μάλιστα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας»;. Τότε ο Άγιος εκείνος λειτουργός, ομολόγησε τα εξής: «Όταν χειροτονήθηκα ιερεύς η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν αυτή, που μ’ έβαλε μπροστά στο θυσιαστήριο να γονατίσω και έτσι να δεχθώ δια των χειρών του Επισκόπου το χάρισμα της ιεροσύνης». Κι άρχισε να κλαίει. Σε λίγο το πρόσωπο του ιερέως αυτού του ετοιμοθανάτου άστραψε και συνέχισε «Από τότε δεν έπαιρνα καιρό, αν δεν ερχόταν πρώτα η Παναγία να με ευλογήσει. Ουδέποτε λειτούργησα χωρίς την παρουσία της. Και τώρα Αυτήν περιμένω να έρθει να με πάρει. Μου το υποσχέθηκε». Σε κάποια στιγμή όταν πρόφερε τ’ όνομά της κι έκαμε το σημείον του σταυρού, άστραψε ο τόπος και το πρόσωπό του, και κλίνας την κεφαλή παρέδωκε το πνεύμα. Την πήρε η Παναγία και τον πήγε στους ουρανούς. Αυτή η διήγησις είναι από τον μακαριστό πατέρα Σεραφείμ τον Κάρτσωνα.

Με την ταπείνωση ο ιερεύς συνειδητοποιεί το γεγονός ότι βρίσκεται μπροστά στο θυσιαστήριο στη θέση του Χριστού, τόπον φέρει Χριστού. Γι’ αυτό μας λέγει πάλι ο Όσιος Θεόγνωστος, αυτό που τελικά κάνει τον άξιο, άξιο το λειτουργόν να ιερουργεί την Αγίαν Αναφορά είναι η της ταπεινώσεως άβυσσος. Κι ο αγιασμός του. «Ταπείνωσε λοιπόν τον εαυτόν σου», μας συνιστά, «σαν να ήσουν πρόβατο για σφάξιμο θεωρώντας όλους πραγματικά ανώτερους από σένα». Όλους! Όλοι είστε ανώτεροι από μένα. Όλοι σας...μηδενός εξαιρουμένου. «Λογάριαζε τον εαυτό σου γη και στάχτη και ακαθαρσία και σκυλί».

Τώρα βέβαια, για να μη ρίπτουμε όλα τα βάρη σε μας, ακούσαμε τόσες ευθύνες που έχουμε, θα ήθελα να πάμε λίγο στα κατηχούμενα που πρέπει να λέγονται κι αυτά. Και ειδικότερα σε μια, στην πρώτη ευχή των πιστών, που βλέπουμε ότι παραβάσεις των εντολών που γίνονται από τον πιστό λαό ονομάζονται αγνοήματα, ενώ οι παραβάσεις όλων των κληρικών καλούνται αμαρτήματα. Γιατί αυτή η διαφορά; Γιατί μεν ο λαός αμαρτάνει αγνοώντας την ακρίβεια του Ευαγγελικού λόγου γι’ αυτό και “δαρείσατε ολίγας” ενώ οι ιερείς αμαρτάνουμε εν γνώσει των αληθειών της πίστεως του Ευαγγελίου οπότε “δαρείσονται πολλάς” λέει το Ευαγγέλιο “δαρεισόμεθα πολλάς”. Βέβαια η άγνοια που χαρακτηρίζει κατά κανόνα το λαό, θεωρείται κι αυτό κακό και μάλιστα μέγιστο διότι η άγνοια είναι ένα από τα τρία μεγάλα κακά που οδηγούν τον άνθρωπο στην αμαρτία. Τα τρία κακά είναι η λήθη, η άγνοια και η ραθυμία. Αυτές είναι μανάδες που γεννούν παιδιά και παιδιά και δεκαπέντε και είκοσι, τριάντα και σαράντα η καθεμιά. Επομένως, φταίμε και εμείς οι κληρικοί που μένει ο λαός αδιαφώτιστος και αγεώργητος, αλλά φταίει κι ο λαός, που αρνητικά στην εποχή μας αρνείται να καλλιεργηθεί και να γεωργηθεί και να δεχτεί τη σπορά του Θείου λόγου. Και ενώ γίνεται αυτή η σπορά από πολλούς με πολύ φιλότιμο και με πολλή εργασία, καμιά φορά και από πόρτα σε πόρτα…κι αυτό το γνωρίζω ότι γίνεται, εν τούτοις όμως ο λόγος αυτός σκορπίζεται, διασκορπίζεται ο μεν παρά την οδόν, έτερον δε παρά την πέτραν, έτερον δε εν μέσω των ακανθών, μας λέγει η παραβολή του σπορέως. Άρα πρέπει να είναι σε αρίστη κατάσταση και ο δέκτης, ο πιστός! Εάν ο ενορίτης μας έχει γη αγαθή, αφού βέβαια προηγουμένως γεωργηθεί, θα ακολουθήσει το λόγον της Θείας αληθείας. Διαφορετικά, θα τον αποβάλλει. Πρέπει κι αυτός να βάλει το χεράκι του στην ξεχέρσωση του χωραφιού της ψυχής του. Δεν είναι μόνο δικό μας έργο. Είναι οφειλή μας, είναι καθήκον μας, είναι όμως και δικό του καθήκον.

