Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Κυριακή. 25.5.2008



209-δ
Κυριακή της Σαμαρείτιδος, 2008

Ρώτησε εκείνη η αμαρτωλή γυνή. Μήτις ούτος εστίν ο Χριστός; Μήπως είναι αυτός ο Χριστός; Ο Μεσσίας; Ο Σωτήρας του κόσμου; Όλοι Τον ψάχνουμε κι αυτός είναι εδώ. Είναι στο πηγάδι της Σιχάρ, στο πηγάδι του Ιακώβ.
Πηγάδι όμως είναι η Αγία Τράπεζα. Είναι το Άγιον Ποτήριον. Είναι το Ιερόν Ευαγγέλιον. Είναι η κολυμβήθρα του Αγίου Βαπτίσματος. Είναι το πετραχήλι του ιερέως στην Ιερά Εξομολόγηση. Και από το πηγάδι αυτό αναβλύζει το ύδωρ το ζόν, το αλώμενον εις ζωήν αιώνιον.
Το δε χωριό, που βρέθηκε λέει σε μια πόλη Σιχάρ, κωμόπολις ήν, είναι εδώ. Είναι ο ναός μας. Όπως και κάθε Ορθόδοξος ιερός ναός. Κι εμείς όλοι και ο καθένας μας χωριστά είμεθα οι αμαρτωλοί Σαμαρείτες. Η αμαρτωλός γυνή. Ήρθαμε για να γεμίσουμε το δοχείο της καρδιάς μας απ’ αυτό το ύδωρ το ζόν.
Δόσμου τούτο το ύδωρ, λέει, για να μην έρχομαι και ξανάρχομαι, για να μην διψάσω ποτέ. Αυτό το ύδωρ το ζόν είναι ο Χριστός.

Αυτόν τον Χριστό λοιπόν συνάντησε στο πηγάδι της Σιχάρ, της μικράς πόλεως της Σαμαρείας, μια αμαρτωλή γυναίκα. Σ’ αυτή την αμαρτωλή γυναίκα που στο παρελθόν είχε πέντε άνδρες, απεκάλυψε ο Κύριος ότι είναι ο Μεσσίας, ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός. Εγώ είμαι ο λαλών σοι, διαβεβαίωσε και διακήρυξε όχι μόνον σ’ αυτή αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, που Τον ψάχνει, όχι μόνο ο κόσμος, και ο διπλανός μας, και μείς. Που Τον ψάχνουμε. Στην ύλη, στο χρήμα, στον πλούτο, στην δύναμη. Στην εξουσία, στην υγεία, στην ανάπαυση. Στη νεότητα, στην ομορφιά, και δεν ξέρω σε πόσα άλλα.

Με αυτήν άνοιξε έναν καταπληκτικό θεολογικό διάλογο, που δεν υπάρχει σε άλλη σελίδα της Αγίας Γραφής. Σ’ αυτήν ομιλεί ο Κύριος, ο Κύριος και Θεός, δια τον Θεόν. Και έκαμε αυτήν την φοβερή διαβεβαίωση «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν Πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». Εν Πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν.
Πνεύμα ο Θεός. Και την ώρα που ψάλουμε τον Χερουβικό ύμνο, και την ώρα που λέμε «τα σά εκ των σών», την ώρα που οι ψάλτες μας ψάλλουν το «Άξιον εστί» ή το «ο Άγγελος εβόα», ή άλλους αναλόγους Θεομητορικούς ύμνους, εκείνη τη στιγμή φόβος πρέπει να διακατέχει, τις καρδιές μας, πρώτον ημών βέβαια των ιερέων. Που τελούμε την αναίμακτο φρικτή θυσία, αλλά ύστερα και σας. Δεν εννοώ προσωπικά μόνον εσάς, αλλά όλους τους εκκλησιαζομένους χριστιανούς. Και κείνη την ώρα η Εκκλησία, μας ομολογεί ότι είναι ο Χριστός που είναι επάνω στην Αγία Τράπεζα. Αυτός είναι ο Άρτος ο εκ του Ουρανού καταβάς, αλλά είναι και το ύδωρ το ζόν το αλώμενον εις ζωήν αιώνιον.
Και το θαύμα των αποκαλύψεων έγινε αδελφοί μου. Πού έγινε; Μέσα στην καρδιά της αμαρτωλής γυναίκας. Οι αποκαλύψεις αυτές, φώτισαν την ψυχή της. Και ο φωτισμός στερέωσε την πίστη. Η πίστις εξ ακοής. Και διά της πίστεως καλλιεργήθηκε η μετάνοια. Και η μετάνοια έφερε την αλλαγή σε ολόκληρη τη ζωή της.
Έτσι λίγο αργότερα όταν άρχισε διά των Αποστόλων η διάδοσις του Ευαγγελικού κηρύγματος, ήταν από τις πρώτες γυναίκες που βαπτίστηκε και έγινε χριστιανή. Και πήρε το όνομα Φωτεινή.
Η Φωτεινή όμως, ό,τι πήρε από τον Χριστόν, δεν το κράτησε γιά τον εαυτόν της. Το διέδωσε όπως και την πρώτη φορά στο χωριό, έτσι και τώρα σε ολόκληρο τον κόσμο. Πότε; Όταν πείστηκε ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, έτρεξε μέσα στους συγχωριανούς της, στην πόλη Σιχάρ, και είπε εκεί στους συμπολίτες της. «Ελάτε να δείτε άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάμει». Και με πολλή διάκριση για να τους κεντρίσει και το ενδιαφέρον, τους ρωτά «Μήπως είναι αυτός ο Χριστός»; «Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός»; Έτσι άρχισε το πρώτο κήρυγμά της, και η πρώτη της ιεραποστολή.
Και όταν βαπτίστηκε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, η πίστις της ζωντάνεψε και έγινε φλογερή. Μαζί της βαπτίστηκαν και τα δυό παιδιά της, που ασφαλώς θα ήσαν νόθα, και όλες οι αδελφές, όλη η οικογένεια.
Μετά το σαράντα μετά Χριστόν αρχίζει και την ιεραποστολική της δράση, κυρίως ανάμεσα στις γυναίκες. Πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και από οικογένεια σε οικογένεια. Και αφού όργωσε πνευματικά ολόκληρη την Παλαιστίνη, άρχισε να απλώνει τη σπορά του Ευαγγελικού αυτού λόγου στις απέραντες εκτάσεις της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Έφθασε, λέει η παράδοσις και τα συναξάρια, μέχρι και την Αφρική. Γυρίζει κατόπιν στη Μεσοποταμία, από κει πάει στην Αρμενία, στην Ασσυρία, στην Καππαδοκία, στην Γαλατία, στην Μικρά Ασία, στην Ελλάδα, και φθάνει και στη Ρώμη. Και όπως ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου, έκανε μια μεγάλη οδοιπορία για να συναντήσει τη Σαμαρείτιδα, - τι οδοιπορία, από την Ιουδαία στην Σαμάρεια, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη, και την έκαμε με τα πόδια. Έτσι κι εκείνη λοιπόν για την αγάπη του Χριστού, με θυσίες και σκληρές δοκιμασίες, πραγματοποίησε ένα τεράστιο έργο οδοιπορίας ιεραποστολικής, σ’ όλες αυτές τις χώρες που σας ανέφερα, προσφέροντας το θεϊκό νερό, το ύδωρ το ζόν, της Ευαγγελικής διδασκαλίας του Ιησού Χριστού, σε χιλιάδες διψασμένες ψυχές.
Απ’ όπου περνούσε, προετοίμαζε και το έδαφος για τους Αποστόλους που θα ακολουθούσαν.
Σιγά σιγά οδοιπορώντας, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια, έφθασε τελικά και μπήκε και μέσα σ’ αυτά τα ανάκτορα του Νέρωνος. Εκεί κατόρθωσε με τη χάριν του Ιησού Χριστού να κάνει χριστιανή και την κόρη του αυτοκράτορος από τον πρώτο του γάμο, την Δομνίνα, όπως και πολλές άλλες δούλες, όπως την Άκτια και άλλες.

Ήδη είμεθα όμως στα χρόνια των διωγμών, αφού είπαμε μπήκε στο παλάτι του Νέρωνος, του αιμοσταγούς αυτού αυτοκράτορος. Αυτό σημαίνει ότι ήρθε και η ώρα του δικού της μαρτυρίου. Συλλαμβάνεται όχι μόνον η ίδια, αλλά και τα παιδιά της και οι αδελφές της. Έτσι αξιώθηκε και της μεγάλης τιμής να χύσει και το αίμα της ύστερα από βασανιστήρια για την αγάπη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, την Αγία Φωτεινή την Σαμαρείτιδα, την ονόμασε όχι μόνον μεγαλομάρτυρα, αλλά και ισαπόστολο.
Η μνήμη της γιορτάζεται δυό φορές το χρόνο. Μια στη σημερινή Κυριακή, πέμπτη Κυριακή από του Πάσχα, ονομάζεται και η Κυριακή της Σαμαρείτιδος, και την δεύτερη φορά την ημέρα του μαρτυρίου της, που είναι η εικοστή έκτη Φεβρουαρίου.

Χριστιανοί μου, αυτό που ζητάει ο άνθρωπος κάθε εποχής, και κάθε γενιάς, ο άνθρωπος ο σημερινός, ο άνθρωπος ο διπλανός μας… Αυτόν που πρέπει να αναζητά, είναι ο Χριστός και το Ευαγγελικό Του κοσμοσωτήριο κήρυγμα, αυτό πρέπει να ζητά, αυτό να είναι δηλαδή, για τον κάθε άνθρωπο το ζητούμενο.
Έτσι λοιπόν αν ανοίξει το Ευαγγέλιον, το Ευαγγελικό Κήρυγμα, αν ανοίξει την Καινή Διαθήκη, θα δει μέσα ότι περιέχει πέντε πράγματα.
- Πρώτον. Την αποκάλυψη του ενός Τριαδικού Θεού. Του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
- Δεύτερον την ενανθρώπιση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ως Θεανθρώπου, τέλειος άνθρωπος, τέλειος Θεός.
- Τρίτον. Την ανυπέρβλητη θεϊκή Του διδασκαλία και τα θαύματά Του.
- Τέταρτον. Τη Σταυρική Του Θυσία, το Πάθος Του δηλαδή, την Ανάστασή Του, την Ανάληψή Του, και
- Πέμπτον, Τις προϋποθέσεις σωτηρίας για μας, ή γι’ αυτόν που ψάχνει να βρεί το ζητούμενο. Και οι προϋποθέσεις σωτηρίας είναι η ζωντανή πίστις, δεύτερον η μετάνοια, τρίτον το Βάπτισμα μαζί με το Χρίσμα, τέταρτον η Θεία Κοινωνία, και πέμπτον τα έργα πίστεως, τα έργα μετανοίας.

Επαναλαμβάνω χριστιανοί μου ότι η Αγία Φωτεινή, ό,τι άκουσε και ό,τι είδε, πρώτα το πίστεψε, κι ύστερα εργάστηκε πάνω σ’ αυτό με τόση αυτοθυσία, ώστε έφθασε μέχρι μαρτυρίου. Εμείς όμως τι κάνουμε; Στις ημέρες μας σχεδόν τίποτα. Και ταπεινή μου γνώμη είναι ότι εδώ στην πατρίδα μας δεν έχουμε ανάγκη από ιεραποστόλους, αλλά από επανευαγγελιστάς, από χριστιανούς δηλαδή, και χριστιανές, που να γνωρίζουν το Ευαγγέλιο, να γνωρίζουν την Καινή Διαθήκη στην πράξη, την εφαρμογή της, που να κατέχουν και να φλέγονται από την φλόγα της πίστεως και από πονεμένη προσευχή.
Και ποιοι είναι αυτοί οι επανευαγγελιστές; Ποιοι μπορεί να γίνουν; Όλοι μας! Και συ, και συ και συ, και γω, και όλοι. Και δε ποιους θα μεταδώσουμε αυτό το φως του Ευαγγελίου, το ύδωρ το ζόν; Για να δώσεις φως, πρέπει νάχεις! Άμα δεν έχεις αναμένο κεράκι πως θα δώσεις στον άλλον φώς; Πρέπει νάχεις φως! Ο άλλος σου ζητάει νεράκι. Το νεράκι του Θεού, άμα δεν έχεις, τι θα δώσεις; Άρα λοιπόν, πρώτα πρέπει να πάρεις εσύ νερό, να γεμίσεις από το ύδωρ το ζόν, το αλώμενον εις ζωήν αιώνιον, για να δώσεις και στον άλλον. Σε ποιόν θα δώσεις; Στον σύντροφό μας πρώτον, που δε λέει τις περισσότερες φορές να βάλλει μυαλό, τόσο ξεροκέφαλοι είμαστε, ιδίως οι άνδρες, κατόπιν στα παιδιά μας, που κινδυνεύουν τώρα, κινδυνεύουν στη γειτονιά, κινδυνεύουν απ’ το ένα σπίτι στο άλλο που πηγαίνουμε, που τα εμπιστεύεστε, που κινδυνεύουν στις εκδρομές, που κινδυνεύουν στο σχολείο, παντού κινδυνεύουν. Θα μεταδώσουμε λοιπόν αυτό το ύδωρ το ζόν και το φώς, στα αδέλφια μας, στους συγγενείς μας, στους φίλους, στους γείτονες… Στο περιβάλλον που ζούμε, στη δουλειά που εργαζόμαστε, στην κοινωνία, παντού και πάντα.
Παρόλον λοιπόν που έχουμε βέβαια είναι λέει ο θερισμός πολύς, αλλά οι εργάτες είναι ολίγοι. Εμείς νομίζουμε ότι έχουμε πολλούς εργάτας στον αμπελώνα του Κυρίου. Δεν επαρκούν καθόλου, καθόλου, καθόλου, καθόλου, καθόλου. Είναι οι επίσκοποι, είναι οι ιεροκήρυκες, είναι οι ιερείς, τώρα βγάζουμε όλοι και την ψευτοθεολογία, τέλος πάντων, βρίσκονται όλοι στους διάφορους ιερούς ναούς, ακόμα και σε εξωκκλήσια κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, και ταυτόχρονα πολύ επαινετικά μπορώ να πω, και επιδίδονται και σε άλλες ποιμαντικές ποικίλες αξιέπαινες δραστηριότητες, με πολύ πολύ καλά αποτελέσματα. Έχουμε επίσης και τους γεροντάδες από το Άγιον Όρος, που κι αυτοί βοηθούν το έργο της Ελλαδικής Εκκλησίας για τον επανευαγγελισμό των Ορθοδόξων Ελλήνων. Έχουμε επίσης και μια πληθώρα εκλεκτών λαϊκών θεολόγων, που κι αυτοί με τη σειρά τους βοηθούν όσο μπορούν απ’ τη θέση τους.
Παρά ταύτα όμως, όλοι εμείς, και αυτοί και οι άλλοι, και οι άλλοι, δεν επαρκούμε. Και δεν επαρκούμε διότι δεν πείθουμε. Και δεν πείθουμε γιατί κάτι μας λείπει. Μιλάς εσύ στο διπλανό σου, μιλάς στο παιδί σου, μιλάς στο σύντροφό σου, μιλάς στον αδελφό σου, μιλάς στον συγγενή σου, το γείτονά σου, μιλάς σε έναν που βρίσκεται στη δουλειά σου, και σε κοροϊδεύει, δεν πείθεται με τίποτα. Γιατί δεν πείθεται; Επειδή είναι στραβή η λογική του; Επειδή είναι σκοτισμένος ο νούς του; Επειδή είναι γεμάτος από πάθη; Σωστό! Πολύ σωστά! Αλλά δεν πάμε στους άλλους. Λέμε «εμείς δεν πείθουμε, γιατί κάτι μας λείπει»! Κι αυτό που μας λείπει είναι ο προσωπικός μας αγιασμός. Αυτό μας λείπει! Δεν έχουμε μέσα μας φως για να δώσουμε. Δεν έχουμε μέσα μας χάρη για να δώσουμε. Δεν έχουμε μέσα μας το ύδωρ το ζόν για να το δώσουμε.
Δεν έχουμε βάθος, φώς δεν έχουμε! Ζωντανή πίστη. Δεν έχουμε αληθινή μετάνοια. Δεν έχουμε πνεύμα θυσίας και υπομονή, υπομονής… Δεν έχουμε υπομονή! Θλίψεις έχουμε, στεναχώριες έχουμε. Περιπέτειες στη ζωή έχουμε, προβλήματα μεταξύ μας μέσα στο σπίτι έχουμε! Υπομονή δεν έχουμε! Κι άμα σου λείπει η χάρις της υπομονής, πως θα πείσεις τον άλλον για τον Χριστό; Σας ρωτάω για να μου απαντήσετε. Και δε λείπουν αυτά τα πράγματα μόνον από μας τους κληρικούς, το επαναλαμβάνω, λείπουν και από τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας.

