Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 1992

32 Η Θεία Λειτουργία. Η άνωθεν ειρήνη καί η σωτηρία τής ψυχής

Περί καντηλιών

Γιατί ανάβουμε καντήλι μπροστά στα εικονίσματα;
Εχουμε μία απάντηση εδώ ενός Επισκόπου Αχρίδος που λέει γιατί ανάβουμε καντήλι και έχει 7 στοιχεία:
1. Γιατί η πίστη μας είναι φως.
Ο Χριστός είπε: Εγώ είμαι το Φως του κόσμου.
Το φως της καντήλας μας θυμίζει το φως με το οποίον ο Χριστός καταυγάζει τις ψυχές
μας.
2. Για να μας θυμίζει ότι και η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή σαν των Αγίων, δηλαδή των ανθρώπων που ο Απόστολος Παύλος τους ονομάζει τέκνα φωτός.
3. Για να είναι έλεγχος στα σκοτεινά μας έργα και στις κακές μας ενθυμήσεις και επιθυμίες και έτσι να τα επαναφέρει όλα στο δρόμο του φωτός, του Αγίου Ευαγγελίου, για να λάμψει το φως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν ημών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών, τον
εν τοις ουρανοίς.
4. Είναι μια μικρή δική μας θυσία, σημείον και δείγμα της ευγνωμοσύνης και αγάπης που οφείλουμε στο Θεό για την μεγάλη θυσία που έκαμε για μας.
Με αυτήν και με την προσευχή μας Τον ευχαριστούμε για τη ζωή, για την υγεία, για τη σωτηρία
και για όλα όσα μας χαρίζει η θεϊκή και άπειρη αγάπη Του.
5. Για να είναι φόβητρο στις δυνάμεις του σκότους που μας επιτίθενται με ιδιαίτερη πονηρία πριν και κατά την ώρα της προσευχής και θέλουν να απομακρύνουν τη σκέψη μας από το Θεό.
Οι δαίμονες αγαπούν το σκοτάδι και τρέμουν το φως, το φως του Χριστού και εκείνων βέβαια που αγαπούν τον Χριστό.
6. Για να μας παρακινήσει αυτοθυσία όπως δηλαδή με το λάδι καίγεται στο καντήλι το φυτίλι, έτσι και το δικό μας θέλημα να καίγεται με τη φλόγα της αγάπης για το Χριστό και να υποτάσσεται πάντοτε στο θέλημα του Θεού.
7. Για να μάθουμε ότι όπως δεν ανάβει το καντήλι χωρίς τα δικά μας χέρια, έτσι και το εσωτερικό καντήλι της καρδιάς δεν ανάβει χωρίς τα χέρια του Θεού.
Οι κόποι των αρετών μας είναι η καύσιμη ύλη, το φυτίλι και το λάδι δηλαδή, που για να ανάψουν και να φωτίζουν χρειάζονται το πυρ του Αγίου Πνεύματος.
Μας θυμίζει επιπλέον και το έννον της προσευχής του ανθρώπου.
Κάθε φορά που είναι αναμμένο το καντήλι μας θυμίζει ότι πρέπει να γίνεται και προσευχή.

Γιατί χρησιμοποιούμε μόνον ελαιόλαδο;

Πολλές φορές λέμε ότι δεν καίγεται το φυτίλι, ότι τα λάδια δεν είναι καλά κτλ.
Η προσευχή του Κυρίου εγένετο στον κήπο της Γεθσημανή και ήταν κήπος ελαιών.
Από τις ελιές βγαίνει το ελαιόλαδο και για να μας θυμίζει λοιπόν την προσευχή του Ιησού
πρέπει να καίμε ελαιόλαδο.



Ο Πατήρ Χριστοφόρος της σκήτης της Σίχλας στη Ρουμανία

Γύρω στο 1930 ένας διάκονος, ο Πατήρ Χριστοφόρος, ζούσε και ασκήτευε στη σκήτη της Σίχλας της Ρουμανίας.
Το ερημητήριό του ήταν μέσα στο δάσος, όπου παρεδίδετο στη νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή.
Σε μια του βραδινή οδοιπορία έπεσε λίγο να κοιμηθεί.
Ξαφνικά ξυπνάει και βλέπει σε όραμα έναν αστραφτερό άνδρα να του λέγει:
- Πήγαινε να με θάψεις. 70 χρόνια είμαι άταφος.
Και αμέσως έγινε άφαντος.
Ο διάκος ξαφνιάστηκε.
Οταν συνήλθε είπε:
- Α, του πονηρού θα είναι. Ας πέσω να κοιμηθώ.
Μα και πάλι ξυπνάει από το ίδιο αστραφτερό αυτό όραμα.
Και για δεύτερη φορά δεν του δίδει σημασία αλλά με ερωτηματικά μέσα του έγειρε πάλι για τον ύπνο.
- Λες να μην ήταν;
Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του και για τρίτη φορά η ίδια παρουσία του φωτεινού εκείνου ανδρός.
Τότε όμως τόλμησε και ρώτησε:
- Ναι, πού όμως θα βρω τα λείψανά σου για να τα θάψω, να κάνω ταφή;
- Σε 100 βήματα δεξιά σου, σε μια γερτή πέτρα που την σκεπάζει ένας θάμνος. Εσύ θα κρατήσεις για ευλογία και προστασία μόνον την κάρα μου και τα υπόλοιπα θα τα θάψεις βαθειά μέσα στο χώμα.
Πράγματι λοιπόν ακολούθησε τις οδηγίες του αγνώστου οσίου εκείνου ανδρός και βρήκε τα Αγια Λείψανα.
Ευωδίασε ο τόπος.
Ανοιξε λοιπόν ένα λάκκο, ετοίμασε ένα σταυρό, δεν ήξερε βέβαια τι να γράψει πάνω, και εκεί που ήταν έτοιμος να θάψει τα Λείψανα λέει:
- Δεν κρατάω και μερικά ακόμα; Μόλις όμως το σκέφτηκε αυτό και μέσα σε μια πετσέτα που είχε απλώσει, που είχε πρόχειρη μαζί του, είχε βάλει εκεί την κάρα του αγνώστου αυτού Αγίου, και θέλησε να πάρει ένα οστούν, ένα Λείψανα Αγιο, από το σώμα του για να το βάλει και αυτό μαζί με την κάρα, από μια ανεξήγητη θερμότητα και πολλή δυνατή φλόγα που βγήκαν από τα οστά του έκαψαν το χέρι.
Τότε λοιπόν κατάλαβε ότι έπρεπε να σεβαστεί την εντολή του Αγίου, πήρε το ράσο του, το εξώρασο, τύλιξε τα οστά μέσα στο ράσο και τα έθαψε, τα κάλυψε, έβαλε και ένα σταυρό επάνω και πήρε την κάρα του αγνώστου και ανωνύμου Αγίου και την πήγε στον ηγούμενο της κεντρικής μονής της σκήτης.
Εγιναν πάρα πολλές ολονύκτιες αγρυπνίες για να αποκαλύψει ο Αγιος το όνομά του.
Όλος ο ναός, καθ' όλη τη διάρκεια των αγρυπνιών και των προσευχών και των Θείων Λειτουργειών
επλημμυρίζετο από άπειρη ευωδία, η οποία έβγαινε από την Τιμία Κάρα του Οσίου.
Υστερα από πολλές παρακλήσεις απεκάλυψε ο Αγιος το όνομά του στον ηγούμενο της μονής, ο οποίος ήτο πολύ ευλαβής και ευσεβής, αγιασμένη προσωπικότης.
Ποιος ήταν δεν μας λέει η ιστορία, το Γεροντικό, πώς έγινε η αποκάλυψις του ονόματός του.
Ητο μεγάλος ασκητής και Πνευματικός Πατήρ Παύλος, ο οποίος είχε κοιμηθεί περίπου το 1860.
Ητο μάλιστα ο Πνευματικός, ο Εξομολόγος, της μεγάλης ασκήτριας και Οσίας Θεοδώρας της Σίχλας,
γνωστή σε ολόκληρη τη Ρουμανία και σε όλους βέβαια τους Ορθοδόξους Ρουμάνους χριστιανούς.
Τα λείψανα αυτής της Αγίας βρίσκονται τώρα όχι στη Ρουμανία αλλά στο Κίεβο της Ρωσίας.
Από τότε πήρε την Αγία Κάρα του Οσίου Παύλου, ο Πατήρ Χριστοφόρος, ο διάκονος και εξαφανίστηκε στα απόκρημνα ασκητήρια της Ρουμανίας.
Σε ένα από αυτά μαζί με έναν ταπεινώτατο ασκητή ιερέα τηρούσαν τη Θεία Λειτουργία κάθε μέρα τη νύχτα, ζώντας μαζί με τον Αγιό τους από τώρα τα κάλλη του Παραδείσου.
Και όταν εκοιμήθη ο Πατήρ Χριστοφόρος τα θαυμαστά της, της Οσίας Κάρας και του διακόνου Χριστοφόρου, έγιναν γνωστά στους ευλαβείς προσκυνητάς που περνούσαν από εκείνα τα μέρη και από αυτούς έφτασαν στα Γεροντικά και στα Συναξάρια και από τα Συναξάρια στις ημέρες μας.
Τα ασκητήρια, ναοί της Ορθοδοξίας, είναι σκηνώματα δόξης και θρόνοι θριάμβου της τρισηλίου Θεότητος.



