Κυριακή 18 Μαρτίου 2007
Η Θεία Λειτουργία,η ομολογία τής πίστεως καί τό κήρυγμα
198-α
Δ' Νηστειών 18.3.2007
Σήμερα Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών Χριστιανοί μου,
η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Σιναϊτου συγγραφέως του βιβλίου που λέγεται «Κλίμαξ».
Το βιβλίο αυτό από τον έκτον αιώνα και μετά, έγινε το πιο αγαπητόν και το πιο ωφέλιμο ανάγνωσμα, όχι μόνον στις τράπεζες και στα κελιά των μοναχών, αλλά και στα σπίτια των πιστών αγωνιζομένων χριστιανών, όλων των εποχών μέχρι και σήμερα.
Ονομάστηκε «Κλίμαξ» ή «Κλίμακα», γιατί ανεβάζει τον κάθε ευσεβή χριστιανό, μοναχό, κληρικό ή και λαϊκό, από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια, στα υψηλότερα των αρετών, μέχρι και το τριακοστό που είναι και το κεφάλαιο όλων των αρετών, δηλαδή η αγάπη.
Όποιος διαβάζει την Κλίμακα ωφελείται και πνευματικά οικοδομείται.
Αρχίζει με την πράξιν της υπακοής στο θέλημα του Αγίου Θεού, τη μετάνοια, το πένθος, τα δάκρυα, και καταλήγει στη θεωρία του Θεού.
Βέβαια αυτό δεν είναι το τέλος.
Κανένα βιβλίο δεν έχει τέλος.
Αρχίζει από δω, και θα επεκταθεί εις τους αιώνας.
Η «Κλίμακα» λοιπόν του Αγίου Ιωάννου του Σιναϊτου, όπως και των άλλων Αγίων Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, μπορεί να είναι προτρεπτικά για την κάθαρση του όλου ανθρώπου από τα πάθη, μπορεί να συντείνουν και στην κτίση βασικών αρετών όπως είναι η μετάνοια, το ταπεινό φρόνημα, η ζωντανή πίστις, η ενεργουμένη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, η υπομονή και τόσες άλλες σωτήριες αρετές, αλλά ο στόχος είναι ένας και μόνον.
Η Λειτουργική Ζωή με συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία, στη Θεία Λατρεία.
Στις ημέρες μας και στην εποχή μας, γίνεται συνήθως μια ομολογία, ζητείται μάλλον, ζητείται, ομολογία πίστεως, και ασφαλώς χρειάζεται όταν προσβάλλεται ή βλασφημείται η ουσία της Ορθοδόξου Πίστεώς μας που είναι η Εκκλησία της Θείας Ευχαριστίας, με το Ευαγγέλιο, το δόγμα και τους κανόνες της.
Και όταν ζητηθεί, θα χύσουμε ακόμα και το αίμα μας και θα γίνουμε μάρτυρες και ομολογηταί, για να διαφυλαχτεί πρώτον η καθαρότητα της Ορθοδόξου Πίστεως και των δογμάτων της, και δεύτερον για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της ψυχής σ’ αυτό που σωστά πιστεύει.
«Πάς όστις ομολογήσει εν εμοί, έμπροσθεν των ανθρώπων» λέγει ο Κύριος, «ομολογήσω καγώ εν αυτώ, έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς».
«Όποιος με πίστη και θάρρος, και χωρίς να φοβάται τους διωγμούς, θα με ομολογήσει Σωτήρα του και Θεόν, θα τον ομολογήσω και γω μπροστά στον Ουράνιο Πατέρα μου, ότι είναι δικός μου πιστός και μαθητής».
Δε φτάνει όμως μια ξερή ομολογία χωρίς έργα Ευαγγελικά, συγχρόνως που να είναι και καρποί του Παναγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και καυτηριάζει ο Απόστολος Παύλος όλους εκείνους που είναι μόνον μεγάλα λόγια και παχιά, ομολογούν δήθεν ότι γνωρίζουν τον Θεόν, ενώ με τα έργα τους Τον αρνούνται.
Να πως το διατυπώνει : «Θεόν ομολογούσι οιδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται Αυτόν. Βδεληκτοί όντες και απειθείς και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι». Και αφού με τα έργα τους αρνούνται τον Θεόν, άρα λοιπόν όλοι αυτοί που έχουν μόνον λόγια, είναι βδεληκτοί και αποτρόπαιοι, και απείθαρχοι και ανίκανοι και ανάξιοι, για κάθε έργον αγαθόν, έργον μετανοίας, έργον Σταυρωμένης Θυσίας.
Γι’ αυτό και τα έργα της Ορθοδόξου Πίστεως, δεν είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας κοσμικής κοσμοθεωρίας ή μιας φανατικής πολιτικής ιδεολογίας, ή της λεγομένης κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητος, αλλά για την αλήθεια της Ορθοδοξίας που είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου, ο Θεός που έγινε άνθρωπος, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Και αυτή η πίστις, η ζωντανή και θερμή, πηγάζει μέσα απ’ τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
Απ’ αυτή τη Λειτουργική Ζωή γεννιόνται και τα έργα πίστεως, μετανοίας, υπομονής, μακροθυμίας, ταπεινού φρονήματος, πραότητος, ελπίδος, και άλλων πολλών.