Μια μέρα ένας νέος βρέθηκε στην Τήνο μαζί με τους οικείους του, -είναι γραμμένο στο βιβλίο- το λέμε σύντομα, κάνοντας ένα βραδινό περίπατο σε ένα στενό, του επιτέθησαν δυο-τρεις εκεί ημίγυμνες τουρίστριες και με χειρονομίες προσπάθησαν να ασελγήσουν μαζί του. Ο νέος αντέδρασε και τους έδωσε και σπρωξιές και κλωτσιές και έφυγε τρέχοντας μονολογώντας «Παναγία μου εγώ ήρθα εδώ για να προσκυνήσω τη Χάρη σου και όχι για να αμαρτήσω». Στη βραδινή κατά μόνας προσευχή μετά το Απόδειπνο, άρχισε τους Χαιρετισμούς. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρώτη στάση και ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά του ολόσωμη και ολόλαμπρη η Παναγία περιβεβλημένη από υπερκόσμιον φως. Γεμάτος έκσταση και θάμβος ο νέος, βρέθηκε γονατιστός να απολαμβάνει την παραδοξότατη γι’ αυτόν παρουσία. Και τότε η Βασίλισσα των Ουρανών, η Υπεραγία Θεοτόκος, του χάρισε με άπειρη γλυκύτητα ένα πανέμορφο μειδίαμα κι εξαφανίστηκε και μαζί της η ολόλαμπρη φωτοχυσία. Ο νέος εκστατικός και έκθαμβος παρέμεινε γονατιστός μέχρι το πρωί απολαμβάνοντας πανεμφρόσυνα ό,τι εβίωσε από την απρόσμενη θεϊκή της παρουσία, και το γλυκύτατο χαμόγελο που δεν ξέχασε ποτέ, ούτε μέχρι σήμερα. Να λοιπόν, πώς βραβεύτηκε η αυθόρμητη αντίδρασις του νέου για τη διατήρηση της αγνότητος και της καθαρότητός του. Αντίδραση που μοιάζει με την του παγκάλου Ιωσήφ απέναντι στη γυναίκα του Πετεφρή, γνωστό από την ιστορία. Ας με συγχωρέσει ο παππούλης, -του είπα ότι θα το λέω ανωνύμως-, σήμερα είναι ένας έγγαμος καταξιωμένος ιερεύς που το πρόσωπό του λάμπει από αγνότητα, μετάνοια και εγκράτεια.

Πατέρες μου, ο ιερεύς που λειτουργεί και τελεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας θα πρέπει να έχει ακατάγνωστη συνείδηση. Το λέμε αυτό στην ευχή, τη θυμάστε: “ινα ακαταγνώστως και απροσκόπτως και εν τω καθαρώ του μαρτυρίου της συνειδήσεως εν παντί καιρώ και τόπω” οφείλουμε να σε επικαλούμεθα και για μας που θα τελέσουμε τώρα τη Θεία Λειτουργία και για τους πιστούς που περιμένουν απ’ έξω και τη Θεία Χάρη και τη Θεία Κοινωνία. Αλίμονο όμως, αν λειτουργούμε με ενοχές! Έχουμε την πιο μεγάλη δυστυχία, το πιο μεγάλο βάρος. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει στους λόγους του “καλύτερα να σε τσιμπήσει σκορπιός παρά να σε κεντάει η συνείδησή σου μέρα-νύχτα”. Και συνεχίζει ο Άγιος “κατανόησε, ω λειτουργέ των μυστηρίων της Εκκλησίας, πόσο τρομακτικό είναι να κατηγορήσαι απ’ τη συνείδησή σου κι αυτόν τον φοβερό κατήγορο να τον έχεις συνεχώς απειλητικό μέσα στην ψυχή σου”. Κι αυτόν τον έλεγχο δεν τον αντέχει η συνείδησίς μας.

Ένας ιερεύς υπέργηρος, την τρίτη μέρα από την κοίμησή του, εμφανίστηκε στο πεντάχρονο εγγονάκι του στην εξώπορτα του σπιτιού του, βρεγμένος απ’ την κεφαλή μέχρι τα πόδια του, ώστε τα νερά έσταζαν πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Ο μικρός τον ρώτησε -απ’ αυτόν το μικρό έμαθα αυτή την ιστορία, αυτό το γεγονός. Δεν ήταν μικρός όταν τον εξομολόγησα, ήτανε βαρύτατα ασθενής στο νοσοκομείο του Μεταξά στον Πειραιά.- “Μα καλά παππού εσύ δεν πέθανες; Και πώς έγινες έτσι μούσκεμα αφού έξω δε βρέχει κι έχει λιακάδα;”. “Άκουσε εδώ να δεις αγοράκι μου”, του απάντησε ο παππούς, “αυτά δεν είναι από βροχή, είναι ιδρώτας αγωνίας. Είναι τώρα μόλις τρεις μέρες που περνούσα τα τελώνια. Τώρα λυτρώθηκα! Τώρα γλίτωσα αγοράκι μου, τώρα σώθηκα. Όταν γυρίσουν οι γονείς σου, να τους το πεις και αν δε σε πιστέψουν να τους βάλεις να γλείψουν αυτά τα νερά κάτω στο πάτωμα για να πειστούν”. Κι εξαφανίστηκε. Ήρθαν οι δικοί του, αφού είχαν πάει στο νεκροταφείο να κάνουν τα τριήμερα και τους διηγήθηκε, δεν το πίστεψαν, είπε να, σκύψτε και γλείψτε τα νερά. Τα ’γλειψαν και τα νερά ήτανε αλμυρά. Γιατί και ο ιδρώτας μας είναι αλμυρός.

Φοβερό πατέρες μου για όλους, γι’ αυτό και κάθε βράδυ θερμοπαρακαλούμε την Υπεραγία Θεοτόκο, στο μικρό μας Απόδειπνο “και εν τω καιρώ της εξόδου μου, την αθλία μου ψυχή περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα”. Ώστε όταν έρθει αυτή η φοβερή ώρα του θανάτου μας, να μας βρει εν μετανοία, έτοιμους, καθαρούς και αμόλυντους.