Ενα θαύμα της Παναγίας - Χάρισε μάτια στον Στέφανο από την Κέρκυρα

Στην Κέρκυρα, πριν από αρκετά χρόνια, πολλά χρόνια πριν, ζούσε ένας νέος ονόματι Στέφανος.
Είχε το όνομά μου.
Εκεί έμπλεξε με μια συντροφιά, με μια παρέα, και στο δρόμο συνήντησαν κάποιους εμπόρους και η υπόλοιπη αυτή παρέα θέλησε να τους κατακλέψει.
Ο Στέφανος διαμαρτυρήθηκε αλλά δεν τον άκουσαν.
 Δεν το άκουσαν καθόλου.
Επετέθηκαν λοιπόν οι νεαροί αυτοί σαν τους σημερινούς αναρχικούς και χούλιγκανς εναντίον των εμπόρων.
Τους λήστεψαν, τους ξυλοκόπησαν και ετράπησαν σε φυγή.
Ο Στέφανος βέβαια παρέμεινε σε μια άκρη.
Οι έμποροι αυτόν είδαν και αυτόν κατήγγειλαν στον έπαρχο της Κέρκυρας, η οποία τότε, εκείνη την
εποχή ήταν κάτω από την κυριαρχία των Ενετών.
Τον καταδίκασαν λοιπόν και η τιμωρία ήταν πολύ αυστηρή και ο δικαστής, χάριν του νεαρού της ηλικίας του, του επέβαλε μια διπλή ποινή, μια διπλή τιμωρία και να διαλέξει μια από τις δυο: ή να του βγάλει τα μάτια ή να του κόψει τα δυο χέρια, για να μην ξανακλέψει.
Αυτός παρ' όλες τις προσπάθειες και τις φωνές που έκαμε, διαμαρτυρόμενος ότι ήταν αθώος, δεν μπορούσε να αποδείξει την αθωότητά του.
Τελικά είπε:
- Ε, χωρίς χέρια δεν μπορώ να κάμω τίποτα. Με τα μάτια σβηστά κάπως θα μπορώ να ζω.
Και έτσι λοιπόν ζήτησε να τυφλωθεί.
Πράγματι σε δημόσια πλατεία, με πυρωμένο σίδερο, ο δήμιος του έβγαλε τα μάτια και έμεινε τυφλός.
Τυφλώθηκε.
Τα μάτια μάλιστα τα βγάζαν με ειδικό τρόπο και τα βάζαν σε μία λεκάνη με νερό και εκτίθεντο δημόσια για παραδειγματισμό, για να μην ξανατολμήσουν να κάμουν το ίδιο κακό και την ίδια αμαρτία.
Αν υπήρχαν τέτοιες τιμωρίες τώρα δεν θα είχαμε κλέφτες, ούτε αναρχικούς ούτε χούλιγκανς ούτε τίποτα, κανέναν.
Λοιπόν, είναι βάρβαρο αυτό που λέμε, απλώς το αναφέρουμε σαν παράδειγμα.
 Αυτοί κατέφυγαν, λοιπόν, σε μια εκκλησία, σε ένα μοναστήρι παραθαλάσσιο εκεί, που υπήρχε την
εποχή εκείνη, σε μία Παναγία η οποία ονομαζότανε Κασσιοπεία, Παναγία η Κασσιοπεία.
Οσοι είναι από εκείνα τα μέρη πιθανόν βέβαια να τη γνωρίζουν.
Πήγαν λοιπόν σε εκείνο το μοναστήρι και ζητούσαν από την Παναγία, μαζί με τη μητέρα που είχε πάει ο Στέφανος, βοήθεια, συνδρομή, όσο το δυνατό περισσότερη και μεγαλύτερη.
Το βράδυ τους έβαλαν μέσα στην εκκλησία λίγο να κοιμηθούν, να ξαποστάσουν.
Και όπως λαγοκοιμόταν, γιατί μέσα στους φρικτούς του πόνους δεν μπορούσε να κοιμηθεί καλά ο
Στέφανος, αισθάνθηκε κάποιο χέρι να ακουμπάει τα μάτια του.
Και ξαφνικά βλέπει μπροστά του μία γυναίκα να αστράφτει μέσα στο φως.
Εκθαμβος και έκπληκτος για αυτό που έβλεπε, να του χαμογελάει γλυκά, ήρεμα, καλά και να εξαφανίζεται.
Βλέπει λοιπόν τα καντήλια αναμμένα.
Βλέπει την εικόνα της Παναγίας.
- Μάνα, φωνάζει, μάνα... Τα καντήλια είναι αναμμένα. Βλέπω την Παναγία.
- Αντε, άφησε με ήσυχη, του λέει, τώρα μες τον..
Την ξύπνησε λοιπόν και της είπε ότι
- Μάνα βλέπω.
Και εκείνη έκπληκτη όταν τον κοίταξε στο πρόσωπο διαπίστωσε ότι το παιδί της είχε δυο καταγάλανα μάτια, υπέροχα και ωραία.
Ενώ το παιδί της, πριν τυφλωθεί, είχε μάτια μαύρα.
Η Παναγία του χάρισε μάτια καταγάλανα.
Βέβαια με τις φωνές ξύπνησαν οι μοναχοί, έγινε θόρυβο πολύς και ο θόρυβος αυτός ακούστηκε σε όλην την Κέρκυρα και αμέσως τους εκάλεσε ο έπαρχος της περιοχής εκείνης, ο οποίος είδε τα νέα μάτια στις κόγχες του Στέφανου και θαύμασε βέβαια και απόρησε αλλά είδε και τα σημάδια κιόλας από το κάψιμο.
Περίεργος λοιπόν φωνάζει το δήμιο και τον ρωτάει:
- Τι έγινε;
Πώς δηλαδή αυτό το πράγμα συνέβη;
Λέει:
- Αρχοντα, εγώ έκανα το καθήκον μου και έβγαλα τα μάτια του παιδιού και θα σου φέρω τη
λεκάνη με τα μάτια του.
Και φέρνει λοιπόν τη λεκάνη και βλέπουν μέσα εκεί πράγματι να υπάρχουν δυο μαύρα μάτια.
Το θαύμα της Παναγίας είχε γίνει.
Και είχε γίνει μέσα στο Ναό, μέσα στην Εκκλησία.
Και εμείς δεν έχουμε μάτια.
Τα δικά μας τα μάτια, τα μάτια της δικής μας ψυχής είναι κλειστά και δεν μπορούμε να δούμε το μεγάλο αυτό θαύμα που γίνεται κάθε φορά που βρισκόμαστε στη Θεία Λειτουργία.
Δεν έχουμε μάτια τέτοια.
Για αυτό λοιπόν μας φαίνονται πολλά πράγματα περίεργα από αυτά που λέγονται και ακούγονται εδώ και μπορεί να μας πιάσει και ύπνος σε αυτήν την ανάλυση που κάνουμε για τη Θεία Λειτουργία.
Εδόξασεν τον Θεόν.
Το θαύμα αυτό είναι γραμμένο σε ένα βιβλίο που λέγεται "Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας" της Ιεράς Μονής Παρακλήτου.



Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 1992

31 Η άνωθεν ειρήνη μετά τού θείου ελέους

Παπα-Δανιήλ, Παπα-Γεδεών και Ράπισμα εξ ουρανού

Στη σελ.190 μας λέει για έναν μεγάλο ασκητή, τον παπά Δανιήλ, τον ησυχαστή, μέγας ησυχαστής στη σπηλιά του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου.
Ητο ένα λειτουργικό πνεύμα, μια φλόγα πυρός η οποία άρχιζε από τη γη και τελείωνε στον ουρανό.
Εχάνετο στα βάθη και στα ύψη του ουρανού.
Αυτόν συμβουλευόταν ο Γέροντας και παππούς δικός μας Ιωσήφ για πολλά χρόνια.
Σε αυτόν μπορούσε να εφαρμοστεί εκείνο που ήταν και που είναι γραμμένο στον ψαλμό "Ο ποιών τους Αγγέλους Αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς Αυτού πυρός φλόγα".
Λειτουργούσε καθημερινώς και η Λειτουργία ήταν πραγματικά μια μυσταγωγία, μια όντως κατάβασις του ουρανού στη γη και μια ανάβασις σε αυτόν για αυτόν που παρευρίσκονταν σε αυτήν τη Θεία Λειτουργία, ένας, δύο, τρείς, από τη γη στον ουρανό. Λέγεται ότι για να διαρκεί περισσότερον χρόνον η Θεία Λειτουργία, τελούσε τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου ολόκληρο το έτος και όχι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου του οποίου την μνήμην αύριο εορτάζουμε.
Και διάβαζε τις ευχές πολύ αργά και με πολύ νόημα.
Δεν εβιάζετο.
Αλλωστε γιατί να βιαστεί;
Ολος ο χρόνος ήτο δικός του.
Οταν ήρχετο η κατάνυξις, και πότε δεν ήρχετο;, σταματούσε τις ευχές και τις εκφωνήσεις και έκλαιγε
συνεχώς και αδιαλείπτως με ευφρόσυνα δάκρυα.
Για 60 ολόκληρα χρόνια λειτουργούσε καθημερινά και αδιάλειπτα.
Μία φορά στα 60 χρόνια δεν παρέλειψε τη Θεία Λειτουργία, ούτε και τις Μεγάλες Σαρακοστές που τελούσε 5 Προηγιασμένες, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή.
Κάθε Θεία του Λειτουργία διαρκούσε πάρα πολλές ώρες.
Τόση ήτο η κατάνυξη που είχε ώστε δεν έλεγε "Δι'ευχών", δηλαδή για να τελειώσει τη Θεία του Λειτουργία, εάν δεν εγίνετο το χώμα του Ιερού Βήματος, εκεί μπροστά στην Αγία Τράπεζα που πατούσε, διότι δεν είχε μάρμαρα και καλλίγραμμες πέτρες, όπως έχουν οι δικοί μας οι ναοί τώρα, εάν δεν εγίνετο το χώμα εκείνο λάσπη από τα δάκρυα τα πολλά.
Και αμέσως απεσύρετο στην ησυχία για μια, δυο ώρες, για να μη χάσει την κατάνυξη και τις πλούσιες του ουρανού Τριαδικές δωρεές.
 Από αυτούς που λειτουργούσαν καθημερινώς ήταν και ένας άλλος Ιερομόναχος, ο παπα-Γεδεών ο Καυσοκαλυβίτης, ο οποίος έκανε και πάρα πολλά σαρανταλείτουργα για τους κεκοιμημένους.
Είπαμε την προπερασμένη Κυριακή την αξία που έχει ένα σαρανταλείτουργο για τον κεκοιμημένο.
Είχε δώσει, πριν καρεί μοναχός, ως εργάτης στο Αγιον Ορος, την υπόσχεση να γίνει μοναχός.
Αθέτησε όμως την υπόσχεση.
Ηταν εργάτης και έφυγε.
Πήγε στον κόσμο.
Πήγε στο χωριό του.
Και μια μέρα, ένα πρωινό, επήγαινε στην Εκκλησία, δέχτηκε ένα αόρατο ράπισμα, μπάτσο στο πρόσωπο.
- Δεν είναι η θέσις σου εδώ, ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό.
Εγκατέλειψε τον κόσμο και τη ματαιότητα και πήγε και ασκήτεψε στην καλύβη του Αγίου Ακακίου.
Αυτό όμως το ράπισμα του παπα-Γεδεών του Καυσοκαλυβίτη μου θυμίζει μια άλλη περίπτωση.
Οπως μου την διηγήθηκαν βέβαια έτσι περίπου θα σας την πω και εγώ.