Αυτή λοιπόν η ζώσα Λειτουργική Ζωή, παράγει και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, που ο πλέον γόνιμος είναι όχι μόνον η καλή ομολογία, αλλά και αυτή η θυσία της ζωής μας, όπως των μεγάλων μαρτύρων, ομολογητών, οσιομαρτύρων, ιερομαρτύρων, παιδομαρτύρων, και των λοιπών μαρτύρων της πίστεώς μας.
Επομένως όλο το βάρος θα το τοποθετήσουμε στη Θεία Λειτουργία και δη στη Θεία Κοινωνία.
Και γύρω απ’ αυτήν και μέσα σ’ αυτήν τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία, θα τοποθετήσουμε την αληθινή μετάνοια και την Ιερά Εξομολόγηση, τα έργα της πίστεως, την κάθαρση απ’ τα πάθη μας, την Ιεραποστολή και την φιλανθρωπία, την ενεργουμένη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον και κάθε άλλη δραστηριότητα, είτε είναι ατομική είτε είναι συλλογική της Εκκλησίας.
Ακόμα και η Νοερά Καρδιακή Προσευχή, ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, πηγάζει από την Αγία Τράπεζα, από το Άγιον Δισκοπότηρον, από το Άγιον και Ιερόν Ευαγγέλιον, δηλαδή από την Αναίμακτη Θυσία του Θεανθρώπου και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Σωτήρος ημών.
Κάμνοντας αυτές τις σκέψεις, χριστιανοί μου, αυτές της ημέρες, προβληματίστηκα πολύ για τη θέση του κηρύγματος, βέβαια προβληματίζομαι χρόνια, αλλά τώρα πολύ περισσότερο.
Είναι σωστή η τωρινή θέσις του κηρύγματος στο Κοινωνικόν;
Δεν είναι, δεν είναι…
Μεταθέσαμε το κήρυγμα από μόνοι μας εμείς οι ιερείς και επίσκοποι, με το σκεπτικό, ότι οι χριστιανοί μας έρχονται όχι στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, το δεύτερο της Θείας Λειτουργίας, αλλά ακόμα και μετά τη μεγάλη Είσοδο.
Και το κάναν αυτό οι περισσότεροι από τους χριστιανούς σ’ όλους τους ναούς.
Έτσι η μετάθεσις αυτή, καθιερώθηκε σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα.
Δεν το γνωρίζω βέβαια τι γίνεται στα νησιά και στην Κρήτη.
Έτσι βγαίνει ένα λανθασμένο συμπέρασμα.
Ότι τάχα ο σκοπός της Θείας Λειτουργίας είναι το κήρυγμα. Όχι.
Σκοπός της Θείας Λειτουργίας είναι η Θεία Κοινωνία και μόνον η Θεία Κοινωνία.
Είναι η ένωσίς μας με τον Χριστόν. Είναι ο αγιασμός μας.
Ζήσαμε και περάσαμε τετρακόσια χρόνια και επιζήσαμε, τετρακόσια χρόνια σκληρής σκλαβιάς, χωρίς κανένα κήρυγμα στους ναούς της σκλαβωμένης τότε πατρίδος μας, και μας αρκούσε και υπεραρκούσε η συμμετοχή μας στη Θεία Λειτουργία, έστω και με κίνδυνο της ζωής των τότε σκλαβωμένων Ελλήνων.
Αλλά πολλά τέτοια συνέβησαν και απ’ το χίλια εννιακόσια δέκα επτά (1917) μέχρι το χίλια εννιακόσια ενενήντα (1990) είναι γνωστά που;
Και θα προσθέσω και τα εξής.
Όλα τα δόγματα της ορθοδόξου ημών πίστεως, θεσπίστηκαν για να οδηγήσουν τους χριστιανούς στη Θεία Λατρεία, στη Θεία Κοινωνία, γι’ αυτό θεσπίστηκαν.
Γι’ αυτό και οι όροι, όλοι οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων, καταλήγουν με αναθέματα, αναθεματισμούς δηλαδή, με πρώτο αναθεματισμό την αποκοπή απ’ τη Θεία Κοινωνία.
Οι όροι εκφράζουν τα δόγματα, τα δόγματα εκφράζουν την πίστη μας, άρα λοιπόν για να τοποθετείται το ανάθεμα απ’ τη Θεία Κοινωνία σημαίνει ότι κέντρο βάρους της όλης Ορθοδόξου ημών πίστεως είναι μόνον η Θεία Λειτουργία.
Και κάτι άλλο που πιθανόν να μη γνωρίζετε οι περισσότεροι.