Κάποια ψυχή που ασκήτευε στα βράχια του Αγίου Όρους, μου έγραψε κάποτε τα εξής, στην πρώτη πενταετία μου ως ιερεύς “Πάτερ μου, απαιτείται μεγάλος και καθημερινός αγώνας, όχι μόνο για την κάθαρση από τα πάθη σου, που έχεις πολλά, αλλά και για να παραμείνεις στο πνεύμα της Θείας Λειτουργίας, που είναι το κέντρον όχι μόνον της ζωής σου, της προσωπικής σου ζωής, αλλά και το κέντρο της ζωής των χριστιανών της ενορίας σου. Να διατηρήσεις την έξωθεν καλή μαρτυρία σε όλη σου τη ζωή, ακολουθώντας τα ματωμένα ίχνη του Χριστού, με τη βεβαιότητα ότι θα υποστείς πολλά χτυπήματα και από την κακίαν του κόσμου της αμαρτίας κι από τη μοχθηρία των δαιμόνων. Να φοβάσαι περισσότερο το νοερό και αισθητό πόλεμο εκ δεξιών, με τις κολακείες, τους επαίνους, τα μπράβο και τα χειροκροτήματα. -Γι’ αυτό παρακαλώ μη χειροκροτήσετε στο τέλος.- Θα σκοτίσουν την κρίση σου, και με την οίηση που θα σε κυριεύσει -δεν είπε υπερηφάνεια, δεν είπε εγωισμό, ..είπε οίηση…που είναι το πλέον λεπτό πράγμα της υπερηφάνειας,- θα πέσεις κάτω με πάταγο σκληρό προς χαράν των δαιμόνων και λύπη Αγίων και αγγέλων. Για αυτό τον φόβο του Θεού να τον καλλιεργείς κάθε μέρα για να διατηρήσεις την αγνότητα και την ταπείνωσή σου. Και θέλω να’ χεις προσευχή ματωμένη....-τι εννοούσε τώρα ματωμένη!-, αγωνιώδη, ασκητική…όχι μόνο για σένα αλλά και για όσους κρέμονται στο πετραχήλι σου”.

Η προσευχή υπέρ των άλλων μας λέγει χαρακτηριστικά ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι κατ’ εξοχήν πράξις αγάπης και ευθύνης για τις ψυχές, ειδικά στη Θεία Λειτουργία. Μέσα απ’ αυτήν ο ιερεύς ενώνεται με τον Θεόν και τους ενορίτες του, γενόμενος μέτοχος όλων των δοκιμασιών, των θλίψεων, των πειρασμών, των προβλημάτων που του εμπιστεύονται. Η λειτουργική προσευχή απλώνεται ακόμα και σε ολόκληρον τον κόσμον, τον τραυματισμένον θανάσιμα απ’ την αμαρτία.

Επίσης, μας συμβουλεύει ο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος, ότι οφείλουμε εμείς οι ιερείς να αγωνιζόμεθα, να ασκούμεθα και να μαρτυρούμε στην προσευχή και στις ιερές ακολουθίες. Σταυρώνοντας τον εαυτό μας με τα πάθη του μαζί με τους αμαρτωλούς λογισμούς. Τώρα κάθετα θέλετε, οριζόντια θέλετε όπως είπε ο Άγιος Γόρτυνος προηγουμένως, θα το κρίνουμε. Νεκρώνοντας τις κινήσεις και τις έννοιες του θελήματος της σαρκός μας για να θέσουμε σε κίνηση την προσωπικότητά μας και να κατορθώσουμε εν Χριστώ Ιησού την καθαρότητα της διανοίας, δηλαδή των λογισμών, των σκέψεων, την καθαρότητα της φαντασίας, έξω η φαντασία. Η φαντασία είναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Δεν το είχαν οι πρωτόπλαστοι πριν αμαρτήσουν. Δεν υπήρχε φαντασία. Τη φαντασία μας την διέβαλε ο διάβολος και είναι μια κακή κληρονομιά που την κουβαλάμε όλοι μας. Η φαντασία είναι «γέφυρα των δαιμόνων», την αποκαλούν οι Πατέρες. Γέφυρα των δαιμόνων, γέφυρα που περνά μέσα μας ο δαίμονας για να μας ενοχλήσει ή να μας ρίξει στην αμαρτία.
Δηλώνει λοιπόν, αυτός ο αγώνας ευθύνη γιατί μόνον έτσι θα αισθανθούμε τη ζωντανή παρουσία του Χριστού στη Θεία Λειτουργία και στην καρδιά μας. Εκεί πρέπει να Του μιλάμε για τα προβλήματα και τα ανομήματα και τα αγνοήματα των ενοριτών μας, γιατί είναι δικά Του πρόβατα, δεν είναι δικά μας. Εσύ έχεις 5, εσύ έχεις 10, εσύ έχεις 20, εσύ 30, εσύ 50, εσύ 100…όλοι είμαστε τσοπάνηδες. Όλοι είμαστε βοσκοί. Παίρνουμε αυτά τα προβατάκια, τα 5, τα 10, τα 50, τα 100 και πρέπει να τα οδηγήσουμε στην Κιβωτό της σωτηρίας, στη μάντρα του Χριστού. Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται ο φθόνος μεταξύ μας. Κοίταξε αυτός, κάνει κήρυγμα και μαζεύει τριακόσους κάνω ’γω έρχονται δέκα. Μάτωσε μας λένε οι πατέρες στην προσευχή σου, για να γίνουν και οι δέκα εκατό. Θα περάσουν χρόνια, αλλά θα γίνουν εκατό.