Ενας άλλος ιερεύς, σε μια ηλικία περίπου 35 με 40, ήτο αμελής στα καθήκοντά του και στα πρωινά και στα βραδινά και προπαντός βέβαια στη Θεία Λειτουργία και άρχισε έτσι σιγά σιγά να ξεπέφτει
ψυχικά.
 Μια φορά, στη Θεία Λειτουργία και στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων άρχισε να χασμουριέται.
Σταμάτησε τις ευχές και άρχισε το χασμουρητό.
Οπότε δέχεται ένα Χρατς..... δυνατό, εδώ στο πρόσωπο, ο θόρυβος του οποίου ακούστηκε στο λίγο εκκλησίασμα που υπήρχε γιατί ήταν Σάββατο πρωί.
Συγχρόνως όμως ακούστηκε και μια φωνή αυστηρή να του λέει:
- Ε, φτάνει πια. Ολο θα κοιμάσαι; Φρόντισε την αιμορραγία της ψυχής σου να τη σταματήσεις. Το
μάγουλό του ήταν για μέρες κατακόκκινο, με φανερές όπως λένε τις δαχτυλιές επάνω.
Η λέξις αιμορραγία του έφερνε στο νου συχνά, στο νου, στην καρδιά, στην ψυχή του μέσα την αιμορρούσα γυναίκα, της οποίας από τότε κάθε μέρα το Ευαγγελικό ανάγνωσμα το διάβαζε. Την περασμένη και εμείς Κυριακή, διαβάσαμε και εμείς μαζί με την ανάσταση της θυγατρός του Ιαείρου και την θεραπεία της αιμορρούσης γυναικός, της μετέπειτα Αγίας Βερονίκης.
Και κάμαμε μάλιστα πάνω σε αυτό το ανάγνωσμα και ορισμένα σχόλια.
Ετσι λοιπόν από τότε ο ιερεύς, μας λέγουν, ότι απέκτησε τον ίδιο φόβο.
Οπως η αιμορρούσα τρέμοντας ακούμπησε έτσι το χέρι της πάνω στο χιτώνα του Κυρίου, στην άκρη του χιτώνος και "παραχρήμα εξηράνθη η πληγή" επί λέξει, όπως μας πληροφορεί το ιερόν Ευαγγέλιον, θα μπορούσα να πω και εγώ κάθε ψυχή που μπαίνει μέσα στο ναό για να λειτουργηθεί είναι μια αιμορρούσα ψυχή, μια αιμορρούσα γυνή, σαν την Αγία Βερονίκη, αλλά αιμορρούσα εκ της
αμαρτίας.
Μπαίνει στον Ιερό Ναό, εδώ υπάρχει έλεος, αγάπη, στοργή.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία δίνεται πλουσιοπάροχα η Τριαδική Χάρις και η ευλογία του Κυρίου μας.
Μέσα στο Ναό υπάρχει θεραπεία.
Και μετά τη Θεία Κοινωνία, όχι μόνο αγγίζουμε την άκρη του ιματίου αλλά εσθίομεν το Σώμα Του το Πανάγιον και πίομεν το Αίμα Του.
Και να λοιπόν η ένωσις, η χαρά, η ζωή, η ανάτασις, η ανάστασις.
Λαχτάρα μας λοιπόν είναι να Τον γνωρίσουμε, να Τον αγγίξουμε, να Τον γευτούμε.
Ολα αυτά τώρα γιατί τα είπα;
Γιατί κάτι σχετικώς έλεγε ο ιερεύς εκείνος ο οποίος έφαγε αυτό το ράπισμα και το οποίον μου το μετέφεραν και εμένα.
Ελεγε λοιπόν ότι:
- Ετσι και εγώ μπαίνω μέσα στο Ναό σαν την αιμορρούσα γυναίκα. Νιώθω το ράπισμα και την αιμορραγία της ψυχής μου. Ζω το ίδιο πράγμα. Ενα πλησίασμα, μια ένωση και έναν σεισμό από το ράπισμα.
Μόλις έμπαινε στο Ναό, ερχόταν η ώρα της μεταβολής των Τιμίων Δώρων του μεγάλου αυτού θαύματος και ζούσε το ίδιο πράγμα.
Εμείς βέβαια δεν το ζούμε.
Το μικρό μας μυαλό δεν τα χωράει αυτά και όμως υπάρχουν και γίνονται.
Και πρέπει να ζούσε με τέτοια πίστη ώστε αυτά τα γεγονότα να περνάν μέσα μας σα μια πραγματικότητα.
Η γυναίκα η αιμορρούσα και κάθε πονεμένος άνθρωπος τρέχει αμέσως να κάνει προσευχή, να παρακαλέσει, να πιάσει το ράσο, το Πετραχείλι του Ιερέως, να ικετεύσει.
Εδώ όμως στο Ναό τρέχει ο Χριστός κοντά μας, ταπεινώνεται πολύ, ζητά να συναντήσει όχι μόνο τον αμαρτωλό παπά τον ανάξιο, αλλά και όλους μας, και μας διακονεί και μας υπηρετεί και μας λειτουργεί και είπαμε τι θα γίνει στη Βασιλεία των Ουρανών, πώς θα ζηστεί λέντιον(;) πώς θα μας βάλει αναπαυτικά.



Ο Νικηφόρος και ο Σαπρίκιος

Στο Μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας μας αναφέρεται ένα συνταρακτικό γεγονός.
Αλλοι το έχετε ακούσει και άλλοι πιθανόν όχι.
Πήγαν δυο χριστιανοί, στα χρόνια των μαρτύρων, οι οποίοι είχαν μία διαφορά μεταξύ τους.
Είχαν διαπληκτισθεί, είχαν φιλονικήσει και δεν μιλούσε ο ένας προς τον άλλο.
Ο ένας λεγόταν Νικηφόρος και ο άλλος λεγόταν Σαπρίκιος.
Οι ειδωλολάτρες λοιπόν, κάτω από τη μια καταγγελία, πιάνουν το Σαπρίκιο μαζί με άλλους χριστιανούς και τον κλείνουν στη φυλακή.
Το μαθαίνει ο Νικηφόρος, τρέχει στη φυλακή, πέφτει έξω από τα σίδερα της φυλακής γονατιστός, λέει:
- Σαπρίκιε, συγχώρεσέ με. Αυτήν την ώρα που πλησιάζει το μαρτύριο, συγχώρεσέ με.
- Οχι, λέει, δεν σε συγχωρώ.
Επεμβαίνουν οι άλλοι, οι συναθληταί του μαρτυρίου ας πούμε τρόπον τινά, και του λένε:
- Βρε Σαπρίκιε, συγχώρεσέ τον.
- Οχι, τόσο μεγάλο κακό που μου έκανε, δεν τον συγχωρώ.
Ερχεται η ώρα, τους μαζεύουν τους μάρτυρες σιδεροδέσμιους και τους πάνε στον τόπο του
μαρτυρίου.
Από πίσω ο Νικηφόρος.
- Σαπρίκιε, συγχώρεσέ με.
Τίποτα ο Σαπρίκιος.
- Δεν σε συγχωρώ.
Και όταν έπεσαν τα πρώτα κεφάλια κάτω από τα σπαθιά των δημίων και ήρθε η σειρά του να
ομολογήσει τον Χριστόν για τελευταία φορά και να αποκεφαλιστεί, χάνει το θάρρος του και αρνείται τον Χριστό.
Τον εγκαταλείπει η Θεία Χάρις, γιατί μέσα στην καρδιά του δεν κυριάρχησε η αγάπη, η συγγνώμη, η συγχωρητικότητα.
Είναι ο Νικηφόρος που άκουσε να αρνείται τον Χριστό ο Σαπρίκιος, έτρεξε και πήρε τη θέση του,
ομολόγησε, μαρτύρησε, αποκεφαλίστηκε.
Είναι Αγιος Μάρτυρας της Εκκλησίας μας.
Ετσι λοιπόν ο ένας που είχε μίσος στην καρδιά και σκληρότητα αποδοκιμάστηκε από το Θεό και η θυσία του δεν έγινε δεκτή.
Στερήθηκε της Θείας Χάριτος, δηλαδή της Θείας Δυνάμεως και δεν μπόρεσε να μαρτυρήσει.
Ενώ ο άλλος που είχε αγάπη ευλογήθηκε από το Θεό και η θυσία του έγινε δεκτή.
Αυτό μας διδάσκει και πως οι δικές μας προσφορές και θυσίες στο Θεό δεν γίνονται δεκτές αν μέσα στην καρδιά μας έχουμε την κακία, το μίσος, την ασπλαχνία, τη σκληρότητα, τη μη συγγνώμη.


Η Λυγερή

Μια όμορφη χριστιανοπούλα, μόλις 16 ετών, ουράνιο θα λέγαμε παρθενικό άνθος και καλλονής, κάποτε έριξε τα μάτια της έξω από το παράθυρο του μικρού αγροτόσπιτου και τα μάτια της αυτά
γέμισαν τρόμο.
Οι ειδήσεις βέβαια είχαν φτάσει από πολλές κατευθύνσεις, από πολλές μεριές, για τον όλεθρο και το μεγάλο το κακό που σκορπούσε η απόφασις του Τούρκου σουλτάνου να εξαφανίσει όλους τους χριστιανούς μιας ελληνικής επαρχίας.
Μόλις τους είδε, βέβαια, φώναξε από τρόμο:
- Ερχονται οι Τούρκοι.
Μόνο βέβαια που ήταν μια προειδοποίηση χωρίς καμμιά ελπίδα.
Οι Τουρκαλάδες στρατιώτες από σπίτι σε σπίτι εκτελούσαν το σατανικό τους έργο.
Σκότωναν και έσφαζαν αδιακρίτως μικρούς και μεγάλους.
Κούνησε βέβαια τα αυτιά της για να πνίξει τα ξεφωνητά καθώς γονάτιζε μαζί με την οικογένειά της για να προσευχηθούν όλοι μαζί.
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα με μια κλωτσιά και το κορίτσι το καημένο τινάχτηκε πετρωμένο από το φόβο:
- Κύριε ελέησον, Παναγία μου.
Και τα δόντια της άρχισαν να χτυπούν από το τρόμο, από τον πανικό.
Σε λίγο βλέπει τη γονατιστή μορφή του πατέρα της να κυλιέται κάτω τρυπημένη από το γιαταγάνι του αξιωματικού και τους στρατιώτες να σφάζουν σαν τραγιά τη μάνα της και τα δυο της τα αδέλφια, τα πιο μεγάλα.
Τη στιγμή που κάποιος σήκωνε το σπαθί για να αποκεφαλίσει και τη μικρή αυτήν την κοπελίτσα, εκείνη δεν φοβήθηκε.
Εκείνη τη στιγμή, αντίθετα, έκλεισε τα μάτια της και κάτι σιγοψιθύρισε:
- Κύριε, συγχώρησε τις αμαρτίες μου, συγχώρησε και αυτούς και δέξε με κοντά σου. Παναγία μου, Κύριε ελέησον.
Η άγρια όμως φωνή του επικεφαλής εκεί αξιωματικού που είχε σκοτώσει τον πατέρα της σταμάτησε το στρατιώτη.
- Οχι, του λέει, σταμάτα.
Αυτήν τη θέλω για μένα.
Σκληρή μορφή, απαίσια.
Την άρπαξε και την πήρε μαζί του.
Το βράδυ που ακολούθησε ήταν γεμάτο αθλιότητα και ντροπή για τη δυστυχισμένη εκείνη κοπελίτσα
των 16 ετών.
Το μεγάλο κακό για αυτήν συνεχίστηκε όταν ο αξιωματικός την παρέδωσε μετά σε 30 στρατιώτες και πλέον που πάνω στο παρθενικό σωματάκι της ξεθύμαναν όλα τα βάρβαρα ένστικτά τους.
Και αυτή μέσα από τους φοβερούς πόνους και τα ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια συνεχώς παρακαλούσε την Παναγία και έλεγε:
- Παναγία μου, φτάνει πια. Πάρε με, πάρε με, δεν αντέχω. Χριστέ μου, σώσε με. Κύριε ελέησον.
Ποιος ξέρει τι άλλα έλεγε!
Ηρθαν τα μεσάνυχτα, την εγκατέλειψαν εκεί πεσμένη κάτω στο έδαφος και αυτοί ρίχτηκαν ύστερα από ένα άγριο μεθύσι σε ύπνο.
Σηκώθηκε αθόρυβα και άφησε πίσω της τον καταυλισμό ενώ είχε μια ακατάσχετη αιμορραγία.
Εσείς οι γυναίκες καταλαβαίνετε γιατί.
Βέβαια θάμνοι, αγκάθια, πέτρες στο δρόμο κτλ. ξέσκιζαν τα πάντα τα ήδη ξεσκισμένα, τι να πει κανένας, αλλά αυτή έτρεχε με τον τρόμο μέσα της να της δίνει μια δύναμη φοβερή για να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει..., να φεύγει όσο το δυνατό μακρύτερα μπορούσε.
Ωσπου από μακριά βλέπει τη μισογκρεμισμένη Εκκλησία του χωριού της, στην οποία αυτοί βέβαια είχαν βάλει φωτιά αλλά δεν είχε καεί τελείως, και κατευθύνεται προς αυτήν, μπαίνει μέσα
και μπροστά στο μισοτσακισμένο Τέμπλο, μισοκαμμένο, σωριάστηκε κάτω.
Η αιμορραγία συνεχιζόταν και εκείνη σιγά σιγά έσβηνε.
Και ενώ έσβηνε βλέπει ένα πλήθος από λευκοφορεμένες κοπέλες, ουράνιες νυφούλες, λαμπερές σαν τον ήλιο να την πλησιάζουν και να τη σηκώνουν στα χέρια τους απαλά απαλά.
Και ενώ ανέβαιναν ψηλά έλεγαν και έψελναν ανά τρεις φορές πότε το "Κύριε ελέησον", πότε το "Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια", πότε το "Αγιος, Αγιος, Αγιος, Κύριος Σαβαώθ", πότε το "Αξιον Εστί" και πολλά άλλα.
Μέχρι που η Λυγερή, έτσι ήταν το όνομά της βρέθηκε στην αγκαλιά του Σωτήρος Χριστού, του Κυρίου και Θεού, του Πλάστου της.