Κέντρον ζωής της εκκλησιολογίας, να το βάλομε εντός παρενθέσεως τη λέξη αυτή «εκκλησιολογία», όλων των προτεσταντών και των προτεσταντικών παραφιάδων είναι το κήρυγμα.
Γι’ αυτό και ο προτεσταντισμός υποτιμά, αρνείται και απορρίπτει όλα τα μυστήρια και τους ιερούς θεσμούς και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκτός από το βάπτισμα και αυτό βέβαια τελείται και επιτελείται κατά τρόπον που είναι έξω από την ιερά παράδοση και καθαρώς αιρετικό.
Εφόσον λοιπόν το κέντρον και η πηγή ζωής, αιωνίου ζωής, είναι η λυτρωτική θυσία του Χριστού στο Γολγοθά και η Ανάστασίς Του, άρα η ζώσα συμμετοχή μας στη Θεία Λατρεία με τη Θεία Κοινωνία σημαίνει, δηλώνει, και τη δική μας συμμετοχή σ’ αυτήν την λυτρωτική θυσία, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Και δια της Θείας Κοινωνίας, υποδεξόμενοι τα Τίμια Δώρα, μας λέγει η ευχή του Μεγάλου Βασιλείου, που πρίν διαβάσαμε την ώρα που εψάλλετο το «επί σοι χαίρε η Κεχαριτωμένη», σχώμεν τον Χριστόν, να αποκτίσωμε και να βάλομε τον Χριστό, να Τον κάνομε κτίμα μας, στις καρδιές μας «κατοικούντα εν ταις καρδίαις ημών, και γενόμεθα ναός του Παναγίου Πνεύματος».
Και λέει παρακάτω, «Και μηδένα ο Θεός ημών ποιήσεις ένοχον των φρικτών τούτων και επουρανίων μυστηρίων, αλλά δωσ’ αξίως υποδέξασθαι την μερίδα των αγιασμάτων Σου, εις εφόδιον ζωής αιωνίου. Εις απολογίαν ευπρόσδεκτον, την επί του φοβερού βήματος του Χριστού Σου, όπως και ημείς μετά πάντων των Αγίων, των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων σοι, γινόμεθα μέτοχοι των αιωνίων Σου αγαθών, α ητοίμασας τοις αγαπώσοις Σε Κύριε».
Αυτή είναι η μοναδική αλήθεια.
«Σχώμεν εν ταις καρδίαις ημών τον Χριστόν», μέσα στη Θεία Λειτουργία, με τη Θεία Κοινωνία και γινόμεθα ναός του Παναγίου Πνεύματος.
Έτσι λοιπόν, και δίδεται βέβαια αυτό, εις άφεσιν αμαρτιών, και εις ζωήν αιώνιον.
Προσφέρεται. Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού, Σώμα και Αίμα Χριστού, εις Άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Έτσι λοιπόν, το βάπτισμα, το χρίσμα, η εξομολόγησις, τα δάκρυα, τα έργα της πίστεως, το κήρυγμα, η κάθαρσις από τα πάθη, ο φωτισμός, η ιεραποστολή, τα φιλανθρωπικά έργα, η υμνολογία, η προσευχή, και η νοερά προσευχή και άλλα πολλά είναι προϋπόθεσις, μάλλον είναι προϋποθέσεις για να οδηγηθούμε στην Θεία Ευχαριστία, στη Θεία Κοινωνία.
Γι’ αυτό και η νοσηρά προσκόλησις σε έναν και μοναδικό ιερέα ή πνευματικό ή γέροντα δημιουργεί λανθασμένες εκκλησιολογικές τοποθετήσεις και εξαρτήσεις.
Επαναλαμβάνω η νοσηρά προσκόλησις, η αρρωστημένη.
Διότι δεν σώζει ο ιερεύς, δεν σώζει ο γέροντας, ο Χριστός σώζει, και μόνον ο Χριστός και αυτός μόνον.
Ο ιερεύς και οι επίσκοποι και οι ιερωμένοι γεροντάδες, είναι αποκλειστικά και μόνον οι οικονόμοι της θείας Χάριτος, το μέσον, είναι οι πρεσβευταί και τίποτα περισσότερο.
Τα πάντα και οι πάντες, ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί, είμεθα μέλη του ενός Σώματος του Χριστού, του Σώματος της Εκκλησίας, που η κεφαλή είναι ο Χριστός.
Άρα η Ορθόδοξος Θεία Λειτουργία μας ενώνει με τον Σωτήρα μας Χριστόν.
Η Θεία Λειτουργία είναι ο Παράδεισος.
Η Θεία Λειτουργία είναι η Βασιλεία των Ουρανών.
Η Θεία Λειτουργία μας βάζει μέσα στην αιωνιότητα,
αυτή ανοίγει την αγκαλιά του Θεού, για να μας βάλει και να μας χωρέσει όλους μέσα,
όλους, αμαρτωλούς και δικαίους, αρκεί να προσερχόμεθα στη Θεία Κοινωνία μετά φόβου Θεού, πίστεως, και αγάπης,
Αμήν.