Κάποτε ένας ιερεύς μου διηγήθηκε το εξής υπερθαυμαστό και συγχρόνως φρικιαστικό για αυτόν γεγονός. Τι να σας πω…το άκουγα και έτρεμα.
“Κάποια Κυριακή που λειτουργούσα” διηγείται, “ήμουνα σε μια έντονη νευρικότητα και μάλιστα με θυμό από την πικρή ενθύμηση μιας διενέξεως και όταν εκφώνησα «πρόσχωμεν τα Άγια τοις Αγίοις», κι άρχισα να τεμαχίζω τον αμνό του Θεού, νευρικότατα, και απρόσεκτα, όπως τον τεμάχιζα με λέγοντας και τις λέξεις «μελίζεται και διαμελίζεται», πετάχτηκε ένας μεγάλος μαργαρίτης του Παναγίου Σώματος κάτω στο έδαφος. Έσκυψα και άρχισα να ψάχνω για να τον βρω. Και τελικά τον είδα και άπλωσα το χέρι μου για να τον πάρω. Έντρομος βλέπω το Χριστό ολόκληρον. Είχε χαθεί τρόπον τινά το έδαφος του Ιερού και ήταν ολόκληρος αλλά εφαίνετο από τη μέση και πάνω. Σ’ αυτή .. στη θέση του μαργαρίτη ήταν αυτά. Και μου μίλησε. Μου μίλησε με μια φωνή που δεν θα την ξεχάσω ποτέ”. Κι άρχισε να κλαίει. Τι του είπε; “Καλύτερα δω κάτω, παρά στα χέρια σου!”. “Το βλέμμα Του ήταν βλέμμα Κριτού και αισθάνθηκα σαν να καταδικάζομαι μπροστά στο θρόνο της Δευτέρας Παρουσίας.. μπροστά στο θρόνο”. Όχι κοκάλωσα, όχι πάγωσα, όχι κι εγώ δεν ξέρω τι έπαθα ώσπου να συνέλθω. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε…χρόνια τώρα δεν μπορώ να συνέλθω. Φοβερό. Φοβερό για μας τους λειτουργούς, φοβερό! Για μένα, …άςτα για μένα. Ο εν λόγω ιερεύς όμως διαπίστωσε με το πέρασμα του χρόνου, και δεν ντρέπεται να το λέγει τώρα, για να διδάσκει,…” ότι διαπίστωσα στον εαυτό μου έντονη υπερηφάνεια και εγωισμό” που κυριαρχούσαν πάνω του καθώς και σαρκικό πάθος που τον βασάνιζε. Από τότε διορθώθηκε και μετά φόβου και τρόμου τηρούσε τη Θεία Ευχαριστία καλλιεργώντας επίμονα και με αίσθημα ευθύνης την πλήρη καθαρότητα στους λογισμούς και την ταπείνωση. Λειτουργούσε από τότε πάντοτε με δάκρυα μετανοίας και κατέστη στη Μητρόπολή του, ο πλέον φιλακόλουθος ιερεύς. Με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια, μελέτη των Γραφών, ταπεινό φρόνημα και λοιπά. Ακόμα και στο βάδισμα και στις κινήσεις του, διακρίνεται και τώρα για τη συστολή του. Περπατάει και ντρέπεται!


Γι’ αυτό μεγάλη προσοχή, αδελφοί και πατέρες μου, στην υπεροψία, όπου βρίσκεται η ρίζα της πτώσεως. Ενώ η ταπείνωσις αποτελεί την εγγύηση της νέας εν Χριστώ ζωής…ε…να μη λέμε και τα αγιογραφικά “Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται ταπεινοίς δε δίδωσιν χάρι”. Κατά τους Πατέρες μας, το αρραγές θεμέλιο της πνευματικής ζωής όπου πηγάζει κάθε καλό έργο του ποιμένος, είναι το ταπεινό του φρόνημα. Έτσι αισθάνεται και τη συνείδηση της αμαρτωλότητός του, καταφεύγει ταπεινά στη Θεία Χάρη, η οποία τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληρεί. Καλλιεργεί συνεχώς το χαρακτήρα του διότι βλέπει συνεχώς τις ατέλειές του, οι αγώνες του για την πνευματική του προκοπή είναι χωρίς τέλος. Ζει στα γόνατα, με προσευχή, με δάκρυα, με μετάνοια.

Ο ιερεύς μας λέγει ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είναι υπεύθυνος και για την απώλεια μιας ψυχής, αν η απώλεια αυτή οφείλεται -κάνει τη διάκριση εδώ- στην αμέλεια ή στο σκάνδαλο το δικό μας, στην κακή καθοδήγηση ή στη λανθασμένη διάγνωση. Γι’ αυτό πριν απαντήσουμε, καλόν είναι να ρωτάμε άμα δυσκολευόμαστε ή να κάνουμε πολλή προσευχή. Για να έχουμε πιο έγκυρη απάντηση.