Ο βοσκός που ήθελε να γίνει άρχοντας

Μέσα από την πράξη της Εκκλησίας.
Ζούσε κάποτε, μας λένε τα Γεροντικά, παλιά Γεροντικά, ένας βοσκός που είχε ένα γιο.
Μεγάλωσε αυτό, έγινε παλικάρι, βοσκούσε πρόβατα.
Κατέβαινε πότε στην πόλη να πουλήσουν τα πρόβατα για να σφαχτούν κτλ. και έβλεπε ανθρώπους μεγάλους, πλουσίους, τρανούς, είδε κάποτε το βασιλιά, είδε τον άρχοντα της πόλης.
- Α, λέει, πατέρα. Δεν γίνεται έτσι να βόσκω εγώ πρόβατα και αυτοί να είναι αρχοντάδες. Θέλω να γίνω και εγώ άρχοντας, τρανός, βασιλιάς, πρόεδρος της δημοκρατίας.
- Ε, πάμε, του λέει ο πατέρας.
Η μάνα του του λέει:
- Μην ξεχάσεις τις συμβουλές που σου έδινα μέχρι τώρα.
Η μάνα.
Τι θα πει μάνα!
Οποιος ξέρει...
Φεύγει, λοιπόν, αυτός και περπατάει στο δρόμο και πηγαίνει λοιπόν.
Στο δρόμο συναντάει ένα μάγο.
- Πού πας, του λέει, λεβέντη;
- Πάω, λέει, κάτω στην πόλη να γίνω άρχοντας.
- Α, εύκολο πράγμα, του λέει, άμα ακούσεις αυτό που θα σου πω. Θα σου δώσω ένα χαρτί και θα πας με αυτό το χαρτί τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο της πόλης, της πρωτεύουσας κάτω. Θα ρίξεις το χαρτί σε ένα μνήμα και θα περιμένεις, αυτό το χαρτί που θα σου δώσω εγώ τώρα. Θα'ρθει κάποιος. Μη φοβηθείς, λέει. Θα είναι ο άρχοντας του κόσμου τούτου, ο οποίος θα σε κάνει και σένα άρχοντα. Βέβαια σαν άρχοντα πρώτα θα τον προσκυνήσεις. Εκείνος είναι μεγάλος άρχοντας. Εσύ θα γίνεις πιο
μικρός άρχοντας αλλά άρχοντας.
- Αρχοντας, του λέει, θα γίνω μες στον κόσμο;
- Αρχοντας, του λέει.
Πήρε, λοιπόν, το παλικάρι το μαγικό χαρτί, πήγε το βράδυ στο νεκροταφείο και περίμενε.
Ηρθαν τα μεσάνυχτα.
Παίρνει, λοιπόν, πετάει το χαρτάκι, αυτό που του είχε δώσει ο μάγος, πάνω σε έναν τάφο.
Τη στιγμή, λοιπόν, εκείνη άρχισε να φυσάει αέρας δυνατός, κακό.
Ακούγονταν φωνές σαν να ούρλιαζαν χιλιάδες τσακάλια και λύκοι μαζί.
Ερχόταν ο διάβολος.
Πω, πω... σαν τον είδε από μακριά.
Το παλικάρι φοβήθηκε, έπεσε κάτω από το φόβο του και άρχισε να λέει:
- Πα, πα, πα...
Θυμήθηκε τις συμβουλές της μάνας του.
Τι του είπε η μάνα του;
Τι του έλεγε;
Αν βρεθείς σε κίνδυνο φώναξε "Κύριε ελέησον".
Στη δύσκολη, λοιπόν, εκείνη στιγμή μπροστά στο φόβο του το παιδί φωνάζει:
- Κύριε ελέησον.
Και έκανε το σημείο του σταυρού.
Αμέσως έπαψαν όλα τα ουρλιάσματα και ο διάβολος εξαφανίστηκε.
Ούτε άρχοντας έγινε, ούτε τίποτα.
Την άλλη μέρα τον περίμενε ο μάγος.
Ηρθε λοιπόν το παλικάρι.
- Τι έγινε; του λέει.
- Το και το.
- Α, δεν έκανες καλά, του λέει. Για να με ακούσεις και να γίνει αυτό θα κάνεις το εξής τώρα:
Θα πάς και θα βρεις κανένα παιδάκι που να είναι ξεμοναχιασμένο, μέχρι 5 χρονών, 4-5, θα τ' αρπάξεις και θα πας να το σφάξεις στα μνήματα. Θα του ξεριζώσεις την καρδιά, θα το θάψεις και ύστερα θα μου φέρεις εμένα την καρδιά. Το άλλο βράδυ θα πας πάλι στο νεκροταφείο και θα ρίξεις αυτό το χαρτί πάνω στον τάφο του παιδιού που έσφαξες και το έθαψες. Και τα μεσάνυχτα θα
περιμένεις.
- Τώρα το παιδάκι, λέει το παλικάρι, να σφάξω, να κλέψω παιδί, να το σφάξω, να του ξεριζώσω την καρδιά; Ελα όμως που θέλω να γίνω και άρχοντας, να βασιλεύω σε όλον τον κόσμο. Πώς βασιλεύουν αυτοί και διατάζουν και έχουν πλούτη, έχουν αγαθά;
Μια και δυο λοιπόν το κάνει έργο.
Κλέβει ένα παιδί, το σφάζει και κάνει ό,τι του είπε ο μάγος.
Το βράδυ λοιπόν στο νεκροταφείο.
Ηρθαν τα μεσάνυχτα, πετάει το χαρτάκι πάνω στον τάφο του σφαγμένου παιδιού.
Αρχίζουν πάλι τα ουρλιάγματα, οι φωνές, ο αέρας, αυτό το κακό, άρχισε να τρέμει η γη, έρχονταν
πλέον όχι ο δαίμονας, ο διάβολος αλλά πλήθος δαιμόνων.
Τρόμαξε το παλικάρι.
Και πάλι τρόμαξε και πάλι φοβήθηκε.
Γονάτισε και είπε:
- Κύριε ελέησον.
Μια φορά, δυο φορές, εκατό φορές, χίλιες φορές, τίποτα.
Τα δαιμόνια δεν έφευγαν, τον πλησίασαν, του άνοιξαν το στόμα και μπήκαν όλα μέσα του.

Αυτό λοιπόν αναφέρεται από τους Γεροντάδες στα παλιά Γεροντικά για τα παλιά εκείνα χρόνια.
Ο Θεός ακούει και απαντά στο ένα Κύριε ελέησον ανάλογα με την καθαρότητα και την απλότητα που έχουμε μέσα μας.
Χίλια ύστερα Κύριε ελέησον, αφού έκανες το κακό και την αμαρτία, δεν πιάνουν τόπο.
Το Κύριε ελέησον κάνει θαύματα όταν είμαστε καθαροί.



Ο Αγιος Νεκτάριος

Στα χρόνια μας, τώρα τελευταία, σε έναν Ιερό Ναό, τώρα τελευταία δεν έχει 5-10 χρόνια, έγινε Θεία Λειτουργία ανήμερα της μνήμης του Αγίου Νεκταρίου.
Σε έναν Ναό εδώ στον Πειραιά έγινε αυτό.
Λειτουργούσε ένας Ιερεύς με τον Διάκονό του.
Στο τέλος είπαν το Δι'ευχών, μοίρασαν το Αντίδωρο, έφυγε όλος ο κόσμος.
Οι Ιερείς ώσπου να καταλύσουν, να διπλώσουν τα Αμφια κτλ. άργησαν ο Ιερεύς με το Διάκονο.
Τελικά βγήκαν και εκείνοι και είπαν να βγούν και από το Ναό.
Κάπου θα πήγαιναν.
Τους περίμενε εκεί στην πόρτα όλο αγωνία μια γνωστή και ευσεβής χριστιανή.
Ο Ιερεύς τη γνώριζε, ο Διάκονος λίγο.
Λέει:
- Τι κάνεις εδώ; της λέει. Τι περιμένεις;
- Περιμένω να βγει ο Δεσπότης που λειτούργησε μαζί σας για να πάρω την ευχή του. Το θέλω πολύ. Πούντος; Μα, παπά μου, έλαμπε ολόκληρος, άστραφτε.
Κόκκαλο ο Ιερεύς.
Αλλά ευτυχώς με ευστροφία εκείνη την ώρα της απάντησε:
- Ω, έχει ώρα καημένη που έφυγε από την πλαϊνή πόρτα του Ιερού.
Και η γυναίκα φεύγοντας σταυροκοπιόταν και έλεγε συνέχεια:
- Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον...
Μα τι Δεσπότης ήταν αυτός!
Ο λαός πρέπει να πληροφορείται την αλήθεια γύρω από τα θέματα της πίστεως για να τονωθεί και να καλλιεργηθεί η πίστις αλλά πρέπει και να πληροφορείται τι γίνεται στον κόσμο.







Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 1992

30 Ευλογημένη η βασιλεία Τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος,...αμήν.5.11.1992

Ο Αγγελος Φύλακας στην Αγία Τράπεζα

Γιατί στο Ιερό Τέμπλο που χωρίζει τον κυρίως ναό από το Αγιο Βήμα έχουμε δεξιά και αριστερά στις θύρες τις πλαϊνές του Αγίου Βήματος τους δύο Αρχαγγέλους, Γαβριήλ και Μιχαήλ τον Αρχάγγελο;
Για να φυλάνε το Ιερό.
Είναι Αγγελοι φύλακες, ακοίμητοι φρουροί των Αγίων, Αγγελοι φύλακες και ακοίμητοι φρουροί στα Αγια των Αγίων.
Ετσι τους τοποθέτησε η Εκκλησία μας δεξιά και αριστερά.

