164 β
Ζ' Λουκά 2000
Μην κλαίετε!
Το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αδελφοί μου, μας παρουσίασε δύο θαύματα. Το πρώτο ήτο η θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός, και το δεύτερο η ανάστασις της νεκρής κόρης του Ιαείρου.
Γενικώς τα θαύματα από το Σωτήρα μας Χριστό δηλώνουν ότι μόλις ο άνθρωπος συναντηθεί με τη Θεία Χάρη μέσα στην καρδιά του, σιγά σιγά αποκτά μια αίσθηση ελευθερίας από την τυραννία των παθών. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους εμάς τους χριστιανούς. Γίνεται ένα πολλαπλό θαύμα.
Πρώτα πρώτα καθαρίζεται το μυαλό μας, ξεθολώνεται δηλαδή ο σκοτισμένος νούς,
Δεύτερον δυναμώνει η εξασθενημένη θέλησίς μας,
Τρίτον θεραπεύεται η αρρωστημένη μας φύση και γινόμαστε δυνατοί στην πίστη, στην ομολογία και στην υπομονή
Τέταρτον παύει μέσα μας να ενεργεί ενεξέλεγκτα ο μαύρος νόμος της αμαρτίας και ριζώνει το δένδρο της μετανοίας με πλούσιους πλέον τους καρπούς της.
Όλα αυτά μαζί δηλώνουν ότι άρχισε η κάθαρσις του κατ’ εικόνα του όλου ανθρώπου.
Ας έρθουμε όμως στο θαύμα της αναστάσεως της νεκρής θυγατρός του Ιαείρου, και ειδικότερα στην προτροπή «μην κλαίετε».
Για μας τους λογικούς ανθρώπους, ακόμα και τους χριστιανούς, φαίνεται παράξενη και ακατανόητη αυτή η παραγγελία του Κυρίου «μη κλαίετε».
Την ίδια όμως παραγγελία έδωσε και στην χήρα μάνα που κήδευε το μονάκριβο παιδί της στην πόλη της Ναΐν, «μην κλαίε». «Μην κλαίετε» είπε γιατί δεν τελειώνει η ζωή, εδώ η ζωή του ανθρώπου. «Μην κλαίτε» παρήγγειλε, γιατί Εγώ είμαι η Ζωή και η Ανάστασις. «Μην κλαίτε», γιατί υπάρχει ανάστασις νεκρών, γιατί υπάρχει Παράδεισος.
Παρά ταύτα η σκληρή πραγματικότητα μας λέγει ότι η ζωή μας είναι ζυμωμένη με το κλάμα, και η Αγία Γραφή ονομάζει την γη πάνω στην οποίαν γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, κοιλάδα του κλαυθμώνος, κοιλάδα των δακρύων.
Ο Κύριος όμως και Θεός ημών, ο Ιησούς Χριστός, δε φαντάζομαι να νομίζετε ότι απαγορεύει τα δάκρυα όταν αυτά προέρχονται από το χάσιμο προσφιλών μας προσώπων. Αντιθέτως μάλιστα τα προτρέπει για διάφορους λόγους.
Άλλωστε και ο Χριστός ως άνθρωπος έκλαψε. Τα δάκρυα όπως και η πείνα, η δίψα, η κούρασις, ο ύπνος, η ανάπαυσις… Όλα αυτά και άλλα ανήκουν στα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη.
Κατά πρώτον έκλαψε ο Κύριος για την πόλη των Ιεροσολύμων, όταν προείδε την ολοκληρωτική της καταστροφή και ερήμωση που έγινε λίγα χρόνια αργότερα από τους Ρωμαίους και ειδικότερα από τον στρατηγό Τίτο. «Και ειδών την πόλην της Ιερουσαλήμ έκλαυσεν επ’ αυτή», λέγει κατά λέξη ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Τον βλέπουμε κατόπιν να δακρύζει μπροστά στον τάφο του Λαζάρου, παρόλον που σε λίγα λεπτά θα τον ανέστηνε εκ νεκρών. Η προτροπή του Χριστού «μην κλαίετε» απέβλεπε στο να σταματήσουν τα κλάματα της απελπισίας. Και αυτό διότι με την ενανθρώπισή Του ο θάνατος έχασε την πραγματική του σημασία και έγινε ένας μεγάλος ύπνος.