Κι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας προειδοποιεί ότι το βάρος για τις ψυχές τις πιο πολλές φορές είναι συντριπτικό. Τώρα, δεν ξέρω αν έχετε μεγάλες ενορίες εδώ, αλλά ο Πειραιάς και η Αθήνα, Θεσσαλονίκη και η δική μου ενορία στην οποία κατοικώ, έχει είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους και έχει δύο ιερείς. Είκοσι χιλιάδες κατοίκους! Είκοσι χιλιάδες ψυχές! Πώς θα ποιμανθούν αυτές; Πώς θα ποιμανθούν; Είναι ένα ερωτηματικό οξύτατο. Ποιός θα το λύσει;
Παρ’ όλα αυτά όμως, ο Άγιος Συμεών, υπερνικά τη βαριά ευθύνη με την αγάπη και ελπίζοντας στο άπειρον έλεος του Αγίου Θεού επωμίζεται το παραδοξότατον αυτό βάρος της ιεροσύνης χωρίς να παύει να ζει επί των γονάτων χάριν των ψυχών και να κάνει αυτό που μπορεί να κάνει στο κατά δύναμιν, μέσα απ’ αυτές τις ψυχικές δυνατότητες που διαθέτει. Ας αναλογιστούμε ο καθένας και με φόβον Θεού την παρακαταθήκην του Αποστόλου Παύλου στους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας στη Μίλητο “προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους” και πρεσβυτέρους ασφαλώς, “ποιμένειν την Εκκλησία του Κυρίου ην περιποιήσατο δια του ιδίου αίματος”. Ο ποιμήν ο καλός, ε, λέει «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησι υπέρ των προβάτων” …ο Χριστός μας χάρισε την Εκκλησία θυσιάζοντας τον εαυτό Του πάνω στο Σταυρό! Εμείς, εγώ, που είμαστε ζωντανοί εικόνες και λειτουργεί Του, πόσο θα πρέπει να τιμούμε, με τη διακονία μας αυτή τη θυσία του Χριστού;

Πριν πολλά χρόνια, ο πνευματικός μου, το 1965, μου έγραψε κάποτε από το Άγιον Όρος: “Πόθος για τον Θεό –μη νομίζεις ότι έχεις πόθο!- που δεν μπορεί να σπάσει τις αλυσίδες του ύπνου, είναι αρρωστημένος. Κανένα καλό δεν προκύπτει για αυτούς που στηρίζονται στο πετραχήλι σου, ούτε και για σένα τον ίδιο”. Καυστικότατος! “Αδελφέ μου και συλλειτουργέ μου ” είπε, “σκάβε βαθιά μέσα σου αλλά και στις καρδιές των χριστιανών σου, να ιδρώνεις, να κοπιάζεις, να πονάς, να ματώνεις, να συντρίβεσαι, να αγωνιάς, να χύνεις πύρινα δάκρυα για κάθε ψυχή που τρέχει κοντά σου κι έχει την ανάγκη σου”. Κατά λέξη σας τα λέω. Τα γράμματα τα έχω κρατήσει. “Να συμβουλεύεις και να παρηγορείς με αίσθημα ευθύνης, να νουθετείς και να στηρίζεις αλλά με ζήλο πνευματικό όχι με ζήλο ου κατ’ επίγνωση. Επίσης, να ελέγχεις και να επιτιμάς μόνον την κακία της αμαρτίας και όχι τον αμαρτωλό, με καλωσύνη, με διάκριση. Φρόντιζε να βάλεις κατά μέρος όσον καιρό μπορείς περισσότερο, ιδίως το βράδυ, και να προσεύχεσαι, να προσεύχεσαι, να προσεύχεσαι”. Το γράφει έξι φορές αυτό το «να προσεύχεσαι»! Και κατέληγε στο εξής. Κι αυτό συντριπτικό για μένα τότε: “Αδελφέ μου, σε συναντώ το βράδυ προσευχόμενον”; Τι να του πω εγώ;

Επομένως, η καθημερινή θυσία συνιστά τον καλό ποιμένα “όστις την ψυχήν αυτού τίθησι υπέρ των προβάτων και γινώσκει αυτά και γινώσκεται υπό των προβάτων, για αυτό και τα ίδια αυτού πρόβατα, καλεί κατ’ όνομα”. Ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι δεν πρέπει να έχουμε συνήθεια προσευχής αλλά λειτουργική προσευχή και κατ’ οίκον και στο ναό. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πάλι μας προτρέπει ότι ο ιερεύς οφείλει να έχει διαρκή την αίσθηση της αδιάλειπτης Θεανθρώπινης κοινωνίας, γιατί μόνο τότε μπορεί με ευκολία να ελκύει το έλεος του Θεού.

Κάποιος απλός Μικρασιάτης ιερεύς, κάθε βράδυ ήταν γονατιστός κλαίγοντας με θρήνους. Στα παράπονα της παπαδιάς του ότι δεν την άφηνε να κοιμηθεί -όπως και τα μωρά-, απαντούσε “παπαδιά μου, είμαι υπεύθυνος για χίλιες ψυχές, αφού πέθανε ο συνεφημέριος και δεν ήρθε δεύτερος. Για τις πιο πολλές, τις πιο πολλές, τις πιο πολλές, δε γνωρίζω σε τι ψυχική κατάσταση βρίσκονται. Θα δώσω λόγο ΚΑΙ για αυτές! Είναι κρεμασμένες στο πετραχήλι μου, στο λαιμό μου, …μπορώ να μην κλαίω; Μπορώ παπαδιά μου;”. Τι να πει η παπαδιά σ’ αυτό;

Ο αγιασμός και η καθαρότητα του ιερέως και πολύ περισσότερο του εξομολόγου -όσοι είμαστε πνευματικοί πατέρες- εξασφαλίζουν ένα είδος απάθειας δια μέσου της οποίας προστατεύεται κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά στην εφαρμοσμένη αμαρτία. Ακούμε και τις πλέον προκλητικές περιπτώσεις αμαρτωλής ζωής, ανωμαλίες και μιάσματα που φρίττουν και οι άγγελοι και φρίττει και στο πρώτο κεφάλαιο 22-32 από της προς Ρωμαίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου, αυτούς τους δέκα στίχους. Η σημερινή μας εποχή ξεπερνά αυτούς τους δέκα στίχους. Πορνείες, μοιχείες, ασέλγειες πάσης φύσεως, κτηνοβασίες, διαστροφές, αιμομιξίες, ομοφυλοφιλίες, αρσενοκοιτίες, λεσβιακές διαστροφές, μαζοχισμοί, φόνοι, εκτρώσεις. Άκουσα και έφριξα! Σαράντα έξι εκτρώσεις από μία μόνο γυναίκα!