Κάποτε ένας ιερέας μου διηγήθηκε τα εξής:
Οταν μπήκε μια φορά στην Εκκλησία, βράδυ, ήταν λίγο αργούτσικα, είχε ξεχάσει κάτι, έπρεπε οπωσδήποτε να το πάρει και ήρθε στην Εκκλησία, την ξεκλείδωσε από εκεί και μπήκε μέσα, ήταν σκοτεινά.
Από την Ωραία Πύλη, από εδώ, που την είχε αφήσει, την είχε ξεχάσει ανοιχτή την Ωραία Πύλη, δεν είχε τραβήξει την κουρτίνα, δεν είχε αυτά και τα δύο μονόθυρα, βλέπει έναν αστραφτερό Αγγελο με ξίφος στα χέρια, όλο φωτιά ήταν δηλαδή, από φωτιά το ξίφος του, να στέκεται δίπλα στην Αγία Τράπεζα.
Τρόμαξε τόσο πολύ που τράπηκε σε φυγή, φοβήθηκε.
Φτάνοντας στο Νάρθηκα, γιατί ο ναός ήταν μεγάλος, μια φωνή εκεί:
- Στάσου.
Στάθηκε λοιπόν, κοκκάλωσε.
Μαρμάρωσε, όχι κοκκάλωσε.
Πώς δεν έπαθε και συγκοπή καρδίας;
- Μη φοβάσαι, του λέει πολύ γλυκά η φωνή, είμαι ο Αγγελος φύλακας του ναού. Οταν μία Τράπεζα σε ένα ναό καθαγιάζεται και γίνεται Αγία, ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και ο Κύριος των κυριευόντων, τοποθετεί έναν ακοίμητο Αγγελο φύλακα δίπλα στην Αγία Τράπεζα.
Και συνεχίζει ο Αγγελος.
Και αυτά τα έλεγε καθ' όν χρόνον εκείνος ήταν ακίνητος εκεί.
- Ελα, του λέει.
Τα άκουγε με την πλάτη, εν τω μεταξύ, την φωνή την άκουγε αλλά ήταν με την πλάτη.
Και συνεχίζει με ακόμα πιο γλυκειά φωνή ο Αγγελος.
- Ελα, του λέει. Γύρισε, κλείσε σε παρακαλώ την Ωραία Πύλη που ξέχασες ανοιχτή.
 Ο Αγγελος είπε στον παπά "Σε παρακαλώ".
Πόσοι από εμάς λέμε στο σύντροφό μας, στο παιδί μας, στον αδελφό μας "Σε παρακαλώ";
Πόσοι;
Γυρίζει ο παπάς, του είχε φύγει βέβαια ο φόβος και ο τρόμος και δεν βλέπει πλέον τον Αγγελο.
Προχωράει δισταχτικά, αλλά πλέον χωρίς φόβο, με σεβασμό, πατώντας έτσι στα νύχια και τρέμοντας πιάνει την Ωραία Πύλη και σιγά σιγά την κλείνει.
Μέσα του όμως άρχισε να αναρωτιέται:
- Ε, παπά, ήταν φαντασία σου. Μήπως τα είδα στον ύπνο μου; Μπας και ονειρευόμουν; Μήπως τα φαντάστηκα; Μπας και έχω παραισθήσεις;
Η απάντηση όμως.
Ακούει μυριάδες φωνές Αγγέλων να ψάλλουν το Αξιον Εστί.
Ο Ναός ετιμάτο προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναγίας.
Δεν άντεξε στο άκουσμα την γλυκειάς αυτής αγγελικής ψαλμωδίας και λιποθύμησε.
Επεσε κάτω.
Οταν συνήλθε, ύστερα από λίγο, πήγε σπίτι του και δεν μίλησε.
Υστερα από 15 χρόνια μου το διηγήθηκε.
Αυτή τη στιγμή και κάθε στιγμή και εδώ μέσα σε αυτόν τον ναό δίπλα στην Αγία Τράπεζα, όπως και σε κάθε ναό δίπλα στην Αγία Τράπεζα, υπάρχει ένας Αγγελος που εμείς δεν τον βλέπουμε αλλά εκείνος μας παρακολουθεί σιωπηλά.



Ο ιερεύς που άστραψε το πρόσωπό του

Ελεγε κάποιος Ιερεύς ότι είχε δει κάποτε τον Γέροντά του σε αυτή τη στιγμή στο Αγιον Ορος.
Οταν εκείνος ύψωσε το Ευαγγέλιο για να πει το "Ευλογημένη η Βασιλεία", το πρόσωπό του άστραψε από μία ανέκφραστη ωραιότητα, τα μάτια του διάφανα και λαμπερά, δύο απέραντες και χαριτωμένες γαλάζιες θάλασσες, το μέτωπο και τα χείλη του ακτινοβόλα από χερουβεικόν φως.



Οι Αλήθειες του Θεού και τα άστρα του ουρανού

Αυτή τη διδασκαλία λοιπόν για την Τριαδικότητα του Θεού, για το απρόσιτον της ουσίας του Θεού, για την αδιαίρετο φύση Του, για τα υποστατικά ιδιώματα των Τριών Προσώπων κτλ. απασχολούσαν μέρα νύχτα έναν διάσημο ηγούμενο σε ένα μοναστήρι.
Ενα βράδυ λοιπόν ο ηγούμενος κουρασμένος όπως ήταν από τη μελέτη, από το στοχασμό, από την προσευχή, από την έρευνα που έκανε γύρω από αυτά τα πράγματα που αφορούσαν το Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ή τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, βγήκε έξω από το μοναστήρι και περπατούσε
έτσι, έκανε βόλτα, απολαμβάνοντας την ησυχία της νύχτας και λέγοντας την ευχούλα.
Περπατώντας όμως απομακρύνθηκε από το μοναστήρι και ύστερα από μισή ώρα περίπου συνάντησε ένα μανδρί με πρόβατα.
- Μπα, λέει. Εχουμε, λέει, τόσο κοντά στο μοναστήρι μανδρί με πρόβατα και δεν το ξέρω; είπε μέσα του.
Πρόσεξε όμως και τον τσομπάνη του κοπαδιού ο οποίος έκανε κάτι περίεργο.
Εκανε.. και ύστερα έσκυβε.
Κάτι έπιανε κάτω στη γη.
Αυτό το έβλεπε συνέχεια, αρκετή ώρα το έκανε.
Πλησίασε, πήγε κοντά, ο ηγούμενος περίεργος και ρώτησε:
- Ανθρωπε του Θεού, λέει, τι κάνεις εδώ μες στη νύχτα;
- Α, λέει, Πάτερ μου, μετράω τα άστρα και γράφω κάτω στο χώμα λέει πόσα μέτρησα, ύστερα σηκώνω ξανά το χέρι μου και ξαναμετράω 1, 2, 3, 4, 5..., μετράω εκατό, διακόσια περίπου, τα ξαναγράφω και μετά, λέει, κάνω πρόσθεση, λέει, στο τέλος.
Δεν τον άφησε να προχωρήσει και ξανά πάλι φτου και από την αρχή.
- Μα, ευλογημένε, του λέει, μετριούνται τα άστρα;
- Αυτά, του λέει, είναι εκατομμύρια εκατομμυρίων, μπορείς να τα μετρήσεις τα άστρα;
- Μα και οι Αλήθειες του Θεού που εσύ μετράς και ψάχνεις μετριούνται, χωράνε στο μυαλό, Πάτερ μου;
Και ευθύς αμέσως ο τσομπάνος και το μανδρί εξαφανίστηκαν από μπροστά του.
Με σκυμμένο το κεφάλι και τεταπεινωμένος ο ηγούμενος γύρισε στο μοναστήρι.
- Καλά να πάθω, καλά να πάθω, έλεγε. Οι Αλήθειες του Θεού δεν μετριώνται. Δεν ερευνώνται, δεν ανακαλύπτονται με το μυαλό, αλλά αποκαλύπτονται μέσα στον καθαρό και φωτισμένο νου,
εντός της κεκαθαρμένης και τεταπεινωμένης καρδίας. Και αν θέλουμε να κάνουμε κάποια ερμηνεία σε ένα κομμάτι της Αγίας Γραφής, θα το κάνουμε πάντοτε με βάση τους Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν θα το κάνουμε αυθαίρετα, όπως κάνουν οι αιρετικοί, όλοι οι προτεστάντες και προπαντός οι ιεχωβάδες.