Να ρωτήσω, εκτός της υπομονής, που είναι η ταπείνωσις; Και η δική μου προπαντός. Κάνει περιπάτους έξω.
Πού είναι η αληθινή μας μετάνοια;
Πού είναι η συντετριμμένη μας καρδία;
Πού είναι η κρυφή νηστεία μας και η νηστεία των αισθήσεων;
Πού είναι η αγρυπνία μας,
που είναι η εγκράτεια στη γλώσσα μας;
Εγκράτεια στο νου, στους λογισμούς, στις σκέψεις. Πού είναι, την έχουμε;
Πού είναι η προσευχή μας;
Πού είναι η πραότης μας;
Πού είναι η μακροθυμία μας και η ανοχή μας;
Πού είναι η καλοσύνη μας;
Πού είναι η ευγένειά μας;
Πού είναι μετά ο θείος φόβος; Και τέλος για να μη λέμε πολλά.
Πού είναι το αγιασμένο παράδειγμά μας; Πού είναι; Αυτό και μόνον, η εν Χριστώ δηλαδή ζωή μας, είναι αυτό το παράδειγμα, δηλαδή η ζωή μας, είναι αυτή που διδάσκει και οδηγεί στη σωτηρία με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και επιτυγχάνει τον επανευαγγελισμό των ψυχών μας.

Όταν ο Κύριος αδελφοί μου είδε στην Σαμαρείτιδα την αληθινή την μετάνοια, ζωντανή την πίστη και φλογερή την αγάπη, την αξίωσε να γίνει Ευαγγελίστρια και ισαπόστολος μέχρι τα πέρατα του κόσμου και τέλος και μεγαλομάρτυς.
Λοιπόν, αυτό που της έλειπε το πήρε, το ύδωρ το ζόν, το Χριστό στην καρδιά της. Και αυτός ο Χριστός έγινε ο αγιασμός της. Αυτός είναι η οδός και η αλήθεια, η Ανάστασις και η Ζωή, το ύδωρ το ζόν. Γι’ αυτήν τα πάντα ήταν ο Θεός. Για μας;

Άρα λοιπόν το ζητούμενο θα είναι πάντοτε, και πρέπει να είναι ο Χριστός μέσα στις καρδιές μας. Αλλά, για να μπει ο Χριστός μέσα στις καρδιές μας, υποτίθεται ότι η καρδιά μας ότι είναι δοχείο, δεν θα πρέπει προηγουμένως να καθαριστεί; Θέλομε να προσφέρομε ένα ποτήρι νερό στον άνθρωπο που ήρθε στο σπίτι μας, ή μας ζητάει. Δεν το πλένουμε καλά το ποτήρι; Το τρίβουμε, ε, για νάναι καθαρό. Αλλά καθαρό και άδειο; Τι λέτε; Καθαρό αλλά άδειο; Καθαρό αλλά γεμάτο!
Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός, αλλά γεμάτη όμως από τη χάρη και το δικό Του φως, γεμάτο από αρετές. Αυτό να παρακαλέσουμε σήμερα, αυτό να παρακαλέσουμε και την Αγία Φωτεινή, να παρακαλέσουμε και τον Τίμιο Πρόδρομο, που έχουμε ανάμνηση της ευρέσεως της Τιμίας αυτού κεφαλής, να τους παρακαλέσουμε και την Αγία Βαρβάρα, και όλους τους Αγίους να τους παρακαλέσουμε να γεμίσει η καρδιά μας, από το ύδωρ το ζόν, το αλώμενον εις ζωήν αιώνιον, και από φως Χριστού που φαίνει πάσι,

Αμήν.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Βιωματικές εμπειρίες τής εν Χριστώ ζωής



Επειδή είναι Αναστάσιμη περίοδος, μερικές ημέρες ή με μία ιστορία και θα πω πολλές, γιατί αυτές και μένουν. Είναι τα βιώματα και οι πράξεις της ζωής. Τα λόγια εύκολα λέγονται, έρχονται και παρέρχονται, τα βιώματα όμως μένουν. Μένει η ζωή.

Σας είχα διηγηθεί για κάποιον πατέρα πολύ παλαιότερα, τον οποίον βέβαια και έχω περάσει και στα βιβλία, ότι μια βραδιά που εγένετο η τελετή της Αναστάσεως, είπε ο ηγούμενος πατέρα Θεοδώρητο, έναν απλούστατο και υπέργηρο κληρικό, αφού ψάλανε τρείς τέσσερεις φορές το «Χριστός Ανέστη» λέγοντας και τους απαραίτητους στίχους, να πάει στο οστεοφυλάκιο και να πει στα οστά των κεκοιμημένων αδελφών, μοναχών, ιερέων, το «Χριστός Ανέστη». Και πράγματι εκείνος πήγε, - θα το θυμάστε πιστεύω όλοι σας, - και λέει, είπε ο γέροντας «Χριστός Ανέστη», και αμέσως όλα τα οστά σηκώθηκαν στον αέρα ένα μέτρο και έπεσαν κάτω.

Εδώ στα Αθωνικά αναγνώσματα διαβάζουμε ένα παρόμοιο που εγένετο στη Μονή του Αγίου Παύλου, το Πάσχα του 1936. Και αναφέρεται σε κάποιον ευλαβέστατο αρχάριο μοναχό, το λεγόμενο Θωμά. Σύγχρονοι Αγιοπαυλίτες που ζουν ακόμα από την περίοδο εκείνη, πρέπει να είναι βέβαια πολύ μεγαλύτεροι από 70 ετών, διηγούνται το εξαίσιο γεγονός το οποίον βέβαια και θα σας αναφέρω πιο κάτω.
Ήταν λοιπόν το πρώτο Πάσχα του 1936, του νεόκουρου τότε Θωμά στη Μονή, και δεν εγνώριζε ακόμα την τάξη που υπήρχε στο μοναστήρι, το βράδυ εκείνο όπου εγένετο η τελετή της Αναστάσεως, έξω, στο προαύλιον του ναού. Τότε οι δόκιμοι και οι αρχάριοι ήσαν υποχρεωμένοι, μάλιστα ο νεώτερος των αρχαρίων, να πηγαίνει στο οστεοφυλάκιο, κατόπιν και στα νεκροταφεία και να λέει το «Χριστός Ανέστη». Είτε να το φωνάζει, είτε και να το ψάλλει. Η πίστις μας αυτή είναι. Η πίστις μας βασίζεται στην Ανάσταση των νεκρών, και πρωτότοκος εκ των νεκρών εγένετο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, «θανάτω, θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος».
Τον βλέπει ο Άγιος καθηγούμενος, του λέει «έλα εδώ, δεν πήγες ακόμα στο οστεοφυλάκιον»;
Λέει, «ευλόγησον», λέει, «δεν κατάλαβα», εφόσον δεν κατάλαβε τέλος πάντων, παίρνει την αναμμένη λαμπάδα του και πηγαίνει στο κοιμητήριο να μεταφέρει το φως της Αναστάσεως στους νεκρούς και να τους πει «Χριστός Ανέστη».
«Πότε γέροντα, δεν θυμάμαι, δεν τόξερα» και τα λοιπά, δικαιολογήθηκε, τέλος πάντων, «αυτό είναι το χρέος» λέει «του πρώτου δοκίμου, και πρέπει να πας και συ να πεις το Χριστός Ανέστη»,
«Νάναι ευλογημένο». Κάνει κανένα δεκάλεπτο, δεν είναι πολύ μακριά το κοιμητήρι, και ξαναφάνηκε στην είσοδο του Συνοδικού. Ο χαιρετισμός δεν είχε τελειώσει ακόμα, προχώρησε σεμνά και αθόρυβα, προσετέθηκε στην χορεία των υπολοίπων πατέρων. Όταν τελείωσαν όλοι και τον είδε ηγούμενος μπροστά του, δίνοντάς του το κόκκινο αυγό, τον ρώτησε με χαρούμενο ύφος «πήγες στο κοιμητήρι»;
«Ναι γέροντα, πήγα».
«Είπες το Χριστός Ανέστη στους πεθαμένους»;
«Το είπα γέροντα».
«Σού είπαν εκείνοι τίποτα»;
«Και βεβαίως μου είπαν»!
Άστραψαν τα μάτια του γέροντος σ’ αυτά που άκουσε,
«Τι σου είπαν, πάτερ Θωμά»; ξαναρώτησε βεβιασμένα ο ηγούμενος νοιώθοντας και ανατριχίλα συγχρόνως στο κορμί του και συγκίνηση να κατακυριεύει την ψυχούλα του.
«Τι μου είπαν; Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»!
Και τάλεγε αυτά ο ευλογημένος ο πατήρ Θωμάς με τέτοια φυσικότητα και γαλήνη, και όμως η συγκίνησις του ηγουμένου ήταν τόσο πολύ μεγάλη, που τον ξαναρώτησε
«Το άκουσες καλά αυτό παιδί μου; Μήπως ήταν φαντασία σου»;
«Όχι γέροντα, με ξεκούφαναν, διότι όλοι μαζί φώναξαν οι κεκοιμημένοι και απ’ το οστεοφυλάκιο και από τους τάφους, Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»!

Τι λέτε τώρα εσείς γι’ αυτά; Και μείς οι άνθρωποι του εικοστού αιώνος, τι λέμε; Αλλά τα θαύματα αυτά όμως, συμβαίνουν για εκείνους που έχουν απλότητα, έχουν ταπείνωση, έχουν το πνεύμα της υπακοής, και προς τον πνευματικό τους και γενικά προς τον Θεόν. Είναι εκείνοι που βλέπουν το θαύμα ή που ακούν το θαύμα, εκείνοι που αιχμαλωτίζουν παν νόημα στην υπακοή του Χριστού, αυτοί, και όχι εμείς. Εμείς είμαστε ακόμα λογοκρατούμενοι, είμαστε γεμάτοι από πάθη και από αδυναμίες, έχομε ιδιοτροπίες, έχουμε κακότητες, έχουμε πονηριές, έχουμε μύρια άλλα τόσα κακά μέσα μας. Και βλέπετε, δεν ανταποκρίνεται πολλές φορές το αίτημα της ψυχής μας, προς τον Πανάγιο Θεό, διότι ο Θεός βλέπει τις καρδιές μας, δεν βλέπει τα εξωτερικά φερσίματά μας, τα οποία τις περισσότερες φορές μπορεί νάναι υποκριτικά. Ή να έχουν την χρειά του πολιτισμένου ανθρώπου.
Πολιτισμένοι πρέπει να είμαστε, και ευγενικούς τρόπους πρέπει νάχουμε ασφαλώς, αλλά αυτά όμως πρέπει να είναι πηγαία, να βγαίνουν μέσα από την πράξη της τηρήσεως των Ευαγγελικών εντολών, και τις καλλιεργείας των θειοτάτων αρετών, διαφορετικά, δεν αποδίδουν, και δεν πείθουν.
Όταν μιλάμε και όταν προσευχόμεθα, πρέπει να προσεύχεται μαζί μας και το Άγιον Πνεύμα, κυρίως αυτό δια μέσου ημών να προσεύχεται. Και όταν στενάζουμε για τις αμαρτίες μας, να νοιώθουμε ότι στενάζει το Άγιον Πνεύμα, με στεναγμούς αλαλήτους όπως το ίδιο το Άγιον και Ιερόν Ευαγγέλιον μας πληροφορεί. Διότι ουδείς δύναται ειπείν «Κύριον Ιησούν» παρά μόνον «εν Πνεύματι Αγίω». Καμιά φορά δεν μπορούμε να πούμε ούτε «Χριστέ μου ελέησέ με». Δεν μπορούμε να πούμε «Παναγία μου, σώσε με», ή «βοήθησέ με». Δεν μπορούμε ούτε αυτό να το πούμε. Και το βλέπομε ειδικότερα ότι δεν έχουμε αντίδραση, ειδική αντίδραση, κατά την διάρκεια του ύπνου, όταν μας προσβάλλει ο πειρασμός. Εκεί φαίνεται η αδυναμία ή μάλλον το πλήθος των αδυναμιών. Δεν μπορέσαμε ακόμα θεληματικά και εκούσια, μέσα από τα Πανάγια Μυστήρια και τις εντολές του Θεού, και ειδικότερα της αγάπης να καθυποτάξομε και αυτό το υποσυνείδητό μας. Και να λειτουργεί ως αντίδρασις και κατά τη διάρκεια της νυκτός εναντίον των δαιμόνων. Και κάθε άλλη εσωτερικής κρυφής ροπής μέσα μας.