Συμπάσχουμε πνευματικά αλλά όχι συναισθηματικά. Πρέπει να παραμένει ο λειτουργός του Υψίστου απαθής σαν τον ήλιο που ενώ τα πάντα φωτίζει και διαπερνά εν τούτοις αυτός παραμένει καθαρός και απρόσιτος.

Τώρα, μια συμβουλή που μου έδωσε ο πατήρ, ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης “Αν γίνεις Στέφανε, ποτέ παπάς και πνευματικός, -τα έγραψα αυτά- και δεν θα μπορείς να συμπαθείς τις πολλαπλές λύπες αυτών που θα σε εξομολογούνται και θα βαριέσαι να καταπραΰνεις τις στενοχώριες τους και δεν θα συντρέχεις στις δυστυχίες τους και δεν θα τους ανακουφίζεις από τους πόνους της ματωμένης από το διάβολο ψυχής τους, με λόγους παρηγορητικούς και Ευαγγελικούς, τότε είναι καλύτερα να μη γίνεις ποτέ μα ποτέ παπάς”. Κι άλλοτε με τόνιζε: “Να είσαι ταπεινός και να αυτο-εξευτελίζεσαι”. Για πρώτη φορά άκουσα τότε και τη λέξη αυτομεμψία. Να είσαι δηλαδή υπο κάτω πάντων. Αυτό να το νιώθεις, να το ζεις. Και αν θα λειτουργείς, να λειτουργείς μετά φόβου και τρόμου. Να φτάσεις στο σημείο να λες για τον εαυτό σου αυτό που έλεγαν οι μεγάλοι Άγιοι “Είμεθα χείρονες των δαιμόνων”. Σε υποψήφιο ιερέα τα έλεγε αυτά….αυτός που θα γινότατε ιερεύς ύστερα από δέκα χρόνια! Επειδή του είπα…ότι θέλω να γίνω. Και συνέχιζε “θα μου πεις Στέφανε παιδί μου, βαρύς ο λόγος σου. Αν είναι βαρύς, μην πάρεις ψυχές στο λαιμό σου και τη δική σου στην κόλαση”. Και το ’ραψα. Τι να πώ;

Στο ναό μας δεν έχουμε τάξη. Και με την υπερηφάνεια και τον εγωισμό, την υπεροψία και κάτι άλλο, το γεροντιλίκι που μας διακρίνει στον καιρό μας, άστε που γίναμε όλοι γέροντες τώρα, γέροντες! Χωρίς μοναστήρι! Τέλος πάντων, συγχωρέστε με, αλλά είναι αρρώστια της εποχής μας το γεροντιλίκι, που μας διακατέχει και παίρνουμε ψυχές στο λαιμό μας, ευτυχώς ελάχιστοι.
Όμως μερικές φορές αυτοί οι ελάχιστοι, και το λίγο καλό που έχουν μέσα οι ψυχές τους, το ξεριζώνουν, το εκτρώνουν, διαμορφώνοντας το εξομολογητήριο, σε θάλαμο πνευματικών εκτρώσεων. Επομένως άμα λείπει η ταπείνωσις… Γι’ αυτό λοιπόν μου έλεγαν ότι αν δεν γίνεις καλός εξομολογούμενος, δε θα μπορέσεις ποτέ να γίνεις ούτε και καλός πνευματικός. Έχοντας λοιπόν την ταπείνωση, θα συμβουλευόμαστε εδώ ακόμα, γέροντες τέλος βλέπουν υπέρ αρκετούς, έχουν πείρα, έχουν πείρα απ’ τη ζωή; Έχουν και φωτισμό, κάτι θα μας πουν. Κάτι καλό θα βγάλουν απ’ την καρδούλα τους, αν πάνε με ταπείνωση θα τους φωτίσει ο Θεός και θα δώσουν τη σωστή απάντηση.

Κάποτε δε μπορούσα να βρω λύση, σε ένα πρόβλημα, και πήγα και πλησίασα ένα παιδάκι πέντε ετών, που έπαιζε μπάλα στο δρόμο, έλα εδώ του λέω, και του είπα, και καλά μου λέει, βόδι είσαι, δεν καταλαβαίνεις ότι πρέπει να κάνεις αυτό, έτσι μου είπε, βόδι είσαι; Λέω, για να μην καταλαβαίνω πρέπει να ’μαι βόδι, μου έδωσε την απάντηση. Γι’ αυτό λέμε ταπείνωση και βέβαια και να ρωτάμε τους γεροντοτέρους.

Είδα ιερέα να εξομολογεί, και όταν τελείωσε, να περνάει το πετραχήλι του, στον άλλο παπά, του φιλάει το χέρι, να γονατίζει και να εξομολογείται και ο ίδιος.