Ταπεινό φρόνημα και υπερηφάνεια

Κάποτε ένας δραστήριος Ιερεύς σε μια επαρχιακή πόλη είχε πλούσια εξωτερική δράση.
Και από μέσα του είχε μια απορία:
- Ποιος άλλος κληρικός δουλεύει σαν και μένα; Η δική μου είναι μεγαλύτερη, έλεγε και ομολογούσε.
Πόσα έργα έστω και πνευματικά έχει κάνει ο Πατήρ Αμφιλόχιος ο Μακρής; όταν ο Πατήρ Αμφιλόχιος ήταν ζωντανός.
Αυτό σημαίνει ότι η ιστορία μας είναι λίγο παλιά.
Εχει μια εικοσαετία.
- Ε, και περισσότερη εργασία κάνω και από τον Πατέρα Φιλόθεο τον Ζερβάκο και από τον τάδε, και από τον τάδε, και από τον τάδε...
Και ανέφερε μερικούς ακόμα που είναι ζωντανοί, να μην τους πούμε.
Ενα βράδυ λοιπόν κοιμόταν.
Και όπως κοιμόταν ξυπνάει.
Τρόμαξε.
Κάτι μέσα του, του είπε να σηκωθεί.
Δεν τον φώναξε κανένας, μια δύναμις ακατανίκητη.
Συμβαίνει καμμιά φορά.
Σηκώθηκε, και σαν αυτόματο ντύθηκε, έβαλε το καλιμαύκι του, κοιτάζει την ώρα, ήταν 2 και μισή τη νύχτα.
Βγαίνει έξω, σαν ρομπότ, σαν κάποιος να τον κατηύθυνε, πηγαίνει προς το Μητροπολιτικό Ναό και ερχόταν από την πλευρά του Ιερού.
Ο δρόμος ήταν έτσι και έπρεπε να κάνει μία στροφή κατά αυτόν τον τρόπο και να βρεθεί από το μπροστινό μέρος του Ναού.
Αυτός κλειδιά δεν είχε μαζί του.
Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα της Εκκλησίας βλέπει από το μέσον μέρος της πόρτας να φεύγει φως το οποίον φώτιζε το εξωτερικό μέρος αλλά όλη την πόρτα, όλο, και να είναι κάποιος χριστιανός μπροστά, έτσι με σταυρωμένα τα χέρια, και σαν να προσεύχεται.
Τον είδε από την άκρη του Ναού όπως τον κοίταξε.
Περίμενε.
- Μπα, λέει, φως. Τι φως είναι αυτό και φέγγει μόνο αυτό;
Δεν έβλεπε τίποτα.
Εν τω μεταξύ ο ουρανός ήταν σκοτεινιασμένος, μαύρα σύννεφα, φαίνεται ήταν έτοιμο να βρέξει,
ήταν χειμώνας, έκανε πολύ κρύο και δεν υπήρχε κανένας άλλος έξω.
Σε λίγο έκανε το σημείο του σταυρού ο χριστιανός εκείνος και άνοιξε η πόρτα.
Και μπήκε μέσα.
Τρέχει λοιπόν και αυτός από πίσω σιγά σιγά, μπήκε και αυτός μέσα.
Δεν κοίταξε πίσω του.
Ηρθε ο χριστιανός και πήγε μπροστά στο Τέμπλο, εκεί στην εικόνα του Χριστού, γονάτισε, σταύρωσε τα χέρια του και άρχισε να προσεύχεται.
Αυτός πήγε και έκατσε εκεί σε μια γωνιά, σε μια κολώνα εκεί και τον παρακολουθούσε σιωπηλά.
Τον έβλεπε να προσεύχεται.
Σε λίγο ο Ναός φωτίζεται με ένα παράξενο φως.
- Α, λέει. Τα φώτα άναψαν. Τα φώτα δεν άναψαν. Οι πολυέλαιοι ήταν σβηστοί. Απορία. Παρακολουθεί πάλι. Τον βλέπει σε λίγο το χριστιανό, ένα, ενάμισι μέτρο πάνω από το έδαφος. Γούρλωσε τα μάτια του ο παππούλης, δεν μίλησε, περίμενε εκεί.
Στο τέλος τον βλέπει πάνω στη γη, σβήνει, χάνεται σιγά σιγά αυτό το φως πολύ απαλά, λευκό, πιο λευκό από το λευκό και πιο λαμπερό από τη λαμπρότητα του ηλίου.
Σβήσανε όλα, όμορφα, ωραία, ήσυχα, ήρεμα, γαλήνια.
Σηκώθηκε ο χριστιανός και είπε:
- Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς.
Αμήν.
Με το Αμήν Μπουμ.... ακούγεται μια βροντή φοβερή, άστραψε ο κόσμος.
Αληθινή βροντή όμως.
Αστραψε τα πάντα ο ουρανός.
Μαρτύρησε την αλήθεια του γεγονότος, την πνευματική λατρεία αυτού του ανθρώπου.
Εφυγε ο χριστιανός, βγήκε έξω και ο παππούλης.
Βγαίνοντας έξω έκλεισε πίσω του η πόρτα.
Τον παρακολουθεί λοιπόν, τον βλέπει ότι πάει σε κάποιο σπίτι εκεί, κρατάει τη διεύθυνση και τον αριθμό του σπιτιού και επιστρέφει πίσω.
Στο δρόμο πού και πού, άρχισε να ψιλοβρέχει εν τω μεταξύ, πήγαινε γρήγορα, βιαστικά, άρχισε να βλέπει πού και πού κανέναν άνθρωπο.
Αρχισαν οι πρώτοι άνθρωποι να ξυπνούν.
Είχε γίνει ήδη το πρωί, πέντε και μισή, πέντε, πεντέμισι.
Πήγε στο σπίτι.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Ηταν διαρκώς ανήσυχος.
- Τι συνέβη; Ποιος ήταν αυτός;
Την άλλη μέρα πήγε στη γειτονιά και περπατούσε μπροστά στο δρόμο. Περπατούσε και στεκόταν μπροστά στο σπίτι, ας πούμε Γραβιάς 26.
Ξαναπερνούσε, ξαναπερνούσε.
Τέλος πάντων προσπάθησε να βρει κανένα γνωστό.
Βρήκε πράγματι ένα γνωστό.
Λέει:
- Ποιος κάθεται εδώ πέρα; Για πες μου.
Λέει:
- Τι το θες παππούλη;
- Βρε, τι σε νοιάζει τι το θέλω; Πες μου ποιος κάθεται εδώ πέρα.
Ε, του είπε τέλος πάντων.
Δεν τον ήξερε, δεν τον ήξερε. Λέει:
- Είναι καλός άνθρωπος;
- Καλός άνθρωπος.
- Πηγαίνει στην Εκκλησία;
- Βεβαίως πηγαίνει και αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του.
- Α, είναι και παντρεμένος. Και τα παιδιά του! Πόσα παιδάκια έχει;
- Εχει 7-8. Θα έχει. Δεν ξέρω κιόλας. Σάμπως τα μέτρησα ποτέ; λέει αυτός.
- Πα, πα, πα...
Τέλος πάντων την παράλλη μέρα κατάφερε με κάποιους γνωστούς να κάνει μια επίσκεψη στο σπίτι. Τον βλέπει, ένας συνηθισμένος άνθρωπος.
Τον κέρασαν εκεί.
Τους ρώτησε μερικά πράγματα.
Ο χριστιανός εξομολογείτο τακτικά, κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων, απλή ήσυχη ζωή, ταπεινή.
Ταπεινή.
Τα κουτσούβελα εκεί γύρω γύρω τρέχαν εκεί ανάμεσα στα πόδια τους χαρούμενα.
Άλλα φωνάζανε, άλλα κλαίγανε. Τα μεγαλύτερα..
- Παιδιά δεν έχετε οι περισσότεροι; Δεν ξέρετε τι γίνεται με τα παιδιά;
- Οπως όλα τα παιδιά όλου του κόσμου και αυτουνού τα παιδιά κατά τον ίδιο τρόπο.
Τον έφαγε όμως από μέσα του η αγωνία.
Ποια είναι αυτουνού η πολιτεία;
Ποια είναι αυτουνού τέλος πάντων η ζωή;
Ποια;
Μια εβδομάδα δεν βγήκε έξω μετά και ύστερα αρρώστησε.
Ο παππούλης αρρώστησε ένα μήνα ολόκληρο.
Μάλιστα.
Και έμαθε ένα μάθημα:
Ουχ εν τω πολλώ το ευ.
Δεν βρίσκεται μέσα στα πολλά το καλό.
Η εργασία του Θεού είναι κρυφή.
Είναι πρώτα από όλα - και το έμαθε από αυτόν - νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια, Μυστήρια
αλλά πάντα όμως με ταπεινό φρόνημα, με ταπεινό φρόνημα.
Οχι ποιος δουλεύει σαν και μένα, όχι ποιος κάνει προσευχή σαν και μένα.
- Κοίταξε μές στο λεωφορείο τώρα κανένας δεν κάνει προσευχή, ε; Ποιος λέει τώρα την ευχή όπως τη λέω εγώ; Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με... Δεν την λέει κανένας άλλος, τη λέει;
Να κοίταξε εδώ γύρω γύρω. Τι λέει κανένας άλλος; Δεν τη λέει.
Μόνο εγώ τη λέω. Είμαι ή δεν είμαι τώρα;
Να, κάτι τέτοιες κουταμάρες κάνετε.
Λοιπόν, καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένη.
Εμαθε λοιπόν ότι στους ταπεινούς δίδει ο Θεός την Χάριν.
Γιατί Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε, δίδει την Χάριν.
Εμαθε ότι μακάριοι είναι μόνον οι πτωχοί τω πνεύματι, οι ταπεινοί και οι έχοντες καρδίαν καθαράν. Αυτοί, οι πτωχοί τω πνεύματι και οι καθαράν την καρδίαν, αυτοί και μόνον, τον Θεόν όψονται καθώς εστί.
Αυτός ο χριστιανός με τη δική του ταπεινή, αφανή πολιτεία και μέσα στην πολυτεκνία, μέσα από το βάρος και τις δυσκολίες και τις θλίψεις και τις στεναχώριες της ζωής και με το σταυρό τον πολύπλευρο που σήκωνε και με τις αρρώστιες, γιατί υπήρχαν και τέτοια πράγματα, ζούσε τη Βασιλεία του Θεού, την ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος.
Αμήν.






Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 1992

29 Τά ιερά σκεύη, καλύματα καί άμφια. 29.10.1992

Ο ιερέας και ο άγγελος

Σε ένα μοναστήρι ζούσε ένας ιερεύς, μας το αναφέρει ο μακαριστός Πατήρ ο Γέρων Γαβριήλ, ο οποίος ήτο και ηγούμενος για πολλά χρόνια της μονής Διονυσίου, ολιγογράμματος ήτο ιερεύς αλλά ήτο κληρικός μεγάλης πίστεως και μεγάλης αρετής και πολλών πνευματικών αγώνων.
Παρέμενε στην Προσκομιδή όρθιος για πολλές ώρες παρ' όλο που τα πόδια του είχαν ανοίξει, ανοίξαν οι φλέβες και τρέχαν.
Πολλές φορές τρέχαν τα αίματα κάτω δηλαδή στο έδαφος από την ορθοστασία και από την μνημόνευση των πολλών ονομάτων.
Μέχρι τελευταίας στιγμής άνθρωπος θυσίας και μάλιστα εκοιμήθη αμέσως μετά από τη Θεία Λειτουργία.
Ομως ήτο αγράμματος ή ολιγογράμματος.
Από μία έτσι παράλειψη, ας το πούμε τρόπον τινά, δεν έβαζε κανονικά, πρέπει να σας το είχα πει σαν γεγονός και αυτό άλλη φορά, τις μερίδες.
Οπως βάζουμε το Σώμα του Κυρίου εδώ, λέμε "Χαρά στη Βασίλισσα εκ δεξιών σου" και βάζουμε την Παναγία από αυτήν την πλευρά.
Βλέπετε από εδώ, όπως είναι το Σώμα του Κυρίου στη μέση εδώ, βάζουμε την Παναγία από εδώ και
λέμε "Χαρά στη Βασίλισσα εκ δεξιών σου" και την βάζουμε από εδώ.
Αυτός έλεγε:
- Αφού λέει "εκ δεξιών σου" πρέπει να πάει από εκεί.
Δεν είναι δεξιά από εμάς, είναι δεξιά από τον Κύριο.
Οπως είναι ο Κύριος έτσι, δεξιά του είναι από εδώ.
Αρα λοιπόν η μερίδα πρέπει να μπει από εδώ.
Και τα τάγματα από εκεί.
Αυτός τα έβαζε ανάποδα.
Το μοναστήρι το επισκέφθηκε κάποτε ένας Αρχιερεύς, ο οποίος ετέλεσε τη Θεία Λειτουργία και μάλιστα στην Ιερά Μονή για να κάνει μια χειροτονία ενός Διακόνου σε Πρεσβυτέρου.
Μετά, εκεί στους Αίνους περίπου, μπαίνει ο Αρχιερεύς, ντύνεται και εν συνεχεία πάει στην Προσκομιδή.
Η Προσκομιδή ετοιμάζεται μέχρι κάποιο ορισμένο σημείο και από εκεί και ύστερα συνεχίζει ο Αρχιερεύς πρώτος τις μνημονεύσεις.
Αυτός και μοναδικά αυτός.
Οταν λειτουργεί Αρχιερεύς, μνημονεύει μόνον Αρχιερεύς και όχι οι ιερείς λειτουργοί.
Πρόσεξε λοιπόν ότι τις μερίδες τις είχε βάλει ανάποδα.
Του λέει λοιπόν:
- Δεν τις έβαλες καλά, λέει, Πάτερ μου, τις μερίδες. Για έλα εδώ Πάτερ.
Λέει
- Η Παναγία μπαίνει από εδώ και τα Τάγματα μπαίνουν από εκεί. Δεν σου το είπε κανένας, λέει, δεν σε είδε κανένας πώς κάνεις την Προσκομιδή;
Λέει:
- Ναι, Σεβασμιότατε. Κάθε μέρα που λειτουργώ, γιατί δεν υπήρξε μέρα που να μην λειτουργήσει, κάθε μέρα που λειτουργώ με βλέπει ο Αγγελος υπηρέτης μου αλλά δεν μου είπε τίποτα. Συγγνώμην, σαν αγράμματος που έκανα τέτοιο λάθος. Θα προσέχω από τώρα και στο εξής.
- Ποιος είπες, λέει, ότι σε υπηρετεί εδώ;
- Ποιος με υπηρετεί, λέει, ο Αγγελος Κυρίου.
Τρελλάθηκε ο Επίσκοπος. Τι να πει. Τι να πει.
Εμεινε κατάπληκτος βέβαια και κατάλαβε ότι μπροστά του είχε έναν αγιασμένο κληρικό.
Το μεσημέρι, μετά την τράπεζα, ο Σεβασμιώτατος, αποχαιρέτησε βέβαια τον ηγούμενο και τους υπόλοιπους εκεί μοναχούς κτλ. και ανεχώρησε και έφυγε.
Την άλλη ημέρα όμως τη νύχτα, όταν πήγε στο Άγιο Βήμα, για να κάνει Προσκομιδή ούτως ώστε μετά από λίγο να αρχίσει η Θεία Λειτουργία, κατεβαίνει και Αγγελος Κυρίου, όταν έκαμε την Προσκομιδή, παρατήρησε πως αυτή τη φορά ο γέροντας ιερεύς έβαλε σωστά τις μερίδες.
- Ωραία, του λέει, πάτερ, τώρα τά 'βαλες σωστά.
- Ναί, του λέει, εσύ ήξερες το λάθος μου, πού έκανα τόσα χρόνια, και γιατί δε μου το έλεγες,
γιατί δε με διόρθωσες;
- Το έβλεπα, το ήξερα, αλλά εγώ δεν έχω τέτοιο δικαίωμα, δεν είμαι άξιος να διορθώνω ιερέα.
 Είπε ο άγγελος ότι δεν είναι άξιος να διορθώνει ιερέα.
- Εγώ έχω εντολή από το Θεό να διακονώ και να υπηρετώ τον ιερέα. Μόνο ο Επίσκοπος έχει τέτοιο δικαίωμα.
Και μείς παίρνουμε τους ιερείς στο στόμα μας και από το πρωί μέχρι το βράδυ τους κατακρίνουμε, τους κατηγορούμε, τους κουτσομπολεύουμε, και χίλια δυό άλλα πράγματα και με χίλια δυό άλλα ασχολούμεθα γύρω απ' αυτόν.
Προσοχή λοιπόν από τώρα και στο εξής πώς θα ομιλείτε για τον οποιονδήποτε κληρικόν.