Θα δούμε εδώ για μια κυρία, η οποία ονομάζετο Αθηνά Σγούρου, η οποία γεννήθηκε το 1879 στο χωριό Κουραμάδες της Κερκύρας, από γονείς πτωχούς, πολύ τίμιους και πιστούς. Ο πατέρας της ονομαζότανε Χριστόδουλος, και ήτανε απόγονος των παλιών Βυζαντινών οικογενειών.
Αυτή η Αθηνά Σγούρου, τα πρώτα χρόνια τα έζησε με μεγάλη πτώχεια και στέρηση, και γνώρισε πολύ γρήγορα γύρω της το θάνατο. Από τα δώδεκα παιδιά που έφεραν στον κόσμο οι γονείς της, έμειναν μόνον τα πέντε. Και το ένα εξ αυτών ήτο ανάπηρο σωματικά, και το άλλο ανάπηρο διανοητικά. Τίποτα δεν είχανε εκτός από δυό καμαρούλες. Και κείνες ποιος ξέρει πως τις είχαν φτιάξει. Καλλιεργούσαν κάποια κτήματα τα οποία όμως δεν ήταν δικά τους, και έπαιρναν ένα μικρό μερτικό για να μπορέσουν να ζήσουν. Είχαν όμως μεγάλη πίστη και ελπίδα στο Θεό και δεν έλειπαν από την εκκλησία. Απ’ τον πατέρα δεν ακούστηκε ποτέ βλάσφημος λόγος, πίκρα, ή παράπονο ή γογγυσμός, είτε κατά του Θεού είτε κατά των αφεντικών τους, ας το πούμε έτσι, είτε κατά του πλησίον. Ευχαριστούσε τον Πανάγιο Θεό που του πήρε τα επτά παιδιά, και τον αξίωσε να έχει επτά παιδιά αγγέλους. Αλλά και τα υπόλοιπα ο ίδιος θα τα προστατεύει. Ξενοδούλευε η μάνα. Στην ηλικία των επτά ετών, πήγε και αυτή με τη μάνα της στην τρυφερότατη αυτή ηλικία, να δουλεύει και αυτή για να βγει το ψωμάκι. Ποιος ξέρει πως έμεινε. Αλλά κάθε βράδυ όμως, όταν μαζευόντουσαν στο σπίτι, διάβαζαν τα παλιά συναξάρια και τους βίους των αγίων, όσα υπήρχαν εκείνη την εποχή. Την «Αμαρτωλών Σωτηρία», - εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι χρώμα έχει το βιβλίο, - και μ’ αυτά συντηρούνταν. Βέβαια με τον εκκλησιασμό, και ίσως κανένα πτωχό λόγο αν έβγαζε ο παππούλης εκεί της ενορίας τους.
Την πάντρεψε, αλλά δυστύχησε όμως, στεναχώρια και κακή μεταχείριση, πολύ κακή μεταχείριση από τον άντρα της, και έτσι και τα πρώτα της παιδιά τα απέβαλε. Σε ένα από αυτά βυθίστηκε σε κώμα, αλλά βρέθηκε όμως στον Παράδεισο. Αυτός που την συνόδευε, της είπε ότι «εδώ είμαστε στον Παράδεισο». Και της έδειξε ένα πλήθος από ψυχές, που στη ζωή είχαν αγάπη, είχαν πολλή υπομονή, έκαμαν έργα, και προπαντός την κρυφή ελεημοσύνη. Αυτοί είχαν αυτή την αρετή, οι άλλοι κάποιες άλλες αρετές, και διηγείτο ότι όσο πιο πολύ προχωρούσαμε, τόσο πιο πολύ φως, - σας το λέω αυτό, και σας διηγούμαι, γιατί έχει κάποια σχέση, και θα το πούμε ύστερα για να το καταλάβετε. –
«Όλες οι ψυχές των ανθρώπων», λέει, ρώτησα τον συνοδό μου, αυτόν, έναν λαμπρότατο νέο, που με συνόδευε, «όλες οι ψυχές των ανθρώπων, όταν φεύγανε απ’ τον κόσμο, έρχονται εδώ όλοι»;
«δεν έρχονται όλοι εδώ. Υπάρχουν και άλλες που βυθίζονται σ’ ένα τρομακτικό σκοτάδι, που στην Αγία Γραφή λέγεται Κόλασις».
«Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι, εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένω τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού», αυτός είναι αυτός ο τόπος. Άλλοι να βογγάνε, άλλοι να κλαίνε, άλλοι να δέρνονται μέσα σε μία βρωμιά και σε ένα σκοτάδι που δεν άντεχαν. Και άλλοι να καίγονται από μια παράξενη φωτιά, να πονούν και να φωνάζουν χωρίς να καίγονται. Τι είναι αυτά βέβαια, είναι ανθρωποπαθείς εκφράσεις και εικόνες, αλλά μαρτυρούν πολλά και πολλοί μας έχουν πει τα ίδια.

Τα ίδια περίπου, σας το είχα διηγηθεί, μου διηγήθηκε και μια άλλη ψυχή από την Πάτρα, ονόματι Αγάθα. Ένα χρόνο πριν κοιμηθεί. Ευρέθηκε και αυτή σ’ αυτόν τον τόπο. Όπου είδε τα αγαθά του Παραδείσου και τα φοβερά της Κολάσεως. Και μάλιστα ο συνοδός όταν την πήγε στην κόλαση και άκουγε τις αγωνίες και τον φρικτό πόνο και τα βάσανα αυτών των ανθρώπων, πούσαν μέσα σε κείνο το φρικτό σκοτάδι, της είπε ο συνοδός, «ρώτησέ τους όλους αυτούς, βγάλε μια φωνή δυνατή, και ρώτησέ τους, ‘μετανοείτε’»; Και τους ρώτησε, πράγματι, «μετανοείτε»; Και με μια φωνή όλοι απάντησαν «Όχιιιι»! Νομίζω ότι σας τόπα αυτό! Αν δεν σας τόπα συγγνώμη. Αγάθη λοιπόν, είχε καρκίνο στα … πως ξεκίνησε, από τον οστό, κατέβηκε κατόπιν στα σπλάχνα, από τα σπλάχνα σε ολόκληρο το σώμα και εκοιμήθη έτσι οσιακώς, μέχρι τελευταία στιγμή, κοινωνώντας των Αχράντων Μυστηρίων.
Αυτή έζησε ακριβώς, αυτά τα πράγματα, όπως σας περιέγραψα για την κυρία Αθηνά Σγούρου. Τα ίδια ακριβώς περίπου λέει. Τα ίδια.

Λοιπόν, «άπαξ εναπόκειται τω ανθρώπω αποθανείν». Ας φροντίσουμε τουλάχιστον, αν δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα, να ζητάμε το έλεος του Θεού, αυτό να μας συγχωρέσει, και να λέμε «Θεέ μου είμαι αμαρτωλός, είμαι αμαρτωλή, συγχώρεσέ με». Δεν κάνουμε πολλά πράγματα. Προσευχή δεν κάνουμε, ελεημοσύνη δεν κάνουμε, αγάπη δεν έχουμε, με την πεθερά μου δεν συμφωνώ, με τη νύφη μου δεν συμφωνώ, με τα παιδιά μου είμαι έτσι, εδώ ζήλεια, εκεί φθόνος, εκεί κακία, απ’ την άλλη πονηριά. Λοιπόν είμαι αμαρτωλός, ελέησέ με τουλάχιστον, δώσμου τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου, να είναι εν μετανοία. «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία», παρακαλούμε, παρακαλείτε όλοι σας, δι’ ημών των ιερέων, και «χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, και καλήν απολογίαν», να μας ενδιαφέρει αυτή, κυρίως αυτή, η καλή απολογία. Πως θα την δώσουμε αυτήν; Γι’ αυτό ακριβώς, επειδή είμεθα αμαρτωλοί, και ένοχοι πάντων, «άπαντες γαρ πταίομεν», και αν όλα τα τηρήσουμε, όσα μας λέει το Ευαγγέλιο, το λέει ο Κύριος στο Κατά Ματθαίον, όλα να τα τηρήσουμε, θα λέτε ότι είστε αχρείοι δούλοι. Μην αισθανόμεθα ότι τον εαυτό μας ότι είμεθα δεδικαιωμένοι απέναντι στον πλησίον. Καμιά φορά τις δικές μας αμαρτίες τις βλέπουμε στα παιδιά μας, τις βλέπουμε στα εγγόνια μας, τις δικές μας αμαρτίες τις βλέπουμε στον διπλανό μας, αν δεν θέλουμε εμείς οι ίδιοι να καθρεφτιστούμε και να σταθούμε μπροστά στον εαυτόν μας, ενώπιοι ενωπίον, τουλάχιστον ας βλέπουμε τους διπλανούς μας, όχι για να τους κατακρίνουμε, αλλά να πούμε ότι αυτά τα λάθη που έχει αυτός, αυτή, και τα λοιπά, τα έχω εγώ πρώτα. Και γω τα έχω όλα.