Κάποιος ιερεύς, ήτανε, όταν ήταν διάκονος σε μια Θεία Λειτουργία, και όταν άρχισε να εκφωνεί τα «Πληρωτικά», μετά τη Μεγάλη Είσοδο, εντελώς απρόσμενα, είδε μια δέσμη φωτός, να εξέρχεται από το αριστερό μέρος, μεταξύ Αγίας Τραπέζης και Ιεράς Προσκομιδής. Ήταν δε τόσο εκτυφλωτικό και λαμπερό, που δεν μπορούσε να το ατενίσει. Και παρατήρησε έκπληκτος, ότι έλεγε τις εκφωνήσεις. Ύστερα από λίγο, το Πανάγιον αυτό φως χάθηκε και ταυτόχρονα αισθάνθηκε να πλημμυρίζει ο Ναός από χιλιάδες μύρα. Η καρδιά του για μέρες ήταν αιχμάλωτη από μια πρωτόγνωρη ευτυχία και μακαριότητα.

Αν μου επιτρέπετε άλλα πέντε λεφτά…
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το ξεκαθαρίζει το Άγιον μύρον, και την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, ότι μπορεί να βγει ακόμα, και από τη μύτη του προσευχομένου ή του Λειτουργού ιερέως. Ή να την αισθανθεί, ή να την βγάλει ή να την απορροφήσει. Ένα από τα δυο. Αυτό σημαίνει ότι ο ιερεύς αποκτά σιγά σιγά, ορατή, το επαναλαμβάνω, τη λέξη «ορατή» αλλά με εισαγωγικά, γιατί έχει μια διαφορά, και απτή, σα να πιάνεται δηλαδή, και άμα μυρίζεις κάτι, είναι σα να έχει εκείνη τη στιγμή η μύτη σου αφή.

Όταν ομολογούνε τα παιδιά, -εγώ μικρούτσικος ήμουνα, το είδαν και άλλα παιδάκια,- ότι ο παπάς υπερίπτατο στη Μεγάλη Είσοδο, και φώναζαν όλα μαζί, πάει ο παπάς πετάει, έβγαζε άριστα, τους αγράμματους εκείνους τους παπάδες, αυτούς που ’χαν τελειώσει σχολαρχεία, τα παλαιά σχολαρχεία είχανε ψείρα τότε. Λοιπόν, και έχει συνείδηση αυτού του πράγματος εν Αγίω Πνεύματος, αποκτά την αίσθηση της Θείας Χάριτος. Η ενσυνείδητος λοιπόν λήψις και κατοχή της Θείας Χάριτος, αποτελεί κατά τον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα του κεχαριτωμένου ιερέως.
Οι Άγιοι Ιωάννης της Κλίμακος, Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Όσιος Δωρόθεος, μας προειδοποιούν, ότι η αναισθησία στα Θεία πράγματα, και δη στη Θεία Λειτουργία, είναι αφύσικη κατάστασις, ασθένεια ψυχής και νόσος βαρυτάτη. Ο Άγιος Συμεών είναι ακόμα πιο κατηγορηματικός. Καρδιά ιερέως που δεν έφθασε ακόμα στη γνώση και στην αίσθηση της Θείας Χάριτος, και δεν μπορεί ακριβώς να διακρίνει τι ακριβώς συμβαίνει στις ψυχές των χριστιανών του, είναι νεκρή. Λέγουν και άλλα οι Άγιοι Πατέρες, τα παραλείπουμε και λέμε ότι προέκτασις και καρπός αυτής της Θεοκοινωνίας, είναι η εμπνευσμένη επικοινωνία του με τους ενορίτας του αλλά και με τον κάθε χριστιανό, όποιος αποκτά την «ορατή» με εισαγωγικά και «απτή» αίσθηση της Θείας Χάριτος.
Αυτό δηλώνει ο ποιμένας και πολύ περισσότερο ο πνευματικός, ότι διέρχεται από βιώματα και εμπειρίες, με τις οποίες μπορεί να βοηθήσει τον οιονδήποτε εξομολογούμενο χριστιανό, ή ένα χριστιανό που τον πλησιάζει και έχει έναν βαθύ πόνο, και ένα βαρύ πρόβλημα.
Η ψυχή του ιερέως κατά τους Αγίους Πατέρες που παρέλειψα, πρέπει να αλλοιώνεται, πυρ κατά μέθεξιν οφείλει να γίνεται, να γίνει δηλαδή όλος φως και θείον πυρ. Το ανέφερα και προηγουμένως, κάτι ο Άγιος Γόρτυνος, για τις πύρινες γλώσσες. Εάν υπάρχει αυτή η κατά πυρ μέθεξη, τότε εξαγνίζεται ο νους εκλεπτύνονται οι αισθήσεις, αγιάζονται τα χείλη του, ο λόγος του βροντή και ο βίος του αστραπή, Μέγας Βασίλειος. Έτσι παίρνει απ τον Θεόν, νέους οφθαλμούς και νέα ώτα πνευματικά, βλέπει και ακούει τον ενορίτη του υπεραισθητώς, ορά, βλέπει, το απόρρητον μυστήριον της ψυχής μέχρι τα μύχια της, και κει τη βοηθά.
Και επειδή ακριβώς ορά τα υπέρ νουν, γι αυτό ξεσπά και σε δάκρυα υπέρ των εξομολογουμένων.

Θα πω ένα τελευταίο γεγονός και θα κλείσω.