Ο Αγιος Θεοδόσιος του Αργους

Υπάρχει η αληθινή ιστορία του Αγίου Θεοδοσίου του Αργους.
Υπάρχει μάλιστα και ένα μοναστήρι που λέγεται ο Αγιος Θεοδόσιος.
Εκεί γίνεται μεγάλη πανήγυρις τον Αύγουστο.
Αυτός λειτούργησε μία φορά στη ζωή του.
Την πρώτη μέρα έγινε Διάκονος, τη δεύτερη μέρα έγινε Ιερεύς, την τρίτη ημέρα έκανε την πρώτη του
Λειτουργία.
Και όταν έφτασε στο σημείο αυτό να τρυπήσει με τη λόγχη, είδε τον εαυτόν του σαν στρατιώτη με ... ;; στο Σώμα του Κυρίου και εξέρχεται εκ της πλευράς αυτού Αίμα και Υδωρ.
Ποιος ξέρει τώρα με πόσο φόβο και τρόμο έβαλε ύστερα εν συνεχεία κρασί και νερό μέσα στο Αγιον Ποτήριον.
Αυτό είναι άγνωστο.
Βέβαια τον κατέλαβε τόσος θείος φόβος ώστε όταν τελείωσε τη Θεία Λειτουργία δεν ξαναλειτούργησε.
Παρά ταύτα όμως έγινε Αγιος, Αγιος της Εκκλησίας μας και τιμάται μάλιστα με μεγάλη λαμπρότητα.



Περί ανεκτικότητας και αγάπης προς τους συνανθρώπους μας

Θυμάστε τον Αβραάμ, που θεωρείται κατ'εξοχήν και πρότυπον φιλοξενίας;
Φιλοξενούσε λοιπόν έναν εκεί για σαράντα μέρες και ήταν πολύ απωθητικός.
Το ένα δεν του άρεσε, το άλλο ήταν ξινό, το άλλο ήταν αλμυρό.
Τώρα δεν μου έπλυνες καλά τα πόδια, τώρα δεν μου έβαλες καλή κουβέρτα να κοιμηθώ, τώρα γιατί μου άλλαξες το αντίσχοινο, τώρα δεν μου έδωσες καλή μερίδα κρέας κτλ.
Δεν έσφαξες το καλύτερο πρόβατο, ου... απαιτητικός πρωί βράδυ.
Βόγγησε στο τέλος ο Αβραάμ:
- Μα αμάν, βρε παιδί μου. Ηταν και σαράντα μέρες εδώ που τα λέμε, ε;
Και του λέει ο Θεός του Αβραάμ:
- Τι γογγύζεις; Δεν μπορείς να ανεχτείς ένα συνάνθρωπό σου σαράντα μέρες; Εγώ πώς σε ανέχομαι εσένα εκατό χρόνια; "Πώς σε ανέχομαι εκατό χρόνια".
Μακροθυμώ, αγαπώ.
Οσο άπειρος και αιώνιος είναι ο Θεός, τόση άπειρη και αιωνία είναι η αγάπη Του, η ανεκτικότης Του, η αγαθότης Του, το πολυέλεος και το μακρόθυμον του Θεού.
Ενα τόσα δα.. και εμείς λίγο στους συνανθρώπους μας;


Δαιμόνιο
Του Αγίου Αρτεμίου ήταν, στην αγρυπνία του Αγίου Αρτεμίου, εδώ διαβάσαμε μία ψυχή η οποία υποφέρει από τις ενέργειες των ακαθάρτων πνευμάτων, άλλοτε εξωτερικές και άλλοτε εσωτερικές.
Ξέρετε γιατί άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει από κάτω;
Γιατί μόλις της έβαλα το φελόνι από πάνω γέμισε ευωδία και το δαιμόνιο δεν την άντεξε, το φελόνι αυτό με το οποίο είχαμε λειτουργήσει εκείνη τη βραδιά, δεν την άντεξε και άρχισε βέβαια το δαιμόνιο να διαμαρτύρεται, κατά την ομολογία βέβαια τη δική της που έκαμε την επομένη ημέρα.


Αμφια εξ Ουρανού

Κάποτε ένας Επίσκοπος πήγε για τα Αμφια.
Υπάρχει ένα βιβλίο που δεν σας το συνιστώ βέβαια να το διαβάσετε, λέγεται "Νηπτική Θεωρία", δεν είναι ακόμα για το δικό μας στομάχι.
Μέσα ο ανώνυμος αυτός συγγραφεύς και ασκητής, γνώστης της νοεράς προσευχής με έναν ειδικό τρόπο, χρησιμοποιούσε πολύ τη θεία με...;; που έβγαζε αίμα, για αυτό λέμε δεν είναι για τα μέτρα
μας.
Οταν, ορισμένες φορές... - είπαμε αυτό δεν γίνεται πάντοτε.
Αν ήτο Ιερουργός 50 χρόνια, 50 χρόνια Ιερουργός, αυτό θα συνέβη μία φορά, δύο.
Ετοιμάζετο, λέει, να ντυθεί, είχε πάρει καιρό.
Καιρό λέμε την προετοιμασία που κάνουμε μπροστά στο Ιερό Τέμπλο και ύστερα μπαίνουμε στο Αγιο Βήμα, εκεί ενδυόμεθα τα Ιερά Αμφια.
Ετοιμαζόταν αυτός όπως ήταν διπλωμένα εκεί σε κάποιο από τα ντουλάπια του Ιερού να τα βγάλει, εκείνη τη στιγμή βλέπει να ανοίγουν τα Ουράνια από πάνω, από ψηλά, και να κατεβαίνουν ένα πλήθος Αγγέλων μέσα σε έναν τεράστιο δίσκο, ας πούμε, πανέρι, δεν ξέρω πώς να το χρησιμοποιήσουμε, και αυτό ακατανόητο για τα μάτια μας, τα οποία έφεραν από τον Ουρανό τα Αμφια.
Και τον έντυσαν θεοϋφάντως.
Οι στολές ήταν Θεοϋφαντες.
Τι Αμφια ήταν εκείνα που έβγαλε!
Θυμάμαι που του λέγανε.
Ποιος μπορεί να τα περιγράψει;
Ουδείς!
Ποιος μπορεί να μιλήσει για αυτά;
Γι'αυτό λέμε γίνονται φοβερά πράγματα μέσα στο Ιερό Βήμα και στη Θεία Λειτουργία.


Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 1992

28 Εισαγωγή εις τήν Θείαν Λειτουργίαν. 22.10.1992

Το Αίμα του Θεού

Υπάρχει μια βιογραφία για τον Πατέρα Ιάκωβο τον Τσαλίκη, τον ηγούμενο της μονής του Οσίου Δαυίδ, ο οποίος εκοιμήθη πρόσφατα.
Το έχει γράψει στα πολύ γρήγορα ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, που ήταν πνευματικοπαίδι του και μέσα κάπου εκεί έχει ένα κεφάλαιο που λέγει τα εξής:
Είδε και άγγιξε το Πανάγιον Αίμα του Κυρίου.
Το μεγαλύτερο και θαυμασιότερο θαύμα που του πρόσφερε ο Θεός έγινε το πρωί της 22ας Νοεμβρίου 1975.
Συγκλονίστηκε τόσο πολύ από το θαύμα αυτό ώστε αμέσως μετά το κατέγραψε σε ένα σημείωμα, το οποίο βρήκαμε μετά την κοίμησή του σε ένα τετράδιό του.
Το σημείωμα αρχίζει με την παραπάνω ημερομηνία και περιλαμβάνει ακριβώς τα εξής:
Την 22α Νοεμβρίου, ημέρα Σάββατο το πρωί, εις την Αγίαν Προσκομιδήν, μετά την μνημόνευσιν και εν ώρα που θα καλύψω τα Πανάγια Δώρα, είδα ζωντανή και εν Αγιότητι ομολογώ ένα κομμάτι αίμα στεγνό που το άγγιξα και στο δάχτυλό μου.
Πάνω στο δάχτυλό μου έμεινε το Αίμα.
Φωνάζω τον αδελφόν της Ιεράς μονής, τον μοναχόν Πατέρα Σεραφείμ, του είπα την υπόθεσιν και μου είπε:
- Εμείς, Πάτερ, δεν βλέπουμε τίποτα. Αλλά είδες τι είναι. Και εγώ απάντησα ότι πιστεύω και προσκυνώ ότι είναι ο ίδιος ο Θεός παρών. Είπα τρεις φορές: - Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον.
Και από κάτω Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος.