Παραταύτα όμως, όταν βέβαια συνήλθε, βλέποντας το τρομακτικό και αυτό γεγονός, αλλά και από την αγωγή που πήρε κυρίως από το σπίτι της, απ’ τον πατέρα της, απέκτησε ένα ισόβιο ενδιαφέρον για ελεημοσύνη. Για ελεημοσύνη, ποιος; Αυτή η φτωχοτάτη! Η οποία και μάλιστα η ζωή της ήτανε πολύ σκληρή από τον σύζυγό της. Γι’ αυτό και της άρεσε, ήθελε να μιλάει με τις φιλενάδες της, - τώρα εδώ που τα λέμε, όταν μαζευόμαστε, φιλενάδες, ε, τι θα πούμε τώρα, ποιος ξέρει, λοιπόν – αυτή της άρεσε να μιλάει για τους αγγέλους, για τους βίους των αγίων. Θα λέγαμε σήμερα να συζητήσουμε κάτι για το γεροντικό, κάτι που διαβάσαμε, κάτι που ακούσαμε, κάτι που μας είπαν, κάτι που είδαμε, κάτι που πληροφορηθήκαμε, καλό για να το μιμηθούμε, κακό για να απομακρυνθούμε από αυτό. Κακό να το μισήσουμε. Με σιγουριά και ελπίδα, γιατί φρόντιζε παρά τις τεράστιες υποχρεώσεις και τη φτώχεια, και παρά το ξύλο που έτρωγε, φρόντιζε να ακούει το πρωί το Εωθινόν Ευαγγέλιο, της Κυριακής. Γι’ αυτό τονώθηκε πολύ στην πίστη της για την Ανάσταση των νεκρών. Από το φοβερό όραμα που έζησε, μετά την αποβολή που είχε υποστεί, και είδε όσα είδε, και άκουσε όσα άκουσε, και ποιος ξέρει τι άλλα άρρητα ρήματα άκουσε, ποιος μπορεί να τα καταλάβει αυτά, και ποιος μπορεί να τα διηγηθεί, ούτε η ίδια δεν μπορούσε, ήθελε να ακούει το Εωθινόν Ευαγγέλιον.
Και αν δεν μπορείτε να το ακούσετε και δεν έρχεστε πρωί, να το διαβάζετε στο σπίτι σας. Ποιο είναι, θα το μάθετε! Θα σας το λέμε εμείς, την επομένη Κυριακή έχουμε αυτό το Εωθινόν Ευαγγέλιον. Να το ανακοινώνουμε, μια Κυριακή για την επομένη, όταν δεν μπορείτε να το διαβάσετε.
Δεν μπορούσε να χορτάσει αν ήξερε ότι κάποιος δίπλα της πεινάει. Ούτε να κοιμηθεί, αν ήξερε ότι κάποιος δεν είχε κρεβάτι να μείνει. Μέσα στην πολυμελή οικογένειά της, ήταν ταυτόχρονα και σκάνδαλο και ευλογία. Ό,τι μπορούσε να μαζέψει, το σκόρπιζε χωρίς να λογαριάζει την γκρίνια και το ξύλο του ανδρός της. Ποτέ όμως δεν τους έλειψαν τα απαραίτητα και παρά την φτώχεια και όσα ακολούθησαν σε ολόκληρη την ζωή της. Στο σπίτι τους φιλοξενούσε τους πάντες, όποιοι και αν περνούσαν, και λέει μέσα, Σέρβοι, Εβραίοι, Ιταλοί πρόσφυγες, ζητιάνοι, γυρολόγοι, πλανόδιοι, έμποροι, μοναχοί, παπάδες, τσιγγάνοι, ταχυδακτυλουργοί, ακόμα και ψυχοπαθείς. Τους πάντες τους έβαζε στο σπίτι.
Που να βάλομε εμείς τώρα έναν. Αν βάλουμε κανένα Αλβανό θα μας σφάξει όλους. Σε τι χρόνια φτάσαμε, αλλά και τι πίστη είχε αυτή γυναίκα. Αθηνά Σγούρου. Να την βάζετε στα ψυχοχάρτια σας.
Η καρδιά της δεν έκανε διάκριση. Έβλεπε τον κάθε άνθρωπο ως εικόνα Θεού που έχει ανάγκη. Έκανε ψυχικό χωρίς να αποβλέπει σε ανταμοιβή. Δε φοβήθηκε ποτέ μήπως κινδυνέψει από το κάθε είδους ανθρώπους που φιλοξενούσε. Σκεφτόταν απλά και πίστευε στην πρόνοια του Αγίου Θεού. Έχει ο Θεός, έλεγε πάντοτε, και η αγάπη τα πάντα οικονομεί.
Τι τους έδωνε τώρα όλους αυτούς; Για να δούμε τι τους έδωνε. Θα απορέσετε. Καλαμποκίσιο αλεύρι! Για μια κουλούρα στην χόβολη, λέει, με λίγο ρύζι και λίγο δυόσμο και λίγο χορτάρι, και ό,τι έβρισκε στη γη, τα ανακάτευε όλα μαζί, τα έβραζε, τα στέγνωνε, και τάδωνε για τους περαστικούς. Αυτά είχε, αυτά έδωνε. Η μόνη της λαχτάρα ήταν να μπορεί να κάμει συνεχώς ελεημοσύνες. Και όταν λοιπόν δεν είχε τίποτα να προσφέρει μια μέρα, έβγαινε έξω, και έλεγε «Χριστούλη μου, στείλε μου τουλάχιστον μερικά ζωάκια». Και μαζεύονταν λαγοί, ορτύκια, και διάφορα ειδών πουλιά.
Κάποτε ένα βράδυ που έκανε προσευχή, σε μια στιγμή άστραψε στον ουρανό ένα μεγάλο φως, τόσο πολύ, που έφεξε όλος ο κάμπος σα να ήταν μέρα. Το φως αυτό όπως διηγείτο, προερχόταν από κάτι που έβλεπε στον ουρανό, και έμοιαζε σαν ολόφωτο άρμα σε σχήμα πολυελαίου. Καθώς περνούσε πάνω απ’ το κεφάλι της έμεινε έκθαμβη απ’ την ομορφιά του. Τα παρακολουθούσε μέχρι που χάθηκε στις πλαγιές ενός λόφου. Κανείς άλλος απ’ τη γύρω περιοχή δεν το αντελήφθηκε, εκτός από ένα κοριτσάκι, οχτώ χρονών, που έβοσκε τα πρόβατα, για να συμμαρτυρήσει την αλήθεια του γεγονότος. Ότι δεν έλεγε ψέματα. Ότι δεν ήταν της φαντασίας της. Διότι το είδε και μια μικρή βοσκοπούλα. Σταυροκοπήθηκε βέβαια όπως ήταν επόμενο, γιατί δεν μπορούσε να το εξηγήσει, και είδε ότι αυτό το φως χάθηκε σε ένα ερημοκκλήσι του Άγι-Γιώργη, που οι άνθρωποι το είχαν εγκαταλήψει και έμενε χρόνια αλειτούργητο.
Με τον άνδρα της τώρα. Παθαίνει δύο ατυχήματα! Το ένα είναι ότι τυφλώθηκε, και τον υπηρετούσε τυφλό, κι ύστερα από λίγα χρόνια έμεινε και παράλυτος. Και δω μέχρι το τέλος της ζωής της και της ζωής του, τον υπηρετούσε με όλη της την καρδιά. Βέβαια και η ίδια δεν ήταν τετράγερη, όπως καταλαβαίνετε! Υπέφερε από πλήθος ασθενειών.
Πάντοτε προσηύχετο. Ώρες ατέλειωτες. Και έχαιρε μετά των χαιρόνταν, και έκλαιγε μετά των κλαιόντων. Προσεύχονταν για όλο τον κόσμο, κάθε βράδυ. Για γνωστούς και αγνώστους, για εχθρούς και φίλους.
Τα τελευταία της χρόνια στενοχωρείτο πολύ που δεν μπορούσε να κάνει ελεημοσύνη, άλλαξαν βέβαια βλέπετε οι μέρες, ήλθαν καλύτερα χρόνια, και έτσι λοιπόν παρακαλούσε τον Θεόν να τους στέλνει ζητιάνους. Και ο Θεός μαζί με τους ζητιάνους, όπως είπα προηγουμένως, της έστελνε και διαφόρων ειδών πουλιά, τα οποία έπαιρναν και ταΐζονταν από τα χεράκια της. Κοίταζε λέει και στα πόδια της, μήπως υπάρχουν μυρμήγκια, για να τα ταΐσει και αυτά, και χαίρονταν τόσο πολύ, που τα έδωνε ψιχουλάκια, τα μυρμηγκάκια, όσο χαιρόταν η Εύα στον Παράδεισο πριν πέσει στην παρακοή.
Τα τέλη της βέβαια ήταν ειρηνικά, αλλά μέσα στον πόνο της αρρώστιας. Την τελευταία μέρα που εκοιμήθη ήταν η 11 Φεβρουαρίου του 1976, εορτή της Αγίας Θεοδώρας και του Αγίου Βλασίου. Είχε πολλούς πόνους αλλά γαλήνια χαρωπή προσμονή. Από το πρωί άρχισε να παραγγέλνει όλα όσα χρειάζονται για την κηδεία της. Τι ρούχα θα της φορέσουν, ποιοι θα την έντυναν, πως θα την χτένιζαν, ποιοι ιερείς θα ήρχοντο στην ακολουθία της… Κάλεσε κατόπιν όλες τις γειτόνισσες, τις νύφες και τα λοιπά, εγγόνια και συγγενείς, και από όλους ζητούσε συγγνώμην φιλώντας τα χέρια τους.
Και το βράδυ κατά τις δύο η ώρα εκοιμήθη. Όπως ένας μεγάλος ασκητής έλεγε, βγήκε έξω και έλεγε: «Τι ομορφιά είναι αυτή, τι ομορφιά! Τι όμορφα, τι παράδεισος, τι λουλούδια, τι χαρά»! Με τις ίδιες λέξεις, οσιακών γερόντων, όπως μας διηγείται και το αυθεντικόν γεροντικόν του πατρός Ιωννικίου. Το ίδιο τέλος είχε και η Αθηνά Σγούρου.

Λοιπόν επομένως, βλέπετε ότι δεν μας εμποδίζει η φτώχεια να είμαστε εκείνοι που πρέπει να είμαστε. Και να μη λέμε ότι δεν έχουμε. Αν δεν έχουμε, έχουμε τον καλό το λόγο. Μπορούμε και αυτόν να τον πούμε. Αν δεν έχουμε μπορούμε να κάνουμε πνευματική ελεημοσύνη. Δηλαδή να κάνουμε προσευχή. Και όλα αυτά πηγάζουν από την αγάπη. Εάν δεν έχουμε αγάπη, δεν έχουμε απολύτως τίποτα.
Λέει ο Απόστολος Παύλος στο δέκατο τρίτον κεφάλαιον της Πρώτης προς Κορινθίους Επιστολής, αναφέρεται εκεί στον ύμνον της αγάπης, και πιστεύω πως όλοι και όλες σας, όλοι μας δηλαδή, θα τον έχουμε ακούσει αρκετές φορές και θα τον έχουμε διαβάσει.
«Εάν τις γλώσσες των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον». Ξεγάνωτος ντενεκές δηλαδή. Που απλώς μόνον κτυπάει και κάνει θόρυβο.
«Και αν έχω προφητείαν και ιδώ τα μυστήρια πάντα, και αν έχω όλη την γνώση και αν έχω όλη την πίστη ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί», τίποτα δεν είμαι.
«Και αν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και τα διανείμω δηλαδή χωρίς αγάπη», και με ένα πνεύμα κενοδοξίας, διότι, ας μην ξεχνάμε, το «ιλαρόν δε δότην αγαπά ο Θεός». Το κάνομε καμιά φορά, άντε πάρτο να σε ξεφορτωθώ. Δεν πιάνει αυτή η ελεημοσύνη. Διότι δεν έχουμε καρδιά. Δεν έχουμε μέσα μας αγάπη. Δεν έχουμε τίποτα. Κενοδοξία έχουμε, υπερηφάνεια έχουμε, απ’ όλα έχουμε, μερικοί νομίζουν ότι παραδίδονται στο θάνατο απ’ την πίστη, αλλά καμιά φορά και αυτό γίνεται από μία Εωσφορική εσωτερική κατάσταση μέσα στον άνθρωπο, και υπάρχει και το πνεύμα της πλάνης, που μας παρασέρνει πότε από δω και πότε από κει, ειδικότερα όταν μας χτυπήσει από δεξιά, και μας φανατίζει κατά τέτοιον τρόπον, ώστε αντί να κάνουμε καλό στην ψυχή μας και στις ψυχές των άλλων, κάνουμε ζημιά και κακό. Άλλωστε πάντοτε ο φανατισμός έβλαψε και ουδέποτε ωφέλησε.
Γι’ αυτό λέει ότι «η αγάπη μακροθυμεί», ε; «η αγάπη χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλεί». Α! Η αγάπη ού ζηλεί, ε; Δεν ζηλεύει! Για κοιτάξτε πόσες φορές μέσα μας έχουμε ζήλεια η μία απέναντι στην άλλη. Και ο ένας απέναντι στον άλλον! Και μείς οι παπάδες εδώ που τα λέμε, ο ένας ζηλεύει τον άλλον. Γιατί λέει αυτός να έχει πέντε πρόβατα; Όχι, εκατόν πέντε, και γω νάχω πέντε; Εμ’ αφού ο Θεός του έδωσε εκατόν πέντε, έχει και περισσότερη ευθύνη για να τα φυλάξει. Να δούμε, θα τα φυλάξει καλά; Μας έδωσε πέντε. Ας τα κοιτάξουμε τουλάχιστον να τα βάλουμε στο μαντρί, να βάλουμε και τον εαυτό μας μέσα, και έτσι να σωθούμε και οι έξι.
Η μακροθυμία λοιπόν είναι το πρώτο πράγμα που ζητάει, ο Απόστολος Παύλος σαν στοιχείο από την αγάπη. Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι αγαπάμε τον άλλον, αν δεν είμαστε μακρόθυμοι απέναντί του! Αν δεν ξέρουμε να συγχωρούμε! Και δυστυχώς δεν ξέρουμε να συγχωρούμε! Το «χρηστεύεται» σημαίνει ότι φέρουμε μέσα μας τον Χριστόν. Τα χρηστά ήθη. Φλεγόμεθα δηλαδή από έντονη επιθυμία, να πράττουμε το αγαθό, να πράττουμε το καλό, ειδικότερα απέναντι στον άλλον. Κύριο γνώρισμα της αγάπης είναι λοιπόν ότι «ουδέποτε ζηλεύει, αλλά πάντοτε αγαπά».
«Δεν υπερηφανεύεται».
«Δεν ασχημονεί».
«Δεν ζητεί τα εαυτής», δεν ζητάει ποτέ τα δικά μας, αλλά του άλλου. Ξεκινάμε από τον άλλον και όχι από τον εαυτόν μας, έτσι μας λέει ο Παύλος.
«Ου παροξύνεται», δεν ερεθίζεται! Όποιοι αγαπούν δεν συναρπάζονται, δεν εξάπτονται, όταν προσβάλλονται. Αλλά φέρονται με αγάπη, δεν είναι θυμώδεις, δεν είναι όργιλοι, δεν ταράζονται εύκολα. Δεν λογίζονται το κακόν. Δεν σκέπτονται το κακόν για κανέναν. Πάντοτε το καλό, και κάνουν και καλούς λογισμούς. Εμείς συνήθως όταν βλέπομε μία πράξη, ή όταν βλέπομε ένα γεγονός, ή ακούμε κάτι, δεν κάνουμε αγαθό λογισμό, συνήθως τον κακό λογισμό κάνουμε.
Δεν χαιρόμεθα όταν κάποιος αδικείται. Χαιρόμεθα όμως όταν επικρατεί η αλήθεια, και το πνεύμα αυτό της αγάπης. Θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε και… γι’ αυτό λέει, «αγάπη δεν έχω, ουδέν ωφελούμαι».
«Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει», λέει «πάντα υπομένει», εγώ θα έλεγα τα πάντα υπομένει, θα έβαζα και ένα άρθρο. Η αγάπη τα πάντα υπομένει.
Και «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει». Γι’ αυτό κύριο χαρακτηριστικό της αγάπης, είναι η προσφορά της. Και η προσφορά της είπαμε με ποιο τρόπο. Το δείξαμε με το παράδειγμα αυτής της γυναίκας, έχουμε και άλλα, έχουμε και άλλα. Αλλά μένουμε προς το παρόν με αυτά. Και ο Κύριος βέβαια να μας ευλογεί συνεχώς.

Έχουμε εδώ το βιβλίο του πνευματικού μου, του πατρός Εφραίμ, που πιστεύω ότι όλοι σας το έχετε πάρει, λέγεται «Τέχνη Σωτηρίας». Και μας συνιστά εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή, «όλην την ημέραν ελεεί και δανείζει ο δίκαιος, και το σπέρμα αυτού εις ευλογίαν έστε». Δηλαδή ο άνθρωπος που ελεεί και δανείζει συνεχώς, θάχει την ευλογίαν του Θεού και ο ίδιος και οι απόγονοί του. Διότι όταν ελεεί, δανείζεις τον Θεόν. Και ο Θεός που δανείζεται, θα το αποδώσει αυτό το δάνειο που εγγυήθηκε. Και σ’ αυτή τη ζωή εκατονταπλασίονα, δηλαδή εκατό φορές περισσότερο, και στην άλλη ζωή θα τον αξιώσει της Βασιλείας των Ουρανών. Βλέπουμε στο Ευαγγέλιο ότι ο Χριστός κάθισε στην εκκλησία και παρατηρούσε τους ανθρώπους, που έμπαιναν μέσα, και τι έβαζαν στο γαζοφυλάκιον, δηλαδή στο ταμείο των πτωχών, υπάρχουν κουτιά, αυτά που βλέπετε σε όλες τις εκκλησίες, έχουμε και μείς ένα εκεί, και βλέπει ο καθένας τι ρίχνει. Και λέει το Ευαγγέλιο ότι μια πτωχή χήρα, έριξε ένα δίλεπτο. Και πολλοί άλλοι έριχναν διάφορα χρηματικά ποσά, τα οποία βέβαια μπορεί να ήσαν και αρκετά σοβαρά. Ο Θεός όμως επήνεσε την χήραν, διότι είπε ότι έβαλε ολόκληρη την περιουσία της. Διότι ολόκληρη η περιουσία της ήταν ένας οβολός. Μια δεκάρα, μια πεντάρα, δεν ξέρω τι, ένα ευρώ. Τόβαλε ολόκληρο. Αυτό είχε αυτό έβαλε. Εγώ έβαλα δέκα, αλλά είχα άλλα ενενήντα στην τσέπη μου. Επομένως λοιπόν έβαλα απ’ το περίσσευμα. Εκείνη έβαλε απ’ το υστέρημα, ολόκληρη την περιουσία της.