Είναι σαν να τους έλεγε: «μην κλαίτε, το κοριτσάκι κοιμάται, και γω σε λίγο θα το ξυπνήσω. Άλλωστε εγώ είμαι η Ζωή και η Ανάστασις.
Μην κλαίτε λοιπόν γιατί υπάρχει Ζωή και Ανάστασις.
Μην κλαίτε γιατί υπάρχει η χαρά του Παραδείσου.
Μην κλαίτε γιατί υπάρχει η χαρά της Βασιλείας των Ουρανών».
Αλλά, υπάρχει και ένα αλλά που μας θυμίζει το «ουαί υμίν οι γελώντες νυν.»
Αλλοίμονον σε σας που γελάτε απερίσκεπτα, χωρίς να σας νοιάζει ότι αύριο μπορεί και να πεθάνετε.
Αλλοίμονό σας γιατί θα θρηνήσετε και θα κλαύσετε στο αιώνιον πυρ της Κολάσεως.
Αλλοίμονόν λοιπόν σε όλους εσάς, που γελάτε εις βάρος των άλλων.
Αλλοίμονον και σε σας που γελάτε και ευχαριστιέστε με την καταστροφή και τον πόνο του πλησίον, αντί να κλαίτε μετά των κλαιόντων και να χαίρεστε μετά των χαιρόντων», σύμφωνα με την προτροπή του Παύλου προς Ρωμαίους.
Αλλά υπάρχει και ένα δεύτερον «αλλά», πούναι χαρούμενο γιατί μας θυμίζει το «μακάριοι οι κλαίοντες νυν».
Μακάριοι και ευτυχισμένοι όσοι κλαίεται και στενάζετε για τις αμαρτίες σας.
Μακάριοι όσοι από μας τους Ορθοδόξους πιστούς χριστιανούς κλαίμε και θρηνούμε κάθε μέρα από μετάνοια και συντριβή.
Μακάριοι όσοι από μας θρηνούμε και πενθούμε για τη βρώμικη κατάσταση της ψυχής μας, και
μακάριοι όσοι κλαίμε και πονάμε για τα αδιόρθωτα πάθη μας και τα λάθη μας. Και ακόμα πιο πολύ
μακάριοι όταν κλαίμε για τα συντρίμια που σκορπίσαμε γύρω μας με την αδιόρθωτη ζωή μας. Και είναι όλοι αυτοί οι αμαρτωλοί
μακάριοι γιατί τους παρηγορεί ο ίδιος ο Κύριος λέγοντας και βεβαιώνοντας
«μακάριοι οι πενθούντες νυν, ότι αυτοί παρακληθήσονται».
Έτσι αδελφοί μου βλέπουμε δύο πράγματα: Απ’ τη μια μεριά να μας λέγει ο Χριστός να μην κλαίμε, γιατί αυτός είναι η Ζωή και η Ανάστασις, και από την άλλη να μας επιβάλει να κλαίμε και να πενθούμε και να στενάζουμε και να θρηνούμε για τις αμαρτίες μας, για να καλλιεργούμε έτσι την αληθινή μετάνοια και το ταπεινό φρόνημα.
Θα μπορούσαμε με την ευκαιρία αυτή να ασχοληθούμε και με την θεολογία των δακρύων. Αλλά αυτό για άλλη φορά. Σήμερα ο Κύριος μας έδειξε τον δρόμον που θα μας οδηγήσει μια για πάντα κοντά του, στη ζωή, στη σωτηρία, στη χαρά του Παραδείσου, και ο δρόμος αυτός είναι ο δρόμος της μετανοίας και των δακρύων.