Εάν θυμάστε σας είχα μιλήσει για ένα παρόμοιο περίπου θαύμα με κάποιον Πατέρα Αντώνιο, ο οποίος υπηρετούσε στον Προφήτη Ηλία Καστέλλας Πειραιώς.
Οταν ζούσε ο μακαριστός, ο Μητροπολίτης Πειραιώς τότε Χρυσόστομος Ταβλαδουράκης, συνέβη αυτό ένα Σάββατο πρωί στη Θεία Λειτουργία.
Ο πατήρ Αντώνιος, το επώνυμό του αυτή τη στιγμή δεν το θυμάμαι, Σχίζας νομίζω, δεν θυμάμαι καλά, εκτελούσε τη Θεία Λειτουργία, έφτασε στον Καθαγιασμό ταν Τιμίων Δώρων, γονάτισε, είπε την πρώτη ευχή, σηκώθηκε επάνω για να πει:
Και ποίησον τον μεν άρτον τούτον...
Και την ώρα που ήταν έτοιμος να το πει αυτό, μάλλον το είπε,
Και ποίησον τον μεν άρτον τούτον το Τίμιον Σώμα του Χριστού σου
και όταν είπε το δε εν τω Ποτηρίω τούτο,
όπως είναι φυσικό κοιτάζουμε μέσα, όταν είμαστε όρθιοι
και βλέπει το Αγιον Ποτήριον άδειο.
Αλλά δεν έγινε έτσι, αυτό είναι άλλο.
Δεν έγινε αυτό.
Αυτό έγινε σε άλλον.
Λοιπόν, όπως ήταν γονατιστός και έλεγε την ευχή, τα χέρια του τα είχε ακουμπησμένα πάνω στην Αγία Τράπεζα ο Πατήρ Αντώνιος.
Αυτό μου το διηγήθηκε κάποιος άλλος.
Θα το πούμε άλλη φορά αυτό που είχα αρχίσει.
Και την ώρα λοιπόν που ήταν έτοιμος να σηκωθεί για να ευλογήσει τα Τίμια Δώρα, πέφτει από πάνω μία σταγόνα, πάνω στο χέρι του.
Αίμα και μάλιστα τον πιτσίλισε κιόλας, έκανε και πιτσίλα.
Το είδε και τρόμαξε.
Σηκώθηκε έντρομος, το κοίταζε τώρα αυτό το πράγμα, τον κατέλαβε ένα φοβερό ιερό ρίγος, ένας τρόμος, ένας φόβος, μία έκπληξις, μία έκστασις, πολλά ανάμικτα συναισθήματα, ακατάληπτα για να μπορεί να τα περιγράψει ο Πατήρ Αντώνιος και σηκωνόμενος επάνω δεν ήξερε τι να κάνει, τα έχασε αλλά η Χάρις του Αγίου Θεού, ύστερα από αυτό το θαύμα, τον οδήγησε στο να δει το Αγιον Ποτήριον και είδε ότι το Αγιον Ποτήριον ήταν άδειο.
Είχε ξεχάσει να βάλει μέσα κρασί.
Κοιτάζει το Σώμα.
Βλέπει πράγματι ότι και αυτό ήταν ατρύπητο.
Ο ψάλτης έξω, ήταν Σάββατο, δεν είχε κόσμο, δυο τρεις ήταν, συνέχισε ο ψάλτης Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν.
Του έκανε νόημα να συνεχίσει.
Παίρνει την Αγία Λόγχη με το Αίμα πάνω του, τρυπάει, λέει Εις των στρατιωτών λόγχην την πλευράν αυτού ένυξε και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ και γεμίζει το Αγιον Ποτήριον.
Βάζει το κρασί, βάζει το νερό, κανονικά, το ευλογεί, το σταυρώνει και αφού τα τελείωσε όλα αυτά, γονάτισε, ξαναδιάβασε την ευχή, σηκώθηκε όρθιος, ευλόγησε τα Τίμια Δώρα και ο Πανάγιος
Θεός μετέβαλεν τον άρτον και τον οίνον όπως γίνεται σε κάθε Θεία Λειτουργία σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Μετά τον Καθαγιασμόν το έγλυψε βέβαια και το καθάρισε τελείως.
Πήγε λοιπόν αυτά, ακριβώς μετά τη Θεία Λειτουργία του Σαββάτου και τα διηγήθηκε στον
Μητροπολίτη τότε Χρυσόστομο και του πήρε ο Χρυσόστομος το χέρι και το μύρισε, ευωδίαζε ολόκληρο με μία άρρητη ευωδία, και άρχισε να το φιλάει, να το φιλάει πολλές φορές.
Λέει:
- Δεσπότη μου, το χέρι.
- Δεν φιλάω το χέρι σου, λέει, ευλογημένε. Και αυτό πρέπει να φιλάει κανένας γιατί ιερεύς του Υψίστου είσαι, Λειτουργός. Τι σημασία έχει που είμαι Επίσκοπος αλλά εγώ έπιασα το Αίμα του Θεού, το Αίμα του Θεού.
Ελεγε έτσι.
Εκφραστικός πολύ ο Επίσκοπος και σηκώθηκε όρθιος και θυμάμαι ότι μετά την κοίμησή
του, μου το διηγήθηκε εμένα και σηκώθηκε όρθιος και λέει:
- Πάτερ Στέφανε, το Αίμα του Θεού.
Και άρχισε να κλαίει.

Η βίωση ενός γεγονότος

Μου διηγείτο κάποιος ιερεύς τα εξής:
Οταν κάποτε έκανε κατάλυση, τι έζησε μετά, τι εβίωσε, ολόκληρος ο κοιλιακός του χώρος, αισθάνθηκε κατα κάποιον τρόπον να γίνεται, να μεταβάλεται, ένας απέραντος ουρανός, όπου στο κέντρο ήτο ενθρονισμένος ο Κύριος, δεξιά του η Πανάχραντος, η Παναγία Μητέρα Του, γύρω απ' το Θρόνο αυτού όλοι οι προφήτες, οι δίκαιοι, οι προπάτορες, οι απόστολοι, οι ιεράρχες, οι επίσκοποι, οι άγιοι Πατριάρχες, οι άξιοι ιερείς και μοναχοί, οι ατέλειωτες στρατιές των μαρτύρων, οι εν ασκήσει
διαλάμψαντες άγιοι και μάρτυρες, οι θεοφόροι πατέρες των οικουμενικών Συνόδων, οι Άγιοι Ανάργυροι, οι εν τω κόσμω διαπρέψαντες άγιοι, οι άπειρες στρατιές των αγγέλων, των αρχαγγέλων, των Χερουβείμ, των Σεραφείμ, Θρόνων, Κυριοτήτων ... τι να σας πώ ... ταξιαρχίες, να δορυφορούν και τον Κύριο και τούς Αγίους και τον Ουρανό και όλο τον άνθρωπο και την εκκλησία και τα πάντα και κάτω από όλους αυτούς, μυριάδες μυριάδων ψυχών, ζωντανών και πεθαμένων, και όλα αυτά εν αισθήσει ψυχής με σωματική συμμετοχή, που άρχιζε από τον κοιλιακό χώρο, απ' την γαστέρα όπως είπαμε, ....
Ένας απέραντος Ουρανός, η χαρά και η ευφροσύνη του Παραδείσου, ...
Καί έμεινε έτσι με το Άγιο Ποτήριο, να το σκουπίζει, με το μ????, τότε το αισθάνθηκε, τότε
το έζησε.
Ότι σας είπα τώρα είναι λόγια, είναι φράσεις, είναι λέξεις, αλλά είναι ένα γεγονός, είναι μία πραγματικότητα, την έζησε, αλλά δεν μπορεί να την πεί, την είπε έτσι, όπως σας την
περιέγραψα περίπου.
Τα λόγια και οι λέξεις όμως αυτές που είπαμε, άδειασαν, μείωσαν αυτήν την πραγματικότητα. Επομένως λοιπόν η ζωή ενός γεγονότος, δεν εκφράζεται με λόγια, αλλά βιώνεται.
Μέσα σ' εκείνον τον παπούλη έγινε ένας πραγματικός σεισμός, που τον συγκλόνισε και τον συγκίνησε βαθύτατα.


Ο Αγιος Μηνάς και τα πουλιά

Ζούσε σε ένα μοναστήρι της Ρομανίας, δεν θυμάμαι ποιο τώρα αυτή τη στιγμή, ένας κεχαριτωμένος Ιερεύς, ο Πατήρ Μηνάς, ο αργότερα Οσιος Μηνάς.
Αυτός μετά τη Θεία Λειτουργία για να ξεκουραστεί έβγαινε στο δάσος, διότι το μοναστήρι ήταν μέσα στα δάση και εκεί έψελνε και δοξολογούσε το Θεό με τα Αναστάσιμα τροπάρια και με πολλά άλλα πράγματα και μαζεύονταν όλα τα πουλιά του δάσους γύρω του, στο κεφαλάκι του, στο σώμα του, γύρω του, στα χέρια του.
Τα χάιδευε κτλ.
Τις περισσότερες φορές όταν ο Πατήρ Μηνάς έψελνε τα πουλιά βουβαίνονταν και τον άκουγαν. Βέβαια οι Λειτουργίες γίνονταν συνήθως νύχτα και τελείωνε βέβαια με το χάραμα.
Ωσπου να κάνει κατάλυση, να ξεντυθεί, ξημέρωνε, έβγαινε ο ήλιος και έτσι έβγαινε έξω πρωί πρωί μέσα στο δάσος και χαιρόταν την παρουσία της φύσεως και των πουλιών.
Και εκεί όλοι μαζί αινούσαν και δοξολογούσαν το Θεό.
Παρατηρήθηκε, λοιπόν, στα τελευταία κάπως χρόνια της ζωής του ότι όταν είχαν πανηγυρική Θεία Λειτουργία και αργούσε η Θεία Λειτουγεία και μάλιστα αργούσε πολύ μετά την ανατολή του ηλίου, τα πουλιά μαζεύονταν πάνω στην Εκκλησία και όταν ήρχετο η στιγμή και η ώρα της μεταβολής των Τιμίων Δώρων, όταν ο Ιερεύς έλεγε "Τα σα εκ των σων", εκείνη την ώρα όλα τα πουλιά πάνω στην Εκκλησία βουβαίνονταν.
Και όταν ο Ιερεύς έλεγε "Και εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου υπερευλογημένης ενδόξου" στα ρομανικά βέβαια και οι ψάλτες έψελναν το Αξιον Εστί άρχιζαν και πάλι τα πουλιά να κελαϊδούν.
Είναι ένα ειδικό σημείο αυτό ότι το μεγάλο Μυστήριο το δεχόμαστε εμείς οι οποίοι - κοιτάξτε τα πουλιά με σιωπή δέχονταν το Μυστήριο, την Παρουσία του Δημιουργού και Κτίστου και Πλάστου και Θεού, του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού - εμείς πώς το δεχόμεθα; Και εγώ ο πανάθλιος; Πώς;
Κάποτε ο παππούλης, ένα πρωί, δεν κατέβηκε για τη Θεία Λειτουργία.
Είδαν ότι πέρασε λίγη ώρα, πήρε άλλος Ιερεύς καιρό και προέβη στη Θεία Λειτουργία.
Εκείνος δεν κατέβηκε, πιστέψαν ότι είναι λίγο αδιάθετος, δεν τον ενόχλησαν αλλά όλα τα πουλιά όμως μαζεύτηκαν στο μέρος που ήταν το κελλί του, όλα.
Πήγαιναν κατά κοπάδια, φεύγανε, γύριζαν, πήγαιναν, φώναζαν, χαλούσαν τον κόσμο.
Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, είδαν αυτό το έκτακτο γεγονός, είπαν
- Τι συμβαίνει; Κάτι θα συνέβη. Δεν μπορεί.
Πήγαν, λοιπόν, στο κελλί του και τον βρήκαν κεκοιμημένο, γονατιστό, όπως ήταν σε αυτή τη στάση, είχε παραδώσει με σταυρωμένας τα χείρας την αγίαν του ψυχή εις τον Πανάγιον Θεόν.
Τον πήραν λοιπόν και τον πήγαν στην Εκκλησία για να προβούν σε όσα προβλέπει το Τυπικό της
Εκκλησίας για έναν Ιερέα και θαυμάσιο άνθρωπο του Θεού που έχει κοιμηθεί.
Ολα τα πουλιά μαζεύτηκαν πάνω στην Εκκλησία και δεν έφυγαν επί τριήμερον όπου παρέμεινε το άγιο λείψανο εκεί του Οσίου Μηνά.
Κατόπιν έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία, αφού έγιναν οι Θείες Λειτουργίες κτλ. τον πήγαν στο κοιμητήριο της μονής.
Τα πουλιά επί τρεις ημέρες δεν έφευγαν από τον τάφο του, χωρίς να κελαϊδούν.
Πήγαιναν κατά κοπάδια, στέκονταν γύρω από τον τάφο, τον σκέπαζαν ολόκληρο μαζί με το σταυρό, κατόπιν έφευγαν εκείνα, έρχονταν άλλα, έφευγαν εκείνα, έρχονταν άλλα, επί τρεις ημέρες.

Αυτό.
Την τρίτη ημέρα εξαφανίστηκαν και δεν ξαναγύρισαν.
Αυτά είναι τα θαυμάσια του Θεού, μία προέκτασις των όλων όσων γίνονται από τους αξίους λειτουργούς του Υψίστου, των οποίων ούτε την άκρη του φορέματος μπορώ εγώ να αγγίξω και να φιλήσω.