Πολλά λέγονται για τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα. Και ονομάστηκε Άγιος Ιωάννης Ελεήμων διότι ήτο άνθρωπος όντως, ιερεύς, αρχιερεύς και πατριάρχης, άνθρωπος της πολλής ελεημοσύνης. Βέβαια η καλλιέργεια των αρετών, και η τήρησις των εντολών, η ευλάβεια, ο φόβος Θεού, η αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, δίδουν μέσα στον άνθρωπο αυτήν την έφεση να μπορεί να ελεεί.
Αλλά αυτός όμως είχε και ένα όραμα ωραιότατο που ίσως πιθανόν να μην το έχετε ακούσει. Όταν ήταν, λέει, λαϊκός νέος, κάποια νύχτα είδε στον ύπνο του τα εξής. Μια κόρη πάρα πολύ όμορφη. Βασιλικά ντυμένη, που έλαμπε περισσότερο από τον ήλιο. Με στεφάνι από κλάδο ελιάς στο κεφάλι. Στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι του και τον ξύπνησε. Αυτός απόρησε πως αυτή τόλμησε να πάει στο σπίτι του, και να τον ξυπνήσει, διότι ήτο αγιασμένο και αγνό παιδί, και ο σκοπός του ήταν να γίνει μοναχός. Πώς τόλμησε λοιπόν, με τέτοιο θράσος και πως μπήκε μέσ’ στο σπίτι του και μάλιστα στο δωμάτιό του.
Και του λέει «εγώ είμαι η κόρη του Μεγάλου Βασιλέως. Εάν φιλιωθείς με εμένα και με κάνεις σύντροφό σου, θα σε οδηγήσω μπροστά στον Βασιλιά. Και θα σ’ αγαπήσει τόσο πολύ ώστε θα γίνεις μεγάλος και τρανός. Διότι κανένας άλλος δεν έχει τόση παρρησία μπροστά του, όπως εγώ, η οποία τον ανάγκασα να κατεβεί από τους Ουρανούς στη γη, για να λυτρώσει τον άνθρωπο». - Δεν ξέρω που πάει το μυαλό σας…
Της λέει ο Άγιος, «Ποια είσαι, και πως σε λένε»;
«Εγώ λέγομαι Ελεημοσύνη». Και χάθηκε από μπροστά του. Πέρασαν χρόνια από τότε, Η αγιότητά του διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Και η Σύνοδος τον ανέβασε στο επισκοπικό αξίωμα, και στην συνέχεια τον ανέδειξε και Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ήτο ο άνθρωπος της ελεημοσύνης. Της αδιάκριτης ελεημοσύνης. Έδινε χωρίς να διακρίνει. Γιατί εφήρμοζε αυτό που λέει ο Θεός, ότι «ο Θεός βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Και «ανατέλλει τον ήλιον σε αγαθούς και πονηρούς». Επομένως λοιπόν το χέρι της αγάπης θα δίδεται σε όλους. Αμαρτωλούς και μη. Πονηρούς και δικαίους. Καλούς και κακούς. Όλοι όσοι έχουν ανάγκη, ή ζητούν την προστασία μου, την βοήθειά μου, την ελεημοσύνη μου, εγώ θα δίνω. Αυτό ετήρησε στη ζωή του.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη θέση και άποψις, και είναι και αγιογραφική, που λέει ότι πρέπει να ιδρώνει στην παλάμη μας ο οβολός, πριν τον δώσουμε, όχι από τσιγκουνιά, αλλά από διάκριση. Για να πηγαίνει εκεί όπου υπάρχει η πραγματική ανάγκη. Έτσι λοιπόν η ελεημοσύνη και η αγάπη έχει αυτές τις δύο όψεις. Η μια πλευρά να δίδεται μετά διακρίσεως και η άλλη να δίδεται αδιακρίτως. Αν έχουμε μέσα μας αγάπη, δεν έχει σημασία ποιόν δρόμο θα ακολουθήσουμε. Θα μας οδηγεί η καρδιά η οποία θα είναι και είναι δωσμένη στον Πανάγιον Θεόν. Αφού αυτός άδειασε τους Ουρανούς, και κατέβηκε στη γη, και προσφέρθηκε από πολλή αγάπη για την σωτηρία των ανθρώπων, «ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον άνθρωπον, ώστε τον Μονογενήν Υιόν αυτού έδωκεν» και «ο Υιός εγένετο υπήκοος θανάτου, θανάτου δε σταυρού», από την πολλή αγάπη. Για σένα, για σένα, για μένα, για όλους μας.

Η ώρα όμως πέρασε. Καλόν είναι αυτά τα λίγα να τα μασήξουμε, να τα χωνέψουμε και να τα κάνουμε πράξη στη ζωή μας. Μέσα απ’ αυτά τα μικρά παραδείγματα που αναφέραμε, και τα οποία εκφράζουν μια ζωή ολόκληρη, η οποία θα μας οδηγήσει εάν την εφαρμόσουμε έτσι, όπως τη ζητάει ο Θεός και το Άγιο και Ιερόν Ευαγγέλιον, θα μας βάλλει στη Βασιλεία των Ουρανών.
Εμείς βέβαια σαν κληρικοί έχουμε ασυγκρίτως πολύ μεγαλύτερες υποχρεώσεις, και θα κριθούμε και ανάλογα. Διότι βρισκόμαστε στην κατηγορία που λέγει ο Κύριος, «ο γνούς και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς». Λοιπόν και ο διδάσκαλος κρίνεται εκατό φορές περισσότερον από τον διδασκόμενον. Βέβαια ο διδάσκαλος διδάσκεται και δυο φορές και τρείς φορές και πέντε. Και θα κριθεί από τον λόγον του. Είναι και αγιογραφικό αυτό. «Ο λόγος σου θα σε κρίνει». Και πολύ περισσότερο θα κρίνει και μας, και μένα. Γι’ αυτό σας παρακαλώ πάρα πολύ, στις προσευχές σας να μην ξεχνάτε τους λειτουργούς του Υψίστου, τους ιερείς. Έχουν και αυτοί τις αδυναμίες τους, κάνουν και αυτοί τα λάθη τους, είναι άνθρωποι κι αυτοί. Ο αγιασμός έρχεται με το πέρασμα των ετών, με την πολλή την πείρα, με την προσπάθεια και τον αγώνα, παρά ταύτα όμως ο Θεός επιτρέπει πολλές φορές να κάνουμε λάθη για να έρχεται και η πρέπουσα ταπείνωσις. Έτσι καλλιεργείται η ταπείνωσις και η πραότητα σε μας. Μέσα από τα λάθη μας. Διότι λέγει Κύριος, «επι τίνα επιβλέψω, επί τον πράον και τον ταπεινόν, τον ακούων και τον ησύχιον, τον ακούοντα τους λόγους μου». Ο Θεός χαρίζει, την χάρη Του τη χαρίζει στους ταπεινούς, ταπεινοίς δε δίδωσι Χάριν, και ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται. Και πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται. Και ο ταπεινών εαυτόν, υψωθήσεται. Λοιπόν έχομε την ανάγκη των προσευχών σας. Και όπως είστε υποχρεωμένοι να προσεύχεστε για τους δικούς σας, τους γονείς σας, τα αδέλφια σας, τα παιδιά σας, τους οικείους σας, έτσι λοιπόν έχετε υποχρέωση να προσεύχεστε για τον πνευματικό σας πατέρα αλλά και για όλον τον Ελληνικό Ορθόδοξο κλήρο. Όλους τους ιερείς.

Να βαστάξουμε την πίστη μας. Διότι έρχονται ημέρες που θα κλονιστεί και αυτή. Και τότε πολλοί θα περάσουμε από το κόσκινο αυτής της δοκιμασίας, και δεν ξέρω πόσοι θα αντέξουν. Γι’ αυτό και πρέπει να προσευχόμεθα. Και να έχομε όσο το δυνατόν περισσότερη συνέπεια στη ζωή μας, όσο το δυνατόν περισσότερο.
Κι όταν θα πέφτουμε να κοιμηθούμε και βλέπουμε ότι σήμερα δεν ανταποκριθήκαμε σ’ αυτά που όρισε ο Θεός, ας αναστενάξουμε. Και τον αναστεναγμό μας αυτόν, θα τον πάρει ο Θεός, θα τον ακούσει και θα τον κάνει ελπίδα σωτηρίας. Μπορεί εκείνο το βράδυ, σήμερα το βράδυ, να είναι η τελευταία μας βραδιά, ποιος το ξέρει αυτό; Ποιος μπορεί να διαβεβαιώσει ότι εγώ αύριο το πρωί θα ζώ; Κανένας! Αν όμως στενάξω, μπορεί να συμβεί αυτό που είπαμε όταν αναλύσαμε τον Κατηχητικό Λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την Κυριακή, ότι να δεχτεί τον έσχατον όπως και τον πρώτον. Νάμαστε εμείς της εντεκάτης ώρας. Να είμαστε οι άνθρωποι, δηλαδή εκείνοι, που μετανοούμε ειλικρινά, στενάζουμε και δακρύζουμε και ζητούμε το έλεος του Αγίου Θεού, λίγο πριν αποχωρήσουμε απ’ αυτόν τον κόσμον. Και αυτό να το κάνουμε, κάθε βράδυ. Διότι δεν γνωρίζουμε αν θα μας αξιώσει ο Θεός να δούμε τον φυσικόν ήλιον της επομένης ημέρας. Να μας αξιώσει όμως ο Θεός, να τον δούμε ως φως, ως δόξα και ως τιμή και ως αγάπη, εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτή θα μας τρέφει!
Οι άλλοι, να μην βρεθούμε ποτέ ανάμεσα σε αυτούς, την κατηγορία των αμετανοήτων και θεομάχων, οι άλλοι θα βλέπουν φως, αλλά γι’ αυτούς θα είναι «πυρ καταναλίσκον». Για μας θα είναι τροφή και δόξα επαναλαμβάνω και τιμή. Το ίδιο φως.
Η αγάπη απ’ τη μια πλευρά, εμάς τους σεσωσμένους, - μακάρι να είμεθα ανάμεσα στους σεσωσμένους, - θα μας τρέφει, και οι άλλοι θα βλέπουν την αγάπη και θα την μισούν.
Εγώ άκουσα άνθρωπο με τα αυτιά μου να λέει σε διπλανό του ότι «δεν θέλω να μ’ αγαπάς. Δεν θέλω»! «Γιατί», τον ρώτησα; «Διότι αν πάψει να μ’ αγαπά, θα βρω ευκαιρία να τον μισήσω περισσότερο. Να του κάνω κακό. Το ότι μ’ αγαπάει και το δείχνει, με εμποδίζει να του κάνω κακό». «Δεν θέλω να μ’ αγαπάς»! Αυτό θα λένε και οι άλλοι. Αυτό που φώναξε η αγάπη. Μετανοείτε; Όχιιι! Και θα λένε και αυτοί στο Θεό, «δεν θέλουμε να μας αγαπάς!. Σε μισούμε, όπως ο διάβολος μισεί τον Θεόν»!

Η αγάπη του Θεού νάναι πάντοτε μαζί σας,
να σας ευλογεί όλους,
να ευλογεί τα σπίτια σας, τα παιδιά σας,
Και να αξιωθούμε όλοι μας εν χωρώ,
να βρεθούμε στην τρυφή του Παραδείσου.
Να υμνούμε και μείς μαζί με τους αγγέλους την αγάπη και την δόξα,
την αναστάσιμη δόξα του Αγίου Θεού.

Αμήν.

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Ερμηνεία κατηχητικού λόγου Χρυσοστόμου



209-α
Κυριακή τών Μυροφόρων, 2008

Για πολλά χρόνια είχα την επιθυμία να εξηγήσουμε λίγο τον Κατηχητικό λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τον οποίο ακούμε την Κυριακή, το βράδυ του Πάσχα. Τι ερμηνεία μας δίνουν οι Πατέρες σ’ αυτόν τον περίφημο λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Θα λέμε μία - μία την πρότασιν και θα δίδομε και την ερμηνείαν.
Καλόν είχαμε αλλ’ αυτήν την περίοδο που βάζει η Εκκλησία μας αυτόν διαβάζαμε έτσι γιατί μας χαρίζει πολύ την παρηγοριά και την ελπίδα. Αλλά και την δύναμη όμως να κάνουμε τους πνευματικούς μας αγώνες. Να αντιληφθούμε τις αρρώστιες μας και τις ασθένειές μας τις πνευματικές και να μπορούμε να διορθωθούμε μέσα από την μετάνοια και την εν Χριστώ ζωή.

Εἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως.
Όποιος είναι ευσεβής και αγαπά τον Θεόν εξ όλης ψυχής καρδίας, ισχύος και διανοίας, διότι έτσι εννοείται η αγάπη, ας απολαύσει την ωραία και λαμπρή αυτή εορτή του Πάσχα.

Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου.
Που σημαίνει όποιος δούλος, όποιος χριστιανός και μάλιστα αυτός που έχει συναίσθηση, της αμαρτωλότητός του, έχει αγαθές διαθέσεις, ας εισέλθει γεμάτος από χαρά στην ευφροσύνη του Θεϊκού Δείπνου που χαρίζει ο Αναστάς Κύριός του.

Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον.
Όποιος κατεπονήθει από τη νηστεία, και καλώς έπραξε, ας απολαύσει τώρα την αμοιβή του, που δεν είναι άλλη, από το παρατιθέμενο ουράνιο αυτό Δείπνο, το μυστικό της Θείας και Ιεράς Κοινωνίας.

Και τώρα τα παρήγορα σημεία για όλους μας που είμεθα τόσο αμαρτωλοί και πρώτος εγώ. Δεν ταπεινολογούμε, την αλήθεια λέω.

Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.
Πρώτη ώρα είναι η έκτη πρωινή κατά την Βυζαντινήν ώρα. Όποιος λοιπόν από την έκτη πρωινή ώρα, δηλαδή από την αρχή της ζωής του, υπηρέτησε τον Κύριο, τον Χριστό, ως πιστός δούλος Του, ας δεχτεί σήμερα, την αμοιβή, την ουράνια αμοιβή που δικαίως του ανήκει.

Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἧλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.
Όποιος προσήλθε στην πίστη, στη μετάνοια, μετά την ενάτην πρωινήν ώραν, δηλαδή κατά την νεανικήν του ηλικία, ας συμμετάσχει και αυτός με προθυμία στην κοσμοσωτήρια αυτή εορτή της Αναστάσεως.

Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω• καί γάρ οὐδέν ζημιοῦται.
Όποιος προσήλθε στην πίστη μετά την δωδεκάτην μεσημβρινήν ώραν, δηλαδή στην ώριμο ηλικία πλέον, στα σαράντα και στα πενήντα του, ας μην έχει καμιά αμφιβολία. Θα τον δεχτεί ο Χριστός. Και δεχόμενος και αποδεχόμενος από τον Χριστόν, δεν πρόκειται να υποστεί τιμωρία. Αντιθέτως μάλιστα θα αμειφθεί.

Εἰ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω μηδέν ἐνδοιάζων.
Όποιος καθυστέρησε και προσήλθε στην πίστιν, λέει, κατά την τρίτην αογευματινήν ώραν, δηλαδή στα γηρατειά του, ας πλησιάσει και αυτός τον Χριστό, χωρίς κανέναν δισταγμό και φόβο. Και αυτός θα αμειφθεί. Και αυτός θα συμμετάσχει στην πλούσια τράπεζα που δωρεάν παρέχεται. Και την τράπεζα την εδώ, την επί γης τράπεζα, του Μυστικού Δείπνου αλλά και την τράπεζα της Βασιλείας των Ουρανών, τον Παράδεισο. Γι’ αυτό να επιμένουμε όπως οι γέροντες πατέρες μας, και γριούλες μητέρες μας να μετανοήσουν, να τους το λέμε καθαρά, έρχεται μαμά, μπαμπά, παππού, γιαγιά, ο θάνατος, είναι καιρός, μπορείς και τώρα να μετανοήσεις, να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις.

Και «Εἴ τις», λέει, «εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ» και αυτός «τήν βραδύτητα»•
Όποιος προσήλθε στην πίστιν κατά την πέμπτην απογευματινήν ώραν, δηλαδή τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, αυτό είναι, αυτό σημαίνει, ας μη φοβηθεί μη τυχόν και δεν τον δεχτεί ο Θεός επειδή εκάθευδε, θα τον δεχτεί και αυτόν ο Θεός. Είδαμε ανθρώπους την τελευταία στιγμή της ζωής των, να κοινωνούν και εν αισθήσει ψυχής, να χύνουν δάκρυα μετανοίας τα οποία έτρεχαν από τα ματάκια τους βουβά. Και αυτά τα δέχτηκεν ο Θεός. Αυτά τα σφούγγισε και τα σφούγγισαν με τα μαντήλια τους οι άγιοι ουράνιοι άγγελοι, και τα πρόσφεραν στον Πανάγιο Θεό, που είναι σπλάχνα οικτιρμών, και γεμάτος αγάπη και από καλοσύνη που δεν μπορεί ανθρώπινο μυαλό να φθάσει και να πιάσει.

φιλόστοργος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον, καθάπερ καί τόν πρῶτον. Ἀναπαύει τόν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης.
Διότι ο Κύριος είναι πλουσιοπάροχος στις δωρεές Του και στις χάρες Του. Γι’ αυτό και δέχεται τον τελευταίον με την ίδια προθυμία που δέχτηκε τον πρώτον. Θυμάστε την παραβολή εκείνη όπου ο Κύριος βγήκε έξω στην αγορά και άρχισε να μισθώνει εργάτας για τον αμπελώνα Του; Μερικούς τους έχω, λέει, από το πρωί - πρωί. Και ύστερα ένας μετά τον άλλον, τους πήρα με τις ώρες που λέγει μέσα. Την τρίτην, την έκτην, την ενάτην, την ενδεκάτην. Και νόμιζε ο πρώτος, ότι επειδή σήκωσε τον καύσωνα της ημέρας, μιας ολόκληρης ζωής, δηλαδή τον αγώνα, θα παρέχει περισσότερον από αυτόν που προσήλθε στην ενδεκάτη. Δηλαδή έστω και την τελευταία στιγμή της ζωής του, όχι. Ο Παράδεισος είναι για όλους. Ο ληστής «μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις εν τη Βασιλεία σου», είπε, με πλήρη συναίσθηση βέβαια, με πλήρη μετάνοια, με αναγνώριση της θεότητος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και μάλωσε και τον άλλον, τον κατσάδιασε όπως λέμε, και έγινε ο πρώτος πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών. Ένας κακούργος, ένας φονιάς, ένας κακοποιός, ένας παλιάνθρωπος μπήκε πρώτος στην Βασιλεία των Ουρανών. Αρκεί να υπάρχει μετάνοια. Παρέχει λοιπόν ανάπαυση και ειρήνη και σε κείνον που προσήλθε στα τέλη της ζωής του αλλά και σε κείνον που Τον υπηρέτησε από μικρό παιδί.

Καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει. Κἀκείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται.
Και κείνον που προσήλθε τελευταίος, και αυτόν τον ελεεί, αλλά και εκείνον όμως που προσήλθε πρώτος τον περιποιείται, τον στεφανώνει. Και σε κείνον δίδει αλλά και στον άλλον όμως προσφέρει τις δωρεές Του, τις ίδιες χαρές. Ένας είναι ο Παράδεισος.

Καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται. Καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ.
Και τα έργα της αρετής δέχεται, και την απλή διάθεση του ανθρώπου την αναγνωρίζει. Και την πράξιν την αγαθή τιμά, αλλά και την απλή πρόθεση για έργο καλό, για έργα μετανοίας, για έργο επιστροφής εις τον Θεόν, και αυτό το επαινεί. Και φωτίζει τον άνθρωπο. Και τον κάνει να έρθει εις το έργον της μετανοίας, και αυτή την πρόθεση, και αυτή την καλή διάθεση που έχει, και αυτή την καλή προαίρεση που έχει, να την κάνει πράξη στη ζωής του, έστω και την τελευταία στιγμή για να σωθεί.

Λοιπόν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ἡμῶν• και πρῶτοι καί δεύτεροι, τόν μισθόν ἀπολαύετε.
Επομένως λοιπόν όλοι σας, να εισέλθετε εις την χαράν που σας χαρίζει ο Κύριός σας. Και όσοι ήλθατε πρώτοι, νέοι, ακόμα πιο νέοι, παιδιά, και όσοι προσήλθατε δεύτεροι, δηλαδή γέροντες και γριούλες, όλοι σας να πάρετε τον δίκαιον μισθό σας.

Πλούσιοι κάι πένητες, μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε. Ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι, τήν ἡμέραν τιμήσατε. Νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον.
Για να δούμε λίγο αυτά.
Λέει και όσοι από σας είστε πλούσιοι, έχετε μία άνεση στη ζωή σας, αλλά όμως και εκείνοι που είναι πτωχοί, και οι δυό πανηγυρείστε μεταξύ σας για την ίδια χαρά, την Ανάσταση του Κυρίου μας. Όσοι καταφέρατε και επιβληθήκατε στα πάθη σας, και τα πετάξατε, και τα μεταβάλατε, και τα μπολιάσατε, και τα κάνατε αρετές, αλλά και όσοι όμως φανήκατε λίγο αμελείς για την αρετή, σήμερα είναι καιρός να τιμήσετε την σημερινήν ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, διότι αν την τιμήσεις όπως πρέπει, η επιμέλειά σου θα γίνει πνευματική και σωματική εργασία για την σωτηρία σου. Και όσοι μπορέσατε και τηρήσατε την νηστείαν κατά δύναμιν, και όσοι δεν μπορέσατε να την τηρήσετε, γιατί είχατε λόγους υγείας, και τόσοι είναι πολλοί οι λόγοι υγείας, γιατί είσασταν ανήμποροι στα γεράματα, και για πολλούς άλλους λόγους, όλοι σας όμως πρέπει σήμερα να ευφρανθείτε. Όχι να καλοφάγομε το μεσημέρι, και να τρώτε μέχρι και την Μεγάλη Παρασκευή σικώτια και κρέατα και να ’ρθούμε το Μεγάλο Σάββατο, όχι… εδώ μιλάει και για την νηστεία εκείνη τη συνειδητή. Μιλάει και γι’ αυτή. Για προσέξτε λιγάκι…

Πάντως Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.
Η τράπεζα είναι γεμάτη από τα Τίμια Δώρα όπως ήταν και προηγουμένως. «Πίετε εξ αυτού πάντες», φώναξε η Εκκλησία, «πάντες», Ετοιμάζεσθε ή να ετοιμαζόμαστε, για να κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων.

Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν.
Ο Κύριος που εθυσιάσθη για τις αμαρτίες μας είναι ο μόσχος. Είναι ο αμνός, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Είναι το εσφαγμένον αρνίον. Είναι και άνθρωπος, είναι και ανεξάντλητος. Κανείς λοιπόν δεν επιτρέπεται να φεύγει από το ναό πεινασμένος. Χωρίς να χορταίνει από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Να χορταίνει όμως, και αυτόν τον χορτασμόν, αυτή την εσωτερική πνευματική πλησμονή να την αισθάνεται μόλις κοινωνήσει, και όταν θα βγει έξω, αυτόν τον χορτασμό να μπορεί να τον μεταδώσει και στον άλλον, και αν δεν μπορεί να το βγάλει απ’ το στόμα του, γιατί κυκλοφορεί πλέον, σε ολόκληρο το ψυχοσωματικό του είναι, δώστο με το λόγο σου, δώστο με την συμπεριφορά σου, δώστο με τον τρόπο σου, δώστο με το χαμόγελό σου, δώστο τέλος πάντων με κάτι, με ό,τι έχεις και μπορείς.

Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος.
Όλοι λοιπόν απολαύστε το πνευματικό συμπόσιο που γίνεται για τους πιστεύοντες Ορθοδόξους χριστιανούς και όλοι να απολαύστε τα πλούσια δώρα τα οποία χαρίζει η αγαθότητά Του.

Μηδείς θρηνείτω πενίαν•ἐφάνη γάρ ἡ κοινή βασιλεία.
Κανένας σας να μην θρηνεί για την φτώχεια του, την πνευματική του φτώχεια. Διότι παρουσιάστηκε εμφανώς δια της Αναστάσεως του Χριστού η Βασιλεία του Θεού, που ανήκει εξ ίσου εις όλους, αυτό μας λέγει ο Άγιος Φιλόθεος. Άρα λοιπόν, παρά την πτωχεία μας, με το Χριστό μέσα μας γινόμαστε πλούσιοι. Και θα γίνουμε και πάμπλουτοι στη Βασιλεία των Ουρανών, διότι θα γίνουμε κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Ιησού Χριστού.

Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα• συγγνώμην γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε.
Κανένας να μην δύρεται, κανένας να μην χτυπιέται, κανένας να μην απελπίζεται για τα πταίσματά του, για τις αμαρτίες του τις μεγάλες ή τις μικρές, διότι από τον τάφο ανέτειλε η συγγνώμη. Η συγγνώμη υπάρχει στο πετραχήλι του πνευματικού, ενώ αυτός είναι ο τάφος, να αυτός εδώ που βλέπετε, (δηλ. η Αγία Τράπεζα), αυτός είναι ο τάφος, απ’ αυτόν βγαίνει η συγγνώμη, λελυμένος και συγκεχωρημένος, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Άρα λοιπόν κάτω απ’ αυτή την πλάκα πρέπει να σκύψουμε όλοι μας το κεφάλι για να απολαύσουμε εν αισθήσει ζωής, το «εκ του τάφου η συγγνώμη ανέτειλε».

Μηδείς φοβείσθω θάνατον• ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος.

Ποιος θα φοβάται το θάνατο; Έσχατος εχθρός του ανθρώπου λέει η Γραφή ο θάνατος. Λοιπόν η Ανάσταση καταργεί και αυτόν τον θάνατον, θα τον καταργήσει και σε μας. Με την πίστη μας στο Χριστό δεν τον φοβούμεθα πλέον, τον περιμένουμε. Εμοί το ζειν Χριστός και το αποθανείν κέρδος, λέγει ο Απόστολος Παύλος. Λοιπόν, τι άλλο να πούμε; Θα περιμένουμε το θάνατο σαν το μεγαλύτερο κέρδος της ζωής μας. Όμως μας πιάνει φόβος. Φόβος και τρόμος. Γιατί; Γιατί είμαστε αμαρτωλοί, γιατί όταν πηγαίνουμε στον πνευματικό, δεν ξέρουμε να εξομολογούμεθα… Μόνο μας λέει, μας φταίει η πεθερά μας, μας φταίει η νύφη μας, μας φταίει ο γείτονας, μας φταίει εκείνος, μας φταίει αυτός, μας φταίει ο άλλος, ποτέ εμείς δε φταίμε. Βρε αμαρτωλοί είμαστε! Αμαρτωλοί είμαστε, αμαρτωλοί, πάρτε το είδηση. Μέχρι την τελευταία στιγμή που θα φεύγει η πνοή της ψυχής μας από το σώμα μας, θα είμεθα αμαρτωλοί και θα ζητάμε έλεος. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", χωρίς φόβον όμως για το θάνατο.

Ἐσκύλευσε τόν Ἅδην ὁ κατελθών εἰς τόν Ἅδην.
Ο Κύριος που κατήλθε στον Άδη, τον νίκησε πλέον. Τον ελαφυραγώγησε. Του πήρε όλα τα λάφυρα, όλη την εξουσία. Επίκρανεν ο Κύριος τον Άδη, όταν ο Άδης εγεύθη την θεανθρώπινη σάρκα Του. Έτσι. Έτσι έγινε. Γι’ αυτό προλαβών ο Ησαΐας εβόησε λέει «Ὁ Ἅδης, φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω», και όλοι μαζί φωνάζετε «Επικράνθη». Κι αυτό το γεγονός που το προείδε ο προφήτης Ησαΐας και εκραύγασε προς τον Χριστό, τι του είπε; Ο Άδης επικράνθη όταν σε συνάντησε Χριστέ κάτω στα σκοτεινά βασίλειά του. Επικράνθηκε διότι κατεργήθηκε, επικράνθηκε διότι περιεγελάστηκε. Επικράνθη διότι ενεκρώθη, εθανατώθη. Επικράνθη διότι έχασε την εξουσία του. Επικράνθη διότι ο ίδιος έγινε πλέον δεσμώτης.