Αυτόν τον δρόμο ακολούθησε και ο σημερινός εορταζόμενος Άγιος Όσιος Αβράμιος και μάλιστα η ανιψιά του Μαρία.
Ζούσε στα ασκητήρια της Παλαιστίνης ο Όσιος Αβράμιος, και μάλιστα ανέπτυξε και μεγάλη ιεραποστολική δράση.
Όταν πληροφορήθηκε ότι η κόρη του αδελφού του κατήντησε πόρνη στα διάφορα πανδοχεία της περιοχής. πήγε και την βρήκε, και της υπέδειξε τον δρόμον της μετανοίας. Εκείνη κατάλαβε το λάθος της και τη μεγάλη της αμαρτία, εγκατέλειψε τον κόσμο και την αμαρτωλή ζωή της και ακολούθησε τον θείο της.
Εκείνος την εγκατέστησε σε μια σπηλιά για να κλαύσει τις αμαρτίες της. Και μάλιστα ήταν τόσο αληθινή και τόσον ενεργουμένη η μετάνοιά της, ώστε ύστερα από λίγα χρόνια να κάνει ακόμα και θαύματα.
Αυτή η αληθινή ιστορία μοιάζει με μια άλλη, όπου κάποιος πάλι μοναχός έσωσε από κάποιο πορνείο την ανιψιά του. Όταν τον συνάντησε κάτω στην είσοδο θέλησε να τα εγκαταλείψει αμέσως όλα και να τον ακολουθήσει. Εκείνος είπε «πάρε βάλε τα σανδάλιά σου, και βάλε ένα ρούχο επάνω σου και ακολούθησέ με». Εκείνη όμως είπε «όχι. Αν γυρίσω πίσω, αν γυρίσω μέσα, αν επιστρέψω μέσα, δεν θα γυρίσω κοντά σου. Δεν θα ξεφύγω απ’ την αμαρτία. Γι’ αυτό θα σ’ ακολουθήσω όπως είμαι, ξυπόλητη και με τα εσώρουχα.»
Έτσι μπροστά ο θείος μοναχός, και πίσω η ανιψιά του η Μαρία, βάδιζαν όλη μέρα μέσα στις κακοτοπιές της ερήμου, στα μονοπάτια που ασφαλώς δεν ήταν οι δρόμοι της εποχής μας. Βράδιασε και έπεσαν να κοιμηθούν ο ένας μακριά από τον άλλον.
Το πρωί ο μοναχός αφού έκανε την προσευχή του, πήγε κοντά στην ανιψιά του, και θέλησε να την ξυπνήσει. Αλλά την βρήκε νεκρή. Είχε πεθάνει από αιμορραγία διότι τα πόδια της τα τρυφερά είχαν κατατρυπηθεί από τις πέτρες και τα αγκάθια των ατσαλιών εκείνων των κακών μονοπατιών.
Ο θείος έμεινε με την απορία. Εσώθηκε άραγε η ανιψιά του, ναι ή όχι;
Και αφού κάλεσε τους πατέρες της σκήτης και τέλεσαν την νεκρώσιμη ακολουθία και την έθαψαν, και τοποθέτησαν στον τάφο της έναν σταυρό με τ’ όνομά της, κατόπιν έπεσαν σε νηστεία και προσευχή, και κατόπιν θείου οράματος, ο θάνατός της απεκαλύφθηκε από τον Θεόν ότι λογαριάστηκε σαν μαρτύριο αφού είχε την πρόθεση της μετανοίας και την αλλαγή της ζωής της. Το αίμα που έχυσε σε ολόκληρο το δρόμο και που προκάλεσε την αιμορραγία και αργότερα το θάνατό της, την κοίμησή της, ήταν θάνατος μαρτυρικός. Ζωντανή έμπρακτη ομολογία της μετάνοιάς της. Αυτόν τον δρόμον λοιπόν της εμπράκτου μετανοίας και των δακρύων, μας υποδεικνύει και σε όλους εμάς ο Θεός και αυτόν είθε να ακολουθήσουμε,
Αμήν.