Ένας ιερεύς από κάποιο χωριό των συνόρων της Μακεδονίας μας, μου διηγήθηκε το εξής γεγονός, που συνέβη στην χειροτονία του εις πρεσβύτερον.
Μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, και σύμφωνα με το τελετουργικό που ξέρετε, επιβάλλεται και καλεί ο αρχιερεύς, τον νεοχειροτονημένο, και στη δεξιά παλάμη, του βάζει τον Αμνόν, το Σώμα του Χριστού, λέγοντάς του εκφώνως τα φοβερά αυτά λόγια, τα οποία νομίζω ότι πρέπει να τα έχουμε γραμμένα κάπου και να τα βλέπουμε. «Λάβε την παρακαταθήκην ταύτην, και φύλαξον αυτήν, έως της Παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι παρ’ αυτού μέλλεις απαιτείσθαι αυτήν». Θα μας τη ζητήσει πίσω αυτή την παρακαταθήκη, ακεραία και αλώβητη. Έπειτα οδηγείται ο νεοχειροτονημένος πρεσβύτερος πίσω απ’ την Αγία Τράπεζα. Άλλοι λένε τον πεντηκοστό ψαλμό, άλλοι λένε κάποιες άλλες προσευχές, ή αυτά που βγαίνουν απ’ την καρδιά τους, κάτι λέει ο καθένας. Σε μια στιγμή όμως ο εν λόγω ιερεύς, είδε να αστράφτει ο Αμνός ως ήλιος στην παλάμη του, και ένοιωσε συγχρόνως μια έντονη κάψα στην παλάμη του, την δεξιά. Παρέμεινε έκθαμβος, για αυτό που του συνέβη, μέχρις ότου επανήλθε ενώπιον του αρχιερέως, δεν κατάλαβε, τον πήραν δύο πρεσβύτεροι σιγά σιγά, και τον έφεραν μπροστά, παρέλαβε ο αρχιερεύς τον αμνόν, και είπε «πρόσχωμεν τα άγια τοις αγίοις». Τότε έντρομος είδε ο ιερεύς, ότι η παλάμη του ήταν κόκκινη, και είχε το αίσθημα του καψίματος, το οποίον αίσθημα καψίματος, και το σημάδι, το σημάδι το κόκκινο, παρέμεινε μέχρι σήμερα και το είδα, … και πολλές φορές όταν λειτουργεί είναι σα να ζεματάει.
Μέχρι και σήμερα ο υπέργηρος και κλινήρης πλέον, ίσως να ευρίσκεται λίγο πριν απ’ την κοίμησή του. Θα το δω αύριο μεθαύριο. Και σ’ αυτό ακριβώς το γεγονός στηρίχθηκε και ολοκληρώθηκε η ψυχοσωματική του καθαρότητα, αυτό τον διατήρησε σε κατάσταση ψυχικής ετοιμότητος απέναντι στους πειρασμούς της ζωής, απέκτησε έντονη δραστηριότητα ώστε να καταστεί πενήντα τόσα χρόνια, όχι μόνον ένας ευλαβέστατος λευΐτης με συνέπεια στις καθημερινές του ακολουθίες, αλλά και ένας μικρός ιεραπόστολος, άξιος εργάτης, στον αμπελώνα του Κυρίου, που ζούσε έντονα το μυστήριο της ιεροσύνης σε κάθε Θεία Λειτουργία. Ήταν το κρυφό καμάρι της ακριτικής αυτής Μητροπόλεως. Απ’ αυτόν τον κληρικόν έμαθα πολλά και δυστυχώς δεν έκαμα τίποτα, και αν έγινε κάτι, έγινε με τη δύναμη και τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος.


Σεβασμιότατοι, αδελφοί και πατέρες, με τη Χάρη του Θεού αναφερθήκαμε σε κάποιες απ’ τις αρετές, που πρέπει να διακρίνουν τους λειτουργούς του Υψίστου. Επίσης, όχι όλες, τονίσαμε, την ψυχοσωματική εν Χριστώ αλλοίωση των ιερέων, ως αποτέλεσμα της αγνότητος ψυχής και σώματος, και της καθαρής εν γένει παρουσίας τους, μέσα στην ενορία, έχοντας ταυτόχρονα και την έξωθεν καλή μαρτυρία. Η καλλιέργεια των αρετών και ιδιαιτέρως της μετανοίας, της υπομονής, της ενεργουμένης αγάπης, της ζωντανής πίστεως, της πολλής προσευχής, με ταπεινό το φρόνημα, και με αίσθημα ευθύνης απέναντι των ψυχών, είναι ο ματωμένος μονόδρομος και ο προσωπικός Γολγοθάς, όλων των κληρικών παντός βαθμού.
Με τα πιο πάνω πνευματικά χαρίσματα, σκιαγραφούν οι Πατέρες την ιδανική μορφή του λειτουργού ιερέως, που πρέπει να τείνει σ’ αυτήν, ως υπεύθυνου εργάτου στον αμπελώνα του Σωτήρος Χριστού. Αν κάτι απ’ αυτά μας φάνηκαν υπερβολικά ή και ακατόρθωτα στην πραγματοποίησή τους, ας θυμηθούμε τον Κύριο που μας στερεώνει στην πίστη και στην ελπίδα, και μας λέγει «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ». Θα απευθυνόμαστε στο Θεό. Αυτό Θεέ μου δεν μπορώ. Δεν τα βγάζω πέρα. Μου συμβαίνει αυτό και αυτό. Και να τα πούμε και στην εξομολόγηση. Άλλωστε μας υποσχέθηκε ότι η δύναμις στην αποστολή μας, θα είναι η Θεία Χάρις που τα ασθενή θεραπεύει, και τα ελλείποντα αναπληρεί, και το άλλο που είπε στον Παύλο μετά τον πειρασμό από τον οποίο ήθελε να απαλλαγεί και τον παρακάλεσε τρείς φορές, «η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Γι αυτό και ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει, ότι τα πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ.
Όλοι εμείς που αναλάβαμε απ’ την εκκλησία του Χριστού το δυσκολότατο έργο της ιεροσύνης και της πνευματικής πατρότητος, ευχηθείτε σεβασμιότατοι να φανούμε….