Έλαβε σώμα ο Άδης, έλαβε σώμα θνητό, το Σώμα του Χριστού, και ευρέθηκε ενώπιον του Θεού, διότι ο Χριστός δεν είναι άνθρωπος απλός, αλλά ο Θεός ενανθρωπίσας, ο Θεάνθρωπος Κύριος.

Έλαβεν γήν ο Άδης και συνάντησεν ουρανό.
Έλαβε τη γη, δηλαδή το σώμα, αλλά και συνάντησε όμως τον εξ ουρανού Θεόν.

Ἐλαβεν ὅπερ ἔβλεπεν καί πέπτωκεν, ὁθεν οὐκ ἔβλεπε.
Έλαβε αυτό που έβλεπε, το γήινο σώμα δηλαδή, και κατέπεσε νικημένος εξ αιτίας της θεότητος που δεν έβλεπε.

Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Πού σου, Ἅδη, τό νίκος;
Πού είναι λοιπόν θάνατε το δηλητηριώδης κεντρί σου; Πού είναι Άδη η νίκη σου;

Ἀνέστη Χριστός, καί συ καταβέβλησαι.
Ανεστήθηκε ο Χριστός και συ κατανικήθηκες.
Ανεστήθηκε ο Χριστός και οι δαίμονες που νόμισαν ότι εθριάμβευσαν με την αποστασία των Πρωτοπλάστων, όπως και θριαμβεύουν κάθε φορά που πέφτουμε εμείς στην αμαρτία, και έχει τώρα στις τελευταίες ημέρες με τις μεγάλες θανάσιμες αμαρτίες των φοβερών εκτρώσεων, και του ηθικού εκτροχιασμού και δεν ξέρω πόσα άλλα, να μην τα πω με το όνομά τους, νομίζει λοιπόν ότι θριαμβεύει. Και όμως νικιέται από την Ανάσταση του Κυρίου!

Ανεστήθηκε ο Χριστός και χαίρονται οι άγγελοι. Ανεστήθηκε ο Χριστός και κανένας μέσα στο μνήμα διότι πάντες θα αναστηθούν κατά την Δευτέρα αυτού Παρουσίαν.

Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Ο Χριστός που εγέρθη εκ νεκρών, έγινε η αρχή, η απαρχή της Αναστάσεως εκείνων που έχουν κοιμηθεί τον ύπνον του θανάτου.

Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

Μεγάλη Παρασκευή, 2008



209-γ

Η μέρα είναι τόσο μεγάλη, όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Μακάρι να περνούσε μέσα απ’ το μυαλό μας ή έστω απ’ την καρδιά μας ή έστω και για ένα δευτερόλεπτο.

Εάν κάποιος ξένος περνούσε χριστιανοί μου την αξέχαστη εκείνη μεγάλη μέρα, της Μεγάλης Παρασκευής πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, έξω απ’ τα Ιεροσόλυμα, και μάλιστα έξω απ’ το λόφο του Γολγοθά, θα έβλεπε τρείς σταυρούς, και πάνω σ’ αυτούς καρφωμένους τρείς καταδίκους.
Με έκπληξη όμως θα παρατηρούσε ένα πολύ μεγάλο πλήθος, το οποίον πλήθος παρόλον που ούρλιαζε, δεν έδινε σημασία στους δύο σταυρούς που ήταν ακριανοί, αλλά μόνον στο μεσαίο.
Σ’ αυτόν τον Σταυρό μπροστά ήσαν συγκεντρωμένοι, οι πρεσβύτεροι, γραμματείς, Φαρισαίοι, αρχιερείς, όχλος πολύς και Ρωμαίοι στρατιώτες. Και όλοι τους είχαν εχθρικές διαθέσεις. Πολλοί κορόιδευαν. Άλλοι έβριζαν. Φώναζαν και βλασφημούσαν. Και πολλοί γελούσαν ειρωνικά, -ακούσατε στα Ευαγγελικά Αναγνώσματα, τι ειρωνείες εξεστόμισαν.
Και αυτός ο ξένος, ο περαστικός, ασφαλώς θα είχε και μια απορία. Μα ποιος είναι αυτός ο Σταυρωμένος, που συγκεντρώνει την προσοχή τόσων και τόσων ανθρώπων; Που συγκεντρώνει την προσοχή με τόσες βρισιές και με τόσες κατάρες και αναθεματισμούς;
Δεν θα δυσκολευόταν βέβαια να το μάθει, γιατί κάποιοι είχαν φροντίσει να καρφώσουν πάνω στο Σταυρό, όπως μας πληροφόρησε το Ευαγγέλιον του Ευαγγελιστού Ιωάννου, να καρφώσουν με εντολή του Πιλάτου μια πινακίδα, στο πιο ψηλό σημείο του Σταυρού, που έδειχνε σε τρείς γλώσσες το όνομα και τον τίτλο του Εσταυρωμένου, «Ιησούς Ναζωραίος, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων». Κοροϊδευτικά βέβαια το έβαλαν αυτό, αλλά εν τούτοις όμως παρέμεινε από τότε μέχρι και σήμερα.

Εμείς όμως οι πιστοί Ορθόδοξοι χριστιανοί, που σήμερα πιστεύω ότι το δέκα τοις εκατό έχει κατακλίσει τους ιερούς ναούς, σε όλους τους ναούς της χώρας μας, και στα χωριά και στα νησιά, γνωρίζουμε πολύ καλά ποιος είναι ο Εσταυρωμένος ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο κακούργους.
Είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος κόσμου, δι’ ού τα πάντα εγένετο. Είναι αυτός που ως ομοούσιος και αχώριστος από τον Θεόν Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα εδημιούργησε όχι μόνον ολόκληρον τον κόσμον καλά λίαν, αλλά και αυτόν τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα αυτού και καθ’ ομοίωσιν. Είναι ο εν ύδασι την γην κρεμάσας και ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις. Είναι ο Βασιλεύς των αγγέλων, αυτός τον οποίον υμνούν και δοξολογούν ακαταπαύστοις στόμασιν και ασιγήτοις δοξολογίαις οι ουράνιες δυνάμεις των αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων, Χερουβείμ και Σεραφείμ με τον ύμνον, «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ».
Είναι ο ενανθρωπίσας Υιός και Λόγος του Θεού εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Είναι ο Υιός του Θεού! Είναι και Υιός του ανθρώπου. Υιός της Παναγίας. Τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός. Είναι Βασιλεύς! Όχι όμως αυτού του κόσμου, αλλά της Βασιλείας των Ουρανών, της οποίας Βασιλείας ουκ έσται τέλος, δεν υπάρχει (τέλος).

Αλλά γιατί όμως αυτός ο Παντοκράτορας και παντοδύναμος Θεός, ο Δημιουργός πάσης Κτίσεως, ο Βασιλεύς των αγγέλων και των ανθρώπων, καρφώνεται πάνω στο Σταυρό;
Οι άρχοντες του λαού, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι και οι πρεσβύτεροι και οι Αρχιερείς, που κινούνται γύρω από τον Σταυρόν, είναι ανήσυχοι, παρόλον που βλασφημούν και βρίζουν τον Εσταυρωμένον, αυτοί θα μας απαντήσουν ότι είναι λαοπλάνος, είναι επαναστάτης, είναι αντάρτης, είναι εχθρός του έθνους και του Καίσαρος. Ο δε αχάριστος λαός θα φωνάξει και πάλι και πάλι και πάλι, όπως το κάνει και μέχρι σήμερα, σε αντιπροσώπους του Αγίου Θεού, αξίους και παναξίους, «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν».
Για να αρχίσω να σας προσβάλω… Για να αρχίσω να σας βρίζω, να δείτε, τι θα μου σύρετε από πίσω. Είναι ο ίδιος ο λαός, που θα τολμήσει και θα το πληρώσει βέβαια, να πει «το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών». Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν και ακόμα ταλαιπωρούνται.
Οι πιστοί όμως Ορθόδοξοι χριστιανοί, που ήταν σήμερα στους ναούς, καθώς αντικρύζουν εδώ τον Σωτήρα μας Χριστό, καρφωμένο στο Σταυρό, θυμούνται τα λόγια του προφήτου που μόλις προηγουμένως ακούσαμε. «Ούτος τα αμαρτίας ημών φέρει, και περί ημών οδυνάται». Τις δικές μας αμαρτίες σηκώνει ο αναμάρτητος, και για μας υποφέρει και πονά. Αλλ’ αυτός ο παντοδύναμος Θεός, ο πολυύμνητος βασιλεύς των Ουρανών, ο Πανάγιος και Πάναγνος και Αμόλυντος Κύριος, γίνεται άνθρωπος για να προσηλώσει πάνω στο Σταυρό, τις δικές μας αμαρτίες, -δικές Του δεν είχε… «Ουδέ ευρέθη δόλος αυτού», μας είπε πάλι η προφητεία, το είδαμε και στη ζωή Του, που υπήρξεν αναμάρτητη. Και μάλιστα το δήλωσε και ο ίδιος, προκαλώντας τους πάντας, «Τίς ελέγχει με περί αμαρτίας, τίς ελέγχει με περί αμαρτίας»; Τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, όλων των αιώνων, φορτώθηκε πάνω στο Σταυρό ο Κύριός μας.

Και για τη δική μας καθολική αθλιότητα, κακία και πονηριά, αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος οδυνάται, πονάει και υποφέρει. Έγινε εκείνος ο Πλάστης στο πρόσωπο του Εσταυρωμένου Χριστού κατάρα. Για να πάρουμε όσοι πιστέψουμε από αυτό την ευλογία και την λυτρωτική χάρη της Σταυρικής Του Θυσίας.
Πέθανε Εκείνος πάνω στο Σταυρό, για να πάρουμε εμείς όλοι μας ζωή πνευματική, ζωή αιωνία. Γι’ αυτό και πρέπει να φωνάζουμε όχι μόνον «Δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε, γιατί συγχώρεσες και μένα». «Εσταυρώθης δι’ εμέ», ψάλουμε, έψαλαν οι ψαλτάδες μας, κατανυχτικότατα, «ίνα εμοί πηγάσεις την άβυσσον, εκεντήθης την πλευράν, ίνα κρουνού ζωής αναβλύσεις με».
Εμείς φταίξαμε, εμείς εξακολουθούμε να αμαρτάνουμε, εμείς φταίμε! Άρα και ο καθένας από μας, έπρεπε να πληρώσει και να πληρώνει τις δικές του αμαρτίες.
Η αγάπη όμως του Θεού δεν θέλησε έτσι. Θέλησε να πληρώσει Εκείνος τις δικές μας αμαρτίες, με θάνατο φρικτό και ατιμωτικό πάνω στο Σταυρό.
Άρα ποια θα πρέπει να είναι η στάσις η δική μας σε μια τέτοια Θεανθρώπινη Θυσία; Που φορτώθηκε τις αμαρτίες μου! Λέω ότι σκότωσα, και μου λέει συγχώρεσέ με.
Βρώμισα ολόκληρος από πάνω μου, έλα εδώ παιδάκι μου, έλα εδώ, θα σε πλένω γω, θα σε καθαρίσω. Θα σου βάλλω λευκή στολή, απ’ την αρχή σαν και κείνη που πήρες στο Άγιο Βάπτισμα. Θα σου βάλλω σανδάλια εις τους πόδας. Το δαχτυλίδι των αρραβώνων ότι είσαι ξανά παιδί μου και κληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών. Και θα σου σφάξω τον μόσχον τον σιτευτόν, γι’ αυτό και φωνάζει «η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες», δόξα τη μακροθυμία σου Κύριε.

Και χθες το βράδυ, κάποια ψυχή, ήταν περασμένες δύο, φωνάζοντας το «Δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε», ένοιωσε σαν να το φώναζε κι ο πεθαμένος πατέρας του. Και η πεθαμένη μάνα του. Και οι πεθαμένοι συγγενείς του. Κι όλοι εκείνοι οι κεκοιμημένοι οι κατά χιλιάδες, χιλιάδες, που μνημόνευε επί πενήντα χρόνια πάνω στο Άγιο Δισκάριο. Και όλες μαζί οι φωνές αυτές ενώθηκαν και φώναζαν και διαλαλούσαν «Δόξα, δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε. Σε ευχαριστούμε για το Αίμα που έχυσες, διότι μέσα σ’ αυτό το Αίμα ξεπλένονται οι ψυχές μας». Η ψυχή σου, και η δική σου ψυχή, και η δική μου, και των γονέων, και των συγγενών, και των φίλων, και των εχθρών.. Όλοι μέσα στο ίδιο Άγιον Ποτήριον, ολόκληρη η ανθρωπότητα, και μαζί μ’ αυτούς και συ και γω..
Ποια πρέπει να είναι η στάση μας, ποια, ποια;

Δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε,
Αμήν

Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Αγίας Κασιανής. Μεγάλη Τρίτη 2008



209-β
Αγίας Κασιανής, Μεγάλη Τρίτη 2008

… Ιησούς Χριστός. Και έτσι μετά από αυτό το θαύμα ακολούθησε τον Χριστό, το Σωτήρα της μαζί με τις άλλες μυροφόρες γυναίκες.
Από τότε υπήρξε η ζωή της οσιακή και η Εκκλησία μας την κατέταξε μεταξύ των Αγίων.

Η Αγία πάλι Κασσιανή, - ευτυχώς που κάποιος σήμερα, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης το ανεγνώρισε αυτό, και είπε ότι δεν έχει καμία σχέση η Αγία Κασσιανή με την αμαρτωλή που περιγράφεται στο δοξαστικό, διότι η Αγία Κασσιανή υπήρξε αγία γυναίκα και ποιήτρια.
Συνέθεσε βέβαια αυτό το δοξαστικό των αποστίχων που το ακούσαμε πριν από λίγο με τόση κατάνυξη. Και όχι μόνον αυτό, έγραψε και το δοξαστικό των Χριστουγέννων και κάνα δυο άλλα ακόμα τροπάρια από τη σημερινή εκκλησιαστική (υμνολογία).
Περιγράφει λοιπόν παραστατικά και πολύ ποιητικά και συγχρόνως θεολογικά και υψηλά, την αξία της έμπρακτης μετάνοιας και συνάμα βέβαια το αποτέλεσμα της αγάπης που κι αυτή η μετάνοια …. ώστε να συγχωρηθεί εξ όλων των αμαρτιών αυτής.
Παλαιότερα είχαμε ασχοληθεί με τον βίο της Αγίας Κασσιανής και είχαμε μάλιστα τονίσει πόσο παρεξηγημένη είναι αυτή η Αγία, αλλά από κείνους όμως που θέλουν να πλάθουν μύθους ή να πολεμούν την Εκκλησία.

Θέλω λιγάκι να σταθούμε στις αντιθέσεις που μας παρουσιάζουν τα ιερά αυτά κείμενα όπως τα ακούσατε. Ολόκληρη η σημερινή ακολουθία στέκεται πολύ δραματικά στα δύο αυτά πρόσωπα, για να τονίζει ιδιαιτέρως την μετάνοια και την πράξη της αμαρτωλής γυναίκας. Από τη μια μεριά η μετάνοια της πόρνης και από την άλλη πλευρά η προδοσία του Ιούδα. Και όμως το πρόσωπο του Ιούδα, είναι πολύ γνωστό, ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητάς και Αποστόλους του Κυρίου.
Για τρία ολόκληρα χρόνια ήταν κοντά Του. Και Τον έβλεπε, και Τον άκουγε στη θεϊκή Του διδασκαλία, έβλεπε ολόκληρη τη ζωή Του, ήταν κάθε μέρα μαζί Του, έβλεπε τα πολλαπλά Του θαύματα, και όταν απεστάλη μαζί με τους άλλους δώδεκα Αποστόλους, πήγε και αυτός, και δίδαξε, και πιθανόν δυνάμει της πίστεως και της δυνάμεως στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου του, να έκαμε και θαύματα όπως και άλλοι Απόστολοι, όπως ακριβώς μας το περιγράφουν τα ιερά Ευαγγέλια.
Και έζησε τόσα, τόσα πολλά, που ασφαλώς πολλοί από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης θα ήθελαν και να δούνε και να ζήσουν, όσα είδε και έζησε ο Ιούδας. Και όμως αυτός ο μαθητής και Απόστολος άφησε τον εαυτόν του να παρασυρθεί από βρώμικες σκέψεις που γέννησαν την φιλαργυρία, την κλοπή, το δόλο, την προδοσία, και τέλος ακολούθησε μετά την προδοσία η απελπισία και η αυτοκτονία.
Άλλωστε και η Αγία Γραφή μας βεβαιώνει ότι ο Ιούδας, «κλέπτης ήν και τον γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζε.
Έτσι βλέπουμε λοιπόν την πρώτη αντίθεση. Την ευωδία που εξέπεμπε η μετάνοια της πόρνης γυναικός, και την δυσωδία που βγήκε από την πράξη της προδοσίας.

Η δευτέρα αντίθεση είναι μεταξύ σκότους και φωτός. Οι καλοί λογισμοί της μετανοίας της γυναικός εκείνης, φώτισαν το νου της και γέμισαν την καρδιά της από αγάπη και μετάνοια, αληθινή μετάνοια όμως. Οι κακοί λογισμοί της φιλαργυρίας σκότισαν το νου του Ιούδα και ακόμα πιο πολύ διαβολοποίησαν τη καρδιά του. Μπήκε δηλαδή ο διάβολος μέσα στην καρδιά του – το λέει και το Ιερόν Ευαγγέλιον. «Εισήλθε δε ο Σατανάς εις Ιούδαν τον επικαλούμενον Ισκαριώτην».

Μία άλλη αντίθεσις είναι το τι κρατάνε στα χέρια τους οι δυο τους. Η αμαρτωλή γυναίκα κρατάει στα χέρια της ένα μυροδοχείο, δηλαδή την ευωδία της μετανοίας, των καλών λογισμών, και έτσι μ’ αυτό το μυροδοχείο πλησιάζει τον Χριστόν. Ο Ιούδας κρατάει στα χέρια του από πρόθεση τα τριάκοντα αργύρια. Με αυτά λοιπόν πρόδωσε τον Κύριο. Αγγελική ευωδία από το ένα μέρος, σατανική κακοσμία από το άλλο μέρος. Έτσι στους αίνους που ακούσαμε πριν από λίγο, προβάλλονται αυτές οι δύο πράξεις που έγιναν ταυτόχρονα την Τετάρτη ημέρα πριν από το Πάσχα.
Μας λέγει λοιπόν το τροπάριο. «Ότε η» - της Αγίας Κασσιανής και αυτό – «ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις».
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Τις ίδιες ώρες που πολλοί χριστιανοί προσφέρουν στο Σωτήρα Χριστό τη λατρεία τους, με ύμνους και ωδές πνευματικές, δηλαδή, με λίγη αγρυπνία, με λίγη νηστεία στο κατά δύναμιν, με λίγη προσευχή, με λίγη ορθοστασία, με λίγη κακοπάθεια, όσο μπορεί ο καθένας, τις ίδιες ώρες κάποιοι άλλοι, και είναι οι περισσότεροι δυστυχώς, ασεβείς και αθεόφοβοι, βλαστημάνε τον Χριστόν και με τα αμαρτωλά τους έργα και Τον προδίδουν και Τον αρνούνται. Που είναι … «οι δε εννέα πού;», ρώτησε ο Κύριος. Οι δε εννέα που; Πού είναι οι άλλοι ενενήντα εννιά»; Ένας στους εκατό είστε! Καταπατούν τις Ευαγγελικές εντολές, περιφρονούν τα μυστήρια της Εκκλησίας, και παρασέρνουν στο κακό και άλλες αδύνατες ψυχούλες. Έτσι συμβαίνει.

Έχουμε αντίθεση και στο φίλημα. Αφενός μεν το φίλημα της αμαρτωλής μετανοημένης γυναίκας που καταφιλούσε τα άχραντα πόδια του Κυρίου, και έχομε και το φίλημα του Ιούδα. Ο οποίος είπε μάλιστα ότι αυτόν που θα φιλήσω, αυτός είναι ο δάσκαλος. Πιάστε τον. Κι εκεί στον κήπο της Γεθσημανή εγένετο αυτό το έγκλημα. Της προδοσίας το φίλημα. Έψαλαν προηγουμένως οι ιεροψάλτες μας για τον Ιούδα. «Ω της Ιούδα αθλιότητος, εθεώρει την πόρνη φιλούσα τα ίχνη, και εσκέπτετο δόλω της προδοσίας το φίλημα», δηλαδή. Ενώ παρατηρούσε ο άθλιος Ιούδας την μετανοημένη πόρνη να φιλεί τα ίχνη, δηλαδή τα πέλματα των ποδιών του Κυρίου, συγχρόνως εσκέπτετο με δόλο το φίλημα της προδοσίας που θα πρόδιδε τον διδάσκαλό του.

Άλλη αντίθεσις. Πάλι από την υμνολογία. Το άπλωμα. Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι η αμαρτωλή γυναίκα απλώνει τα μαλλιά της σαν ζητιάνα της αγάπης και ζητιανεύει την άφεσι των αμαρτιών. Απλώνει όμως και ο Ιούδας τα χέρια του, όχι προς τον Χριστόν, αλλά προς τους εχθρούς του Κυρίου, προς τους Φαρισαίους και Γραμματείς, και γίνεται και αυτός ένας ελεεινός ζητιάνος, ζητιανεύοντας τα τριάκοντα αργύρια. Να λοιπόν πως μας το έψαλαν προηγουμένως οι ψαλτάδες. «Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας τω Δεσπότη, ήπλωσεν και ο Ιούδας τας χείρας τοις παρανόμοις. Η μεν λαβείν την άφεσιν, ο δε λαβείν τα αργύρια».

Χριστιανοί μου είμαστε και εμείς όλοι ζητιάνοι. Και τι ζητιανεύουμε μέσα στη ζωή; Τι ζητιανεύουμε; Το καλό ή το κακό να ρωτήσω; Το δίκαιο ή το άδικο;
Δυστυχώς οι περισσότεροι από μας, ζητιανεύουμε και αρπάζουμε το κακό. Αρπάζουμε την πονηριά και την αδικία και όλων των ειδών τις αισχρές ηδονές.
Ζητιανεύουν οι περισσότεροι με κάθε μέσον, θεμιτό και αθέμιτο, τη συσσώρευση πολλών αγαθών.
Ζητιανεύουν και διψάνε για δύναμη και εξουσία, και καταστρέφουν ολόκληρο τον κόσμον.
Ζητούν ευκαιρίες για να εκδικηθούν τον διπλανό τους. Πιθανόν και τον αδελφό τους, τον συγγενή τους, και δεν ξέρω ποιόν άλλον.
Ή πολλές φορές, ζητιανεύουν για να τους ευχηθούν πολύ πολύ ευγενικά, «απ’ το Θεό να το ’βρουν».
Ζητιανεύουν λοιπόν κάθε ώρα για να κουτσομπολεύσουν και να κατακρίνουν. Και γενικά όλοι είμαστε ζητιάνοι της αμαρτίας. Με μέσα παράνομα και άδικα, με πράξεις αμαρτωλές, με πράξεις διεστραμμένες, με αρνήσεις, με βλαστήμιες και προδοσίες, και με τόσα και τόσα άλλα.

Αλλά εμείς όμως εδώ, που μαζευτήκαμε οι Ορθόδοξοι εδώ χριστιανοί, που παρακολουθούμε έτσι με συγκίνηση την πορεία αυτή προς τον Γολγοθά, μας δίνει πολλή την παρηγοριά, και είμαστε σ’ αυτούς που παρηγορούνται, διότι μας παρηγορεί η Εκκλησία αφού αφιέρωσε ολόκληρη την εκκλησιαστική της υμνολογία, στην πράξη αυτή της αμαρτωλής γυναίκας. Κάναμε πολλές φορές αναλύσεις.
Λοιπόν να ζητιανέψουμε για έλεος και αγάπη.
Να ζητιανέψουμε και μείς όπως και αυτή έλεος, για την άφεση των αμαρτιών μας.
Να ζητιανέψουμε έλεος για να διορθωθεί η ζωή μας, για να φύγουν οι αδυναμίες και τα πάθη μας.
Να ζητιανέψουμε για έλεος και υπομονή, για έλεος και για μετάνοια.
Για έλεος και απομάκρυνση απ’ τη ζωή μας όλα τα κακά του διαβόλου.

Κι ήθελα να τελειώσω μ’ ένα τηλεφώνημα.
- Εσείς είστε ο Τάδε.
- Μάλιστα.
- Θέλω να ζήσω. Θέλω να ζήσω. Μόλις χθες ήρθα από τη Νέα Υόρκη και μού ’παν για σας και θέλω να ζήσω. Σας προσφέρω πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ για να ζήσω. Να ζήσω… Πεθαίνω… Να ζήσω…
- Που μένετε; Πάρτε εκεί τον πατέρα Ηλία και προσφέρετε αυτές τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ σε χίλιες οικογένειες. Και ο Θεός μπορεί να κάνει θαύμα!
- Όχι, δεν πιστεύω σ’ αυτό. Δεν πιστεύω σε τίποτα, ούτε στα μυστήρια, ούτε σε τίποτα, σε τίποτα. Ούτε στην Εκκλησία, ούτε σ’ αυτό που λέτε εσείς μετάνοια, σε τίποτα! Εγώ θέλω μόνο να ζήσω!
- Πως θα ζήσεις χωρίς Θεό; Αφού στον Θεόν πορεύεσαι; Να τώρα η Εκκλησία μας αύριο θα θυμηθεί μια αμαρτωλή, μια πόρνη γυναίκα που σώθηκε κάτω από το βάρος πληθώρας αμαρτιών, - έχεις ακούσει για την Μαρία την Αιγυπτία; Έχεις ακούσει για την Οσία Πελαγία; Πούσαν γυναίκες του δρόμου, και όμως η Εκκλησία μας τις κατέστησε Άγιες και όσιες ύστερα από μετάνοια; Η μετάνοια σώζει!
- Όχι, εσύ θέλω να μου κάνεις ένα θαύμα για να ζήσω!
- Το θαύμα δεν θα γίνει αν δεν μετανοήσεις. Αν δεν καλέσεις εκεί κοντά σου τον πατέρα Ηλία, τον πατέρα Γεώργιο, τον πατέρα Σαράντη, τον πατέρα Νικόλαο, πούναι κει γύρω σου, αυτή τη στιγμή, και να μοιράσεις όλα αυτά τα λεφτά, σε κείνους που έχουν ανάγκη. Να βάψουν σήμερα ένα κόκκινο αυγό για να πουν μεθαύριο «Χριστός Ανέστη». Η αμαρτωλή γυναίκα σώθηκε. Εσύ δεν θα σωθείς, αν δεν μετανοήσεις. Τι να την κάνεις τη ζωή χωρίς μετάνοια και χωρίς Χριστόν;

«Οίστρος ακολασίας», είχε αυτή η γυναίκα. Κι όμως σώθηκε. Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα της ψάλει η Εκκλησία, της ψάλει και την ξαναψάλει και την ξαναψάλει, και θα την ψάλει μέχρι της συντελείας των αιώνων. Παράδειγμα προς μίμησιν. Αν θέλουμε να ζήσουμε, να ζήσουμε μέσα στην αιωνιότητα. Όχι να προσφέρουμε λεφτά για να ζήσουμε τώρα. Πόσο άλλο να ζούσε; Αφού ήδη ήταν – δεν ξέρω μπορεί να πέθανε σε λίγες μέρες - ογδόντα ετών. Πόσο ακόμα θα ’θελε να ζήσει;
Χωρίς Χριστόν και χωρίς μετάνοια κανένας δεν μπορεί να ζήσει. Το επαναλαμβάνω. Και εάν εξασκήσουμε το εν χιλιοστό των δακρύων και της μετανοίας αυτής της γυναικός της οποίας ακούσαμε τόσα τροπάρια μαζί και το δοξαστικό, δεν θα σωθούμε.
Αλλά αν χύσουμε όμως ένα δάκρυ, ένα δάκρυ, ένα δάκρυ, θα βρούμε έλεος απ’ τον Θεόν, και θα κερδίσουμε την Βασιλεία των Ουρανών, όπως την κέρδισε και αυτή έτσι να την κερδίσουμε και μείς,

Αμήν